12.6.2013 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 166/2 |
ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ
της 17ης Μαΐου 2013
αναφορικά με πρόταση οδηγίας σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και πρόταση κανονισμού περί των πληροφοριών που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών
(CON/2013/32)
2013/C 166/02
Εισαγωγή και νομική βάση
Στις 27 Φεβρουαρίου 2013 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (εφεξής η «προτεινόμενη οδηγία») (1). Στις 28 Φεβρουαρίου 2013 έλαβε και δεύτερο αίτημα του Συμβουλίου, τούτη τη φορά για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των πληροφοριών που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός») (2) (οι δύο πράξεις καλούνται εφεξής από κοινού οι «προτεινόμενες πράξεις της Ένωσης»). Η ΕΚΤ έλαβε επίσης αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με τις προτεινόμενες πράξεις της Ένωσης, και συγκεκριμένα στις 2 Απριλίου 2013 για την προτεινόμενη οδηγία και στις 3 Απριλίου 2013 για τον προτεινόμενο κανονισμό.
Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι προτεινόμενες νομικές πράξεις της Ένωσης περιέχουν διατάξεις που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ. Εξάλλου, η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται και στα άρθρα 127 παράγραφοι 2 και 5 και 128 παράγραφος 1 της Συνθήκης και στα άρθρα 16 έως 18 και 21 έως 23 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς οι προτεινόμενες πράξεις της Ένωσης περιέχουν διατάξεις οι οποίες έχουν επιπτώσεις σε ορισμένα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
1. Σκοπός και περιεχόμενο των προτεινόμενων νομικών πράξεων της Ένωσης
1.1. Προτεινόμενη οδηγία
Η προτεινόμενη οδηγία σκοπεί στην επικαιροποίηση και τροποποίηση του καθεστώτος της Ένωσης όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες αναθεωρήσεις στα ισχύοντα διεθνή πρότυπα, και συγκεκριμένα οι συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force — FATF), οι οποίες εκδόθηκαν τον Φεβρουάριο του 2012 (3), καθώς και διάφορες εκθέσεις και αξιολογήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (4). Η προτεινόμενη οδηγία, όταν εκδοθεί, θα καταργήσει και θα αντικαταστήσει την οδηγία 2005/60/ΕΚ και την οδηγία 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 2006 για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2005/60/ΕΚ (5).
Η προτεινόμενη οδηγία υιοθετεί μια προσέγγιση η οποία βασίζεται πιο πολύ στον κίνδυνο όσον αφορά τα μέτρα (6) για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ενισχύει τις απαιτήσεις όσον αφορά τη «δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη» (7) κατά τρόπο ώστε ορισμένες κατηγορίες πελατών και συναλλαγών (8) να μην εξαιρούνται πλέον από τις απαιτήσεις απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και οι «υπόχρεες οντότητες» (9) να πρέπει στο εξής να αξιολογούν το επίπεδο του κινδύνου προτού αποφασίσουν εάν θα λάβουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Επιπροσθέτως, οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (ΕΕΑ) (10) θα έχουν την υποχρέωση να εκδώσουν κοινή γνώμη, εντός δύο ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της προτεινόμενης οδηγίας, σχετικά με τους κινδύνους που συνεπάγεται για την εσωτερική αγορά η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τα δε κράτη μέλη θα υποχρεούνται να διενεργούν και να επικαιροποιούν εθνικές εκτιμήσεις των κινδύνων για τον εντοπισμό των τομέων όπου απαιτείται αυξημένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη (11). Η προτεινόμενη οδηγία διευρύνει επίσης το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος της Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ιδίως με τη μείωση του ορίου για την εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος σε εμπόρους αγαθών μεγάλης αξίας που συναλλάσσονται με πελάτες σε μετρητά, από 15 000 EUR σε 7 500 EUR.
Η προτεινόμενη οδηγία θα αυξήσει το επίπεδο των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη τα οποία λαμβάνονται σε σχέση με τα «πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα» (ΠΕΠ) (12), ιδίως με την απαίτηση λήψης μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη (13) σε σχέση με τα εν λόγω πρόσωπα, καθώς και σε σχέση με τους στενούς συγγενείς και τους στενούς συνεργάτες τους. Στα ΠΕΠ θα περιλαμβάνονται τώρα όχι μόνον πρόσωπα της αλλοδαπής, αλλά και πρόσωπα της ημεδαπής στα οποία έχει ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα (14).
