8.5.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 131/25


Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011
Εκσυγχρονισμός της πολιτικής δημοσίων συμβάσεων

P7_TA(2011)0454

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με τον εκσυγχρονισμό των δημοσίων συμβάσεων (2011/2048(INI))

2013/C 131 E/03

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τις οδηγίες 2004/18/ΕΚ και 2004/17/ΕΚ σχετικά με τις διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (1) και την οδηγία 2007/66/ΕΚ σχετικά με τις διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων (2),

έχοντας υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου 2010/48/ΕΚ σχετικά με την σύναψη της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (3), που ετέθη σε ισχύ στις 22 Ιανουαρίου 2011 και η οποία εντοπίζει τις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων ως κοινοτικές πράξεις που αναφέρονται σε θέματα τα οποία διέπονται από τη Σύμβαση,

έχοντας υπόψη τη Συμφωνία για τις Δημόσιες Συμβάσεις του ΠΟΕ της 15ης Απριλίου 1994,

έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα το άρθρο 26 αυτού (ενσωμάτωση των ατόμων με αναπηρίες),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Μαΐου 2011 για την ισότητα πρόσβασης στις δημόσιες συμβάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις τρίτες χώρες (4),

έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής σχετικά με τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής δημόσιων συμβάσεων της ΕΕ (COM(2011)0015),

έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για την επέκταση της χρήσης των δημόσιων ηλε-συμβάσεων στην ΕΕ (COM(2010)0571),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 6 Απριλίου 2011 σχετικά με μια ενιαία αγορά για τις επιχειρήσεις και την ανάπτυξη (5),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 18ης Μαΐου 2010 σχετικά με τις νέες εξελίξεις στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων (6),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 3ης Φεβρουαρίου 2009 με θέμα «Προ-εμπορικές δημόσιες συμβάσεις: προώθηση της καινοτομίας για την εξασφάλιση βιώσιμων και ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών στην Ευρώπη» (7),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Έξυπνη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (COM(2010)0543),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Προς μια πράξη για την ενιαία αγορά – Για μια κοινωνική οικονομία της αγοράς με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας – 50 προτάσεις για βελτίωση της συνεργασίας, της από κοινού ανάληψης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των συναλλαγών» (COM(2010)0608),

έχοντας υπόψη την έκθεση του καθηγητή Mario Monti της 9ης Μαΐου 2010 με θέμα «Μια νέα στρατηγική για την ενιαία αγορά»,

έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής SEC(2010)1214,

έχοντας υπόψη την έκθεση με θέμα «Αξιολόγηση της πρόσβασης των ΜΜΕ σε αγορές δημοσίων συμβάσεων στην ΕΕ» (8),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Οι δημόσιες συμβάσεις στην υπηρεσία του περιβάλλοντος» (COM(2008)0400),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις – Μια «Small Business Act» για την Ευρώπη» (COM(2008)0394),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Εμβληματική πρωτοβουλία στο πλαίσιο της στρατηγικής Ευρώπη 2020 Ένωση καινοτομίας (COM(2010)0546),

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών της 11-12 Μαΐου 2011 για την Πράσινη Βίβλο με θέμα «Ο εκσυγχρονισμός της πολιτικής δημόσιων συμβάσεων της ΕΕ – προς μια πιο αποτελεσματική ευρωπαϊκή αγορά»,

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 13ης Ιουλίου 2011 για την Πράσινη Βίβλο με θέμα «Ο εκσυγχρονισμός της πολιτικής δημόσιων συμβάσεων της ΕΕ – προς μια πιο αποτελεσματική ευρωπαϊκή αγορά»,

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 13ης Ιουλίου 2011 για την Πράσινη Βίβλο για την επέκταση της χρήσης των δημόσιων ηλε-συμβάσεων στην ΕΕ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου, της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού, της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης (A7-0326/2011),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μια ενωσιακή αγορά δημοσίων συμβάσεων που λειτουργεί σωστά είναι βασικός οδηγός της ανάπτυξης και ακρογωνιαίος λίθος της ενιαίας αγοράς και, επιπροσθέτως θεμελιώδους σημασίας για την ώθηση του ανταγωνισμού και της καινοτομίας και το χειρισμό των ταχέως αναδυομένων περιβαλλοντικών και κοινωνικών προκλήσεων της δημόσιας πολιτικής, καθώς και θεμάτων ποιότητας εργασίας, συμπεριλαμβανομένων της ικανοποιητικής αμοιβής, της ισότητας, της κοινωνικής συνοχής και ενσωμάτωσης, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα τη μέγιστη αξία για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τους φορολογουμένους·

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκοί κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις συνέβαλαν ουσιαστικά στην αύξηση της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και στον επαγγελματισμό στο πλαίσιο της διαδικασίας των συμβάσεων·

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, δεδομένου του ισχύοντος οικονομικού πλαισίου, είναι περισσότερο από ποτέ κρίσιμης σημασίας η εξασφάλιση μιας βέλτιστης αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών, περιορίζοντας ταυτόχρονα στο μέτρο του δυνατού το κόστος που επωμίζονται οι επιχειρήσεις και ότι μία καλύτερη λειτουργία των δημοσίων συμβάσεων θα συνέβαλε στην επίτευξη των δύο αυτών στόχων·

1.

επικροτεί την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής και την ευρεία διαδικασία διαβούλευσης ως αφετηρία για την αναθεώρηση των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, καθώς και με τους αναθεωρημένους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις·

2.

υπογραμμίζει ότι αν και η αναθεώρηση των οδηγιών της ΕΕ για τις συμβάσεις το 2004 οδήγησε σε μία χρήσιμη περαιτέρω ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς δημοσίων συμβάσεων, παρατηρείται μία ανάγκη – λίγα χρόνια μετά την μεταφορά των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ στα εθνικά δίκαια – να αξιολογηθεί κατά πόσον η βελτιστοποίηση και διευκρίνηση των οδηγιών είναι αναγκαίες προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες που έγιναν εμφανείς στην πράξη· υπογραμμίζει ότι πολλοί ενδιαφερόμενοι παράγοντες θεωρούν ότι οι κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις είναι πολύ πολύπλοκοι και αναλυτικοί, πράγμα που οδηγεί σε δαπανηρές και επαχθείς διοικητικές διαδικασίες σε σχέση με τη συμμόρφωση· εκφράζει τη λύπη του για τα συχνά περιστατικά ανεπαρκούς μεταφοράς των κανόνων στην εθνική νομοθεσία, και για την ανεπάρκεια των μέτρων κατάρτισης· καλεί την Επιτροπή να προτείνει μία ουσιαστική απλούστευση και ενοποίηση των κανόνων διευκρινίζοντας ταυτόχρονα περαιτέρω αυτούς όπου είναι απαραίτητο· τονίζει επιπλέον ότι η αυξημένη χρήση της πληροφορικής πρέπει σήμερα να διαδραματίσει μείζονα ρόλο στον περιορισμό του διοικητικού φόρτου και των δαπανών και ότι οι διάφορες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για τις ηλεκτρονικές συμβάσεις και το ηλεκτρονικό εμπόριο θα πρέπει να εναρμονιστούν αναλόγως με τη μεταρρύθμιση των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις·

3.

