52011DC0795

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ Η καθολική υπηρεσία στις ηλ-επικοινωνίες: έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης και την τρίτη τακτική επανεξέταση του πεδίου εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ /* COM/2011/0795 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Η καθολική υπηρεσία στις ηλ-επικοινωνίες: έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης και την τρίτη τακτική επανεξέταση του πεδίου εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Σκοπός της ανακοινωσησ

Στη δεύτερή της τακτική επανεξέταση του πεδίου εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, τον Σεπτέμβριο του 2008[1], η Επιτροπή συμβουλεύτηκε ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με διάφορα θέματα μακρόπνοης πολιτικής. Πριν από την έγκριση της δέσμης μέτρων για τις τηλεπικοινωνίες το 2009, η Επιτροπή διαβεβαίωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι θα πραγματοποιούσε ευρεία διαβούλευση για το θέμα αυτό.

Το παρόν έγγραφο αναφέρεται στην έκβαση της διαβούλευσης σχετικά με αρχές της καθολικής υπηρεσίας στις ηλ-επικοινωνίες, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου 2010. Επίσης, καλύπτει την τρίτη περιοδική επανεξέταση του πεδίου εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/22/EΚ[2] για την καθολική υπηρεσία. Τέλος, θέτει ορισμένους προβληματισμούς ως προς τα μέτρα που πρέπει να λάβουν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία. Συνοδεύεται από ένα σύντομο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής[3], που συνοψίζει τις απαντήσεις στη δημόσια διαβούλευση.

Οι κανόνες της ΕΕ για την καθολική υπηρεσία στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες προέκυψαν στο πλαίσιο της πλήρους ελευθέρωσης στη δεκαετία του 1990. Σκεπτικό της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας είναι η εξασφάλιση κοινωνικού διχτυού ασφάλειας, όπου οι δυνάμεις της αγοράς δεν παρέχουν αυτές καθεαυτές εύκολη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες για τους καταναλωτές, ιδίως σε όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές ή έχουν χαμηλό εισόδημα ή αναπηρίες. Προκειμένου να επιτευχθούν οι τρεις στόχοι της έννοιας του δικτύου ασφαλείας, δηλαδή διαθεσιμότητα, προσιτότητα και προσβασιμότητα, είναι δυνατόν μία ή περισσότερες ειδικά καθορισμένες επιχειρήσεις να υποχρεωθούν να παρέχουν τις εν λόγω βασικές υπηρεσίες.

Τα κράτη μέλη πρέπει επομένως να εξασφαλίζουν ότι όλοι οι τελικοί χρήστες έχουν πρόσβαση, σε σταθερή θέση, σε επικοινωνίες φωνής και δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης «λειτουργικής πρόσβασης στο διαδίκτυο», ελαχιστοποιώντας συγχρόνως τις στρεβλώσεις της αγοράς. Η οδηγία για την καθολική υπηρεσία είναι ουδέτερη ως προς την τεχνολογία με την οποία μπορούν να παρέχονται οι υπηρεσίες.

Εφόσον το κόστος της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας συνιστά αδικαιολόγητη επιβάρυνση για τον καθορισμένο φορέα ή φορείς, πρέπει αυτός (ή αυτοί) να αποζημιωθεί(ούν) στο ύψος του καθαρού κόστους που προέκυψε γι αυτόν(ούς). Η αποζημίωση αυτή μπορεί να χρηματοδοτηθεί από δημόσιους πόρους ή/και από ταμείο στο οποίο συνεισφέρουν οι συντελεστές της αγοράς του τομέα των ηλ-επικοινωνιών. Επί του παρόντος, 22 κράτη μέλη προβλέπουν αποκλειστικά τομεακή χρηματοδότηση[4], δύο προβλέπουν τόσο δημόσια όσο και τομεακή χρηματοδότηση, ενώ τρεις έχουν επιλέξει αποκλειστικά δημόσια χρηματοδότηση.

Αρκετά κράτη μέλη έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους να μην ορίσουν πάροχο καθολικής υπηρεσίας, ή έχουν χαλαρώσει τις υποχρεώσεις σχετικά με στοιχεία της υπηρεσίας που ήδη καλύπτονται από την αγορά (π.χ. κοινόχρηστα τηλέφωνα και τηλεφωνικοί κατάλογοι).

Ενώ η οδηγία του 2002 για την καθολική υπηρεσία περιόριζε τη «λειτουργική πρόσβαση στο διαδίκτυο» σε στενοζωνικές ταχύτητες δεδομένων[5], με τη «δέσμη ρυθμίσεων για τις τηλεπικοινωνίες» του 2009 παρέχεται στα κράτη μέλη η ευελιξία να καθορίζουν, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, την ταχύτητα των δεδομένων σε εθνικό επίπεδο, στην οποία μπορεί να περιλαμβάνονται και ευρυζωνικές ταχύτητες[6]. Μέχρι σήμερα, η Φινλανδία, η Ισπανία και η Μάλτα έχουν θεσπίσει νομοθεσία που συμπεριλαμβάνει τις ευρυζωνικές επικοινωνίες στην εθνική υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας.

Στις 5 Ιουλίου 2011, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα[7] που υπογραμμίζει τη σημασία της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας ως δίχτυ ασφαλείας για την κοινωνική ένταξη.

Αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης

Ο στόχος της διαβούλευσης ήταν να εξεταστεί κατά πόσον, στο σημερινό συγκλίνον και ανταγωνιστικό περιβάλλον στις ηλ-επικοινωνίες, είναι ανάγκη να αναθεωρηθεί η συνολική προσέγγιση και οι αρχές της ΕΕ ως προς την καθολική υπηρεσία. Ένα βασικό ερώτημα ήταν εάν η υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας πρέπει να καταστεί προδραστικό εργαλείο στο πλαίσιο της ευρυζωνικότητας και, συνεπώς, να αποκτήσει ρόλο στην επίτευξη του στόχου της «ευρυζωνικότητας για όλους», ή αν αυτό πρέπει να αφεθεί σε άλλα ενωσιακά και εθνικά μέτρα πολιτικής, διατηρώντας παράλληλα την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας ως δίχτυ ασφαλείας. Άλλα σημαντικά ζητήματα που τέθηκαν κατά τη διαβούλευση ήταν η έννοια της καθολικής υπηρεσίας, η χρηματοδότησή της και η ευελιξία των κρατών μελών κατά την υλοποίησή της.

