52012DC0154

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επικαιροποίηση του χειρισμού των σχέσεων με τους καταγγέλλοντες όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης /* COM/2012/0154 final */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Επικαιροποίηση του χειρισμού των σχέσεων με τους καταγγέλλοντες όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζεται στον σεβασμό του κράτους δικαίου. Η επιτυχία της στην επίτευξη των πολυάριθμων στόχων της, όπως διατυπώνονται στις Συνθήκες και τη νομοθεσία, εξαρτάται από την ουσιαστική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στα κράτη μέλη. Ως θεματοφύλακας των συνθηκών, η Επιτροπή αναγνωρίζει το ζωτικό ρόλο που διαδραματίζουν οι καταγγέλλοντες στην ανίχνευση των παραβάσεων του ενωσιακού δικαίου. Το 2002, η Επιτροπή θέσπισε τις διαδικασίες που διέπουν τις σχέσεις της με τους καταγγέλλοντες στον τομέα των παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης[1]. Έκτοτε, η Επιτροπή έχει βελτιώσει και επεκτείνει τις μεθόδους της ως προς την καταχώριση και την διεκπεραίωση της αλληλογραφίας από τους καταγγέλλοντες σχετικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη. Για να προβληθούν αυτές οι αλλαγές, η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί στην αναθεώρηση και την επικαιροποίηση της ανακοίνωσης του 2002.

Τον Σεπτέμβριο 2009, εγκαινιάστηκε ένα καινούριο εργαλείο ΤΠ, το CHAP ("Complaint handling/Accueil des plaignants", "Χειρισμός των καταγγελιών"), το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ανταποκρίνεται αμεσότερα στα ενδιαφέροντα των πολιτών, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών. Στο εργαλείο αυτό καταχωρίζονται όλες οι καταγγελίες, και το αποδεικτικό παραλαβής που αποστέλλεται εντός 15 εργασίμων ημερών αποδεικνύει την καταχώριση της καταγγελίας. Στο παρελθόν η αλληλογραφία καταχωριζόταν μόνο μετά την διερεύνηση του περιεχομένου της. Η συνέχεια που δίνεται στην καταγγελία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από την φύση του ζητήματος που ανακύπτει, τους λόγους επί των οποίων βασίζεται, τον πιθανό αντίκτυπο και τις προτεραιότητες, όπως καθορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής "Μια Ευρώπη αποτελεσμάτων – Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου" [COM(2007)502 τελικό].

Η έναρξη της ισχύος της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) καθιστά αναγκαία την επικαιροποίηση ορισμένων όρων της προηγούμενης ανακοίνωσης που έχουν τροποποιηθεί από τη Συνθήκη. Είναι επίσης αναγκαίο να διευκρινιστούν αποκλίσεις στις διάφορες γλωσσικές εκδοχές της προηγούμενης ανακοίνωσης[2].

Στην παρούσα ανακοίνωση η Επιτροπή εκθέτει τα διοικητικά μέτρα υπέρ του καταγγέλλοντος με τα οποία αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμορφώνεται κατά τη διεκπεραίωση της καταγγελίας και τη διερεύνηση των ισχυρισμών συγκεκριμένης παράβασης.

Αυτά τα μέτρα υπέρ του καταγγέλλοντος που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης δεν μεταβάλλουν τον διμερή χαρακτήρα της διαδικασίας λόγω παράβασης υποχρέωσης που προβλέπεται στα άρθρα 258 και 260 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 106α της Συνθήκης Ευρατόμ. Σχετικά, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά πόσον θα κινηθεί διαδικασία παράβασης[3] και πότε[4] καθώς επίσης κατά πόσον και πότε[5] θα ασκηθεί προσφυγή στο Δικαστήριο. Εξάλλου, η Επιτροπή έχει διακριτική εξουσία η οποία αποκλείει το δικαίωμα των ιδιωτών να της ζητήσουν να λάβει συγκεκριμένη θέση[6].

Όπως έκρινε το Δικαστήριο, "οι ζημίες που προξενούν τα εθνικά όργανα μπορούν να θεμελιώσουν μόνον την ευθύνη των οργάνων αυτών και τα εθνικά δικαστήρια παραμένουν τα μόνα αρμόδια για τη διασφάλιση της αποκαταστάσεως των ζημιών αυτών"[7]. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί η σημασία και πιθανόν να ενισχυθούν τα ένδικα μέσα που υφίστανται σε εθνικό επίπεδο, που δίνουν τη δυνατότητα στους καταγγέλλοντες να επικαλούνται τα δικαιώματά τους κατά τρόπο αμεσότερο και πιο προσωπικό[8].

Τέλος, στον τομέα των διαδικασιών παράβασης, η Επιτροπή εφαρμόζει τους κανόνες πρόσβασης στα έγγραφα που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής [9], όπως εφαρμόστηκε από τις διατάξεις που παρατίθενται στο παράρτημα της απόφασης 2001/937/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού της κανονισμού [10] και ερμηνεύεται από το Δικαστήριο[11].

1. Ορισμοί και αντικείμενο

Ως "καταγγελία" νοείται κάθε γραπτό διάβημα στην Επιτροπή που καταγγέλλει μέτρα, την απουσία μέτρων ή πρακτικές κράτους μέλους, που αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης.

Ως "καταγγέλλων" νοείται κάθε πρόσωπο ή φορέας που υποβάλλει καταγγελία στην Επιτροπή.

Ως "διαδικασία παράβασης" νοείται το προδικαστικό στάδιο της διαδικασίας λόγω παράβασης υποχρέωσης που κινεί η Επιτροπή βάσει του άρθρου 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ή του άρθρου 106α της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Συνθήκη Ευρατόμ).

Η προσέγγιση που περιγράφεται στο παρόν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ των καταγγελλόντων και της Επιτροπής όσον αφορά τα μέτρα ή τις πρακτικές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 258 της Συνθήκης. Δεν εφαρμόζονται στις καταγγελίες που εμπίπτουν σε άλλες διατάξεις των συνθηκών και ιδίως στις καταγγελίες που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες καλύπτονται από τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ ή από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου[12].

2. Γενικές αρχές

Κάθε πρόσωπο μπορεί να εγκαλεί κράτος μέλος υποβάλλοντας καταγγελία στην Επιτροπή, χωρίς έξοδα, για να γνωστοποιήσει μέτρο (νομοθετικό, κανονιστικό ή διοικητικό), απουσία μέτρου ή πρακτική που καταλογίζονται σε κράτος μέλος και που θεωρεί αντίθετα προς το δίκαιο της Ένωσης.

Οι καταγγέλλοντες δεν οφείλουν να αποδείξουν την ύπαρξη έννομου συμφέροντος ούτε ότι θίγονται κατά κύριο λόγο ή άμεσα από το μέτρο, την απουσία μέτρου ή την πρακτική που καταγγέλλουν.

Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναφέρονται στο σημείο 3, η Επιτροπή καταχωρίζει την αλληλογραφία ως καταγγελία σύμφωνα με τις ενδείξεις του συντάκτη όπως αυτές απορρέουν από την αλληλογραφία.

Η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει εάν πρέπει να δοθεί ή όχι συνέχεια στην καταγγελία.

3. Καταχώριση των καταγγελιών

Κάθε καταγγελία σχετική με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος καταχωρίζεται στο κεντρικό μητρώο για την καταχώριση καταγγελιών σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος (στο εξής "κεντρικό μητρώο").

Δεν θεωρείται ότι μπορεί να αποτελέσει καταγγελία και να διερευνηθεί από την Επιτροπή και επομένως δεν καταχωρίζεται στο κεντρικό μητρώο καταγγελιών, η αλληλογραφία:

–          που είναι ανώνυμη ή δεν περιλαμβάνει τη διεύθυνση του αποστολέα ή περιλαμβάνει ελλιπή διεύθυνση,

–          που δεν αναφέρεται, ρητά ή έμμεσα, σε κράτος μέλος της Κοινότητας σε βάρος του οποίου μπορεί να καταλογισθούν τα μέτρα ή η πρακτική που αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης,

–          που καταγγέλλει τις πράξεις ή παραλείψεις προσώπου ή ιδιωτικού φορέα, εκτός από την περίπτωση που η καταγγελία αποκαλύπτει συμμετοχή των δημοσίων αρχών ή στιγματίζει την παθητική στάση των αρχών έναντι των εν λόγω πράξεων ή παραλείψεων. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επαληθεύει εάν η αλληλογραφία αυτή αποκαλύπτει συμπεριφορά που αντίκειται στους κανόνες του ανταγωνισμού (άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ),

–          δεν διατυπώνει καμία αιτίαση,

–          διατυπώνει αιτιάσεις αναφορικά με τις οποίες, υπάρχει εκ μέρους της Επιτροπής σαφής, δημόσια και συνεπής θέση· η θέση αυτή ανακοινώνεται στον καταγγέλλοντα,

–          διατυπώνει αιτιάσεις που δεν υπάγονται προδήλως στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

4. Αποδεικτικό παραλαβής

Για κάθε καταγγελία εκδίδεται από την Επιτροπή αποδεικτικό παραλαβής εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της. Αυτό το αποδεικτικό παραλαβής περιλαμβάνει τον αριθμό της καταχώρισης, ο οποίος πρέπει να αναφέρεται σε κάθε περαιτέρω αλληλογραφία.

Σε περίπτωση πολλών καταγγελιών για την ίδια αιτίαση, αυτά τα αποδεικτικά ατομικής παραλαβής μπορούν να αντικατασταθούν με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον εξυπηρετητή Europa της Ένωσης.

Εάν η Επιτροπή αποφασίσει να μην καταχωρίσει την αλληλογραφία στο κεντρικό μητρώο, προειδοποιεί σχετικά τον συντάκτη με απλή επιστολή που κάνει μνεία του ή των λόγων που αναφέρονται στη δεύτερη παράγραφο του σημείου 3.

Σε αυτή την περίπτωση η Επιτροπή ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για τις πιθανές εναλλακτικές δυνατότητες προσφυγής, όπως το δικαίωμα προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια, στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή, στους εθνικούς διαμεσολαβητές ή την προσφυγή σε κάθε άλλη διαδικασία καταγγελίας που υφίσταται σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο.

5. Λεπτομέρειες της κατάθεσης των καταγγελιών

Για να καταχωριστούν στο κεντρικό μητρώο, οι καταγγελίες πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς με μορφή επιστολής, φαξ ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Οι καταγγελίες συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της επεξεργασίας των καταγγελιών συνιστάται η χρησιμοποίηση του έντυπου υποδείγματος που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης[13] και διατίθεται από την Επιτροπή αν ζητηθεί ή από τον ιστότοπο της Επιτροπής, στον εξυπηρετητή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUROPA) στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/eu_law/your_rights/your_rights_forms_el.htm.

Το έντυπο αυτό περιλαμβάνει παράρτημα όπου εκτίθενται οι γενικές αρχές της διαδικασίας παράβασης και υπενθυμίζεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει την παράβαση δεν έχει συνέπειες για τα δικαιώματα του καταγγέλλοντος. Επίσης, ο καταγγέλλων καλείται να χρησιμοποιήσει τα εθνικά μέσα έννομης προστασίας που έχει στη διάθεση του.

Οι γραπτές καταγγελίες σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος μπορούν να σταλούν στη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής ταχυδρομικώς στη διεύθυνση "1049 Brussels, Belgium" ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση SG-PLAINTES@ec.europa.eu, ή να κατατίθενται σε ένα από τα Γραφεία της Επιτροπής στα κράτη μέλη.

6. Προστασία του καταγγέλλοντος και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Η ανακοίνωση στο κράτος μέλος της ταυτότητας του καταγγέλλοντος καθώς και των δεδομένων που διαβιβάσθηκαν από αυτόν υπόκειται στην συναίνεσή του και πρέπει να συμμορφώνεται, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [14].

7. Επικοινωνία με τον καταγγέλλοντα

Μετά την καταχώριση, η καταγγελία διερευνάται περαιτέρω σε συνεργασία με το εμπλεκόμενο κράτος μέλος. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα γραπτώς.

Αν στη συνέχεια κινηθεί διαδικασία παράβασης βάσει της καταγγελίας, η Επιτροπή έρχεται σε επαφή με τον καταγγέλλοντα και τον ενημερώνει γραπτώς για κάθε στάδιο της διαδικασίας (προειδοποιητική επιστολή, αιτιολογημένη γνώμη, προσφυγή στο Δικαστήριο ή θέση στο αρχείο).

Σε περίπτωση πολλών καταγγελιών για την ίδια αιτίαση, οι ατομικές αυτές ανακοινώσεις μπορούν να αντικατασταθούν από δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον εξυπηρετητή Europa των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο καταγγέλλων μπορεί, ανά πάσα στιγμή της διαδικασίας, να ζητήσει να εκθέσει ή να διευκρινίσει, επιτόπου και με δικά του έξοδα, τα στοιχεία της καταγγελίας του στην Επιτροπή.

8. Προθεσμία διερεύνησης των καταγγελιών

Κατά κανόνα, η Επιτροπή διερευνά τις καταγγελίες που καταχωρίζονται προκειμένου να ληφθεί απόφαση είτε για αποστολή προειδοποιητικής επιστολής ή για θέση στο αρχείο εντός ανώτατης προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία καταχώρισης.

Σε περίπτωση υπέρβασης αυτής της προθεσμίας, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα γραπτώς, μετά από αίτηση του.

9. Έκβαση της διερεύνησης των καταγγελιών

Στο τέλος της έρευνας της καταγγελίας, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει προειδοποιητική επιστολή που κινεί τη διαδικασία κατά του εμπλεκόμενου κράτους μέλους είτε να θέσει οριστικά στο αρχείο την υπόθεση.

Η Επιτροπή αποφαίνεται δυνάμει της διακριτικής της ευχέρειας κατά πόσο θα κινήσει ή θα δώσει τέλος στη διαδικασία παράβασης.

Ο καταγγέλλων ενημερώνεται γραπτώς για την απόφαση που ελήφθη από την Επιτροπή σχετικά με την καταγγελία του. Το ίδιο ισχύει και για τις μεταγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με αυτό το φάκελο.

Σε περίπτωση πολλών καταγγελιών για την ίδια αιτίαση, οι ατομικές αυτές ανακοινώσεις μπορούν να αντικατασταθούν από δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον εξυπηρετητή Europa των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

10. Θέση στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια

Εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου απαιτείται η διαδικασία του επείγοντος, όταν προβλέπεται ότι δεν θα δοθεί συνέχεια σε μια καταγγελία, η Επιτροπή προειδοποιεί τον καταγγέλλοντα με επιστολή στην οποία διατυπώνονται οι λόγοι που την οδήγησαν να προτείνει τη θέση στο αρχείο, και καλεί τον καταγγέλλοντα να διατυπώσει τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων.

Σε περίπτωση πολλών καταγγελιών για την ίδια αιτίαση, οι ατομικές αυτές ανακοινώσεις μπορούν να αντικατασταθούν από δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον εξυπηρετητή Europa των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εάν δεν υπάρξει απάντηση από τον καταγγέλλοντα, ή εάν δεν μπορεί να υπάρξει επικοινωνία με αυτόν για λόγο που του καταλογίζεται ή εάν οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται από τον καταγγέλλοντα δεν οδηγούν την Επιτροπή στην επανεξέταση της θέσης της, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο.

Εάν οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν από τον καταγγέλλοντα μπορούν να πείσουν την Επιτροπή στην επανεξέταση της θέσης της, συνεχίζεται η διερεύνηση της καταγγελίας.

Ο καταγγέλλων ενημερώνεται γραπτώς για την απόφαση που ελήφθη από την Επιτροπή περί θέσεως της υπόθεσης στο αρχείο.

