52010PC0738




Βρυξέλλες, 10.12.2010

COM(2010) 738 τελικό

2010/0354 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 όσον αφορά τα πρότυπα εμπορίας

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η δέσμη μέτρων για την ποιότητα είναι ένα σύνολο προτάσεων που αποβλέπουν στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής πολιτικής για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων, βάσει της οποίας θα παρέχεται συνδρομή στους γεωργούς για τη βελτίωση του τρόπου με τον οποίο γνωστοποιούν τις ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά και τις μεθόδους παραγωγής των γεωργικών προϊόντων και θα εξασφαλίζεται η κατάλληλη ενημέρωση των καταναλωτών. Η δέσμη μέτρων για την ποιότητα περιλαμβάνει:

- πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων [COM(2010) XXXX]·

- πρόταση τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (ενιαία κοινή οργάνωση αγοράς) όσον αφορά τα πρότυπα εμπορίας για τα γεωργικά προϊόντα [COM(2010) XXXX]·

- κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό της βέλτιστης πρακτικής όσον αφορά την ανάπτυξη και τη λειτουργία συστημάτων πιστοποίησης των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων [C(2010) XXXX], και

- κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την επισήμανση των τροφίμων στα οποία χρησιμοποιούνται προϊόντα με Προστατευόμενες Ονομασίες Προέλευσης (ΠΟΠ) και Προστατευόμενες Γεωγραφικές Ενδείξεις (ΠΓΕ) ως συστατικά [C(2010) XXXX].

Αιτιολογία και στόχοι της πρότασης

Οι γεωργοί και οι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων αντιμετωπίζουν ανταγωνιστική πίεση οφειλόμενη στην μεταρρύθμιση των πολιτικών, την παγκοσμιοποίηση, τη συγκέντρωση της διαπραγματευτικής ισχύος στον τομέα της λιανικής πώλησης και την κατάσταση της οικονομίας. Ταυτοχρόνως, οι καταναλωτές αναζητούν ολοένα και περισσότερο γνήσια προϊόντα, παραγόμενα με ιδιαίτερες και παραδοσιακές μεθόδους. Για την ικανοποίηση της ζήτησης για προϊόντα αυτού του είδους, σημαντικό ισχυρό στοιχείο και πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για τους γεωργούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν η ποικιλομορφία και η ποιότητα της γεωργικής παραγωγής της.

Ωστόσο, για την ορθή ενημέρωση καταναλωτών και αγοραστών σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις μεθόδους παραγωγής των γεωργικών προϊόντων, η επισήμανση πρέπει να τους παρέχει ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες για το προϊόν. Η παροχή στους παραγωγούς των κατάλληλων εργαλείων για να γνωστοποιούν τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και τις μεθόδους γεωργικής παραγωγής στους αγοραστές και τους καταναλωτές και για την προστασία τους από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ενωσιακής πολιτικής για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων.

Τα περισσότερα εργαλεία υφίστανται ήδη σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την ανάλυση και τη συζήτηση με τους ενδιαφερομένους έχει προκύψει ότι μπορούν να βελτιωθούν, να απλουστευθούν και να αποκτήσουν μεγαλύτερη συνοχή. Η δέσμη μέτρων για την ποιότητα στοχεύει στη βελτίωση την ενωσιακής νομοθεσίας στα πεδία της ποιότητας, καθώς και της λειτουργίας των εθνικών και ιδιωτικών συστημάτων πιστοποίησης, ώστε να καταστούν απλούστερα, πιο διαφανή και πιο ευκολονόητα, να προσαρμόζονται καλύτερα στην καινοτομία και να είναι λιγότερο επαχθή για τους παραγωγούς και τις διοικήσεις.

Γενικό πλαίσιο

Από τη δεκαετία του 1990, η ενωσιακή πολιτική για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων έχει σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί με τρία ενωσιακά συστήματα, τα οποία αφορούν συγκεκριμένα τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις, τη βιολογική γεωργία και τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα. Επιπλέον, τα πρότυπα εμπορίας της Ένωσης έχουν παράσχει νομοθετικό πλαίσιο για τον θεμιτό ανταγωνισμό και την ομαλή λειτουργία της αγοράς από την εποχή του αρχικού σχεδιασμού της κοινής γεωργικής πολιτικής. Αυτά τα ενωσιακά πρότυπα και συστήματα ακολουθήθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία από σημαντική αύξηση του αριθμού των συστημάτων πιστοποίησης στον ιδιωτικό τομέα – με τα οποία επιδιώκεται να παρέχονται στους καταναλωτές εγγυήσεις όσον αφορά τα χαρακτηριστικά και στοιχεία που προσδίδουν προστιθέμενη αξία, καθώς και την τήρηση των βασικών προτύπων μέσω της πιστοποίησης της διασφάλισης της ποιότητας.

Το 2006, στο πλαίσιο αναδιατύπωσης του συστήματος των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και γεωγραφικών ενδείξεων, η Επιτροπή δεσμεύθηκε να επανεξετάσει υπό το πρίσμα της μελλοντικής πολιτικής τη λειτουργία του κανονισμού και τη μελλοντική του εξέλιξη[1].

Το 2007, πραγματοποιήθηκε μια σημαντική διάσκεψη η οποία κάλυψε όλους τους τύπους συστημάτων ποιότητας: «Πιστοποίηση της ποιότητας των τροφίμων—προσθήκη αξίας στα γεωργικά προϊόντα». Η διάσκεψη οδήγησε στην έκδοση της Πράσινης Βίβλου του 2008 σχετικά με την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων[2], η οποία ακολουθήθηκε από 560 και πλέον λεπτομερείς απαντήσεις ενδιαφερομένων και παρείχε το υλικό για την ανακοίνωση σχετικά με την πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων[3] το 2009. Τέθηκαν οι ακόλουθοι στρατηγικοί προσανατολισμοί:

- βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ γεωργών, αγοραστών και καταναλωτών σχετικά με τις ιδιότητες των γεωργικών προϊόντων·

- αύξηση της συνεκτικότητας των διαφόρων μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που σχετίζονται με την πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και

- μείωση της πολυπλοκότητας προκειμένου να είναι πιο εύκολο για τους γεωργούς, τους παραγωγούς και τους καταναλωτές να χρησιμοποιούν και να κατανοούν τα διάφορα συστήματα και τις ενδείξεις της επισήμανσης.

Ισχύουσες διατάξεις στον συγκεκριμένο τομέα

Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχει σύστημα προστασίας ονομασιών προέλευσης και γεωγραφικών ενδείξεων που αφορούν γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα. Το 1992 δημιουργήθηκε ένα εναρμονισμένο κανονιστικό σύστημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταγραφή μεγάλης αξίας ονομάτων γεωργικών προϊόντων και τροφίμων τα οποία παράγονται σύμφωνα με προδιαγραφές σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή από παραγωγούς με αναγνωρισμένη τεχνογνωσία[4].

