52011PC0594

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/7/ΕΚ /* COM/2011/0594 τελικό - 2011/0261 (CNS) */


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

1.1.        Εισαγωγή: Πλαίσιο χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, στόχοι πολιτικής και ανάγκη να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση είχε σοβαρές επιπτώσεις στις οικονομίες μας και στα δημόσια οικονομικά. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πρόκληση της οικονομικής κρίσης, ενώ οι κυβερνήσεις, και οι ευρωπαίοι πολίτες γενικότερα, επιβαρύνθηκαν με το κόστος της. Υπάρχει ευρεία συναίνεση στην Ευρώπη και διεθνώς ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα πρέπει να συνεισφέρει δικαιότερα στο κόστος αντιμετώπισης της κρίσης και στο μέλλον. Αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη λάβει αποκλίνοντα μέτρα στον τομέα της φορολόγησης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σκοπός της παρούσας πρότασης είναι να παράσχει μια κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση, συνεπή προς την εσωτερική αγορά. Στόχος της παρούσας πρότασης είναι να συμπληρώσει το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για ασφαλέστερες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αντιμετωπίζοντας ειδικότερα τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά σε ορισμένα τμήματα των χρηματοπιστωτικών αγορών, ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη πρακτικών του παρελθόντος.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέτασε ήδη την ιδέα της επιβολής ενός ΦΧΣ στην ανακοίνωσή της, της 7ης Οκτωβρίου 2010, για τη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα[1]. Υπό το πρίσμα της ανάλυσης την οποία διενήργησε η Επιτροπή, ανταποκρινόμενη επίσης στις πολλαπλές εκκλήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου[2], του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[3] και του Συμβουλίου, η παρούσα πρόταση αποτελεί το πρώτο βήμα προκειμένου:

– να αποφευχθεί ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, έχοντας κατά νου τον αυξανόμενο αριθμό μη συντονισμένων εθνικών φορολογικών μέτρων που θεσπίζονται·

– να διασφαλιστεί ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνεισφέρουν δίκαια στην κάλυψη του κόστους της πρόσφατης κρίσης και να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού με άλλους τομείς από την άποψη της φορολόγησης[4]·

– να δημιουργηθούν κατάλληλα αντικίνητρα για συναλλαγές οι οποίες δεν βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπληρώνοντας με τον τρόπο αυτόν τα κανονιστικά μέτρα που στοχεύουν στην αποφυγή μελλοντικών κρίσεων.

Δεδομένης της εξαιρετικά υψηλής κινητικότητας των περισσότερων από τις συναλλαγές που ενδέχεται να φορολογηθούν, είναι σημαντικό να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις οι οποίες προκαλούνται από τους φορολογικούς κανόνες που σχεδιάζονται από τα κράτη μέλη όταν ενεργούν μονομερώς. Πράγματι, μόνον μέσω της λήψης μέτρων σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να αποφευχθεί ο κατακερματισμός των χρηματοπιστωτικών αγορών στις διάφορες δραστηριότητες και διασυνοριακά, και μπορούν να διασφαλιστούν η ισότιμη μεταχείριση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην ΕΕ και, τελικώς, η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Επομένως, στην παρούσα πρόταση προβλέπεται η εναρμόνιση των φόρων των κρατών μελών επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

Σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής για απόφαση του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 29ης Ιουνίου 2011[5], στόχος της παρούσας πρότασης είναι επίσης η δημιουργία μιας νέας ροής εσόδων που θα αντικαταστήσουν σταδιακά τις εθνικές συνεισφορές στον προϋπολογισμό της ΕΕ και θα μετριάσουν με τον τρόπο αυτό την επιβάρυνση για τα δημόσια ταμεία.

1.2.        Η χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ΕΕ

Το ζήτημα της φορολόγησης του χρηματοπιστωτικού τομέα εξετάζεται επίσης στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με την επανεξέταση του προϋπολογισμού της ΕΕ[6], στην οποία αναφέρονται τα εξής: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα χρηματοδοτικά μέσα που παρατίθενται στον ακόλουθο ενδεικτικό κατάλογο θα μπορούσαν να αποτελέσουν νέους ίδιους πόρους που θα αντικαταστήσουν σταδιακά τις εθνικές συνεισφορές και θα μετριάσουν με τον τρόπο αυτό την επιβάρυνση για τα δημόσια ταμεία: - φορολογία της ΕΕ για τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες». Στην επακόλουθη πρόταση απόφασης του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2011, για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[7], ένας ΦΧΣ προσδιορίζεται ως ένας νέος ίδιος πόρος ο οποίος θα μπορούσε να εγγραφεί στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόταση θα συμπληρωθεί από χωριστές προτάσεις περί ιδίων πόρων, στις οποίες θα περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο προτείνει η Επιτροπή να λειτουργήσει ο ΦΧΣ ως πηγή εσόδων για τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

1.3.        Κανονιστικό πλαίσιο

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται εν μέσω ενός φιλόδοξου κανονιστικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους, η Επιτροπή θα έχει προτείνει όλα τα κύρια αναγκαία στοιχεία για θεμελιώδη βελτίωση του τρόπου ρύθμισης και εποπτείας των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ευρώπης. Η μεταρρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ΕΕ περιστρέφεται γύρω από τέσσερις στρατηγικούς στόχους, και συγκεκριμένα τη βελτίωση της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα· την ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και την παροχή ενός πλαισίου για την ανάκαμψή τους, όπου απαιτείται· τη βελτίωση της ασφάλειας και την αύξηση της διαφάνειας των χρηματοπιστωτικών αγορών· και την αύξηση της προστασίας των καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Αναμένεται ότι η ευρεία αυτή μεταρρύθμιση θα επαναφέρει τον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας, ιδίως για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Στόχος της πρότασης για έναν ΦΧΣ είναι να συμπληρώσει τις ως άνω κανονιστικές μεταρρυθμίσεις.

1.4         Διεθνές πλαίσιο

Η παρούσα πρόταση συνεισφέρει επίσης ουσιαστικά στον συνεχιζόμενο διεθνή διάλογο σχετικά με τη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και, ειδικότερα, σχετικά με την ανάπτυξη ενός ΦΧΣ σε παγκόσμιο επίπεδο. Για την καλύτερη ελαχιστοποίηση των κινδύνων, μια συντονισμένη προσέγγιση σε διεθνές επίπεδο αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Στην παρούσα πρόταση καταδεικνύεται πώς μπορεί να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί ένας αποτελεσματικός ΦΧΣ, ο οποίος θα παραγάγει σημαντικά έσοδα. Αυτό αναμένεται να προετοιμάσει το έδαφος για μια συντονισμένη προσέγγιση με τους σημαντικότερους διεθνείς εταίρους.

2.           ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

2.1.        Εξωτερική διαβούλευση και εμπειρογνωμοσύνη

Η παρούσα πρόταση διατυπώνεται αφού λήφθηκε υπόψη ευρύ φάσμα εξωτερικών συνεισφορών. Οι συνεισφορές αυτές είχαν τη μορφή παρατηρήσεων και σχολίων που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, στοχοθετημένων διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη, με εμπειρογνώμονες και με τους ενδιαφερομένους του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και τριών διαφορετικών εξωτερικών μελετών, οι οποίες ανατέθηκαν για τους σκοπούς της εκτίμησης επιπτώσεων.

Τα αποτελέσματα της διαδικασίας διαβούλευσης και των εξωτερικών συνεισφορών αντικατοπτρίζονται στην εκτίμηση αντικτύπου.

2.2.        Εκτίμηση αντικτύπου

Στην εκτίμηση αντικτύπου που συνοδεύει την παρούσα πρόταση αναλύονται οι επιπτώσεις των πρόσθετων φόρων στον χρηματοπιστωτικό τομέα σε σχέση με τους στόχους 1) διασφάλισης της συνεισφοράς του χρηματοπιστωτικού τομέα στα δημόσια οικονομικά, 2) περιορισμού της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς στην αγορά και, επομένως, σταθεροποίησης των αγορών, και 3) αποφυγής στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά. Στην εκτίμηση αντικτύπου έγινε ανάλυση δύο βασικών επιλογών: ενός φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ) και ενός φόρου επί των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων (ΦΧΔ), καθώς και διαφόρων επιλογών σχεδιασμού που σχετίζονται με έκαστο εξ αυτών.

Κατά τα φαινόμενα, αμφότεροι οι φόροι εμφανίζουν δυνατότητες άντλησης σημαντικών φορολογικών εσόδων από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Για την αποφυγή κινδύνων μετεγκατάστασης, ιδίως για τον ΦΧΣ, απαιτείται συντονισμένη προσέγγιση τόσο σε επίπεδο ΕΕ, για την αποφυγή του κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς, όσο και σε διεθνές επίπεδο, σύμφωνα με τις φιλοδοξίες για συνεργασία στους κόλπους της Ομάδας G-20.

Περαιτέρω, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι από την άποψη της αντίδρασης των αγορών και του αντικτύπου στην ανάπτυξη, ο σχεδιασμός του φόρου περιέχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αντιστάθμισης όσον αφορά τις οικονομικές συνέπειες και την επίπτωση του φόρου, τις ενδεχόμενες στρατηγικές φοροαποφυγής και τους κινδύνους μετεγκατάστασης:

· ένα ευρέως καθορισμένο πεδίο εφαρμογής του φόρου όσον αφορά τα προϊόντα, τις συναλλαγές, τους τύπους διαπραγμάτευσης και τους χρηματοπιστωτικούς παράγοντες, καθώς και τις συναλλαγές που διενεργούνται στο εσωτερικό ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου·

· τη χρήση της αρχής της κατοικίας – φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών παραγόντων στο κράτος μέλος εγκατάστασης, ανεξάρτητα από τον τόπο διενέργειας των συναλλαγών. Στην οδηγία προβλέπεται επίσης η φορολόγηση στην ΕΕ, στην περίπτωση που χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εκτός ΕΕ συμμετέχει σε χρηματοπιστωτική συναλλαγή με συμβαλλόμενο στην ΕΕ και στην περίπτωση που ένα από τα υποκαταστήματα του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στην ΕΕ συμμετέχει σε χρηματοπιστωτική συναλλαγή·

· τη θέσπιση χαμηλών φορολογικών συντελεστών, με μάλλον μικρή ενδεχόμενη επίπτωση στο κόστος του κεφαλαίου για σκοπούς εκτός χρηματοπιστωτικών επενδύσεων·

· την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του ΦΧΣ συναλλαγών στις πρωτογενείς αγορές τόσο για τους τίτλους (μετοχές, ομόλογα) –ώστε να μην υπονομεύεται η άντληση κεφαλαίων από κυβερνήσεις και εταιρείες– όσο και για τα νομίσματα. Η εν λόγω εξαίρεση των πρωτογενών αγορών είναι σύμφωνη με πάγια πρακτική της πολιτικής της ΕΕ, η οποία κατοχυρώνεται επίσης στην οδηγία 2008/7/ΕΚ·

· την προστασία των δραστηριοτήτων δανειοδοσίας και δανειοληψίας των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, και άλλων καθημερινών χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, όπως ο ενυπόθηκος δανεισμός ή οι συναλλαγές πληρωμών·

· την εξαίρεση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών οι οποίες διενεργούνται, για παράδειγμα, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και με εθνικές κεντρικές τράπεζες από το πεδίο εφαρμογής του ΦΧΣ, ώστε η οδηγία να μην επηρεάζει τις δυνατότητες αναχρηματοδότησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή τα μέσα της νομισματικής πολιτικής.