11. Η δημοσιότητα των αποφάσεων στον τομέα των παραβάσεων

Οι αποφάσεις της Επιτροπής στον τομέα των παραβάσεων δημοσιεύονται εντός μίας εβδομάδας από την λήψη τους στον δικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση:     

http://ec.europa.eu/eu_law/infringements/infringements_decisions_en.htm

Για τις αποφάσεις περί αποστολής στο κράτος μέλος αιτιολογημένης γνώμης ή περί άσκησης προσφυγής στο Δικαστήριο, εκδίδεται, επιπλέον, δελτίο τύπου, εκτός εάν η Επιτροπή αποφασίσει διαφορετικά.

12. Πρόσβαση στα έγγραφα στον τομέα των παραβάσεων

Η πρόσβαση στα έγγραφα στον τομέα των παραβάσεων διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, όπως τέθηκε σε εφαρμογή από τις διατάξεις που παρατίθενται στο παράρτημα της απόφασης 2001/937/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής[15].

13. Προσφυγή στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή

Εάν ο καταγγέλλων θεωρεί ότι υπήρξε κακή διοίκηση εκ μέρους της Επιτροπής κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας του εξαιτίας του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ένα από τα ανωτέρω μέτρα, μπορεί να προσφύγει στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 24 και 228 ΣΛΕΕ.

[1]               COM (2002) 141 τελικό της 20.3.2002.

[2]               Στο τροποποιημένο κείμενο, οι λέξεις "le cas échéant" στο σημείο 4, που στην αγγλική εκδοχή είχαν μεταφραστεί "where necessary", αντικαταστάθηκαν από τις λέξεις "in such cases". Οι λέξεις "upon his request" στο σημείο 8, που δεν είχαν μεταφραστεί στην αγγλική και ισπανική εκδοχή, επανεισάγονται στο κείμενο.

[3]               Βλ. ειδικότερα: απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1989 στην υπόθεση C-329/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας [1989] Συλλογή 4159, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-200/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας [1990] Συλλογή I 4299, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999 στην υπόθεση C-207/97, Επιτροπή κατά Βελγίου [1999] Συλλογή I 275, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1999 στην υπόθεση C 212/98 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας [1999] Συλλογή I 8571, απόφαση της 6ης Ιουλίου 2000 στην υπόθεση C-236/99, Επιτροπή κατά του Βασιλείου του Βελγίου, [2000] Συλλογή I-05657, απόφαση της 14ης Μαΐου 2002 στην υπόθεση C-383/00, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, [2002] Συλλογή I-04219.

[4]               Βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994 στην υπόθεση C-317/92, Επιτροπή κατά Γερμανίας [1994] Συλλογή I 2039, απόφαση της 10ης Μαΐου 1995 στην υπόθεση C-422/92, Επιτροπή κατά Γερμανίας [1995] Συλλογή I 1097.

[5]               Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009 στην υπόθεση C-562/07, Επιτροπή κατά Ισπανίας [2009] Συλλογή I-9553.

[6]               Βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995 στην υπόθεση T- 571/93, Lefebvre κ.α. κατά Επιτροπής [1995] Συλλογή II 2379.

[7]               Βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986 στην υπόθεση 175/84, Krohn & Co. Import – Export Gmbh & Co. KG κατά Επιτροπής [1986] Συλλογή 753.

[8]               Βλ. επίσης άλλες προτάσεις σχετικά, στην ανακοίνωση "Βελτίωση των οφελών από τα περιβαλλοντικά μέτρα της ΕΕ: οικοδόμηση εμπιστοσύνης μέσω της βελτίωσης της γνωστικής βάσης και της ικανότητας απόκρισης [COM(2012)95 τελικό] of 7.3.2012.

[9]               ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

[10]             ΕΕ L 345 της 29.12.2001, σ. 94.

[11]             Βλ. σχετικά: απόφαση της 5ης Μαρτίου 1997 στην υπόθεση T-105/95, Επιτροπή κατά WWF UK[1997], Συλλογή II–313, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2001 στην υπόθεση T-191/99, Επιτροπή κατά Petrie και λοιπών [2001] Συλλογή II-3677, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.α. κατά API και Επιτροπής (C-514/07 P, C-528/07 P και C-532/07 P).

[12]             ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

[13]             ΕΕ C 119 της 30.4.1999, σ. 5.

[14]             ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

[15]             ΕΕ L 345 της 29.12.2001, σ. 94.