Η προτεινόμενη οδηγία θεσπίζει πιο αυστηρούς και καλύτερα διατυπωμένους κανόνες και διαδικασίες για τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων (15) εταιρικών ή άλλων νομικών οντοτήτων και καταπιστευμάτων, παρόλο που ο ορισμός της έννοιας του πραγματικού δικαιούχου δεν τροποποιείται. Επιπροσθέτως, οι εταιρικές ή άλλες νομικές οντότητες και οι εταιρείες καταπιστευματικής διαχείρισης θα υποχρεούνται να τηρούν αρχεία όσον αφορά την ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων τους. Επιπλέον, η προτεινόμενη οδηγία εισάγει ορισμένες τροποποιήσεις όσον αφορά τις απαιτήσεις τήρησης αρχείων σε σχέση με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη και τις συναλλαγές, καθώς και όσον αφορά τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες των υπόχρεων οντοτήτων, επιδιώκοντας την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ αφενός της διευκόλυνσης των αυστηρών ελέγχων για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και αφετέρου του σεβασμού των αρχών του δικαίου προστασίας των δεδομένων και των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα.
Η προτεινόμενη οδηγία ενισχύει επίσης τη συνεργασία μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών των κρατών μελών, οι οποίες έχουν το καθήκον να αποτελούν εθνικά σημεία επαφής για την παραλαβή, ανάλυση και διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές αναφορών για ύποπτες συναλλαγές που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Τέλος, η προτεινόμενη οδηγία προσδίδει μεγαλύτερη έμφαση στην εφαρμογή των προβλεπόμενων μέτρων και την επιβολή κυρώσεων σε σχέση με τις προηγούμενες οδηγίες. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να υπέχουν ευθύνη για παραβάσεις των κανόνων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα και να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις για τέτοιου είδους παραβάσεις. Στην προτεινόμενη οδηγία απαριθμούνται τα είδη των διοικητικών κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν.
1.2. Προτεινόμενος κανονισμός
Ο προτεινόμενος κανονισμός συνδέεται στενά με την επίτευξη των σκοπών της προτεινόμενης οδηγίας. Είναι σημαντικό οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να παρέχουν επαρκείς, ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες για τις μεταφορές χρηματικών ποσών που εκτελούνται από τους πελάτες τους, προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να καταπολεμούν αποτελεσματικά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Ο προτεινόμενος κανονισμός (16) στόχο έχει να καταστήσει πιο αυστηρές τις υφιστάμενες νομικές υποχρεώσεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όσον αφορά τις μεταφορές χρηματικών ποσών και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, λαμβανομένων υπόψη των εξελισσόμενων διεθνών προτύπων (17). Συγκεκριμένα, σκοπεί στην ενίσχυση της ιχνηλασιμότητας των πληρωμών, απαιτώντας από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να διασφαλίζουν ότι οι μεταφορές χρηματικών ποσών συνοδεύονται από πληροφορίες για τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες αφορούν και τον δικαιούχο της πληρωμής. Για τον σκοπό αυτόν, απαιτεί από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να επαληθεύουν τα στοιχεία της ταυτότητας των δικαιούχων των πληρωμών που προέρχονται από χώρες εκτός της Ένωσης για ποσά που υπερβαίνουν τα 1 000 EUR (18) και υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να θεσπίζουν διαδικασίες βάσει του κινδύνου προκειμένου να αποφασίζουν πότε θα εκτελούν, θα απορρίπτουν ή θα αναστέλλουν μεταφορές χρηματικών ποσών, καθώς και να τηρούν αρχεία πληρωμών για 5 έτη. Ο προτεινόμενος κανονισμός διευκρινίζει επίσης ότι οι σχετικές απαιτήσεις καλύπτουν πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες, κινητά τηλέφωνα και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, εφόσον χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά χρηματικών ποσών.
2. Γενικές παρατηρήσεις
Η ΕΚΤ χαιρετίζει τις προτεινόμενες πράξεις της Ένωσης και υποστηρίζει μετ’ επιτάσεως ένα ενωσιακό καθεστώς το οποίο διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη και τα ιδρύματα-κάτοικοι της Ένωσης διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και ιδίως της εκμετάλλευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος από πρόσωπα που νομιμοποιούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες και από τους χρηματοδότες της τρομοκρατίας, καθώς και τους συνεργούς τους. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι προτεινόμενες πράξεις της Ένωσης αντιμετωπίζουν ορθά και αποτελεσματικά τις αδυναμίες που εντοπίστηκαν στο υφιστάμενο καθεστώς της Ένωσης και το επικαιροποιούν προκειμένου να ληφθούν υπόψη αφενός αναγνωρισμένες απειλές από τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά της Ένωσης και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, και αφετέρου τα αναπτυσσόμενα διεθνή πρότυπα όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης των εν λόγω απειλών. Η ΕΚΤ θεωρεί επίσης ότι οι προτεινόμενες πράξεις της Ένωσης θα βελτιώσουν τη σαφήνεια και την ομοιομορφία των εφαρμοστέων κανόνων σε όλα τα κράτη μέλη, παραδείγματος χάριν σε σημαντικούς τομείς, όπως η δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη και η πραγματική κυριότητα.
3. Ειδικές παρατηρήσεις
3.1. Όσον αφορά την προτεινόμενη οδηγία, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι νομική βάση αυτής αποτελεί το άρθρο 114 της Συνθήκης και ότι, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, η προτεινόμενη οδηγία σκοπεί στην προσέγγιση των οικείων εθνικών νομοθετικών διατάξεων και την ελαχιστοποίηση των παρεκκλίσεων μεταξύ αυτών σε ολόκληρη την Ένωση. Τα κράτη μέλη μπορούν συνεπώς να αποφασίσουν να ελαττώσουν περαιτέρω τα όρια που θέτει η προτεινόμενη οδηγία όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που θεσπίζει ή να λάβουν ακόμη αυστηρότερα μέτρα (19). Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση συναλλαγών μεταξύ εμπόρων αγαθών μεγάλης αξίας και μη επιχειρηματιών πελατών οι οποίες αγγίζουν ή υπερβαίνουν τα 7 500 EUR (20), φαίνεται ότι το άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιλέξουν την εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων και όχι απλά να απαιτούν από τον έμπορο να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, την αναφορά κ.λπ. βάσει της προτεινόμενης οδηγίας. Η λήψη τέτοιων τυχόν μέτρων θα πρέπει να σταθμίζεται προσεκτικά με βάση το αναμενόμενο δημόσιο όφελος.
3.2. Η ΕΚΤ, λαμβάνοντας υπόψη τον ορισμό της έννοιας «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του προτεινόμενου κανονισμού, επισημαίνει επίσης ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 8 του προτεινόμενου κανονισμού και την αιτιολογική σκέψη 35 της προτεινόμενης οδηγίας, δεν αποτελεί πρόθεση των νομοθετών της Ένωσης να συμπεριλάβουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού πρόσωπα που παρέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς «απλώς συστήματα μηνυμάτων ή άλλα συστήματα υποστήριξης για τη μεταφορά χρηματικών ποσών ή συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού», όπως το σύστημα TARGET2, το οποίο διαχειρίζεται η ΕΚΤ. Η ΕΚΤ υποστηρίζει την προσέγγιση αυτή και τονίζει τη σημασία της διατήρησης της εξαίρεσης για τους σκοπούς της αδιάλειπτης ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών στην Ευρώπη. Η επιβολή της συγκεκριμένης υποχρέωσης στους παρόχους συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές δυσκολίες και καθυστερήσεις στην επεξεργασία πληρωμών μεταξύ τραπεζών και άλλων οντοτήτων που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών. Ακολούθως, αυτό θα μπορούσε δυνητικά να έχει σοβαρό αντίκτυπο στα σχέδια ρευστότητας των τραπεζών και τελικά στην ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Για τον λόγο αυτόν και για τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας, η ΕΚΤ συστήνει η εν λόγω εξαίρεση να προβλέπεται στο διατακτικό των προτεινόμενων πράξεων της Ένωσης και όχι στις αιτιολογικές τους σκέψεις. Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά κατά πόσον θα πρέπει να ακολουθηθεί η εν λόγω σύσταση στην περίπτωση άλλων σχετικών νομικών πράξεων της Ένωσης, οι οποίες επί του παρόντος εφαρμόζουν την ίδια προσέγγιση και τεχνική διατύπωσης για το συγκεκριμένο είδος εξαίρεσης (21).
3.3. Περαιτέρω, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι ορισμένες από τις έννοιες που ορίζονται στο άρθρο 2 του προτεινόμενου κανονισμού ορίζονται και σε άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης οι οποίες συνδέονται στενά με τον προτεινόμενο κανονισμό, π.χ. στην οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (22) (εφεξής η «οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών»), στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001 (23), καθώς και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2012 σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (24). Δεδομένου ότι η χρήση καθιερωμένων ορισμών θα ενίσχυε τη συνοχή του συνόλου των νομικών πράξεων της Ένωσης και θα διευκόλυνε την κατανόησή τους, η ΕΚΤ προτείνει την τροποποίηση, όπου κρίνεται σκόπιμο, του άρθρου 2 του προτεινόμενου κανονισμού, και συγκεκριμένα:
α) |
οι ορισμοί των εννοιών «πληρωτής» και «δικαιούχος πληρωμής» θα πρέπει να εναρμονιστούν με τις ορισμούς των ίδιων εννοιών στην οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών· |
β) |
ο ορισμός της έννοιας «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» θεσπίστηκε από την οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών και περιορίζεται σε έξι διαφορετικές κατηγορίες παρόχων τέτοιου είδους υπηρεσιών, οι οποίες απαριθμούνται στην εν λόγω οδηγία· συνεπώς, θα πρέπει ο ορισμός της εν λόγω έννοιας στον προτεινόμενο κανονισμό να παραπέμπει στην οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών· |
γ) |
η έννοια «μεταφορά χρηματικών ποσών “από πρόσωπο σε πρόσωπο”» θα πρέπει να οριστεί σαφέστερα, ήτοι ως συναλλαγή μεταξύ δύο φυσικών προσώπων και τα δύο από τα οποία ενεργούν υπό την προσωπική τους ιδιότητα, εκτός του πλαισίου του επιχειρηματικού, εμπορικού ή επαγγελματικού πεδίου δράσης τους. |
Η παρούσα γνώμη θα δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.
Φρανκφούρτη, 17 Μαΐου 2013.
Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ
Mario DRAGHI
(1) COM(2013) 45 τελικό.
(2) COM(2013) 44 τελικό.
(3) International Standards on Combating Money Laundering and the Financing of Terrorism & Proliferation — the FATF Recommendations (Διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης και διάδοσης της τρομοκρατίας — οι συστάσεις της FATF), Παρίσι, 16 Φεβρουαρίου 2012· το έγγραφο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της FATF (http://www.fatf-gafi.org).
(4) ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.
(5) Οδηγία 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 2006 για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ορισμό του «πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου» και τα τεχνικά κριτήρια για την εφαρμογή της απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και την εφαρμογή της εξαίρεσης σε περιπτώσεις άσκησης χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας σε περιστασιακή ή πολύ περιορισμένη βάση (ΕΕ L 214 της 4.8.2006, σ. 29).
(6) Σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ασκούν δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, να τηρούν αρχεία, να διενεργούν εσωτερικούς ελέγχους και να υποβάλλουν αναφορές για ύποπτες συναλλαγές σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
(7) Βλ. κεφάλαιο II, τμήματα 1 και 2, άρθρα 9 έως 15 της προτεινόμενης οδηγίας.
(8) Παραδείγματος χάριν, πελάτες που αποτελούν ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις, όπως πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί εγκατεστημένοι στην Ένωση, καθώς και εταιρείες εισηγμένες σε ρυθμιζόμενες δημόσιες αγορές κινητών αξιών.
(9) Βλ. άρθρο 2 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας, το οποίο απαριθμεί τις «υπόχρεες οντότητες», στις οποίες εφαρμόζεται η προτεινόμενη οδηγία και στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ιδίως πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, όπως περαιτέρω ορίζονται.
(10) Οι ΕΕΑ είναι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ).
(11) Βλ. άρθρα 16 έως 23 της προτεινόμενης οδηγίας.
(12) Βλ. ορισμούς του άρθρου 3 παράγραφος 7, καθώς και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα εν λόγω πρόσωπα οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 11 και στα άρθρα 18 έως 22 της προτεινόμενης οδηγίας.
(13) Βλ. άρθρα 16 έως 23 της προτεινόμενης οδηγίας.
(14) Βλ. άρθρο 3 παράγραφος 7 στοιχείο β) της προτεινόμενης οδηγίας. Εν προκειμένω, ο όρος «της ημεδαπής» αφορά ΠΕΠ στα οποία έχει ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα από κράτος μέλος της Ένωσης και ο όρος «της αλλοδαπής» αφορά ΠΕΠ στα οποία έχει ανατεθεί τέτοιου είδους λειτούργημα από τρίτη χώρα.
(15) Βλ. άρθρα 3 παράγραφος 5, 29 και 30 της προτεινόμενης οδηγίας.
(16) Ο προτεινόμενος κανονισμός θα καταργήσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2006 περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (ΕΕ L 345 της 8.12.2006, σ. 1).
(17) Κυρίως της σύστασης 16 της FATF για την ενίσχυση της διαφάνειας των διασυνοριακών ηλεκτρονικών μεταφορών χρηματικών ποσών.
(18) Βλ. άρθρο 7 του προτεινόμενου κανονισμού.
(19) Βλ. άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον τομέα που διέπεται από την προτεινόμενη οδηγία.
(20) Βλ. άρθρο 10 στοιχείο γ) της προτεινόμενης οδηγίας.
(21) Βλ. κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 267/2012 του Συμβουλίου της 23ης Μαρτίου 2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ L 88 της 24.3.2012, σ. 1).
(22) ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.
(23) ΕΕ L 266 της 9.10.2009, σ. 11.
(24) ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22.