52011PC0135




[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 17.3.2011

COM(2011) 135 τελικό

2006/0084 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1074/1999

SEC(2011) 343 τελικό

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης – OLAF(«η Υπηρεσία») ιδρύθηκε το 1999. Οι βασικές πράξεις του νομικού πλαισίου δυνάμει του οποίου λειτουργεί η Υπηρεσία είναι οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 1073/1999[1] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999[2] του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999 που καθορίζουν τις λεπτομέρειες διεξαγωγής των εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών που διεξάγει η Υπηρεσία, καθώς και η απόφαση 1999/352/EΚ, ΕΚΑΧ, Eυρατόμ της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 1999 για την ίδρυση της Υπηρεσίας[3].

Το 2006, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού 1073/1999[4]. Η νομοθετική πρόταση εστιάστηκε στην ενίσχυση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας και στη βελτίωση της διακυβέρνησης της Υπηρεσίας με:

- τη βελτίωση της κυκλοφορίας των πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας, των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και οργανισμών, των κρατών μελών και των ατόμων που παρέχουν πληροφορίες,

- τη διασαφήνιση των σχέσεων μεταξύ της επιτροπής εποπτείας, της Υπηρεσίας, των θεσμικών οργάνων και των λοιπών οργάνων και οργανισμών, καθώς και τη δρομολόγηση ενός «διαρθρωμένου διαλόγου», με τη συμμετοχή της επιτροπής εποπτείας, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σε βασικά θέματα διακυβέρνησης,

- την ενίσχυση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των υπό έρευνα προσώπων (προβλέποντας διαδικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να τηρούνται τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές έρευνες, καθώς και τον διορισμό συμβούλου ελεγκτή).

Η πρόταση της Επιτροπής συζητήθηκε τόσο στο Συμβούλιο όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο . Το τελευταίο εξέδωσε ψήφισμα στις 20 Νοεμβρίου 2008 [5] σε πρώτη ανάγνωση στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης. Επίσης, κατέθεσε περίπου εκατό τροπολογίες στην πρόταση της Επιτροπής. Πολλές τροπολογίες έγιναν αποδεκτές από την Επιτροπή. Μετά από αίτημα της τσεχικής Προεδρίας του Συμβουλίου (Ιανουάριος-Ιούνιος 2009), η Επιτροπή υπέβαλε, τον Ιούλιο του 2010, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έγγραφο προβληματισμού σχετικά με τη μεταρρύθμιση της Υπηρεσίας [6]. Το έγγραφο αυτό παρουσιάζει πιθανές λύσεις για την προώθηση της τρέχουσας νομοθετικής διαδικασίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έλαβε ευνοϊκή θέση τον Οκτώβριο του 2010 για το έγγραφο προβληματισμού και ζήτησε από την Επιτροπή να κινήσει εκ νέου τη νομοθετική διαδικασία. Στις 6 Δεκεμβρίου 2010, το Συμβούλιο εξέδωσε συμπεράσματα σχετικά με το έγγραφο προβληματισμού που υπέβαλε η Επιτροπή. Η επιτροπή εποπτείας της OLAF συνέβαλε στη συζήτηση με τις γνωμοδοτήσεις της για το έγγραφο προβληματισμού και για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των διαδικαστικών εγγυήσεων στις έρευνες της OLAF. [7]

Η Επιτροπή έχει καταρτίσει τροποποιημένη πρόταση που λαμβάνει υπόψη τις θέσεις που έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα και προσβλέπει στην υλοποίηση της τρέχουσας νομοθετικής μεταρρύθμισης το συντομότερο δυνατό.

2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

N/A

3. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

3.1. Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των ερευνών της Υπηρεσίας

Η τροποποιημένη πρόταση περιλαμβάνει νέες διατάξεις για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των ερευνών και για ενισχυμένη συνεργασία με τα κράτη μέλη ώστε να επιταχυνθούν αποτελεσματικά οι διαδικασίες των ερευνών.

Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή προτείνει την εξέταση της διάρκειας των ερευνών από την επιτροπή εποπτείας με βάση τις πληροφορίες που παρέχει η Υπηρεσία. Σε περιπτώσεις αδυναμίας περάτωσης των ερευνών εντός 12 μηνών, η Υπηρεσία οφείλει να ενημερώνει ανά εξάμηνο την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τους λόγους που εμποδίζουν την ολοκλήρωση της έρευνας. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιστεί η πιο συνεχής παρακολούθηση της διάρκειας των ερευνών μέχρι την περάτωσή τους.

Η τροποποιηθείσα πρόταση συμβάλλει περαιτέρω στο να καταστεί αποτελεσματικότερο το έργο της Υπηρεσίας με τη βελτίωση της συνεργασίας της και της ανταλλαγής πληροφοριών με τα λοιπά θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς της ΕΕ , καθώς και με τα κράτη μέλη σε όλα τα στάδια της διαδικασίας των ερευνών.

Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί των οποίων μέλος/μέλος του προσωπικού ή ο προϋπολογισμός αποτελεί αντικείμενο έρευνας πρέπει να ενημερώνονται το συντομότερο δυνατό από την Υπηρεσία . Με τον τρόπο αυτό, τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν προληπτικά διοικητικά μέτρα. Είναι εξάλλου υπεύθυνα να διασφαλίζουν τη βέλτιστη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και να αποφεύγουν τη συνέχιση μιας παρατυπίας ή το ενδεχόμενο αύξησης της οικονομικής ζημίας. Για το λόγο αυτό η ενημέρωσή τους είναι απολύτως αναγκαία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της έρευνας (όταν για παράδειγμα αυτή αφορά το ανώτατο διαχειριστικό ή πολιτικό επίπεδο θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού), η Υπηρεσία πρέπει να χρησιμοποιεί κατάλληλα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης.

Όσον αφορά την πρόσβαση της Υπηρεσίας στις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί , δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού 1073/1999, η Υπηρεσία εξακολουθεί να έχει άμεση πρόσβαση, χωρίς προειδοποίηση, σε κάθε πληροφορία που κατέχουν τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί η οποία συνδέεται με το αντικείμενο της έρευνας, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ισχύουν δυνάμει της νομικής βάσης για την ίδρυση της Ευρωπόλ[8].

Η εν λόγω τροποποιημένη πρόταση επιβεβαιώνει και αναπτύσσει περαιτέρω την προσέγγιση de minimis της πρότασης του 2006, καθώς και την πολιτική μηδενικής ανοχής έναντι της απάτης: όσον αφορά την έναρξη ερευνών, η Υπηρεσία πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προτεραιότητες της πολιτικής ερευνών και την ανάγκη αποτελεσματικής χρησιμοποίησης των πόρων της Υπηρεσίας. Όσον αφορά ειδικά τις εσωτερικές έρευνες, η Υπηρεσία πρέπει να εξετάζει εάν οι έρευνες του είδους αυτού διενεργούνται καλύτερα από το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό ή από την ίδια την Υπηρεσία. Επιπλέον, σε υποθέσεις στις οποίες η Υπηρεσία, μετά τη διενέργεια της εσωτερικής έρευνας, εκτιμά ότι λόγω της φύσεως των γεγονότων και της κλίμακας της οικονομικής ζημίας, τα εσωτερικά μέτρα επιτρέπουν την καταλληλότερη παρακολούθηση, πρέπει να διαβιβάζει την υπόθεση στην Υπηρεσία Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων της Επιτροπής (IDOC) ή στα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς αντί να την αποστέλλει στις αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές. Για τον λόγο αυτό, στην τροποποιημένη πρόταση αποσαφηνίστηκε η πολιτική de minimis (υποθέσεις στις οποίες η Υπηρεσία αποφασίζει να μην κινήσει διαδικασία έρευνας ή να μην διαβιβάσει τα πορίσματά της στις αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές). Κατά την εφαρμογή της πολιτικής de minimis , η Υπηρεσία πρέπει να εφαρμόζει συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές, όπως προτάθηκε από το Συμβούλιο στα συμπεράσματά του της 6ης Δεκεμβρίου 2010.

Για να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών , το κάθε κράτος μέλος πρέπει να ορίσει μία αρχή (υπηρεσία συντονισμού της καταπολέμησης της απάτης) για να συνδράμει την Υπηρεσία στη συνεργασία της με τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Τούτο δεν σημαίνει την ίδρυση νέας αρχής. Από την κτηθείσα εμπειρία προκύπτει ότι λόγω των διαφορετικών δομών που υπάρχουν σε κάθε κράτος μέλος, συχνά, σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος, η Υπηρεσία αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες να απευθυνθεί στην αρμόδια αρχή.

Η τακτική παρακολούθηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις εσωτερικές έρευνες, προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα ανάληψης πειθαρχικής δράσης ή άλλων μέτρων από την IDOC ή από αντίστοιχες υπηρεσίες σε άλλα θεσμικά όργανα, όργανα ή οργανισμούς. Προτείνεται συνεπώς, μετά από αίτημα της Υπηρεσίας, να υποβάλλουν τα κράτη μέλη εκθέσεις σχετικά με τη συνέχεια που έχει δοθεί στις πληροφορίες που τους έχει διαβιβάσει η Υπηρεσία. Για να αποφευχθεί η άσκοπη διοικητική επιβάρυνση των κρατών μελών, η τροποποιημένη πρόταση προβλέπει ότι τα κράτη υποβάλλουν στην Υπηρεσία, μετά από αίτημά της, εκθέσεις σχετικά με τις ενέργειες που αναλήφθηκαν και την πρόοδο που σημειώθηκε μετά τη διαβίβαση πληροφοριών από την Υπηρεσία.

Για να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας, της Eυρωπόλ και της Eurojust , λαμβάνοντας υπόψη την προοπτική ενδεχόμενων περαιτέρω αλλαγών στις αρμοδιότητές τους, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς , προτείνεται να περιληφθεί στον κανονισμό διάταξη που παρέχει στην Υπηρεσία τη δυνατότητα να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με τις εν λόγω οντότητες για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών. Παρόμοια ρύθμιση συνεργασίας υφίσταται ήδη μεταξύ της Υπηρεσίας και της Eurojust. Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση της Eurojust, η Eurojust μπορεί να συμφωνεί με την Επιτροπή όσον αφορά τις πρακτικές λεπτομέρειες[9]. Η Υπηρεσία έχει επίσης συμφωνήσει παρόμοιες ρυθμίσεις με ορισμένες τρίτες χώρες. Όσον αφορά την Eυρωπόλ, από το 2010 έχει τεθεί σε ισχύ νέα συμφωνία πλαίσιο η οποία ορίζει ότι η Eυρωπόλ συνάπτει εργασιακές ρυθμίσεις με την Υπηρεσία. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεσπιστεί αντίστοιχος κανόνας για την Υπηρεσία. Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (2010/427/EΕ) η οποία προβλέπει στο άρθρο 3 παράγραφος 4 τη συνεργασία της ΕΥΕΔ με την OLAF, όλα τα θεσμικά όργανα οφείλουν να παρέχουν στους υπαλλήλους της OLAF την αναγκαία υποστήριξη για την επιτέλεση των καθηκόντων τους. Οι λεπτομέρειες της συνεργασίας της OLAF με τις αρχές τρίτων χωρών πρέπει να καθοριστούν σε μνημόνια συμφωνίας με την ΕΥΕΔ και τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής.

Μολονότι ο Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος για την έναρξη και τη διεξαγωγή των ερευνών, πρέπει να επικουρείται από εσωτερικό όργανο το οποίο θα συμβουλεύεται κατά την έναρξη έρευνας, πριν από την περαίωση έρευνας και όποτε το κρίνει αναγκαίο. Για να διασαφηνιστούν οι εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε σχέση με το ρόλο του Γενικού Διευθυντή της Υπηρεσίας, ο Γενικός Διευθυντής μπορεί επίσης να αναθέτει εγγράφως την άμεση εκτέλεση των ερευνών σε μεμονωμένα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας. Η θητεία του Γενικού Διευθυντή δεν πρέπει να είναι ανανεώσιμη ώστε να ενισχύεται η ανεξαρτησία του. Ο τίτλος του «Γενικού Διευθυντή» ο οποίος καθιερώθηκε με την πρόταση του 2006, διατηρείται. Τούτο είναι απαραίτητο προκειμένου να αντικατοπτρίζεται το καθεστώς της OLAF ως Γενικής Διεύθυνσης της Επιτροπής και να διακρίνεται ο Γενικός Διευθυντής τα μέλη της ομάδας των ανωτέρων στελεχών που φέρουν το βαθμό του διευθυντή. Για να διασφαλιστεί η συνέχεια, και λαμβανομένης υπόψη της πρόσφατης εμπειρίας, στην τροποποιημένη πρόταση προβλέπονται κανόνες αναπλήρωσης.

Η διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών πρέπει να περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό. Τούτο θα διευκολύνει τη διεξαγωγή των ερευνών. Όπως προκύπτει από την κτηθείσα εμπειρία, οι έρευνες μπορούν να ξεκινήσουν ως εξωτερικές και στη συνέχεια να εξελιχθούν σε εσωτερικές ή αντιστρόφως. Δυνάμει του ισχύοντος νομικού πλαισίου, τα άτομα για τα οποία διενεργούνται εσωτερικές έρευνες έχουν καθήκον να συνεργάζονται με την Υπηρεσία σύμφωνα με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης ή το Πρωτόκολλο περί Προνομίων και Ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εξουσίες της Υπηρεσίας για διεξαγωγή ερευνών αποτυπώνονται με μεγαλύτερη σαφήνεια όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες. Ο σεβασμός των διαδικαστικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπό έρευνα προσώπων πρέπει να είναι πλήρης, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για εξωτερική έρευνα.

3.2. Η διακυβέρνηση της Υπηρεσίας: εξισορρόπηση μεταξύ ανεξαρτησίας και υποχρέωσης λογοδοσίας της Υπηρεσίας

Η ενισχυμένη διακυβέρνηση, σε συνδυασμό με τη θέσπιση διαδικασίας ελέγχου και διατάξεων για τη ροή των πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των ενδιαφερομένων θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, θα συμβάλει στην επίτευξη εξισορρόπησης μεταξύ της ανεξαρτησίας και της υποχρέωσης λογοδοσίας της Υπηρεσίας.

Η επιτροπή εποπτείας της Υπηρεσίας θα εξακολουθήσει να διασφαλίζει ότι η Υπηρεσία εκπληρώνει την αποστολή της με πλήρη ανεξαρτησία. Επιπλέον, διασαφηνίζεται περαιτέρω ο ρόλος της επιτροπής εποπτείας. Πρέπει να της δοθεί ρητή εντολή παρακολούθησης των ανταλλαγών πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών και των εξελίξεων όσον αφορά την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων. Πρέπει επίσης να παρακολουθεί με γενικό και συστηματικό τρόπο τις εξελίξεις όσον αφορά τη διάρκεια των ερευνών χωρίς να παρεμβαίνει στη διεξαγωγή τους. Όσον αφορά το διορισμό των μελών της επιτροπής εποπτείας, προβλέπεται η σταδιακή ανανέωσή τους ώστε να διαφυλαχθεί η εμπειρογνωμοσύνη της. Πρέπει να ζητείται η γνώμη της επιτροπής εποπτείας όσον αφορά το διορισμό του Γενικού Διευθυντή και τον ορισμό του (των) αναπληρώνοντος (-ων) Διευθυντή (-ών), ενώ πρέπει επίσης να ενημερώνεται για τις διαβιβάσεις πληροφοριών στις δικαστικές αρχές.

Σήμερα, αντί για έναν τυπικά διαρθρωμένο διάλογο μεταξύ της επιτροπής εποπτείας και των θεσμικών οργάνων σχετικά με τη λειτουργία της Υπηρεσίας στον τομέα των ερευνών, προτείνεται η περιοδική ανταλλαγή απόψεων για τη βελτίωση της διακυβέρνησης της Υπηρεσίας με παράλληλο σεβασμό της επιχειρησιακής της ανεξαρτησίας. Το Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 6ης Δεκεμβρίου 2010, υπογραμμίζει επίσης ότι ένας τυπικά διαρθρωμένος διάλογος θα μπορούσε να αποδυναμώσει την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας. Στην ουσία, η λιγότερο τυπική προσέγγιση ευθυγραμμίζεται με την αρχική πρόθεση της Επιτροπής για αυξημένη διακυβέρνηση με παράλληλη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας όσον αφορά τη διεξαγωγή των ερευνών της. Η ανταλλαγή απόψεων θα πραγματοποιείται μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τη συμμετοχή της Υπηρεσίας και της επιτροπής εποπτείας. Η εν λόγω ανταλλαγή απόψεων αναμένεται να συμβάλει στην ανταλλαγή πληροφοριών και γνωμών μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δράσης της Υπηρεσίας. Η ανταλλαγή απόψεων δεν πρέπει να συνιστά παρέμβαση στη διεξαγωγή των ερευνών και πρέπει να συνδέεται με τις στρατηγικές προτεραιότητες των πολιτικών της Υπηρεσίας για τις έρευνες, τις εκθέσεις για τις δραστηριότητες της επιτροπής εποπτείας και του Γενικού Διευθυντή της Υπηρεσίας, τις σχέσεις μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ· επίσης τις σχέσεις μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών και την αποτελεσματικότητα του έργου της Υπηρεσίας όσον αφορά τις έρευνες, καθώς και την αποτελεσματικότητα της επιτροπής εποπτείας. Ευθυγραμμιζόμενη με τις γνώμες που διατυπώνουν τα θεσμικά όργανα, η ανταλλαγή απόψεων θα χαρακτηρίζεται από ευελιξία: θα πραγματοποιείται περιοδικά ή μετά από αίτημα ενός εκ των προαναφερόμενων οργάνων, της Υπηρεσίας ή της επιτροπής εποπτείας.

Ένας από τους κύριους στόχους της τροποποιημένης πρότασης είναι η περαιτέρω ενίσχυση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των προσώπων που αφορούν οι έρευνες της Υπηρεσίας (άρθρο 7α). Οι διαδικαστικές εγγυήσεις είναι σκόπιμο να καταστούν σαφέστερες και πιο διαφανείς και να εφαρμόζονται σε όλες τις έρευνες, εσωτερικές και εξωτερικές, που διεξάγει η Υπηρεσία. Οι εν λόγω εγγυήσεις σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Η πρόταση προβλέπει κοινά διαδικαστικά δικαιώματα τόσο για τις εσωτερικές όσο και για τις εξωτερικές έρευνες (το δικαίωμα του υπό έρευνα προσώπου να καταστήσει γνωστές τις απόψεις του πριν εξαχθούν συμπεράσματα που αναφέρονται ονομαστικά σε αυτό, το δικαίωμά του να λάβει σύνοψη των θεμάτων που αφορούν οι έρευνες και να κληθεί να τα σχολιάσει, το δικαίωμα της συνδρομής από πρόσωπο της επιλογής του κατά την κατάθεση, το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει γλώσσα της ΕΕ της επιλογής του, την αρχή ότι κάθε πρόσωπο για το οποίο διενεργείται έρευνα έχει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης). Η πρακτική εφαρμογή των εν λόγω δικαιωμάτων πρέπει να αντικατοπτρίζεται στο εγχειρίδιο των διαδικασιών της Υπηρεσίας για τις έρευνες (εγχειρίδιο OLAF) όπως εγκρίθηκε από το Γενικό Διευθυντή.

Στην πρόταση του 2006, η Επιτροπή πρότεινε τον διορισμό συμβούλου ελεγκτή στον οποίο να μπορούν να παραπεμφθούν οι υποθέσεις προκειμένου να διατυπώσει την ανεξάρτητη γνώμη του σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις. Για να αποφευχθεί τυχόν επικάλυψη με τα καθήκοντα της επιτροπής εποπτείας και για να αποφευχθούν πρόσθετες επίσημες δομές, και να διασφαλίζεται παράλληλα ένας αποτελεσματικός, αποδοτικός και ανεξάρτητος χειρισμός των ατομικών προσφυγών, η Επιτροπή προτείνει σήμερα να θεσπιστεί διαδικασία ελέγχου από τον Γενικό Διευθυντή στο εσωτερικό της Υπηρεσίας. Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία θα ανατεθεί η διαδικασία ελέγχου πρέπει να ενεργούν με πλήρη ανεξαρτησία. Ο Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας θα υποβάλλει έκθεση στα θεσμικά όργανα σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα για την εφαρμογή της διαδικασίας ελέγχου.

Όσον αφορά το θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα , όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 8 του Χάρτη και στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ, η τροποποιημένη πρόταση προβλέπει διασαφηνίσεις και αναλυτικότερες διατάξεις για την εφαρμογή των αρχών του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2011[10], ιδίως την υποχρέωση της OLAF να ορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων.

Οι ανακοινώσεις της Υπηρεσίας στο κοινό πρέπει να διαφυλάττουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών και το τεκμήριο της αθωότητας ενώ πρέπει πάντα να είναι αμερόληπτες και διατυπωμένες προσεκτικά. Το άρθρο 8 του ισχύοντος κανονισμού προβλέπει υποχρεώσεις όσον αφορά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και την προστασία των δεδομένων.

Ο Γενικός Διευθυντής πρέπει να εγκρίνει, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή εποπτείας, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαδικασία ελέγχου, τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων της Υπηρεσίας, καθώς και το εγχειρίδιο διαδικασιών που προαναφέρθηκε. Το εν λόγω εγχειρίδιο περιλαμβάνει κατευθυντήριες γραμμές για την πρακτική εφαρμογή των διοικητικών ερευνών από την Υπηρεσία.

Δεδομένου ότι οι αρμοδιότητες της EΥΡΑTOM θα καλύπτονται δυνάμει του άρθρου 325 ΣΛΕΕ που συνιστά τη νέα νομική βάση για τον κανονισμό 1073/1999 μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, ο κανονισμός (Ευρατόμ) 1074/1999 πρέπει συνεπώς να καταργηθεί.

4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Το συνημμένο στην πρόταση δημοσιονομικό δελτίο αναφέρει ότι δεν θα υπάρξει επίπτωση στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

5. ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

N/A

2006/0084 (COD)

Τροποποιημένη Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1074/1999

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 325, σε συνδυασμό με τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 106α,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου[11],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων[12],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχουν τα μέτρα πρόληψης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και δεδομένου ότι αποτελούν συστατικά στοιχεία της καταπολέμησης της απάτης και της διαφθοράς, χρειάζεται να διευκρινιστεί ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης («η Υπηρεσία») κατά τη διεξαγωγή ερευνών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999[13]. Η Υπηρεσία, με βάση την επιχειρησιακή της εμπειρία, πρέπει επίσης να συμβάλει στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη μεθόδων πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης στο επίπεδο της Ένωσης και να στηρίξει κοινές δράσεις καταπολέμησης της απάτης που αναλαμβάνονται από κράτη μέλη σε εθελοντική βάση.

