52011PC0654

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις για καταχρήσεις εμπιστευτικών πληροφοριών και για χειραγώγηση αγοράς /* COM/2011/0654 τελικό - 2011/0297 (COD) */


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η οδηγία σχετικά με την κατάχρηση της αγοράς 2003/6/EK, η οποία εκδόθηκε στις αρχές του 2003, θέσπισε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για την καταπολέμηση των πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και των πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς, αναφερόμενων από κοινού ως «κατάχρηση αγοράς» Η οδηγία στοχεύει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και της ακεραιότητας της αγοράς μέσω της στέρησης του δικαιώματος διαπραγμάτευσης σε πρόσωπα που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες για σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και μέσω της παρεμπόδισης της κατάχρησης της αγοράς με πρακτικές όπως είναι η διάδοση ψευδών πληροφοριών ή φημών και η εκτέλεση συναλλαγών με τις οποίες διαμορφώνονται τιμές σε μη κανονικά επίπεδα.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, απαιτείται από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι θα λαμβάνονται τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις κατά των προσώπων που φέρουν ευθύνη για την απουσία συμμόρφωσης με τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί δυνάμει της οδηγίας. Η απαίτηση αυτή ισχύει επιφυλασσομένου του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις.

Η έκθεση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου της ΕΕ[1] για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία αναφέρει ότι «ένα άρτιο εποπτικό πλαίσιο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρά συστήματα εποπτείας και κυρώσεων». Για το σκοπό αυτό, η Ομάδα θεωρεί ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες δράσης και πρέπει να μπορούν να στηρίζονται σε «ισότιμα, ισχυρά και αποτρεπτικά συστήματα κυρώσεων έναντι οποιουδήποτε οικονομικού εγκλήματος, οι κυρώσεις των οποίων θα πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικά».

Για την αποτελεσματική εφαρμογή απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων οι οποίες να είναι «αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές». Επιπλέον, η αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας εξαρτάται επίσης από τους πόρους που διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές, τις εξουσίες τους και την προθυμία τους να εντοπίζουν και να διερευνούν τις καταχρήσεις. Ωστόσο, η Ομάδα Υψηλού Επιπέδου θεωρεί ότι «επί του παρόντος δεν υφίσταται κανένα από τα ανωτέρω στοιχεία» και τα καθεστώτα κυρώσεων που ισχύουν στα κράτη μέλη θεωρούνται γενικότερα ως αδύναμα και ανομοιογενή.

Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή δημοσίευσε μια ανακοίνωση[2] αναφορικά με τα καθεστώτα επιβολής κυρώσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ανακοίνωση αναφέρει ότι οι ποινικές κυρώσεις, και ειδικότερα η φυλάκιση, θεωρείται εν γένει ότι εκπέμπουν έντονο μήνυμα αποδοκιμασίας, το οποίο θα μπορούσε να ενισχύσει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των κυρώσεων, υπό τον όρο της ορθής εφαρμογής τους από το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Εντούτοις, οι ποινικές κυρώσεις μπορεί να μην είναι κατάλληλες για όλους τους τύπους παραβάσεων και σε όλες τις περιπτώσεις. Η εν λόγω ανακοίνωση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή θα αξιολογήσει εάν και σε ποια πεδία μπορεί να αποδειχθεί ουσιώδους σημασίας η καθιέρωση ποινικών κυρώσεων και η θέσπιση ελάχιστων κανόνων για τον ορισμό ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Η πρόταση αυτή ακολουθεί την προσέγγιση που εκτίθεται στην ανακοίνωση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011 «Προς μια ενωσιακή πολιτική για ποινικές υποθέσεις: Εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ μέσω του ποινικού δικαίου»[3]. Η πρόταση αυτή προβαίνει σε αξιολόγηση, με βάση σαφή πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία, των ισχυόντων εθνικών καθεστώτων επιβολής και της προστιθέμενης αξίας των ελάχιστων κοινών προτύπων ποινικού δικαίου της ΕΕ, και στηρίζεται στις αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της επικουρικότητας.

