13.9.2013 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
CE 264/41 |
Τετάρτη 23 Μαΐου 2012
Δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
P7_TA(2012)0219
Πρόταση που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 23 Μαΐου 2012 σχετικά με τον κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις λεπτομερείς διατάξεις που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την κατάργηση της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (2009/2212(INI)) (1)
2013/C 264 E/07
(1) Το Κοινοβούλιο αποφάσισε να αναβάλει την ψηφοφορία για την πρόταση ψηφίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 41 τρίτο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0352/2011).
Τετάρτη 23 Μαΐου 2012
ΠΡΌΤΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΫ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ
για τις λεπτομερείς διατάξεις που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την κατάργηση της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 226 παράγραφος 3,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 106α,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη την έγκριση του Συμβουλίου (1),
Έχοντας υπόψη την έγκριση της Επιτροπής (2),
αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η Συνθήκη της Λισαβόνας δημιούργησε συνθήκες ανανέωσης και ενίσχυσης της θεσμικής ισορροπίας στο εσωτερικό της Ένωσης, επιτρέποντας στα θεσμικά της όργανα να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά, ανοικτά και δημοκρατικά. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρμοδιότητες πολιτικού ελέγχου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενισχύθηκαν και διευρύνθηκαν. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις εθνικές κοινοβουλευτικές πρακτικές αλλά και με τις απαιτήσεις που επιβάλλουν η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (εφεξής «οι Συνθήκες»), οι εξεταστικές επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα πρέπει να ενισχυθούν και να τους ανατεθούν συγκεκριμένες, γνήσιες και σαφώς οριοθετημένες εξουσίες που να συνάδουν περισσότερο με το πολιτικό κύρος και τις αρμοδιότητές του, με ταυτόχρονο σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εξουσίες των εξεταστικών επιτροπών, που αποτελούν έκτακτα όργανα πολιτικού ελέγχου, ασκούνται υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των άλλων θεσμικών οργάνων. |
(2) |
Στις 19 Απριλίου 1995 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ενέκριναν την απόφαση 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ (3), η οποία καθορίζει τους τρόπους άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στην απόφαση αυτή προβλεπόταν το ενδεχόμενο αναθεώρησης των διατάξεών της με γνώμονα την αποκτηθείσα πείρα. |
(3) |
Ενόψει της ανανεωμένης θεσμικής ισορροπίας την οποία έχει διαμορφώσει η Συνθήκη της Λισαβόνας καθώς και της πείρας που αποκτήθηκε με βάση το έργο των εξεταστικών επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η απόφαση 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από νέο κανονισμό. |
(4) |
Σύμφωνα με την αρχή της ωφέλειας όπως αναγνωρίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου (4), θα πρέπει να μεταβιβαστούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις εξεταστικές του επιτροπές οι εξουσίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τα οποία απορρέουν από το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων. Προς τον σκοπό αυτόν, επιβάλλεται επίσης τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης καθώς και τα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της άσκησης αυτών των καθηκόντων. |
(5) |
Δεν θα πρέπει να συστήνονται εξεταστικές επιτροπές εφόσον τα καταγγελλόμενα γεγονότα εκδικάζονται ενώπιον δικαστηρίου και για όσο χρονικό διάστημα δεν έχει ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία. Για να αποφευχθεί, ωστόσο, τυχόν σύγκρουση μεταξύ διερευνήσεων πολιτικού χαρακτήρα και δικαστικών διερευνήσεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξετάσει κατά πόσο επιβάλλεται να αναστέλλει τις έρευνες μιας εξεταστικής επιτροπής εάν, μετά τη σύστασή της, κινείται δικαστική διαδικασία που συνδέεται με τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά. |
(6) |