Στο πλαίσιο της διαβούλευσης εκφράστηκε ευρύ φάσμα απόψεων, χωρίς να προκύψει συναίνεση ως προς τον μελλοντικό ρόλο της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας για την προώθηση των στόχων ευρυζωνικότητας στην Ευρώπη. Ωστόσο, πολλοί ενδιαφερόμενοι, ιδιαίτερα μάλιστα κυβερνήσεις και εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ), στηρίζουν τις υφιστάμενες αρχές και ευνοούν τη διατήρηση των βασικών χαρακτηριστικών του καθεστώτος υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας. Στο συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής περιλαμβάνεται περίληψη των απαντήσεων[8].

Οι προκλήσεις: καθολική υπηρεσία και ευρυζωνικότητα

Το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ και η πολιτική ανοιχτής πρόσβασης έχουν ενθαρρύνει τις ανταγωνιστικές αγορές, διευρύνοντας έτσι τις επιλογές των καταναλωτών, μειώνοντας τις τιμές, προωθώντας έτσι ορισμένες χώρες της ΕΕ στην παγκόσμια πρωτοπορία των ευρυζωνικών επικοινωνιών. Εντός της ΕΕ, τα υψηλότερα ποσοστά αφομοίωσης ευρυζωνικών επικοινωνιών παρατηρούνται σε κράτη μέλη όπου υπάρχει ανταγωνισμός υποδομών, σε συνδυασμό με αποτελεσματική εκ των προτέρων ρύθμιση για την προώθηση του ανταγωνισμού των υπηρεσιών όπου δεν είναι δυνατός ο ανταγωνισμός υποδομών.

Στο Ψηφιακό θεματολόγιο για την Ευρώπη[9] παρουσιάζονται τα κοινωνικο-οικονομικά οφέλη της ευρυζωνικότητας, καθώς και η σημασία της για την κοινωνική συμμετοχή και την απασχόληση. Ο στόχος του Ψηφιακού θεματολογίου για «βασική ευρυζωνική σύνδεση» ορίζει ότι τα δίκτυα αυτά πρέπει έως το 2013 να έχουν επιτύχει κάλυψη του 100% των πολιτών της ΕΕ. Για το «ταχύ» και «υπερταχύ» διαδίκτυο, ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί ότι, το αργότερο έως το 2020, θα υπάρχει για όλους τους πολίτες της ΕΕ κάλυψη 30 Mbps και ότι το 50% ή περισσότερο των νοικοκυριών της ΕΕ θα διαθέτει συνδρομή πάνω από 100 Mbps. Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις, τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από τον δημόσιο τομέα. Για να διευκολυνθεί αυτή η διαδικασία, η Επιτροπή εξέδωσε τον Σεπτέμβριο του 2010 μια «δέσμη ευρυζωνικότητας» που περιλαμβάνει: i) την ανακοίνωση της ευρυζωνικότητας[10] , όπου προσδιορίζεται το πλαίσιο δράσης και εκτίθενται οι προτάσεις προς τα κράτη μέλη για επίτευξη των στόχων· ii) τη σύσταση για την πρόσβαση νέας γενιάς[11] , που καθορίζει ρυθμιστικούς προσανατολισμούς για την προαγωγή ασφάλειας δικαίου, και ως εκ τούτου ενθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις· και iii) πρόταση για ένα πολυετές πρόγραμμα για την πολιτική ραδιοφάσματος[12], με σκοπό τη βελτίωση του συντονισμού και της διαχείρισης του ραδιοφάσματος στην ΕΕ, διευκολύνοντας έτσι την ανάπτυξη ασύρματων ευρυζωνικών συνδέσεων.

Επιπλέον, διάφορα εργαλεία άσκησης πολιτικής είναι διαθέσιμα για τη (συγ-) χρηματοδότηση αναπτυξιακής υποδομής, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας χρηματοδότησης (π.χ. δάνεια, επιχορηγήσεις προς συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα). Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις ευρυζωνικές επικοινωνίες[13] αποσαφηνίζουν πώς μπορεί να χορηγηθεί δημόσια χρηματοδότηση για την ανάπτυξη ευρυζωνικών επικοινωνιών σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, προκειμένου να επιτευχθεί κάλυψη και σε τομείς όπου δεν υπάρχει εμπορικό συμφέρον. Τα προγράμματα των διαρθρωτικών ταμείων για την περίοδο 2007-13 διαθέτουν επίσης σχεδόν 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ για υποδομή ΤΠΕ, κυρίως ευρυζωνικά δίκτυα. Επιπλέον, στις δημοσιονομικές προοπτικές 2014-2020, η Επιτροπή πρότεινε τη διευκόλυνση «Συνδέοντας την Ευρώπη»[14] με προϋπολογισμό 9,2 δισεκατ. ευρώ για την ενθάρρυνση επενδύσεων υπέρ του ανταγωνισμού, επιχορηγήσεις και πιστωτικές ενισχύσεις για ευρυζωνικά έργα και για υποδομές ψηφιακών υπηρεσιών.

Προκειμένου να τονωθεί η ζήτηση, το Ψηφιακό θεματολόγιο προβλέπει σειρά μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης της ηλ-υγείας και υπηρεσιών ηλε-διακυβέρνησης, διευκολύνοντας καθεστώτα αδειοδότησης για επιγραμμική διαχείριση δικαιωμάτων και την επιγραμμική προσβασιμότητα σε οπτικοακουστικό περιεχόμενο[15], καθώς και πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση ψηφιακού γραμματισμού, δεξιοτήτων και κοινωνικής ένταξης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προώθηση της ζήτησης για ευρυζωνικές υπηρεσίες θα προκαλέσει στη συνέχεια εξάπλωση των ευρυζωνικών δικτύων, με στόχο την προαγωγή ενός ενάρετου κύκλου.