ζητεί να περιληφθεί στις οδηγίες ρητή δήλωση ότι δεν εμποδίζουν καμία χώρα να συμμορφωθεί με τη Σύμβαση C94 του ΔΟΕ· καλεί την Επιτροπή να ενθαρρύνει όλα τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με τη Σύμβαση αυτή· επισημαίνει ότι η αποτελεσματική λειτουργία του τομέα των βιώσιμων δημόσιων συμβάσεων προϋποθέτει σαφείς και αδιαμφισβήτητους κανόνες σε επίπεδο ΕΕ που καθορίζουν με ακρίβεια το πλαίσιο της νομοθεσίας των κρατών μελών και της εφαρμογής της·

Πρώτο καθήκον: βελτίωση της νομικής σαφήνειας

4.

ζητεί να διευκρινισθεί το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών· επισημαίνει ότι ο κύριος σκοπός των δημοσίων συμβάσεων είναι η αγορά αγαθών, έργων και υπηρεσιών από δημόσιες αρχές προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πολιτών τους και να διασφαλίσουν την αποτελεσματική χρήση των δημόσιων πόρων· υπογραμμίζει ότι προκειμένου να θεωρηθεί μια διαδικασία δημόσια σύμβαση, πρέπει να υπάρχει άμεσο όφελος για την αναθέτουσα αρχή·

5.

ζητεί να αποσαφηνιστούν οι ορισμοί των οδηγιών – για παράδειγμα ο ορισμός του «φορέα δημόσιου δικαίου» – βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και χωρίς να περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής των κανόνων της ΕΕ περί δημοσίων συμβάσεων·

6.

υπενθυμίζει το ψήφισμά του που εξέδωσε το Μάιο 2010 σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, που λαμβάνει υπόψη τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και εκφράζει την άποψη ότι η συνεργασία μεταξύ δημοσίων φορέων δεν υπόκειται στους κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια: σκοπός της συνεργασίας είναι η παροχή υπηρεσίας κοινής ωφέλειας εκ μέρους όλων των ενεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών· το έργο διεκπεραιώνεται αποκλειστικά και μόνο από τις ενδιαφερόμενες δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς δηλαδή τη συμμετοχή ιδιωτικού κεφαλαίου· και η δραστηριότητα επιτελείται βασικά για τις δημόσιες υπηρεσίες που συμμετέχουν· υπογραμμίζει το γεγονός ότι η μεταφορά αρμοδιοτήτων μεταξύ οργανισμών του δημόσιου τομέα εμπίπτει στην εσωτερική διοικητική οργάνωση των κρατών μελών και δεν υπόκειται σε κανόνες περί συμβάσεων· είναι της άποψης ότι οι διευκρινίσεις αυτές πρέπει να κωδικοποιηθούν στις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις·

7.

υπογραμμίζει τον αποκλεισμό των συμβάσεων παραχώρησης δικαιώματος παροχής υπηρεσιών από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων δημοσίων συμβάσεων· υπενθυμίζει ότι καλό θα ήταν να ληφθούν υπόψη τόσο η πολυπλοκότητα των διαδικασιών όσο και οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της νομοθεσίας και της νομικής πρακτικής όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών· θεωρεί ότι ο ορισμός του όρου «παροχή υπηρεσιών» και ο καθορισμός του νομικού πλαισίου που θα διέπει την παροχή αυτή έχουν εξελιχθεί μετά την έγκριση των οδηγιών του 2004 για τις δημόσιες συμβάσεις και της συμπληρωματικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου· επιμένει στο γεγονός ότι μία πρόταση νομοθετικής πράξης σχετικά με τις παροχές υπηρεσιών αιτιολογείται μόνο με την ενδεχόμενη αντιμετώπιση στρεβλώσεων της εσωτερικής αγοράς· υπογραμμίζει ότι ουδεμία τέτοια στρέβλωση έχει μέχρι σήμερα εντοπιστεί και ότι μία νομοθετική πράξη σχετικά με τις παροχές υπηρεσιών είναι επομένως ανώφελη εφόσον δεν προβλέπει μία καταφανή βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς·

8.

τονίζει ότι η σημερινή ταξινόμηση σε κατηγορίες υπηρεσιών Α και Β θα πρέπει να διατηρηθεί, καθώς οι «ελαφρότερες» διατάξεις για τις υπηρεσίες Β δικαιολογούνται από τα χαρακτηριστικά της εν λόγω κατηγορίας ως υπηρεσιών που παρέχονται κυρίως σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο· καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει εργαλεία που θα διευκολύνουν τις τοπικές και περιφερειακές αρχές στο να αποφασίζουν σε ποια κατηγορία εντάσσονται τα συγκεκριμένα καθήκοντα της σύμβασης·

9.

παρατηρεί σε αυτό το πλαίσιο ότι η εφαρμογή του δικαίου των συμβάσεων κατά την παροχή προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών δεν είναι συχνά ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων για τους χρήστες των εν λόγω υπηρεσιών· ζητεί επίσης την αναγνώριση, εκ μέρους του ενωσιακού δικαίου, ορθών πρακτικών των κρατών μελών που βασίζονται στο γεγονός ότι όλοι οι πάροχοι που πληρούν τους νομοθετικά προκαθορισμένους όρους επιτρέπεται – ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή – να παρέχουν υπηρεσίες, εφόσον λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της αποφυγής διακρίσεων·

10.