2. Για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της δράσης της Υπηρεσίας στον τομέα των ερευνών και λαμβανομένων υπόψη των αξιολογήσεων των δραστηριοτήτων της από τα όργανα της Ένωσης, ιδίως της έκθεσης αξιολόγησης του Απριλίου 2003 από την Επιτροπή και της ειδικής έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου αριθ. 1/2005[14] σχετικά με τη διαχείριση της Υπηρεσίας, πρέπει να διευκρινιστούν και να βελτιωθούν ορισμένες πτυχές της διεξαγωγής των ερευνών της Υπηρεσίας και ορισμένα μέτρα που δύναται να λάβει κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της. Έχουν ανατεθεί στην Υπηρεσία αρμοδιότητες διενέργειας των ελέγχων και εξακριβώσεων που προβλέπει ο κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου της 11ης Νοεμβρίου 1996[15] σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από απάτες και λοιπές παρατυπίες, στο πλαίσιο εσωτερικών ερευνών και υποθέσεων απάτης που συνδέονται με συμβάσεις που αφορούν χρηματοδότηση εκ μέρους της Ένωσης. Για το λόγο αυτό, η Υπηρεσία πρέπει να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με εξωτερικές έρευνες που έχουν στη διάθεσή τους τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί της Ένωσης.

3. Οι τρόποι δράσης που δύναται να εφαρμόσει η Υπηρεσία κατά τις εξωτερικές έρευνες πρέπει να διασαφηνιστούν στις περιπτώσεις που στο ισχύον σύστημα διαπιστώθηκαν νομικές ασάφειες και να ενισχυθούν στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες μόνο μια πιο αποτελεσματική δράση της Υπηρεσίας μπορεί να διασφαλίσει τη διεξαγωγή αξιόπιστων εξωτερικών ερευνών.

4. Τα σχετικά με τις έρευνες καθήκοντα της Υπηρεσίας πρέπει να ασκούνται με την επιφύλαξη των λειτουργιών δημοσιονομικού και λογιστικού ελέγχου των λοιπών υπηρεσιών της Επιτροπής, ιδίως των κύριων διατακτών, που προσδιορίζονται στις ειδικές ανά τομέα νομοθεσίες.

5. Πρέπει να προσδιοριστούν με σαφήνεια οι υποχρεώσεις της Υπηρεσίας όσον αφορά το καθήκον της να ενημερώνει τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς της Ένωσης για τις διεξαγόμενες έρευνες σε περίπτωση που κάποιο μέλος ή μέλος του προσωπικού ενέχεται στα υπό έρευνα πραγματικά περιστατικά ή εφόσον απαιτηθούν ενδεχομένως προληπτικά διοικητικά μέτρα ή μέτρα ποινικού δικαίου για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

6. Λαμβάνοντας υπόψη τα σημαντικά οφέλη από την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας, της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) και της Eurojust, πρέπει να παρασχεθεί στην Υπηρεσία η δυνατότητα να συμφωνεί σε διοικητικές ρυθμίσεις με τις δύο αυτές υπηρεσίες. Για να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ της Eurojust, της Υπηρεσίας και των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών σχετικά με πραγματικά περιστατικά για τα οποία μπορεί να διενεργηθεί δικαστική έρευνα, η Υπηρεσία πρέπει να ενημερώνει την Eurojust ιδίως για τις υποθέσεις που αφορούν εικαζόμενη παράνομη δραστηριότητα που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και η οποία αφορά σοβαρές μορφές εγκλήματος.

7. Η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία με τα κράτη μέλη. Είναι απαραίτητο να προσδιορίσουν τα κράτη μέλη τις αρμόδιες αρχές τους οι οποίες δύνανται να παράσχουν στην Υπηρεσία την απαιτούμενη συνδρομή κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν έχει συστήσει σε εθνικό επίπεδο ειδικευμένη υπηρεσία με αποστολή το συντονισμό της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και την καταπολέμηση της απάτης, πρέπει να οριστεί αρχή (υπηρεσία συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτης) η οποία θα διασφαλίζει την αποτελεσματική συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών με την Υπηρεσία.

8. Πρέπει να θεσπιστούν σαφείς κανόνες οι οποίοι, ενώ θα επιβεβαιώνουν την κύρια αρμοδιότητα της Υπηρεσίας στη διεξαγωγή εσωτερικών ερευνών σε υποθέσεις όπου πλήττονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, θα επιτρέπουν παράλληλα στα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς της Ένωσης να διενεργούν ταχέως τέτοιες έρευνες σε περιπτώσεις που η Υπηρεσία αποφασίσει να μην παρέμβει.

9. Για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της, η Υπηρεσία πρέπει να γνωρίζει ποια συνέχεια δόθηκε στα αποτελέσματα των ερευνών της. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί της Ένωσης πρέπει λοιπόν να υποβάλλουν στην Υπηρεσία, μετά από αίτημά της, εκθέσεις σχετικά με τη δράση που αναλήφθηκε και την πρόοδο που σημειώθηκε με βάση τις πληροφορίες που διαβίβασε η Υπηρεσία.

10. Είναι απαραίτητο, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, να διευκρινιστούν οι διαδικαστικές εγγυήσεις που εφαρμόζονται κατά τις έρευνες που διενεργεί η Υπηρεσία. Στο πλαίσιο της διευκρίνισης των διαδικαστικών εγγυήσεων πρέπει να ληφθεί υπόψη η διοικητική φύση των ερευνών της Υπηρεσίας.

11. Για να ενισχυθεί η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των υπό έρευνα προσώπων, δεν πρέπει κατά το τελικό στάδιο της έρευνας να καταρτίζονται συμπεράσματα στα οποία να γίνεται ονομαστική αναφορά στο υπό έρευνα πρόσωπο χωρίς να του έχει δοθεί προηγουμένως η δυνατότητα να προβεί σε σχολιασμό των πράξεων που το αφορούν. Εφόσον ένα μέλος, μέλος του προσωπικού ή φυσικό πρόσωπο εκτιμά ότι στην περίπτωσή του δεν τηρήθηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις, πρέπει να έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση γνωμοδότησης στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου που θεσπίζεται από τον παρόντα κανονισμό.

12. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που έφερε στο φως η τελική έκθεση της εσωτερικής έρευνας επισύρουν ενδεχομένως ποινική δίωξη, οι σχετικές πληροφορίες πρέπει να διαβιβαστούν στις εθνικές δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους, εκτός εάν υφίστανται εσωτερικά μέτρα που επιτρέπουν να δοθεί καταλληλότερη συνέχεια, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των πράξεων και της κλίμακας του οικονομικού αντίκτυπου.

13. Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπό έρευνα προσώπων πρέπει να διασφαλίζεται ανά πάσα στιγμή, ιδίως όταν παρέχονται πληροφορίες σχετικά με διεξαγόμενες έρευνες. Η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις έρευνες της Υπηρεσίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο, είτε σε διμερές επίπεδο, είτε στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων, γίνεται με σεβασμό του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών, των νόμιμων δικαιωμάτων των υπό έρευνα προσώπων και, ενδεχομένως, των εθνικών διατάξεων που διέπουν τις δικαστικές διαδικασίες. Η επεξεργασία των πληροφοριών που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται κατά τη διάρκεια των ερευνών πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων. Η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να διέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας και της ανάγκης γνώσης.

14. Ο Γενικός Διευθυντής μεριμνά ώστε σε κάθε ανακοίνωση πληροφοριών στο κοινό να λαμβάνονται υπόψη τα νόμιμα δικαιώματα των υπό έρευνα προσώπων.

15. Λόγω του ύψους των κοινοτικών κονδυλίων που διατίθενται στον τομέα της εξωτερικής βοήθειας, του αριθμού των ερευνών που διενεργούνται από την Υπηρεσία στον τομέα αυτό και της υφιστάμενης διεθνούς συνεργασίας για τις ανάγκες των ερευνών, η Υπηρεσία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητεί μέσω διοικητικών ρυθμίσεων πρακτική βοήθεια από τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και από διεθνείς οργανισμούς κατά την άσκηση των καθηκόντων της.

16. Κρίνεται σκόπιμο να αναθεωρηθούν τα κριτήρια και η διαδικασία διορισμού των μελών της επιτροπής εποπτείας και να προσδιοριστούν περαιτέρω τα καθήκοντα της επιτροπής εποπτείας που απορρέουν από την εντολή της.

17. Για να διασφαλιστεί η δυνατότητα της επιτροπής εποπτείας να εκπληρώνει αποτελεσματικά την αποστολή της, πρέπει η ανεξάρτητη λειτουργία της γραμματείας της να διασφαλίζεται από την Υπηρεσία.

18. Πρέπει να πραγματοποιείται περιοδικά ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Η εν λόγω ανταλλαγή απόψεων πρέπει να καλύπτει τις στρατηγικές προτεραιότητες των πολιτικών για τις έρευνες και την αποτελεσματικότητα του έργου της Υπηρεσίας χωρίς να συνιστά κατά κανένα τρόπο παρέμβαση στην ανεξαρτησία της Υπηρεσίας κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της.

19. Για να ενισχυθεί η πλήρης ανεξαρτησία όσον αφορά τη διεύθυνση της Υπηρεσίας, ο Γενικός Διευθυντής πρέπει να διορίζεται για επταετή, μη ανανεώσιμη θητεία.

20. Από την εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την επιχειρησιακή πρακτική συνάγεται ότι θα ήταν σκόπιμο να έχει ο Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας τη δυνατότητα να μεταβιβάζει την άσκηση ορισμένων εκ των αρμοδιοτήτων του σε ένα ή περισσότερα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας. Για να διασφαλιστεί η συνέχεια πρέπει επίσης να προβλεφθούν σαφείς κανόνες αναπλήρωσης.

21. Ο Γενικός Διευθυντής πρέπει να υποβοηθείται στο έργο του από εσωτερικό όργανο το οποίο θα συμβουλεύεται.

22. Ο Γενικός Διευθυντής πρέπει να έχει τη δυνατότητα έκδοσης εγχειριδίου διαδικασιών με κατευθυντήριες γραμμές για την πρακτική εφαρμογή των διοικητικών ερευνών .από την Υπηρεσία.

23. Η υφιστάμενη διάταξη για το δικαστικό έλεγχο πρέπει να διαγραφεί δεδομένου ότι το περιεχόμενό της συμπεριλήφθηκε στο άρθρο 90α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

24. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/99 πρέπει συνεπώς να τροποποιηθεί αναλόγως.

25. Μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία επεκτείνει την εφαρμογή του άρθρου 325 ΣΛΕΕ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ), οι κανόνες που διέπουν τις έρευνες που διενεργεί η Υπηρεσία όσον αφορά την Ένωση πρέπει να έχουν εφαρμογή και όσον αφορά την ΕΥΡΑΤΟΜ. Ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/99 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)[16] πρέπει συνεπώς να καταργηθεί.

26. Ο παρών κανονισμός λαμβάνει πλήρως υπόψη την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

27. Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 41, 47 και 48,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

28. Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1073/1999 τροποποιείται ως εξής:

29. Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Στόχοι και καθήκοντα

1. Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (εφεξής η «Ένωση» όταν απαιτείται από το κείμενο), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, η οποία δημιουργήθηκε με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής (στο εξής η «Υπηρεσία»), ασκεί τις αρμοδιότητες διενέργειας ερευνών που ανατίθενται στην Επιτροπή από:

(α) τους κανόνες και κανονισμούς της Ένωσης που ισχύουν στους τομείς αυτούς και

(β) τις συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που έχει συνάψει η Ένωση με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς στους τομείς αυτούς.

2. Η Υπηρεσία επικουρεί τα κράτη μέλη στην οργάνωση στενής και τακτικής συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους, προκειμένου να συντονίζουν τη δράση τους που αποσκοπεί στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από την απάτη. Η Υπηρεσία συμβάλλει στο σχεδιασμό και στην ανάπτυξη των μεθόδων πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Η Υπηρεσία προάγει και συντονίζει, με τα κράτη μέλη και μεταξύ των κρατών μελών, τις ανταλλαγές επιχειρησιακής εμπειρίας και βέλτιστων διαδικαστικών πρακτικών στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και στηρίζει επίσης κοινές δράσεις καταπολέμησης της απάτης που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη σε προαιρετική βάση.

3. Η Υπηρεσία διενεργεί διοικητικές έρευνες με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης εντός των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών που ιδρύθηκαν από τις συνθήκες ή βάσει αυτών (εφεξής τα "θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί"). Για τον σκοπό αυτό διερευνά σοβαρά πραγματικά περιστατικά συνδεόμενα με την άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων, οι οποίες ενδέχεται να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης που μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών των θεσμικών και λοιπών οργάνων, των διευθυντικών στελεχών των οργανισμών ή των μελών του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών που δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης («μέλη ή μέλη του προσωπικού»).

30. Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Ορισμοί

Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού:

- ως «διοικητικές έρευνες» (εφεξής «έρευνες») νοούνται όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις και ενέργειες που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 1 και να αποδεικνύεται, ενδεχομένως, ο παράνομος χαρακτήρας των ελεγχόμενων δραστηριοτήτων. Οι έρευνες αυτές δεν θίγουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την ποινική δίωξη.

- ως «υπό έρευνα πρόσωπο» νοείται το πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει παρατυπία ή απάτη και, ως εκ τούτου, αποτελεί αντικείμενο έρευνας από την Υπηρεσία.

- ως «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης» νοείται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης..[17].

- Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Εξωτερικές έρευνες

1. Η Υπηρεσία ασκεί την αρμοδιότητα η οποία έχει ανατεθεί στην Επιτροπή με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, της πραγματοποίησης επιτόπιων εξακριβώσεων και ελέγχων στα κράτη μέλη και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισμών.

Στο πλαίσιο των καθηκόντων διεξαγωγής ερευνών, η Υπηρεσία πραγματοποιεί τις εξακριβώσεις και ελέγχους που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95[18] και στους τομεακούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού αυτού, στα κράτη μέλη και, βάσει των ισχυουσών συμφωνιών συνεργασίας, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισμών.

2. Για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη απάτης, διαφθοράς ή άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 1, σχετικά με σύμβαση ή απόφαση επιχορήγησης ή σύμβαση που αφορά χρηματοδότηση της Ένωσης, η Υπηρεσία μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις των οικονομικών φορέων τους οποίους αφορά, άμεσα ή έμμεσα, αυτή η χρηματοδότηση.

3. Κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων και ερευνών, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ενεργούν σύμφωνα με τους κανόνες και πρακτικές που διέπουν τις διοικητικές έρευνες του οικείου κράτους μέλους, καθώς και με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

Μετά από αίτημα της Υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους παρέχει στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την απαιτούμενη συνδρομή για την εκτέλεση της αποστολής τους, όπως αυτή προσδιορίζεται στη γραπτή εξουσιοδότηση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας να μπορούν να έχουν πρόσβαση, υπό τις αυτές συνθήκες με τις αρμόδιες αρχές του και σε πλαίσιο σεβασμού της εθνικής νομοθεσίας, σε όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση σχετικά με το θέμα που ερευνάται, οι οποίες είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική και αποδοτική διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων.

4. Τα κράτη μέλη ορίζουν μια υπηρεσία που διευκολύνει τον ορθό συντονισμό μεταξύ όλων των αρμοδίων αρχών σε εθνικό επίπεδο (εφεξής η «υπηρεσία συντονισμού της καταπολέμησης της απάτης»). Η εν λόγω υπηρεσία διασφαλίζει την αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την Υπηρεσία.

5. Κατά τη διάρκεια εξωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία δύναται να έχει πρόσβαση σε όλες τις συναφείς με το υπό έρευνα θέμα πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί, στις περιπτώσεις που αυτό είναι απαραίτητο για να αποδειχθεί η ύπαρξη απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Για το σκοπό αυτό, εφαρμόζεται το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 4.

6. Η Υπηρεσία, σε περίπτωση που πριν από την έναρξη εξωτερικής έρευνας διαθέτει πληροφορίες από τις οποίες προκύπτει η ύπαρξη απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, δύναται να ενημερώνει σχετικά την αρμόδια υπηρεσία συντονισμού της καταπολέμησης της απάτης και τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών και, κατά περίπτωση, τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, οι εν λόγω αρχές διασφαλίζουν την ανάληψη κατάλληλης δράσης και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, διενεργούν έρευνες σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο, στις οποίες μπορεί να συμμετέχει η Υπηρεσία. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ενημερώνουν την Υπηρεσία για τη δράση που ανέλαβαν και για τα πορίσματά τους με βάση τις πληροφορίες αυτές.».

31. Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α) Στην παράγραφο 1, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες διενεργούνται υπό τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και στις αποφάσεις που εκδίδονται από κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμό.»

β) Στην παράγραφο 2, η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Υπηρεσία δύναται να ζητήσει προφορικές και γραπτές πληροφορίες από μέλη ή μέλη του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών.»

γ) Στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, η Υπηρεσία μπορεί να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις οικονομικών φορέων τους οποίους αφορά άμεσα ή έμμεσα το θέμα, ώστε να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που σχετίζονται με τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο εσωτερικής έρευνας.»

δ) Οι παράγραφοι 4 έως 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί ενημερώνονται όταν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας διενεργούν έρευνα στις εγκαταστάσεις τους ή συμβουλεύονται κάποιο έγγραφο ή ζητούν πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9 του παρόντος κανονισμού, η Υπηρεσία δύναται να διαβιβάσει, ανά πάσα στιγμή, στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό, τις πληροφορίες που συνέλεξε κατά τη διάρκεια των εσωτερικών ερευνών.

5. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί θεσπίζουν τις κατάλληλες διαδικασίες και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών.

6. Όταν από τις έρευνες προκύψει ότι μέλος ή μέλος του προσωπικού ενδέχεται να αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής έρευνας, ενημερώνεται σχετικά το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός.

Σε έκτακτες περιπτώσεις, στις οποίες δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της έρευνας, η Υπηρεσία χρησιμοποιεί κατάλληλα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης.

7. Η απόφαση που λαμβάνει κάθε θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει ειδικότερα την υποχρέωση των μελών ή των μελών του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών να συνεργάζονται υπεύθυνα με την Υπηρεσία και να την ενημερώνουν».

32. Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Έναρξη των ερευνών

1. Η Υπηρεσία μπορεί να προβεί σε έναρξη έρευνας όταν υπάρχουν επαρκείς υπόνοιες για διάπραξη πράξεων απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη ανώνυμες πληροφορίες. Κατά τη λήψη απόφασης για την έναρξη έρευνας ή όχι λαμβάνονται υπόψη οι προτεραιότητες της πολιτικής σε θέματα ερευνών και το ετήσιο σχέδιο διαχείρισης της Υπηρεσίας που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4. Στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης λαμβάνονται επίσης υπόψη η αποτελεσματική χρήση των πόρων της Υπηρεσίας και η αναλογικότητα των μέσων που τίθενται σε εφαρμογή.

Όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ποιο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός βρίσκεται στην καλύτερη θέση για να τις πραγματοποιήσει με βάση ιδίως: τη φύση των πράξεων, την πραγματική ή την πιθανή δημοσιονομική επίπτωση της υπόθεσης και την προοπτική ενδεχόμενης δικαστικής παρακολούθησης.

2. Η απόφαση για την έναρξη ή μη έρευνας λαμβάνεται από τον Γενικό Διευθυντή.

Η απόφαση για έναρξη εσωτερικής έρευνας λαμβάνεται από τον Γενικό Διευθυντή, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή ενός εκ των θεσμικών οργάνων, οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.

Η απόφαση για έναρξη εσωτερικής έρευνας λαμβάνεται από το Γενικό Διευθυντή, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση του θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού στο οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί η έρευνα.

3. Ενόσω η Υπηρεσία διεξάγει μια εσωτερική έρευνα, τα οικεία θεσμικά όργανα, όργανα ή οργανισμοί δεν ξεκινούν παράλληλη διοικητική έρευνα για τα ίδια γεγονότα.

4. Σε διάστημα δύο μηνών από την παραλαβή από την Υπηρεσία της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 , τη δεδομένη χρονική στιγμή λαμβάνεται απόφαση αν θα κινηθεί διαδικασία έρευνας ή όχι. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται άμεσα στο κράτος μέλος, θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό που υπέβαλε την αίτηση. Η απόφαση για μη έναρξη έρευνας πρέπει να αιτιολογείται.

Σε περίπτωση που ένα μέλος ή μέλος του προσωπικού ενός θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 22α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, παρέχει στην Υπηρεσία πληροφορίες σχετικά με υπόνοια απάτης ή παρατυπίας, η Υπηρεσία τον/την ενημερώνει σχετικά με την απόφαση έναρξης έρευνας ή όχι για τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά.

5. Εάν η Υπηρεσία αποφασίσει να μην κινήσει διαδικασία εσωτερικής έρευνας, διαβιβάζει αμέσως τα διαθέσιμα στοιχεία στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό ώστε να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες, σύμφωνα με τους ισχύοντες σε αυτό κανόνες που εφαρμόζονται σ’ αυτό. Ενδεχομένως, η Υπηρεσία συμφωνεί με το εν λόγω θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του απορρήτου της πηγής των πληροφοριών και ζητεί, κατά περίπτωση, να ενημερωθεί για τις αναληφθείσες ενέργειες».

33. Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α) Οι παράγραφοι 1 έως 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Ο Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας διευθύνει την διεξαγωγή των ερευνών. Μπορεί να εκδίδει γραπτές οδηγίες προς μεμονωμένα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας όσον αφορά τη διεύθυνση της διεξαγωγής των ερευνών. Οι έρευνες διεξάγονται υπό τη διεύθυνσή του από μέλη του προσωπικού που ο ίδιος έχει ορίσει .

2. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ασκούν τα καθήκοντά τους αφού προσκομίσουν γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η ιδιότητά τους. Η εξουσιοδότηση εκδίδεται από τον Γενικό Διευθυντή και αναφέρει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις νομικές βάσεις για τη διενέργεια της έρευνας και τις εξουσίες για τη διεξαγωγή της που πηγάζουν από τις βάσεις αυτές.