Σε αντίθεση με την τηλεφωνία στην παλαιά ΕΕ των 15, περισσότερο από μια δεκαετία νωρίτερα, η αγορά ευρυζωνικών συνδέσεων στην ΕΕ των 27 δεν είναι ακόμη ώριμη αγορά, αλλά μια αγορά που χαρακτηρίζεται από καινοτομία και δυναμική εξέλιξη. Οι τεχνολογικές, ανταγωνιστικές και ρυθμιστικές εξελίξεις, όπως π.χ. η μείωση του κόστους των ασύρματων τεχνολογιών και το ψηφιακό μέρισμα, είναι πιθανό να επεκτείνουν την ευρυζωνική κάλυψη σε σημαντικό βαθμό.

Ενώ τα σταθερά ευρυζωνικά δίκτυα διατίθενται, κατά μέσο όρο, στο 95,1% του πληθυσμού της ΕΕ, το ποσοστό αυτό είναι μόλις 82,8% στις αγροτικές περιοχές σε ολόκληρη την ΕΕ και 60% ή λιγότερο σε αγροτικές περιοχές της Βουλγαρίας, της Σλοβακίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Κύπρου (βλ. τμήμα 4.1). Το κόστος εγκατάστασης ή αναβάθμισης της ευρυζωνικής υποδομής σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές είναι σημαντικό. Μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής[16] υπολογίζει το συνολικό ενωσιακό καθαρό πενταετές κόστος για την εξασφάλιση διαθεσιμότητας (κάλυψης) και προσιτού κόστους (επιδοτούμενα κοινωνικά τιμολόγια) μιας ευρυζωνικής σύνδεσης 2 Mbps[17] μέσω υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας σε περίπου 13,6 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τη μελέτη, το συνολικό αυτό ποσό αντιστοιχεί σε περίπου 2,7 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, δηλ. περίπου 0,69% του κύκλου εργασιών του τομέα τηλεπικοινωνιών της ΕΕ στο σύνολό του[18]. Το ποσοστό αυτό ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, είναι υψηλότερο σε χώρες με αραιό πληθυσμό, έντονο ανάγλυφο ή λιγότερο ανεπτυγμένη υποδομή. Το υψηλότερο ποσοστό του κόστους είναι στη Ρουμανία (4,6%) και το χαμηλότερο στο Λουξεμβούργο (0,08%). Σε απόλυτους αριθμούς, το μέσο κόστος ανά νοικοκυριό στην ΕΕ ανέρχεται σε 14,40 ευρώ ανά έτος, φτάνοντας μέχρι και 30 ευρώ στη Ρουμανία. Για λόγους σύγκρισης αναφέρεται ότι το τρέχον ετήσιο κόστος ανά νοικοκυριό στα επτά κράτη μέλη που έχουν ιδρύσει ταμεία παροχής καθολικής υπηρεσίας κυμαίνεται μεταξύ 0,05 και 4,19 ευρώ[19].

Στη δέσμη ρυθμίσεων για τις τηλεπικοινωνίες, του 2009, αναγνωρίζεται η αυξανόμενη ποικιλομορφία στην ΕΕ των 27, παρέχοντας στα κράτη μέλη την ευελιξία να καθορίζουν υπό το πρίσμα των εθνικών συνθηκών την ταχύτητα των δεδομένων όσον αφορά την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας, καθώς και να χρηματοδοτούν το συνδεόμενο καθαρό κόστος από δημόσιους πόρους ή/και από ταμείο που θα χρηματοδοτείται από τον κλάδο.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι αν η υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας θα έπρεπε να επεκταθεί και στις ευρυζωνικές σε ολόκληρη την ΕΕ, θα αυξανόταν σημαντικά η ανάγκη για τομεακή χρηματοδότηση και «διεπιδότηση» μεταξύ ομάδων καταναλωτών μιας δεδομένης χώρας, όπου η επιβάρυνση για τον κλάδο και οι επιπτώσεις στις τιμές καταναλωτή θα είναι μεγαλύτερες στα κράτη μέλη με χαμηλή σήμερα ευρυζωνική κάλυψη και εισοδηματικό επίπεδο. Επιπλέον, η πρόωρη επιβολή ευρυζωνικότητας σε ευρωπαϊκό ή εθνικό επίπεδο κινδυνεύει να νοθεύσει τις αγορές και να αποτρέψει ιδιωτικές επενδύσεις σε ευρυζωνικές επικοινωνίες. Ενώ είναι εύλογο να αναμένεται ότι οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών θα επενδύσουν σε κερδοφόρα νέα δίκτυα, ένα θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται είναι εάν η εκτεταμένη υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας, με μεγάλο βάρος που θα φέρει μόνος ο τομέας προς το συμφέρον της κοινωνικής ένταξης, θα ήταν σκόπιμη και βιώσιμη, ενώ παράλληλα άλλες ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις και η κοινωνία ως σύνολο επωφελούνται από ευρυζωνικότητα κάλυψης 100%.

Tρίτη τακτική επανεξέταση του πεδίου εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας σε επίπεδο ΕΕ

Βάσει της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, καλείται η Επιτροπή να επανεξετάζει το πεδίο εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας, ανά τριετία υπό το πρίσμα των κοινωνικών, οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη την κινητικότητα και την ταχύτητα των δεδομένων. Στο παράρτημα V της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία θίγονται ορισμένα ζητήματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή όταν αποφασίζει σχετικά με την συμπερίληψη ορισμένων υπηρεσιών στο πεδίο εφαρμογής, και συγκεκριμένα:

1. είναι διαθέσιμες και χρησιμοποιούνται από την πλειονότητα των καταναλωτών ειδικές υπηρεσίες και κατά πόσο η μη διάθεση ή η μη χρήση τους από μια μειονότητα καταναλωτών συνεπάγεται κοινωνικό αποκλεισμό; Και

2. η διάθεση και χρήση ορισμένων ειδικών υπηρεσιών συνεπάγεται γενικό καθαρό όφελος για όλους τους καταναλωτές, ώστε η δημόσια παρέμβαση να δικαιολογείται σε περιπτώσεις που οι συγκεκριμένες υπηρεσίες δεν παρέχονται στο κοινό υπό συνήθεις εμπορικές συνθήκες;

Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία επισημαίνεται ότι, για να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής, , πρέπει οι σχετικές υπηρεσίες να είναι ήδη διαθέσιμες σε σημαντική πλειονότητα του πληθυσμού. Οι προηγούμενες επανεξετάσεις, το 2005/06 και το 2008[20], κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω κριτήρια δεν πληρούνται, όσον αφορά είτε την κινητικότητα ή τις ευρυζωνικές υπηρεσίες· κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής δεν μεταβλήθηκε.