υπογραμμίζει ότι η καθιέρωση των νέων κανόνων για τις αγορές δημοσίων συμβάσεων κάτω από τα όρια της ΕΕ θα έπρεπε να αποφευχθεί, δεδομένου ότι ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια δικαίου που έχει καθιερωθεί σε εθνικό επίπεδο·

11.

καλεί την Επιτροπή να ευθυγραμμίσει την οδηγία για τα μέσα προσφυγής με το νέο πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις που θα προκύψει μετά την τρέχουσα αναθεώρηση και να προβεί στην ενέργεια αυτή παράλληλα με την κύρια νομοθετική πρόταση, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνέπεια·

12.

τονίζει την ευθύνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ελέγχει την ορθή μεταφορά των οδηγιών της ΕΕ στα κράτη μέλη·

Δεύτερο καθήκον: ανάπτυξη του πλήρους δυναμικού των δημοσίων συμβάσεων – επίτευξη των οικονομικώς συμφερότερων αποτελεσμάτων

13.

εκφράζει την άποψη ότι για να αναπτυχθεί το πλήρες δυναμικό των δημοσίων συμβάσεων, το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής δεν πρέπει πλέον να είναι αποφασιστικής σημασίας για την κατακύρωση των συμβάσεων και ότι πρέπει να αντικατασταθεί γενικώς με το κριτήριο της πλέον οικονομικώς συμφέρουσας προσφοράς, από την άποψη των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών οφελών – λαμβάνοντας υπόψη το κόστος ολόκληρου του κύκλου ζωής των αντίστοιχων αγαθών, υπηρεσιών ή έργων· υπογραμμίζει ότι τούτο δεν αποκλείει τη χαμηλότερη τιμή ως αποφασιστικό κριτήριο στην περίπτωση προϊόντων ή υπηρεσιών υψηλής τυποποίησης· ζητεί από την Επιτροπή να αναπτύξει σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη μία μεθοδολογία για τον υπολογισμό του κόστους του κύκλου ζωής σε ευρεία και μη υποχρεωτική βάση· τονίζει ότι η υποστήριξη του κριτηρίου του «μέγιστου οικονομικού οφέλους» θα προωθούσε την καινοτομία και τις προσπάθειες για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής ποιότητας και αξίας, δηλαδή τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της στρατηγικής Ευρώπη 2020· τονίζει ότι τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για δημόσιες συμβάσεις για προϊόντα που έχουν επίπτωση στην υγεία των καταναλωτών – στον τομέα των τροφίμων για παράδειγμα – όπου η ποιότητα και οι μέθοδοι παραγωγής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο· υπογραμμίζει ότι οι κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων θα έπρεπε να είναι επαρκώς ελαστικοί προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι παθητικοί καταναλωτές, επί παραδείγματι, στα νοσοκομεία, τους οίκους ευγηρίας, τα σχολεία και τα νηπιαγωγεία έχουν ίση πρόσβαση σε υγιεινά και οικονομικώς συμφέροντα τρόφιμα παρά απλά στη φθηνότερη διαθέσιμη επιλογή·

14.

αναγνωρίζει το γεγονός ότι η αποτελεσματική χρήση των δημόσιων συμβάσεων θα μπορούσε να αποτελέσει πραγματική κινητήρια δύναμη για την προώθηση ποιοτικών θέσεων απασχόλησης, μισθών και συνθηκών εργασίας καθώς και της ισότητας, για την ανάπτυξη δεξιοτήτων και της κατάρτισης, για την προαγωγή περιβαλλοντικών πολιτικών και για την παροχή κινήτρων έρευνας και καινοτομίας· καλεί την Επιτροπή να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις και τις αναθέτουσες αρχές να αυξήσουν τη χρήση των βιώσιμων δημοσίων συμβάσεων υποστηρίζοντας και προωθώντας την απασχόληση υψηλής ποιότητας και παρέχοντας ποιοτικές υπηρεσίες και αγαθά στην Ευρώπη· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι δημόσιες συμβάσεις συνέβαλαν στην επίτευξη των ευρύτερων στόχων της ΕΕ και να εκθέσει το πρακτέο προκειμένου να βελτιωθούν οι στόχοι αυτοί στο μέλλον·

15.

υπενθυμίζει ότι οι προεμπορικές συμβάσεις είναι ένα υποχρησιμοποιούμενο εργαλείο που μπορεί να οδηγήσει σε καινοτομίες στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων και να συμβάλει σημαντικά στον εντοπισμό και την καθιέρωση των κυρίων αγορών καθώς και τη βελτίωση της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις δημόσιες συμβάσεις· θεωρεί επιπλέον ότι το προτεινόμενο πρότυπο επιμερισμού του κινδύνου και του οφέλους (IPR) στις προεμπορικές συμβάσεις απαιτεί τόσο νομική διευκρίνιση όσο και απλούστευση προκειμένου να καταστεί δυνατή η τακτική και αποτελεσματική χρήση του εργαλείου αυτού εκ μέρους των διαγωνιζομένων· ζητεί ως εκ τούτου από την Επιτροπή να προτείνει μία προσαρμογή των σχετικών με τις συμβάσεις και τις κρατικές ενισχύσεις κανόνων ως τμήμα της όλης αναθεώρησης, προκειμένου να προωθηθούν οι προεμπορικές συμβάσεις·

16.

επισημαίνει τη σημασία των προδιαγραφών για τις δημόσιες συμβάσεις στο βαθμό που μπορούν να συμβάλλουν ώστε οι αγοραστές-δημόσιοι φορείς να επιτυγχάνουν τους πολιτικούς τους στόχους κατά τρόπο αποτελεσματικό και χαρακτηριζόμενο από διαφάνεια· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, την ανάπτυξη μιας τράπεζας δεδομένων σε σχέση με τις προδιαγραφές που θα ενημερώνεται τακτικά, ιδιαίτερα σε σχέση με περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια, που θα πρέπει να διατίθεται στις δημόσιες αρχές προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι αρχές – όταν καταρτίζουν προσφορές – θα έχουν πρόσβαση στην κατάλληλη καθοδήγηση και θα διαθέτουν ένα σαφές πλαίσιο κανόνων εις τρόπον ώστε να μπορούν να εξακριβώνουν με ευκολία το κατά πόσον συμμορφούνται με τις σχετικές προδιαγραφές·

17.

ζητεί να χρησιμοποιούνται περισσότερο ανοικτές και χωρίς διακρίσεις προδιαγραφές στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων, για λόγους απλούστευσης και καινοτομίας, ιδιαίτερα στους τομείς της προσβασιμότητας, των ηλεκτρονικών τεχνολογιών και του περιβάλλοντος·

18.