Ευθυγραμμιζόμενη με το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης και με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου ΔΕΥ, της 22ας Απριλίου 2010, σχετικά με την πρόληψη της οικονομικής κρίσης και την υποστήριξη της οικονομικής δραστηριότητας[4], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προβεί σε εκτίμηση της εφαρμογής των εθνικών κανόνων για τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την κατάχρηση της αγοράς και έχει εντοπίσει ορισμένα προβλήματα τα οποία έχουν αρνητικές επιπτώσεις από την άποψη της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών. Ένα από τα προβλήματα που εντοπίστηκαν στο πλαίσιο της εκτίμησης των επιπτώσεων είναι το γεγονός ότι οι νυν ισχύουσες κυρώσεις για την καταπολέμηση των αδικημάτων κατάχρησης αγοράς χαρακτηρίζονται από έλλειψη αντικτύπου και είναι ανεπαρκώς αποτρεπτικές, πράγμα που οδηγεί σε αναποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας. Επιπροσθέτως, ο ορισμός των πράξεων εκείνων που συνιστούν κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών όπως και των πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Παραδείγματος χάρη, πέντε κράτη μέλη δεν προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών από πρωτογενείς κατόχους εμπιστευτικών πληροφοριών και οκτώ κράτη μέλη δεν κάνουν το ίδιο για τους δευτερογενώς μυημένους. Επίσης, ένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει, επί του παρόντος, ποινικές κυρώσεις για πράξεις πρωτογενώς κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και οκτώ κράτη μέλη δεν κάνουν το ίδιο για τις χειραγωγήσεις αγοράς. Δεδομένου ότι οι καταχρήσεις της αγοράς μπορούν να πραγματοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο, οι αποκλίσεις αυτές υπονομεύουν την εσωτερική αγορά και αφήνουν στους δράστες καταχρήσεων αγοράς κάποια περιθώρια διάπραξης των καταχρήσεων σε χώρες των οποίων η έννομη τάξη δεν προβλέπει την επιβολή ποινικών κυρώσεων για συγκεκριμένο αδίκημα.

Οι ελάχιστοι κανόνες για ποινικά αδικήματα και ποινικές κυρώσεις σε περιπτώσεις καταχρήσεων αγοράς, οι οποίοι θα ενσωματωθούν στο εθνικό ποινικό δίκαιο και θα εφαρμόζονται από συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των κρατών μελών, μπορούν να συμβάλλουν στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας αυτής της ενωσιακής πολιτικής συνιστώντας μια διαφορετικού ποιοτικού χαρακτήρα κοινωνική αποδοκιμασία σε σχέση με αυτήν που εκδηλώνεται μέσω των διοικητικών κυρώσεων ή των μηχανισμών αστικής αποζημίωσης. Οι ποινικές καταδίκες για αδικήματα κατάχρησης της αγοράς, οι οποίες συχνά αποτελούν το αντικείμενο ευρείας κάλυψης από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, συμβάλλουν στην ενίσχυση αποτροπής δεδομένου ότι οι καταδίκες αυτές αποδεικνύουν στους δυνητικούς παραβάτες ότι οι αρχές λαμβάνουν σοβαρά μέτρα επιβολής του νόμου που μπορούν να οδηγήσουν σε φυλάκιση ή σε άλλες ποινικές κυρώσεις και σε βεβαρυμένο ποινικό μητρώο. Οι ελάχιστοι κοινοί κανόνες σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων για τα πλέον σοβαρά αδικήματα κατάχρησης αγοράς διευκολύνουν τη συνεργασία των αρχών επιβολής του νόμου στην Ένωση, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι τα αδικήματα σε πολλές περιπτώσεις διαπράττονται πέραν των συνόρων.

Αν και οι κανόνες για την πρόληψη και την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων κατάχρησης της αγοράς έχουν θεσπιστεί σε επίπεδο ΕΕ από το 2003, η πείρα δείχνει ότι το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή η αποτελεσματική συμβολή στην προστασία των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν έχει επιτευχθεί με το ισχύον σύστημα. Παρόλο που προτάσεις για την ενίσχυση και τη διασφάλιση της συνοχής των διοικητικών κυρώσεων περιλαμβάνονται στην πρόταση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. ... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και των πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς, ο οποίος επίσης αποσκοπεί στην επίλυση άλλων σοβαρών προβλημάτων του υφιστάμενου συστήματος, η παρούσα πρόταση προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να νομοθετήσουν σχετικά με τους ελάχιστους κανόνες για τον ορισμό των πλέον σοβαρών αδικημάτων κατάχρησης αγοράς και για τα ελάχιστα επίπεδα των σχετικών ποινικών κυρώσεων.

2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

Η πρωτοβουλία είναι αποτέλεσμα διαβουλεύσεων με όλα τα μείζονος σημασίας ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων αρχών (κυβερνήσεων και ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών), των εκδοτών, των διαμεσολαβητών και των επενδυτών.

Λαμβάνει υπόψη την έκθεση που δημοσιεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών (CESR) σχετικά με τα διοικητικά μέτρα και ποινικές κυρώσεις με βάση την οδηγία σχετικά με την κατάχρηση της αγοράς (MAD) που προβλέπονται στα κράτη μέλη.[5] Λαμβάνει επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της διαβούλευσης που διενεργήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής στο πλαίσιο της ανακοίνωσής της σχετικά με την ενίσχυση των καθεστώτων επιβολής κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Στις 12 Νοεμβρίου 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποίησε δημόσια διάσκεψη σχετικά με την αναθεώρηση του καθεστώτος κατάχρησης αγοράς[6]. Στις 20 Απριλίου 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε πρόσκληση υποβολής εισηγήσεων για την αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με την κατάχρηση αγοράς. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής έλαβαν 85 εισηγήσεις. Οι μη εμπιστευτικές εισηγήσεις είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής[7].

Στις 28 Ιουνίου 2010 η Επιτροπή ξεκίνησε δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση της οδηγίας, η οποία ολοκληρώθηκε στις 23 Ιουλίου 2010[8]. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής έλαβαν 96 εισηγήσεις. Οι μη εμπιστευτικές εισηγήσεις είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής[9]. Διατίθεται επίσης μια σύνοψη στο παράρτημα 2 της έκθεσης εκτίμησης αντικτύπου[10]. Στις 2 Ιουλίου 2010 η Επιτροπή διοργάνωσε μια ακόμη δημόσια διάσκεψη σχετικά με την αναθεώρηση της οδηγίας[11].

Σύμφωνα με την πολιτική της για τη «βελτίωση της νομοθεσίας» η Επιτροπή διενήργησε αξιολόγηση αντικτύπου των εναλλακτικών πολιτικών. Μέρος των εν λόγω προπαρασκευαστικών εργασιών αποτέλεσε η εξέταση των εναλλακτικών δυνατοτήτων πολιτικής σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις. Το συμπέρασμα της αξιολόγησης του αντικτύπου σχετικά με το σημείο αυτό ήταν ότι το να ζητείται από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τα πλέον σοβαρά αδικήματα κατάχρησης αγοράς ήταν απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης σχετικά με τις καταχρήσεις της αγοράς. Σε συνδυασμό με τις προτιμώμενες επιλογές πολιτικής που εξετάζονται στην πρόταση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. ... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και τις πρακτικές χειραγώγησης της αγοράς, αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο στην εμπιστοσύνη των επενδυτών και θα συμβάλει περαιτέρω στην οικονομική σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών.

3. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 3.1. Νομική βάση

Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

3.2. Επικουρικότητα και αναλογικότητα

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας (άρθρο 5 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ) ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ επιβάλλεται μόνον όταν τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να επιτύχουν επαρκώς τους επιδιωκόμενους στόχους και, συνεπώς, λόγω της κλίμακας ή των επιπτώσεων της προτεινόμενης δράσης, οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα από την ΕΕ.

Καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά μπορούν να γίνονται σε διασυνοριακό επίπεδο και θίγουν την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών οι οποίες, εντός της Ένωσης, είναι ενοποιημένες σε συνεχώς μεγαλύτερο βαθμό. Οι από πλευράς κρατών μελών αποκλίνουσες προσεγγίσεις του θέματος της επιβολής ποινικών κυρώσεων για τα αδικήματα κατάχρησης της αγοράς αφήνουν κάποια περιθώρια στους καταχραστές της αγοράς, οι οποίοι συχνά μπορούν να κάνουν χρήση των μάλλον επιεικών συστημάτων επιβολής κυρώσεων. Αυτό υπονομεύει τόσο την αποτρεπτική επενέργεια κάθε χωριστού εθνικού συστήματος κυρώσεων όσο και την αποτελεσματικότητα της επιβολής του νομοθετικού πλαισίου της Ένωσης σχετικά με την κατάχρηση αγοράς. Η καθιέρωση ελάχιστων κανόνων σε επίπεδο ΕΕ, σχετικά με τις μορφές κατάχρησης της αγοράς που θεωρούνται εγκληματική συμπεριφορά, συμβάλλει στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο η δράση σε ενωσιακό επίπεδο φαίνεται να είναι ενδεδειγμένη από την άποψη της αρχής της επικουρικότητας.

Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί κάθε παρέμβαση να είναι στοχευμένη και να μην υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Η όλη διαδικασία από τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των εναλλακτικών επιλογών πολιτικής μέχρι και την επεξεργασία του σχεδίου της παρούσας πρότασης καθοδηγήθηκε από την αρχή αυτή.

3.3. Λεπτομερής επεξήγηση της πρότασης 3.3.1. Ποινικά αδικήματα

Το άρθρο 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της πρότασης, ορίζει τα αδικήματα κατάχρησης αγοράς, τα οποία θα πρέπει να θεωρούνται από τα κράτη μέλη ποινικά αδικήματα και, συνεπώς, να υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις.

Δύο μορφές συμπεριφοράς που συνιστούν κατάχρηση αγοράς, και συγκεκριμένα οι πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και οι πρακτικές χειραγώγησης της αγοράς, θα πρέπει να θεωρούνται ως ποινικά αδικήματα, εφόσον τελούνται εκ προθέσεως. Οι περιπτώσεις απόπειρας κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών και χειραγώγησης της αγοράς θα πρέπει επίσης να τιμωρούνται ως ποινικό αδίκημα.

Το αδίκημα που αναφέρεται σε εμπιστευτικές πληροφορίες θα πρέπει να καταλογίζεται σε όσους κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες έχοντας επίγνωση ότι πρόκειται περί εμπιστευτικών πληροφοριών. Το αδίκημα που αναφέρεται σε χειραγώγηση της αγοράς μπορεί να καταλογίζεται σε όλους.

3.3.2. Υποκίνηση, υποβοήθηση και συνέργεια και απόπειρα

Με το άρθρο 4 διασφαλίζεται ότι είναι επίσης ποινικά κολάσιμες στα κράτη μέλη τόσο η υποκίνηση όσο και η συνέργεια στη διάπραξη των οριζόμενων ποινικών αδικημάτων. Η απόπειρα διάπραξης ενός από τα αδικήματα που ορίζονται στα άρθρα 3 και 4 επίσης καλύπτεται από την οδηγία, με εξαίρεση την παράτυπη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών και τη διάδοση πληροφοριών, με τις οποίες παρέχονται ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις, δεδομένου ότι δεν φαίνεται ενδεδειγμένο να ορισθούν ως ποινικά αδικήματα οι απόπειρες διάπραξης αυτών των αδικημάτων.

3.3.3. Ποινικές κυρώσεις

Το άρθρο 5 απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι για τα ποινικά αδικήματα που ορίζονται στα άρθρα 3 και 4 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

3.3.4. Ευθύνη νομικών προσώπων

Το άρθρο 6 απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη για τα ποινικά αδικήματα που ορίζονται στα άρθρα 3 και 4.

4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν έχει καμία επίπτωση στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

2011/0297 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις για καταχρήσεις εμπιστευτικών πληροφοριών και για χειραγώγηση αγοράς

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 83 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[12],

,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Μια χρηματοπιστωτική αγορά μπορεί να είναι ενοποιημένη και αποτελεσματική μόνον εφόσον είναι ανεπίληπτη. Η ομαλή λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και η διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτές αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Η κατάχρηση αγοράς θίγει την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την εμπιστοσύνη του κοινού στις κινητές αξίες και τα παράγωγα μέσα.

(2) Η οδηγία 2003/6/ΕΚ[13] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) επέβαλλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις εξουσίες έρευνας και εντοπισμού των καταχρήσεων αγοράς. Τηρουμένου του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, η οδηγία 2003/6/ΕΚ απαιτούσε επίσης από τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι θα μπορούν να ληφθούν τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβληθούν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις κατά των υπευθύνων παραβίασης των εθνικών διατάξεων εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

(3) Η έκθεση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου της ΕΕ για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία διατύπωσε τη σύσταση ότι ένα άρτιο εποπτικό πλαίσιο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρά συστήματα εποπτείας και κυρώσεων. Για το σκοπό αυτό, η Ομάδα θεώρησε ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες δράσης και ότι πρέπει να υπάρχουν ταυτόσημα, ισχυρά και αποτρεπτικά συστήματα κυρώσεων για κάθε οικονομικό έγκλημα, οι κυρώσεις οι οποίες θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές. Η Ομάδα κατέληξε συμπεραίνουσα ότι, κατά γενικό κανόνα, τα καθεστώτα κυρώσεων που ισχύουν στα κράτη μέλη είναι αδύναμα και ανομοιογενή