Ευρυζωνικές επικοινωνίες

Στα τέλη του 2010, τα σταθερά ευρυζωνικά δίκτυα DSL βρίσκονταν, κατά μέσο όρο, στη διάθεση του 95% του πληθυσμού της ΕΕ[21].

Γράφημα 1. Ευρυζωνική κάλυψη σταθερών στην ΕΕ ως % του πληθυσμού, 2010

[pic]

Πηγή: IDATE, 2010

Στις αρχές του 2011 υπήρχαν στην ΕΕ περίπου 133 εκατομμύρια σταθερές και 36 εκατομμύρια κινητές ευρυζωνικές συνδρομητικές γραμμές, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι κινητές επικοινωνίες συμβάλλουν πλέον σημαντικά στην αυξανόμενη αφομοίωση των ευρυζωνικών επικοινωνιών.

Το 70% των νοικοκυριών στην ΕΕ διαθέτουν πλέον πρόσβαση στο διαδίκτυο και το 61% έχουν μια ενσύρματη ή ασύρματη ευρυζωνική σύνδεση[22]. Ωστόσο, τα ποσοστά ευρυζωνικής χρήσης διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Η αφομοίωση της ευρυζωνικής τεχνολογίας κυμαίνεται από 23% στα νοικοκυριά στη Ρουμανία και 26% στη Βουλγαρία έως 80% στις Κάτω Χώρες και στη Δανία και 83% στη Σουηδία.

Γράφημα 2. Ευρυζωνική διείσδυση στα νοικοκυριά, % νοικοκυριών στην ΕΕ, 2010[23]

[pic]

Κατά συνέπεια, σε επίπεδο νοικοκυριού, έχει επιτευχθεί το όριο της χρήσης ευρυζωνικών συνδέσεων από την πλειονότητα των καταναλωτών στην ΕΕ, δεν πρόκειται όμως ακόμα για την «σημαντική πλειονότητα του πληθυσμού», όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία. Το πρωτεύον, δεδομένων των σημαντικών εθνικών διαφορών στην αφομοίωση και του γεγονότος ότι τα επίπεδα αφομοίωσης σε 5 κράτη μέλη είναι κάτω του 50%, είναι ότι το κόστος της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας σε ενωσιακή κλίμακα για τις ευρυζωνικές επικοινωνίες θα επιβαρύνει δυσανάλογα τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους και τελικά τους καταναλωτές στα εν λόγω κράτη μέλη. Πράγματι, από τα στοιχεία της έρευνας[24], συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυριών ηλικίας 75 ετών και άνω, προκύπτει ότι 12 κράτη μέλη βρίσκονται κάτω από το 50%. Το κόστος της διασφάλισης καθολικής ευρυζωνικής κάλυψης θα ήταν ιδιαίτερα υψηλό σε χώρες με αραιό πληθυσμό, δύσκολο ανάγλυφο ή/και λιγότερο ανεπτυγμένη υποδομή. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το μέσο κόστος ανά νοικοκυριό στη Ρουμανία είναι πιθανό να είναι υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, η συμπερίληψη σε αυτή τη φάση της ευρυζωνικής πρόσβασης στο πεδίο εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας σε επίπεδο ΕΕ, δεν θα ικανοποιούσε το δεύτερο κριτήριο της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, δηλαδή γενικό καθαρό όφελος για όλους τους ευρωπαίους καταναλωτές.

Κινητικότητα

Τα κινητά δίκτυα καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο από 95% του πληθυσμού της ΕΕ με βάση εθνικές άδειες κινητής τηλεφωνίας[25]. Η συνολική διείσδυση συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας ανήλθε σε 124,2% τον Οκτώβριο του 2010.

Γράφημα 3. Συνδρομητές κινητής τηλεφωνίας και ποσοστό διείσδυσης σε επίπεδο ΕΕ, 2004-2010

[pic]

Πηγή: Πίνακας επιδόσεων του ψηφιακού θεματολογίου 2011 — δείκτες αγοράς για τις ηλ-επικοινωνίες

Το 89% των νοικοκυριών στην ΕΕ είναι κινητοί συνδρομητές και το 71% σταθεροί, ώστε το 98% του συνόλου των ενωσιακών νοικοκυριών να διαθέτει τηλεφωνική πρόσβαση.

Γράφημα 4. Τηλεφωνική πρόσβαση στα νοικοκυριά, % νοικοκυριών στην ΕΕ, 1999-2011

[pic]

Πηγή: Έρευνες νοικοκυριών για τις ηλ-επικοινωνίες, Ιούλιος 2011

Όσον αφορά την οικονομική προσιτότητα, η μέση μηνιαία τιμή για ένα καλάθι περιορισμένης χρήσης του (προπληρωμένων και μη) υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας στην ΕΕ ανήλθε το 2010 σε 9,07 ευρώ, σημειώνοντας μείωση περίπου 30% σε σύγκριση με το 2006[26].

Από την τελευταία αναθεώρηση, παρατηρείται αύξηση της αφομοίωσης και μείωση των τιμών των κινητών υπηρεσιών. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την εκτίμηση παλαιότερων ανασκοπήσεων, ότι η ανταγωνιστική παροχή κινητών επικοινωνιών είχε ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές να διαθέτουν ευρεία και οικονομικά προσιτή πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού. Δεν πληρούνται, επομένως, τα κριτήρια για υπαγωγή της κινητικότητας στο πεδίο εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας σε επίπεδο ΕΕ. Τούτο δεν αποκλείει τη χρήση ασύρματης τεχνολογίας για παροχή σύνδεσης σε σταθερή θέση, βάσει της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας.