τονίζει το γεγονός ότι το εάν ένα αγαθό ή μια υπηρεσία έχει παραχθεί με βιώσιμο τρόπο θεωρείται ορθά ένα χαρακτηριστικό του αγαθού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο σύγκρισης με αγαθά ή υπηρεσίες που δεν παρήχθησαν με βιώσιμο τρόπο, εις τρόπον ώστε να μπορούν οι αναθέτουσες αρχές να ελέγχουν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις των συμβάσεων που κατακυρώνουν κατά τρόπο χαρακτηριζόμενο από διαφάνεια χωρίς όμως ταυτόχρονα να εξασθενεί ο βασικός δεσμός με το αντικείμενο της σύμβασης· υπογραμμίζει ότι πρέπει να αποσαφηνισθεί το περιθώριο ενδεχόμενης συμπερίληψης απαιτήσεων αναφορικά με τη διαδικασία παραγωγής στις τεχνικές προδιαγραφές όλων των ειδών συμβάσεων· παραπέμπει στην υπόθεση Wienstrom, που έχει γίνει το κλασικό παράδειγμα για το πώς και γιατί τα χαρακτηριστικά της παραγωγής μπορούν να ενταχθούν στις τεχνικές προδιαγραφές·

19.

υπογραμμίζει την ανάγκη να ενισχυθεί η διάσταση της βιωσιμότητας των δημοσίων συμβάσεων φροντίζοντας να εντάσσεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας συμβάσεων (όπως δοκιμές ικανότητας, τεχνικές προδιαγραφές, ρήτρες επιδόσεων της σύμβασης)·

20.

υπογραμμίζει ότι ανταποκρινόμενες στην αυξημένη επίγνωση του αντίκτυπου αγαθών, έργων και υπηρεσιών στο περιβάλλον και το κλίμα, οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να συμπεριλαμβάνουν το περιβαλλοντικό κόστος στην αξιολόγησή τους σε σχέση με «την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά» και τον υπολογισμό τους για το κόστος του κύκλου ζωής·

21.

επισημαίνει ότι το κείμενο των οδηγιών χρήζει μεγαλύτερης ακρίβειας όσον αφορά την βελτίωση της πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία·

22.

θεωρεί ότι οι ισχύουσες διατάξεις σε σχέση με την υπεργολαβία θα έπρεπε να ενισχυθούν δεδομένου ότι η χρήση πολλαπλών επιπέδων υπεργολαβίας ενδέχεται να δημιουργεί πρόβλημα σε σχέση με την τήρηση των συλλογικών συμβάσεων, των όρων εργασίας και των προτύπων για την υγεία και την ασφάλεια· προτείνει ως εκ τούτου να ενημερώνονται οι δημόσιες αρχές εν λεπτομερεία σε σχέση με τη χρήση της υπεργολαβίας πριν από τη σύναψη της σύμβασης· ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει, με το βλέμμα στραμμένο στη μελλοντική αναθεώρηση των οδηγιών, κατά πόσον χρειάζονται περαιτέρω κανόνες σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων υπεργολαβίας, για παράδειγμα σχετικά με τη θέσπιση αλυσίδας ευθυνών, προκειμένου ιδίως οι υπεργολάβοι ΜΜΕ να μην υπόκεινται σε συνθήκες χειρότερες από εκείνες που ισχύουν για τον βασικό ανάδοχο στον οποίο έχει ανατεθεί η δημόσια σύμβαση·

23.

αναγνωρίζει το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ΕΕ προκειμένου να διευκολύνει την ανάπτυξη επιτυχών εταιρικών σχέσεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΔΙΚ), μέσω της προαγωγής του θεμιτού ανταγωνισμού και της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών μεταξύ όλων των κρατών μελών στο πλαίσιο των κοινωνικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης· επισημαίνει, ωστόσο, ότι υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ κρατών μελών ως προς τις νομικές και διαδικαστικές απαιτήσεις που ισχύουν στον τομέα αυτό· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να αποσαφηνίσει την έννοια των συμπράξεων ΔΙΚ, ιδιαίτερα όσον αφορά την από κοινού ανάληψη κινδύνων και την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών·

24.

καλεί την Επιτροπή να επανεκτιμήσει το κατάλληλο επίπεδο κατωτάτων ορίων για τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών, και εφόσον απαιτείται να αυξήσει αυτά, προκειμένου να διευκολύνει την πρόσβαση στις δημόσιες συμβάσεις, μεταξύ άλλων, των μη κερδοσκοπικών φορέων και των παραγόντων της κοινωνικής οικονομίας και των ΜΜΕ· ζητεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις της Συμφωνίας του ΠΟΕ περί δημοσίων συμβάσεων· τονίζει ότι, δεδομένων των δυσκολιών που ήδη υφίστανται στις διαπραγματεύσεις σχετικά με το θέμα της πρόσβασης στις δημόσιες συμβάσεις, θα πρέπει επίσης να έχει κανείς κατά νου ότι η αύξηση των κατωτάτων ορίων στην Ευρώπη μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε περαιτέρω περιπλοκές στην εμπορική πολιτική της ΕΕ·

25.

τονίζει ότι κάθε επέκταση της εφαρμογής των ενωσιακών κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα του «τι πρέπει να αγοράζεται» αντιπροσωπεύει σημαντική αλλαγή του σημερινού καθεστώτος και πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά· αμφιβάλλει για το εάν αυτό θα συνέβαλλε στην απλούστευση και τον εξορθολογισμό, και μάλλον φοβάται ότι θα οδηγούσε σε πιο περίπλοκους κανόνες, με πολλές εξαιρέσεις, των οποίων η διαχείριση στην πράξη θα ήταν δύσκολη – δεδομένου ότι οι οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις είναι διαδικαστικές κατευθυντήριες γραμμές («πώς» να αγοράζεται) οι οποίες δεν πρέπει να συμπληρωθούν με διατάξεις σχετικά με το «τι» να αγοράζεται·

Τρίτο καθήκον: απλούστευση των κανόνων και δυνατότητα για πιο ευέλικτες διαδικασίες

26.