(4) Για την καλή λειτουργία ενός νομοθετικού πλαισίου για τις καταχρήσεις αγοράς χρειάζεται η αποτελεσματική εφαρμογή του. Διενεργηθείσα αξιολόγηση των εθνικών καθεστώτων διοικητικών κυρώσεων βάσει της οδηγίας 2003/6/ΕΚ κατέδειξε ότι όλες οι εθνικές αρμόδιες αρχές δεν διέθεταν ένα πλήρες σύνολο αρμοδιοτήτων ώστε να διασφαλίζουν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίζουν τις καταχρήσεις αγοράς επιβάλλοντας την κατάλληλη κύρωση. Ειδικότερα, όλα τα κράτη μέλη δεν είχαν θεσπίσει χρηματικές διοικητικές κυρώσεις όσον αφορά τις πράξεις κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς, το δε επίπεδο των εν λόγω κυρώσεων διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών.

(5) Η θέσπιση των διοικητικών κυρώσεων από τα κράτη μέλη έχει αποδειχθεί ανεπαρκής ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους κανόνες για την πρόληψη και την καταπολέμηση των καταχρήσεων αγοράς.

(6) Είναι ουσιώδους σημασίας να ενισχυθεί η συμμόρφωση αυτή με την ύπαρξη ποινικών κυρώσεων, οι οποίες να αντικατοπτρίζουν μια κοινωνική αποδοκιμασία διαφορετικού ποιοτικού χαρακτήρα από αυτήν που εκδηλώνεται μέσω της επιβολής διοικητικών ποινών. Η απόδοση χαρακτήρα ποινικού αδικήματος στις πλέον σοβαρές μορφές καταχρήσεων αγοράς σημασιοδοτεί σαφώς, από άποψη δικαίου, ότι τέτοιες συμπεριφορές θεωρούνται απαράδεκτες και απευθύνει ένα μήνυμα στο κοινό και στους επίδοξους παραβάτες ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν ιδιαιτέρως σοβαρά υπόψη τους τις συμπεριφορές αυτές.

(7) Όλα τα κράτη μέλη δεν έχουν προβλέψει ποινικές κυρώσεις για ορισμένες μορφές σοβαρών παραβάσεων της εθνικής νομοθεσίας εφαρμογής της οδηγίας 2003/6/ΕΚ. Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις υπονομεύουν την ομοιομορφία των όρων λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και μπορούν να ενθαρρύνουν ορισμένα πρόσωπα στη διάπραξη καταχρήσεων αγοράς στα κράτη μέλη εκείνα που δεν προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για τα εν λόγω αδικήματα. Επιπλέον, δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα σε όλη την Ένωση συμφωνία επί των ορισμών των συμπεριφορών εκείνων οι οποίες θα πρέπει να θεωρούνται ως σοβαρές παραβάσεις. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να καθοριστούν ελάχιστοι κανόνες όσον αφορά τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων που διαπράττονται από φυσικά και νομικά πρόσωπα καθώς και κυρώσεις. Η ύπαρξη κοινών ελάχιστων κανόνων θα καταστήσει επίσης δυνατή τη χρήση αποτελεσματικότερων μεθόδων έρευνας και αποτελεσματικής συνεργασίας τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών μελών. Οι ποινικές καταδίκες για αδικήματα κατάχρησης της αγοράς συχνά αποτελούν το αντικείμενο ευρείας κάλυψης από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, πράγμα που συμβάλλει στην αποτροπή των επίδοξων παραβατών, καθώς εφιστούν την προσοχή του κοινού στην προσήλωση των αρμοδίων αρχών στο έργο της καταστολής των πράξεων κατάχρησης αγοράς.

(8) Η πρόβλεψη από όλα τα κράτη μέλη ποινικών κυρώσεων για τα πλέον σοβαρά αδικήματα κατάχρησης αγοράς είναι συνεπώς απαραίτητη ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής για την καταπολέμηση των καταχρήσεων αγοράς, σύμφωνα με τους όρους που περιγράφονται στην ανακοίνωση «Προς μια ενωσιακή πολιτική για ποινικές υποθέσεις: Εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ μέσω του ποινικού δικαίου»[14].

(9) Προκειμένου το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να ευθυγραμμιστεί προς αυτό του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. ... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με πράξεις κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και τις πράξεις χειραγώγησης αγοράς, οι πράξεις επί ιδίων μετοχών στο πλαίσιο μέτρων σταθεροποίησης και προγραμμάτων επαναγοράς, καθώς και οι συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές που εντάσσονται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων νομισματικής διαχείρισης και διαχείρισης δημόσιου χρέους και οι δραστηριότητες που αναφέρονται σε δικαιώματα εκπομπής στο πλαίσιο άσκησης της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης, θα πρέπει να εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία.

(10) Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υπέχουν την υποχρέωση να υποβάλλουν τα αδικήματα της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών και της χειραγώγησης αγοράς σε ποινικές κυρώσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, παρά μόνον εφόσον διαπράττονται από πρόθεση.

(11) Λόγω των δυσμενών επιπτώσεων τις οποίες συνεπάγονται για την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και για την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις αγορές αυτές οι απόπειρες καταχρήσεων εμπιστευτικών πληροφοριών και οι απόπειρες χειραγώγησης της αγοράς, οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς θα πρέπει επίσης να τιμωρούνται ως ποινικά αδικήματα.

(12) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι θα τιμωρούνται επίσης τόσο η υποκίνηση όσο και η συνέργεια στη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, το να οδηγείται άλλο πρόσωπο, βάσει εμπιστευτικών πληροφοριών, στην απόκτηση ή διάθεση των χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία αναφέρονται οι πληροφορίες αυτές, θα πρέπει να θεωρείται ως υποκίνηση σε πράξη προσώπου που κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες.

(13) Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το νομικό πλαίαιο που έχει τεθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. ... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς, και με τα μέτρα εφαρμογής του.

(14) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, όπως αυτή εκτίθεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. ... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να επεκτείνουν την ευθύνη ώστε να περιλαμβάνει τα νομικά πρόσωπα και, όπου είναι εφικτό, να επισύρεται η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων.

(15) Δεδομένου ότι η παρούσα οδηγία προβλέπει ελάχιστους κανόνες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερους κανόνες ποινικού δικαίου για τις καταχρήσεις αγοράς.

(16) Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη προς την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[15].

(17) Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή να εξασφαλιστεί η ύπαρξη σε όλη την Ένωση ποινικών κυρώσεων για τα πλέον σοβαρά αδικήματα κατάχρησης αγοράς, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και κατά συνέπεια, λόγω των διαστάσεων και των επιπτώσεων της παρούσας οδηγίας, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(18) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στο Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτά κατοχυρώνονται στη Συνθήκη. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να εφαρμόζεται με το δέοντα σεβασμό της ελευθερίας του επιχειρείν (άρθρο 16), του δικαιώματος λυσιτελούς προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου (άρθρο 47), του τεκμηρίου αθωότητας και των δικαιωμάτων της υπεράσπισης (άρθρο 48), των αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών (άρθρο 49), και του δικαιώματος του προσώπου να μη δικάζεται και να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (άρθρο 50).

(19) Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να προβαίνει σε εκτίμηση της πιθανής μελλοντικής ανάγκης για τη θέσπιση μιας ελάχιστης εναρμόνισης των ειδών και των επιπέδων των ποινικών κυρώσεων.

(20) [Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε την επιθυμία του να συμμετάσχει στη θέσπιση και εφαρμογή της παρούσας οδηγίας] Ή [Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα συμμετάσχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και συνεπώς δεν δεσμεύεται από την εφαρμογή της ούτε υπόκειται σε αυτήν].

(21) [Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη, η Ιρλανδία γνωστοποίησε την επιθυμία της να συμμετάσχει στη θέσπιση και εφαρμογή της παρούσας οδηγίας] Ή [Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη, η Ιρλανδία δεν θα συμμετάσχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και συνεπώς δεν δεσμεύεται από την εφαρμογή της ούτε υπόκειται σε αυτήν].

(22) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 22) για τη θέση της Δανίας, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της οδηγίας και συνεπώς δεν δεσμεύεται από την εφαρμογή της ούτε υπόκειται σε αυτήν.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1. Με την παρούσα οδηγία θεσπίζονται ελάχιστοι κανόνες σε θέματα ποινικών κυρώσεων που εφαρμόζονται στις πλέον σοβαρές μορφές αδικημάτων κατάχρησης αγοράς, ήτοι στις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και στις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς.