Η Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις ειδικές ανάγκες των ατόμων με αναπηρία, και ιδίως προβλήματα που σχετίζονται με υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας[27], θα υποβάλει έκθεση με τα πορίσματά της κατά την επόμενη αναθεώρηση.

Προοπτικές

Λαμβάνοντας υπόψη τα μεγάλα ποσά που απαιτούνται για την εξασφάλιση ευρυζωνικής κάλυψης μέσω της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας και των πιθανών επιπτώσεων στη βιομηχανία και τους καταναλωτές, τα κράτη μέλη πρέπει να αναλύσουν προσεκτικά κατά πόσον οι εθνικές συνθήκες δικαιολογούν την επέκταση της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας στις ευρυζωνικές υπηρεσίες, συνεκτιμώντας τον κίνδυνο του κοινωνικού αποκλεισμού και ενδεχόμενη στρέβλωση του ανταγωνισμού, καθώς και την υπερβολική επιβάρυνση για τον τομέα.

Ενόψει του κινδύνου διαφορετικών προσεγγίσεων ως προς την εφαρμογή της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία και των πιθανών οικονομικών επιπτώσεων για τον κλάδο, η Επιτροπή θεωρεί ότι απαιτείται περαιτέρω καθοδήγηση για να εξασφαλιστεί ότι η εφαρμογή είναι σύμφωνη με τις ενιαία εφαρμοστέες αρχές, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τα διάφορα στάδια ανάπτυξης των αγορών στα κράτη μέλη. Η εν λόγω καθοδήγηση θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του κινδύνου του κοινωνικού αποκλεισμού, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τυχόν δυσανάλογη επιβάρυνση του τομέα.

Τούτο ανταποκρίνεται στα αιτήματα των ενδιαφερομένων για παροχή διευκρινίσεων, τα οποία διατυπώθηκαν κατά τη διαβούλευση και την πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Επιτροπή «να παράσχει κατευθυντήριες γραμμές για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή και επιβολή της αναθεωρημένης οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, αποφεύγοντας τις στρεβλώσεις της αγοράς και ταυτόχρονα επιτρέποντας στα κράτη μέλη να εκδίδουν τις διατάξεις που ανταποκρίνονται καλύτερα στις εθνικές συνθήκες τους» [28].

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η συνεπής εφαρμογή της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας απαιτεί συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά τα κριτήρια για τον ορισμό της «λειτουργικής πρόσβασης στο διαδίκτυο», με ευρυζωνικές ταχύτητες, μηχανισμούς καθορισμού, χρηματοδότηση, καθώς και μέτρα για τους τελικούς χρήστες με αναπηρίες. Η Επιτροπή προτίθεται να διαξαγάγει περαιτέρω διάλογο με τα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη για τα θέματα αυτά.

- Πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας που αφορά τη «λειτουργική πρόσβαση στο διαδίκτυο» σε ευρυζωνικές ταχύτητες [29].

Όταν τα κράτη μέλη εξετάζουν τον ορισμό της σύνδεσης δικτύου που θα επιτρέπει «λειτουργική πρόσβαση στο διαδίκτυο» σε ευρυζωνικές ταχύτητες σε εθνικό επίπεδο, η ύπαρξη ενός συνόλου συνεκτικών κριτηρίων που αντικατοπτρίζουν τις προϋποθέσεις για την αλλαγή του πεδίου εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας σε επίπεδο ΕΕ[30], θα μπορούσε να συμβάλει στην εξασφάλιση της συνοχής και την ελαχιστοποίηση της στρέβλωσης της αγοράς, με παράλληλη επίτευξη του στόχου για αποτροπή κοινωνικού αποκλεισμού.

Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να κληθούν τα κράτη μέλη να προχωρήσουν σε εκ των προτέρων εκτίμηση του αντίκτυπου μιας τέτοιας απόφασης, η οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει εκτίμηση της συνολικής ευρυζωνικής αφομοίωσης σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά το ποσοστό των εθνικών νοικοκυριών με ευρυζωνική σύνδεση και το ποσοστό των νοικοκυριών με ευρυζωνική ταχύτητα ίση ή μεγαλύτερη από την ελάχιστη προβλεπόμενη.

Ενσωματώνοντας στην αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία την αντίληψη ότι οι υπηρεσίες που καλύπτονται πρέπει να είναι διαθέσιμες σε μια «σημαντική πλειονότητα του πληθυσμού», θα μπορούσαν να ισχύσουν ορισμένα όρια για να προσδιοριστεί αν έχει επιτευχθεί η απαιτούμενη κρίσιμη μάζα ευρυζωνικής αφομοίωσης . Η Επιτροπή πιστεύει ότι, στο παρόν στάδιο, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να κληθούν να εξετάσουν τη συμπερίληψη των ευρυζωνικών συνδέσεων στην υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας, εφόσον ο υπό εξέταση ρυθμός δεδομένων χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο (i) τουλάχιστον από το μισό του συνόλου των νοικοκυριών και (ii) από τουλάχιστον το 80% όλων των νοικοκυριών με ευρυζωνική σύνδεση[31].

Μπορεί επίσης να συστηθεί στα κράτη μέλη, κατά τη λήψη των αποφάσεών τους, να προσδιορίζουν τους συγκεκριμένους κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους τους, όπως και τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει αξιολόγηση:

- της αναμενόμενης διαθεσιμότητας στην αγορά των ευρυζωνικών υπηρεσιών χωρίς δημόσια παρέμβαση·

- των κοινωνικών και οικονομικών μειονεκτημάτων που προκύπτουν για όσους δεν έχουν πρόσβαση σε ευρυζωνική σύνδεση, συμπεριλαμβανομένων των τελικών χρηστών με αναπηρίες·

- του κόστους της δημόσιας παρέμβασης μέσω της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας και της σύγκρισης του κόστους αυτού σε σχέση με τη χρήση άλλων μεθόδων·

- των οφελών από τη δημόσια παρέμβαση και των αποτελεσμάτων της στον ανταγωνισμό, τις στρεβλώσεις της αγοράς και την επίτευξη ευρύτερων πολιτικών στόχων

Επομένως, παρέμβαση θα υπάρξει μόνο εφόσον τα συνολικά οφέλη υπερκαλύπτουν το συνολικό κόστος.