Από τις αρχές της διαφάνειας, της χρηστής διακυβέρνησης και της δημοκρατικής λογοδοσίας συνάγεται ότι οι διαδικασίες των εξεταστικών επιτροπών και κυρίως οι ακροάσεις θα πρέπει να διεξάγονται δημοσίως. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει επίσης να προβλέπεται δυνατότητα διαδικασιών κεκλεισμένων των θυρών και να θεσπιστούν κατάλληλοι κανόνες εμπιστευτικότητας προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των ερευνών, η προστασία των ζωτικών συμφερόντων των κρατών μελών, η προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως με βάση τη νομοθεσία της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και η προστασία των εμπορικών συμφερόντων φυσικού ή νομικού προσώπου. |
(7) |
Το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων, ως μείζον στοιχείο των εποπτικών αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου, έχει ως στόχο τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο εφαρμόστηκε στο παρελθόν η ισχύουσα νομοθεσία. Επομένως, οι εξεταστικές επιτροπές επιβάλλεται να μπορούν να βασίζονται στην αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγονται κατά τη διάρκεια μιας έρευνας. Για τον σκοπό αυτόν, οι εξεταστικές επιτροπές θα πρέπει να είναι σε θέση να διοργανώνουν ακροάσεις μελών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και μελών των κυβερνήσεων των κρατών μελών, να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία από τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης ή των κρατών μελών, να συγκεντρώνουν αποδείξεις από κάθε φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στην Ένωση, να ζητούν την εκθέσεις εμπειρογνωμόνων και να διενεργούν επιτόπιες έρευνες. |
(8) |
Οι έρευνες θα πρέπει να διεξάγονται με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, ειδικότερα δε της αρχής της αμεροληψίας, καθώς και του δικαιώματος των εμπλεκομένων να εκφράζουν τις απόψεις τους σχετικά με τα στοιχεία που τους αφορούν. |
(9) |
Οι εξεταστικές επιτροπές οφείλουν να σέβονται στο ακέραιο τα δικαιώματα των προσώπων που καλούν σε μαρτυρία σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
(10) |
Στις έρευνες θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η αρχή ότι τα πορίσματα μιας διαδικασίας διερεύνησης θα πρέπει να στηρίζονται αποκλειστικά σε στοιχεία με αποδεικτική αξία· ως εκ τούτου, η εξεταστική επιτροπή θα πρέπει ειδικότερα να μπορεί να έχει πρόσβαση σε όλα τα συναφή έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, των κρατών μελών ή, εφόσον το έγγραφο θεωρείται σημαντικό για την επιτυχία της έρευνας, οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου. |
(11) |
Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και τη δέσμευση να συνεισφέρουν στην προάσπιση της έννομης τάξης της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης ή των κρατών μελών θα πρέπει να ορίζουν τους υπαλλήλους ή τα λοιπά μέλη του προσωπικού τους τα οποία εξουσιοδοτούν να εμφανιστούν ενώπιον μιας εξεταστικής επιτροπής όταν αυτή τους προσκαλεί να το πράξουν. Επιπλέον, τα αρμόδιοι για το υπό εξέταση θέμα μέλη της Επιτροπής θα πρέπει να μπορούν να κληθούν σε εξεταστική επιτροπή στην περίπτωση που η μαρτυρία τους κρίνεται σημαντική και απαραίτητη για την ουσιώδη αξιολόγηση της υπόθεσης. |
(12) |
Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα πορίσματα μιας εξεταστικής επιτροπής θα στηρίζονται σε στοιχεία με αποδεικτική αξία, θα πρέπει επίσης να έχει το δικαίωμα να ζητεί την ακρόαση οποιουδήποτε προσώπου διαμένει στην Ένωση, ως μάρτυρα ο οποίος θα πρέπει να υποχρεούται να απαντήσει στις ερωτήσεις που θα του τεθούν πρόθυμα, πλήρως και ειλικρινώς επιπλέον, εάν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης δεν εξουσιοδοτούνται σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 19 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (5), και το άρθρο 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται στον ίδιο κανονισμό, να ανταποκρίνονται στην κλήτευση της επιτροπής, να προσέρχονται για να εξεταστούν και να υποβάλλουν υπομνήματα και να καταθέτουν αποδεικτικά στοιχεία αυτοπροσώπως, ο υπάλληλος ή η αρχή που είναι υπεύθυνοι για τη μη χορήγηση της εξουσιοδότησης θα πρέπει να εμφανίζονται ενώπιον της επιτροπής και να εκθέτουν τους λόγους της απόφασής τους. |
(13) |
