8.5.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 131/66


Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011
Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση

P7_TA(2011)0459

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2010/2309(INI))

2013/C 131 E/08

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 67, το κεφάλαιο 4 (άρθρα 82-86) και το κεφάλαιο 5 (άρθρα 87-89) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το πρόγραμμα της Στοκχόλμης στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης (1), την ανακοίνωση της Επιτροπής «Για ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην υπηρεσία των πολιτών της Ευρώπης: σχέδιο δράσης για την εφαρμογή του προγράμματος της Στοκχόλμης» (COM(2010)0171) και την ανακοίνωση της Επιτροπής «Η στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας της ΕΕ στην πράξη: πέντε βήματα για μια ασφαλέστερη Ευρώπη» (COM(2010)0673),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου ΔΕΥ της 8ης και 9ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη χάραξη και την εφαρμογή κύκλου πολιτικής της ΕΕ για την καταπολέμηση του διεθνούς σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος,

έχοντας υπόψη την απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (2),

έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διασυνοριακού Οργανωμένου Εγκλήματος, την οποία ενέκρινε η Γενική Συνέλευση την 15η Νοεμβρίου 2000 (ψήφισμα 55/25), καθώς και τα πρωτόκολλά της, και συγκεκριμένα το Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Καταστολή και Δίωξη της Εμπορίας Προσώπων, ιδίως Γυναικών και Παιδιών, το Πρωτόκολλο κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών από Ξηράς, Θαλάσσης και Αέρος και το Πρωτόκολλο σχετικά με την Παράνομη Κατασκευή και Διακίνηση Πυροβόλων Όπλων, Μερών και Εξαρτημάτων τους και Πυρομαχικών,

έχοντας υπόψη την απόφαση 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την απόφαση 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005 (3), για τη δήμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος και την απόφαση 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις δήμευσης,

έχοντας υπόψη την απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007 (4), σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων και την έκθεση της Επιτροπής COM(2011)0176 βάσει του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου (7769/3/10) σχετικά με τη δήμευση και την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων,

έχοντας υπόψη τη Σύμβαση αριθ. 198 του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη νομιμοποίηση, την ανίχνευση, την κατάσχεση και δήμευση των εσόδων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,

έχοντας υπόψη τη μελέτη την εκπόνηση της οποίας ανέθεσε η Επιτροπή με τίτλο «Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της δράσης των κρατών μελών σχετικά με τον εντοπισμό, την ανίχνευση, τη δέσμευση και τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων από εγκληματικές ενέργειες» (2009),

έχοντας υπόψη τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τίτλο «Ο ρόλος της ΕΕ στην καταπολέμηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος» (5),

έχοντας υπόψη τις εκθέσεις OCTA (European Organised Crime Threat Assessment) που εκδίδει ετησίως η Europol (6), και ειδικότερα την έκθεση του 2011,

έχοντας υπόψη την κοινή έκθεση της Europol, της Eurojust και του Frontex σχετικά με την κατάσταση της εσωτερικής ασφάλειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2010),

έχοντας υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης των Ναρκωτικών και της Τοξικομανίας σχετικά με την εξέλιξη του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ευρώπη,

έχοντας υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις της ιταλικής Γενικής Διεύθυνσης κατά της Μαφίας, και τις εκθέσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Γραφείου Εγκληματολογικών Ερευνών (Bundeskriminalant, BKA) σχετικά με την παρουσία της Ndrangheta στη Γερμανία και, συγκεκριμένα, την πλέον πρόσφατη έκθεση του 2009 με τίτλο «Ανάλυση της δράσης των οργανώσεων του San Luca στη Γερμανία»,

έχοντας υπόψη την έκθεση ROCTA (Russian Organised Crime Threat Assessment report) που εκπόνησε η Europol το 2008,

έχοντας υπόψη τη γενική έκθεση πεπραγμένων της Europol (2009),

έχοντας υπόψη τη μελέτη την εκπόνηση της οποίας ανέθεσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τίτλο «Βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των οργανισμών της ΕΕ που είναι αρμόδιοι στον τομέα της αστυνομικής και της δικαστικής συνεργασίας: προς μια Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή»,

έχοντας υπόψη την απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006 για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη την απόφαση 2009/426/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 για την ενίσχυση της Eurojust και την τροποποίηση της απόφασης πλαισίου 2002/187/ΔΕΥ σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος (7),

έχοντας υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις δραστηριοτήτων της Eurojust (2002-2010) (8),

έχοντας υπόψη την απόφαση 2008/976/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο (9),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με το ρόλο της Eurojust και του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου στο πλαίσιο της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (COM(2007)0644),

έχοντας υπόψη την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 6ης Απριλίου 2009 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (10),

έχοντας υπόψη την απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (11),

έχοντας υπόψη τη Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12), την πράξη του Συμβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2001 σχετικά με το πρωτόκολλο εφαρμογής της και τη σύμβαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997 περί αμοιβαίας συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των τελωνειακών υπηρεσιών (Νάπολη II) (13),

έχοντας υπόψη την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και τις μετέπειτα τροποποιητικές πράξεις (14),

έχοντας υπόψη τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βάσει του άρθρου 34 της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (COM(2005)0063 και COM(2006)0008),

έχοντας υπόψη την έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, την οποία εξέδωσε η Επιτροπή την 11η Ιουλίου 2007 και το πληροφοριακό σημείωμα της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της 11ης Ιουνίου 2008 σχετικά με τις «Απαντήσεις στα ερωτηματολόγια για τη συγκέντρωση μιας σειράς ποσοτικών πληροφοριών όσον αφορά τη χρήση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης – Έτος 2007» (15),

έχοντας υπόψη τη σύστασή του στο Συμβούλιο σχετικά με την αξιολόγηση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (16),

έχοντας υπόψη την απόφαση πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας (17), και την έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την ενσωμάτωση της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί κοινών ομάδων έρευνας (COM(2004)0858),

έχοντας υπόψη τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2009 με τίτλο «Εφαρμογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και των κοινής ομάδας έρευνας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο» (18),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011 (19) για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου·

έχοντας υπόψη τις 40 συστάσεις της Ομάδας Διεθνούς Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF) για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,

έχοντας υπόψη την οδηγία 2005/60/ΕΚ της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (20),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα (21),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 της 15ης Νοεμβρίου 2006 για τις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (22),

έχοντας υπόψη την απόφαση-πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα (23) και την έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 9 της απόφασης-πλαισίου 2003/568/ΔΕΥ (COM(2007)0328),

έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς της (Σύμβαση της Merida),

έχοντας υπόψη τις συμβάσεις αστικού και ποινικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης περί διαφθοράς· έχοντας υπόψη την ευρωπαϊκή σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύμβαση του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές,

έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004 (24) περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, και τις μετέπειτα τροποποιήσεις της,

έχοντας υπόψη τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τίτλο «Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και υλοποίηση των διαρθρωτικών Ταμείων στην Ιταλία» (2009),

έχοντας υπόψη τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ναρκωτικά (2005-2012) και το σχέδιο δράσης της ΕΕ για την καταπολέμηση των ναρκωτικών (2009-2012),

έχοντας υπόψη την παγκόσμια έκθεση 2010 σχετικά με τα ναρκωτικά του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC),

έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών σχετικά με την εξέλιξη του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ευρώπη,

έχοντας υπόψη τη μελέτη που ανέθεσε η Επιτροπή στο Κέντρο για τη Μελέτη της Δημοκρατίας με τίτλο «Εξέταση της σχέσης μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς» (2010),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους και τη σύσταση της Επιτροπής της 13ης Ιουνίου 2007 (25) σχετικά με τον καθορισμό σειράς δράσεων με σκοπό την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού,

έχοντας υπόψη τη μελέτη που εκπόνησε το Transcrime το 2008, η οποία χρηματοδοτήθηκε από την Επιτροπή, με τίτλο «Μελέτη της παράνομης προστασίας: η ανάγκη ενός μέσου καταπολέμησης της δράσης του οργανωμένου εγκλήματος»,

έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, για ένα συνολικό ευρωπαϊκό σχέδιο για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης και της πειρατείας και το ψήφισμα, της 23ης Οκτωβρίου 2009, για μια ενισχυμένη στρατηγική στον τομέα της τελωνειακής συνεργασίας,

έχοντας υπόψη την οδηγία 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (26),

έχοντας υπόψη τη γραπτή δήλωση αριθ. 2/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις προσπάθειες της Ένωσης για πάταξη της διαφθοράς,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Νοεμβρίου 2008 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Προϊόντα οργανωμένου εγκλήματος: “Το έγκλημα δεν επιβραβεύεται” » (COM(2008)0766),

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (Α7-0333/2011),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, στον οποίο θα καταστέλλεται και θα καταπολεμάται η εγκληματικότητα (άρθρο 3 ΣΛΕΕ) και η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου ασφάλειας με τη θέσπιση μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της εγκληματικότητας και συνεργασίας μεταξύ αστυνομικών και δικαστικών αρχών και των λοιπών αρμοδίων αρχών, καθώς και με την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις και, εάν χρειάζεται, την προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών (άρθρο 67 ΣΛΕΕ)·

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το οργανωμένο έγκλημα έχει τεράστιο κοινωνικό κόστος, ενώ παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και καταπατά τους κανόνες της δημοκρατίας, αφαιρεί και διασπαθίζει πόρους (οικονομικούς, ανθρώπινους κ.λπ.), στρεβλώνει την κοινή ελεύθερη αγορά, διαβρώνει τις επιχειρήσεις και τη νόμιμη οικονομία, ενισχύει τη διαφθορά, μολύνει και ρυπαίνει και καταστρέφει το περιβάλλον·

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ανησυχητικά δικαστικά, ανακριτικά και δημοσιογραφικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι σε ορισμένα κράτη μέλη υπάρχει σημαντική και εδραιωμένη διείσδυση από το οργανωμένο έγκλημα στον κόσμο της πολιτικής, της δημόσιας διοίκησης και της νόμιμης οικονομίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι πιθανόν οι εν λόγω διεισδύσεις να επεκτείνονται και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, ενισχύοντας το οργανωμένο έγκλημα·

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η δράση του οργανωμένου εγκλήματος έχει ως στόχο, αλλά και βασίζεται, στην αποκόμιση οικονομικού οφέλους και, συνεπώς, η αποτελεσματική δράση πρόληψης και καταπολέμησης του φαινομένου πρέπει να επικεντρωθεί στον εντοπισμό, στη δέσμευση, στην κατάσχεση και στη δήμευση των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες· λαμβάνοντας υπόψη ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ φαίνεται να μην αρκεί για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δράσης αντιμετώπισης και ότι είναι αναγκαία μια νομοθεσία που θα επιτρέπει, επί παραδείγματι, την αποκαλούμενη εκτεταμένη δήμευση και την επέμβαση σε περιουσιακά στοιχεία αχυρανθρώπων· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η επαναχρησιμοποίηση για κοινωνικούς σκοπούς των δημευθέντων περιουσιακών στοιχείων επιτρέπει μια θετική προσέγγιση στις στρατηγικές αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς το δημευθέν περιουσιακό στοιχείο δεν θεωρείται πλέον πόρος που αποσπάται από την εγκληματική οργάνωση, αλλά αντιπροσωπεύει έναν διπλά θετικό παράγοντα, τόσο όσον αφορά την καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος όσο και για την επίδρασή του στην προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης·

E.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εγκληματικές οργανώσεις επικεντρώνουν τη δράση τους σε πολλούς και ολοένα ευρύτερους τομείς όπως, για παράδειγμα, το διεθνές λαθρεμπόριο ναρκωτικών, η εμπορία και η εκμετάλλευση ανθρώπων, τα οικονομικά εγκλήματα, το διεθνές εμπόριο όπλων, η παραποίηση/απομίμηση προϊόντων, τα κυβερνοεγκλήματα, τα περιβαλλοντικά εγκλήματα, η απόσπαση δημόσιων πόρων, οι απάτες, οι εκβιασμοί και η τοκογλυφία, και ότι η πλειονότητα αυτών των δραστηριοτήτων έχουν διεθνή και διευρωπαϊκό χαρακτήρα· λαμβάνοντας υπόψη ότι μεγάλο μέρος των εσόδων από αυτές τις δραστηριότητες «ξεπλένονται»·

ΣΤ.

έχοντας υπόψη ότι οι γυναίκες και νέες κοπέλες που είναι παράνομες μετανάστριες εκτίθενται περισσότερο από τις γυναίκες και νέες κοπέλες που είναι υπήκοοι της ΕΕ στις δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος, όπως για παράδειγμα η πορνεία και η εμπορία ανθρώπων,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, μολονότι δεν έχει διεξαχθεί συνεκτική έρευνα, ο κύκλος εργασιών των εγκληματικών οργανώσεων τύπου μαφίας που δρουν στην Ευρώπη είναι τεράστιος και ειδικότερα των ιταλικών οργανώσεων, για τις οποίες, όπως επισημαίνουν πολλές έρευνες (μεταξύ των οποίων και αυτή της Eurispes) και επιβεβαιώνει η κοινή έκθεση της Eurojust, της Europol και του Frontex για το 2010, μετριοπαθείς εκτιμήσεις υπολογίζουν τα έσοδα τους σε 135 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που υπερβαίνει το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν έξι κρατών μελών της ΕΕ, ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ndrangheta, οργάνωση τύπου μαφίας με τις βαθύτερες ρίζες στις χώρες της ΕΕ και παγκοσμίως, της οποίας τα ετήσια έσοδα υπολογίζονται σε τουλάχιστον 44 δισεκατομμύρια ευρώ·

H.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η απειλή του οργανωμένου εγκλήματος για την Ευρωπαϊκή Ένωση ξεπερνά τα σύνορά της και πρέπει συνεπώς να αντιμετωπίζεται έχοντας υπόψη την ανάγκη για μια γενική και διεθνή προσέγγιση και, ως εκ τούτου, μια στενή συνεργασία με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς όπως, για παράδειγμα, η Interpol και το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση των Ναρκωτικών και του Εγκλήματος (UNODC)·

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφθορά αποτελεί το βασικό μέσο εκβιασμού και ανταπόδοσης του οργανωμένου εγκλήματος για την απόσπαση δημόσιων πόρων και για τη διείσδυση στην τοπική πολιτική σκηνή, στη δημόσια διοίκηση και στον ιδιωτικό τομέα·

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι μία από τις πλέον επικίνδυνες μεθόδους διείσδυσης της παράνομης δραστηριότητας στη νόμιμη οικονομία και αποτελεί απαραίτητη διαδικασία, χωρίς την οποία η αγοραστική δύναμη που επιτυγχάνεται με το έγκλημα θα παρέμενε υποθετική και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο στο παράνομο κύκλωμα, χωρίς να μπορεί να μετατραπεί σε πραγματική οικονομική ισχύ· λαμβάνοντας υπόψη ότι η διεθνής συνεργασία και σύμπραξη αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο για την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών αντιπροσωπεύει τη βασική πηγή εσόδων του οργανωμένου εγκλήματος και των οργανώσεων τύπου μαφίας, δημιουργώντας τις αναγκαίες συνθήκες για την οικονομική και κοινωνική τους επικράτηση· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσωπεύει τόσο μία από τις βασικές αγορές διάθεσης των ναρκωτικών (ηρωίνη, κοκαΐνη και κάνναβη) όσο και παραγωγό τους (ιδίως στον τομέα των συνθετικών ναρκωτικών)· λαμβάνοντας υπόψη ότι στο εν λόγω εμπόριο εμπλέκονται πολλές, αλλά γνωστές, μη ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής και μεταφοράς, ιδίως της Λατινικής Αμερικής, της δυτικής Αφρικής και της Ασίας·

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εκβιασμοί, η προστασία έναντι χρημάτων και η τοκογλυφία αντιπροσωπεύουν μεθόδους μέσω των οποίων το οργανωμένο έγκλημα διεισδύει στη νόμιμη οικονομία, στρεβλώνοντας με καθοριστικό τρόπο κάθε μορφή ελεύθερης αγοράς και καταπιέζοντας τα δικαιώματα πολιτών, επιχειρηματιών, εργαζομένων και επαγγελματιών· λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως αποδεικνύεται από τη μελέτη που εκπόνησε το Transcrime το 2008, η οποία χρηματοδοτήθηκε από την Επιτροπή, με τίτλο «Μελέτη σχετικά με την παράνομη προστασία: η ανάγκη ενός μέσου καταπολέμησης της δράσης του οργανωμένου εγκλήματος», το φαινόμενο αυτό προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις τουλάχιστον στα μισά κράτη της ΕΕ, ενώ στα υπόλοιπα παρατηρείται σε ανησυχητική κλίμακα· λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην εξάπλωση της αθέμιτης προστασίας και τον έλεγχο της περιοχής και των οικονομικών-επιχειρηματικών και πολιτικών δραστηριοτήτων της εκ μέρους του οργανωμένου εγκλήματος· λαμβάνοντας τέλος υπόψη ότι η καταπολέμηση των οργανώσεων παροχής αθέμιτης προστασίας προϋποθέτει καταρχάς την ενθάρρυνση των θυμάτων να προβαίνουν σε καταγγελίες για να καταστεί το φαινόμενο πιο ορατό, καθώς και την έντονη παρουσία των θεσμών στην περιοχή·

Εισαγωγή

1.

επικροτεί τα μέτρα για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος τα οποία προτείνουν το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης, το σχετικό σχέδιο δράσης και η στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας, και ελπίζει ότι κατά τη νέα τριμερή προεδρία η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος θα συμπεριληφθεί στις πολιτικές προτεραιότητες και θα επιτευχθούν απτά αποτελέσματα·

2.

εκφράζει την πεποίθηση ότι το οργανωμένο έγκλημα, είτε διαπράττεται από οργανώσεις τύπου μαφίας είτε όχι, συγκαταλέγεται στις βασικές απειλές για την εσωτερική ασφάλεια και την ελευθερία των πολιτών της ΕΕ· θεωρεί ότι, μολονότι υπάρχει ο κίνδυνος να συνεργάζονται οι εγκληματικές οργανώσεις ολοένα συχνότερα με τρομοκρατικές οργανώσεις, το οργανωμένο έγκλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ανεξάρτητα από την τρομοκρατία, και ζητεί τη διαμόρφωση μιας ειδικής και οριζόντιας στρατηγικής της ΕΕ για το ζήτημα, η οποία θα περιλαμβάνει νομοθετικά και επιχειρησιακά μέτρα, τη διάθεση κεφαλαίων και αυστηρό χρονοδιάγραμμα εφαρμογής· επιδοκιμάζει τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 8ης-9ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με κύκλο πολιτικής της ΕΕ για το οργανωμένο έγκλημα, και καλεί το Συμβούλιο να αναθεωρήσει την απόφαση και να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στον καθορισμό προτεραιοτήτων, στην εξέταση των στρατηγικών στόχων και στην αξιολόγηση της έκβασης του κύκλου πολιτικής·

3.

υποστηρίζει τις δράσεις των κρατών μελών για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και τα ενθαρρύνει να ενισχύσουν τις δικαστικές αρχές και τις αστυνομικές δυνάμεις με βάση τις βέλτιστες υπάρχουσες εμπειρίες, με τη σύγκριση της νομοθεσίας και των πόρων που προορίζονται για τη στήριξη των δραστηριοτήτων τους και με τη διάθεση επαρκών ανθρώπινων και χρηματοδοτικών πόρων προς το σκοπό αυτό· καλεί τα κράτη μέλη να καταρτίσουν με αποφασιστικότητα μια προορατική ερευνητική προσέγγιση, να εκπονήσουν εθνικά σχέδια καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος και να διασφαλίσουν τον κεντρικό συντονισμό των επιχειρήσεων μέσω κατάλληλων ειδικών δομών, έχοντας ως υπόδειγμα τις βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζονται ήδη σε ορισμένα κράτη μέλη· καλεί τη Μόνιμη Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας (COSI) να διοργανώσει ετήσια συνεδρίαση στην οποία θα παραστούν τουλάχιστον τα κράτη μέλη, η Επιτροπή, το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Europol και η Eurojust και στην οποία θα μπορούν να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί και τα μελλοντικά σχέδια για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο·

4.

τονίζει ότι όλα τα μέτρα για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος πρέπει να σέβονται πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα και να είναι ανάλογα των επιδιωκόμενων στόχων και ότι οι στόχοι αυτοί συνιστούν επιτακτική ανάγκη σε μια δημοκρατική κοινωνία, σύμφωνα με το άρθρο 52 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, χωρίς να περιορίζεται άσκοπα η ελευθερία των ατόμων, όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και κοινές συνταγματικές αρχές των κρατών μελών·

5.

επισημαίνοντας ότι το άρθρο 222 της ΣΛΕΕ θεμελιώνει τη νομική υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της να εφαρμόζουν τη ρήτρα αλληλεγγύης, και εκφράζει μεγάλη ανησυχία ενόψει των προσπαθειών του οργανωμένου εγκλήματος να διεισδύσει στους τομείς της πολιτικής και διακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα, στην οικονομία και στα δημόσια οικονομικά· καλεί την Επιτροπή, το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη να εστιάσουν την κατασταλτική δράση τους στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από εγκληματικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συχνά αποκρύπτονται με ένα δίκτυο αχυρανθρώπων, συνεργών, πολιτικών οργανώσεων και ομάδων άσκησης πιέσεων· τονίζει ότι στις προσπάθειες για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη το οικονομικό έγκλημα·

Βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου της ΕΕ

6.

λαμβάνοντας υπόψη ότι δίκτυα διεθνούς εγκλήματος δραστηριοποιούνται σε μεγάλο βαθμό και ότι το οργανωμένο έγκλημα επεκτείνεται όσον αφορά την κλίμακα και το βαθμό εξέλιξής του, καλεί τα κράτη μέλη να βελτιώσουν τη συνεργασία και το συντονισμό και να εναρμονίσουν τη νομοθεσία τους, ιδίως όσον αφορά την εκπόνηση κοινών και ομοιογενών ποινικών διαδικασιών, και μορφών ποινικών αδικημάτων, αξιοποιώντας τις ορθές πρακτικές των πλέον εξελιγμένων νομικών συστημάτων σε ζητήματα καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος· καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την έγκαιρη και αποτελεσματική κύρωση και/ή μεταφορά στη νομοθεσία τους όλων των ευρωπαϊκών και διεθνών νομοθετικών μέσων που διέπουν άμεσα ή έμμεσα τις δράσεις καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος·

7.

λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετικά περιορισμένο αντίκτυπο που έχει στα νομοθετικά συστήματα των κρατών μελών η απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ για το οργανωμένο έγκλημα, η οποία δεν επέφερε σημαντικές βελτιώσεις στις εθνικές νομοθεσίες, όπως και στην επιχειρησιακή συνεργασία με σκοπό την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει έως τα τέλη του 2012 πρόταση οδηγίας που θα περιλαμβάνει ένα πιο συγκεκριμένο ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος, θα μπορεί να προσδιορίζει καλύτερα τα βασικά χαρακτηριστικά του φαινομένου, εστιάζοντας ειδικότερα στο καίριο ζήτημα της οργάνωσης και λαμβάνοντας επίσης υπόψη νέες μορφές οργανωμένου εγκλήματος· ζητεί, όσον αφορά το αδίκημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, και με γνώμονα τα διαφορετικά και ειδικά χαρακτηριστικά των διάφορων εθνικών νομοθετικών συστημάτων, να εξετασθεί η κατάργηση της σημερινής διπλής προσέγγισης (η οποία ποινικοποιεί τόσο τη συμμετοχή όσο και τη σύσταση) και να εντοπιστεί σειρά τυπικών αδικημάτων τα οποία, ανεξάρτητα από την ανώτατη ποινή που επιτρέπει το νομοθετικό σύστημα των κρατών μελών, συνιστούν αξιόποινη πράξη· ζητεί επίσης να ελέγχεται με μεγαλύτερη αυστηρότητα το ζήτημα της ποινικοποίησης κάθε μορφής στήριξης προς τις εγκληματικές οργανώσεις·

8.

καλεί την Επιτροπή να υποβάλει το ταχύτερο δυνατόν πρόταση πλαισίου οδηγίας για τη δέσμευση και κατάσχεση των προσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπως προβλέπεται στο Πρόγραμμα Εργασίας της για το 2011 και καλεί συνεπώς την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την απαίτηση για το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως κατοχυρώνονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων:

να επεξεργαστεί κανόνες για την αποτελεσματική χρήση μέσων, όπως η εκτεταμένη κατάσχεση και η κατάσχεση χωρίς καταδίκη·

να επεξεργαστεί κανόνες για τον μετριασμό του βάρους των αποδείξεων σχετικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων ενός δράστη μετά την καταδίκη του για σοβαρό αδίκημα (συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα)·

να προωθήσει την καθιέρωση μέσων στα εθνικά νομοθετικά συστήματα τα οποία, στο πλαίσιο του ποινικού, αστικού ή φορολογικού δικαίου, όπως ενδείκνυται, μετριάζουν το βάρος των αποδείξεων όσον αφορά την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων προσώπων που κατηγορούνται για διάπραξη αδικήματος που συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα·

να εντάξει στην πρόταση οδηγίας της κανόνες που θα επιτρέπουν τη δέσμευση και εν συνεχεία την κατάσχεση σε περίπτωση καταχώρησης περιουσιακών στοιχείων σε τρίτους· ζητεί επίσης να αποκτήσει ποινική βαρύτητα η συμπεριφορά αχυρανθρώπων καθώς στόχος της είναι να παρακάμψει την εφαρμογή μέτρων προστασίας για τα περιουσιακά στοιχεία ή να διευκολύνει τη διάπραξη αδικημάτων αποδοχής, νομιμοποίησης και χρήσης χρημάτων με προέλευση από παράνομες δραστηριότητες· καλεί συνεπώς την Επιτροπή να διασαφηνίσει στις νομοθετικές προτάσεις ότι η έννοια προϊόντος εγκλήματος που ορίζεται στη σύμβαση του ΟΗΕ του Παλέρμο και επαναλαμβάνεται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ, είναι ευρύτερη σε σχέση με εκείνη του εσόδου· καλεί πάραυτα τα κράτη μέλη να εντάξουν ορθά την εν λόγω έννοια στις νομοθεσίες τους, έτσι ώστε κάθε έσοδο που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη διάπραξη αδικημάτων στο πλαίσιο των εγκληματικών οργανώσεων να μπορεί να δεσμευθεί και να κατασχεθεί·

9.

καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει και να υποστηρίξει την επιτακτική ανάγκη για ευρωπαϊκή νομοθεσία που θα διέπει την επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων εγκλήματος για κοινωνικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας μαρτύρων σε δικαστήρια, προκειμένου να μπορούν να διατεθούν σε νόμιμους, καθαρούς, διαφανείς και αποδοτικούς οικονομικούς κύκλους τα κεφάλαια που ανήκουν σε εγκληματικές οργανώσεις ή συνδέονται με αυτές·

10.

υποστηρίζει τη στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για την αναγνώριση και την πλήρη εκτέλεση των εντολών δέσμευσης και κατάσχεσης· πιστεύει οι Υπηρεσίες Ανάκτησης Περιουσιακών Στοιχείων συνιστούν ζωτικό μέσο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και ότι πρέπει να παρασχεθούν στις υπηρεσίες αυτές οι απαραίτητοι πόροι, η εμπειρογνωμοσύνη και οι αρμοδιότητες που απαιτούνται το ταχύτερο δυνατό· επιδοκιμάζει την ανάλυση της Επιτροπής για τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υφιστάμενες υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων· καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει το ρόλο και τις αρμοδιότητες των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων και να εξασφαλίσει την πιο ευέλικτη και ενιαία πρόσβασή τους σε πληροφορίες σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα πρότυπα προστασίας δεδομένων της ΕΕ·

11.

ζητεί από την Επιτροπή να εκπονήσει εντός του 2013 μελέτη σχετικά με τις ισχύουσες μεθόδους έρευνας για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στα κράτη μέλη, με ιδιαίτερη αναφορά στη χρήση μέσων όπως, για παράδειγμα, οι τηλεφωνικές υποκλοπές, οι καταγραφές συνομιλιών, οι μέθοδοι έρευνας, οι καθυστερημένες συλλήψεις, οι καθυστερημένες κατασχέσεις, οι μυστικές επιχειρήσεις, οι ελεγχόμενες παραδόσεις και οι επιτηρούμενες παραδόσεις· ζητεί επίσης από την Επιτροπή να υποβάλει μια πρόταση οδηγίας εντός του 2014 σχετικά με τις κοινές τεχνικές έρευνας με σκοπό την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, εδάφιο γ), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

12.

τονίζει ότι είναι σημαντικό να διασφαλίζεται η κατάλληλη προστασία και υπεράσπιση των πρωτευόντων και δευτερευόντων θυμάτων του οργανωμένου εγκλήματος, των μαρτύρων, δικαστηρίων, των συνεργατών της δικαιοσύνης, των πληροφοριοδοτών και των οικογενειών τους· επιδοκιμάζει στο πλαίσιο αυτό την πρόταση οδηγίας της Επιτροπής που καθορίζει ελάχιστα πρότυπα για τα δικαιώματα, τη στήριξη και την προστασία θυμάτων εγκλημάτων, αλλά ζητεί να θεσπιστεί νομοθεσία της ΕΕ που θα καλύπτει επίσης τους μάρτυρες δικαστηρίων, τους συνεργάτες και πληροφοριοδότες καθώς και τις οικογένειες των θυμάτων· ζητεί την εξομοίωση από άποψη αντιμετώπισης όλων των κατηγοριών των θυμάτων (ιδίως του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας και όσων τραυματίζονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους) και τη λήψη μέτρων ώστε η προστασία των μαρτύρων της δικαιοσύνης, των συνεργατών της δικαιοσύνης, των πληροφοριοδοτών και των οικογενειών τους να επεκτείνεται και μετά τη λήξη της δικαστικής διαδικασίας· τονίζει ότι οι ανήλικοι χρήζουν ειδικής προσοχής, μεταχείρισης, προστασίας, βοήθειας και καθοδήγησης όταν πέφτουν θύματα του οργανωμένου εγκλήματος· καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκπονήσει σαφείς οδηγίες υπέρ των μαρτύρων και των συνεργατών της δικαιοσύνης, των πληροφοριοδοτών και των οικογενειών τους αναγνωρίζοντας ένα ευρωπαϊκό διακρατικό νομικό καθεστώς της κατάστασής τους, μέσω της επέκτασης της προστασίας που χορηγείται ενδεχομένως στα εν λόγω πρόσωπα στο εσωτερικό των κρατών μελών, όταν αυτή ζητηθεί από το κράτος προέλευσης του συνεργάτη, του μάρτυρα ή του πληροφοριοδότη· προτείνει τη σύσταση ευρωπαϊκού ταμείου για την προστασία και συνδρομή θυμάτων οργανωμένου εγκλήματος και μαρτύρων δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων μέσω στήριξης για μη κυβερνητικές οργανώσεις κατά της μαφίας και της παράνομης προστασίας που αναγνωρίζεται από τα κράτη μέλη· επιδοκιμάζει τη θέσπιση νομοθετικών διατάξεων από ορισμένα κράτη μέλη που προορίζονται για την καλύτερη προστασία μαρτύρων και πληροφοριοδοτών σε υποθέσεις που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα (λ.χ. επιτρέποντας την εφαρμογή δικαστικών ανακρίσεων εξ αποστάσεως)·

13.

καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προωθήσουν τον ρόλο των ενώσεων των συγγενών των θυμάτων και τον διάλογό τους με τα θεσμικά όργανα και να προωθήσουν την δημιουργία φόρουμ των ενώσεων αυτών σε επίπεδο ΕΕ·

Εξάλειψη βαθιά ριζωμένων στην ΕΕ εγκληματικών οργανώσεων τύπου μαφίας

14.

προτρέπει την Επιτροπή να εκπονήσει πρόταση οδηγίας με σκοπό την ποινικοποίηση σε όλα τα κράτη μέλη των σχέσεων με εγκληματικές οργανώσεις τύπου μαφίας ή άλλα εγκληματικά κυκλώματα, έτσι ώστε να μπορούν να διώκονται οι εγκληματικές οργανώσεις που αποκομίζουν κέρδη από την ίδια τους την ύπαρξη, μέσω της ικανότητάς τους να προκαλούν φόβο ακόμη και χωρίς να διαπράττουν συγκεκριμένες πράξεις βίας ή απειλής, με σκοπό να διαπράττουν αδικήματα, το σύστημα διαχείρισης του οικονομικού και διοικητικού τομέα και των δημόσιων υπηρεσιών και το εκλογικό σύστημα·

15.

προτίθεται να συστήσει εντός τριών μηνών από την έγκριση του παρόντος ψηφίσματος ειδική επιτροπή για την εξάπλωση των εγκληματικών οργανώσεων τύπου μαφίας, οι οποίες δρουν σε διακρατικό επίπεδο, θέτοντας μεταξύ των στόχων της την εις βάθος μελέτη της διάστασης του φαινομένου και τις αρνητικές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις του σε ευρωπαϊκή κλίμακα, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της απόσπασης δημόσιων πόρων από τις εγκληματικές οργανώσεις και τις οργανώσεις τύπου μαφίας και της διείσδυσής τους στο δημόσιο τομέα καθώς και τη διάβρωση της νόμιμης οικονομίας και του χρηματοοικονομικού τομέα, ενώ ένας άλλος στόχος είναι η θέσπιση σειράς νομοθετικών μέτρων που θα μπορούν να καταπολεμήσουν αυτήν την απτή και γνωστή απειλή για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους πολίτες της· ζητεί συνεπώς από τη Διάσκεψη των Προέδρων να διατυπώσει την πρόταση σύμφωνα με το άρθρο 184 του Κανονισμού·

16.

καλεί την Επιτροπή, σε συνεργασία με τη Europol και τη Eurojust, να διεξαγάγει έρευνα, έως τον Ιούνιο του 2013, για να αξιολογηθούν οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση· καλεί τη Europol να εκπονήσει έως το 2012 θεματική έκθεση OCTA για την απειλή που θέτει η παρουσία εγκληματικών οργανώσεων τύπου μαφίας στην ΕΕ·

17.

υπογραμμίζει το γεγονός ότι, σύμφωνα με την έκθεση OCTA (αξιολόγηση απειλών όσον αφορά το οργανωμένο έγκλημα από την Ευρωπαϊκή Ένωση) που δημοσιεύθηκε το 2011 από την Europol, οι εγκληματικές οργανώσεις επιδεικνύουν πραγματική ικανότητα προσαρμογής και ότι εντοπίζουν και εκμεταλλεύονται ταχύτατα νέες παράνομες αγορές· ως εκ τούτου, δεν κρίνει μόνον αναγκαία την καταπολέμηση των παραδοσιακών δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά θεωρεί εξίσου απαραίτητη την απόδοση ιδιαίτερης προσοχής στις νέες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος·

Βελτίωση της λειτουργίας των ευρωπαϊκών δομών που δραστηριοποιούνται ποικιλοτρόπως στο πλαίσιο της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος και ενίσχυση των σχέσεων με άλλα διεθνή όργανα

18.

καλεί τα κράτη μέλη να μεταφέρουν πάραυτα στην εθνική νομοθεσία και να εφαρμόσουν την απόφαση του Συμβουλίου 2009/426/JHA σχετικά με την ενίσχυση της Eurojust και να τηρήσουν όλες τις συστάσεις της· καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι τα εθνικά μέλη της Eurojust θα ενημερώνονται χωρίς καθυστερήσεις για αδικήματα που αφορούν τουλάχιστον δύο κράτη μέλη, σε περίπτωση που υφίστανται σοβαρές ενδείξεις εμπλοκής μιας εγκληματικής οργάνωσης· υποστηρίζει τη σημασία της ενίσχυσης της Eurojust για να καταστεί πιο αποτελεσματική στην καταπολέμηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος, όσον αφορά τις εξουσίες πρωτοβουλίας της, ιδίως την εξουσία να διεξαγάγει έρευνες, και εκείνες που της εκχωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 85 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης· καλεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να ασκήσουν την πολιτική επιρροή τους σε διεθνές επίπεδο προκειμένου να ξεκινήσει η επανεξέταση δυνατοτήτων ανταλλαγής ορισμένων εμπειριών που έχουν αποκτηθεί σε επίπεδο ΕΕ, μεταξύ άλλων από τη Eurojust, σε διεθνές επίπεδο και, ει δυνατό να διατίθεται η τεχνογνωσία που έχει αποκομισθεί έως τώρα σε επίπεδο ΕΕ·

19.

καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει το ταχύτερο δυνατόν εκτίμηση επιπτώσεων για την προστιθέμενη αξία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχόμενου επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της ώστε να περιλαμβάνει και την καταπολέμηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς, όπως προβλέπει το άρθρο 86, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο στα θεμελιώδη δικαιώματα εν γένει και στα δικαιώματα υπεράσπισης ειδικότερα, καθώς και την ανάγκη της προηγούμενης εναρμόνισης των προτύπων της ποινικής δικονομίας και του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και των διατάξεων ποινικής δικαιοδοσίας· καλεί την Επιτροπή να ξεκινήσει διαβουλεύσεις με όλους τους ενδιαφερόμενους, μεταξύ άλλων με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εθνικά κοινοβούλια και την Κοινωνία των Πολιτών, για την εξέταση των επιπτώσεων της πιθανής σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής·

20.

επιδοκιμάζει την πενταετή στρατηγική για την ανάπτυξη της Europol που χαράχθηκε το 2009· καλεί την Europol να εντατικοποιήσει τις συνεδριάσεις και τις σχέσεις της με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να εξετάζεται περιοδικά η πρόοδος αυτής της στρατηγικής και τυχόν προβλήματα· καλεί τη Europol να καταβάλει αποτελεσματικότερες προσπάθειες για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και εγκλημάτων τύπου μαφίας με τη σύσταση και ενίσχυση ειδικού τμήματος στην οργάνωσή της και χρησιμοποιώντας περισσότερους από τους διατιθέμενους χρηματοδοτικούς πόρους στον τομέα αυτό· ζητεί από την Europol να συνεργάζεται στενότερα με την Interpol με σκοπό την καταπολέμηση σε παγκόσμια κλίμακα των εγκληματικών οργανώσεων και, ειδικότερα, σχετικά με το ζήτημα της ανταλλαγής πληροφοριών· ζητεί από την Europol να δημιουργήσει στενότερους δεσμούς και να συνάψει στρατηγικές και επιχειρησιακές συμφωνίες με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών·

21.

καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να βελτιώσουν εμπράκτως τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αστυνομικών υπηρεσιών, αίροντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό τους τυπικούς φραγμούς·

22.

επαναλαμβάνει τη σημασία της βελτίωσης της έμπρακτης συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών και δικαστικών αρχών των κρατών μελών, με στόχο την ανταλλαγή δεδομένων για τις εγκληματικές οργανώσεις και τον συντονισμό των ερευνών· καλεί, προς τον σκοπό αυτόν, την Επιτροπή και τη Eurojust να δημιουργήσουν ένα αποτελεσματικότερο δίκτυο εθνικών σημείων επαφής· ζητεί, περαιτέρω, από την Επιτροπή να υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται στο πλαίσιο της εντατικής συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών και δικαστικών αρχών στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος·

23.

αναγνωρίζει ότι, παρά τα πρωτόκολλα και τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί διμερώς μεταξύ Europol, Eurojust και OLAF, υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της συνεργασίας μεταξύ αυτών των φορέων· καλεί συνεπώς την Europol, την Eurojust, την OLAF και τον Συντονιστή της ΕΕ στον τομέα της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων να καταβάλλουν συγκεκριμένες και συντονισμένες προσπάθειες τόσο για την αξιολόγηση και τη διαρκή ανανέωση των συμφωνιών συνεργασίας όσο και για την εφαρμογή τους, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανταλλαγή συνοπτικών περιγραφών υποθέσεων, πληροφοριών που αφορούν τις υποθέσεις και στοιχείων στρατηγικού χαρακτήρα· θεωρεί ότι οι εν λόγω σχέσεις συνεργασίας μεταξύ των δύο οργανισμών και της OLAF μπορούν να ολοκληρωθούν μόνον εντός ενός σαφούς πλαισίου κατανομής των αρμοδιοτήτων, προκειμένου να αποφεύγονται αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ των διαφόρων οργανισμών· καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διεξαγάγει έρευνα για να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών της ΕΕ και των κρατών μελών για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας·

Ανάπτυξη της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων και βελτίωση της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στην ΕΕ και με τις τρίτες χώρες

24.

εκφράζει τη βεβαιότητα ότι, για να ξεπεραστούν τα πρακτικά εμπόδια στη δικαστική διαδικασία, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην ενημέρωση των δικαστικών και αστυνομικών αρχών, και καλεί τα κράτη μέλη να θεωρήσουν προτεραιότητα σε πολιτικό επίπεδο την κατάρτιση των δικαστικών και αστυνομικών αρχών· παράλληλα, καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κινητοποιήσει τους απαιτούμενους πόρους, συμπεριλαμβανομένων χρηματοδοτικών μέτρων, για να υποστηρίξει τη δραστηριότητα των κρατών μελών·

25.