Επίσης, το 1992, στο πλαίσιο του συστήματος για τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα θεσπίστηκε μητρώο ονομασιών ιδιότυπων τροφίμων που έχουν παραδοσιακό χαρακτήρα, οφειλόμενο είτε στην παραδοσιακή τους σύσταση ή στον παραδοσιακό χαρακτήρα των εφαρμοζόμενων μεθόδων παραγωγής[5].

Όσον αφορά τα πρότυπα εμπορίας, υπάρχει εκτεταμένη νομοθεσία που έχει εξελιχθεί κυρίως σε τομεακή βάση, υπό μορφή κανονισμών και οδηγιών που έχουν εκδοθεί σε επίπεδο Συμβουλίου και Επιτροπής.

Επιπροσθέτως, οι προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας, υπαγόμενες στα πρότυπα εμπορίας, εξασφαλίζουν ότι κατά την εμπορική διάθεση δεν γίνεται κατάχρηση των ενδείξεων που περιγράφουν χαρακτηριστικά τα οποία προσδίδουν προστιθέμενη αξία ή στοιχεία των μεθόδων παραγωγής ή μεταποίησης και ότι οι καταναλωτές μπορούν να εμπιστεύονται τις ενδείξεις αυτές για την αναγνώριση των διάφορων ιδιοτήτων του προϊόντος.

Συνέπεια με τις λοιπές πολιτικές

Η πολιτική για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων αποτελεί τμήμα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Η πρόσφατη ανακοίνωση[6] της Επιτροπής για την πολιτική κατά την περίοδο μετά το 2013 έχει προσδιορίσει πολλές βασικές προκλήσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η διατήρηση της ποικιλομορφίας των γεωργικών δραστηριοτήτων στις αγροτικές περιοχές και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και στην αντιμετώπιση των οποίων θα συμβάλει η πολιτική για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων. Η εν λόγω πολιτική επίσης ευθυγραμμίζεται με τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίστηκαν με την ανακοίνωση ΕΥΡΩΠΗ 2020[7], ιδίως τους στόχους της προώθησης μιας ανταγωνιστικότερης οικονομίας, καθώς η πολιτική για την ποιότητα αποτελεί ένα από τα εμβληματικά στοιχεία της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας της ΕΕ.

Η παρούσα πρόταση συνδέεται και συνάδει με τις πολιτικές για την προστασία και ενημέρωση των καταναλωτών, την ενιαία αγορά και τον ανταγωνισμό, καθώς και με την πολιτική εξωτερικού εμπορίου.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Διαβουλεύσεις

Πραγματοποιήθηκαν ευρείες διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους. Οι κυριότεροι τρόποι διαβούλευσης ήταν μέσω της συμβουλευτικής ομάδας για την ποιότητα της γεωργικής παραγωγής και η διαβούλευση για την Πράσινη Βίβλο[8], η οποία ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2009 με διάσκεψη υψηλού επιπέδου που διοργανώθηκε από την Τσεχική Προεδρία. Το Συμβούλιο Υπουργών διατύπωσε συμπεράσματα[9] σχετικά με την ανακοίνωση κατά τη συνεδρίαση του Ιουνίου 2009. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το ψήφισμα «Πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων: ποια στρατηγική πρέπει να ακολουθήσουμε;»[10] τον Μάρτιο του 2010. Γνωμοδότησαν επίσης, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, τον Ιανουάριο του 2010[11], και η Επιτροπή των Περιφερειών, τον Φεβρουάριο του 2010[12].

Κύρια αποτελέσματα των διαβουλεύσεων

Συνολικά, οι προσανατολισμοί που καθορίζονται στην ανακοίνωση του 2009 αντιμετωπίστηκαν θετικά από τους ενδιαφερομένους. Οι κυριότερες απόψεις που εκφράστηκαν ήταν οι εξής:

- Όσον αφορά τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις, αντιτάχθηκαν στην απλούστευση του συστήματος με συγχώνευση των δύο μέσων (των «προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης» και των «προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων»). Η συγχώνευση των υφιστάμενων συστημάτων (για τους οίνους, τα αλκοολούχα ποτά, τους αρωματισμένους οίνους και τα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα) κρίθηκε θετικά από τους περισσότερους ενδιαφερομένους, εκτός από όσους ανήκουν στους κλάδους του οίνου και των αλκοολούχων ποτών. Η Επιτροπή ενθαρρύνθηκε να προχωρήσει σε περαιτέρω απλούστευση, αποσαφήνιση και εξορθολογισμό των συστημάτων και να βελτιώσει τη διεθνή αναγνώριση των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων.

- Για τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα, οι ενδιαφερόμενοι υποστήριξαν σχεδόν ομόφωνα τη συνέχιση του συστήματος των ΕΠΠΕ, υπογραμμίζοντας το δυναμικό του και τη σημασία του για παραγωγούς παραδοσιακών προϊόντων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να ενταχθούν στο σύστημα των γεωγραφικών ενδείξεων. Ορισμένοι ενδιαφερόμενοι ζήτησαν απλούστευση και εξορθολογισμό του συστήματος, ιδίως με την κατάργηση της δυνατότητας καταχώρισης ονομασιών χωρίς δέσμευσή τους. Οι ενδιαφερόμενοι που αντιπροσωπεύουν παραγωγούς προϊόντων καλυπτόμενων από ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις υποστήριξαν ότι το σύστημα θα μπορούσε να προσφέρει διέξοδο στα εν λόγω προϊόντα, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται σε συνταγές εδεσμάτων και γλυκισμάτων.

- Για τα πρότυπα εμπορίας, γενικά οι ενδιαφερόμενοι αντιμετώπισαν θετικά την απλούστευσή τους, την επισήμανση του τόπου γεωργικής παραγωγής και την περαιτέρω ανάπτυξη προαιρετικών ενδείξεων ποιότητας.

- Αναφέρθηκε η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες των παραγωγών μικρής κλίμακας, για τους οποίους τα συστήματα της Ένωσης που αφορούν τις ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις και τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα είναι επαχθή.

Εκτίμηση επιπτώσεων

Μετά την ανακοίνωση του 2009 και τις κύριες αντιδράσεις σε αυτήν, εκπονήθηκαν δύο εκτιμήσεις επιπτώσεων με σκοπό τη διερεύνηση των επιλογών που προσδιορίστηκαν στην ανακοίνωση. Αυτές αφορούσαν τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις, καθώς και τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα.