- Κοινές προσεγγίσεις στον καθορισμό

Η εξεύρεση του πλέον κατάλληλου μηχανισμού για τον καθορισμό των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας μπορεί να βοηθήσει στην ελαχιστοποίηση των στρεβλώσεων της αγοράς και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας. Οι απαιτήσεις εδαφικής κάλυψης στην αρχή μιας διαδικασίας καθορισμού μπορεί να περιορίσουν υπερβολικά τον αριθμό των επιλέξιμων επιχειρήσεων. Ομοίως, ένας μηχανισμός καθορισμού που επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξετάσουν όλες τις τεχνικές επιλογές για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας είναι πιθανό να αποφέρει το πλέον οικονομικά αποδοτικό αποτέλεσμα.

Μια αδικαιολόγητα μακρόχρονη ή απροσδιορίστου χρόνου περίοδος καθορισμού μπορεί επίσης να αποκλείσει εκ των προτέρων τον καθορισμό άλλων φορέων εκμετάλλευσης[32]. Για παράδειγμα, η διαφάνεια και η αμεροληψία μπορούν να προωθηθούν μέσω χρονικά περιορισμένων περιόδων καθορισμού υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας (όπως π.χ. στην Ελλάδα και Πολωνία). Η διεξοδική αξιολόγηση των πιθανών επιλογών (συμπεριλαμβανομένων όλων των διαθέσιμων τεχνολογιών) και του αντίκτυπού τους θα συμβάλει στην επιλογή των πλέον αποτελεσματικών μέσων για την παροχή καθολικής υπηρεσίας, που μπορεί να οδηγήσει σε πιο συχνό καθορισμό εναλλακτικών φορέων εκμετάλλευσης (όπως π.χ. στην Εσθονία), ή τον καθορισμό περισσότερων της μιας επιχειρήσεων (όπως π.χ. στην Τσεχική Δημοκρατία και τη Γαλλία). Για την αποφυγή διακρίσεων, ο καθορισμός θα μπορούσε να σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην διαρκέσει περισσότερο από τον απαραίτητο χρόνο για την ανάκτηση των σχετικών επενδυτικών δαπανών και να μην υπερβαίνει μια μέγιστη διάρκεια (π.χ. 10 έτη).

- Συνεκτικές μέθοδοι για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους της καθολικής υπηρεσίας

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η οικονομική απόδοση και ίσοι όροι ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την ΕΕ, η ακολουθούμενη από τις εθνικές αρχές μέθοδος υπολογισμού του καθαρού κόστους της παροχής καθολικής υπηρεσίας είναι καθοριστικής σημασίας. Η απόδοση θα μπορούσε να ενισχυθεί με τον καθορισμό της μεθοδολογίας για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας πριν από κάθε διαδικασία χαρακτηρισμού, και έπειτα από σχετική δημόσια διαβούλευση. Η πραγματοποίηση ειδικού υπολογισμού του καθαρού κόστους για κάθε καθορισμένη επιχείρηση θα εξασφαλίσει επίσης τη διαφάνεια και την ακρίβεια. Το Δικαστήριο έχει προσδιορίσει συγκεκριμένα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση των άυλων οφελών που προκύπτουν από την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας. Πρέπει να καθορίζονται σε συνάρτηση με τους υπολογισμούς που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των επιχειρήσεων, και να περιλαμβάνουν, π.χ.: τη γενικευμένη παρουσία, την επίδραση στον κύκλο ζωής, τα οφέλη σε μάρκετινγκ / πωλήσεις / διαφήμιση, το κύρος του εμπορικού σήματος, την πίστη και την αναγνώριση / φήμη της επιχείρησης, τα οφέλη από την παροχή άλλων υπηρεσιών σε εμπορική βάση, την πρόσβαση στα δεδομένα των συνδρομητών, καθώς και τις πληροφορίες και τα τεχνικά και εμπορικά οφέλη που προκύπτουν από την επέκταση του δικτύου. Είναι επίσης σημαντικό να αποσαφηνιστούν οι αρχές που πρέπει να εφαρμόζονται από τις εθνικές αρχές όταν κρίνουν κατά πόσον η υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας συνιστά αδικαιολόγητη[33] επιβάρυνση για τον πάροχο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΕΡΑ πρέπει να εξετάζουν όλα τα σχετικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε καθορισμένης επιχείρησης, όπως είναι τα τεχνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του εξοπλισμού που χρησιμοποιεί για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας, την οικονομική και χρηματοπιστωτική της κατάσταση, και το μερίδιό της στην αγορά[34].

- Χρηματοδότηση

Κάθε τομεακός μηχανισμός χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας πρέπει να είναι διαφανής, αντικειμενικός, αναλογικός και αμερόληπτος, και να επιδιώκει την ελαχιστοποίηση των στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό και τη ζήτηση των χρηστών[35].

Η χρήση της γενικής φορολογίας για τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας μπορεί να θεωρηθεί λιγότερο στρεβλωτική από την τομεακή χρηματοδότηση, καθώς αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια το γενικό χαρακτήρα των επακόλουθων κοινωνικών και οικονομικών οφελών, καθώς και την φερεγγυότητα των καταναλωτών. Η Φινλανδία, η Σουηδία και η Τσεχική Δημοκρατία προβλέπουν κάλυψη των δαπανών αυτών από την κρατική χρηματοδότηση, ενώ η Μάλτα και η Πορτογαλία επιτρέπουν μεικτή - δημόσια και τομεακή - χρηματοδότηση.