υπογραμμίζει ότι οι οδηγίες θεωρούνται συχνά υπερβολικά αναλυτικές και ότι είναι όλο και πιο τεχνικές και πολύπλοκες, ενώ ταυτόχρονα ο νομικός κίνδυνος της μη συμμόρφωσης έχει αυξηθεί σημαντικά τόσο για τις αναθέτουσες αρχές όσο και για τους προμηθευτές· υπογραμμίζει ότι ο φόβος της πρόκλησης οδηγεί σε μια προσέγγιση αποφυγής του κινδύνου η οποία αναχαιτίζει την καινοτομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη, καταλήγοντας πάρα πολύ συχνά στην επιλογή από τις αναθέτουσες αρχές της χαμηλότερης τιμής αντί του συμφερότερου αποτελέσματος· ζητεί να διευρυνθεί το πεδίο των διαπραγματεύσεων και της επικοινωνίας, σε συνδυασμό με μέτρα που εξασφαλίζουν τη διαφάνεια και προλαμβάνουν τις καταχρήσεις και τις διακρίσεις και ζητεί επίμονα να επιτρέπεται ρητά η διαβούλευση με παράγοντες της αγοράς ως ένα πιθανό πρώτο βήμα·

27.

σημειώνει ότι η πολιτική δημοσίων συμβάσεων πρέπει, κατά πρώτο λόγο, να διασφαλίζει την αποτελεσματική χρήση των πόρων από τα κράτη μέλη, να επιτυγχάνει τα βέλτιστα αποτελέσματα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων με την εφαρμογή σαφών, διαφανών και ευέλικτων διαδικασιών και να επιτρέπει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις καθ’ όλη την Ένωση·

28.

υποστηρίζει, κατά την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων, σαφείς, απλούς και ευέλικτους κανόνες, που αποφεύγουν τις πολλές λεπτομέρειες και καθιστούν τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων απλούστερες, λιγότερο επαχθείς, φθηνότερες, πιο ανοικτές στις ΜΜΕ και πιο φιλικές προς τις επενδύσεις· συνεπώς, διακρίνει την ανάγκη για προσήλωση στις γενικές αρχές της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και της αποφυγής των διακρίσεων· θεωρεί ότι η απλοποίηση των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις θα καταστήσει δυνατή τη μείωση του κινδύνου λάθους και τη μεγαλύτερη προσοχή στις ανάγκες των μικρών αναθετουσών αρχών·

29.

συνηγορεί υπέρ του να αξιολογηθεί εάν η ευρύτερη χρήση της διαδικασίας με διαπραγμάτευση με προηγούμενη δημοσίευση σε επίπεδο ΕΕ θα έπρεπε να επιτρέπεται πέραν αυτών που προβλέπονται από τις ισχύουσες οδηγίες ούτως ώστε οι αναθέτουσες αρχές και οι οικονομικοί φορείς να μπορούν να επικοινωνούν καλύτερα, και να επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερος συντονισμός της προσφοράς με τη ζήτηση· θεωρεί ότι η οποιαδήποτε επέκταση του πεδίου εφαρμογής της διαδικασίας με διαπραγμάτευση θα έπρεπε να προβλέπει περαιτέρω εχέγγυα κατά της κατάχρησης – όπως επί παραδείγματι μία υποχρέωση των αναθετουσών αρχών να θεσπίζουν, ευθύς εξαρχής για κάθε προσφέροντα, τουλάχιστον κάποιες ελάχιστες συνθήκες σχετικά με την εκτέλεση της διαδικασίας, σύμφωνα με την θεωρούμενη ως ορθή πρακτική των ιδιωτικών συμβάσεων – καθώς και απαιτήσεις γραπτής τεκμηρίωσης·

30.

καλεί την Επιτροπή να αναθεωρήσει τις τρέχουσες προσεγγίσεις για την αξιολόγηση των προμηθευτών (ιδίως συμφωνίες πλαίσια, δυναμικά συστήματα αγοράς και χρήση των συστημάτων αξιολόγησης από τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας), εις τρόπον ώστε οι οποιεσδήποτε νέες προσεγγίσεις σε σχέση με την αξιολόγηση να μειώνουν το κόστος και το χρονοδιάγραμμα, να είναι ελκυστικές τόσο για τις αναθέτουσες αρχές όσο και τους οικονομικούς παράγοντες και να οδηγήσουν στα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα·

31.

επαναλαμβάνει ότι εμμένει στη συστηματική αποδοχή εναλλακτικών προσφορών (ή παραλλαγών), καθώς είναι καίριας σημασίας για την προώθηση και τη διάδοση καινοτόμων λύσεων· τονίζει ότι οι προδιαγραφές που αφορούν την απόδοση, καθώς και οι λειτουργικές απαιτήσεις και η ρητή αποδοχή παραλλαγών παρέχουν στους προσφέροντες τη δυνατότητα να προτείνουν καινοτόμες λύσεις, ιδίως στους ιδιαίτερα καινοτόμους τομείς όπως η ΤΠΕ· ζητεί επίσης να διερευνηθούν όλες οι δυνατότητες – τόσο νομοθετικές όσο και μη νομοθετικές – προκειμένου να διασφαλιστεί μεγαλύτερη εμπλοκή των δημοσίων συμβάσεων στην προώθηση της καινοτομίας στην Ευρώπη·

32.

καλεί την Επιτροπή να εισαγάγει διευκρινίσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις, ιδίως όσον αφορά τη φάση εκτέλεσης των συμβάσεων (π.χ. σχετικά με «ουσιαστικές τροποποιήσεις» ισχύουσας σύμβασης, αλλαγές σχετικά με τον ανάδοχο και τον τερματισμό των συμβάσεων)·

33.

εκφράζει τη λύπη του διότι οι συμμετέχοντες δεν έχουν παρά μόνο περιορισμένες δυνατότητες διόρθωσης παραλείψεων στις προσφορές τους· καλεί για το λόγο αυτό την Επιτροπή να διευκρινίσει ποιες παραλείψεις είναι δυνατό να διορθωθούν από τους προσφέροντες, ποιες πρόσθετες προσαρμογές επιτρέπονται και πως θα διασφαλιστούν η διαφάνεια και η ίση μεταχείριση·

34.

υπογραμμίζει ότι οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται από προηγούμενες εμπειρίες με έναν συμμετέχοντα βάσει επίσημης έκθεσης αξιολόγησης· συνιστά να θεσπιστεί χρονικό όριο για τους αποκλεισμούς που θα εξασφαλίζει τη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα· επισημαίνει την ανάγκη νομικής διευκρίνισης στις οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ αναφέροντας ότι ένας προσφέρων που επέδειξε κακή συμπεριφορά σε προηγούμενη δημόσια σύμβαση θα μπορεί να ανακτήσει την αξιοπιστία του αφού αποδείξει ουσιαστικά ότι υπέβαλε τον εαυτό του σε αποτελεσματική διαδικασία επανόρθωσης· θεωρεί ότι η διευκρίνιση αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει τους μηχανισμούς κατά της διαφθοράς θέτοντας κίνητρα για την επίσπευση της εξάλειψης πρακτικών διαφθοράς και θα ήρε σοβαρές νομικές αβεβαιότητες·

35.

επικρίνει το γεγονός ότι η Πράσινη Βίβλος δεν αναφέρεται στις αδυναμίες, την έλλειψη εμπειρογνωμοσύνης και γνώσεων για τις συμβάσεις και στην ανεπάρκεια των στρατηγικών δημόσιων συμβάσεων· τονίζει τη σημασία της προώθησης του επαγγελματισμού και διασφάλισης της αντικειμενικότητας εκ μέρους τόσο των αναθετουσών αρχών όσο και των παραγόντων της αγοράς, ιδίως στηρίζοντας την ανάπτυξη στοχευμένων προγραμμάτων κατάρτισης· συνιστά να συσταθεί δίκτυο κέντρων αριστείας εντός των υφισταμένων εθνικών πλαισίων και να προωθηθούν οι ανταλλαγές πληροφοριών και ορθών πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών· ενθαρρύνει επίσης οργανισμούς κάλυψης, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ΕΕ, να αναλαμβάνουν κοινή ευθύνη καθιστώντας διαθέσιμες τις πληροφορίες και να διευκολύνουν τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των μελών τους σε όλη την Ευρώπη· τονίζει τη σημασία των σαφών και εύληπτων εγχειριδίων τόσο για τις αναθέτουσες αρχές όσο και για τους προσφέροντες· θεωρεί λυπηρό το ότι στο πλαίσιο αυτό δεν είναι επαρκώς χρήσιμα τα έγγραφα «Buying green! A handbook on environmental public procurement» και «Buying Social: A Guide to Taking Account of Social Considerations in Public Procurement», τα οποία δημοσιεύθηκαν το 2005 και το 2010 αντιστοίχως·

36.

διαπιστώνει ότι μόνο το 1,4 % των συμβάσεων ανατέθηκαν σε επιχειρήσεις άλλου κράτους μέλους· τονίζει ότι η εμφύσηση επαγγελματισμού και η καλύτερη κατάρτιση των αναθετών και των προσφερόντων θα ενίσχυαν τον πανενωσιακό ανταγωνισμό και θα αξιοποιούσαν πληρέστερα, τα προτερήματα μίας εσωτερικής αγοράς αναθέσεων·

Τέταρτο καθήκον: βελτιωμένη πρόσβαση για τις ΜΜΕ

37.

υπογραμμίζει ότι είναι καθοριστικής σημασίας οι ΜΜΕ, που είναι η κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας, να έχουν εύκολη πρόσβαση σε δημόσιες συμβάσεις για τη διατήρηση της απασχόλησης και τη βιώσιμη ανάπτυξη· τονίζει ότι η απλούστευση των διαδικασιών και των διοικητικών διατυπώσεων, δημιουργώντας στρατηγικές φιλικές προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εφαρμόζοντας τον κώδικα δεοντολογίας, θα διευκολύνει την πρόσβαση των επιχειρήσεων αυτών στις δημόσιες συμβάσεις και θα τους δώσει τη δυνατότητα συμμετοχής σε πιο δίκαιη και ισότιμη βάση· πιστεύει ότι η εξασφάλιση απλοποιημένης, δίκαιης και επί ίσοις όροις πρόσβασης στις δημόσιες συμβάσεις για όλους τους οικονομικούς φορείς θα οδηγήσει σε καλύτερη χρήση των χρημάτων των φορολογουμένων· επισημαίνει ότι οι ΜΜΕ γενικά δεν έχουν σημαντικό ειδικευμένο διοικητικό δυναμικό, και ότι είναι επομένως ουσιώδες να ελαχιστοποιηθεί ο διοικητικός φόρτος που τους επιβάλλεται·

38.

επισημαίνει ότι τα κριτήρια επιλογής για την οικονομική κατάσταση, για παράδειγμα σχετικά με τον κύκλο εργασιών μιας εταιρείας, πρέπει να είναι ανάλογα με τον χαρακτήρα μιας δεδομένης σύμβασης· προειδοποιεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να μην δημιουργήσουν, κατά την έγκριση ελαστικών και φιλικών προς τον χρήστη μέσων, τους οποιουσδήποτε νέους φραγμούς για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να λάβουν κατά πρώτο λόγο υπόψη τα συμφέροντά τους· καλεί την Επιτροπή, με στόχο τη βελτίωση των διαδικασιών πρόσβασης στις δημόσιες συμβάσεις και τη βελτίωση της διαφάνειάς τους, ιδίως προς όφελος των μικρότερων αναθετουσών αρχών και προσφερόντων, να εκσυγχρονίσει τον διαδικτυακό τόπο «Tenders Electronic Daily (TED) – Ημερήσια Ηλεκτρονική Ενημέρωση για τους Διαγωνισμούς» προκειμένου να είναι πιο προσβάσιμος καθιστώντας αυτόν πιο ελκυστικό και φιλικό προς το χρήστη, και αποδίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στα κριτήρια αναζήτησης και στην ποιότητα και διεξοδικότητα των συνοπτικών μεταφράσεων κάθε προσφοράς· συνιστά να προσφέρει το TED στους χρήστες μια υπηρεσία ειδοποίησης, ώστε να ενημερώνονται όταν δημοσιεύονται νέοι διαγωνισμοί που τυχόν τους ενδιαφέρουν·

39.

καλεί την Επιτροπή να αυξήσει την επίγνωση της σημασίας της διαίρεσης των συμβάσεων σε παρτίδες και να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής της «συμμόρφωσης ή αιτιολόγησης», σύμφωνα με την οποία πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με τους κανόνες σε θέματα όπως η διαίρεση σε παρτίδες ή, διαφορετικά, να αιτιολογείται η απουσία συμμόρφωσης·

40.

επισημαίνει ότι οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να αντλούν περισσότερα οφέλη από τις δυνατότητες διαίρεσης των δημόσιων συμβάσεων σε παρτίδες, πράγμα που θα έδινε στις ΜΜΕ περισσότερες ευκαιρίες, από ποιοτικής και από ποσοτικής πλευράς, για συμμετοχή στις δημόσιες συμβάσεις και βελτίωση του επιπέδου του ανταγωνισμού· ενθαρρύνει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να προβούν στη χρήση κοινής προμήθειας και συγκέντρωσης των συμβάσεων με σεβασμό των κανόνων ανταγωνισμού, γεγονός που θα τους επιτρέψει εξοικονομήσεις κλίμακας σε τομείς όπως η επιμελητεία και οι μεταφορές· ενθαρρύνει τις δημόσιες αρχές να επιδεικνύουν ελαστικότητα κατά την εξέταση των σύγχρονων αυτών και εθελοντικών μορφών ρυθμίσεων· καλεί την Επιτροπή να μελετήσει όλες τις δυνατότητες ενθάρρυνσης της συνένωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και μικρών δομών προσωρινά ή μόνιμα προκειμένου να τους επιτραπεί να ανταποκρίνονται σε προκηρύξεις μη υποδιαιρούμενες σε παρτίδες, χωρίς να αναγκάζονται να λειτουργούν ως υπεργολάβοι· ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει σχετικά την τρέχουσα πρακτική ανάθεσης υπεργολαβικά σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις – συχνά σε δυσχερέστερες συνθήκες σε σχέση με εκείνες που ισχύουν για τον βασικό ανάδοχο – τμημάτων των συμβάσεων που δεν έχουν διαχωριστεί σε παρτίδες και που είναι πολύ μεγάλες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις προκειμένου αυτές να μπορούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία ανάθεσης·

41.

προτείνει να επιτρέπονται, όπου είναι δυνατόν, οι υπεύθυνες δηλώσεις και να ζητούνται τα πρωτότυπα δικαιολογητικά μόνο από τους προκριθέντες υποψηφίους ή τον επιτυχόντα στον διαγωνισμό, αποφεύγοντας ενδεχόμενες καθυστερήσεις ή στρεβλώσεις της αγοράς που προκαλούνται από λανθασμένες δηλώσεις· καλεί την Επιτροπή να προωθήσει την επιλογή του «ηλεκτρονικού διαβατηρίου δημοσίων συμβάσεων» που θα είναι δεκτό από όλα τα κράτη μέλη και θα αποδεικνύει ότι ο οικονομικός φορέας πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία της ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις· υπογραμμίζει ότι ένα ευρωπαϊκό σύστημα πρότερης αξιολόγησης θα μπορούσε να είναι χρήσιμο μέσον στην περίπτωση που διατηρηθεί απλό, φθηνό και εύκολα προσβάσιμο από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις·

Πέμπτο καθήκον: εξασφάλιση υγιών διαδικασιών και αποφυγή αθέμιτων πλεονεκτημάτων

42.

καλεί την Επιτροπή, προκειμένου να καταπολεμηθεί η διαφθορά στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, να προωθήσει πιο αποτελεσματικές πρακτικές λογοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τον αποκλεισμό «επισφαλών» προσφερόντων· ζητεί από την Επιτροπή να προβλέψει σαφείς κανόνες για την προστασία όσων κοινοποιούν δυσλειτουργίες, σε συνέχεια των συστάσεων που περιέχονται στο ψήφισμα 1729(2010) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (9), να ενισχύσει τη διαφάνεια των συμβάσεων που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ και να προωθήσει εκπαιδευτικές δράσεις τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και μεταξύ του ευρέος κοινού·

43.

σημειώνει ότι ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν ήδη αποτελεσματικές διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων που διασφαλίζουν τη διαφάνεια και την ορθή χρήση των χρημάτων των φορολογουμένων· ζητεί από την Επιτροπή να μελετήσει τις ορθές πρακτικές των κρατών μελών στον τομέα αυτόν και να εντοπίσει τις αποτελεσματικότερες αρχές για τον τομέα των δημοσίων συμβάσεων στην ΕΕ·

44.

επισημαίνει ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς και της ευνοιοκρατίας αποτελεί στόχο των οδηγιών· υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν διαφορετικές προκλήσεις στον τομέα αυτό και ότι μία περισσότερο περίπλοκη ευρωπαϊκή προσέγγιση ενέχει τον κίνδυνο να υποσκάψει τις προσπάθειες για εξορθολογισμό και απλούστευση των κανόνων και να δημιουργήσει επιπρόσθετη γραφειοκρατία· επισημαίνει ότι οι αρχές της διαφάνειας και του ανταγωνισμού είναι βασικής σημασίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς· ζητεί μία κοινή προσέγγιση σχετικά με τα μέτρα αυτοδιόρθωσης προκειμένου να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις στην αγορά και να εξασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου τόσο για τους οικονομικούς παράγοντες όσο και τις αναθέτουσες αρχές·

45.

θεωρεί ότι, εφόσον οι δημόσιες συμβάσεις αφορούν δημόσιους πόρους, πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και να είναι ανοικτές στο δημόσιο έλεγχο· ζητεί από την Επιτροπή διευκρινίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου για τις τοπικές και λοιπές δημόσιες αρχές και να τους επιτρέπεται να ενημερώνουν τους πολίτες για τις συμβατικές τους υποχρεώσεις·

46.

καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει τα προβλήματα που συνδέονται με τις εξαιρετικά χαμηλές προσφορές και να προτείνει τις δέουσες λύσεις· συνιστά όπως οι αναθέτουσες αρχές, σε περιπτώσεις παραλαβής αφύσικα χαμηλών προσφορών, προβλέπουν την έγκαιρη και επαρκή ενημέρωση των άλλων διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτρέπεται να αξιολογήσουν κατά πόσον υπάρχουν λόγοι κίνησης μιας διαδικασίας επανεξέτασης· ζητεί να υπάρχει μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ της κοινής πολιτικής εξωτερικού εμπορίου της ΕΕ και των πρακτικών σε κράτη μέλη όπου γίνονται δεκτές εξαιρετικά χαμηλές προσφορές·

Έκτο καθήκον: επέκταση της χρήσης των συμβάσεων δια της ηλεκτρονικής οδού

47.