Σχετικά με τις γεωγραφικές ενδείξεις , η ανάλυση έδειξε ισχυρή αιτιολόγηση για το σύστημα των γεωγραφικών ενδείξεων σε ενωσιακό επίπεδο και απέρριψε τις εναλλακτικές λύσεις - αντί συστήματος σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης – με το σκεπτικό ότι είναι χαμηλής αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας (σε αυτές συγκαταλέγονται η συρρύθμιση και αυτορρύθμιση από τον κλάδο, η μη ανάληψη δράσης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προστασία μέσω της διεθνούς συμφωνίας της Λισαβόνας[13], η αντικατάσταση από σύστημα κοινοποίησης των εθνικών γεωγραφικών ενδείξεων και η προστασία μέσω του υφιστάμενου κοινοτικού συλλογικού εμπορικού σήματος). Η εκτίμηση επιπτώσεων προσδιόρισε σημαντικούς λόγους για μείωση της πολυπλοκότητας και διευκόλυνση της επιβολής μέσω συγχώνευσης του συστήματος που καλύπτει τα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα με τα συστήματα στους κλάδους των αλκοολούχων ποτών, με ταυτόχρονη εξασφάλιση των ιδιαιτεροτήτων κάθε συστήματος. Ωστόσο, στην εκτίμηση επιπτώσεων αναγνωρίστηκε η αντίθεση ορισμένων ενδιαφερομένων με αυτήν την επιλογή.

Από την ανάλυση δεδομένων τιμολόγησης προέκυψε ότι τα εισοδήματα των παραγωγών από τα προϊόντα με προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης (ΠΟΠ) και προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις (ΠΓΕ) είναι υψηλότερα από αυτά που αποφέρουν τα προϊόντα χωρίς προστατευόμενη ονομασία και ότι η ετικέτα ΠΟΠ επιβάλλει υψηλότερη τιμή από αυτήν που επιβάλλει η ετικέτα ΠΓΕ. Η συνολική αξία των πωλήσεων γεωργικών προϊόντων και τροφίμων με ΠΟΠ και ΠΓΕ ήταν 14,2 δισ. ευρώ (1997) σε τιμές χονδρικής και εκτιμάται σε 21 δισ. ευρώ σε τιμές καταναλωτή. Όσον αφορά την εμπορική διάθεση στην εσωτερική αγορά, το 18,4 % των προϊόντων με ΠΟΠ ή ΠΓΕ διατίθενται εκτός του κράτους μέλους παραγωγής τους.

Από την εκτίμηση επιπτώσεων διαπιστώθηκε ότι η συγχώνευση του μέσου για τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης (ΠΟΠ) με αυτό για τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις (ΠΓΕ) θα μείωνε τα οφέλη από την προστιθέμενη αξία που προσδίδει ο χαρακτηρισμός ως ΠΟΠ. Όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, από μελέτες έχει προκύψει ότι ορισμένα προϊόντα με ΠΟΠ και ΠΓΕ προέρχονται από συστήματα γεωργικής εκμετάλλευσης χαμηλής έντασης με υψηλή περιβαλλοντική αξία. Αυτές οι ΠΟΠ και ΠΓΕ παρέχουν οικονομική υποστήριξη στα περιβαλλοντικά δημόσια αγαθά. Στις επιλογές που προκρίθηκαν προς ανάλυση προβλέπεται ότι οι παραγωγοί μπορούν να συμπεριλαμβάνουν περιβαλλοντικούς όρους σε κατάλληλες περιπτώσεις.

Όσον αφορά τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα , αναλύθηκαν τρεις επιλογές: εισαγωγή της ένδειξης «παραδοσιακό» ως προαιρετικής ένδειξης ποιότητας και κατάργηση του υφιστάμενου συστήματος· μη ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ· και απλούστευση του υφιστάμενου συστήματος (επιτρέποντας μόνον την καταχώριση με δέσμευση της ονομασίας). Η εκτίμηση επιπτώσεων έδειξε ότι η κατάργηση του συστήματος ΕΠΠΕ θα οδηγούσε σε απώλεια των οικονομικών και κοινωνικών οφελών που προσφέρονται στα προστατευόμενα στο σύνολο της Ένωσης ονόματα και διαπιστώθηκε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν απαράδεκτο για τους ενδιαφερομένους και τον νομοθέτη της ΕΕ. Επιπροσθέτως, η επιλογή της προστασίας ονομάτων στο σύνολο της ενιαίας αγοράς χαρακτηρίστηκε ως καθήκον που μπορεί να εκτελεστεί αποτελεσματικά μόνον σε ενωσιακό επίπεδο. Η σημερινή περιορισμένη υιοθέτηση του συστήματος των εγγυημένων ειδικών παραδοσιακών προϊόντων (ΕΠΠΕ) συνεπάγεται ότι τα δεδομένα είναι περιορισμένα. Από τις περιπτωσιολογικές μελέτες και τις έρευνες αγοράς προέκυψαν θετικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η διαφύλαξη των παραδοσιακών μορφών παραγωγής, η πρόσβαση σε παρεκκλίσεις από τους κανόνες υγιεινής για τις παραδοσιακές μεθόδους και τα οικονομικά οφέλη προστιθέμενης αξίας από την καταχώριση ΕΠΠΕ.

Ωστόσο, όσον αφορά τα μη προστατευόμενα ονόματα, προέκυψε ελάχιστη οικονομική ή κοινωνική επίπτωση για την επιλογή της κατάργησης, καθώς το καθήκον αυτό θα μπορούσε να αναληφθεί από εθνικά ή περιφερειακά συστήματα και ήδη εκτελείται επιτυχώς από πολλά εθνικά συστήματα· η αναγκαιότητα για δράση σε επίπεδο Ένωσης στο πλαίσιο αυτό ήταν επομένως δύσκολο να αιτιολογηθεί με βάση την επικουρικότητα.

Από κοινωνικής πλευράς, οι ονομασίες ΠΟΠ, ΠΓΕ και ΕΠΠΕ διαπιστώθηκε ότι συμβάλλουν στη συνέχιση παραδοσιακών μορφών παραγωγής προς όφελος τόσο των παραγωγών, όσο και των καταναλωτών.

Ωστόσο, οι εκτιμήσεις επιπτώσεων για τις γεωγραφικές ενδείξεις και για τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα ανέδειξαν την ευρεία αποτυχία αυτών των συστημάτων να προσελκύσουν τη συμμετοχή παραγωγών με πολύ μικρή παραγωγή , παρά το γεγονός ότι οι μικρής κλίμακας παραγωγοί συχνά συνδέονται με βιοτεχνικά προϊόντα, παραδοσιακές μεθόδους και τοπική εμπορία, τα συστήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούνται επαχθή όσον αφορά την υποβολή της αίτησης, απαιτούν δαπανηρούς ελέγχους και απαιτούν την πιστή τήρηση προδιαγραφών. Επομένως, θα μελετηθεί και θα αναλυθεί περαιτέρω το ζήτημα, προκειμένου να εκτιμηθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρής κλίμακας παραγωγοί που επιθυμούν να ενταχθούν σε ενωσιακά συστήματα ποιότητας. Βάσει των αποτελεσμάτων της εν λόγω ανάλυσης, η Επιτροπή μπορεί να προτείνει κατάλληλες περαιτέρω ενέργειες.