Δεδομένου του δυνητικά υψηλότερου κόστους της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας που επεκτείνεται και σε ευρυζωνικές συνδέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν, όπως συμβαίνει σήμερα σε ορισμένες χώρες, να εξετάσουν τη δυνατότητα κατάλληλου συνδυασμού δημόσιας και τομεακής χρηματοδότησης της παροχής καθολικής υπηρεσίας[36].

Μπορούν επίσης να καθορίσουν όρια για τις συνεισφορές από φορείς εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών σε τομεακό ταμείο αντιστάθμισης.

Τα όρια αυτά μπορούν να λάβουν δύο μορφές. Πρώτον, όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να μην απαιτούν συνεισφορά επιχειρήσεων, των οποίων ο εθνικός κύκλος εργασιών είναι μικρότερος από ένα συγκεκριμένο όριο (ελάχιστο κατώτατο όριο). Ορισμένα κράτη μέλη κάνουν χρήση της διάταξης αυτής. Ένα κοινό ελάχιστο όριο θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε σχέση με τα έσοδα των οικείων φορέων. Αυτό θα μπορούσε να οριστεί ως σταθερό χρηματικό ποσό (π.χ. 5 εκατ. ευρώ) ή ως ποσοστό του εθνικού κύκλου εργασιών του τομέα στο σύνολό του.

Δεύτερον, προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται ρητά στο άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία και στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/77/EΚ, ορισμένα κράτη μέλη θεώρησαν ότι ήταν σκόπιμο να καθοριστεί ανώτατο όριο στις ατομικές συνεισφορές των φορέων εκμετάλλευσης. Μέγιστο κοινό όριο μπορεί να καθοριστεί σε μεμονωμένες συνεισφορές των φορέων εκμετάλλευσης, ενώ το υπόλοιπο του καθαρού κόστους χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους. Το όριο αυτό μπορεί να εκφράζεται ως ποσοστό του εθνικού ετήσιου κύκλου εργασιών των φορέων εκμετάλλευσης από την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Το ποσοστό θα μπορούσε να είναι στα όρια μιας περιοχής (π.χ. 0,40 - 0,65% του ετήσιου κύκλου εργασιών) ώστε να αντανακλάται το προβλεπόμενο κόστος της υποχρέωσης παροχής καθολικής παροχής υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των ευρυζωνικών συνδέσεων, ενός αποδοτικού φορέα εκμετάλλευσης, αλλά δεν μπορεί να υπερβαίνει το πραγματικό καθαρό κόστος της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας σε μια δεδομένη χώρα. Ορισμένα κράτη μέλη προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία ανώτατο όριο στις ατομικές συνεισφορές, που καθορίζεται με βάση είτε τα ακαθάριστα ή τα καθαρά έσοδα.

- Μέτρα για τελικούς χρήστες με αναπηρίες

Ενόψει των ενισχυμένων διατάξεων της αναθεωρημένης οδηγίας για την καθολική υπηρεσία όσον αφορά τελικούς χρήστες με αναπηρία, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν επίσης να ενθαρρυνθούν να λάβουν δεόντως υπόψη τις ανάγκες των εν λόγω χρηστών κατά το σχεδιασμό των εθνικών τους υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας, σύμφωνα με την αρχή της διασφάλισης ισότιμης πρόσβασης.

Συμπεράσματα

Η Επιτροπή δεν κρίνει επί του παρόντος ότι συντρέχει λόγος για αλλαγή της βασικής έννοιας και των αρχών της καθολικής υπηρεσίας ως μέσο για την αποτροπή του κοινωνικού αποκλεισμού . Σε αυτό το στάδιο, δεν θα ήταν σκόπιμο να συμπεριληφθεί η κινητικότητα ή να επιβληθεί ευρυζωνική σύνδεση με συγκεκριμένη ταχύτητα μετάδοσης δεδομένων σε επίπεδο ΕΕ.

Η δέσμη των τηλεπικοινωνιακών ρυθμίσεων για το 2009 παρέχει στα κράτη μέλη την ευελιξία να καθορίζουν, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, την ενδεδειγμένη ταχύτητα μετάδοσης δεδομένων για δικτυακές συνδέσεις που παρέχουν «λειτουργική πρόσβαση στο διαδίκτυο», υπό το πρίσμα των εθνικών συνθηκών. Η βασική ευρυζωνική πρόσβαση μπορεί επομένως, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, να αποτελέσει μέρος της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας σε εθνικό επίπεδο, ιδίως όταν οι δυνάμεις της αγοράς και άλλα εργαλεία πολιτικής και μέσα χρηματοδότησης δεν έχουν οδηγήσει σε καθολική ευρυζωνική κάλυψη. Για να ελαχιστοποιηθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς, τα κράτη μέλη πρέπει να αξιοποιούν πλήρως τα εργαλεία δημόσιας παρέμβασης πέρα από την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας, ώστε να εξασφαλίζεται ευρυζωνική διαθεσιμότητα. Τα κράτη μέλη έχουν συνεπώς τη δυνατότητα, αλλά όχι την υποχρέωση, να περιλαμβάνουν την πρόσβαση σε ευρυζωνικές συνδέσεις στο πεδίο εφαρμογής της εθνικής υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας.

Ωστόσο, υπάρχει κίνδυνος οι αποκλίνουσες εθνικές προσεγγίσεις για την υλοποίηση ευρυζωνικού περιβάλλοντος να στρεβλώσουν τις αγορές και να επιβαρύνουν αδικαιολόγητα τον τομέα.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι θα ήταν σκόπιμο να ακολουθηθεί κοινή προσέγγιση στην εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία σε ευρυζωνικό πλαίσιο. Έτσι, οι ρυθμίσεις υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας θα καταστούν αποδοτικότερες και θα ενισχυθεί η ρυθμιστική προβλεψιμότητα για τον κλάδο, ώστε οι επενδύσεις και ο ανταγωνισμός στην ενιαία ψηφιακή αγορά να λειτουργήσει προς όφελος της καινοτομίας, της επιλογής των καταναλωτών και της οικονομικής προσιτότητας. Υπό το φως της παρούσας ανακοίνωσης, η Επιτροπή θα προχωρήσει σε διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς.