3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές τους να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, την αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί φροντίζουν ώστε τα μέλη τους και τα μέλη του προσωπικού τους, να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.»

β) Η παράγραφος 5 γίνεται παράγραφος 4 και η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Όταν από τις έρευνες προκύψει ενδεχόμενη σκοπιμότητα λήψης προληπτικών διοικητικών μέτρων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Υπηρεσία ενημερώνει το συντομότερο δυνατό το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό για τη διεξαγόμενη έρευνα. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται περιέχουν τα εξής στοιχεία:

α) την ταυτότητα κάθε μέλους ή μέλους του προσωπικού για το οποίο διεξάγεται έρευνα καθώς και περίληψη των εξεταζομένων πράξεων·

β) κάθε πληροφορία που μπορεί να βοηθήσει το θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό να αποφασίσει εάν είναι σκόπιμο να λάβει προληπτικά διοικητικά μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

γ) κάθε ειδικό μέτρο διασφάλισης του εμπιστευτικού χαρακτήρα που συνιστάται ιδίως σε υποθέσεις που συνεπάγονται τη χρήση μέσων έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, ή, σε περίπτωση εξωτερικής έρευνας, στην αρμοδιότητα εθνικής αρχής, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις έρευνες.

Το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός δύναται να λάβει ανά πάσα στιγμή οιοδήποτε κατάλληλο προληπτικό διοικητικό μέτρο και ενημερώνει το ταχύτερο δυνατό την Υπηρεσία για την απόφαση λήψης τέτοιων μέτρων.

6. Σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται αδυναμία περάτωσης των ερευνών εντός 12 μηνών από την έναρξή τους, η Υπηρεσία ενημερώνει ανά εξάμηνο την επιτροπή εποπτείας για τους λόγους που εμποδίζουν την περάτωσή τους.».

34. Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Υποχρέωση ενημέρωσης της Υπηρεσίας

«1. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την Υπηρεσία για τις ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης ή διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

2. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί καθώς και τα κράτη μέλη, στο μέτρο που το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, διαβιβάζουν στην Υπηρεσία, κατόπιν αιτήσεώς της ή με πρωτοβουλία τους, κάθε έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν σχετικά με διεξαγόμενη έρευνα της Υπηρεσίας.

3. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί καθώς και τα κράτη μέλη, στο μέτρο που το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, διαβιβάζουν επιπλέον στην Υπηρεσία κάθε κρινόμενο ως σχετικό με την υπόθεση έγγραφο και πληροφορία που κατέχουν, και που αφορά την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

4. Η Υπηρεσία, τα οικεία θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί και οι υπηρεσίες συντονισμού της καταπολέμησης της απάτης δύνανται να συμφωνήσουν διοικητικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διαβίβαση πληροφοριών στην Υπηρεσία.».

35. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 7α και 7β:

«Άρθρο 7α

Διαδικαστικές εγγυήσεις

«1. H Υπηρεσία διενεργεί έρευνες για την ανεύρεση στοιχείων υπέρ ή κατά των ενεχομένων προσώπων. Οι έρευνες διεξάγονται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, με σεβασμό της αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας και των διαδικαστικών εγγυήσεων που περιγράφονται λεπτομερώς στο παρόν άρθρο.

2. Κάθε πρόσκληση σε κατάθεση, είτε πρόκειται για μάρτυρα είτε για υπό έρευνα πρόσωπο, αποστέλλεται με προειδοποίηση δέκα εργάσιμων ημερών· η προθεσμία αυτή μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του καλούμενου σε κατάθεση προσώπου ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας. Η πρόσκληση περιέχει τον κατάλογο των δικαιωμάτων του προσώπου που καλείται σε κατάθεση. Η Υπηρεσία συντάσσει τα πρακτικά της κατάθεσης και παρέχει στο οικείο πρόσωπο δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά προκειμένου είτε να τα εγκρίνει ή να προσθέσει παρατηρήσεις. Το πρόσωπο που καταθέτει λαμβάνει αντίγραφο των πρακτικών της κατάθεσης. Οι κανόνες αυτοί δεν εφαρμόζονται για τη λήψη καταθέσεων στο πλαίσιο επιτοπίων ελέγχων.

Σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της κατάθεσης, προκύψουν ενδείξεις ότι η έρευνα στρέφεται ενδεχομένως κατά του πρόσωπου που καταθέτει, εφαρμόζονται άμεσα οι διαδικαστικοί κανόνες που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4.

3. Μόλις διαπιστωθεί στο πλαίσιο έρευνας ότι αυτή ενδέχεται να στρέφεται κατά μέλους ή μέλους του προσωπικού θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού, το εν λόγω μέλος ή μέλος του προσωπικού ενημερώνεται, υπό την προϋπόθεση ότι η ενημέρωση αυτή δεν βλάπτει τη διεξαγωγή της έρευνας.

4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 6 και του άρθρου 6 παράγραφος 5, μετά την ολοκλήρωση της έρευνας δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα που αναφέρονται ονομαστικά στο υπό έρευνα πρόσωπο, χωρίς να έχει προηγουμένως δοθεί η δυνατότητα στο πρόσωπο αυτό να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του για τα πραγματικά περιστατικά που το αφορούν εγγράφως ή σε κατάθεση ενώπιον του ορισθέντος από την Υπηρεσία μέλους του προσωπικού, και αφού του παρασχεθούν οι πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 11 και 12 του κανονισμού 45/2001. Στην τελική έκθεση ελεγχθείσας υπόθεσης γίνεται μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων. Μέσω της πρόσκλησης για υποβολή παρατηρήσεων δίδεται στο υπό έρευνα πρόσωπο περίληψη των θεμάτων που το αφορούν και εκείνο υποβάλλει τις παρατηρήσεις του εντός των προθεσμιών που ορίζει η Υπηρεσία, σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατά την κατάθεση, το υπό έρευνα πρόσωπο μπορεί να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του. Κάθε υπό έρευνα πρόσωπο δικαιούται να εκφραστεί στην επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα επιλέξει· ωστόσο, οι μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι της Ένωσης μπορεί να κληθούν να εκφραστούν σε μια επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατέχουν άριστα. Τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.

Σε περιπτώσεις όπου κρίνεται απαραίτητη η διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα της έρευνας και απαιτείται η προσφυγή σε διαδικασίες ανάκρισης που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, ο Γενικός Διευθυντής μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει την εκτέλεση της υποχρέωσής του να ζητήσει από το υπό έρευνα πρόσωπο να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Σε περίπτωση εσωτερικής έρευνας, ο Γενικός Διευθυντής λαμβάνει απόφαση σε συμφωνία με το θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό στον οποίο υπάγεται το υπό έρευνα πρόσωπο. Εάν το σχετικό θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός δεν απαντήσουν εντός ενός μηνός, τούτο εκλαμβάνεται ως συμφωνία εκ μέρους τους.

5. Οι κανόνες του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται με την επιφύλαξη:

α) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

β) του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

γ) του καθεστώτος των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

δ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 7β

Διαδικασία ελέγχου

1. Ο Γενικός Διευθυντής θέτει σε εφαρμογή, εντός της Υπηρεσίας, διαδικασία ελέγχου.

2. Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν δέχονται εντολές από κανένα.

Εάν το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου εκτιμήσουν ότι μέτρο το οποίο έχει ληφθεί από το Γενικό Διευθυντή θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους, ενημερώνουν αμέσως την επιτροπή εποπτείας.

Πριν κινηθεί οιαδήποτε πειθαρχική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σε βάρος του προσώπου ή των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου, ζητείται η γνώμη της επιτροπής εποπτείας.

3. Ένα μέλος, μέλος του προσωπικού ή φυσικό πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο έρευνας μπορεί να ζητήσει από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου, να εκδώσουν γνώμη σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4, και στο άρθρο 7α . Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας ή το αργότερο εντός ενός μηνός αφού το υπό έρευνα μέλος, μέλος του προσωπικού ή φυσικό πρόσωπο έχει ενημερωθεί για την περάτωση της έρευνας.

Εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου, κοινοποιούν τη γνώμη τους στον Γενικό Διευθυντή και αποστέλλουν αιτιολογημένη απάντηση στο υπό έρευνα πρόσωπο. Ο Γενικός Διευθυντής λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

4. Η υποβολή αίτησης δυνάμει της παραγράφου 3 δεν έχει ως συνέπεια την αναστολή της έρευνας.

5. Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου υποβάλλουν τακτικά έκθεση στην επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητές τους. Την υποβάλλουν και στην Επιτροπή, με τακτικές στατιστικές και αναλυτικές εκθέσεις για θέματα που σχετίζονται με τις διαδικαστικές εγγυήσεις. Οι εκθέσεις αυτές δεν είναι δυνατόν να αφορούν ατομικές υποθέσεις υπό έρευνα».

36. Στο άρθρο 8, οι παράγραφοι 2 έως 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο των εσωτερικών ερευνών, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

3. Τα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί εξασφαλίζουν την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, τον σεβασμό των νομίμων δικαιωμάτων των υπό έρευνα προσώπων και, στην περίπτωση που έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες, την τήρηση όλων των εθνικών διατάξεων που εφαρμόζονται στις εν λόγω διαδικασίες.

4. Η Υπηρεσία επεξεργάζεται μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001, συμπεριλαμβανομένης της παροχής σχετικών πληροφοριών στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα που προβλέπεται από τα άρθρα 11 και 12 του κανονισμού αυτού. Οι πληροφορίες αυτές δεν επιτρέπεται να ανακοινώνονται σε πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία, λόγω των καθηκόντων τους στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ή των κρατών μελών, καλούνται να τις γνωρίζουν, ούτε να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, εκτός της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας.

Η Υπηρεσία διορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

5. Ο Γενικός Διευθυντής μεριμνά ώστε η ενημέρωση του κοινού να γίνεται κατά τρόπο ουδέτερο, αμερόληπτο και με τήρηση των αρχών που ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 7α.»

37. Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας από την Υπηρεσία, καταρτίζεται υπό την εποπτεία του Γενικού Διευθυντή έκθεση η οποία περιγράφει τη νομική βάση της έρευνας, τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, τα διαπιστωθέντα περιστατικά και τον νομικό τους χαρακτηρισμό, την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων σύμφωνα με το άρθρο 7α, την επίπτωση στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, εφόσον υπάρχει, και τα συμπεράσματα της έρευνας, καθώς και τις συστάσεις για τις ενέργειες παρακολούθησης που πρέπει να αναληφθούν».

β) Οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Οι εκθέσεις που συντάσσεται μετά από εξωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών σύμφωνα με τους κανόνες σχετικά με τις εξωτερικές έρευνες, καθώς και στην Επιτροπή. Μετά από αίτημά της Υπηρεσίας, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών διαβιβάζουν στην Υπηρεσία, σε εύθετο χρόνο, πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες που αναλήφθηκαν και την πρόοδο που σημειώθηκε μετά τη διαβίβαση από την Υπηρεσία των εκθέσεων για τις έρευνες.

4. Οι εκθέσεις που καταρτίζονται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο, διαβιβάζονται στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό. Τα θεσμικά όργανα, όργανα ή οργανισμοί δίνουν στις εσωτερικές έρευνες τη συνέχεια, ιδίως πειθαρχική και δικαστική, την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, και ενημερώνουν σχετικά την Υπηρεσία, εντός προθεσμίας που ορίζεται στις συστάσεις που συνοδεύουν την έκθεση.

5. Όταν η έκθεση που συντάχθηκε μετά από εσωτερική έρευνα αποκαλύπτει την ύπαρξη πράξεων που δύνανται να επισύρουν ποινική δίωξη, η σχετική πληροφορία διαβιβάζεται στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους εκτός εάν λόγω της φύσης των πράξεων και των περιορισμένων οικονομικών επιπτώσεών τους προβλέπονται εσωτερικά μέτρα που επιτρέπουν καταλληλότερη συνέχεια.

6. Με την επιφύλαξη της δεύτερης φράσης της παραγράφου 4, εάν μετά την ολοκλήρωση έρευνας, δεν υπάρξουν αποδεικτικά στοιχεία κατά μέλους ή μέλους του προσωπικού θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού, ή κατά φυσικού ή νομικού προσώπου, η έρευνα που αφορά το εν λόγω πρόσωπο περατώνεται από το Γενικό Διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος ενημερώνει εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών το υπό έρευνα πρόσωπο.»

7. Το πρόσωπο που έχει διαβιβάσει στην Υπηρεσία πληροφορίες σχετικά με υπόνοιες απάτης ή παρατυπιών μπορεί, με αίτησή του, να ενημερωθεί από την Υπηρεσία σχετικά με την περάτωση μιας έρευνας, καθώς και, ενδεχομένως, σχετικά με τη διαβίβαση της τελικής έκθεσης στις αρμόδιες αρχές. Ωστόσο, η Υπηρεσία μπορεί να απορρίψει την αίτηση, στην περίπτωση που θεωρήσει ότι η φύση της είναι τέτοια που μπορεί να επιφέρει ζημία στα νόμιμα δικαιώματα των υπό έρευνα προσώπων, στην αποτελεσματικότητα της έρευνας και στη συνέχεια που δίδεται σε αυτήν, ή στις ενδεχόμενες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.»

38. Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρχών των κρατών μελών

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9 του παρόντος κανονισμού και των διατάξεων του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, η Υπηρεσία μπορεί να διαβιβάσει ανά πάσα στιγμή στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών πληροφορίες που έχει συλλέξει κατά τη διάρκεια εξωτερικών ερευνών, εγκαίρως ώστε να μπορέσουν να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες.

2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9, ο Γενικός Διευθυντής διαβιβάζει κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών στις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους τις πληροφορίες που συνέλεξε η Υπηρεσία για πραγματικά περιστατικά που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής για τις οποίες απαιτείται η κίνηση διαδικασίας έρευνας.

Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει προηγουμένως το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται περιλαμβάνουν την ταυτότητα του υπό έρευνα προσώπου, την περίληψη των διαπιστωθέντων περιστατικών, τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό και εκτίμηση της ενδεχόμενης οικονομικής ζημίας.

Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7α παράγραφος 4.

3. Οι αρμόδιες αρχές, και ιδίως οι δικαστικές αρχές, του οικείου κράτους μέλους, στο μέτρο που αυτό δεν αντίκειται στο εθνικό δίκαιο, ενημερώνουν, το ταχύτερο δυνατόν ή κατόπιν αιτήματός της, την Υπηρεσία για τις ενέργειες που αναλήφθηκαν βάσει των πληροφοριών που τους διαβιβάστηκαν δυνάμει του παρόντος άρθρου.

4. Η Υπηρεσία δύναται να καταθέτει αποδεικτικά στοιχεία σε διαδικασίες ενώπιον εθνικών δικαστηρίων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης».

39. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 10α:

«Άρθρο 10α

Συνεργασία της Υπηρεσίας με την Eurojust, την Eυρωπόλ και με διεθνείς οργανισμούς

1. Η Υπηρεσία συνεργάζεται, ανάλογα με την περίπτωση, με την Eurojust, την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) και με διεθνείς οργανισμούς στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Στις περιπτώσεις που τούτο μπορεί να στηρίξει και να ενισχύσει το συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων για τις έρευνες και τη δίωξη εθνικών αρχών, ή σε εκείνες που η Υπηρεσία έχει διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πληροφορίες που γεννούν υπόνοιες απάτης, διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1, η οποία στοιχειοθετεί βαρύ ποινικό αδίκημα, η Υπηρεσία διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες στην Eurojust.

2. Η Υπηρεσία μπορεί να συμφωνήσει με την Eurojust και την Ευρωπόλ για διοικητικές ρυθμίσεις που κρίνονται απαραίτητες για τη διευκόλυνση της εν λόγω συνεργασίας. Οι εν λόγω διοικητικές ρυθμίσεις είναι δυνατόν να αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών επιχειρησιακού, στρατηγικού ή τεχνικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των διαβαθμισμένων πληροφοριών.

3. Η Υπηρεσία μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να συμφωνήσει για διοικητικές ρυθμίσεις με αρμόδιες υπηρεσίες τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών. Η Υπηρεσία συντονίζεται με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης».

40. Το άρθρο 11 τροποποιείται ως ακολούθως:

α) Οι παράγραφοι 1 έως 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Η επιτροπή εποπτείας, με την τακτική παρακολούθηση της εκτέλεσης των καθηκόντων διεξαγωγής ερευνών, ενισχύει την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας.

Συγκεκριμένα, η επιτροπή εποπτείας:

α) παρακολουθεί τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών,

β) παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών, μέσω των πληροφοριών που παρέχει ο Γενικός Διευθυντής, καθώς και των γνωμοδοτήσεων και των τακτικών αναλυτικών εκθέσεων που συντάσσονται από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου.

Η επιτροπή εποπτείας δίδει γνωμοδοτήσεις στο Γενικό Διευθυντή. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές μπορούν να εκδοθούν με πρωτοβουλία της επιτροπής εποπτείας. Επίσης, μπορούν να εκδοθούν κατόπιν αιτήσεως του Γενικού Διευθυντή ή ενός θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού, χωρίς πάντως να σημειώνεται ανάμειξη στις διεξαγόμενες έρευνες

Αντίγραφο των γνωμοδοτήσεων αυτών δίδεται στο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό.

Η επιτροπή εποπτείας δύναται να ζητήσει από την Υπηρεσία πρόσθετες πληροφορίες για έρευνες σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, χωρίς ωστόσο να αναμειγνύεται στις διεξαγόμενες έρευνες.

2. Η επιτροπή εποπτείας αποτελείται από πέντε ανεξάρτητα μέλη που έχουν εμπειρία στην άσκηση ανώτερων δικαστικών καθηκόντων ή καθηκόντων έρευνας, ή ανάλογων καθηκόντων στους τομείς δραστηριότητας της Υπηρεσίας. Τα εν λόγω μέλη διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή με κοινή συμφωνία βάσει καταλόγου προεπιλογής που παρουσιάζει η Επιτροπή.

3. Η διάρκεια της θητείας των μελών είναι πενταετής και δεν μπορεί να ανανεωθεί. Ανά 30 μήνες πραγματοποιείται μερική αντικατάσταση. Αντικαθίστανται εκ περιτροπής τρία και δύο μέλη.

4. Μετά τη λήξη της θητείας τους, τα μέλη παραμένουν εν υπηρεσία έως ότου αντικατασταθούν».

β) Οι παράγραφοι 6 έως 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6. Η επιτροπή εποπτείας ορίζει τον πρόεδρό της. Εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της που, πριν την έγκριση, υποβάλλεται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής εποπτείας συγκαλούνται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου της ή του Γενικού Διευθυντή. Διεξάγει τουλάχιστον 10 συνεδριάσεις ετησίως. Η επιτροπή εποπτείας λαμβάνει τις αποφάσεις της με την πλειοψηφία των μελών της. Η γραμματεία της εξασφαλίζεται από την Υπηρεσία.

7. Ο Γενικός Διευθυντής διαβιβάζει κάθε έτος στην επιτροπή εποπτείας το ετήσιο σχέδιο διαχείρισης της Υπηρεσίας. Ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας, την εκτέλεση των καθηκόντων διεξαγωγής ερευνών και τις αναληφθείσες ενέργειες σε συνέχεια των ερευνών.

Ο Γενικός Διευθυντής ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με:

α) τις περιπτώσεις στις οποίες το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός, ή οι αρχές του κράτους μέλους, δεν έδωσαν συνέχεια στις συστάσεις που απηύθυνε η Υπηρεσία,

β) τις περιπτώσεις διαβίβασης πληροφοριών στις δικαστικές αρχές των κρατών μελών και τις περιπτώσεις στις οποίες αποφάσισε να μη διαβιβάσει πληροφορίες για εσωτερικές έρευνες στις αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5,

γ) τη διάρκεια των ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6.

8. Η επιτροπή εποπτείας εκδίδει κάθε έτος τουλάχιστον μία έκθεση δραστηριοτήτων η οποία καλύπτει ειδικότερα την αξιολόγηση της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας, την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών. Οι εκθέσεις αυτές αποστέλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο

Η επιτροπή εποπτείας μπορεί να υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήγαγε η Υπηρεσία και τη συνέχεια που δόθηκε σ’ αυτές».

41. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 11α:

«Άρθρο 11α

Ανταλλαγή απόψεων με τα θεσμικά όργανα

1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συνεδριάζουν περιοδικώς ή μετά από σχετικό αίτημα ενός εκ των εν λόγω θεσμικών οργάνων, της Υπηρεσίας ή της επιτροπής εποπτείας με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων σε πολιτικό επίπεδο σχετικά με την πολιτική της Υπηρεσίας στον τομέα των ερευνών. Ο Γενικός Διευθυντής και ο πρόεδρος της επιτροπής εποπτείας συμμετέχουν στην ανταλλαγή απόψεων. Στελέχη της Ευρωπόλ, της Eurojust και του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορούν κατά περίπτωση να κληθούν να παραστούν μετά από αίτημα ενός εκ των προαναφερόμενων θεσμικών οργάνων, της Υπηρεσίας ή της επιτροπής εποπτείας.

42. Η ανταλλαγή απόψεων αφορά:

α) τις στρατηγικές προτεραιότητες όσον αφορά τις πολιτικές της Υπηρεσίας στον τομέα των ερευνών,

β) τις εκθέσεις δραστηριοτήτων και τις γνωμοδοτήσεις της επιτροπής εποπτείας που προβλέπονται από το άρθρο 11 παράγραφος 1,

γ) τις εκθέσεις του Γενικού Διευθυντή που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 3 εδάφιο 2,

δ) τις σχέσεις μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών,

ε) τις σχέσεις μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών,

στ) την αποτελεσματικότητα του έργου της Υπηρεσίας όσον αφορά τις έρευνες και εκείνου της επιτροπής εποπτείας.

3. Η ανταλλαγή απόψεων δεν συνεπάγεται παρέμβαση στη διεξαγωγή των ερευνών.

4. Η Υπηρεσία προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες λαμβάνοντας υπόψη τις διατυπωθείσες κατά την ανταλλαγή απόψεων γνώμες και παρέχει πληροφορίες για τις αναληφθείσες ενέργειες στις εκθέσεις που μνημονεύονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 12 παράγραφος 3.»

43. Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Γενικός Διευθυντής

1. Της Υπηρεσίας προΐσταται Γενικός Διευθυντής. Ο Γενικός Διευθυντής διορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προσδιορίζεται στην παράγραφο 2. Η διάρκεια της θητείας του Γενικού Διευθυντή είναι επταετής και δεν μπορεί να ανανεωθεί.

2. Προκειμένου να προβεί στον διορισμό νέου Γενικού Διευθυντή, η Επιτροπή δημοσιεύει πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εν λόγω δημοσίευση πραγματοποιείται το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του εν ενεργεία Γενικού Διευθυντή. Μετά τη διαδικασία επιλογής, η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των υποψηφίων που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα, διαβουλεύεται δεόντως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, καθώς και με την επιτροπή εποπτείας με βάση τον εν λόγω κατάλογο και εκδίδει την απόφασή της.

3. Ο Γενικός Διευθυντής δεν ζητεί ούτε δέχεται εντολές από οιαδήποτε κυβέρνηση και οιοδήποτε θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του που αφορούν την έναρξη και την εκτέλεση των εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών ή την κατάρτιση των εκθέσεων μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω ερευνών. Εάν ο Γενικός Διευθυντής κρίνει ότι κάποιο μέτρο που έλαβε η Επιτροπή θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του, ενημερώνει αμέσως την επιτροπή εποπτείας ζητώντας τη γνώμη της και αποφασίζει να προσφύγει ή όχι κατά της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Γενικός Διευθυντής υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τα πορίσματα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, τις αναληφθείσες ενέργειες και τις δυσκολίες που απαντήθηκαν, σεβόμενος τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών, τα νόμιμα δικαιώματα των υπό έρευνα προσώπων και, κατά περίπτωση, τηρώντας τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες.

4. Ο Γενικός Διευθυντής καθορίζει ετησίως, στο πλαίσιο του ετήσιου σχεδίου διαχείρισης, τις προτεραιότητες της πολιτικής της Υπηρεσίας σε θέματα ερευνών.

5. Ο Γενικός Διευθυντής δύναται να αναθέσει την άσκηση ορισμένων από τις εξουσίες του δυνάμει του άρθρου 5 και του άρθρου 6 παράγραφος 1, σε έναν ή περισσότερους υπαλλήλους της Υπηρεσίας, μέσω γραπτής πράξης που ορίζει τους όρους και τα όρια αυτής της ανάθεσης.

6. Ο Γενικός Διευθυντής επικουρείται από εσωτερικό όργανο το οποίο συμβουλεύεται κατά την έναρξη έρευνας, πριν από το κλείσιμο έρευνας και όποτε το κρίνει σκόπιμο.

7. Ο Γενικός Διευθυντής εκδίδει εγχειρίδιο διαδικασιών μετά από διαβούλευση με την επιτροπή εποπτείας, τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων της Υπηρεσίας και το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 7β. Το εν λόγω εγχειρίδιο περιλαμβάνει κατευθυντήριες γραμμές για την πρακτική εφαρμογή των διοικητικών ερευνών από την Υπηρεσία.

8. Η Επιτροπή, πριν επιβάλει οιαδήποτε πειθαρχική κύρωση στον Γενικό Διευθυντή, ζητεί τη γνώμη της επιτροπής εποπτείας.

Οι πειθαρχικές κυρώσεις σε βάρος του Γενικού Διευθυντή αποτελούν αντικείμενο αιτιολογημένων αποφάσεων, οι οποίες διαβιβάζονται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην επιτροπή εποπτείας.

9. Κάθε αναφορά στον «Διευθυντή» της Υπηρεσίας στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, στον δημοσιονομικό κανονισμό[19] και σε κάθε άλλο νομικό κείμενο πρέπει να νοείται ως αναφορά στον Γενικό Διευθυντή».

44. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 12α:

«Άρθρο 12a

Αναπληρώνων/αναπληρώνοντες διευθυντές

Εφαρμόζονται οι κανόνες της Επιτροπής για την αναπλήρωση.

Κατά παρέκκλιση, ο Γενικός Διευθυντής, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή εποπτείας, μπορεί να ορίσει έναν ή δύο από τους διευθυντές του ως αναπληρώνοντες διευθυντές. Εάν δεν είναι διαθέσιμος κανείς από τους αναπληρώνοντες διευθυντές, εφαρμόζονται οι κανόνες της Επιτροπής για την αναπλήρωση».

45. Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Χρηματοδότηση

Οι πιστώσεις της Υπηρεσίας, των οποίων το συνολικό ποσό εγγράφεται σε ειδική γραμμή του προϋπολογισμού στο τμήμα «Επιτροπή» του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης, αναγράφονται λεπτομερώς σε παράρτημα του εν λόγω τμήματος.

Ο πίνακας του προσωπικού της Υπηρεσίας προσαρτάται στον πίνακα του προσωπικού της Επιτροπής».

46. Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Έκθεση αξιολόγησης

Το αργότερο την [ ημερομηνία έκδοσης του παρόντος κανονισμού + 4 έτη ], η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συνοδευόμενη από γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας. Η έκθεση αυτή αναφέρει εάν πρέπει να τροποποιηθεί ο παρών κανονισμός.»

47. Το άρθρο 15 απαλείφεται.

Άρθρο 2

Ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 καταργείται.

Άρθρο 3

1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

2. Όσον αφορά τη διάρκεια της θητείας των εν ενεργεία μελών της επιτροπής εποπτείας κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, ισχύει το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού 1073/1999, όπως τροποποιήθηκε από τον παρόντα κανονισμό. Αμέσως μόλις τεθεί σε ισχύ ο παρών κανονισμός, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιλέγει με κλήρωση δύο μέλη των οποίων η θητεία θα λήξει, κατά παρέκκλιση από την πρώτη πρόταση της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999, μετά το πέρας των 30 πρώτων μηνών της θητείας τους.

3. Όσον αφορά τη διάρκεια της θητείας του εν ενεργεία Γενικού Διευθυντή κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, ισχύει το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 όπως τροποποιήθηκε από τον παρόντα κανονισμό.

4. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

[…]

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

[πρέπει να χρησιμοποιείται για κάθε πρόταση ή πρωτοβουλία που υποβάλλεται στη νομοθετική αρχή

(άρθρο 28 του δημοσιονομικού κανονισμού και άρθρο 22 των κανόνων εφαρμογής)]

1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

1.1. Ονομασία της πρότασης/πρωτοβουλίας: Τροποποιημένη πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1074/1999

1.2. Σχετικός(-οί) τομέας(-είς) πολιτικής στη διάρθρωση ΔΒΔ/ΠΒΔ: Καταπολέμηση της απάτης

1.3. Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας: κανονιστικός

1.4. Στόχος (οι): ενίσχυση της συνολικής αποτελεσματικότητας και της διακυβέρνησης της OLAF

1.5. Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας Άρθρο 325 ΣΛΕΕ, άρθρο 106α ΕΥΡΑΤΟΜ

1.6. Διάρκεια και δημοσιονομικός αντίκτυπος της δράσης: N/A

1.7. Προβλεπόμενος(οι) τρόπος(οι) διαχείρισης: Κεντρική άμεση διαχείριση από την Επιτροπή

2. MEΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

2.1. Διατάξεις στον τομέα της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων: Βλ. άρθρο 14 της τροποποιημένης πρότασης.

2.2. Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου: N/A

2.3. Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού

3. ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

3.1. Τομέας(είς) του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμή(ές) των δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται 24.010600.03.01.00 Δαπάνες που προκύπτουν από την αποστολή των μελών της επιτροπής εποπτείας

3.2. Εκτιμώμενος αντίκτυπος στις δαπάνες

3.2.1. Συνοπτική παρουσίαση του εκτιμώμενου αντικτύπου στις δαπάνες Χωρίς αντίκτυπο

3.2.2. Εκτιμώμενος αντίκτυπος στις επιχειρησιακές πιστώσεις Χωρίς αντίκτυπο

3.2.3. Εκτιμώμενος αντίκτυπος στις πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα Χωρίς αντίκτυπο

3.2.4. Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο Χωρίς αντίκτυπο

3.2.5. Συμμετοχή τρίτων στη χρηματοδότηση Χωρίς αντίκτυπο

3.3. Εκτιμώμενη επίπτωση στα έσοδα Χωρίς αντίκτυπο.

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

Ονομασία της πρότασης/πρωτοβουλίας

Τροποποιημένη πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1074/1999

Σχετικός(οί) τομέας(είς) πολιτικής που αφορά(ούν) τη δομή ΔΒΔ/ΠΒΔ[20]

24.01. Διοικητικές δαπάνες του τομέα πολιτικής: Καταπολέμηση της απάτης

24.02. Καταπολέμηση της απάτης

Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας

( Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση

( Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση μετά από πιλοτικό έργο/ προπαρασκευαστική δράση[21]

( Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά την παράταση υφιστάμενης δράσης

( Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά δράση προσανατολισμένη προς νέα δράση

Στόχοι

Ο(οι) πολυετής(είς) στρατηγικός(οί) στόχος(οι) της Επιτροπής που αφορά η πρόταση/πρωτοβουλία

Καταπολέμηση της απάτης

Ειδικός(οί) στόχος(οι) και δραστηριότητα(ες) ΔΒΔ/ΠΒΔ

Ειδικός στόχος αριθ . 7.1.α

Σχετική(ές) δραστηριότητα(ες) ΔΒΔ/ΠΒΔ

24.01. Διοικητικές δαπάνες του τομέα πολιτικής: Καταπολέμηση της απάτης

24.02. Καταπολέμηση της απάτης

Αναμενόμενο(α) αποτέλεσμα(τα) και αντίκτυπος

Να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα που αναμένεται να έχει η πρόταση/πρωτοβουλία όσον αφορά τους στοχοθετημένους(ες) δικαιούχους/ομάδες.

Βελτίωση της συνεργασίας της OLAF με τους ενδιαφερόμενους φορείς σε όλα τα επίπεδα: σε επίπεδο ΕΕ με τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς της ΕΕ, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και των τρίτων χωρών και τους διεθνείς οργανισμούς

Δείκτες αποτελεσμάτων και αντίκτυπου

Να προσδιοριστούν οι δείκτες για την παρακολούθηση της υλοποίησης της πρότασης/πρωτοβουλίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 14

Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

Βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κάλυψη αναγκών

Πλήρης λογοδοσία της OLAF υπό όρους που σέβονται τις θεμελιώδεις εγγυήσεις, καθώς και την ανεξαρτησία της.

Προστιθέμενη αξία παρέμβασης της ΕΕ

Το άρθρο 325 ΣΛΕΕ προβλέπει κοινή δράση της Επιτροπής και των κρατών μελών για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και την καταπολέμηση της απάτης. Βάσει του άρθρου αυτού αποδίδονται ειδικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Διδάγματα που αποκομίστηκαν από ανάλογες εμπειρίες του παρελθόντος

-

Συνέπεια και ενδεχόμενη συνέργεια με άλλα συναφή μέσα

Η τροποποιημένη πρόταση είναι συμβατή με τα σχετικά νομοθετικά μέσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διάρκεια και δημοσιονομικός αντίκτυπος της δράσης

( Πρόταση/πρωτοβουλία περιορισμένης διάρκειας .

- ( Ισχύουσα πρόταση/πρωτοβουλία από την [ΗΗ/ΜΜ]ΕΕΕΕ [μέχρι την [ΗΗ/ΜΜ]ΕΕΕΕ

- ( Δημοσιονομικός αντίκτυπος από το ΕΕΕΕ μέχρι το ΕΕΕΕ

( Πρόταση/πρωτοβουλία απεριόριστης διάρκειας .

- Περίοδος σταδιακής εφαρμογής από το ΕΕΕΕ μέχρι το ΕΕΕΕ,

- και στη συνέχεια λειτουργία με κανονικό ρυθμό.

Προβλεπόμενος(οι) τρόπος(οι) διαχείρισης [22]

( Κεντρική άμεση διαχείριση από την Επιτροπή

( Κεντρική έμμεση διαχείριση με ανάθεση καθηκόντων εκτέλεσης σε:

- ( εκτελεστικούς οργανισμούς

- ( οργανισμούς που έχουν συστήσει οι Κοινότητες[23]

- ( εθνικούς δημόσιους οργανισμούς/ οργανισμούς με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας

- ( πρόσωπα επιφορτισμένα με την εκτέλεση συγκεκριμένων δράσεων δυνάμει του τίτλου V της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προσδιορίζονται στην αντίστοιχη βασική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 49 του δημοσιονομικού κανονισμού.

( Επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη

( Αποκεντρωμένη διαχείριση με τρίτες χώρες

( Από κοινού διαχείριση με διεθνείς οργανισμούς ( να προσδιοριστεί )

Αν αναφέρονται περισσότεροι τρόποι διαχείρισης, παρακαλείσθε να τους διευκρινίσετε στο τμήμα «Παρατηρήσεις».

Παρατηρήσεις

[…]

[…]

MEΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Διατάξεις στον τομέα της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων

Να προσδιοριστούν η συχνότητα και οι όροι των διατάξεων αυτών.

Η επιτροπή εποπτείας θα παρακολουθεί τις δραστηριότητες της OLAF στον τομέα των ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 11.

Πέραν των υποχρεώσεων που παραμένουν αμετάβλητες από την τροποποιημένη πρόταση, τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διαδικασία ελέγχου υποβάλλουν τακτικά έκθεση στην επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητές τους (άρθρο 7β)

Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου

Κίνδυνος(οι) που έχει(ουν) επισημανθεί

N/A

Προβλεπόμενη(ες) μέθοδος(οι) ελέγχου

N/A

Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας

Να προσδιοριστούν τα ισχύοντα ή τα προβλεπόμενα μέτρα πρόληψης και προστασίας.

Θέση σε εφαρμογή σύμφωνα με το δημοσιονομικό κανονισμό.

[…]

ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

Τομέας(είς) του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμή(ές) δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

- Υφιστάμενες γραμμές προϋπολογισμού για δαπάνες

Σύμφωνα με τη σειρά των τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου | Γραμμή προϋπολογισμού | Είδος δαπάνης | Συμμετοχή |

Αριθμός [Περιγραφή… ... … ] | ΔΠ/ΜΔΠ ([24]) | χωρών ΕΖΕΣ[25] | υποψήφιων χωρών[26] | τρίτων χωρών | Κατά την έννοια του άρθρου 18.1.α α του δημοσιονομικού κανονισμού |

24.0106 | 24.010600.030100 Δαπάνες που προκύπτουν από την αποστολή των μελών της επιτροπής εποπτείας | ΜΔΠ | ΟΧΙ | ΟΧΙ | ΟΧΙ | ΟΧΙ |

- Νέες γραμμές του προϋπολογισμού, των οποίων έχει ζητηθεί η δημιουργία

Σύμφωνα με τη σειρά των τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου | Γραμμή προϋπολογισμού | Είδος δαπάνης | Συμμετοχή |

Αριθμός [Ονομασία…...….] | ΔΠ/ΜΔΠ | χωρών ΕΖΕΣ | από υποψήφιες χώρες | τρίτων χωρών | Κατά την έννοια του άρθρου 18.1.α α του δημοσιονομικού κανονισμού |

[…] | [XX.YY.YY.YY] […] | […] | ΝΑΙ/ΟΧΙ | ΝΑΙ/ΟΧΙ | ΝΑΙ/ΟΧΙ | ΝΑΙ/ΟΧΙ |

Εκτιμώμενος αντίκτυπος στις δαπάνες

Συνοπτική παρουσίαση της εκτιμώμενης επίπτωσης στις δαπάνες

Σε εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Τομέας πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: | Αριθμός | [Ονομασία…...….] |

Σε εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

-

Εκτιμώμενες απαιτήσεις σε ανθρώπινους πόρους

- ( Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων

- ( Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρωπίνων πόρων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

Εκτίμηση η οποία πρέπει να διατυπωθεί σε ακέραιο αριθμό (ή το πολύ με ένα δεκαδικό ψηφίο)

Έτος N | Έτος N+1 | Έτος N+2 | Έτος Ν+3 | …να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να αντικατοπτρίζεται η διάρκεια του αντικτύπου (βλ. σημείο 1.6) |

( Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (θέσεις μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων) |

Εξωτερικό προσωπικό |

Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

- ( Η πρόταση/πρωτοβουλία είναι συμβατή με τον ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

- ( Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί αναπρογραμματισμό του σχετικού τομέα του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

Να εξηγηθεί ο απαιτούμενος αναπρογραμματισμός με τον προσδιορισμό των σχετικών γραμμών του προϋπολογισμού και των αντίστοιχων ποσών.

[…]

- ( Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί εφαρμογή του μέσου ευελιξίας ή αναθεώρηση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου[37].

Να εξηγηθεί η ανάγκη με τον προσδιορισμό των σχετικών τομέων και γραμμών του προϋπολογισμού, καθώς και των αντίστοιχων ποσών.

[…]

Συμμετοχή τρίτων μερών στη χρηματοδότηση

- (Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν προβλέπει συγχρηματοδότηση από τρίτα μέρη

- Η πρόταση/πρωτοβουλία προβλέπει τη χρηματοδότηση που εκτιμάται παρακάτω:

Πιστώσεις σε εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Έτος N | Έτος N+1 | Έτος N+2 | Έτος N+3 | …να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να αντικατοπτρίζεται η διάρκεια του αντικτύπου (βλ. σημείο 1.6) | Σύνολο |

Έτος N | Έτος N+1 | Έτος N+2 | Έτος N+3 | …να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να αντικατοπτρίζεται η διάρκεια του αντίκτυπου (βλ. σημείο 1.6) |

Άρθρο …. | | | | | | | | | |Για τα διάφορα έσοδα «για ειδικό προορισμό», να προσδιοριστεί(ούν) η(οι) γραμμή(ές) δαπανών του προϋπολογισμού που έχει(ουν) επηρεαστεί.

[…]

Να προσδιοριστεί η μέθοδος υπολογισμού των επιπτώσεων στα έσοδα.

[…][pic][pic][pic]

[1] ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

[2] ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.

[3] ΕΕ L 136 της 31. 5.1999, σ. 20.

[4] COM (2006) 244.

[5] Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2008 σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), P6_TA-PROV(2008) 553. Για την προπαρασκευαστική έκθεση βλέπε A6-0394/2008.

[6] SEC(2010) 859.

[7] Γνωμοδότηση αριθ. 2/2010 της 23ης Σεπτεμβρίου 2010 και γνωμοδότηση αριθ. 5/2010 της 29ης Νοεμβρίου 2010, που δημοσιεύτηκαν στην ετήσια έκθεση της επιτροπής εποπτείας της OLAF (Ιούνιος 2009- Δεκέμβριος 2010)http://ec.europa.eu/anti_fraud/reports/sup_comm/2009-2010/Activity-report-2009-2010_en.pdf

[8] Απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 6ης Απριλίου 2009, ΕΕ L 121, σ. 37.

[9] Απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 1 (άρθρο 11 παρ. 3).

[10] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1-22.

[11] ΕΕ C […], […], σ. […].

[12] ΕΕ C […], […], σ. […].

[13] ΕΕ L 136 της 31.5. 1999, σ. 1.

[14] Ειδική έκθεση αριθ. 1/2005 (ΕΕ C 202 της 18.8.2005, σ. 1) που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο – Συμπεράσματα της 8ης Νοεμβρίου 2005.

[15] ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2.

[16] ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.

[17] ΕΕ L 56, της 4.3.1968.

[18] EE L 312 της 23.12.1995, σ. 1-4.

[19] ΕΕ L 248, της 16.9.2002, σ. 1-48.

[20] ΔΒΔ: Διαχείριση βάσει δραστηριοτήτων – ΠΒΔ: Προϋπολογισμός βάσει δραστηριοτήτων.

[21] Όπως αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 6 στοιχεία α) ή β) του δημοσιονομικού κανονισμού.

[22] Οι λεπτομέρειες σχετικά με τους τρόπους διαχείρισης, καθώς και οι παραπομπές στον δημοσιονομικό κανονισμό είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο http://www.cc.cec/budg/man/budgmanag/budgmanag_en.html

[23] Όπως προβλέπεται στο άρθρο 185 του Δημοσιονομικού Κανονισμού.

[24] ΔΠ= Διαχωριζόμενες πιστώσεις / ΜΔΠ= Μη διαχωριζόμενες πιστώσεις.

[25] ΕΖΕΣ: Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών

[26] Υποψήφιες χώρες και, δυνάμει υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.

[27] Το έτος N είναι το έτος έναρξης εφαρμογής της πρότασης/πρωτοβουλίας.

[28] Τεχνική ή/και διοικητική βοήθεια και δαπάνες στήριξης της εφαρμογής προγραμμάτων ή/και δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «BA»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.

[29] Το έτος N είναι το έτος έναρξης εφαρμογής της πρότασης/πρωτοβουλίας.

[30] Τα αποτελέσματα αφορούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που θα παρασχεθούν (παράδειγμα: αριθμός ανταλλαγών σπουδαστών που χρηματοδοτήθηκαν, αριθμός χλμ οδών που κατασκευάστηκαν, κ.λπ.).

[31] Όπως περιγράφεται στο Τμήμα 1.4.2. «Ειδικός(οι) στόχος (οι)…»

[32] Το έτος N είναι το έτος έναρξης εφαρμογής της πρότασης/πρωτοβουλίας.

[33] Τεχνική ή/και διοικητική βοήθεια και δαπάνες στήριξης της εφαρμογής προγραμμάτων ή/και δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «BA»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.

[34] CA = Συμβασιούχος υπάλληλος· INT= προσωρινό προσωπικό (" Intérimaire") ; JED= " Jeune Expert en Délégation" (Νεαρός εμπειρογνώμονας σε αντιπροσωπεία); LA= Τοπικός υπάλληλος · SNE= Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας.

[35] Επιμέρους ανώτατο όριο εξωτερικού προσωπικού βάσει επιχειρησιακών πιστώσεων (πρώην γραμμές «BA»).

[36] Κυρίως για τα διαρθρωτικά ταμεία, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (ΕΤΑ).

[37] Βλ. σημεία 19 και 24 της διοργανικής συμφωνίας.

[38] Όσον αφορά τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους (δασμούς, εισφορές ζάχαρης) τα αναγραφόμενα ποσά πρέπει να είναι καθαρά ποσά, δηλ. τα ακαθάριστα ποσά μετά την αφαίρεση του 25% για έξοδα είσπραξης.