Όσον αφορά τα πρότυπα εμπορίας , πέραν της εκτίμησης επιπτώσεων που έχει ήδη διενεργηθεί στο πλαίσιο της ανακοίνωσης του 2009, οι επιπτώσεις θα εκτιμηθούν περαιτέρω, κατά περίπτωση, με την ευκαιρία της υποβολής των προτάσεων για τα ειδικά πρότυπα στο πλαίσιο των ανατιθέμενων αρμοδιοτήτων για τις οποίες έχει προβλεφθεί νομικό πλαίσιο με την εναρμόνιση του κανονισμού 1234/2007 προς τη συνθήκη της Λισαβόνας.

Τα κείμενα των εκτιμήσεων επιπτώσεων μπορούν να αναζητηθούν στον ακόλουθο δικτυακό τόπο:

http://ec.europa.eu/ agriculture/quality/policy/backdocuments-links/index_en.htm

ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Σύνοψη της προτεινόμενης δράσης

Ο ενιαίος κανονισμός για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων παρουσιάζει τρία συμπληρωματικά συστήματα (ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις· εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα· προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας) σε ενιαία κανονιστική δομή, εποπτευόμενη από ενιαία επιτροπή για την πολιτική που αφορά την ποιότητα. Τα πρότυπα εμπορίας καλύπτονται από χωριστό κανονισμό.

Ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις, πλην αυτών που αφορούν οίνους, αρωματισμένους οίνους και αλκοολούχα ποτά

Η πρόταση διατηρεί και ενισχύει το σύστημα για τα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, αλλά δεν ενσωματώνει τα συστήματα γεωγραφικών ενδείξεων για οίνους, αλκοολούχα ποτά και αρωματισμένους οίνους. Λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικά πρόσφατες μεταρρυθμίσεις της νομοθεσίας για τους οίνους και τα αλκοολούχα ποτά, σε αυτή την φάση τα συστήματα πρέπει να παραμείνουν διακριτά. Το ζήτημα μπορεί να επανεξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Στο ενδιάμεσο διάστημα, οι κανόνες για το σύστημα των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων θα συγκλίνουν, όπου ενδείκνυται, με αυτούς για τους οίνους.

Τα κυριότερα στοιχεία που αποβλέπουν στην ενίσχυση και απλούστευση του συστήματος είναι τα εξής:

- αναγνώριση των ρόλων και αρμοδιοτήτων των ομάδων[14] που υποβάλλουν αίτηση για καταχώριση ονομασιών, όσον αφορά την παρακολούθηση, την προώθηση και την επικοινωνία·

- ενίσχυση και διευκρίνιση του επιπέδου προστασίας των καταχωρισμένων ονομασιών και των κοινών ενωσιακών συμβόλων·

- συντόμευση της διαδικασίας καταχώρισης των ονομασιών·

- διασαφήνιση των ρόλων των κρατών μελών και των ομάδων που υποβάλλουν αίτηση για καταχώριση όσον αφορά την επιβολή της προστασίας των καταχωρισμένων ονομασιών στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και

- καλύτερη ευθυγράμμιση των ορισμών των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων με τη διεθνή πρακτική.

Η πρόταση εξορθολογίζει την υφιστάμενη διαδικασία καταχώρισης των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων, συντομεύοντας τις προθεσμίες. Επιπλέον, αποσαφηνίζονται ορισμένα νομικά ζητήματα και ευθυγραμμίζεται η ορολογία με την πρόσφατα θεσπισθείσα νομοθεσία για τις γεωγραφικές ενδείξεις των οίνων. Καθορίζονται επίσης οι ελάχιστοι κοινοί κανόνες για τους επίσημους ελέγχους που διενεργούνται προκειμένου να διαπιστωθεί αν το προϊόν συμμορφώνεται με τις προδιαγραφές και αν φέρει την ορθή επισήμανση όταν κυκλοφορεί στο εμπόριο. Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού διατηρείται (γεωργικά προϊόντα για ανθρώπινη κατανάλωση και ορισμένα άλλα προϊόντα) και προστίθεται η μαύρη σοκολάτα.

Εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα

Η πρόταση διατηρεί το σύστημα της δέσμευσης σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση των ονομασιών εγγυημένων ειδικών παραδοσιακών προϊόντων, αλλά καταργεί την επιλογή της καταχώρισης ονομασιών χωρίς δέσμευση. Η επιλογή να δίνεται δημοσιότητα, αλλά χωρίς προστασία, σε παραδοσιακά προϊόντα επιτυγχάνεται καλύτερα σε εθνικό (ή περιφερειακό) επίπεδο και δεν δικαιολογείται η ανάληψη δράσης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ανανεωμένο σύστημα εγγυημένων ειδικών παραδοσιακών προϊόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απλουστεύεται (η διαδικασία καταχώρισης εξορθολογίζεται μέσω της συντόμευσης των προθεσμιών, οι διαδικασίες ευθυγραμμίζονται με αυτές για τις ΠΟΠ-ΠΓΕ) και ο προσανατολισμός του βελτιώνεται από πολλές απόψεις: το κριτήριο της παράδοσης επεκτείνεται στα 50 έτη (αντί για 25 έτη) ώστε να ενισχυθεί η αξιοπιστία του συστήματος· το σύστημα περιορίζεται στα έτοιμα εδέσματα και στα μεταποιημένα προϊόντα· οι ορισμοί και οι διαδικαστικές απαιτήσεις απλουστεύονται ουσιαστικά ώστε να βελτιωθεί η κατανόηση του συστήματος.

Προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας

Όσον αφορά τις προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας, οι οποίες έχουν ως κοινό στοιχείο με τα συστήματα ποιότητας το γεγονός ότι είναι προαιρετικές και ότι βοηθούν τους γεωργούς να προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά και τα στοιχεία που προσδίδουν προστιθέμενη αξία στο προϊόν που διατίθεται στο εμπόριο, προτείνεται να ενσωματωθούν στον παρόντα κανονισμό. Οι προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας δεν μεταβάλλονται ως προς το περιεχόμενο, αλλά προσαρμόζονται στο νομοθετικό πλαίσιο της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πρότυπα εμπορίας

Κατόπιν της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τις συζητήσεις που επακολούθησαν, είναι σαφές ότι τα πρότυπα εμπορίας μπορούν να συμβάλουν στην βελτίωση των οικονομικών συνθηκών για την παραγωγή και την εμπορία, καθώς και της ποιότητας των εν λόγω προϊόντων. Τα μέτρα διαχείρισης της αγοράς επιβάλλουν ήδη την ελάχιστη απαίτηση για «υγιή, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη» ποιότητα. Η επέκταση των ελάχιστων αυτών απαιτήσεων στα προϊόντα που δεν καλύπτονται από ειδικά πρότυπα μπορεί να είναι χρήσιμη, παρέχοντας τη βεβαιότητα στους καταναλωτές ότι τα προϊόντα που αγοράζουν διαθέτουν τα βασικά στοιχεία ποιότητας.

Η πρόταση λαμβάνει επίσης υπόψη την αναγκαιότητα εναρμόνισης με τη Συνθήκη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως, μελλοντικά, οι αρμοδιότητες έκδοσης και ανάπτυξης προτύπων θα ανατίθενται στην Επιτροπή.

Βάσει του νέου πλαισίου, θα εισαχθεί, σε όλους τους κλάδους, νομική βάση για την υποχρεωτική επισήμανση του τόπου γεωργικής παραγωγής. Το στοιχείο αυτό θα επιτρέψει στην Επιτροπή, μετά από την ενδεδειγμένη εκτίμηση των επιπτώσεων και κατά περίπτωση, να εκδίδει πράξεις κατ’εξουσιοδότηση σχετικά με ενδεχόμενη υποχρεωτική επισήμανση του τόπου γεωργικής παραγωγής σε κατάλληλο γεωγραφικό επίπεδο προκειμένου να ικανοποιηθεί το αίτημα των καταναλωτών για διαφάνεια και ενημέρωση. Ένας από τους πρώτους κλάδους που πρόκειται να εξεταστούν θα είναι ο γαλακτοκομικός. Ταυτοχρόνως, πρόθεση της Επιτροπής είναι να διατηρηθεί στο μέλλον η υποχρεωτική ένδειξη της προέλευσης για τους κλάδους στους οποίους υφίσταται ήδη.

Νομική βάση (εάν είναι απαραίτητο να αιτιολογηθεί η επιλογή της νομικής βάσης)

Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 43 παράγραφος 2.

Αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας

Όσον αφορά την επικουρικότητα , τα συστήματα για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις , τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα και τις προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας προβλέπουν την προστασία ή δέσμευση, στο σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ονομασιών και ενδείξεων που προσδίδουν προστιθέμενη αξία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιούν τις εν λόγω ενδείξεις οι παραγωγοί που δεν πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις. Εάν προστατεύονταν χωριστά από κάθε κράτος μέλος, οι ενδείξεις και ονομασίες θα καλύπτονταν από διαφορετικών επιπέδων προστασία στα διάφορα κράτη μέλη, η οποία θα μπορούσε να παραπλανά τους καταναλωτές, να παρακωλύει το ενδοενωσιακό εμπόριο και να οδηγεί σε άνισο ανταγωνισμό κατά την εμπορική προώθηση των προϊόντων που φέρουν ονομασίες και ενδείξεις σχετικές με την ποιότητα. Ο προσδιορισμός αυτών των δικαιωμάτων στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να γίνει αποτελεσματικά και ουσιαστικά μόνο σε ενωσιακό επίπεδο. Το 18 % της αξίας των πωλήσεων προϊόντων που υπάγονται στο σύστημα των ΠΟΠ και ΠΓΕ αφορά συναλλαγές εκτός του κράτους μέλους προέλευσής τους και στηρίζεται στην προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας που προσφέρει το σύστημα σε επίπεδο ΕΕ. Για τις προστατευόμενες βάσει του συστήματος ΕΠΠΕ ονομασίες, οι πωλήσεις στην εσωτερική αγορά είναι σημαντικές για τους αντίστοιχους παραγωγούς. Οι προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας επίσης εφαρμόζονται σε σημαντικές ενδοενωσιακές εμπορικές ροές και οι αποκλίνοντες ορισμοί και έννοιες θα παρακώλυαν την λειτουργία της αγοράς.

Τα συστήματα που αφορούν τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις , καθώς και τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα στηρίζονται σε ενωσιακά σύμβολα που προσφέρουν πληροφορίες σχετικά με το είδος κάθε συστήματος ποιότητας. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναγνώριση των συμβόλων από τους καταναλωτές στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επομένως, να διευκολυνθούν η κατανόηση του συστήματος και το εξαγωγικό εμπόριο προϊόντων ποιότητας, πρέπει να καθιερωθούν τα σύμβολα σε επίπεδο Ένωσης.

Η διεκπεραίωση και ανάλυση των αιτήσεων για ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις καθώς και για εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα αποτελεί καθήκον το οποίο δεν είναι αναγκαίο να εκτελείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός όσον αφορά ορισμένα στοιχεία. Σε αυτά περιλαμβάνονται η εκτίμηση της επιλεξιμότητας για την προστασία ονομασιών στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διατήρηση των δικαιωμάτων των προγενέστερων χρηστών των ονομάτων (ιδίως αυτών εκτός του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση) και ο έλεγχος των αιτήσεων για πρόδηλα σφάλματα. Η αρχική λεπτομερής ανάλυση μιας αίτησης, ωστόσο, μπορεί να εκτελείται πιο αποτελεσματικά και ουσιαστικά σε εθνικό επίπεδο.

Η λειτουργία των συστημάτων επισήμανσης που αποβλέπουν στην ταυτοποίηση προϊόντων τα οποία διαθέτουν ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, χωρίς όμως να επηρεάζουν την προστασία ή τη δέσμευση ονομάτων στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να αναληφθεί αποτελεσματικότερα από τις εθνικές αρχές. Για τον λόγο αυτό, η προτεινόμενη αναθεώρηση του συστήματος των εγγυημένων ειδικών παραδοσιακών προϊόντων καταργεί την επιλογή καταχώρισης ονομάτων που δεν είναι προστατευόμενα.

Το καθήκον του ελέγχου όλων των συστημάτων πρέπει, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων, να ανατεθεί, κατ’αρχάς, στις αρμόδιες εθνικές αρχές. Οι ελεγκτικές δραστηριότητες των κρατών μελών πρέπει να εποπτεύονται σε ενωσιακό επίπεδο προκειμένου να διατηρηθεί η αξιοπιστία των συστημάτων που άπτονται της νομοθεσίας περί τροφίμων στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

Όσον αφορά την αναλογικότητα , τα συστήματα για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις και για τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα απαιτούν τήρηση αυστηρών προδιαγραφών προϊόντος και αποτελεσματικούς ελέγχους της παραγωγής που μπορούν να είναι επαχθή για τους παραγωγούς. Είναι ωστόσο απαραίτητα και ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε να στηρίζεται η αξιοπιστία του συστήματος και να παρέχονται στον καταναλωτή αποτελεσματικές εγγυήσεις για τη συμμόρφωση. Χωρίς αυτήν την εγγύηση, δεν μπορεί να αναμένεται να καταβάλλει ο καταναλωτής δίκαιη τιμή για τα προϊόντα ποιότητας που του προσφέρονται. Αντιθέτως, τα συστήματα που αφορούν τις προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας στηρίζονται κατά κύριο λόγο στις δηλώσεις συμμόρφωσης των ίδιων των παραγωγών, υποστηριζόμενες από τους κανονικούς γεωργικούς ελέγχους που διενεργούνται από τα κράτη μέλη βάσει εκτίμησης των κινδύνων. Καθώς οι όροι συμμετοχής στα εν λόγω συστήματα είναι λιγότερο αυστηροί από τους προβλεπόμενους για τις ονομασίες προέλευσης, τις γεωγραφικές ενδείξεις και τα εγγυημένα ειδικά παραδοσιακά προϊόντα, το λιγότερο επαχθές σύστημα συμμετοχής και ελέγχων είναι ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Τα συστήματα ποιότητας αποτελούν ουσιώδες τμήμα της στρατηγικής ανάπτυξης της κοινής γεωργικής πολιτικής, ώστε να δοθεί η δυνατότητα και η ώθηση στους γεωργούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναπτύξουν την εμπειρογνωμοσύνη τους στην εμπορική διάθεση προϊόντων υψηλής ποιότητας που διαθέτουν χαρακτηριστικά και στοιχεία παραγωγής τα οποία προσδίδουν προστιθέμενη αξία στα εν λόγω προϊόντα. Για τους λόγους αυτούς είναι ζωτικής σημασίας να έχουν όλοι οι γεωργοί πρόσβαση στα συστήματα. Επομένως, ενώ οι γεωργοί πρέπει να αποφασίζουν με περίσκεψη να αναλάβουν τον φόρτο και τη δέσμευση να διαθέτουν στην αγορά προϊόντα ποιότητας βάσει των συστημάτων, εξίσου τα οφέλη από την πολιτική αυτή για τον γεωργικό τομέα και για τους καταναλωτές μπορούν να επιτευχθούν μόνον εάν κάθε γεωργός που το επιθυμεί έχει πρόσβαση στα συστήματα. Για τον λόγο αυτό είναι ανάλογο με τον στόχο το γεγονός ότι πρέπει τα εν λόγω συστήματα να εφαρμόζονται από κάθε κράτος μέλος στο σύνολο της επικράτειάς του.

Επιλογή μέσων

Η πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα πρότυπα εμπορίας αποτελεί τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, εναρμονισμένου με τους κανόνες της ΣΛΕΕ.

Ο κανονισμός συνοδεύεται από παράλληλη νομοθετική πρόταση σχετικά με τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων, η οποία αντικαθιστά τους υφιστάμενους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 509/2006 και (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου και ενσωματώνει τις υφιστάμενες διατάξεις σχετικά με τις προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας που σήμερα περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα[15] και στην οδηγία 2001/110/ΕΚ για το μέλι[16].

4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η παρούσα πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό.

5. ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ

Ο προτεινόμενος κανονισμός απλουστεύει τη διαχείριση των συστημάτων συνενώνοντας διαφορετικά συστήματα ποιότητας για τα γεωργικά προϊόντα, καθώς και τις προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας σε ένα νομοθετικό μέσο. Εξασφαλίζει τη συνοχή μεταξύ των μέσων και καθιστά τα συστήματα πιο ευκολονόητα για τους ενδιαφερομένους. Η πρόταση διευκρινίζει και απλουστεύει τις διατάξεις για τα κράτη μέλη, τα οποία είναι πρωτίστως αρμόδια για την εφαρμογή και τον έλεγχο των συστημάτων.

Τα κύρια στοιχεία της απλούστευσης είναι:

- συνδυασμός, όπου είναι δυνατόν, των κανόνων για τη διεκπεραίωση και τον έλεγχο των αιτήσεων, με οφέλη όσον αφορά την συνέπεια των κανόνων μεταξύ συστημάτων, ώστε να παύσουν οι σημερινές διαφορές μεταξύ των διαδικασιών·

- οι διαδικασίες συντομεύονται και εξορθολογίζονται, όπου είναι δυνατόν·

- εισάγονται διασαφηνίσεις, ιδίως σε σχέση με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας·

- εισάγονται απλούστερες έννοιες, πιο ευκολονόητες για τους καταναλωτές, ιδίως όσον αφορά το σύστημα των εγγυημένων ειδικών παραδοσιακών προϊόντων·

- συστήνεται ενιαία επιτροπή (επιτροπή για την πολιτική ποιότητας) για όλα τα συστήματα. Αυτή αντικαθιστά δύο επιτροπές οι οποίες λειτουργούν σήμερα για το σύστημα των ονομασιών προέλευσης και γεωγραφικών ενδείξεων και για το σύστημα των εγγυημένων ειδικών παραδοσιακών προϊόντων.

Όσον αφορά τα πρότυπα εμπορίας, η προτεινόμενη τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 θα απλουστεύσει τις διαδικασίες και θα αυξήσει τη διαφάνεια όσον αφορά τις διατάξεις για τα πρότυπα εμπορίας.

2010/0354 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 όσον αφορά τα πρότυπα εμπορίας

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[17],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[18],

Κατόπιν διαβίβασης της πρότασης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. Η «Ανακοίνωση σχετικά με την πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων», η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή στις 28 Μαΐου 2009, καθορίζει τους στρατηγικούς προσανατολισμούς για τη βελτίωση της ενωσιακής πολιτικής ποιότητας των γεωργικών προϊόντων[19]. Η ανακοίνωση αυτή και οι συζητήσεις που ακολούθησαν σχετικά με τα κύρια στοιχεία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών, καθώς και οι πολυάριθμες απόψεις που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Κρίνεται, ιδίως, σκόπιμο να διατηρηθούν τα πρότυπα εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι προσδοκίες των καταναλωτών και να βελτιωθούν οι οικονομικοί όροι παραγωγής και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, όπως και η ποιότητά τους.

2. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ)[20], διατήρησε την τομεακή προσέγγιση που προβλεπόταν από τις προηγούμενες Κοινές Οργανώσεις Αγοράς για τα πρότυπα εμπορίας. Τα πρότυπα εμπορίας εξελίχθηκαν αποσπασματικά, με βάση τα νομοθετικά κείμενα ή τα προϊόντα. Μια πιο συνεκτική προσέγγιση θα συνέβαλε στην ευκολότερη κατανόησή τους από τους καταναλωτές και θα βοηθούσε τους παραγωγούς να προβάλλουν ευκολότερα τα χαρακτηριστικά και τα στοιχεία παραγωγής των προϊόντων τους. Είναι επομένως σκόπιμο να εισαχθούν στον εν λόγω κανονισμό διατάξεις οριζόντιου χαρακτήρα.

3. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 αναθέτει εξουσίες στην Επιτροπή για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων σχετικά με τα πρότυπα εμπορίας.

4. Κατόπιν της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή για την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τα πρότυπα εμπορίας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 πρέπει να προσαρμοστούν προς τα άρθρα 290 και 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

5. Η Επιτροπή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να συμπληρώνει ή να τροποποιεί ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία του μέρους ΙΙ τίτλος ΙΙ κεφάλαιο Ι τμήμα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007. Πρέπει να προσδιοριστούν τα στοιχεία ως προς τα οποία μπορεί να ασκείται αυτή η εξουσία, καθώς και οι όροι στους οποίους θα πρέπει να υπόκειται η εν λόγω εξουσιοδότηση.

6. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των προτύπων εμπορίας σε όλα τα κράτη μέλη, πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ. Πλην ρητών αντίθετων διατάξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει τις εν λόγω εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. [xxxx/yyyy] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με … [ θα συμπληρωθεί μετά την έκδοση του κανονισμού για τους μηχανισμούς ελέγχου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 291 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, που προς το παρόν είναι υπό συζήτηση μεταξύ του ΕΚ και του Συμβουλίου] .