Η Επιτροπή πρόκειται επίσης, με βάση την ανασκόπηση των διαφόρων επιλογών, να υποβάλει προτάσεις κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι ιστότοποι του δημόσιου τομέα και οι ιστότοποι που παρέχουν βασικές υπηρεσίες στους πολίτες θα είναι πλήρως προσβάσιμοι σε άτομα με αναπηρίες το αργότερο το 2015.

Η σημασία της ευρυζωνικής πρόσβασης για τους ευρωπαίους πολίτες αναμένεται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται. Μολονότι θα ήταν πρόωρη επί του παρόντος η ένταξή της στην υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας σε επίπεδο ΕΕ, η Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά ευρυζωνικών συνδέσεων, μεταξύ άλλων και στο κοινωνικό τους πλαίσιο. Κατά την επόμενη ανασκόπηση του πεδίου εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας, θα συνεκτιμήσει τις εν λόγω εξελίξεις.

[1] COM(2008) 572.

[2] ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51.

[3] SEC(2011) 1398.

[4] Στη Λετονία αναβλήθηκε η ίδρυση τομεακού ταμείου για την 1η Ιουνίου 2013· στο μεταξύ η αποζημίωση παρέχεται με δημόσια χρηματοδότηση.

[5] Αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία.

[6] Αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας για την προστασία των καταναλωτών , ΕΕ L 337 της 18.12.2009, σ. 11.

[7] Ψήφισμα (P7_TA(2011)0306): http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?type=TA&reference=P6-TA-2011-0306&language=EL.

[8] Οι παρεμβάσεις δημοσιεύονται στην ηλε-διεύθυνση: http://ec.europa.eu/information_society/policy/ecomm/tomorrow/index_en.htm

[9] COM(2010) 245.

[10] COM(2010) 472.

[11] ΕΕ L 251 της 25.09.2010, σ. 35.

[12] COM(2010) 471.

[13] ΕΕ C 235 της 30.9.2009, σ. 7. Βάσει αυτού του μέσου, έως τα τέλη Οκτωβρίου 2011 είχαν εγκριθεί ευεργετικά για τον ανταγωνισμό έργα ύψους σχεδόν 3,5 δις ευρώ.

[14] COM(2011) 500.

[15] Βλ. επίσης την πράσινη βίβλο για τον οπτικοακουστικό τομέα: COM(2011) 427.

[16] Impact of EU Policy options for revision of the universal service provision , Van Dijk Management Consultants et al., Οκτώβριος 2010:http://ec.europa.eu/information_society/policy/ecomm/library/ext_studies/index_en.htm.

[17] Βάσει μείγματος ενσύρματων και ασύρματων τεχνολογιών.

[18] Η εκτίμηση της μελέτης βασίζεται σε ετήσιο κύκλο εργασιών στις τηλεπικοινωνίες ύψους 394 δις ευρώ. Σε σχέση με κύκλο εργασιών της EΕ των 27 κατά το 2009 (332 δις ευρώ), όπως παρουσιάζεται στον πίνακα αποτελεσμάτων του ψηφιακού θεματολογίου (2011), το ετήσιο καθαρό κόστος θα ανέλθει σε περίπου 0,81% των εσόδων του τηλεπικοινωνιακού τομέα το 2009.

[19] Το συνολικό κόστος υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας σε αυτά τα κράτη μέλη κυμαίνεται μεταξύ 0,5 και 70 εκατ. ευρώ.

[20] COM(2005) 203, COM(2006) 163, Βλ. επίσης υποσημείωση 1.

[21] Εξαιτίας του εκτεταμένου του βεληνεκούς, το ίχνος της DSL μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατάλληλο σημείο αναφοράς για την παρακολούθηση της διαθεσιμότητας σταθερής ευρυζωνικής κάλυψης. Ωστόσο, και άλλες τεχνολογίες σταθερών επικοινωνιών μπορούν να παράσχουν ευρυζωνική ενδοτικότητα.

[22] Στα στοιχεία αυτά για τη διείσδυση της ευρυζωνικότητας στα νοικοκυριά, βάσει έρευνας της Eurostat για τις ΤΠΕ στα νοικοκυριά, περιλαμβάνονται νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα μέλος, ηλικίας 16-74 ετών (http://ec.europa.eu/information_society/digital-agenda/scoreboard/library/index_en.htm).

[23] Δεν υπάρχουν στοιχεία για το ΗΒ για το 2010· το 2009 το ποσοστό στο ΗΒ ήταν 69,5%.

[24] Έκτακτο Ευρωβαρόμετρο 362: http://ec.europa.eu/information_society/digital-agenda/scoreboard/docs/pillar/studies/eb_ecomm/final_reports/reporteb751sp362infsoecommunications_en_final.pdf.

[25] COM(2005) 203.

[26] Report on Telecoms Price Developments from 1998 to 2010, Teligen, Strategy Analytics Ltd, Δεκέμβριος 2010.

[27] www.eaccessibility-monitoring.eu; Το εν εξελίξει πιλοτικό έργο της Επιτροπής, Reach112, σχετικά με προσιτές εναλλακτικές λύσεις στην παραδοσιακή φωνητική τηλεφωνία (www.reach112.eu).

[28] Βλ. υποσημείωση 7.

[29] Βλ. το ερμηνευτικό έγγραφο (COCOM10-31) που υπέβαλαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής στην επιτροπή επικοινωνιών.

[30] Άρθρο 15, παράρτημα V και αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία.

[31] Κατά τη μελέτη (υποσημείωση 13), κατά μέσο όρο ποσοστό μεγαλύτερο από το 80% των συνδρομητών σταθερής ευρυζωνικής σύνδεσης στην ΕΕ διαθέτουν σήμερα ταχύτητες πάνω από 2 Mbps.

[32] Υπόθεση C-154/09, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας.

[33] Σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία.

[34] Υπόθεση C-222/08, Επιτροπή κατά Βελγίου, υπόθεση C-389/08, Base NV κλπ. κατά Ministerraad.

[35] Βλ. άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία και άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ.

[36] Σε κάθε π χρηματοδότηση της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας συμβαδίζει με τους κανόνες που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις.