52012PC0162

Τροποποιημένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1760/2000 όσον αφορά την ηλεκτρονική αναγνώριση των βοοειδών και τη διαγραφή των διατάξεων σχετικά με την προαιρετική επισήμανση του βοείου κρέατος /* COM/2012/0162 final - 2011/0229 (COD) */


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας[1] ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να δημιουργήσει σύστημα για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Πριν από τον κανονισμό αυτόν και λόγω της κρίσης της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ) είχαν ήδη εισαχθεί, το 1997, κανόνες της Ένωσης σχετικά με την αναγνώριση και την ιχνηλασιμότητα των βοοειδών. Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου θέσπισε καθεστώς ατομικής ιχνηλασιμότητας των βοοειδών μέσω ατομικής αναγνώρισης των ζώων με δύο ενώτια, μητρώο εκμετάλλευσης για κάθε κτηνοτροφική εκμετάλλευση (π.χ. αγρόκτημα, αγορά, σφαγείο), ατομικό διαβατήριο για κάθε ζώο που περιέχει στοιχεία σχετικά με όλες τις μετακινήσεις και μεταδίδει όλες τις μετακινήσεις σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων η οποία είναι σε θέση να ανιχνεύσει γρήγορα τα ζώα και να εντοπίσει ομάδες σε περίπτωση νόσων. Οι αρχές αυτές εντάχθηκαν αργότερα στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ο απώτερος στόχος ήταν να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του καταναλωτή στο βόειο κρέας και στα προϊόντα από βόειο κρέας με διαφάνεια και πλήρη ιχνηλασιμότητα των βοοειδών και των προϊόντων βοείου κρέατος, καθώς και ο εντοπισμός και η ιχνηλάτηση των ζώων για κτηνιατρικούς σκοπούς, πράγμα που έχει καίρια σημασία για τον έλεγχο των λοιμωδών νόσων. Με σκοπό την επίτευξη αυτών των στόχων, το καθεστώς μπορεί να θεωρείται σήμερα ότι είχε επιτυχία (η ΣΕΒ έχει τεθεί υπό έλεγχο στην ΕΕ και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών έχει αποκατασταθεί[2]), αποδεικνύοντας την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητά του με την παροχή σημαντικών πληροφοριών για την εξασφάλιση της καταπολέμησης των λοιμωδών νόσων (π.χ. του αφθώδους πυρετού, του καταρροϊκού πυρετού του προβάτου) και για την εξασφάλιση της ιχνηλασιμότητας του βοείου κρέατος.

Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1760/2000 (ο οποίος θεσπίζει το σύστημα για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας -συμπεριλαμβανομένης της προαιρετικής επισήμανσης- και περιλαμβάνει τα στοιχεία «δύο ενώτια», «μητρώο εκμετάλλευσης», «διαβατήριο βοοειδών» και «ηλεκτρονική βάση δεδομένων») συγκαταλέγεται στις «υποχρεώσεις πληροφόρησης με ιδιαίτερη σημασία από την άποψη του φόρτου εργασίας που επιβάλλουν στις επιχειρήσεις», σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [COM (2009)544] σχετικά με «Πρόγραμμα δράσης για τη μείωση του διοικητικού φόρτου στην ΕΕ»[3].

Το σχέδιο δράσης της νέας στρατηγικής της ΕΕ για την υγεία των ζώων[4] προτρέπει την Επιτροπή να απλουστεύσει τις υποχρεώσεις πληροφόρησης (π.χ. μητρώα επιχειρήσεων, διαβατήρια) κατά την εισαγωγή της ηλεκτρονικής αναγνώρισης των βοοειδών (EID). Στην ατζέντα προγραμματισμού της Επιτροπής για το πρώτο εξάμηνο του 2011 περιλαμβάνεται σχετική πρόταση κανονισμού, η οποία θα εκδοθεί με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

Ωστόσο, όταν, το 1997, εγκρίθηκαν οι ισχύοντες κανόνες για την αναγνώριση των βοοειδών, το σύστημα ηλεκτρονικής αναγνώρισης (ΕΙD) δεν ήταν επαρκώς ανεπτυγμένο από τεχνική άποψη για να εφαρμοστεί τότε για τα βοοειδή. Το σύστημα EID, που βασίζεται στη ραδιοσυχνική αναγνώριση (RFID), έχει εξελιχθεί σημαντικά κατά τα τελευταία 10 έτη και παρέχει ταχεία και πιο ακριβή ανάγνωση των ατομικών κωδικών των ζώων απευθείας μέσω συστημάτων επεξεργασίας δεδομένων, εξοικονομώντας κόστος εργασίας για τη χειρωνακτική ανάγνωση, αυξάνοντας, όμως, ταυτόχρονα το κόστος εξοπλισμού. Συνεπώς, η υφιστάμενη νομοθεσία σχετικά με την αναγνώριση των βοοειδών δεν αντικατοπτρίζει αυτές τις πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις. Η χρήση ηλεκτρονικών συσκευών αναγνώρισης θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση του διοικητικού φόρτου και της γραφειοκρατίας, για παράδειγμα, όταν το μητρώο της εκμετάλλευσης διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή (όπως συμβαίνει για συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό αγροκτημάτων), με τη χρήση αυτόματης ανάγνωσης και αυτόματης εγγραφής στο μητρώο. Εξάλλου, ένα ταχύτερο και πιο αξιόπιστο σύστημα θα καταστήσει δυνατή, μεταξύ άλλων, την ταχύτερη και με μεγαλύτερη ακρίβεια ανάγνωση από ό,τι τα κλασικά ενώτια, διευκολύνοντας τη διαδικασία διαβίβασης στοιχείων για τις μετακινήσεις των ζώων στην κεντρική βάση δεδομένων και, συνεπώς, παρέχει καλύτερη και ταχύτερη ιχνηλασιμότητα των μολυσμένων ζώων και/ή των μολυσμένων τροφίμων.

Με βάση τις επίκαιρες τεχνολογικές εξελίξεις του συστήματος ηλεκτρονικής αναγνώρισης (EID), ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ αποφάσισαν, σε προαιρετική βάση, να αρχίσουν την εφαρμογή του συστήματος EID στα βοοειδή. Οι εμπειρίες εκτός της ΕΕ δείχνουν επίσης αυξημένη χρήση του συστήματος EID για τα βοοειδή. Επιπλέον, το σύστημα EID έχει ήδη εισαχθεί στην ΕΕ για διάφορα ζωικά είδη (για τα περισσότερα σε υποχρεωτική βάση).

Το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικές συσκευές αναγνώρισης σε προαιρετική βάση, αλλά αυτό πρέπει να γίνει επιπλέον της χρήσης των επίσημων συμβατικών ορατών ενωτίων. Επειδή δεν έχουν θεσπιστεί εναρμονισμένα τεχνικά πρότυπα στην ΕΕ, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται διαφορετικοί τύποι ηλεκτρονικών συσκευών αναγνώρισης και ανάγνωσης με διαφορετικές συχνότητες RFID σε διαφορετικούς τόπους. Συνεπώς, κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιλέγει τα πρότυπα που επιθυμεί και αυτή η προσέγγιση είναι πιθανόν να έχει ως συνέπεια την έλλειψη εναρμόνισης, πράγμα που θέτει σε κίνδυνο την ηλεκτρονική ανταλλαγή των δεδομένων, και, στη συνέχεια, την απώλεια των πλεονεκτημάτων που συνεπάγεται η ύπαρξη των συστημάτων EID.

Όσον αφορά την προαιρετική επισήμανση του βοείου κρέατος, απαιτείται μείωση του υπερβολικού διοικητικού φόρτου στο προαιρετικό σύστημα, το οποίο εφαρμόζεται σήμερα. Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 820/97 θέσπισε σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, το οποίο ενισχύθηκε περισσότερο με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1760/2000. Αφορά την υποχρεωτική ένδειξη της καταγωγής των βοοειδών (γέννηση/εκτροφή/σφαγή) από όπου προέρχεται το βόειο κρέας (η παρούσα πρόταση δεν περιλαμβάνει κάποιες νέες διατάξεις σχετικά με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις για την επισήμανση του βοείου κρέατος), τις υποχρεωτικές αναφορές του κωδικού αριθμού αναγνώρισης του σφαγίου και των εγκαταστάσεων στις οποίες πραγματοποιήθηκε η επεξεργασία του κρέατος (σφαγείο και εγκαταστάσεις τεμαχισμού κρέατος), καθώς και την επίσημη διαδικασία έγκρισης της Επιτροπής, συμπεριλαμβανόμενης της απαίτησης κοινοποίησης για κάθε επιπλέον πληροφορία στην επισήμανση άλλη από τις υποχρεωτικές. Ήδη το 2004 η Επιτροπή υπέβαλε έκθεση στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με το μέρος της επισήμανσης του βοείου κρέατος του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1760/2000[5], στην οποία επισημάνθηκαν οι ανεπάρκειες του συστήματος προαιρετικής επισήμανσης του βοείου κρέατος. Οι ανεπάρκειες αυτές ήταν ότι το σύστημα δεν εφαρμόζεται με ενιαίο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη (π.χ. η διοικητική πρακτική διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στα κράτη μέλη) και ότι όλες οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται στην ετικέτα (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν έχουν σχέση με την προέλευση, την ιχνηλασιμότητα ή τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κρέατος) θα υπόκεινται σε επίσημη διαδικασία έγκρισης από την αρμόδια αρχή. Το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με την απλούστευση της ΚΑΠ[6] επισημαίνει την πρόταση που υπέβαλε η «Ομάδα υψηλού επιπέδου ανεξάρτητων ενδιαφερόμενων μερών για τον διοικητικό φόρτο» (Ομάδα Stoiber). Η ομάδα Stoiber πρότεινε την κατάργηση της απαίτησης κοινοποίησης όσον αφορά τη χρήση πρόσθετων προαιρετικών ενδείξεων επισήμανσης άλλων από αυτές που είναι υποχρεωτικές για το βόειο κρέας[7].

Η παρούσα πρόταση λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που πραγματοποιήθηκαν με τα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και το αποτέλεσμα εκτίμησης αντικτύπου. Η εκτίμηση του αντικτύπου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εισαγωγή της ηλεκτρονικής αναγνώρισης (EID) σε προαιρετική βάση ως εργαλείο επίσημης αναγνώρισης θα επέτρεπε στους ενδιαφερόμενους συντελεστές να έχουν χρόνο για να εξοικειωθούν με το σύστημα EID και να διαπιστώσουν την προστιθέμενη αξία που θα παρείχε σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Η επιλογή αυτή είναι προτιμότερη, επειδή δίνει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη της ΕΕ και όλους τους συμμετέχοντες ιδιωτικούς συντελεστές να οργανωθούν, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογήσουν τα πλεονεκτήματα, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές διαφορές και τους διάφορους τύπους παραγωγής, ενώ είναι και αρκετά ευέλικτη για να λάβει υποστήριξη από τις αρχές και τους ενδιαφερομένους που θα επωφεληθούν από την επιβολή των κανόνων. Η προαιρετική εισαγωγή της EID συνεπάγεται ότι η EID θα επιλεγεί από τους κτηνοτρόφους που ενδέχεται να έχουν άμεσα πλεονεκτήματα για τη διαχείριση γεωργικής εκμετάλλευσης. Πρόκειται για ατομική απόφαση που λαμβάνει για οικονομικούς λόγους (που υπαγορεύονται από την αγορά) κάθε επιχειρηματίας. Στο πλαίσιο του προαιρετικού καθεστώτος, τα βοοειδή θα μπορούσαν να ταυτοποιούνται με δύο συμβατικά ενώτια (ισχύον σύστημα) ή με ένα συμβατικό ορατό ενώτιο και μία συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης (π.χ. ηλεκτρονικό ενώτιο ή βώλος), σύμφωνα με εναρμονισμένα πρότυπα της ΕΕ που έχουν εγκριθεί επίσημα. Η προτεινόμενη εισαγωγή ηλεκτρονικής αναγνώρισης σε προαιρετική βάση παρέχει επίσης τη δυνατότητα στα κράτη μέλη της ΕΕ να επιλέξουν υποχρεωτικό καθεστώς στο έδαφός τους. Σε περίπτωση που το κράτος μέλος επιλέξει το υποχρεωτικό καθεστώς, κάθε βοοειδές πρέπει να ταυτοποιείται με ένα συμβατό ορατό ενώτιο και μια συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης. Ένα υποχρεωτικό καθεστώς για την ΕΕ δεν μπορεί να είναι η βέλτιστη προσέγγιση σήμερα, επειδή για κάποιους ενδιαφερομένους (π.χ. μικροί κτηνοτρόφοι) θα είχε ως συνέπεια οικονομικά μειονεκτήματα. Ωστόσο, εκτός από τους προβληματισμούς ως προς το κόστος, θα ήταν ιδανικά η πιο αποτελεσματική επιλογή από την άποψη της προστασίας του καταναλωτή (ιχνηλασιμότητα), της μείωσης του διοικητικού φόρτου και της αποφυγής των κινδύνων που ενέχει η συνύπαρξη δύο συστημάτων αναγνώρισης. Η εν λόγω επιλογή θα ήταν επίσης εν μέρει δικαιολογημένη όσον αφορά την καλύτερη συνεκτικότητα με τις πολιτικές της ΕΕ σχετικά με την EID σε άλλα ζωικά είδη (π.χ. πρόβατα).