αναγνωρίζει ότι η δικαστική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, αντιπροσωπεύει έναν από τους πυλώνες για την καταπολέμηση του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος και για τη δημιουργία ενός κοινού χώρου ασφάλειας και δικαιοσύνης, και καλεί τα κράτη μέλη να σεβαστούν τις δεσμεύσεις τους και να μεταφέρουν πάραυτα στο δίκαιό τους όλα τα μέσα δικαστικής συνεργασίας που υφίστανται ήδη σε επίπεδο ΕΕ και, προπαντός, τη Σύμβαση του 2000 σχετικά με την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή σε Ποινικά Θέματα και το πρωτόκολλό της του 2001 καθώς και την απόφαση-πλαίσιο σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας· εκφράζει τη βεβαιότητα ότι, για να ξεπεραστούν τα πρακτικά εμπόδια στη δικαστική συνεργασία, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην ενημέρωση των δικαστικών και αστυνομικών αρχών και των συνηγόρων υπεράσπισης, και καλεί τα κράτη μέλη να θεωρήσουν προτεραιότητα σε πολιτικό επίπεδο την κατάρτιση των δικαστικών και αστυνομικών αρχών και τα δικαιώματα της υπεράσπισης· παράλληλα, καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων χρηματοδοτικών μέτρων, για να υποστηρίξει τη δραστηριότητα των κρατών μελών·

26.

καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να εξακολουθήσουν να καταβάλλουν προσπάθειες για την αποτελεσματική εφαρμογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει εάν και κατά πόσο θα μπορούσαν να αναδιατυπωθούν οι λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που αναφέρεται στο άρθρο 4 της απόφασης πλαισίου για την τήρηση των υποχρεώσεων της Ένωσης στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και υπό το πρίσμα εμπειριών που έχουν αποκομισθεί με επακόλουθα μέσα αμοιβαίας αναγνώρισης όσον αφορά αδικήματα που συνδέονται εν γένει με το οργανωμένο έγκλημα, συμπεριλαμβανομένου του αδικήματος της συμμετοχής σε οργάνωση τύπου μαφίας· καλεί τις δικαστικές αρχές των κρατών μελών να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης που εκδίδουν διαβιβάζονται πάντοτε στην Interpol·

27.

αναγνωρίζει το θεμελιώδη ρόλο των κοινών ομάδων έρευνας για την καταπολέμηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος και εκφράζει ανησυχία για το γεγονός ότι η ανεπαρκής μεταφορά της αντίστοιχης απόφασης-πλαισίου και η απροθυμία ορισμένων εθνικών δικαστικών αρχών δεν επιτρέπουν την πλήρη αξιοποίηση αυτού του μέσου έρευνας· καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να προωθήσουν το έργο των κοινών ομάδων έρευνας, εξασφαλίζοντας την πλήρη εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου 2002/465/ΔΕΥ από όλα τα κράτη μέλη και προβλέποντας κατάλληλη χρηματοδοτική υποστήριξη· τονίζει ότι τα αποτελέσματα που επετεύχθησαν από τις κοινές ομάδες έρευνας μπορούν να αξιολογηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο (π.χ. μέσω της αξίας των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων) και σε εθνικό επίπεδο (π.χ. αποτελεσματικότητα των μεμονωμένων μελών της ομάδας), και καλεί την Επιτροπή να αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό σε συνεργασία με την Eurojust και την Europol·

28.

υπενθυμίζει ότι τα σύνορα δεν συνιστούν φραγμό για το οργανωμένο έγκλημα· κρίνει, συνεπώς, απαραίτητη την ενσωμάτωση της εξωτερικής διάστασης του φαινομένου στο ευρωπαϊκό πλαίσιο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος· τονίζει ότι είναι σημαντικό, εν προκειμένω, να διασφαλισθεί η μεγαλύτερη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης και κυρίως του Κοινού Κέντρου Επιχειρήσεων (SitCen)· ζητεί από την Επιτροπή να καταστήσει ολοένα και πιο αποτελεσματικές και να επικαιροποιεί τακτικά τις συμφωνίες συνεργασίας για δικαστικά ζητήματα και έρευνες με τρίτες χώρες, με σκοπό την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος· ζητεί επίσης να εφαρμόζεται για την εκπόνηση των εν λόγω συμφωνιών μια προσέγγιση που θα λαμβάνει δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες της απειλής του οργανωμένου εγκλήματος για την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνδυασμό με την κατάσταση της εκάστοτε τρίτης χώρας· ζητεί από την Europol να εκπονεί με συνεχώς μεγαλύτερη συχνότητα και λεπτομέρεια περιοδικές και ειδικές αναλύσεις όσον αφορά τις μη ευρωπαϊκές εγκληματικές οργανώσεις των οποίων η δραστηριότητα έχει, άμεσες ή έμμεσες, επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση· θεωρεί βασική προτεραιότητα να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διεθνών οργάνων στην περιοχή των Βαλκανίων, με ιδιαίτερη αναφορά στο ζήτημα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος· ζητεί από την Επιτροπή να αναπτύξει, σε συνεργασία με την Europol, ένα κοινό σχέδιο με την Interpol για να υποστηρίξει τη δημιουργία και την υλοποίηση ενός περιφερειακού συστήματος ανταλλαγής αστυνομικών και δικαστικών πληροφοριών με τη Δυτική Αφρική, θέτοντας στη διάθεση των αφρικανικών κρατών και της Οικονομικής Κοινότητας των κρατών της Δυτικής Αφρικής την τεχνογνωσία και τους αναγκαίους πόρους, όσον αφορά και το επίπεδο της κατάρτισης και της παρακολούθησης·

Λοιπές συστάσεις σχετικά με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος

29.

τονίζει ότι είναι σημαντική η προώθηση του πνεύματος της νομιμότητας και η αύξηση της ευαισθητοποίησης και επίγνωσης του φαινομένου μεταξύ των πολιτών και, γενικότερα, στην κοινή γνώμη· τονίζει στο πλαίσιο αυτό το θεμελιώδη ρόλο του ελεύθερου και ανεξάρτητου από κάθε επιρροή Τύπου, ώστε να μπορεί να ερευνά και να δημοσιοποιεί τους δεσμούς μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και ισχυρών κέντρων εξουσίας· πιστεύει ότι πρέπει να διασφαλίζεται η άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων με δέοντα σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα της αξιοπρέπειας, της τιμής και της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει ειδικά σχέδια δράσης για την ανάπτυξη του πνεύματος της νομιμότητας, μεταξύ άλλων, μέσω της δημιουργίας ειδικών κεφαλαίων του προϋπολογισμού για τον σκοπό αυτόν·

30.

υπογραμμίζει ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη πρέπει να προβούν σε μια ολιστική προσέγγιση της εμπορίας παιδιών, η οποία να περιλαμβάνει πολλαπλές τομεακές παρεμβάσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που είναι θύματα εμπορίας και των παιδιών που κινδυνεύουν να γίνουν θύματα εμπορίας· υποστηρίζει επίμονα ότι τα κράτη μέλη πρέπει να συμμετάσχουν ενεργά στην καταπολέμηση της παράνομης υιοθεσίας και να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της αποτελεσματικής παρακολούθησης της ανάπτυξης των εγκαταλελειμμένων και υιοθετημένων παιδιών·

31.

τονίζει τη θεμελιώδη σημασία της διαφάνειας του δημόσιου τομέα για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και ζητεί από την Επιτροπή να δραστηριοποιηθεί προκειμένου να θεσπισθούν οι αναγκαίοι κανόνες που θα διασφαλίζουν την πλήρη ιχνηλασιμότητα και τον έλεγχο της διάθεσης και της χρήσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων τόσο από τα αρμόδια όργανα όσο και από τους πολίτες και τον Τύπο· ζητεί την άμεση ανάρτηση των εν λόγω πληροφοριών σε ειδικό ιστότοπο στο Διαδίκτυο υπό τη μορφή ηλεκτρονικά αναγνώσιμων, συγκρίσιμων και ανοικτών δεδομένων, και σε τουλάχιστον μία από τις γλώσσες εργασίας της ΕΕ, έτσι ώστε να είναι εύκολη η πρόσβαση, επαναχρησιμοποίηση και επεξεργασία των πληροφοριών από την κοινωνία των πολιτών· ζητεί από τα κράτη μέλη να λάβουν ανάλογα μέτρα, προκειμένου να καταστεί διαφανής κάθε διαδικασία χρήσης δημόσιων κονδυλίων, με ιδιαίτερη αναφορά στην τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία είναι περισσότερο εκτεθειμένη στη διείσδυση του οργανωμένου εγκλήματος, λαμβανομένου υπόψη του εγγενούς απόρρητου χαρακτήρα των δράσεων για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος·

32.