Επικυρώνοντας τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη συμφώνησαν επίσης να μεταβιβάσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το δικαίωμα να διερευνά καταγγελλόμενες παραβάσεις ή περιπτώσεις κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα ώστε οι εθνικές τους αρχές, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, να παρέχουν την αναγκαία στήριξη που θα επιτρέψει στις εξεταστικές επιτροπές να επιτελούν το έργο τους. |
(14) |
Προκειμένου να ενισχυθεί ο δημοκρατικός έλεγχος σε επίπεδο Ένωσης, οι διατάξεις αυτού του κανονισμού χορηγούν διευρυμένες αρμοδιότητες στις εξεταστικές επιτροπές. Για την ενεργοποίηση των διατάξεων αυτών, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ερευνών και τη μεγαλύτερη συμμόρφωσή τους με τις πρακτικές των εθνικών κοινοβουλίων, στον κανονισμό αυτόν θα πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων σε σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευθύνη της μέριμνας για την επιβολή κατάλληλων κυρώσεων με βάση το εθνικό τους δίκαιο για συγκεκριμένες παραβάσεις καθώς και για την κίνηση δικαστικών διαδικασιών κατά όσων διαπράττουν τέτοιες παραβάσεις. |
(15) |
Θα πρέπει να τηρείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών σύμφωνα με την οποία η νομοθετική (κοινοβούλιο), η εκτελεστική (κυβέρνηση) και η δικαστική (δικαστήρια) εξουσίες να είναι διακριτές ούτως ώστε να αποτρέπεται η κατάχρηση εξουσίας. |
(16) |
Ο παρών κανονισμός τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Τμήμα 1
Αντικείμενο των εξεταστικών επιτροπών και γενικοί κανόνες που διέπουν τη σύστασή τους
Άρθρο 1
Αντικείμενο
1. Στον παρόντα κανονισμό θεσπίζονται λεπτομερείς διατάξεις οι οποίες διέπουν την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να διερευνά, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που έχουν δοθεί από τις Συνθήκες σε άλλα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καταγγελλόμενες παραβάσεις ή περιπτώσεις κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης ή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, από τη δημόσια διοίκηση κράτους μέλους ή από οιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο το δίκαιο της Ένωσης παρέχει εξουσιοδότηση για την επιβολή του εν λόγω δικαίου.
2. Ο Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεσπίζει τις διατάξεις που διέπουν την εσωτερική οργάνωση των εξεταστικών επιτροπών.
Άρθρο 2
Σύσταση και εντολή εξεταστικών επιτροπών
1. Υπό τους όρους και περιορισμούς που τίθενται στις Συνθήκες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να συστήνει προσωρινές εξεταστικές επιτροπές.
2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να συστήνει τις εν λόγω εξεταστικές επιτροπές κατόπιν αιτήματος του ενός τετάρτου των μελών του.
3. Η απόφαση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής προσδιορίζει επίσης την εντολή της, η οποία περιλαμβάνει ειδικότερα:
α) |
το αντικείμενο και ο σκοπός της έρευνας, με αναφορά στις βασικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης· |
β) |
τη σύνθεση της επιτροπής βάσει της ισόρροπης εκπροσώπησης των πολιτικών δυνάμεων· |
γ) |
το χρονοδιάγραμμα για την υποβολή της έκθεσής της, το οποίο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους 12 μήνες από την πρώτη σύγκληση της επιτροπής και μπορεί να παραταθεί δύο φορές κατά τρεις μήνες το πολύ με αιτιολογημένη απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. |
Άρθρο 3
Κατάργηση εξεταστικών επιτροπών
Η εξεταστική επιτροπή καταργείται:
α) |
όταν υποβάλει την έκθεσή της· ή |
β) |
όταν λήξει το χρονικό όριο για την υποβολή της έκθεσής της· και |
γ) |
οπωσδήποτε, κατά τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. |
Άρθρο 4
Επανάληψη έρευνας
Δεν μπορεί να συσταθεί ή να ανασυσταθεί προσωρινή εξεταστική επιτροπή για πραγματικά περιστατικά που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο έρευνας μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής προ της παρόδου δώδεκα τουλάχιστον μηνών από τότε που η προηγούμενη εξεταστική επιτροπή έπαψε να υφίσταται σύμφωνα με το άρθρο 3 στοιχείο α) ή το στοιχείο β) και εφόσον προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά. Εξεταστική επιτροπή μπορεί να συσταθεί σε κάθε περίπτωση εάν έχουν προκύψει νέα, σοβαρά πραγματικά περιστατικά τα οποία κρίνονται ικανά να τροποποιήσουν σημαντικά πορίσματα.