Συνεπώς, επειδή η υποχρεωτική εφαρμογή του συστήματος EID μπορεί να έχει δυσμενή οικονομική επίδραση σε ορισμένους επιχειρηματίες, η προτιμότερη επιλογή για την εισαγωγή του συστήματος EID είναι ένα προαιρετικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο, το σύστημα EID θεωρείται ως αποδεκτό και κατάλληλο νομικό μέσο αναγνώρισης των βοοειδών, με τη δυνατότητα για τα κράτη μέλη να εισαγάγουν υποχρεωτικό καθεστώς σε εθνικό επίπεδο.

Επιπλέον, είναι αναγκαία η ευθυγράμμιση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1760/2000 με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η έναρξη ισχύος της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στο πλαίσιο της έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων. Όσον αφορά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων, η ΣΛΕΕ περιέχει σαφή διάκριση μεταξύ των δύο.

– Το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προβλέπει ότι ο νομοθέτης/οι νομοθέτες ελέγχουν την άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής μέσω του δικαιώματος ανάκλησης και του δικαιώματος αντίρρησης.

– Το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ σχετικά με τις εκτελεστικές πράξεις προβλέπει τον έλεγχο των εκτελεστικών εξουσιών της Επιτροπής από τα κράτη μέλη. Το νομικό πλαίσιο θέσπισης των μηχανισμών για τον εν λόγω έλεγχο καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[8].

Σε συνάρτηση με την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 182/2011, η Επιτροπή προέβη στην ακόλουθη δήλωση:

«Η Επιτροπή θα προβεί σε εξέταση όλων των ισχυουσών νομοθετικών πράξεων που δεν προσαρμόστηκαν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, ώστε να εκτιμηθεί εάν οι πράξεις αυτές πρέπει να προσαρμοστούν στο καθεστώς των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που θεσπίστηκε με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή θα υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις το συντομότερο δυνατό και εντός της περιόδου που αναφέρεται στο ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα που επισυνάπτεται στην παρούσα δήλωση.»[9] Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1760/2000 είναι μια νομοθετική πράξη η οποία δεν έχει προσαρμοστεί στο παρελθόν στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο και πρέπει, συνεπώς, να ευθυγραμμιστεί με το νέο νομικό πλαίσιο των κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων.

Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1760/2000 θα πρέπει, συνεπώς, να επανεξεταστεί και να τροποποιηθεί αναλόγως όσον αφορά την απλούστευση και τη μείωση του διοικητικού φόρτου και την εισαγωγή νέων διατάξεων σχετικά με την αναγνώριση των βοοειδών και την προαιρετική επισήμανση του βοείου κρέατος.

Η παρούσα πρόταση αντικαθιστά την πρόταση που εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 30 Αυγούστου 2011 [COM 2011(525) τελικό]. Οι μόνες αλλαγές που εισάγονται στην παρούσα νέα πρόταση αφορούν τις διατάξεις του άρθρου 22 που στοχεύουν στην εξασφάλιση ενιαίων προϋποθέσεων για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους σχετικούς κανόνες για την ταυτοποίηση των ζώων και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας.

Το παρόν σχέδιο πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κανονισμού και Συμβουλίου δεν έχει οικονομικές συνέπειες για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2011/0229 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1760/2000 όσον αφορά την ηλεκτρονική αναγνώριση των βοοειδών και τη διαγραφή των διατάξεων σχετικά με την προαιρετική επισήμανση του βοείου κρέατος

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2 και το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο β),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[10],

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[11], έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[12],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)       Το 1997 οι κανόνες της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και την ιχνηλασιμότητα των βοοειδών ενισχύθηκαν στο πλαίσιο της επιδημίας της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ) και της αυξανόμενης ανάγκης που προέκυψε από αυτήν για την ιχνηλασιμότητα των μετακινήσεων του ζώου και της καταγωγής του με τη χρήση «συμβατικών ενωτίων».

(2)       Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας[13] ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει να δημιουργήσει σύστημα για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

(3)       Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1760/2000 θεσπίζει ένα σύστημα για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών, το οποίο περιλαμβάνει ενώτια που τοποθετούνται σε αμφότερα τα αυτιά κάθε ζώου, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, διαβατήρια ζώων και ατομικά μητρώα που τηρεί κάθε εκμετάλλευση.

(4)       Η ιχνηλασιμότητα του βοείου κρέατος στην πηγή μέσω της αναγνώρισης και της καταγραφής είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επισήμανση της καταγωγής σε όλη την τροφική αλυσίδα για την εξασφάλιση της προστασίας του καταναλωτή και της δημόσιας υγείας.

(5)       Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1760/2000 και, ειδικότερα, η αναγνώριση των βοοειδών και η προαιρετική επισήμανση του βοείου κρέατος αναφέρονται ως «υποχρεώσεις πληροφόρησης με ειδική σημασία από την άποψη του φόρτου που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις» στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με ένα «Πρόγραμμα δράσης για τη μείωση του διοικητικού φόρτου στην ΕΕ»[14].

(6)       Η χρήση συστημάτων ηλεκτρονικής αναγνώρισης θα συνέβαλλε ενδεχομένως στην ορθολογική οργάνωση των διαδικασιών ιχνηλασιμότητας μέσω αυτόματης και ακριβέστερης ανάγνωσης και καταγραφής στο μητρώο των εκμεταλλεύσεων. Επίσης, θα καθιστούσε δυνατή την αυτόματη αναφορά των κινήσεων των ζώων στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων και, συνεπώς, θα βελτίωνε την ταχύτητα, την αξιοπιστία και την ακρίβεια του συστήματος.

(7)       Τα συστήματα ηλεκτρονικής αναγνώρισης που βασίζονται σε ραδιοσυχνική αναγνώριση έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα έτη. Η εν λόγω τεχνολογία καθιστά δυνατή τη γρηγορότερη και ακριβέστερη ανάγνωση των ατομικών κωδικών ταυτότητας των ζώων απευθείας στα συστήματα επεξεργασίας δεδομένων με αποτέλεσμα τη μείωση του αναγκαίου χρόνου για την ιχνηλασιμότητα των πιθανών μολυσμένων ζώων ή των μολυσμένων τροφίμων, εξοικονομώντας κόστος εργασίας, αυξάνοντας όμως ταυτόχρονα το κόστος εξοπλισμού.

(8)       Ο παρών κανονισμός συνάδει με το γεγονός ότι η ηλεκτρονική αναγνώριση (EID) έχει ήδη εισαχθεί στην Ένωση για ζωικά είδη άλλα από τα βοοειδή, όπως το υποχρεωτικό σύστημα που χρησιμοποιείται στα μικρά μηρυκαστικά.

(9)       Δεδομένης της τεχνολογικής προόδου όσον αφορά την EID, ορισμένα κράτη μέλη αποφάσισαν να αρχίσουν την εφαρμογή της EID για τα βοοειδή σε προαιρετική βάση. Οι πρωτοβουλίες αυτές ενδέχεται να έχουν ως συνέπεια την ανάπτυξη διαφορετικών συστημάτων σε επιμέρους κράτη μέλη ή από ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτή η ανάπτυξη θα εμπόδιζε τη μεταγενέστερη εναρμόνιση των τεχνικών προτύπων εντός της Ένωσης.

(10)     Μια έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη δυνατότητα θέσπισης της ηλεκτρονικής αναγνώρισης βοοειδών[15] κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έχει αποδειχθεί ότι η ραδιοσυχνική αναγνώριση έχει εξελιχθεί σε βαθμό που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην πράξη. Στην έκθεση επίσης συμπεραίνεται ότι είναι άκρως επιθυμητό να υπάρξει στροφή προς την ηλεκτρονική αναγνώριση των βοοειδών εντός της Ένωσης, επειδή, εκτός από άλλα πλεονεκτήματα, θα συμβάλει και στη μείωση του διοικητικού φόρτου.

(11)     Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Σχέδιο δράσης για την εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για την υγεία των ζώων»[16], η Επιτροπή οφείλει να απλουστεύσει τις υποχρεώσεις πληροφόρησης, όπως τα μητρώα εκμεταλλεύσεων και τα διαβατήρια, κατά την εισαγωγή της EID.

(12)     Η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών για μια νέα στρατηγική σχετικά με την υγεία των ζώων για την Ευρωπαϊκή Ένωση (2007-2013), σύμφωνα με την οποία «η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία»[17], προτείνει να εξεταστεί η EID για τα βοοειδή ως πιθανή βελτίωση του υφιστάμενου συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής της ΕΕ με στόχο την απλούστευση των υποχρεώσεων πληροφόρησης (π.χ. μητρώα εκμεταλλεύσεων, διαβατήρια) και περιλαμβάνει την πρωτοβουλία για την εφαρμογή συστήματος ηλεκτρονικής ανταλλαγής διαβατηρίων βοοειδών. Η εν λόγω ανταλλαγή προϋποθέτει την εισαγωγή ηλεκτρονικής αναγνώρισης με την εισαγωγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο. Τέτοιου είδους ανταλλαγή θα είχε ως συνέπεια σημαντική εξοικονόμηση κόστους και προσπαθειών για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και άλλων ενδιαφερομένων, καθώς και μείωση του φόρτου εργασίας κατά τη μεταβίβαση δεδομένων από τα διαβατήρια ζώων σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Ο παρών κανονισμός συνάδει με την εν λόγω πρωτοβουλία.

(13)     Ο παρών κανονισμός αναμένεται, συνεπώς, να συμβάλει σε κάποιους θεμελιώδεις στόχους σημαντικών στρατηγικών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής «ΕΕ 2020», με τη βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης, της συνοχής και της ανταγωνιστικότητας.

(14)     Ορισμένες τρίτες χώρες έχουν ήδη θεσπίσει κανόνες που επιτρέπουν προηγμένες τεχνολογίες ηλεκτρονικής αναγνώρισης. Η Ένωση θα θεσπίσει παρόμοιους κανόνες για τη διευκόλυνση του εμπορίου και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του τομέα.

(15)     Διάφοροι τύποι συσκευών ηλεκτρονικής αναγνώρισης, όπως π.χ. κοιλιακοί βώλοι, ηλεκτρονικά ενώτια και ενέσιμοι πομποδέκτες μπορούν να χρησιμοποιούνται για την ατομική αναγνώριση ζώων επιπλέον των συμβατικών ενωτίων που προβλέπονται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1760/2000. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής των μέσων αναγνώρισης που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρήση της ηλεκτρονικής αναγνώρισης.

(16)     Αν γίνει υποχρεωτική η EID σε ολόκληρη την Ένωση, ενδέχεται να υπάρχουν αρνητικές οικονομικές επιδράσεις για ορισμένους επιχειρηματίες. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να θεσπιστεί προαιρετικό καθεστώς για την εισαγωγή της EID. Στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, η EID θα μπορούσε να επιλεγεί από κτηνοτρόφους που ενδέχεται να έχουν άμεσες οικονομικές ωφέλειες.

(17)     Τα κράτη μέλη έχουν πολύ διαφορετικά συστήματα κτηνοτροφίας, γεωργικές πρακτικές και οργανώσεις του τομέα. Συνεπώς, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να κάνουν υποχρεωτική την EID στο έδαφός τους, μόνον όταν το θεωρούν κατάλληλο, κατόπιν εξέτασης όλων αυτών των παραγόντων.

(18)     Τα ζώα που εισέρχονται στην Ένωση από τρίτες χώρες θα πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις αναγνώρισης που εφαρμόζονται στα ζώα που γεννήθηκαν στην Ένωση.

(19)     Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1760/2000 προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να εκδώσει διαβατήριο για κάθε ζώο το οποίο πρέπει να ταυτοποιηθεί σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Αυτό προκαλεί σημαντικό διοικητικό φόρτο για τα κράτη μέλη. Οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που δημιουργήθηκαν από τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν επαρκώς την ιχνηλασιμότητα των εγχώριων μετακινήσεων των βοοειδών. Συνεπώς, διαβατήρια πρέπει να εκδίδονται μόνο για ζώα που προορίζονται για εμπόριο εντός της Ένωσης. Όταν λειτουργήσει η ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των εθνικών ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων, η απαίτηση για την έκδοση τέτοιων διαβατηρίων δεν θα ισχύει πλέον για ζώα που προορίζονται για το εμπόριο εντός της Ένωσης.

(20)     Στο τμήμα II του τίτλου II του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1760/2000 καθορίζονται οι κανόνες για το προαιρετικό σύστημα επισήμανσης του βοείου κρέατος οι οποίοι προβλέπουν την έγκριση ορισμένων προδιαγραφών επισήμανσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους. Ο διοικητικός φόρτος και τα έξοδα που προκύπτουν για τα κράτη μέλη και τους οικονομικούς παράγοντες κατά την εφαρμογή του συστήματος αυτού είναι δυσανάλογα με τα πλεονεκτήματα του συστήματος. Το εν λόγω τμήμα θα πρέπει, συνεπώς, να διαγραφεί.

(21)     Μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, οι εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 πρέπει να εναρμονιστούν με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η Συνθήκη).

(22)     Για να εξασφαλιστεί ότι θα εφαρμόζεται σωστά η λειτουργία των αναγκαίων κανόνων αναγνώρισης, καταγραφής και ιχνηλασιμότητας των βοοειδών και του βοείου κρέατος, θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης, να εκχωρηθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σχετικά με τις απαιτήσεις για εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης των βοοειδών, τις ειδικές περιστάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τις μέγιστες περιόδους για την εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης, τα δεδομένα που ανταλλάσσονται μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών, τη μέγιστη περίοδο για ορισμένες υποχρεώσεις αναφοράς, τις απαιτήσεις για εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης, τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα διαβατήρια και στα επιμέρους μητρώα που πρέπει να τηρούνται σε κάθε εκμετάλλευση, το ελάχιστο επίπεδο των επίσημων ελέγχων, την αναγνώριση και καταγραφή των μετακινήσεων των βοοειδών όταν εγκαταλείπουν την εκμετάλλευση για θερινούς βοσκοτόπους σε διάφορες ορεινές περιοχές, τους κανόνες επισήμανσης ορισμένων προϊόντων οι οποίοι θα είναι ισοδύναμοι με τους κανόνες που καθορίζονται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1760/2000, τους ορισμούς για τον κιμά βοείου κρέατος, τα τρίμματα κρέατος ή το τεμαχισμένο κρέας, τις ειδικές ενδείξεις που πρέπει να τοποθετηθούν στις ετικέτες, τις διατάξεις επισήμανσης σχετικά με την απλοποίηση της ένδειξης προέλευσης, το μέγιστο μέγεθος και τη σύνθεση ορισμένων ομάδων ζώων, τις διαδικασίες έγκρισης σχετικά με τις συνθήκες επισήμανσης στις συσκευασίες τεμαχισμένου κρέατος και, τις διοικητικές κυρώσεις που πρέπει να εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη σε περιπτώσεις παρατυπιώνμη συμμόρφωσης με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της.     Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και κατάρτιση αυτών των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(23)     Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 όσον αφορά την καταγραφή των εκμεταλλεύσεων που χρησιμοποιούν εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις διαδικασίες για την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών, τον μορφότυπο και τον σχεδιασμό των μέσων αναγνώρισης, τις τεχνικές διαδικασίες και τα πρότυπα για την υλοποίηση της EID, τον μορφότυπο των διαβατηρίων και του μητρώου που πρέπει να τηρεί κάθε εκμετάλλευση, τους κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες για την εφαρμογή των κυρώσεων που επιβάλλονται από τα κράτη μέλη στους κατόχους εκμεταλλεύσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1760/2000 και τις εκτελεστικές αρμοδιότητες διορθωτικές ενέργειες πρέπει να αναληφθούν από τα κράτη μέλη για εξασφαλιστεί κατάλληλη συμμόρφωση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 σε περιπτώσεις που ανιχνεύονται παρατυπίες από τις υπηρεσίες της Επιτροπής κατά τη διάρκεια κατά τις οποίες το δικαιολογούν επιτόπιοι έλεγχοι ελέγχων σε κράτη μέλη, πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[18].

(24)     Θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 τροποποιείται ως εξής:

(1)          στο άρθρο 1, η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 2 διαγράφεται·

(2)          στο άρθρο 3, στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)    μέσα αναγνώρισης για την ατομική αναγνώριση κάθε ζώου·»

(3)          το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

Υποχρέωση αναγνώρισης των ζώων

1.      Όλα τα ζώα σε μια εκμετάλλευση ταυτοποιούνται από δύο τουλάχιστον ατομικά μέσα αναγνώρισης που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 10α και εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή.

         Τα μέσα αναγνώρισης παρέχονται στην εκμετάλλευση, διανέμονται και τοποθετούνται στα ζώα κατά τρόπον που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή.

         Όλα τα μέσα αναγνώρισης που τοποθετούνται σε ένα ζώο φέρουν τον ίδιο αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης, βάσει του οποίου μπορεί να ταυτοποιηθεί κάθε ζώο ατομικά μαζί με την εκμετάλλευση στην οποία γεννήθηκε.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν εθνικές διατάξεις για να καταστεί υποχρεωτική η χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης ως ένα από τα δύο μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

         Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν αυτή την επιλογή υποβάλλουν στην Επιτροπή το κείμενο των σχετικών εθνικών διατάξεων.

3.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα βοοειδή που προορίζονται για πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις, εκτός από εμποροπανηγύρεις και εκθέσεις, μπορούν να ταυτοποιηθούν με εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης που προσφέρουν ισότιμα πρότυπα αναγνώρισης με εκείνα που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο.

4.      Οι εκμεταλλεύσεις που κάνουν χρήση εναλλακτικών μέσων αναγνώρισης καταγράφονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων.

         Η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τους αναγκαίους κανόνες σχετικά με τις εν λόγω καταγραφές. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.

5.      Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β όσον αφορά τις απαιτήσεις των εναλλακτικών μέσων αναγνώρισης που αναφέρονται στην παράγραφο 3, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων σχετικά με την αφαίρεση και την αντικατάσταση τους.»

(4)          Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 4α έως 4δ:

«Άρθρο 4α

Χρονική περίοδος για την εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης

1.      Τα μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 εφαρμόζονται εντός μέγιστης περιόδου από τη γέννηση του ζώου που καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο γεννήθηκε το ζώο. Η προθεσμία αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει:

«α)     τις 20 ημέρες από το πρώτο μέσο αναγνώρισης·

β)      τις 60 ημέρες από το δεύτερο μέσο αναγνώρισης.

         Κανένα ζώο δεν μπορεί να εγκαταλείψει την εκμετάλλευση στην οποία γεννήθηκε πριν από την τοποθέτηση των δύο μέσων αναγνώρισης.

2.      Υπό ειδικές περιστάσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τις μέγιστες περιόδους για την τοποθέτηση των μέσων αναγνώρισης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β). Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν τη δυνατότητα αυτή ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

         Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β για να καθορίσει τις ειδικές αυτές περιστάσεις.

Άρθρο 4β

Ταυτοποίηση ζώων που προέρχονται από τρίτες χώρες

1.      Κάθε ζώο που υπόκειται σε κτηνιατρικούς ελέγχους για ζώα που εισέρχονται στην Ένωση από τρίτη χώρα δυνάμει της οδηγίας 91/496/EΟΚ και προορίζεται για εκμετάλλευση προορισμού εντός του εδάφους της Ένωσης ταυτοποιείται στην εκμετάλλευση προορισμού με τα μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

         Το αρχικό μέσο αναγνώρισης που τοποθετήθηκε στο ζώο στην τρίτη χώρα καταγωγής καταγράφεται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 5 μαζί με τον αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης των ατομικών μέσων αναγνώρισης που τοποθετούνται στο ζώο από το κράτος μέλος προορισμού.

         Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα ζώα που προορίζονται απευθείας για σφαγείο με έδρα ένα κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι τα ζώα σφάζονται εντός 20 ημερών ύστερα από αυτούς τους κτηνιατρικούς ελέγχους.

2.      Τα μέσα αναγνώρισης ζώων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 τοποθετούνται εντός μέγιστης περιόδου η οποία καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η εκμετάλλευση προορισμού.

         Η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες ύστερα από τους κτηνιατρικούς ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση, τα μέσα αναγνώρισης τοποθετούνται στα ζώα πριν να εγκαταλείψουν την εκμετάλλευση προορισμού.

3.      Όταν η εκμετάλλευση προορισμού έχει την έδρα της σε κράτος μέλος το οποίο έχει θεσπίσει εθνικές διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική τη χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, τα ζώα ταυτοποιούνται με την εν λόγω συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης στην εκμετάλλευση προορισμού στην Ένωση, εντός περιόδου που καθορίζεται από το κράτος μέλος προορισμού.

         Η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες ύστερα από τους κτηνιατρικούς ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση, η συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης τοποθετείται στα ζώα πριν να εγκαταλείψουν την εκμετάλλευση προορισμού.

Άρθρο 4γ

Ταυτοποίηση ζώων που μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε άλλο

1.      Τα ζώα που μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε κάποιο άλλο διατηρούν τα μέσα αναγνώρισης που τοποθετήθηκαν σε αυτά σύμφωνα με το άρθρο 4.

2.      Αν η εκμετάλλευση προορισμού έχει έδρα σε κράτος μέλος το οποίο έχει θεσπίσει εθνικές διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική τη χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης, τα ζώα ταυτοποιούνται με την εν λόγω ηλεκτρονική συσκευή:

α)      πριν από τη μετακίνησή τους προς την εκμετάλλευση προορισμού στο εν λόγω κράτος μέλος· ή

β)      στην εκμετάλλευση προορισμού εντός μέγιστης περιόδου που καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο η εκμετάλλευση έχει την έδρα της.

         Η μέγιστη περίοδος που αναφέρεται στο στοιχείο β) δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες από την ημερομηνία άφιξης των ζώων στην εκμετάλλευση προορισμού. Σε κάθε περίπτωση, τα μέσα αναγνώρισης τοποθετούνται στα ζώα πριν να εγκαταλείψουν την εκμετάλλευση προορισμού.

         Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα ζώα που προορίζονται απευθείας για σφαγείο που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους το οποίο έχει θεσπίσει εθνικές διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική τη χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώριση, υπό τον όρο ότι τα ζώα σφάζονται εντός των 20 ημερών ύστερα από αυτούς τους κτηνιατρικούς ελέγχους.

Άρθρο 4δ

Αφαίρεση ή αντικατάσταση των μέσων αναγνώρισης

Τα μέσα αναγνώρισης δεν επιτρέπεται να αφαιρούνται ή να αντικαθίστανται χωρίς την άδεια και χωρίς τον έλεγχο της αρμόδιας αρχής. Η άδεια αυτού του είδους μπορεί να χορηγείται μόνο αν η αφαίρεση ή η αντικατάσταση δεν μειώνει την ιχνηλασιμότητα του ζώου.»

(5)          Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

– το πρώτο εδάφιο απαλείφεται και αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

         «Τα κράτη μέλη μπορούν να ανταλλάσσουν ηλεκτρονικά δεδομένα μεταξύ των ηλεκτρονικών τους βάσεων δεδομένων από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αναγνωρίζει την πλήρη λειτουργικότητα του συστήματος ανταλλαγής δεδομένων.

         Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β για να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με τα δεδομένα που πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών.

         Η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις:

α)      καθορίζει τις τεχνικές προϋποθέσεις και διαδικασίες για την ανταλλαγή αυτή·

β)      αναγνωρίζει την πλήρη λειτουργικότητα του συστήματος ανταλλαγής δεδομένων.

         Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.»

(6)          Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Όταν ένα κράτος μέλος δεν ανταλλάσσει ηλεκτρονικά στοιχεία με άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής ανταλλαγής που αναφέρεται στο άρθρο 5:

α)      η αρμόδια αρχή εκδίδει, για κάθε ζώο, διαβατήριο που προορίζεται για το εμπόριο εντός της Ένωσης με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε στο εν λόγω κράτος μέλος·

β)      κάθε ζώο για το οποίο έχει εκδοθεί διαβατήριο συνοδεύεται από αυτό κάθε φορά που μετακινείται από ένα κράτος σε άλλο·

γ)      κατά την άφιξη του ζώου στην εκμετάλλευση προορισμού, το διαβατήριο που συνοδεύει το ζώο παραδίδεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η εκμετάλλευση προορισμού.»

(7)          Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)      Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)        η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«–      κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή κάθε μετακίνηση προς και από την εκμετάλλευση και κάθε γέννηση και θάνατο των ζώων της εκμετάλλευσης, μαζί με τις ημερομηνίες των εν λόγω γεγονότων, εντός της μέγιστης περιόδου που καθορίζεται από το κράτος μέλος· η μέγιστη περίοδος διαρκεί τουλάχιστον τρεις ημέρες και το αργότερο έως επτά ημέρες ύστερα από την επέλευση του γεγονότος· τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή την παράταση της μέγιστης περιόδου των επτά ημερών."

ii)       προστίθεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο:

         «Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β για τον καθορισμό των περιστάσεων κατά τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τη μέγιστη περίοδο των επτά ημερών που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση του πρώτου εδαφίου, μαζί με τη μέγιστη διάρκεια της εν λόγω παράτασης.»

β)      Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5.     Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, η τήρηση επικαιροποιημένου μητρώου είναι προαιρετική για κάθε κάτοχο ζώων, ο οποίος:

α)      έχει άμεση πρόσβαση στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων, η οποία περιέχει ήδη πληροφορίες που συμπεριλαμβάνονται στο μητρώο· και

β)      εισάγει επίκαιρα στοιχεία απευθείας στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων εντός εικοσιτετραώρου από την επέλευση του γεγονότος.»

(8)          Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 9α:

«Άρθρο 9α

Κατάρτιση

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε άτομο αρμόδιο για την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων λαμβάνει οδηγίες και καθοδήγηση σχετικά με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού και όλες τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή με βάση τα άρθρα 10 και 10α, και ότι είναι διαθέσιμα αντίστοιχα προγράμματα επιμόρφωσης.»

(9)          Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Ανάθεση εξουσιών στην Επιτροπή για την έκδοση ορισμένων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β για να καθορίσει τους αναγκαίους κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων που απαιτούνται για τη θέσπισή τους, όσον αφορά:

α)      τις απαιτήσεις για τα μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στο άρθρο 4·

β)      τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο διαβατήριο που προβλέπεται στο άρθρο 6·

γ)      τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 7·

δ)      το ελάχιστο επίπεδο επίσημων ελέγχων που πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 22·

ε)      την αναγνώριση και καταγραφή των μετακινήσεων βοοειδών, όταν εγκαταλείπουν την εκμετάλλευση για θερινούς βοσκότοπους σε ορεινές περιοχές.»

(10)        Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 10α:

«Άρθρο 10α

Ανάθεση ορισμένων εκτελεστικών εξουσιών στην Επιτροπή

Η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει, με εκτελεστικές πράξεις, τους αναγκαίους κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων που απαιτούνται για τη θέσπισή τους, όσον αφορά:

α)      το μορφότυπο και το σχέδιο των μέσων αναγνώρισης που προβλέπονται στο άρθρο 4·

β)      τις τεχνικές διαδικασίες και τα πρότυπα για την υλοποίηση της ηλεκτρονικής αναγνώρισης των βοοειδών·

γ)      το μορφότυπο του διαβατηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 6·

δ)      το μορφότυπο του μητρώου που προβλέπεται στο άρθρο 7.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.»

(11)        Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)      απαλείφονται οι παράγραφοι 3 και 4·

β)      στην παράγραφο 5, η εισαγωγική φράση στο στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)     Οι επιχειρηματίες και οι οργανώσεις αναγράφουν στην ετικέτα και τις ακόλουθες ενδείξεις:»

(12)        Στο άρθρο 14, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β, ώστε να καθορίσει κανόνες ισοδύναμους με εκείνους που προβλέπονται στα πρώτα τρία εδάφια του παρόντος άρθρου για τρίμματα βοείου κρέατος ή τεμαχισμένο βόειο κρέας.»

(13)        το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Υποχρεωτική επισήμανση για το βόειο κρέας που προέρχεται από τρίτες χώρες

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13, το βόειο κρέας που εισάγεται στο έδαφος της Ένωσης, για το οποίο δεν είναι διαθέσιμες όλες οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 13, φέρει επισήμανση με την ένδειξη:

"καταγωγή: εκτός ΕΕ" και "σφάχτηκε στην (ονομασία της τρίτης χώρας)".»

(14)        Τα άρθρα 16, 17 και 18 απαλείφονται.

(15)        το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Ανάθεση εξουσιών στην Επιτροπή για την έκδοση ορισμένων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β, όσον αφορά:

α)      τους ορισμούς των εννοιών "κιμάς βοείου κρέατος", "τρίμματα βοείου κρέατος" ή "τεμαχισμένο βόειο κρέας" που αναφέρονται στο άρθρο 14·

β)      τον καθορισμό ειδικών ενδείξεων που είναι δυνατόν να αναγράφονται στις ετικέτες·

γ)      τις διατάξεις επισήμανσης σχετικά με την απλούστευση της ένδειξης σχετικά με την καταγωγή·

δ)      το μέγιστο μέγεθος και τη σύνθεση της ομάδας ζώων, που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α)·

ε)      τις διαδικασίες έγκρισης σύμφωνα με τους όρους επισήμανσης στις συσκευασίες των τεμαχισμένων κρεάτων·"

(16)        Τα άρθρα 20 και 21 διαγράφονται.

(17)        Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)      στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο τρίτο εδάφιο:

         «Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τους αναγκαίους κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων για τη θέσπισή τους, που αφορούν τις διαδικασίες για την εφαρμογή των κυρώσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.»

         «Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τους αναγκαίους κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων για τη θέσπισή τους, που αφορούν τις διαδικασίες και τους όρους για την εφαρμογή των κυρώσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.»

β)      Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Αν η Επιτροπή θεωρεί το θεωρεί δικαιολογημένο από το πόρισμα επιτόπιου ελέγχου που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 2, εκδίδει, μέσω εκτελεστικής πράξης, απόφαση που απευθύνεται στο οικείο κράτος μέλος, για τον καθορισμό των αναγκαίων διορθωτικών ενεργειών που πρέπει να λάβει το εν λόγω κράτος μέλος όσον αφορά τις παρατυπίες που εντοπίστηκαν, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου ελέγχων που πραγματοποιούνται από την αρμόδια αρχή ώστε να εξασφαλιστεί κατάλληλη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό.

          Αν η Επιτροπή το θεωρεί δικαιολογημένο από τα πορίσματα των ελέγχων, μπορεί, μέσω μιας εκτελεστικής πράξης, να καταρτίσει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει τη σωστή συμμόρφωση, ιδίως όσον αφορά το επίπεδο των ελέγχων, τις διοικητικές κυρώσεις και τη διάταξη σχετικά με τις μέγιστες περιόδους που αναφέρονται στα άρθρα 4, 4α, 4β και 4γ. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.»

γ)      Παρεμβάλλεται η ακόλουθη νέα παράγραφος 4α:

«4α.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β για τον καθορισμό των διοικητικών κυρώσεων τις οποίες εφαρμόζουν τα κράτη μέλη όταν κτηνοτρόφοι, επιχειρηματίες και οργανώσεις εμπορίας βοείου κρέατος δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού.»

δγ)    Οι παράγραφοι 5 και 6 απαλείφονται.

(18)        Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 22α και 22β:

«Άρθρο 22α

Αρμόδιες αρχές

Τα κράτη μέλη διορίζουν την αρμόδια αρχή ή τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνη/υπεύθυνες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό και όλες τις πράξεις που εκδίδονται από την Επιτροπή με βάση τον παρόντα κανονισμό.

Ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για την ταυτότητα των εν λόγω αρχών.

Άρθρο 22β

Άσκηση ανατιθέμενων αρμοδιοτήτων

1.      Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.      Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 και στο άρθρο 4α παράγραφος 2, καθώς και στα άρθρα 5, 7, 10, 14 και 19 και στο άρθρο 22 παράγραφος 4α) χορηγείται στην Επιτροπή για αόριστη χρονική περίοδο από*

         [*ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού ή από κάθε άλλη ημερομηνία που ορίζει ο νομοθέτης (date of entry into force of this Regulation or from any other date set by the legislator)].

3.      Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5, στο άρθρο 4α παράγραφος 2, και στα άρθρα 5, 7, 10, 14 και 19 και στο άρθρο 22 παράγραφος 4α) μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η ανάκληση τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των ήδη ισχυουσών κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.      Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.      Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 και το άρθρο 4α παράγραφος 2, καθώς και τα άρθρα 5, 7, 10, 14 και 19 και το άρθρο 22 παράγραφος 4α) τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχουν αντιταχθεί σε αυτή ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή για το ότι δεν σκοπεύουν να προβάλουν αντίρρηση. Το εν λόγω χρονικό διάστημα παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

(19)        Το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

Διαδικασία επιτροπής

1.      Η Επιτροπή επικουρείται:

α)      για τις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1, από την επιτροπή των γεωργικών ταμείων, η οποία θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 41 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1290/2005[19]·

β)      για τις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 4 και των άρθρων 5, 10α και 22 παράγραφος 4, από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, η οποία θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 58 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[20].            Οι εν λόγω επιτροπές είναι επιτροπές κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.      Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

         Σε περίπτωση που η γνωμοδότηση της επιτροπής πρέπει να ληφθεί μέσω γραπτής διαδικασίας, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός της προθεσμίας έκδοσης της γνωμοδότησης, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσουν τα μέλη της επιτροπής με απλή πλειοψηφία.»

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4.4.2012

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο                     Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος                                                   Ο Πρόεδρος

[1]               ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1.

[2]               COM (2005) 322 τελικό - Οδικός χάρτης ΜΣΕ:               http://ec.europa.eu/food/food/biosafety/tse_bse/docs/roadmap_en.pdf

[3]               http://www.cc.cec/sg_vista/cgi-bin/repository/getdoc/COMM_PDF_SEC_2009_0544_F_EN_ACTE.pdf

[4]               Παραπομπή COM (2007) 539 τελικό.

[5]               COM(2004) 316 τελικό.

[6]               SEC(2009)1601 της 16/11/2009 http://ec.europa.eu/agriculture/simplification/sec2009_1601_en.pdf

[7]               http://ec.europa.eu/enterprise/policies/better-regulation/files/hlg_opinion_agriculture_050309_en.pdf, σελίδα 7.

[8]               ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

[9]               ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 19.

[10]             EE L xxx της xx.xx.xxxx, σ. xx.

[11]             EE L xxx της xx.xx.xxxx, σ. xx.

[12]             EE L xxx της xx.xx.xxxx, σ. xx.

[13]             ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1.

[14]             COM(2009) 544 τελικό.

[15]             COM(2005) 9 τελικό.

[16]             COM(2008) 545 τελικό.

[17]             COM(2007) 539 τελικό.

[18]             ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

[19]             ΕΕ L 209 της 11.8.2005, σ. 1.

[20]             ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.