με την επιφύλαξη του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ζητεί την εκπόνηση ενός κατάλληλου συστήματος επιβολής κυρώσεων και κατάλληλου συστήματος κράτησης για αδικήματα που αφορούν το οργανωμένο έγκλημα, τόσο για να αποθαρρύνεται η διάπραξη των αδικημάτων όσο και για να καθίσταται αδύνατη, κατά την περίοδο της κράτησης, η συνέχιση της καθοδήγησης των οργανώσεων ή η συμβολή στους στόχους τους, διαπράττοντας περαιτέρω αδικήματα·

Μέτρα καταπολέμησης σε ειδικούς τομείς δράσης του οργανωμένου εγκλήματος

33.

είναι πεπεισμένο για την άμεση σχέση του οργανωμένου εγκλήματος με τη διαφθορά και επαναλαμβάνει με έμφαση το αίτημα που έχει διατυπώσει ήδη με την έγκριση της γραπτής δήλωσης 02/2010, τόσο για τη δημιουργία ενός αντικειμενικού και μετρήσιμου μηχανισμού αξιολόγησης και ελέγχου των πολιτικών των 27 κρατών μελών για την καταπολέμηση της διαφθοράς όσο και για τη χάραξη μιας συνεκτικής πολιτικής των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων κατά της διαφθοράς· τονίζει την ανάγκη για μια προδραστική προσέγγιση για την καταπολέμηση της διαφθοράς και καλεί την Επιτροπή να δώσει έμφαση στα μέτρα καταστολής της διαφθοράς τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα· θεωρεί επίσης πρωταρχικής σημασίας την εκπόνηση αποτελεσματικών μέτρων καταπολέμησης της διαφθοράς στην πολιτική γειτονίας, στην προενταξιακή ζώνη και στη χρήση κονδυλίων που προορίζονται για αναπτυξιακή βοήθεια, ιδίως από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και από τους νέους υπό σύσταση οργανισμούς στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης· καλεί την Επιτροπή να ενημερώνει το Κοινοβούλιο και να ακολουθεί τακτική αποτελεσματικής παρακολούθησης των μέτρων που λαμβάνονται και των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων·

34.

ζητεί από τα κράτη μέλη να επικυρώσουν άμεσα τα διεθνή μέσα καταπολέμησης της διαφθοράς και, προπαντός, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς και τις συμβάσεις αστικού και ποινικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης περί διαφθοράς (1999)·

35.

δεσμεύεται να θεσπίσει κανόνες που δεν θα επιτρέπουν την υποβολή υποψηφιότητας στις εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε άτομα που έχουν καταδικαστεί, με απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου, για αδικήματα συμμετοχής σε εγκληματικές οργανώσεις ή για αδικήματα που διαπράττονται συνήθως στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους (εμπορία ανθρώπων, διεθνές εμπόριο ναρκωτικών, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, απάτες, διαφθορά και εκβιασμοί)· ζητεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν παρεμφερείς κανόνες για τις εθνικές και τοπικές εκλογές·

36.

καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει σαφείς οδηγίες και επαρκείς νομοθετικές προτάσεις για να εμποδίζεται η συμμετοχή των επιχειρήσεων που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα και τις οργανώσεις τύπου μαφίας σε δημόσιους διαγωνισμούς και στη διαχείριση δημόσιων συμβάσεων· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την ιχνηλασιμότητα χρηματοοικονομικών ροών που σχετίζονται με δημόσια έργα, δημόσιες υπηρεσίες και συμβάσεις προμηθειών και να αξιολογούν τη θέσπιση κανόνων που θα ποινικοποιούν παρεμβάσεις στη διοικητική διαδικασία επιλογής αντισυμβαλλομένου από τη δημόσια διοίκηση· καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει την πλήρη και ορθή εφαρμογή του άρθρου 45 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, αποκλείοντας κατ' αρχήν μηχανισμούς αυτοκάθαρσης, διευκρινίζοντας ότι οι καταδίκες που έχουν σαν αποτέλεσμα τον αποκλεισμό αφορούν νομικά και φυσικά πρόσωπα, εξασφαλίζοντας ότι οι λόγοι αποκλεισμού θα είναι διαρκείς ή για εύλογη χρονική περίοδο και δεν θα περιορίζονται στο διάστημα της καταδίκης· ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για την πρόβλεψη των αιτιών αποκλεισμού από δημόσιους διαγωνισμούς ή ειδικών μέτρων για πρόσωπα που υπόκεινται σε έρευνα ή σε ποινικές διαδικασίες εν εξελίξει· ζητεί την επέκταση του αριθμού των αδικημάτων που συντελούν σε αποκλεισμό ώστε να καλύπτουν όλα τα αδικήματα που διαπράττονται συνήθως στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος και για την ανάληψη δράσης για την πρόληψη της παράκαμψης της σχετικής νομοθεσίας με τη χρήση αχυρανθρώπων· καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν ανάλογα μέτρα για οποιαδήποτε μορφή σύμβασης, ανάθεσης, αδειοδότησης ή κρατικής βοήθειας, έστω και εάν δεν εμπίπτουν στην ευρωπαϊκή νομοθεσία· ζητεί από την Επιτροπή να δημιουργήσει κατάλληλα νομοθετικά και επιχειρησιακά μέσα (βάσεις δεδομένων) για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των κρατών μελών και των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και οργανισμών και για την κατάρτιση «μαύρης λίστας» με σκοπό την πρόληψη της κακοδιαχείρισης δημόσιων κονδυλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

37.

επικροτεί την έγκριση της οδηγίας 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, η οποία συνδέεται συχνά με τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος με τη μορφή της εκμετάλλευσης της πορνείας και της εργασίας, της εμπορίας οργάνων και της δουλείας· τονίζει την ύψιστη σπουδαιότητα της ταχείας και αποτελεσματικής εφαρμογής της οδηγίας αυτής·

38.

παροτρύνει τα κράτη μέλη και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να λάβουν δεόντως υπόψη τους το γεγονός ότι το οργανωμένο έγκλημα εξακολουθεί να υποστηρίζει τις δραστηριότητες και τα συμφέροντά του, μεταξύ άλλων, με το εμπόριο ναρκωτικών, επιχειρώντας να επεκτείνει την παγκόσμια αγορά παράνομων ναρκωτικών σε νέες αγορές και νέες ουσίες·

39.

ζητεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και από όλα τα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των κρατών μελών να βελτιώσουν τις πολιτικές τους για τα offshore χρηματοοικονομικά κέντρα και τις μη συνεργαζόμενες χώρες, καταρτίζοντας ειδικότερα μια λίστα χωρών υπό παρακολούθηση με αυστηρότερο τρόπο σε σχέση με τη μαύρη και τη γκρίζα λίστα του ΟΟΣΑ και λαμβάνοντας, όπου είναι αναγκαίο, ειδικά μέτρα επιμέλειας για κάθε χώρα, απαγορεύοντας σε κάθε περίπτωση την υποστήριξη ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών σε χώρες που θεωρούνται υψηλού κινδύνου, όπως είναι σήμερα η περίπτωση του Παναμά, και ζητώντας τη μετεγκατάσταση των καταχωρημένων εταιρειών με έδρα σε μη συνεργαζόμενες χώρες και offshore χρηματοοικονομικά κέντρα ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρηματοδοτική υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων· ζητεί από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη να καταβάλουν πραγματικές προσπάθειες για την ορθή εφαρμογή και των σαράντα συστάσεων της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης με την υιοθέτηση ειδικών πολιτικών για κάθε θεσμικό όργανο, οι οποίες θα προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ενισχυμένα μέτρα επιμέλειας, κυρίως σε περίπτωση πολιτικά εκτεθειμένων παραγόντων·

40.

επισημαίνει ότι το οργανωμένο έγκλημα χρησιμοποιεί για παράνομους σκοπούς τις τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφορικής, δημιουργώντας κατηγορίες αδικημάτων που συνδέονται με την κλοπή ταυτότητας, το κυβερνοέγκλημα, το παράνομο στοίχημα και στημένους αθλητικούς αγώνες· για τον σκοπό αυτόν, ζητεί μια συνεκτική ανάπτυξη του ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου· καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να ζητήσουν από το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό των διεθνών εταίρων τους να υπογράψουν και να κυρώσουν τη Σύμβαση του 2001 για την Καταπολέμηση του Εγκλήματος στον Κυβερνοχώρο· επισημαίνει την τάση αυξημένης εστίασης εγκληματικών οργανώσεων σε δυνατότητες νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για διάπραξη οικονομικών εγκλημάτων που θα μπορούσαν να συντελέσουν στην αυξανόμενη εξάπλωση διαδικτυακών εγκληματικών δραστηριοτήτων·

41.

ζητεί από τα ευρωπαϊκά όργανα να εκπέμψουν ισχυρό μήνυμα σε επίπεδο ΕΕ και σε διεθνές επίπεδο για να καταπολεμήσουν όλες τις μορφές νομιμοποίησης εσόδων με τη χρήση των χρηματοπιστωτικών αγορών, θεσπίζοντας ειδικότερα πιθανά μέτρα ελέγχου των κεφαλαίων όπως συνέστησε εξάλλου πρόσφατα το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενθαρρύνοντας τη μείωση της διεισδυτικότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών στο πλαίσιο βραχυπρόθεσμων συναλλαγών, επιβάλλοντας την ενίσχυση της διαφάνειας στο πλαίσιο της χρήσης των δημόσιων κονδυλίων, αρχής γενομένης από εκείνα που προορίζονται για την υποστήριξη της ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα, και εξαπολύοντας μια σοβαρή και αποτελεσματική επίθεση κατά των φορολογικών παραδείσων με την επιβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων ανά χώρα σε όλους τους πολυεθνικούς οικονομικούς παράγοντες, την προώθηση μιας πολυμερούς συμφωνίας ανταλλαγής πληροφοριών για φορολογικά ζητήματα και την ανάλογη αναθεώρηση του όρου του φορολογικού παραδείσου και του καταλόγου των περιοχών δικαιοδοσίας όπου επικρατεί το απόρρητο· καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει σαφείς οδηγίες για ζητήματα ιχνηλασιμότητας του χρήματος, προκειμένου να διευκολύνεται η αποκάλυψη φαινομένων που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· καλεί την Επιτροπή, ως προς τη νομοθετική της πρόταση για την επικαιροποίηση της οδηγίας που διέπει τη νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες, να γενικεύσει κατά το δυνατό περισσότερο την ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και να δημιουργήσει νομική βάση για το ευρύτερο δυνατό φάσμα εξουσιών έρευνας στον τομέα αυτό· για τον σκοπό αυτόν, ζητεί την υποχρεωτική ενσωμάτωση από όλα τα κράτη μέλη της ποινικοποίησης της αποκαλούμενης αυτονομιμοποίησης, ήτοι της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από το ίδιο πρόσωπο που αποκόμισε με παράνομο τρόπο τα εν λόγω χρήματα· ζητεί επίσης από την Επιτροπή να εξετάσει στην πρότασή της τη δυνατότητα επέκτασης της ποινικοποίησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπαίτιος όφειλε να γνωρίζει ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία αποτελούσαν έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα·

42.

ζητεί από την Επιτροπή να παρακολουθεί προσεκτικά την ενσωμάτωση στις νομοθεσίες των κρατών μελών της οδηγίας για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου, προκειμένου να είναι έγκαιρη και αποτελεσματική· καλεί την Επιτροπή να δημιουργήσει καινοτόμα μέσα για τη δίωξη των ατόμων που διαπράττουν εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος στα οποία εμπλέκεται το οργανωμένο έγκλημα, για παράδειγμα, υποβάλλοντας πρόταση για την επέκταση στην ΕΕ της θετικής εμπειρίας που αποκομίστηκε στην Ιταλία με τη διάπραξη αδικήματος "οργάνωσης παράνομου εμπορίου αποβλήτων", που θεωρείται από το 2011 αδίκημα με μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο (και συνεπώς εμπίπτει στις αρμοδιότητες της περιφερειακής διεύθυνσης καταπολέμησης της μαφίας)· ζητεί την ενίσχυση της δράσης των γραφείων Cites και του συντονισμού τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το παράνομο εμπόριο προστατευόμενων και απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών ζώων και φυτών·

43.

καλεί τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν μια προορατική προσέγγιση στην έρευνα των υποθέσεων εκβιασμού και παράνομης προστασίας, για παράδειγμα, μέσω κινήτρων και μορφών οικονομικής υποστήριξης με σκοπό τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας όσων προβαίνουν σε καταγγελίες και τη διενέργεια ερευνών που θα βασίζονται στη δραστηριότητα συλλογής πληροφοριών· θεωρεί ότι έχει θεμελιώδη σημασία και, συνεπώς, πρέπει να ενθαρρύνεται η ενίσχυση του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών και οι μορφές συνεργασίας της με το δικαστικό σύστημα και τις αστυνομικές δυνάμεις· καλεί τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν την υπογραφή μνημονίων συμφωνίας μεταξύ της κοινής γνώμης και εμπόρων και επιχειρηματιών που καταγγέλλουν περιπτώσεις παράνομης προστασίας προκειμένου να μπορούν να εκτελούν τις εργασίες τους παρά τις σχετικές δυσχέρειες· καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εντάξει στην πρόταση οδηγίας της για την κατάσχεση των προϊόντων από τις δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος την επέκταση των μέτρων που προβλέπει επί του παρόντος το άρθρο 3, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2005/212/ΔΕΥ στο αδίκημα του εκβιασμού και της παράνομης προστασίας·

44.

καλεί την Επιτροπή να ενσωματώσει ειδικές διατάξεις για τον ρόλο του οργανωμένου εγκλήματος στο νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης και της πειρατείας· υποστηρίζει τις αποφάσεις του ψηφίσματος του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2009 σχετικά με μια ενισχυμένη στρατηγική για την τελωνειακή συνεργασία, με ιδιαίτερη αναφορά στην ανάπτυξη νέων μορφών συνεργασίας και νέων τεχνικών έρευνας, την υιοθέτηση μιας θεσμικής προσέγγισης με βάση τη συνεργασία μεταξύ τελωνειακών, αστυνομικών και άλλων αρμόδιων αρχών και τη βελτίωση της υφιστάμενης διαδικασίας συνεργασίας ενόψει της επίτευξης μιας αποτελεσματικής προσέγγισης ως προς την καταπολέμηση του οργανωμένου διασυνοριακού εγκλήματος και την κατάσχεση παράνομων εμπορευμάτων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση· θεωρεί ότι οι εν λόγω παράμετροι πρέπει να αξιοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο στο πλαίσιο της έγκρισης και της εφαρμογής του πέμπτου σχεδίου δράσης για τη συνεργασία των τελωνειακών αρχών·

*

* *

45.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στα εθνικά κοινοβούλια, στην Europol, στην Eurojust, στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, στην Interpol και στο UNODC.


(1)  ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 300 της 11.11.2008, σ. 42.

(3)  ΕΕ L 68 της 15.3.2005, σ. 49.

(4)  ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 103.

(5)  PE 410.678

(6)  http://www.europol.europa.eu/index.asp?page=publications&language=

(7)  ΕΕ L 138 της 4.6.2009, σ. 14.

(8)  http://www.eurojust.europa.eu/press_annual.htm

(9)  ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 130.

(10)  ΕΕ L 121 της 15.5.2009, σ. 37.

(11)  ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60.

(12)  ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 3.

(13)  ΕΕ C 24 της 23.1.1998, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1.

(15)  10330/2008.

(16)  ΕΕ C 291 Ε της 30.11.2006, σ. 244.

(17)  ΕΕ L 162 της 20.6.2002, σ. 1.

(18)  PE 410.671.

(19)  ΕΕ L 101 της 15.4.2011, σ. 1.

(20)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(21)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 9.

(22)  ΕΕ L 345 της 8.12.2006, σ. 1.

(23)  ΕΕ L 192 της 31.7.2003, σ. 54.

(24)  ΕΕ L 134, 30.4.2004, σ. 114.

(25)  ΕΕ L 61 της 3.3.1997, σ. 1.

(26)  ΕΕ L 328 της 6.12.2008, σ. 28.