2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πράξεις επί ιδίων μετοχών στο πλαίσιο προγραμμάτων επαναγοράς ή σταθεροποίησης ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, όταν οι εν λόγω πράξεις διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. ... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς, ούτε στις συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές που εντάσσονται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων νομισματικής διαχείρισης και διαχείρισης δημόσιου χρέους και δραστηριοτήτων που αναφέρονται σε δικαιώματα εκπομπής στο πλαίσιο άσκησης της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. ... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς.

3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης σε συμπεριφορές και συναλλαγές, περιλαμβανομένων των προσφορών, οι οποίες είναι συναφείς με δημοπρατήσεις δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων βασιζομένων στα δικαιώματα αυτά σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ. 1031/2010. Κάθε διάταξη της παρούσας οδηγίας, η οποία αναφέρεται σε εντολές διαπραγμάτευσης, εφαρμόζεται στις προσφορές που υποβάλλονται στο πλαίσιο δημοπρασίας[16].

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται ως:

4. «χρηματοπιστωτικό μέσο», κάθε μέσο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. … του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων.

5. «εμπιστευτικές πληροφορίες», πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. … του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς.

Άρθρο 3 Πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι οι πιο κάτω ενέργειες συνιστούν ποινικά αδικήματα, εφόσον γίνονται σκοπίμως:

α)      η από πλευράς κατόχου εμπιστευτικών πληροφοριών χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών για την απόκτηση ή τη διάθεση, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία αναφέρονται οι εν λόγω πληροφορίες. Συμπεριλαμβάνεται εν προκειμένω η χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών για την ακύρωση ή την τροποποίηση εντολής σχετικά με χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο αναφέρονται οι πληροφορίες αυτές όταν η εν λόγω εντολή διαβιβάστηκε πριν την κατοχή των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών· ή

β)      η κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν αυτό γίνει στα σύννομα πλαίσια άσκησης των εκ της απασχόλησης ή του επαγγέλματος καθηκόντων.

Άρθρο 4 Χειραγώγηση της αγοράς

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι οι πιο κάτω ενέργειες συνιστούν ποινικά αδικήματα, εφόσον γίνονται σκοπίμως:

α)      η παροχή ψευδών ή παραπλανητικών ενδείξεων σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας συναφούς με αυτό σύμβασης χρηματιστηριακού εμπορεύματος τοις μετρητοίς·

β)      η διαμόρφωση σε μη κανονικό ή σε τεχνητό επίπεδο της τιμής ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συναφούς με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων·

γ)      η πραγματοποίηση συναλλαγής, η διαβίβαση εντολής διαπραγμάτευσης ή οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα σε χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία επηρεάζει την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή συναφούς με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, με χρησιμοποίηση εικονικής διάταξης ή κάθε άλλης μορφής παραπλάνηση ή τέχνασμα·

δ)      η διάδοση πληροφοριών που παρέχουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα ή συναφή με αυτά συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, όταν τα εν λόγω πρόσωπα προσπορίζονται από τη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών ίδιο ή υπέρ τρίτου πλεονέκτημα ή όφελος.

Άρθρο 5 Υποκίνηση, συνέργεια και απόπειρα

6. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι η υποκίνηση και η συνέργεια στη διάπραξη, όπως και η απόπειρα διάπραξης των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 4, τιμωρούνται ως ποινικά αδικήματα.

7. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι η απόπειρα διάπραξης οιουδήποτε αδικήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 στοιχείο α) και στο άρθρο 4 στοιχεία α), β) και γ), τιμωρούνται ως ποινικά αδικήματα.

Άρθρο 6 Ποινικές κυρώσεις

Tα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι τα ποινικά αδικήματα τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 5 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις.

Άρθρο 7 Ευθύνη νομικών προσώπων

1. Tα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε τα νομικά πρόσωπα να είναι δυνατό να καθίστανται υπεύθυνα για τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 5, στις περιπτώσεις που τα αδικήματα αυτά διαπράττονται επ’ ωφελεία τους από οιοδήποτε πρόσωπο κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου και ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου, με την ιδιότητα:

α)      εντολοδόχου εκπροσώπησης του νομικού προσώπου·

β)      πληρεξούσιου λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου· ή

γ)      πληρεξούσιου άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης τα αναγκαία μέτρα ώστε τα νομικά πρόσωπα να είναι δυνατό να καθίστανται υπεύθυνα στις περιπτώσεις που λόγω πλημμελούς εποπτείας ή ελέγχου, οφειλόμενης σε πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, κατέστη δυνατή η διάπραξη αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 3 έως 5, από πρόσωπο υποκείμενο την εξουσία του επ’ ωφελεία του νομικού προσώπου.