Λαμβανομένων υπόψη των μέτρων αντιστάθμισης που προβλέπονται από τα χαρακτηριστικά του σχεδιασμού του νυν προτεινόμενου ΦΧΣ, οι επιπτώσεις στα ετήσια ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα αναμένεται να παραμείνουν περιορισμένες περίπου στο 0,5%, σε σύγκριση με το βασικό σενάριο.

Η εκτίμηση αντικτύπου δείχνει ότι ο ΦΧΣ θα επηρεάσει τη συμπεριφορά στην αγορά και τα επιχειρηματικά πρότυπα στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι αυτοματοποιημένες συναλλαγές στις χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να επηρεαστούν από την αύξηση του κόστους των συναλλαγών λόγω του φόρου, με αποτέλεσμα το εν λόγω κόστος να μειώσει το οριακό κέρδος. Αυτό ισχύει ιδίως για το επιχειρηματικό πρότυπο των συναλλαγών που πραγματοποιούνται με υψηλή συχνότητα, το οποίο συνδέεται στενά από υλική άποψη με τις πλατφόρμες συναλλαγών στις οποίες τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διενεργούν πολλές συναλλαγές υψηλού όγκου αλλά χαμηλού περιθωρίου κέρδους. Αυτές θα πρέπει ενδεχομένως να αντικατασταθούν με αλγορίθμους, οι οποίοι συνεπάγονται λιγότερες σε πλήθος συναλλαγές, αλλά με υψηλότερο περιθώριο κέρδους (πριν από τον φόρο).

Η εκτίμηση αντικτύπου καταδεικνύει επίσης ότι ένας ΦΧΣ θα έχει σταδιακά διανεμητικά αποτελέσματα, δηλαδή οι επιπτώσεις του θα αυξάνονται αναλογικά προς το εισόδημα, καθώς οι ομάδες υψηλότερου εισοδήματος επωφελούνται περισσότερο από τις υπηρεσίες που παρέχει ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Αυτό ισχύει ιδίως για ΦΧΣ που περιορίζεται σε συναλλαγές με χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως ομόλογα και μετοχές και παράγωγα αυτών. Τα νοικοκυριά και οι ΜΜΕ που δεν επενδύουν ενεργά στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν θα επηρεαστούν σχεδόν καθόλου από την παρούσα πρόταση, χάρη στα χαρακτηριστικά για την προστασία τους τα οποία είναι ενσωματωμένα στον σχεδιασμό του ΦΧΣ.

Η γεωγραφική κατανομή των φορολογικών εσόδων εξαρτάται από τον τεχνικό σχεδιασμό του φόρου. Βάσει της παρούσας οδηγίας, η γεωγραφική εξάπλωση θα εξαρτηθεί από τον τόπο εγκατάστασης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που προβαίνουν σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και όχι από τον τόπο διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων. Αυτό είναι πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα χαμηλότερο βαθμό συγκέντρωσης των φορολογικών εσόδων, ιδίως σε περιπτώσεις στις οποίες τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παρεμβαίνουν σε πλατφόρμα διαπραγμάτευσης εξ ονόματος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εγκαταστημένων σε άλλο κράτος μέλος.

Με την οδηγία διασφαλίζεται επίσης ο καθορισμός συγκεκριμένων μέτρων για την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, της φοροδιαφυγής και της κατάχρησης στο επίπεδο των κρατών μελών και της Ένωσης μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Μια ρήτρα επανεξέτασης θα δώσει τη δυνατότητα να επανεξεταστούν, τρία χρόνια μετά την εφαρμογή, οι επιπτώσεις του ΦΧΣ στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην πραγματική οικονομία, με συνεκτίμηση της προόδου όσον αφορά τη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διεθνές επίπεδο.

3.           ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

3.1.        Νομική βάση

Η σχετική νομική βάση για την προτεινόμενη οδηγία είναι το άρθρο 113 της ΣΛΕΕ. Στόχος της πρότασης είναι η εναρμόνιση της νομοθεσίας για την έμμεση φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, η οποία απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού.

3.2.        Επικουρικότητα και αναλογικότητα

Ο ομοιόμορφος καθορισμός σε επίπεδο ΕΕ των βασικών χαρακτηριστικών ενός ΦΧΣ είναι αναγκαίος για την αποφυγή αδικαιολόγητων μετεγκαταστάσεων συναλλαγών και παραγόντων της αγοράς και την υποκατάσταση των χρηματοπιστωτικών μέσων εντός της ΕΕ. Με άλλα λόγια, ο ομοιόμορφος καθορισμός σε επίπεδο ΕΕ είναι αναγκαίος προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού εντός της ΕΕ.

Ομοίως, ο ομοιόμορφος καθορισμός σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη μείωση του υφιστάμενου κατακερματισμού της εσωτερικής αγοράς, μεταξύ άλλων για τα διάφορα προϊόντα του χρηματοπιστωτικού τομέα τα οποία αποτελούν συχνά συγγενή υποκατάστατα. Η μη εναρμόνιση του ΦΧΣ συνεπάγεται επιλογή του ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος και ενδεχόμενη διπλή ή μηδενική φορολόγηση. Κάτι τέτοιο όχι μόνον εμποδίζει την διεξαγωγή των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών με ίσους όρους ανταγωνισμού, αλλά επηρεάζει επίσης τα έσοδα των κρατών μελών. Επιπλέον, επιβάλλει πρόσθετα έξοδα συμμόρφωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω των υπερβολικά διαφορετικών φορολογικών καθεστώτων.

Τα προαναφερθέντα υποστηρίζονται από εμπειρικά στοιχεία. Έως τώρα οι εθνικοί φόροι επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών είτε είχαν ως αποτέλεσμα τη μετεγκατάσταση δραστηριοτήτων ή/και ιδρυμάτων είτε, προκειμένου να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, σχεδιάστηκαν κατά τρόπο ώστε να εισπράττονται σε σχετικά μη κινητές φορολογικές βάσεις μόνον, αφήνοντας συχνά αφορολόγητα τα συγγενή υποκατάστατα. Η εναρμόνιση βασικών εννοιών και ο συντονισμός της εφαρμογής σε επίπεδο ΕΕ αποτελούν, επομένως, προαπαιτούμενο ώστε η επιβολή φόρων επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών να στεφθεί από επιτυχία και να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις. Μια τέτοια δράση της ΕΕ θα προωθήσει επίσης την επιθυμητή σύγκλιση.

Επομένως, η παρούσα πρόταση επικεντρώνεται στη θέσπιση κοινής δομής του φόρου και κοινών διατάξεων για το απαιτητό του φόρου. Έτσι, η πρόταση αφήνει επαρκή περιθώρια ελιγμών στα κράτη μέλη, όσον αφορά την πραγματική θέσπιση των φορολογικών συντελεστών πάνω από τον ελάχιστο συντελεστή και τον προσδιορισμό των λογιστικών υποχρεώσεων και των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, καθώς και την πρόληψη της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της κατάχρησης.

Ως εκ τούτου, η καθιέρωση κοινού πλαισίου για έναν ΦΧΣ στην ΕΕ τηρεί την αρχή της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 5 της ΣΛΕΕ. Ο στόχος της παρούσας πρότασης δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης.

Η προτεινόμενη εναρμόνιση, υπό μορφή οδηγίας και όχι κανονισμού, δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, πρωτίστως για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Άρα, είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

3.3.        Λεπτομερής επεξήγηση της πρότασης

3.3.1.     Κεφάλαιο I (αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί)

Στο κεφάλαιο αυτό καθορίζεται το βασικό πλαίσιο του σχεδιαζόμενου ΦΧΣ στην ΕΕ. Στόχος του εν λόγω ΦΧΣ είναι η φορολόγηση των ακαθάριστων συναλλαγών πριν από οποιονδήποτε συμψηφισμό.

Το πεδίο εφαρμογής του φόρου είναι ευρύ, επειδή στόχος του είναι να συμπεριλάβει συναλλαγές που σχετίζονται με κάθε είδους χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς αυτά είναι συχνά συγγενή υποκατάστατα το ένα του άλλου. Έτσι, το πεδίο εφαρμογής καλύπτει μέσα τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, μέσα χρηματαγοράς (εξαιρουμένων μέσων πληρωμής), μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (οι οποίοι περιλαμβάνουν ΟΣΕΚΑ και οργανισμούς εναλλακτικών επενδύσεων[8]) και συμβάσεις παραγώγων. Επιπλέον, το πεδίο εφαρμογής του φόρου δεν περιορίζεται στις συναλλαγές σε οργανωμένες αγορές, όπως ρυθμιζόμενες αγορές, πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης, αλλά καλύπτει επίσης και άλλους τύπους διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης της εξωχρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης. Επίσης, δεν περιορίζεται στη μεταβίβαση κυριότητας, αλλά αναφέρεται στην υποχρέωση που συνάπτεται, αντικατοπτρίζοντας το κατά πόσον το συμμετέχον χρηματοπιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνει τον κίνδυνο που ενέχει ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο («αγοραπωλησία»). Και ακόμη, όταν μια σύμβαση παραγώγων έχει ως αποτέλεσμα την παροχή χρηματοπιστωτικών μέσων, επιπλέον της φορολογητέας σύμβασης παραγώγων, η παροχή χρηματοπιστωτικών μέσων υπόκειται επίσης σε φόρο, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις φορολόγησης.

Ωστόσο, οι συναλλαγές με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στις δυνατότητες αναχρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων ή στις νομισματικές πολιτικές γενικά.

Ειδικότερα, τόσο για τα χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η αγοραπωλησία και η μεταβίβαση φορολογείται όσο και για τη σύναψη ή την τροποποίηση συμβάσεων παραγώγων, το σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ παρέχει ένα σαφές, συνολικό και αποδεκτό σύνολο ορισμών[9]. Όσον αφορά ειδικότερα τις αναφερθείσες συμβάσεις παραγώγων, αυτές αφορούν παράγωγα για επενδυτικούς σκοπούς. Από τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται προκύπτει ότι οι συναλλαγές τοις μετρητοίς σε νομίσματα δεν είναι φορολογητέες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, ενώ οι συμβάσεις παραγώγων που αφορούν νομίσματα είναι. Οι συμβάσεις παραγώγων που αφορούν βασικά εμπορεύματα υπάγονται επίσης στο πεδίο εφαρμογής του φόρου, ενώ οι υλικές συναλλαγές βασικών προϊόντων δεν υπάγονται.

Οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν την αγοραπωλησία ή τη μεταβίβαση δομημένων προϊόντων, δηλαδή διαπραγματεύσιμων τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία προσφέρονται μέσω τιτλοποίησης. Τα προϊόντα αυτά είναι συγκρίσιμα με οποιοδήποτε άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο και, επομένως, πρέπει να περιλαμβάνονται στον όρο «χρηματοπιστωτικό μέσο», όπως χρησιμοποιείται στην παρούσα πρόταση. Η εξαίρεσή τους από το πεδίο εφαρμογής του ΦΧΣ θα δημιουργούσε ευκαιρίες αποφυγής. Η συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων περιλαμβάνει ειδικότερα γραμμάτια, δικαιώματα μελλοντικής αγοράς και πιστοποιητικά, καθώς και τραπεζικές τιτλοποιήσεις, οι οποίες μεταβιβάζουν συνήθως τον πιστωτικό κίνδυνο που συνδέεται με στοιχεία ενεργητικού, όπως υποθήκες ή δάνεια στην αγορά, καθώς και ασφαλιστικές τιτλοποιήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση άλλων τύπων κινδύνου, για παράδειγμα του ασφαλιστικού κινδύνου.

Ωστόσο, το πεδίο εφαρμογής του φόρου επικεντρώνεται σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που διενεργούνται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία ενεργούν ως συμβαλλόμενα μέρη σε μια χρηματοπιστωτική συναλλαγή, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό άλλων προσώπων, ή τα οποία ενεργούν εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή. Η προσέγγιση αυτή διασφαλίζει ότι ο ΦΧΣ εφαρμόζεται συνολικά. Στην πράξη, αυτό είναι συνήθως εμφανές από τις αντίστοιχες καταχωρίσεις στα βιβλία.

Ο ορισμός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είναι ευρύς και περιλαμβάνει ουσιαστικά εταιρείες επενδύσεων, οργανωμένες αγορές, πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και τους διαχειριστές τους, ασφαλιστικά ταμεία και τους διαχειριστές τους, εταιρείες συμμετοχών, εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, οντότητες ειδικού σκοπού και, όπου είναι εφικτό, παραπέμπει στους ορισμούς που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία της ΕΕ η οποία έχει θεσπιστεί για ρυθμιστικούς σκοπούς. Επιπλέον, άλλα πρόσωπα τα οποία ασκούν ορισμένες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες σε σημαντική έκταση θα πρέπει να θεωρούνται χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Στην προτεινόμενη οδηγία προβλέπεται ανάθεση εξουσιών όσον αφορά περαιτέρω λεπτομέρειες.

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και τα διεθνή κεντρικά αποθετήρια τίτλων δεν θεωρούνται χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον βαθμό που εκτελούν λειτουργίες οι οποίες δεν θεωρούνται ότι συνιστούν καθαυτό δραστηριότητα διαπραγμάτευσης. Διαδραματίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο για την αποτελεσματικότερη και πιο διαφανή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η εδαφική εφαρμογή του προτεινόμενου ΦΧΣ και τα δικαιώματα φορολόγησης των κρατών μελών καθορίζονται βάσει της αρχής της μόνιμης κατοικίας. Προκειμένου να είναι φορολογητέα μια χρηματοπιστωτική συναλλαγή στην ΕΕ, ένας από τους συμβαλλομένους στη συναλλαγή θα πρέπει να είναι εγκαταστημένος στην επικράτεια ενός κράτους μέλους. Η φορολόγηση θα πραγματοποιείται στο κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται η εγκατάσταση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω ίδρυμα είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή και ενεργεί για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ή εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή.

Στην περίπτωση που οι εγκαταστάσεις των διάφορων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συναλλαγή ή ενεργούν εξ ονόματος των συμβαλλομένων στη συναλλαγή, βρίσκονται στην επικράτεια διαφορετικών κρατών μελών, τα εν λόγω διαφορετικά κράτη μέλη θα είναι αρμόδια να φορολογήσουν τη συναλλαγή  βάσει των συντελεστών που έχουν ορίσει σύμφωνα με την παρούσα πρόταση. Εάν οι οικείες εγκαταστάσεις βρίσκονται στην επικράτεια κράτους το οποίο δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η συναλλαγή δεν υπόκειται σε ΦΧΣ στην ΕΕ, εκτός εάν ένας εκ των συμβαλλομένων στη συναλλαγή είναι εγκαταστημένος στην ΕΕ, οπότε το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της τρίτης χώρας θα θεωρείται επίσης εγκαταστημένο και η συναλλαγή καθίσταται φορολογητέα στο οικείο κράτος μέλος. Εάν οι συναλλαγές διενεργούνται σε χώρους διαπραγμάτευσης εκτός της ΕΕ, θα υπόκεινται σε φόρο εφόσον τουλάχιστον μία εκ των εγκαταστάσεων που διενεργεί τη συναλλαγή ή παρεμβαίνει σε αυτήν βρίσκεται στην ΕΕ.

Ωστόσο, στην περίπτωση που ο υπόχρεος στην καταβολή του φόρου μπορεί να αποδείξει ότι δεν υπάρχει κανένας σύνδεσμος μεταξύ της οικονομικής ουσίας της συναλλαγής και της επικράτειας οποιουδήποτε κράτους μέλους, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν θεωρείται εγκαταστημένο σε κράτος μέλος.

Επιπλέον, εάν χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η αγοραπωλησία είναι φορολογητέα αποτελούν αντικείμενο μεταβίβασης μεταξύ οντοτήτων ενός ομίλου, η μεταβίβαση αυτή είναι φορολογητέα, παρότι ενδέχεται να μην συνιστά αγοραπωλησία.

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι πολλές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες δεν θεωρούνται χρηματοπιστωτικές συναλλαγές βάσει της λογικής ενός ΦΧΣ που επιδιώκει τους προαναφερθέντες στόχους. Εκτός από την εξαίρεση των πρωτογενών αγορών που εξηγήθηκε ανωτέρω, οι περισσότερες καθημερινές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες που ενδιαφέρουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις παραμένουν εκτός του πεδίου εφαρμογής του ΦΧΣ. Σε αυτές περιλαμβάνονται η σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ο ενυπόθηκος δανεισμός, η καταναλωτική πίστη, οι υπηρεσίες πληρωμής κ.λπ. (παρότι περιλαμβάνεται σε αυτές η επακόλουθη διαπραγμάτευση των προαναφερθέντων μέσω δομημένων προϊόντων). Επίσης, οι συναλλαγές σε νομίσματα σε αγορές τοις μετρητοίς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΦΧΣ, πράγμα που διαφυλάσσει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Ωστόσο, συμβάσεις παραγώγων οι οποίες βασίζονται σε συναλλαγές σε νομίσματα καλύπτονται από τον ΦΧΣ, καθώς δεν πρόκειται για καθαυτό συναλλαγές σε νομίσματα.

3.3.2.     Κεφάλαιο II (απαιτητό του φόρου, φορολογητέα βάση και συντελεστές)

Ο χρόνος κατά τον οποίο ο φόρος καθίσταται απαιτητός είναι ο χρόνος πραγματοποίησης της χρηματοπιστωτικής συναλλαγής. Η επακόλουθη ακύρωση δεν μπορεί να θεωρηθεί λόγος εξαίρεσης από το απαιτητό του φόρου, παρά μόνον σε περιπτώσεις σφαλμάτων.

Καθώς η αγοραπωλησία ή η μεταβίβαση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων (εκτός παραγώγων), αφενός, και η αγοραπωλησία, μεταβίβαση, σύναψη ή τροποποίηση συμβάσεων παραγώγων, αφετέρου, έχουν διαφορετική φύση και χαρακτηριστικά, πρέπει να συνδέονται με διαφορετικές φορολογητέες βάσεις.

Για την αγοραπωλησία ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων (εκτός παραγώγων), καθορίζεται συνήθως μια τιμή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή ανταλλάγματος. Λογικά, αυτό πρέπει να ορίζεται ως φορολογητέα βάση. Ωστόσο, για την αποφυγή στρεβλώσεων της αγοράς, απαιτούνται ειδικοί κανόνες όταν το αντάλλαγμα είναι κατώτερο της αγοραίας τιμής ή για συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται μεταξύ οντοτήτων ενός ομίλου και δεν περιλαμβάνονται στις έννοιες της «αγοράς» και της «πώλησης». Στις περιπτώσεις αυτές, η φορολογητέα βάση θα είναι η αγοραία τιμή, η οποία καθορίζεται βάσει της αρχής των ίσων αποστάσεων όταν ο ΦΧΣ καθίσταται απαιτητός.

Για την αγοραπωλησία, τη μεταβίβαση, τη σύναψη και την τροποποίηση συμβάσεων παραγώγων, η φορολογητέα βάση του ΦΧΣ θα είναι το ονομαστικό ποσό κατά την αγοραπωλησία, τη μεταβίβαση, τη σύναψη ή την τροποποίηση της σύμβασης παραγώγων. Η προσέγγιση αυτή θα καταστήσει εφικτή την απλή και εύκολη εφαρμογή ΦΧΣ σε συμβάσεις παραγώγων, διασφαλίζοντας παράλληλα χαμηλό κόστος συμμόρφωσης και διοικητικό κόστος. Επίσης, η προσέγγιση αυτή δυσχεραίνει την τεχνητή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης μέσω δημιουργικού σχεδιασμού των συμβάσεων παραγώγων, καθώς δεν θα υπάρχει φορολογικό κίνητρο, για παράδειγμα, για τη σύναψη μιας σύμβασης που αφορά μόνον διαφορές τιμών ή αξιών. Επιπλέον, συνεπάγεται τη φορολόγηση κατά την αγοραπωλησία, τη μεταβίβαση, τη σύναψη ή την τροποποίηση της σύμβασης, αντί της φορολόγησης ταμειακών ροών σε διαφορετικές χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής της σύμβασης. Ο συντελεστής που θα χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να είναι σχετικά χαμηλός, προκειμένου να καθοριστεί κατάλληλη φορολογική επιβάρυνση.

Ειδικές διατάξεις μπορεί να είναι αναγκαίες στα κράτη μέλη για την πρόληψη της φοροαποφυγής, της φοροδιαφυγής και της κατάχρησης (βλέπε επίσης σημείο 3.3.3). Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις στις οποίες το ονομαστικό ποσό διαιρείται με τεχνητό τρόπο: το ονομαστικό ποσό μιας συμφωνίας ανταλλαγής μπορεί, για παράδειγμα, να διαιρεθεί διά ενός αυθαίρετα μεγάλου συντελεστή και όλες οι πληρωμές να πολλαπλασιαστούν επί τον ίδιο συντελεστή. Κάτι τέτοιο δεν θα επηρέαζε τις ταμειακές ροές του μέσου, αλλά θα συρρίκνωνε αυθαίρετα το μέγεθος της φορολογητέας βάσης.