Τμήμα 2
Γενικοί διαδικαστικοί κανόνες
Άρθρο 5
Ασυμβατότητες
1. Δεν επιτρέπεται η διερεύνηση από εξεταστική επιτροπή καταγγελλόμενων γεγονότων τα οποία εξετάζονται ενώπιον δικαστηρίου και ενόσω εκκρεμεί η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης.
2. Εάν, μετά τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, κινηθεί νομική διαδικασία που έχει σχέση με τα καταγγελλόμενα γεγονότα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξετάζει κατά πόσον απαιτείται να αναστείλει την έρευνα της επιτροπής για τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η χρονική διάρκεια της αναστολής δεν συνυπολογίζεται για τον καθορισμό του χρόνου που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο γ).
3. Εντός δύο μηνών είτε από τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής είτε από τον χρόνο ενημέρωσης της Επιτροπής για καταγγελία ενώπιον εξεταστικής επιτροπής περί παράβασης του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να ανακοινώσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι θέμα προς εξέταση από εξεταστική επιτροπή αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας προδικαστικών μέτρων της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή η εξεταστική επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιτραπεί στην Επιτροπή η πλήρης άσκηση των εξουσιών που της αναθέτουν οι Συνθήκες.
Άρθρο 6
Δημόσιος χαρακτήρας των εργασιών
1. Οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, και ιδιαίτερα οι ακροάσεις τις οποίες διοργανώνει η επιτροπή, διεξάγονται δημοσίως.
2. Κατ’ εξαίρεση, μπορούν να πραγματοποιηθούν συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών εάν αυτό ζητηθεί από το ένα τέταρτο των μελών της εξεταστικής επιτροπής, από θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης ή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Όταν ένα πρόσωπο που καταθέτει στοιχεία ή εμπειρογνώμονας ζητεί η ακρόασή του να πραγματοποιηθεί κεκλεισμένων των θυρών, η εξεταστική επιτροπή εξετάζει το αίτημα και τους προβαλλόμενους λόγους προκειμένου η εξέταση να πραγματοποιηθεί κεκλεισμένων των θυρών.
Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που χαρακτηρίζονται εμπιστευτικές, όπως ορίζονται στο άρθρο 8, εξετάζονται κεκλεισμένων των θυρών.
Άρθρο 7
Πρόσωπα κατονομαζόμενα κατά τη διάρκεια έρευνας
Η εξεταστική επιτροπή οφείλει να ενημερώνει κάθε πρόσωπο το οποίο κατονομάζεται κατά τη διάρκεια έρευνας η οποία μπορεί να αποβεί εις βάρος του. Οφείλει δε να δεχτεί σε ακρόαση ένα τέτοιο πρόσωπο εφόσον το ζητήσει το ίδιο.
Άρθρο 8
Εμπιστευτικότητα
1. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται από την εξεταστική επιτροπή χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνον για την άσκηση των καθηκόντων της. Η δημοσιοποίησή τους απαγορεύεται εάν περιλαμβάνουν υλικό εμπιστευτικού χαρακτήρα. Την ευθύνη της διαχείρισης και της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών φέρει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα τους εσωτερικούς κανόνες του που ισχύουν για τις «διαβαθμισμένες πληροφορίες της ΕΕ» και για μη διαβαθμισμένες «άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες».
2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης ως προς τη δημοσιοποίηση πληροφοριών οι οποίες ενδέχεται:
α) |
να βλάψουν την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας ενός ατόμου, ειδικότερα σε σχέση με το δίκαιο της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ή |
β) |
να βλάψουν τα εμπορικά συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ή |
γ) |
να προκαλέσουν σημαντική βλάβη στα συμφέροντα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών. |
3. Τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο στην αντίληψη του οποίου περιήλθαν, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, γεγονότα, πληροφορίες, γνώσεις, έγγραφα ή αντικείμενα που καλύπτονται από το απόρρητο δυνάμει διατάξεων που θέσπισε κράτος μέλος ή θεσμικό όργανο της Ένωσης, οφείλουν ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους να τηρήσουν το απόρρητο έναντι κάθε μη εντεταλμένου προσώπου, καθώς και έναντι του κοινού.
Άρθρο 9
Συνεργασία
Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης και οι εθνικές αρχές των κρατών μελών, ενεργώντας σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης και του εθνικού δικαίου, επικουρούν την εξεταστική επιτροπή στην εκτέλεση των καθηκόντων της με βάση την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.
Άρθρο 10
Επικοινωνία
Κάθε επικοινωνία της επιτροπής με τις εθνικές αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού διεξάγεται μέσω των Μονίμων Αντιπροσωπειών τους στην Ένωση.
Άρθρο 11
Αποτελέσματα των ερευνών
1. Η τελική έκθεση της εξεταστικής επιτροπής υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
2. Η τελική έκθεση της εξεταστικής επιτροπής μπορεί να περιλαμβάνει μια μειοψηφούσα γνώμη, εφόσον η εν λόγω μειοψηφούσα γνώμη υποστηρίζεται τουλάχιστον από το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.
3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να διαβιβάσει στα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης ή στα κράτη μέλη, προκειμένου αυτά να τις διαβιβάσουν στις αρμόδιες αρχές, όποιες συστάσεις ενδεχομένως εκδώσει με βάση την τελική έκθεση της εξεταστικής επιτροπής.
Τμήμα 3
Έρευνα
Άρθρο 12
Διεξαγωγή της έρευνας
1. Προκειμένου να διεξαγάγει έρευνα, εντός των ορίων της εντολής της και σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως 18, η εξεταστική επιτροπή δύναται:
— |
να προβαίνει σε ακροάσεις μελών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και μελών κυβερνήσεων των κρατών μελών· |
— |
να συγκεντρώνει αποδεικτικά στοιχεία από υπαλλήλους και λοιπό προσωπικό της Ένωσης ή των κρατών μελών· |
— |
να συγκεντρώνει αποδεικτικά στοιχεία από οποιοδήποτε άλλο άτομο που διαμένει στην Ένωση· |
— |
να ζητεί την εκπόνηση εκθέσεων εμπειρογνωμόνων· |
— |
να ζητεί έγγραφα· |
— |
να διενεργεί επιτόπιες έρευνες. |
2. Η εξεταστική επιτροπή δύναται να ζητεί από τις εθνικές αρχές συνδρομή κατά τη διενέργεια της έρευνάς της.
3. Σε περιπτώσεις που εικαζόμενες παραβάσεις ή κακοδιαχείριση στην υλοποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης αφορούν πιθανή ευθύνη από την πλευρά ενός φορέα ή μιας αρχής ενός κράτους μέλους, η εξεταστική επιτροπή δύναται να ζητήσει από το κοινοβούλιο του εν λόγω κράτους μέλους να επιδείξει συνεργασία για την έρευνα.
Για τον σκοπό αυτόν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να συνάψει διακοινοβουλευτικές συμφωνίες με τα κοινοβούλια των κρατών μελών.
Άρθρο 13
Επιτόπιες έρευνες
Η εξεταστική επιτροπή δύναται να διενεργεί επιτόπιες έρευνες. Οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται, όπου κρίνεται αναγκαίο, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου.
Άρθρο 14
Αιτήματα πρόσβασης σε έγγραφα
1. Μετά από σχετικό αίτημα της εξεταστικής επιτροπής προς τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, αυτά πρέπει να θέτουν στη διάθεσή της τα συναφή έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή τους.
2. Μετά από σχετικό αίτημα της εξεταστικής επιτροπής προς τις αρχές των κρατών μελών, αυτές πρέπει να θέτουν στη διάθεσή της τα συναφή έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των του άρθρου 346 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Η εξεταστική επιτροπή δύναται να ζητεί από οποιοδήποτε άλλο ενεχόμενο νομικό ή φυσικό πρόσωπο να της κοινοποιήσει έγγραφα τα οποία θεωρεί ενδεχομένως αναγκαία για την επιτυχία της έρευνάς της. Τα πρόσωπα αυτά, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης, οφείλουν να συμμορφώνονται με το αίτημα της επιτροπής. Μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα που θα είχαν δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση κατάσχεσης αντικειμένων από τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου.
4. Τα αιτήματα πρόσβασης σε έγγραφα πρέπει να προσδιορίζουν τη νομική βάση και τον σκοπό του αιτήματος, να διευκρινίζουν τι έγγραφα ζητούνται και να ορίζουν τα χρονικά περιθώρια εντός των οποίων πρέπει να προσκομιστούν τα έγγραφα. Πρέπει να αναγράφουν επίσης τις δυνητικές συνέπειες αδικαιολόγητης άρνησης να προσκομιστούν τα έγγραφα τα οποία ζητεί η επιτροπή.
Άρθρο 15
Μάρτυρες
1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, «άτομο» σημαίνει ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο καταθέτει σε ακρόαση μιας εξεταστικής επιτροπής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Η εξεταστική επιτροπή δύναται να ζητεί από οποιοδήποτε πρόσωπο διαμένει στην Ένωση να συμμετέχει σε ακρόαση ενώπιον της εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της.
Κάθε αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συγκεκριμένου ατόμου και να περιγράφει επακριβώς το θέμα και τους λόγους για τους οποίους η εξεταστική επιτροπή επιθυμεί να ακροασθεί το εν λόγω άτομο. Διαβιβάζεται από την επιτροπή στην αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει το εν λόγω άτομο σύμφωνα με το άρθρο 10. Σύμφωνα με τις αρχές της σοβαρής συνεργασίας και τις σχετικές νομικές διατάξεις, η αρμόδια εθνική αρχή καλεί το εν λόγω άτομο να εμφανισθεί ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής.
2. Τα άτομα οφείλουν να απαντούν πρόθυμα, πλήρως και ειλικρινώς στις ερωτήσεις που τους θέτουν τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής. Δύνανται να επικαλεστούν το δικαίωμα αρνηθούν να δώσουν κατάθεση, το οποίο θα είχαν αν τους είχε καλέσει σε ακρόαση κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή ή παρόμοιο όργανο, ή αν τους είχε κλητεύσει δικαστήριο με δικαιοδοσία για την εκδίκαση αστικών υποθέσεων, στο κράτος μέλος της διαμονής τους ή ελλείψει τέτοιας επιτροπής ή οργάνου, στο κράτος μέλος στο οποίο διεξάγεται η ακρόαση.
Τα άτομα ενημερώνονται εκ των προτέρων για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους καθώς και για τις πιθανές συνέπειες αδικαιολόγητης άρνησης ανταποκριθούν στην αίτηση, ψευδούς κατάθεσης και δωροδοκίας προσώπων.
Άρθρο 16
Μαρτυρικές καταθέσεις μελών θεσμικών οργάνων της Ένωσης και μελών κυβερνήσεων των κρατών μελών
Η εξεταστική επιτροπή δύναται να καλέσει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, πλην του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να ορίσουν ένα ή περισσότερα μέλη τους προκειμένου να συμμετάσχουν στις διαδικασίες της εφόσον η μαρτυρία τους κρίνεται σημαντική και απαραίτητη για την ουσιώδη αξιολόγηση της υπόθεσης.
Κατόπιν αιτήματος που υποβάλλεται σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, η Επιτροπή ορίζει ένα ή περισσότερα μέλη της Επιτροπής αρμόδια για το υπό εξέταση θέμα να εμφανιστούν ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής.
Άρθρο 17
Υπάλληλοι και λοιπό προσωπικό της Ένωσης και των κρατών μελών
1. Η εξεταστική επιτροπή δύναται να καλέσει τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης να ορίσουν έναν ή περισσότερους υπαλλήλους ή μέλη του λοιπού προσωπικού τους για να συμμετάσχουν στη διαδικασία.
Τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης πρέπει να ορίσουν τους υπαλλήλους ή τα μέλη του λοιπού προσωπικού τους τα οποία εξουσιοδοτούν να εμφανιστούν ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής.
2. Η εξεταστική επιτροπή δύναται να κλητεύσει συγκεκριμένο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης για να καταθέσει σχετικά με θέμα το οποίο άπτεται των επαγγελματικών του υποχρεώσεων εάν κρίνει ότι η ακρόαση του εν λόγω προσώπου είναι αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής της. Εάν ο συγκεκριμένος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού δεν εξουσιοδοτείται δυνάμει των άρθρων 17 και 19 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υπακούσει στην κλήτευση της επιτροπής, να προσέλθει για να εξεταστεί ως μάρτυρας και να υποβάλει υπομνήματα και να καταθέσει αποδεικτικά στοιχεία αυτοπροσώπως, τότε ο εν λόγω υπάλληλος ή η αρχή που αρνείται την εξουσιοδότηση εμφανίζεται ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής και εξηγεί τους σχετικούς λόγους.
3. Η εξεταστική επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τα κράτη μέλη να ορίσουν ένα ή περισσότερους υπαλλήλους τους για να συμμετάσχουν στη διαδικασία.
4. Το εν λόγω κράτος μέλος ορίζει τον υπάλληλο στον οποίο επιτρέπει να εμφανισθεί ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους.
Οι εν λόγω υπάλληλοι μιλούν εξ ονόματος της κυβέρνησής τους και βάσει των οδηγιών της. Εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία στην οποία υπόκεινται.
Εάν δεν επιτραπεί σε κάποιο υπάλληλο να δώσει κατάθεση στην εξεταστική επιτροπή, τότε κάποιος εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος της κυβέρνησης του εν λόγω κράτους μέλους εμφανίζεται ενώπιον της επιτροπής και εξηγεί τους σχετικούς λόγους.
Άρθρο 18
Εμπειρογνώμονες
1. Η εξεταστική επιτροπή δύναται να αποφασίσει να ζητήσει την εκπόνηση εκθέσεων από έναν ή περισσότερους εμπειρογνώμονες. Στη σχετική απόφασή της προσδιορίζει την αποστολή των εμπειρογνωμόνων και καθορίζει τα χρονικά όρια εντός των οποίων πρέπει να εκπονηθεί η έκθεση.
2. Οι εμπειρογνώμονες δύνανται να γνωμοδοτούν μόνον επί θεμάτων τα οποία τους υποβλήθηκαν ρητώς.
3. Κατόπιν προτάσεως εμπειρογνώμονα, η εξεταστική επιτροπή μπορεί να ζητήσει την ακρόαση οιουδήποτε ατόμου διαμένει στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με τα άρθρα 15 έως 17.
4. Μετά την εκπόνηση έκθεσης, ο εμπειρογνώμονας μπορεί να κληθεί σε ακρόαση από την εξεταστική επιτροπή.
Άρθρο 19
Κυρώσεις
1. Καταγράφεται επισήμως κάθε άρνηση ή μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.
Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δύναται να ανακοινώσει εν όλω ή εν μέρει το περιεχόμενο αυτών των καταγραφών και μεριμνά για τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος περιεχομένου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ακόλουθες παραβάσεις του παρόντος κανονισμού να υπόκεινται στις ενδεδειγμένες κυρώσεις βάσει του εθνικού τους δικαίου:
— |
αδικαιολόγητη άρνηση προσκόμισης ζητηθέντων εγγράφων· |
— |
αδικαιολόγητη άρνηση των ατόμων της αίτησης για ακρόαση· |
— |
ψευδομαρτυρία· και |
— |
δωροδοκία προσώπων. |
Οι κυρώσεις αυτές οφείλουν να είναι ουσιαστικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και να συνάδουν με τις κυρώσεις για αντίστοιχες παραβάσεις στο πλαίσιο των εργασιών των εξεταστικών επιτροπών στα εθνικά κοινοβούλια.
3. Όταν υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι ένα πρόσωπο διέπραξε οιαδήποτε από τις παραβάσεις που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2, το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει το εν λόγω πρόσωπο οφείλει να κινήσει την ενδεδειγμένη διαδικασία εναντίον του βάσει του εθνικού του δικαίου.
Άρθρο 20
Έξοδα
Τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής των μελών και υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης βαρύνουν τα εν λόγω θεσμικά όργανα και οργανισμούς. Τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής άλλων προσώπων, τα οποία καλούνται σε ακρόαση από εξεταστική επιτροπή, καλύπτονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με τα ανώτατα όρια που έχουν καθοριστεί για την ακρόαση εμπειρογνωμόνων.
Τμήμα 4
Τελικές διατάξεις
Άρθρο 21
Κατάργηση
Η απόφαση 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ καταργείται.
Άρθρο 22
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται … (6).
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
…,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
(1) ΕΕ ….
(2) ΕΕ ….
(3) ΕΕ L 78 της 6.4.1995, σ. 1.
(4) Απόφαση της 9ης Ιουλίου 1987 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 281, 283 έως 285 και 287/85 Γερμανία, Γαλλία, Κάτω Χώρες, Δανία και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής [1987] Συλλογή 3203, παράγραφος 28.
(5) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.
(6) ΕΕ: Να συμπληρωθεί η ημερομηνία: δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.