χαιρετίζει την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για την επέκταση της χρήσης των συμβάσεων δια της ηλεκτρονικής οδού· επισημαίνει ότι το σχετικό σχέδιο δράσης δεν πέτυχε τους στόχους του και ότι χρειάζεται περισσότερη πολιτική ηγεσία σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης – περιλαμβανομένου του επιπέδου της ΕΕ – προκειμένου να διατηρηθεί και να επισπευσθεί η μετάβαση στις ηλεκτρονικές συμβάσεις· επιθυμεί να εξασφαλιστεί ότι τουλάχιστον το 50 % των πράξεων δημοσίων συμβάσεων τόσο των θεσμικών οργάνων όσο και των κρατών μελών διεξάγονται ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τη δέσμευση που ανέλαβαν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών στην υπουργική διάσκεψη για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση στο Μάντσεστερ το 2005·

48.

υπογραμμίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει να διαδραματίσει μοναδικό ρόλο στην προώθηση της προόδου σε θέματα τυποποίησης και υποδομής – οι ηλεκτρονικές υπογραφές, και η χρονοσφράγιση όπου επί παραδείγματι χρειάζονται ένα κοινά αποδεκτό σχήμα για λόγους ασφάλειας· ζητεί από την Επιτροπή να αναπτύξει τις εν λόγω κοινές προδιαγραφές· τονίζει ότι οι ακριβές τεχνικές απαιτήσεις για την ταυτοποίηση των διαγωνιζομένων ενδέχεται να λειτουργήσουν ως φραγμοί για τους οικονομικούς παράγοντες· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, την ανάγκη να αναπτυχθεί ένα τυποποιημένο σύστημα ηλεκτρονικής υπογραφής· καλεί τα κράτη μέλη να διαθέτουν υπηρεσία επικύρωσης για πιστοποιητικά που εκδίδονται από παρόχους υπηρεσιών πιστοποίησης που τελούν υπό την εποπτεία τους·

49.

υπογραμμίζει το γεγονός ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα των διαφόρων συστημάτων και να αποφεύγεται η εξάρτηση από έναν προμηθευτή πρέπει να τηρούνται ανοικτές προδιαγραφές και η ουδετερότητα της τεχνολογίας· ζητεί από την Επιτροπή να διασφαλίσει πραγματική διαλειτουργικότητα μεταξύ των διαφόρων πλατφορμών ηλεκτρονικών συμβάσεων που υπάρχουν ήδη στα κράτη μέλη αξιοποιώντας περισσότερο τα αποτελέσματα που έχουν προκύψει από πρωτοβουλίες της ΕΕ όπως το PEPPOL και το e-CERTIS·

50.

επισημαίνει ότι οποιεσδήποτε νομοθετικές προτάσεις για την επέκταση και απλούστευση της χρήσης των συμβάσεων δια της ηλεκτρονικής οδού πρέπει να ενσωματωθούν στην αναθεώρηση των κυρίων οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων και πρέπει να ευθυγραμμισθούν με το πεδίο εφαρμογής και με τους γενικούς κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων όπως οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τα κατώτατα όρια·

51.

υπογραμμίζει ότι οι συμβάσεις δια της ηλεκτρονικής οδού μπορούν να οδηγήσουν στην απλούστευση της όλης διαδικασίας περί συμβάσεων, φέροντας αποτελεσματικότητα που θα οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τις δημόσιες διοικήσεις και αυξάνοντας τη διαφάνεια και την προσβασιμότητα· επισημαίνει ότι ιδίως η ηλεκτρονική ανάθεση συμβάσεων ανοίγει νέες προοπτικές στον εκσυγχρονισμό της διοίκησης στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων· επαναλαμβάνει ότι μία ηλεκτρονική σύμβαση κοστίζει λιγότερο, είναι ταχύτερη και χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη διαφάνεια σε σχέση με τις συμβατικές διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων· πιστεύει, ωστόσο, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια για βελτιώσεις και ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα σε σχέση με την πρόσβαση σε αξιόπιστες, συγκρίσιμες και αντικειμενικές πληροφορίες και στατιστικά στοιχεία· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν τη διασυνοριακή χρήση των ηλεκτρονικών δημοσίων συμβάσεων·

52.

επισημαίνει ότι η νομοθεσία δεν είναι το μόνο μέσον για την προώθηση της αλλαγής· ζητεί, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή να διερευνήσει νέους τρόπους ανταλλαγής εμπειριών, μοιράσματος των βέλτιστων πρακτικών και μεταφοράς γνώσεων δια μέσου των συνόρων μεταξύ των τοπικών και περιφερειακών παραγόντων· τονίζει την έντονη ανάγκη να ενισχυθούν περαιτέρω οι δεξιότητες και ικανότητες αντίληψης του προσωπικού που ασχολείται με τις συμβάσεις δια της ηλεκτρονικής οδού και – μέσω εθνικών και/ή ενωσιακών κινήτρων προκειμένου να εξασφαλίζονται ισότιμοι πόροι μεταξύ μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων – να βοηθηθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την απόκτηση γνώσεων και ικανοτήτων· χαιρετίζει το μέσο «Συνδέοντας την Ευρώπη» ως ένα νέο εργαλείο για την προώθηση των διασυνοριακών συμβάσεων δια της ηλεκτρονικής οδού, καθιστώντας έτσι δυνατή την ανάπτυξη της ψηφιακής ενιαίας αγοράς·

53.

χαιρετίζει την ανακοίνωση που περιέχεται στο σχέδιο δράσης 2011-2015 της Επιτροπής σχετικά με την ηλεκτρονική διακυβέρνηση ότι πρόκειται να αναπτυχθεί η πλατφόρμα epractice.eu σε ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την ανταλλαγή εμπειριών και πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και των χρηστών της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, και συνιστά θερμά να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της στους τοπικούς και περιφερειακούς χρήστες·

*

* *

54.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004.

(2)  ΕΕ L 335 της 20.12.2007, σ. 31

(3)  ΕΕ L 23 της 27.1.2010, σ. 35.

(4)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2011)0233.

(5)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2011)0146.

(6)  ΕΕ C 161 Ε της 31.5.2011, σ. 38.

(7)  ΕΕ C 67 Ε της 18.3.2010, σ. 10.

(8)  http://ec.europa.eu/enterprise/policies/sme/business-environment/files/smes_access_to_public_procurement_final_report_2010_en.pdf

(9)  Ψήφισμα 1729(2010) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την προστασία όσων κοινοποιούν δυσλειτουργίες, κείμενο που εγκρίθηκε στις 29 Απριλίου 2010.