Απαιτούνται ειδικές διατάξεις για τον καθορισμό της φορολογητέας βάσης σε σχέση με συναλλαγές στις οποίες η φορολογητέα βάση ή τμήματά αυτής είναι εκπεφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους αποτίμησης του φόρου.

Η αγοραπωλησία ή η μεταβίβαση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων (εκτός παραγώγων), αφενός, και η αγοραπωλησία, η μεταβίβαση, η σύναψη και η τροποποίηση συμβάσεων παραγώγων, αφετέρου, είναι διαφορετικής φύσης. Συν τοις άλλοις, οι αγορές είναι πιθανό να αντιδράσουν διαφορετικά στον φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που εφαρμόζεται σε καθεμία από τις δύο αυτές κατηγορίες. Για τους λόγους αυτούς, και προκειμένου να διασφαλιστεί ευρέως ισότιμη φορολόγηση, οι συντελεστές των δύο κατηγοριών θα πρέπει να διαφοροποιηθούν.

Οι συντελεστές θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές στις εφαρμοστέες μεθόδους για τον καθορισμό της φορολογητέας βάσης.

Γενικά, προτείνεται οι ελάχιστοι φορολογικοί συντελεστές (πέραν των οποίων υπάρχουν περιθώρια ελιγμών για τις εθνικές πολιτικές) να καθοριστούν σε επίπεδο επαρκώς υψηλό προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της παρούσας οδηγίας για εναρμόνιση. Ταυτόχρονα, οι προτεινόμενοι συντελεστές είναι αρκετά χαμηλοί ώστε να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι μετεγκατάστασης.

3.3.3.     Κεφάλαιο III (καταβολή του ΦΧΣ, σχετικές υποχρεώσεις και πρόληψη φοροδιαφυγής, φοροαπαλλαγής και κατάχρησης)

Στην παρούσα πρόταση καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής του ΦΧΣ διά παραπομπής σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εγκαταστημένο στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους (ενεργώντας είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό άλλου προσώπου) ή σε συναλλαγές στις οποίες το ίδρυμα ενεργεί εξ ονόματος συμβαλλομένου. Στην πραγματικότητα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτελούν το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, και ο ΦΧΣ θα πρέπει να επικεντρωθεί στον καθαυτό χρηματοπιστωτικό τομέα και όχι στους πολίτες. Επομένως, τα εν λόγω ιδρύματα θα πρέπει να είναι υπόχρεα για την καταβολή του φόρου στις φορολογικές αρχές. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεωρούν άλλα πρόσωπα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεα για την καταβολή του φόρου, μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις στις οποίες η έδρα ενός συμβαλλομένου σε συναλλαγή βρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πολλές χρηματοπιστωτικές συναλλαγές διενεργούνται με ηλεκτρονικό τρόπο. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ΦΧΣ θα πρέπει να είναι πληρωτέος αμέσως όταν καθίσταται απαιτητός. Σε άλλες περιπτώσεις, ο ΦΧΣ θα πρέπει να είναι πληρωτέος εντός προθεσμίας η οποία, παρότι επαρκώς μεγάλη ώστε να επιτρέπει τη διά χειρός επεξεργασία της πληρωμής, να αποτρέπει τη δημιουργία αδικαιολόγητων πλεονεκτημάτων ταμειακών ροών για το οικείο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Κατά την έννοια αυτή, μια προθεσμία τριών εργάσιμων ημερών μπορεί να θεωρηθεί ενδεδειγμένη.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεωθούν να λάβουν κατάλληλα μέτρα για την επακριβή και εμπρόθεσμη είσπραξη του ΦΧΣ και για την πρόληψη της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της κατάχρησης.

Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν χρήση της ισχύουσας και της επικείμενης νομοθεσίας της ΕΕ σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και διατήρησης δεδομένων σε σχέση με τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.

Όπου απαιτείται, θα πρέπει να κάνουν επίσης χρήση των διαθέσιμων μέσων διοικητικής συνεργασίας που σχετίζονται με την αποτίμηση και την είσπραξη φόρων, και συγκεκριμένα της οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ[10] (εφαρμοστέα από την 1η Ιανουαρίου 2013), της οδηγίας 2010/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα[11] (εφαρμοστέα από την 1η Ιανουαρίου 2012). Και άλλα μέσα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όπου αρμόζει και όπου τυγχάνουν εφαρμογής, για παράδειγμα η πολυμερής σύμβαση του ΟΟΣΑ – Συμβουλίου της Ευρώπης περί αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής στον φορολογικό τομέα[12].

Στην προτεινόμενη οδηγία προβλέπεται ανάθεση εξουσιών όσον αφορά περαιτέρω λεπτομέρειες.

Σε συνδυασμό με την εννοιολογική προσέγγιση στην οποία βασίζεται ο ΦΧΣ (ευρύ πεδίο εφαρμογής, αρχή της κατοικίας, καμία εξαίρεση), οι προπεριγραφέντες κανόνες καθιστούν δυνατή την ελαχιστοποίηση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της κατάχρησης.

3.3.4.     Κεφάλαιο IV (τελικές διατάξεις)

Από τον στόχο της παρούσας πρότασης για εναρμόνιση έπεται ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να καθιερώσουν φόρους επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, εκτός του ΦΧΣ που αποτελεί αντικείμενο της προτεινόμενης οδηγίας ή του ΦΠΑ. Πράγματι, όσον αφορά τον ΦΠΑ, το δικαίωμα επιλογής φορολόγησης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 137 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας[13], θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει. Άλλοι φόροι, όπως εκείνοι επί των ασφαλίστρων κ.λπ., είναι φυσικά διαφορετικής φύσης, όπως και οι αμοιβές εγγραφής σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, εφόσον αντιπροσωπεύουν γνήσια αποζημίωση για έξοδα ή αντάλλαγμα για παρασχεθείσα υπηρεσία. Επομένως, τέτοιοι φόροι και προμήθειες δεν θίγονται από την παρούσα πρόταση.

Οι διατάξεις της οδηγίας 2008/7/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων[14] παραμένουν καταρχήν πλήρως σε ισχύ. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι η πρωτογενής έκδοση –όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/7/ΕΚ– μεριδίων ή άλλων τίτλων ιδίας φύσεως, καθώς και πιστοποιητικών των τίτλων αυτών, ομολογιών –συμπεριλαμβανομένων κρατικών ομολόγων– ή άλλων διαπραγματεύσιμων τίτλων που σχετίζονται με δάνεια δεν υπόκειται σε ΦΧΣ στην ΕΕ. Ωστόσο, για την αποφυγή ενδεχόμενης σύγκρουσης μεταξύ των δύο οδηγιών, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η παρούσα προτεινόμενη οδηγία υπερισχύει των διατάξεων της οδηγίας 2008/7/ΕΚ.

4.           ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις εσόδων υποδεικνύουν ότι, ανάλογα με τις αντιδράσεις της αγοράς, τα φορολογικά έσοδα μπορεί να ανέλθουν σε ποσό 57 δισεκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση στο σύνολο της ΕΕ.

Η πρόταση θα δημιουργήσει ουσιαστικά μια νέα ροή εσόδων για τα κράτη μέλη και τον προϋπολογισμό της ΕΕ – σύμφωνα με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 29ης Ιουνίου 2011.

Τα έσοδα που θα προκύψουν από τον ΦΧΣ στην ΕΕ μπορούν να χρησιμοποιηθούν εν όλω ή εν μέρει ως ίδιοι πόροι για τον προϋπολογισμό της ΕΕ, αντικαθιστώντας ορισμένους υφιστάμενους ίδιους πόρους που καταβάλλονται από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, πράγμα το οποίο θα συμβάλει στις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης των κρατών μελών. Η Επιτροπή θα υποβάλει χωριστά τις αναγκαίες συμπληρωματικές προτάσεις, στις οποίες θα περιγράφεται με ποιον τρόπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο ΦΧΣ ως πηγή εσόδων για τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

2011/0261 (CNS)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/7/ΕΚ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 113,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[15],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[16],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση είχε ως αποτέλεσμα συζητήσεις σε όλα τα επίπεδα σχετικά με έναν ενδεχόμενο πρόσθετο φόρο επί του χρηματοπιστωτικού τομέα, και ειδικότερα έναν φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ). Οι συζητήσεις αυτές πηγάζουν από την επιθυμία να διασφαλιστεί η συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα στην κάλυψη του κόστους της κρίσης και η φορολόγησή του με δίκαιο τρόπο σε σχέση με άλλους τομείς στο μέλλον· να καταργηθούν τα κίνητρα για τις υπερβολικά ριψοκίνδυνες δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· να συμπληρωθούν τα κανονιστικά μέτρα τα οποία στοχεύουν στην αποφυγή μελλοντικών κρίσεων και να πηγάσουν πρόσθετα έσοδα για τους γενικούς προϋπολογισμούς ή για σκοπούς συγκεκριμένων πολιτικών.

(2) Για την αποφυγή στρεβλώσεων μέσω μέτρων που λαμβάνονται μονομερώς από τα κράτη μέλη, έχοντας κατά νου την εξαιρετικά υψηλή κινητικότητα των περισσότερων σχετικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, και επομένως για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, είναι σημαντικό να εναρμονιστούν σε επίπεδο ΕΕ τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ΦΧΣ στα κράτη μέλη. Με τον τρόπο αυτό, αναμένεται να αποφευχθούν τα κίνητρα επιλογής του ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος στην Ένωση και οι στρεβλώσεις όσον αφορά την κατανομή μεταξύ χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση, καθώς και οι πιθανότητες διπλής ή μηδενικής φορολόγησης.

(3) Για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ο ΦΧΣ θα πρέπει να εφαρμόζεται στις συναλλαγές ευρέος φάσματος χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων δομημένων προϊόντων, τόσο στις οργανωμένες αγορές όσο και εξωχρηματιστηριακά, καθώς και στη σύναψη και την τροποποίηση όλων των συμβάσεων παραγώγων. Για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ευρέως καθορισμένο εύρος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

(4) Ο ορισμός των χρηματοπιστωτικών μέσων στο παράρτημα I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (MiFID)[17] περιλαμβάνει τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)[18], και οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010[19] είναι χρηματοπιστωτικά μέσα. Επομένως, η εγγραφή στα εν λόγω μέσα και η εξόφλησή τους είναι συναλλαγές οι οποίες πρέπει να υπόκεινται στον ΦΧΣ.

(5) Προκειμένου να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική και διαφανής λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, ορισμένες οντότητες θα πρέπει να εξαιρεθούν από το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, στον βαθμό που ασκούν λειτουργίες οι οποίες δεν θεωρούνται ότι συνιστούν καθαυτό δραστηριότητα συναλλαγών, αλλά μάλλον διευκολύνουν τις συναλλαγές, ή προβαίνουν σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αποσκοπούν στην παροχή οικονομικής συνδρομής σε κράτη μέλη.

(6) Οι συναλλαγές με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, όπως και με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε ΦΧΣ, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στις δυνατότητες αναχρηματοδότησης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή στις νομισματικές πολιτικές γενικά.

(7) Με εξαίρεση τη σύναψη ή την τροποποίηση συμβάσεων παραγώγων, οι περισσότερες συναλλαγές σε πρωτογενείς αγορές και οι συναλλαγές που αφορούν πολίτες και επιχειρήσεις, όπως η σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ο ενυπόθηκος δανεισμός, η καταναλωτική πίστη ή οι υπηρεσίες πληρωμών, θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ΦΧΣ, ώστε να μην υπονομευθεί η άντληση κεφαλαίων από εταιρείες και κυβερνήσεις και να αποφευχθούν οι επιπτώσεις στα νοικοκυριά.

(8) Το απαιτητό του φόρου και η φορολογητέα βάση θα πρέπει να εναρμονιστούν, ώστε να αποφευχθούν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά.

(9) Ο χρόνος κατά τον οποίο ο φόρος καθίσταται απαιτητός δεν θα πρέπει να αναβάλλεται αδικαιολόγητα και θα πρέπει να συμπίπτει με τον χρόνο πραγματοποίησης της χρηματοπιστωτικής συναλλαγής.

(10) Προκειμένου η φορολογητέα βάση να μπορεί να καθοριστεί όσο το δυνατόν ευκολότερα, ώστε να περιοριστεί το κόστος για τις επιχειρήσεις και τις φορολογικές διοικήσεις, στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που δεν σχετίζονται με συμβάσεις παραγώγων θα πρέπει να γίνεται κανονικά αναφορά στο χορηγηθέν αντάλλαγμα στο πλαίσιο της συναλλαγής. Εάν δεν χορηγείται κανένα αντάλλαγμα ή εάν το χορηγηθέν αντάλλαγμα είναι κατώτερο της αγοραίας τιμής, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αγοραία τιμή ως εύλογη αξία της συναλλαγής. Επίσης, για λόγους διευκόλυνσης του υπολογισμού, σε περιπτώσεις αγοραπωλησίας, μεταβίβασης, σύναψης ή τροποποίησης συμβάσεων παραγώγων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ονομαστικό ποσό.

(11) Για λόγους ισότιμης μεταχείρισης, θα πρέπει να εφαρμόζεται ενιαίος φορολογικός συντελεστής σε κάθε κατηγορία συναλλαγών, και συγκεκριμένα στις συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων εκτός παραγώγων, αφενός, και στην αγοραπωλησία, τη μεταβίβαση, τη σύναψη και την τροποποίηση συμβάσεων παραγώγων, αφετέρου.

(12) Προκειμένου η φορολόγηση να επικεντρωθεί στον καθαυτό χρηματοπιστωτικό τομέα και όχι στους πολίτες, και επειδή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτελούν το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικές αγορές, ο φόρος θα πρέπει να επιβάλλεται στα εν λόγω ιδρύματα, ανεξάρτητα από το κατά πόσον συναλλάσσονται στο όνομά τους, εξ ονόματος άλλων προσώπων, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλων προσώπων.

(13) Λόγω της υψηλής κινητικότητας των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και προκειμένου να μετριαστεί η ενδεχόμενη φοροαποφυγή, ο ΦΧΣ θα πρέπει να εφαρμόζεται στη βάση της αρχής της μόνιμης κατοικίας.

(14) Οι ελάχιστοι φορολογικοί συντελεστές θα πρέπει να καθοριστούν σε επίπεδο επαρκώς υψηλό, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της παρούσας οδηγίας για εναρμόνιση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να είναι αρκετά χαμηλοί, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι μετεγκατάστασης.

(15) Προκειμένου να εισπράττεται ο ΦΧΣ με ακρίβεια και εμπρόθεσμα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεωθούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Για να καταστεί αποτελεσματική η αποτροπή της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της κατάχρησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεωθούν να κάνουν χρήση των υφιστάμενων μέσων αμοιβαίας συνδρομής σε φορολογικά θέματα, όπου απαιτείται, και να αξιοποιούν τις υποχρεώσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα για υποβολή εκθέσεων και διατήρηση των δεδομένων, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία.

(16) Προκειμένου να καταστεί εφικτή η θέσπιση λεπτομερέστερων κανόνων για τον καθορισμό του κατά πόσον ορισμένες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες αποτελούν σημαντικό μέρος της δραστηριότητας μιας επιχείρησης, ώστε η επιχείρηση να μπορεί να θεωρηθεί χρηματοπιστωτικός οργανισμός για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, καθώς και λεπτομερέστερων κανόνων σχετικά με την προστασία κατά της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της κατάχρησης, και ο κοινός καθορισμός της σημαντικής δραστηριότητας για τους σκοπούς του ορισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τον καθορισμό των αναγκαίων για τον σκοπό αυτόν μέτρων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενερεί η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά το προπαρασκευαστικό έργο της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Κατά την εκπόνηση και την κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Συμβούλιο.

(17) Για την αποφυγή συγκρούσεων μεταξύ της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2008/7/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων[20], η οδηγία αυτή θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

(18) Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, και συγκεκριμένα η εναρμόνιση των βασικών χαρακτηριστικών ενός ΦΧΣ σε επίπεδο Ένωσης, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δύναται να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1. Η παρουσία οδηγία θεσπίζει το κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ).

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, εφόσον τουλάχιστον ένας συμβαλλόμενος στη συναλλαγή είναι εγκαταστημένος σε ένα κράτος μέλος και εφόσον ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εγκαταστημένο στην επικράτεια ενός κράτους μέλους είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ή ενεργώντας εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή.

3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες οντότητες:

α)      την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας·

β)      με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 στοιχείο γ), ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής συνδρομής προς όφελος των μελών του, τα οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα χρηματοδότησης ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης·

γ)      κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, όταν ασκούν τη λειτουργία κεντρικού αντισυμβαλλόμενου·

δ)      κεντρικά αποθετήρια τίτλων και διεθνή κεντρικά αποθετήρια τίτλων, όταν ασκούν τη λειτουργία κεντρικού αποθετηρίου τίτλων ή διεθνούς κεντρικού αποθετηρίου τίτλων.

Ωστόσο, εάν μια οντότητα δεν υπόκειται σε φόρο δυνάμει του πρώτου εδαφίου, αυτό δεν αποκλείει την επιβολή φόρου στον αντισυμβαλλόμενό της.

4. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες συναλλαγές:

α)      συναλλαγές πρωτογενούς αγοράς οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 5 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής[21], εκτός της έκδοσης και της εξόφλησης μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[22], και οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[23]·

β)      συναλλαγές με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και όργανα τα οποία συστήνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας στα οποία εφαρμόζεται το Πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις του εν λόγω πρωτοκόλλου και των συμφωνιών για την εφαρμογή του ή των συμφωνιών έδρας, στον βαθμό που αυτό δεν συνεπάγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού·

γ)      συναλλαγές με διεθνείς οργανισμούς ή όργανα, εκτός των αναφερομένων στο στοιχείο β), οι οποίοι αναγνωρίζονται υπό αυτή την ιδιότητα από τις δημόσιες αρχές του κράτους υποδοχής, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διεθνείς συμβάσεις ίδρυσης των οργάνων ή στις συμφωνίες έδρας·

δ)      συναλλαγές με τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών.

Άρθρο 2 Ορισμοί

1.           Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1) ως «χρηματοπιστωτική συναλλαγή» νοείται, κατά περίπτωση:

α)      η αγοραπωλησία χρηματοπιστωτικού μέσου πριν από τον συμψηφισμό και την εκκαθάριση, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης και επαναγοράς και της αγοράς και επαναπώλησης και των συμφωνιών δανειοδοσίας και δανειοληψίας τίτλων·

β)      η μεταβίβαση μεταξύ οντοτήτων ενός ομίλου του δικαιώματος διάθεσης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ως κυρίου του μέσου, και κάθε ισοδύναμη πράξη η οποία συνεπάγεται τη μεταβίβαση του κινδύνου που σχετίζεται με το χρηματοπιστωτικό μέσο, στις περιπτώσεις που δεν υπάγονται στο σημείο α)·

γ)      η σύναψη ή η τροποποίηση συμβάσεων παραγώγων·

(2) ως «χρηματοπιστωτικά μέσα» νοούνται χρηματοπιστωτικά μέσα όπως ορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[24], και δομημένα προϊόντα·

(3) ως «σύμβαση παραγώγων» νοείται χρηματοπιστωτικό μέσο όπως ορίζεται στα σημεία 4 ως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

(4) ως «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» και «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης» νοείται συμφωνία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[25]·

(5) ως «συμφωνία δανειοδοσίας τίτλων» και «συμφωνία δανειοληψίας τίτλων» νοείται συμφωνία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ·

(6) ως «δομημένο προϊόν» νοούνται διαπραγματεύσιμοι τίτλοι ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία προσφέρονται μέσω τιτλοποίησης, κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 36 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[26], ή ισοδύναμες συναλλαγές οι οποίες περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση κινδύνων, εκτός του πιστωτικού κινδύνου·

(7) ως «χρηματοπιστωτικό ίδρυμα» νοείται, κατά περίπτωση:

α)      επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

β)      ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και κάθε άλλος οργανωμένος τόπος ή πλατφόρμα διαπραγμάτευσης·

γ)      πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

δ)      ασφαλιστική επιχείρηση και αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζονται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[27]·

ε)      οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ και εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

στ)    ταμείο συντάξεων ή ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών όπως ορίζεται στο άρθρο 6 στοιχείο α) της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[28], διαχειριστής επενδύσεων τέτοιου ταμείου ή ιδρύματος·

ζ)      οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) και διαχειριστής οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

η)      οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

θ)      φορέας ειδικού σκοπού όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 26 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

ι)       κάθε άλλη επιχείρηση η οποία ασκεί μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες, στην περίπτωση που οι εν λόγω δραστηριότητες αποτελούν σημαντικό μέρος της συνολικής της δραστηριότητας, από άποψη όγκου ή αξίας των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών:

i)       δραστηριότητες οι οποίες αναφέρονται στα σημεία 1, 2, 3, 6 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

ii)       διαπραγμάτευση οποιουδήποτε χρηματοπιστωτικού μέσου για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών·

iii)      απόκτηση συμμετοχών σε επιχειρήσεις·

iv)      συμμετοχή σε χρηματοπιστωτικά μέσα ή έκδοση χρηματοπιστωτικών μέσων·

v)      παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο σημείο iv)·

(8) ως «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» νοείται νομική οντότητα η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ των αντισυμβαλλομένων σε μια διαπραγμάτευση σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές, αναλαμβάνοντας τον ρόλο αγοραστή έναντι κάθε πωλητή και τον ρόλο πωλητή έναντι κάθε αγοραστή·

(9) ο όρος «συμψηφισμός» έχει την έννοια που ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[29]·

(10) ως «ονομαστικό ποσό» νοείται το υποκείμενο ονομαστικό ποσό που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των πληρωμών που πραγματοποιούνται σε μια συγκεκριμένη σύμβαση παραγώγων.

2.           Η Επιτροπή εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 13, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες θεσπίζουν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τον καθορισμό του κατά πόσον οι δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημείο 7 στοιχείο ι) αποτελούν σημαντικό μέρος της συνολικής δραστηριότητας της επιχείρησης.

Άρθρο 3 Εγκατάσταση

1.           Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θεωρείται εγκαταστημένο στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      έχει λάβει άδεια από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους να ενεργεί ως τέτοιο, σε σχέση με τις συναλλαγές που καλύπτονται από τη σχετική άδεια·

β)      η καταστατική έδρα του βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος·

γ)      η μόνιμη διεύθυνση ή η συνήθης κατοικία του βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος·

δ)      διαθέτει υποκατάστημα στο εν λόγω κράτος μέλος, σε σχέση με τις συναλλαγές που διενεργούνται από το συγκεκριμένο υποκατάστημα·

ε)      είναι συμβαλλόμενο μέρος, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου, ή ενεργεί εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή, σε χρηματοπιστωτική συναλλαγή με άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο είναι εγκαταστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με τα στοιχεία α), β), γ) ή δ), ή με συμβαλλόμενο εγκαταστημένο στην επικράτεια κράτους μέλους ο οποίος δεν είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

2.           Εάν πληρούνται περισσότερες από μία από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, για τον καθορισμό του κράτους μέλους εγκατάστασης λαμβάνεται υπόψη η πρώτη προϋπόθεση η οποία πληρούται από την αρχή του καταλόγου σε φθίνουσα σειρά.

3.           Ανεξάρτητα από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν θεωρείται εγκαταστημένο κατά την έννοια της εν λόγω παραγράφου εάν ο υπόχρεος για την καταβολή του ΦΧΣ αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένας σύνδεσμος μεταξύ της οικονομικής ουσίας της συναλλαγής και της επικράτειας οποιουδήποτε κράτους μέλους.

4.           Πρόσωπο το οποίο δεν είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θεωρείται εγκαταστημένο σε ένα κράτος μέλος εάν η καταστατική έδρα του ή, σε περίπτωση φυσικού προσώπου, εάν η μόνιμη διεύθυνση ή η συνήθης κατοικία του βρίσκεται στο εν λόγω κράτος ή διαθέτει υποκατάστημα στο εν λόγω κράτος, σε σχέση με τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που διενεργούνται από το εν λόγω υποκατάστημα.

Κεφάλαιο II Απαιτητό του φόρου, φορολογητέα βάση και συντελεστές

Άρθρο 4 Απαιτητό του ΦΧΣ

1.           Ο ΦΧΣ καθίσταται απαιτητός για κάθε χρηματοπιστωτική συναλλαγή κατά τον χρόνο πραγματοποίησής της.

2.           Η επακόλουθη ακύρωση ή διόρθωση χρηματοπιστωτικής συναλλαγής δεν θίγει το απαιτητό του φόρου, με εξαίρεση τις περιπτώσεις σφάλματος.

Άρθρο 5 Φορολογητέα βάση του ΦΧΣ σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών οι οποίες δεν σχετίζονται με συμβάσεις παραγώγων

1.           Στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών εκτός εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 στοιχείο γ) και, όσον αφορά τις συμβάσεις παραγώγων, στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 στοιχεία α) και β), φορολογητέα βάση είναι κάθε στοιχείο το οποίο συνιστά αντάλλαγμα καταβληθέν ή οφειλόμενο, ως αντιπαροχή για τη μεταβίβαση, από τον αντισυμβαλλόμενο ή τρίτο.

2.           Ανεξάρτητα από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, φορολογητέα βάση είναι η αγοραία τιμή, η οποία καθορίζεται μόλις ο ΦΧΣ καθίσταται απαιτητός:

α)      εάν το αντάλλαγμα είναι κατώτερο της αγοραίας τιμής·

β)      στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο β).

3.           Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ως αγοραία τιμή νοείται το πλήρες ποσό το οποίο θα είχε καταβληθεί ως αντάλλαγμα για το οικείο χρηματοπιστωτικό μέσο σε μια συναλλαγή ίσων αποστάσεων.

Άρθρο 6 Φορολογητέα βάση σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών οι οποίες σχετίζονται με συμβάσεις παραγώγων

Στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 στοιχείο γ) και, όσον αφορά τις συμβάσεις παραγώγων, στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 στοιχεία α) και β), φορολογητέα βάση του ΦΧΣ είναι το ονομαστικό ποσό της σύμβασης παραγώγων κατά τη στιγμή της χρηματοπιστωτικής συναλλαγής.

Εάν προσδιορίζονται περισσότερα του ενός ονομαστικά ποσά, για τον σκοπό του καθορισμού της φορολογητέας βάσης χρησιμοποιείται το υψηλότερο ποσό.

Άρθρο 7 Κοινές διατάξεις για τη φορολογητέα βάση

Όταν η αξία η οποία λαμβάνεται υπόψη, βάσει του άρθρου 5 ή του άρθρου 6, για τον καθορισμό της φορολογητέας βάσης είναι εκπεφρασμένη, εν όλω ή εν μέρει, σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους που επιβάλλει τον φόρο, η εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία είναι η τελευταία καταγεγραμμένη τιμή πώλησης, μόλις ο ΦΧΣ καθίσταται απαιτητός, στην πιο αντιπροσωπευτική αγορά συναλλάγματος του οικείου κράτους μέλους, ή η συναλλαγματική ισοτιμία η οποία καθορίζεται διά παραπομπής στην εν λόγω αγορά, σύμφωνα με τους καθορισμένους κανόνες του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Άρθρο 8 Εφαρμογή, δομή και επίπεδο συντελεστών

1.           Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τους συντελεστές ΦΧΣ που ισχύουν τη στιγμή που ο φόρος καθίσταται απαιτητός.

2.           Οι συντελεστές καθορίζονται από κάθε κράτος μέλος ως ποσοστό της φορολογητέας βάσης.

Οι εν λόγω συντελεστές δεν είναι κατώτεροι του:

α)      0,1% όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 5·

β)      0,01% όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 6.

3.           Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τον ίδιο συντελεστή σε όλες τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές οι οποίες υπάγονται στην ίδια κατηγορία κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β).

Κεφάλαιο III Καταβολή ΦΧΣ, σχετικές υποχρεώσεις και αποτροπή της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της κατάχρησης

Άρθρο 9 Υπόχρεος για την καταβολή του ΦΧΣ στις φορολογικές αρχές

1.           Για κάθε χρηματοπιστωτική συναλλαγή, καταβάλλεται ΦΧΣ από κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου·

β)      ενεργεί εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή· ή

γ)      η συναλλαγή διενεργείται για λογαριασμό του.

2.           Εάν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, υπόχρεο για την καταβολή του ΦΧΣ είναι μόνον το άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

3.           Κάθε συμβαλλόμενο μέρος σε μια συναλλαγή, συμπεριλαμβανομένων άλλων προσώπων πλην των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεος για την καταβολή του φόρου που οφείλεται από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα λόγω της συγκεκριμένης συναλλαγής, στην περίπτωση που το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν κατέβαλε τον οφειλόμενο από αυτό φόρο εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4.

4.           Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέψουν ότι ένα πρόσωπο διαφορετικό από εκείνα που είναι υπόχρεα για την καταβολή του ΦΧΣ και αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου θεωρείται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την καταβολή του φόρου.

Άρθρο 10 Διατάξεις σχετικές με τις προθεσμίες καταβολής του ΦΧΣ, τις υποχρεώσεις που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της καταβολής, την επαλήθευση της καταβολής

1.           Τα κράτη μέλη θεσπίζουν υποχρεώσεις καταχώρισης, λογιστικής και υποβολής εκθέσεων και άλλες υποχρεώσεις με σκοπό να διασφαλίζεται η πραγματική καταβολή του οφειλόμενου ΦΧΣ στις φορολογικές αρχές.

2.           Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε πρόσωπο υπόχρεο για την καταβολή ΦΧΣ υποβάλλει στις φορολογικές αρχές δήλωση, στην οποία παρατίθενται όλες οι αναγκαίες πληροφορίες για τον υπολογισμό του ΦΧΣ που κατέστη απαιτητός κατά τη διάρκεια περιόδου ενός μήνα, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής αξίας των συναλλαγών που φορολογούνται με κάθε συντελεστή. Η δήλωση ΦΧΣ υποβάλλεται έως τη δέκατη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο ο ΦΧΣ κατέστη απαιτητός.

3.           Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα ώστε να διασφαλίζεται, εφόσον τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η τήρηση στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, για πέντε τουλάχιστον χρόνια, των στοιχείων σχετικά με όλες τις συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα τις οποίες έχουν διενεργήσει, στο όνομά τους ή στο όνομα άλλου προσώπου, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου.

4.           Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο οφειλόμενος ΦΧΣ καταβάλλεται στις φορολογικές αρχές:

α)      μόλις ο φόρος καθίσταται απαιτητός, σε περίπτωση εκτέλεσης της συναλλαγής ηλεκτρονικά·

β)      εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη στιγμή που ο φόρος καθίσταται απαιτητός, σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις.

5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν κατά πόσον ο φόρος καταβλήθηκε ορθά.

Άρθρο 11 Ειδικές διατάξεις για την αποτροπή της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της κατάχρησης

1.           Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για την αποτροπή της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της κατάχρησης.

2.           Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 13, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες προσδιορίζουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 1.

3.           Όπου απαιτείται, τα κράτη μέλη κάνουν χρήση των διατάξεων που έχει θεσπίσει η Ένωση σχετικά με τη διοικητική συνεργασία σε φορολογικά θέματα και ειδικότερα των οδηγιών 2011/16/ΕΕ και 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου. Κάνουν επίσης χρήση των ήδη ισχυουσών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων και διατήρησης δεδομένων που σχετίζονται με τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.

Κεφάλαιο IV Τελικές διατάξεις

Άρθρο 12 Άλλοι φόροι επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών

Τα κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε καθιερώνουν φόρους επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, εκτός του ΦΧΣ που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας οδηγίας ή φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου[30].

Άρθρο 13 Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.           Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

2.           Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 εξουσιοδότηση ανατίθεται επ’ αόριστον από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 18.

3.           Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 εξουσιοδότηση δύναται να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία η οποία προσδιορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν τεθεί ήδη σε ισχύ.

4.           Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί στο Συμβούλιο.

5.           Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 και του άρθρου 11 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εάν δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας 2 μηνών από την κοινοποίηση της συγκεκριμένης πράξης στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας, το Συμβούλιο ενημέρωσε την Επιτροπή ότι δεν θα διατυπώσει αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά 2 μήνες με πρωτοβουλία του Συμβουλίου.

Άρθρο 14 Ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων από την Επιτροπή ή για τυχόν αντιρρήσεις κατ’ αυτών ή για την ανάκληση της εξουσιοδότησης από το Συμβούλιο.

Άρθρο 15 Τροποποίηση της οδηγίας 2008/7/ΕΚ

Η οδηγία 2008/7/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)      Στο άρθρο 6 παράγραφος 1, το στοιχείο α) απαλείφεται.

2)      Μετά το άρθρο 6, παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6α

Σχέση με την οδηγία …/…/ΕΕ

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας …/…/ΕΕ[31].»

Άρθρο 16 Ρήτρα επανεξέτασης

Κάθε πέντε έτη και για πρώτη φορά έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και, εφόσον συντρέχει λόγος, πρόταση για την τροποποίησή της.

Στην εν λόγω έκθεση της Επιτροπής εξετάζονται, κατ’ ελάχιστον, οι συνέπειες του ΦΧΣ στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην πραγματική οικονομία και λαμβάνεται υπόψη η πρόοδος όσον αφορά τη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διεθνές επίπεδο.

Άρθρο 17 Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.           Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.           Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 18 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 19

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

                                                                       Για το Συμβούλιο

                                                                       Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ 1.1. Ονομασία της πρότασης/πρωτοβουλίας

Οδηγία του Συμβουλίου για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/7/ΕΚ

1.2. Σχετικός(-οί) τομέας(-είς) πολιτικής που αφορά(-ούν) τη δομή ΔΒΔ/ΠΒΔ

14 05 Φορολογική πολιτική

1.3. Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας

Η πρόταση αφορά νέα δράση.

1.4. Στόχοι 1.4.1. Ο πολυετής στρατηγικός στόχος της Επιτροπής που αφορά η πρόταση

Δημοσιονομική σταθερότητα

1.4.2. Ειδικός στόχος και δραστηριότητα ΔΒΔ/ΠΒΔ

Ειδικός στόχος αριθ. 3 Ανάπτυξη νέων φορολογικών πρωτοβουλιών και δράσεων για τη στήριξη των στόχων πολιτικής της Ένωσης. Σχετική(-ές) δραστηριότητα(-ες) ΔΒΔ/ΠΒΔ Τίτλος 14 Φορολογία και Τελωνειακή Ένωση· ΔΒΔ 05 Φορολογική πολιτική

1.4.3. Αναμενόμενο(-α) αποτέλεσμα(-τα)

Αποφυγή του κατακερματισμού της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, έχοντας κατά νου τον αυξανόμενο αριθμό μη συντονισμένων εθνικών φορολογικών μέτρων που θεσπίζονται. Διασφάλιση δίκαιης συνεισφοράς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην κάλυψη του κόστους της πρόσφατης κρίσης και διασφάλιση ομοιόμορφης φορολόγησης του τομέα σε σχέση με άλλους τομείς. Δημιουργία κατάλληλων αντικινήτρων για υπερβολικά ριψοκίνδυνες συναλλαγές και συμπλήρωση των κανονιστικών μέτρων που στοχεύουν στην αποφυγή μελλοντικής κρίσης.

1.5. Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας 1.5.1. Βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κάλυψη αναγκών

Συμβολή στον συνολικό στόχο της σταθερότητας στην ΕΕ μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.

1.5.2. Προστιθέμενη αξία της συμμετοχής της ΕΕ

Μόνον μέσω της λήψης μέτρων σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να αποφευχθεί ο κατακερματισμός των χρηματοπιστωτικών αγορών στις διάφορες δραστηριότητες και διασυνοριακά, και μπορούν να διασφαλιστούν η ισότιμη μεταχείριση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην ΕΕ και, τελικώς, η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς .

1.5.3. Διδάγματα που αποκομίστηκαν από ανάλογες εμπειρίες του παρελθόντος

Η καθιέρωση ενός ΦΧΣ με ευρεία βάση σε εθνικό επίπεδο, ο οποίος θα επιτύχει τους τρεις προαναφερθέντες στόχους χωρίς σοβαρές συνέπειες μετεγκατάστασης, έχει αποδειχθεί σχεδόν ανέφικτη (παράδειγμα της Σουηδίας).

1.5.4. Συνέπεια και ενδεχόμενη συνέργεια με άλλα συναφή μέσα

Οι φόροι αποτελούν τμήμα του συνολικού πλαισίου εξυγίανσης. Επιπλέον, η Επιτροπή πρότεινε να χρησιμοποιηθεί το προϊόν του ΦΧΣ ως μελλοντικός ίδιος πόρος.

1.6. Διάρκεια και δημοσιονομικές επιπτώσεις της δράσης

Πρόταση απεριόριστης διάρκειας.

1.7. Προβλεπόμενος (οι) τρόπος(οι) διαχείρισης

Η πρόταση έχει δημοσιονομική επίπτωση για την ΕΕ αυξάνοντας το διοικητικό κόστος.

Κεντρική άμεση διαχείριση από την Επιτροπή

Κεντρική έμμεση διαχείριση με ανάθεση καθηκόντων σε:

Πρόσωπο επιφορτισμένο με την εκτέλεση συγκεκριμένων δράσεων δυνάμει του τίτλου V της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προσδιορίζεται στην αντίστοιχη βασική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 49 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη

Αποκεντρωμένη διαχείριση με τρίτες χώρες

Από κοινού διαχείριση με διεθνείς οργανισμούς (θα προσδιοριστεί).

2. Μέτρα διαχειρισησ 2.1. Διατάξεις στον τομέα της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων

Τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα για την επακριβή και εμπρόθεσμη είσπραξη του ΦΧΣ, συμπεριλαμβανομένων μέτρων επαλήθευσης. Η πρόβλεψη κατάλληλων μέτρων για τη διασφάλιση της καταβολής του φόρου και την παρακολούθηση και την επαλήθευση της ορθής καταβολής του επαφίεται στα κράτη μέλη.

2.2. Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου 2.2.1. Κίνδυνος(-οι) που έχει(-ουν) επισημανθεί

1. Καθυστερήσεις στη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών 2. Κίνδυνος φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και κατάχρησης 3. Κίνδυνος μετεγκατάστασης

2.2.2. Προβλεπόμενη(-ες) μέθοδος(-οι) ελέγχου

Το άρθρο 11 της οδηγίας αναφέρει τις ειδικές διατάξεις που αφορούν την πρόληψη της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της κατάχρησης: κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και διοικητική συνεργασία σε φορολογικά θέματα. Ο κίνδυνος μετεγκατάστασης αντιμετωπίζεται με την επιλογή κατάλληλου συνόλου φορολογικών συντελεστών και με ευρύ ορισμό της φορολογητέας βάσης.

2.3. Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών

Να προσδιοριστούν υφιστάμενα ή προβλεπόμενα μέτρα πρόληψης και προστασίας.

3. ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ 3.1. Τομέας (-είς) του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμή (-ές) των δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

· Υφιστάμενες γραμμές προϋπολογισμού για δαπάνες

Κατά σειρά τομέων πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Γραμμή του προϋπολογισμού || Είδος δαπάνης || Συνεισφορά

Αριθμός [Ονομασία………….] || ΔΠ/ΜΔΠ ([32]) || χωρών ΕΖΕΣ[33] || υποψήφιων χωρών [34] || τρίτων χωρών || κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο αα) του δημοσιονομικού κανονισμού

|| [XX.YY.YY.YY] || ΔΠ/ΜΔΠ || ΝΑΙ/ΟΧΙ || ΝΑΙ/ΟΧΙ || ΝΑΙ/ΟΧΙ || ΝΑΙ/ΟΧΙ

· Νέες γραμμές του προϋπολογισμού, των οποίων έχει ζητηθεί η δημιουργία

Κατά σειρά τομέων πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Γραμμή του προϋπολογισμού || Είδος δαπάνης || Συνεισφορά

Αριθμός [Ονομασία …………..] || ΔΠ/ΜΔΠ || χωρών ΕΖΕΣ || υποψήφιων χωρών || τρίτων χωρών || κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο αα) του δημοσιονομικού κανονισμού

|| [XX.YY.YY.YY] || || ΝΑΙ/ΟΧΙ || ΝΑΙ/ΟΧΙ || ΝΑΙ/ΟΧΙ || ΝΑΙ/ΟΧΙ

3.2. Εκτιμώμενος αντίκτυπος στις δαπάνες 3.2.1. Συνοπτική παρουσίαση του εκτιμώμενου αντικτύπου στις δαπάνες

εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: || Αριθμός || [Ονομασία ……………...…………………………………………….]

ΓΔ: <…….> || || || Έτος N[35] || Έτος N+1 || Έτος N+2 || Έτος N+3 || … να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να εμφαίνεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλέπε σημείο 1.6) || ΣΥΝΟΛΟ

Ÿ Επιχειρησιακές πιστώσεις || || || || || || || ||

Αριθμός γραμμής του προϋπολογισμού || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1) || || || || || || || ||

Πληρωμές || (2) || || || || || || || ||

Αριθμός γραμμής του προϋπολογισμού || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1α) || || || || || || || ||

Πληρωμές || (2α) || || || || || || || ||

Πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα που χρηματοδοτούνται από το κονδύλιο για τα ειδικά προγράμματα[36] || || || || || || || ||

Αριθμός γραμμής του προϋπολογισμού || || (3) || || || || || || || ||

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων για τη ΓΔ <…….> || Αναλήψεις υποχρεώσεων || =1+1α +3 || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α.

Πληρωμές || =2+2α +3 || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α.

Ÿ ΣΥΝΟΛΟ επιχειρησιακών πιστώσεων || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (4) || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α.

Πληρωμές || (5) || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α.

Ÿ ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα που χρηματοδοτούνται από το κονδύλιο για τα ειδικά προγράμματα || (6) || || || || || || || ||

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων του ΤΟΜΕΑ <….> του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Αναλήψεις υποχρεώσεων || =4+ 6 || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α.

Πληρωμές || =5+ 6 || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α.

Αν η πρόταση/πρωτοβουλία επηρεάζει περισσότερους του ενός τομείς:

Ÿ ΣΥΝΟΛΟ επιχειρησιακών πιστώσεων || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (4) || || || || || || || ||

Πληρωμές || (5) || || || || || || || ||

Ÿ ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα που χρηματοδοτούνται από το κονδύλιο για τα ειδικά προγράμματα || (6) || || || || || || || ||

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων των ΤΟΜΕΩΝ 1 έως 4 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (Ποσό αναφοράς) || Αναλήψεις υποχρεώσεων || =4+ 6 || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α.

Πληρωμές || =5+ 6 || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: || 5 || «Διοικητικές δαπάνες»

εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

|| || Έτος 2013 || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Από το 2017 και έπειτα

ΓΔ: TAXUD ||

Ÿ Ανθρώπινοι πόροι || 0,254 || 0,762 || 0,762 || 0,762 || 0,762

Ÿ Άλλες διοικητικές δαπάνες || 0,040 || 0,036 || 0,036 || 0,036 || 0,036

ΣΥΝΟΛΟ ΓΔ TAXUD || || 0,294 || 0,798 || 0,798 || 0,798 || 0,798

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων του ΤΟΜΕΑ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || (Σύνολο αναλήψεων υποχρεώσεων = Σύνολο πληρωμών) || 0,294 || 0,798 || 0,798 || 0,798 || 0,798

εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

|| || Έτος 2013 || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Από το 2017 και έπειτα

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων των ΤΟΜΕΩΝ 1 έως 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Αναλήψεις υποχρεώσεων || 0,294 || 0,798 || 0,798 || 0,798 || 0,798

Πληρωμές || 0,294 || 0,798 || 0,798 || 0,798 || 0,798

3.2.2. Εκτιμώμενος αντίκτυπος στις επιχειρησιακές πιστώσεις

– X  Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων

3.2.3. Εκτιμώμενος αντίκτυπος στις πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα 3.2.3.1. Συνοπτική παρουσίαση

– X  Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα, όπως εξηγείται κατωτέρω:

εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

|| Έτος 2013 || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Από το 2017 και έπειτα

               

ΤΟΜΕΑΣ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || || || || ||

Ανθρώπινοι πόροι || 0,254 || 0,762 || 0,762 || 0,762 || 0,762

Άλλες διοικητικές δαπάνες || 0,040 || 0,036 || 0,036 || 0,036 || 0,036

Υποσύνολο ΤΟΜΕΑ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || 0,294 || 0,798 || 0,798 || 0,798 || 0,798

Εκτός ΤΟΜΕΑ 5[37] του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || || || || ||

Ανθρώπινοι πόροι || || || || ||

Άλλες δαπάνες διοικητικής φύσης || || || || ||

Υποσύνολο εκτός ΤΟΜΕΑ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || α.α. || α.α. || α.α. || α.α. || α.α.

ΣΥΝΟΛΟ || 0,294 || 0,798 || 0,798 || 0,798 || 0,798

3.2.3.2. Εκτιμώμενες ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους

– X  Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρωπίνων πόρων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

|| Έτος 2013 || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Από το 2017 και έπειτα

Ÿ Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (θέσεις μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων ) || || || || ||

14 01 01 01 (στην έδρα ή στα γραφεία αντιπροσωπείας της Επιτροπής ) || 0,254 || 0,762 || 0,762 || 0,762 || 0,762

14 01 01 02 (σε αντιπροσωπεία) || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ.

14 01 05 01 (Έμμεση έρευνα) || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ.

10 01 05 01 (Άμεση έρευνα) || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ.

Ÿ Εξωτερικό προσωπικό (σε μονάδα ισοδυνάμου πλήρους απασχόλησης : FTE)[38] || || || || ||

14 01 02 01 (ΣΥ, ΠΠ, ΑΕΕ από το «συνολικό κονδύλιο» ) || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ.

14 01 02 02 (ΣΥ, ΠΠ, ΝΕΑ, TΥ και ΑΕΕ στις αντιπροσωπείες ) || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ.

XX 01 04 yy [39] || - στις έδρες[40] || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ.

- σε αντιπροσωπείες || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ.

XX 01 05 02 ( ΣΥ, ΠΠ, ΑΕΕ – Έμμεση έρευνα) || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ.

10 01 05 02 (ΣΥ, ΠΠ, ΑΕΕ – Άμεση έρευνα) || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ. || π.υ.

Άλλη γραμμή του προϋπολογισμού (να προσδιοριστεί) || || || || ||

ΣΥΝΟΛΟ || 0,254 || 0,762 || 0,762 || 0,762 || 0,762

Η εκτίμηση εκφράζεται σε ακέραια ποσά (ή το πολύ με ένα δεκαδικό ψηφίο)

14 είναι ο τομέας πολιτικής ή ο σχετικός τίτλος του προϋπολογισμού.

Οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους θα καλυφθούν από το προσωπικό της ΓΔ που έχει ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης ή/και που έχει ανακατανεμηθεί στο πλαίσιο της ίδιας της ΓΔ και θα συμπληρωθούν, ενδεχομένως, από όλα τα συμπληρωματικά κονδύλια που μπορεί να διατεθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση της δράσης της ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας χορήγησης και με βάση τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Περιγραφή των προς εκτέλεση καθηκόντων:

Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι || Η παρούσα κατανομή του προσωπικού της ΓΔ TAXUD δεν λαμβάνει πραγματικά πλήρως υπόψη το θέμα ενός κοινού συστήματος ΦΧΣ και θα απαιτηθεί εσωτερική αναδιάταξη. Τα κύρια καθήκοντα των ορισμένων υπαλλήλων θα είναι: επεξεργασία των τεχνικών πτυχών της πρακτικής λειτουργίας του φόρου για τη διευκόλυνση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, παρακολούθηση της επακόλουθης εφαρμογής, εκπόνηση νομικών ερμηνειών και εγγράφων εργασίας, συμβολή στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με τις διατάξεις για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής/κατάχρησης, προετοιμασία διαδικασιών επί παραβάσει κατά περίπτωση κ.λπ.

3.2.4. Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

– X  Η πρόταση/πρωτοβουλία είναι συμβατή με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

3.2.5. Συμμετοχή τρίτων μερών στη χρηματοδότηση

– Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν προβλέπει συγχρηματοδότηση από τρίτα μέρη.

3.3. Εκτιμώμενος δημοσιονομικός αντίκτυπος στα έσοδα

– X  Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν έχει κανένα δημοσιονομικό αντίκτυπο στα έσοδα.

[1]               COM(2010) 549 τελικό (http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2010:0549:FIN:EL:PDF).

[2]               Συγκεκριμένα, στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαρτίου 2011, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ συμφώνησαν ότι «θα πρέπει να μελετηθεί και να αναπτυχθεί περαιτέρω η φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών στη ζώνη του ευρώ, στην ΕΕ και σε διεθνές επίπεδο». Στην επακόλουθη σύνοδό του, στις 24 και 25 Μαρτίου 2011, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επανέλαβε το προηγούμενο συμπέρασμά του ότι θα πρέπει να μελετηθεί και να αναπτυχθεί περαιτέρω η παγκόσμια θεσμοθέτηση φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.

[3]               Στις 10 και στις 25 Μαρτίου 2010 και στις 8 Μαρτίου 2011, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψηφίσματα με τα οποία κάλεσε την Επιτροπή να διενεργήσει αξιολόγηση των επιπτώσεων ενός ΦΧΣ, διερευνώντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Ζήτησε επίσης να εκτιμηθούν η πιθανή συνεισφορά των διαφόρων δυνατοτήτων ΦΧΣ στον προϋπολογισμό της ΕΕ και σε ποιον βαθμό οι εναλλακτικές λύσεις που εξετάζονται θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως καινοτόμοι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί που θα στηρίξουν την προσαρμογή των αναπτυσσομένων χωρών στην κλιματική αλλαγή, και τον μετριασμό των επιπτώσεών της, καθώς και τη χρηματοδότηση της συνεργασίας για την ανάπτυξη.

[4]               Οι περισσότερες χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες εξαιρούνται από τον ΦΠΑ.

[5]               COM(2011) 510 τελικό http://ec.europa.eu/budget/library/biblio/documents/fin_fwk1420/proposal_council_own_resources_el.pdf.

[6]               COM(2010) 700 τελικό         (http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2010:0700:FIN:EL:PDF).

[7]               COM(2011) 510 τελικό (http://ec.europa.eu/budget/library/biblio/documents/fin_fwk1420/proposal_council_own_resources_el.pdf).

[8]               Γίνεται παραπομπή στον ορισμό των χρηματοπιστωτικών μέσων στο παράρτημα I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1). Ο εν λόγω ορισμός περιλαμβάνει τα μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Συνεπώς, τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32), και οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1), είναι χρηματοπιστωτικά μέσα. Επομένως, η εγγραφή σε τέτοια μέσα και η εξόφλησή τους θεωρούνται χρηματοπιστωτικές συναλλαγές κατά την έννοια της παρούσας πρότασης.

[9]               Ειδικότερα, η οδηγία 2004/39/ΕΚ (πρβλ. προηγούμενη υποσημείωση).

[10]             ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1.

[11]             ΕΕ L 84 της 31.3.2010, σ. 1.

[12]                http://www.oecdilibrary.org/docserver/download/fulltext/2311331e.pdf?expires=1309623132&id=id&accname=ocid194935&checksum=37A9732331E7939B3EE154BB7EC53C41.

[13]             ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1.

[14]             ΕΕ L 46 της 21.2.2008, σ. 11.

[15]             ΕΕ C … της …, σ.. .

[16]             ΕΕ C … της …, σ. ..

[17]             ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1–44.

[18]             ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32–96.

[19]             ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1–73.

[20]             ΕΕ L 46 της 21.2.2008, σ. 11.

[21]             ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1.

[22]             ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.

[23]             ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1.

[24]             ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

[25]             ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

[26]             ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

[27]             ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1.

[28]             ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10.

[29]             ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45.

[30]             ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1–118.

[31]             ΕΕ L ….. της …., σ.

[32]               ΔΠ= Διαχωριζόμενες πιστώσεις / ΜΔΠ= Μη διαχωριζόμενες πιστώσεις.

[33]               ΕΖΕΣ:     Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών.

[34]               Υποψήφιες χώρες και, κατά περίπτωση, δυνάμει υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.

[35]               Το έτος N είναι το έτος έναρξης της εφαρμογής της πρότασης/πρωτοβουλίας.

[36]               Τεχνική ή/και διοικητική βοήθεια και δαπάνες για τη στήριξη της εφαρμογής προγραμμάτων ή/και δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «ΒΑ»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.

[37]               Τεχνική ή/και διοικητική βοήθεια και δαπάνες για τη στήριξη της εφαρμογής προγραμμάτων ή/και δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «ΒΑ»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.

[38]               ΣΥ = Συμβασιούχος υπάλληλος· ΠΠ = Προσωρινό προσωπικό («Intérimaire»), ΝΕΑ = Νεαρός εμπειρογνώμονας σε αντιπροσωπεία («Jeune Expert en Délégation»), ΤΥ = Τοπικός υπάλληλος, ΑΕΕ = Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας.

[39]               Επιμέρους ανώτατο όριο εξωτερικού προσωπικού βάσει επιχειρησιακών πιστώσεων (πρώην γραμμές «BA»).

[40]               Κυρίως για τα Διαρθρωτικά Ταμεία, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (ΕΤΑ).