3. Η δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 ευθύνη των νομικών προσώπων δεν αποκλείει την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον των φυσικών προσώπων που είναι δράστες, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 5.

Άρθρο 8 Κυρώσεις κατά νομικών προσώπων

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι τα νομικά πρόσωπα τα οποία καθίστανται υπεύθυνα δυνάμει του άρθρου 7 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

Άρθρο 9 Υποβολή εκθέσεων

Έως τις [4 έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση επί της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και, αν παρίσταται ανάγκη, επί του κατά πόσον είναι απαραίτητη η αναθεώρησή της, ιδίως όσον αφορά τη σκοπιμότητα θέσπισης ελάχιστων κοινών κανόνων για τα είδη και τα επίπεδα των ποινικών κυρώσεων.

Η έκθεση της Επιτροπής συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από σχετική νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 10 Μεταφορά της οδηγίας

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις [24 μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας] τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις [24 μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας] και υπό τον όρο και από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού ΕΕ αριθ. … του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς.

Οι εν λόγω διατάξεις, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των διατάξεων αυτών και της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 12 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13 Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο                     Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος                                                   Ο Πρόεδρος

[1]               Έκθεση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου της ΕΕ για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία, Βρυξέλλες, 25.02.2009, σ. 23.

[2]               Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση σχετικά με την Ενίσχυση των καθεστώτων επιβολής κυρώσεων στον τοµέα των χρηµατοπιστωτικών υπηρεσιών, COM (2010) 716, 8 Δεκεμβρίου 2010.

[3]               COM(2011) 573 τελικό.

[4]               Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο «Πρόγραμμα της Στοκχόλμης - Εξωστρεφής και ασφαλής Ευρώπη στην υπηρεσία του πολίτη» της 2.12.2009, υπογράμμισε την ανάγκη ρύθμισης της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών και αποτροπής των καταχρηστικών πρακτικών και κάλεσε τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να βελτιώσουν τις μεθόδους εντοπισμού των φαινομένων άσκησης καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά και παράνομης ιδιοποίησης των κεφαλαιουχικών πόρων. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Συμβούλιο ΔΕΥ στα θέματα της πρόληψης της οικονομικής κρίσης και της υποστήριξης των οικονομικών δραστηριοτήτων, τόνιζαν τη δυνατότητα να καταβληθεί μέριμνα, ώστε να εξακριβωθεί κατά πόσο είναι δυνατό ή, κατά περίπτωση, θα ήταν ενδεδειγμένο να εναρμονιστεί η ποινική νομοθεσία που αφορά τον τρόπο χειρισμού των εκτεταμένων πρακτικών χειραγώγησης των αγορών και των άλλων παράνομων πρακτικών στον τομέα της αγοράς κινητών αξιών. Βλ. έγγραφα Βλ. έγγραφα 8920/10 της 22.4.2010 και 7881/10 της 29.3.2010.

[5]               CESR/08-099, Φεβρουάριος 2008.

[6]               Βλ. http://ec.europa.eu/internal_market/securities/abuse/12112008_conference_en.htm.

[7]               Βλ. http://ec.europa.eu/internal_market/consultations/2009/market_abuse_en.htm

[8]               Βλ. http://ec.europa.eu/internal_market/consultations/docs/2010/mad/consultation_paper.pdf

[9]               Βλ. http://ec.europa.eu/internal_market/consultations/2010/mad_en.htm

[10]             Η έκθεση εκτίμησης αντικτύπου διατίθεται στο

                http://ec.europa.eu/internal_market/securities/abuse/index_en.htm

[11]             Για μια σύνοψη των συζητήσεων βλέπε παράρτημα 3 της έκθεσης εκτίμησης αντικτύπου.

[12]             ΕΕ C της , σ. .

[13]             ΕΕ L 16 της 12.4.2003, σ. 16.

[14]             COM(2011) 573 τελικό.

[15]             ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[16]             Κανονισμός (EΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής της 12ης Νοεμβρίου 2010 για το χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας, ΕΕ L 302 της 18.11.2010, σ. 1.