7. Η εφαρμογή προτύπων στην εμπορία γεωργικών προϊόντων μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των οικονομικών όρων παραγωγής και εμπορίας, καθώς και της ποιότητας των προϊόντων αυτών. Επομένως, η εφαρμογή των προτύπων αυτών είναι προς το συμφέρον των παραγωγών, των εμπόρων και των καταναλωτών.

8. Για να διασφαλιστεί ότι όλα τα προϊόντα είναι υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης προς τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας και με την επιφύλαξη των διατάξεων που εκδίδονται στον τομέα των τροφίμων, και ειδικότερα της γενικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα που περιέχεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων[21], καθώς και των αρχών και απαιτήσεων αυτής, ένα βασικό πρότυπο εμπορίας γενικής ισχύος, όπως προβλέπεται στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής, θα ήταν κατάλληλο για τα προϊόντα που δεν καλύπτονται από πρότυπα εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα. Όταν τα εν λόγω προϊόντα συμμορφώνονται με εφαρμοστέο διεθνές πρότυπο, κατά περίπτωση, τα προϊόντα αυτά θα πρέπει να θεωρείται ότι συμμορφώνονται με το πρότυπο εμπορίας γενικής ισχύος.

9. Για ορισμένους τομείς ή/και προϊόντα, οι ορισμοί, οι ονομασίες ή/και οι ονομασίες πώλησης αποτελούν σημαντικό στοιχείο για τον προσδιορισμό των όρων ανταγωνισμού. Επομένως, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν ορισμοί, ονομασίες και ονομασίες πώλησης για τους εν λόγω τομείς ή/και προϊόντα, οι οποίες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται στην Ένωση μόνο για την εμπορία προϊόντων που πληρούν τις αντίστοιχες προϋποθέσεις.

10. Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, έχει ανατεθεί στην Επιτροπή, μέχρι στιγμής, η έκδοση των διατάξεων σχετικά με τα πρότυπα εμπορίας για ορισμένους τομείς. Λόγω του λεπτομερούς τεχνικού χαρακτήρα τους και της ανάγκης συνεχούς βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς τους και προσαρμογής τους στις εξελισσόμενες εμπορικές πρακτικές, φαίνεται σκόπιμο να επεκταθεί η προσέγγιση αυτή σε όλα τα πρότυπα εμπορίας, προσδιορίζοντας παράλληλα τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό των σχετικών κανόνων.

11. Τα πρότυπα εμπορίας πρέπει να εφαρμόζονται για να δίνεται η δυνατότητα στην αγορά να εφοδιάζεται με προϊόντα τυποποιημένης και ικανοποιητικής ποιότητας. Τα πρότυπα θα πρέπει να αφορούν, ιδίως, τους ορισμούς, την κατάταξη σε κατηγορίες, την παρουσίαση και επισήμανση, τη συσκευασία, τη μέθοδο παραγωγής, τη συντήρηση, τη μεταφορά, τις πληροφορίες σχετικά με τους παραγωγούς, την περιεκτικότητα σε ορισμένες ουσίες, τα σχετικά διοικητικά έγγραφα, την αποθήκευση, την πιστοποίηση, την εμπορία και τις προθεσμίες.

12. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος των καταναλωτών να λαμβάνουν επαρκείς και διαφανείς πληροφορίες για τα προϊόντα, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να καθορίζεται η κατάλληλη ένδειξη του τόπου καλλιέργειας ή εκτροφής, με βάση προσέγγιση κατά περίπτωση στο κατάλληλο γεωγραφικό επίπεδο, με ταυτόχρονη συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων ορισμένων τομέων, ιδίως όσον αφορά τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα.

13. Είναι σκόπιμο να προσδιοριστούν ορισμένες οινολογικές πρακτικές και περιορισμοί όσον αφορά την παραγωγή οίνου.

14. Κατά τον καθορισμό των προτύπων εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προσδοκίες των καταναλωτών, την ιδιαιτερότητα κάθε τομέα και τις συστάσεις διεθνών οργανισμών. Για την τήρηση των διεθνών προτύπων όσον αφορά επιπλέον οινολογικές πρακτικές, η Επιτροπή θα πρέπει γενικά να βασίζεται στις οινολογικές πρακτικές που συνιστά ο Διεθνής Οργανισμός Αμπέλου και Οίνου (OIV).

15. Ενδέχεται να χρειάζεται να θεσπιστούν ειδικά μέτρα, ιδίως δε μέθοδοι ανάλυσης, προκειμένου να αποφεύγονται καταχρήσεις όσον αφορά την ποιότητα και τη γνησιότητα των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές. Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των προτύπων εμπορίας, πρέπει να προβλεφθούν η διενέργεια ελέγχων και η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εν λόγω υποχρεώσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναλάβουν την αρμοδιότητα διενέργειας των ελέγχων αυτών.

16. Τα πρότυπα εμπορίας θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να ισχύουν για όλα τα προϊόντα τα οποία διατίθενται στην αγορά της Ένωσης. Πρέπει να προβλεφθούν ειδικοί κανόνες για τα προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες, σύμφωνα με τους οποίους ειδικές διατάξεις που ισχύουν σε ορισμένες τρίτες χώρες μπορεί να αιτιολογούν παρεκκλίσεις από τα πρότυπα εμπορίας, εάν εξασφαλίζεται η ισοδυναμία των διατάξεων αυτών με την ενωσιακή νομοθεσία. Οι διατάξεις που αφορούν τον οίνο θα πρέπει να εφαρμόζονται υπό το πρίσμα των συμφωνιών που συνάπτονται βάσει του άρθρου 218 της ΣΛΕΕ.

17. Ενδείκνυται να θεσπιστούν κανόνες για την ταξινόμηση των οινοποιήσιμων ποικιλιών αμπέλου, σύμφωνα με τους οποίους τα κράτη μέλη που παράγουν άνω των 50.000 εκατολίτρων ετησίως θα πρέπει να εξακολουθούν να είναι υπεύθυνα για την ταξινόμηση των οινοποιήσιμων ποικιλιών αμπέλου από τις οποίες μπορεί να παραχθεί οίνος στο έδαφός τους. Ορισμένες οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου θα πρέπει να αποκλείονται.

18. Όσον αφορά τις λιπαρές ύλες για επάλειψη, ενδείκνυται να εισαχθεί η δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν τα κράτη μέλη ορισμένες εθνικές διατάξεις σχετικά με τα επίπεδα ποιότητας.

19. Όσον αφορά τον αμπελοοινικό τομέα, πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να περιορίζουν ή να αποκλείουν τη χρήση ορισμένων οινολογικών πρακτικών και να διατηρούν αυστηρότερους περιορισμούς για οίνους που παράγονται στο έδαφός τους, καθώς και να επιτρέπουν την πειραματική χρήση μη εγκεκριμένων οινολογικών πρακτικών υπό όρους που θα καθοριστούν.

20. Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 τροποποιείται ως εξής:

(1)* Παρεμβάλλεται νέο άρθρο 4α:

«Άρθρο 4α[Έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων]

Πλην ρητής αντίθετης διάταξης του παρόντος κανονισμού, όταν της ανατίθενται εξουσίες, η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 196α, όταν πρόκειται για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, και σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 196β, όταν πρόκειται για εκτελεστικές πράξεις.»

(2) Στο μέρος ΙI τίτλος II κεφάλαιο Ι τμήμα Ι, πριν από το άρθρο 113, παρεμβάλλονται τα ακόλουθα νέα άρθρα:

«Άρθρο 112αΠεδίο εφαρμογής

Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων εφαρμοστέων στα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και στη γεωργική αιθυλική αλκοόλη που αναφέρεται στο μέρος Ι του παραρτήματος ΙΙ, καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται στον κτηνιατρικό τομέα και στον τομέα των τροφίμων με σκοπό να διασφαλιστεί η συμμόρφωση των προϊόντων με τα πρότυπα υγιεινής και καταλληλότητας και η προστασία της υγείας ανθρώπων και ζώων, το παρόν τμήμα περιλαμβάνει τις διατάξεις που αφορούν το πρότυπο εμπορίας γενικής ισχύος, καθώς και τα πρότυπα εμπορίας κατά τομείς ή/και προϊόντα, για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και για τη γεωργική αιθυλική αλκοόλη που αναφέρεται στο μέρος Ι του παραρτήματος ΙΙ.

Άρθρο 112β Συμμόρφωση με το πρότυπο εμπορίας γενικής ισχύος

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένα προϊόν συμμορφώνεται με το «πρότυπο εμπορίας γενικής ισχύος», εάν είναι υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης προς τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας.

2. Εάν δεν έχουν θεσπιστεί τα πρότυπα εμπορίας που αναφέρονται στα άρθρα 112ε, 112στ και 112η, καθώς και στις οδηγίες 2000/36/ΕΚ*, 2001/112/ΕΚ**, 2001/113/ΕΚ***, 2001/114/ΕΚ****, 2001/110/ΕΚ***** και 2001/111/ΕΚ****** του Συμβουλίου, τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού και είναι έτοιμα για λιανική πώληση ως τρόφιμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 αριθ. 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*******, μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνον εάν συμμορφώνονται προς το πρότυπο εμπορίας γενικής ισχύος.

3. Θεωρείται ότι ένα προϊόν συμμορφώνεται προς το πρότυπο εμπορίας γενικής ισχύος, όταν το προϊόν που προορίζεται για διάθεση στην αγορά συμμορφώνεται με εφαρμοστέο, κατά περίπτωση, πρότυπο το οποίο έχει εκδοθεί από τους διεθνείς οργανισμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα ΧΙΙβ.

Άρθρο 112γΑνατιθέμενες εξουσίες σχετικά με το πρότυπο εμπορίας γενικής ισχύος

Για να αντιμετωπίζονται αλλαγές στην κατάσταση της αγοράς, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας κάθε τομέα, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, να θεσπίζει ή να τροποποιεί τις απαιτήσεις που αφορούν το πρότυπο εμπορίας γενικής ισχύος που αναφέρεται στο άρθρο 112β παράγραφος 1, καθώς και τους κανόνες που αφορούν τη συμμόρφωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του λόγω άρθρου, και να εγκρίνει παρεκκλίσεις από τις εν λόγω απαιτήσεις και κανόνες.

Άρθρο 112δΠρότυπα εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα

Τα προϊόντα για τα οποία έχουν θεσπιστεί πρότυπα εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα μπορούν να διατίθενται στην αγορά της Ένωσης μόνο σύμφωνα με τα εν λόγω πρότυπα.

Άρθρο 112εΘέσπιση και περιεχόμενο των προτύπων εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα

1. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι προσδοκίες των καταναλωτών και να βελτιώνονται οι οικονομικοί όροι παραγωγής και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, όπως και η ποιότητά τους, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, να θεσπίζει πρότυπα εμπορίας για τους τομείς ή τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 112α, σε όλα τα στάδια της εμπορίας, καθώς και παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις από την εφαρμογή των εν λόγω προτύπων, με σκοπό την προσαρμογή στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και στις εξελισσόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών, αλλά και για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις των σχετικών διεθνών προτύπων και να μη δημιουργούνται εμπόδια όσον αφορά την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων.

2. Τα πρότυπα εμπορίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να αφορούν, κατά περίπτωση, τις απαιτήσεις σχετικά με τα εξής:

α) τον ορισμό, την ονομασία ή/και τις ονομασίες πώλησης, εκτός εκείνων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, καθώς και τους καταλόγους σφαγίων και μερών αυτών στα οποία εφαρμόζεται το παράρτημα ΧΙΙα·

β) τα κριτήρια ταξινόμησης, όπως η κατάταξη σε κλάσεις, το βάρος, το μέγεθος, η ηλικία και η κατηγορία·

γ) τη φυτική ποικιλία ή τη φυλή του ζώου ή τον εμπορικό τύπο·

δ) την παρουσίαση, τις ονομασίες πώλησης, την επισήμανση που συνδέεται με υποχρεωτικά πρότυπα εμπορίας, τη συσκευασία, τους κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται στα συσκευαστήρια, τη σήμανση, το περιτύλιγμα, το έτος συγκομιδής και τη χρήση ειδικών ενδείξεων·

ε) κριτήρια όπως η εμφάνιση, η σύσταση, η διάπλαση, τα χαρακτηριστικά του προϊόντος·

στ) ειδικές ύλες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ή κατασκευαστικά στοιχεία ή συστατικά, συμπεριλαμβανομένων των περιεχόμενων ποσοτήτων, της καθαρότητας και της ταυτοποίησής τους·

ζ) τον τύπο καλλιέργειας ή εκτροφής και τη μέθοδο παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των οινολογικών πρακτικών και των συναφών διοικητικών κανόνων, καθώς και του κυκλώματος λειτουργίας·

η) την ανάμειξη γλευκών σταφυλιών και οίνων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών ορισμών, τη σύμμειξη και τους σχετικούς περιορισμούς·

θ) τη μέθοδο και τη θερμοκρασία διατήρησης·

ι) τον τόπο της καλλιέργειας ή εκτροφής ή/και καταγωγής·

ια) τη συχνότητα συλλογής, την παράδοση, τη συντήρηση και τη διακίνηση·

ιβ) την αναγνώριση ή καταγραφή του παραγωγού ή/και των βιομηχανικών εγκαταστάσεων στις οποίες παρασκευάσθηκε ή μεταποιήθηκε το προϊόν·

ιγ) την ποσοστιαία περιεκτικότητα σε νερό·

ιδ) περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση ορισμένων ουσιών ή/και πρακτικών·

ιε) ειδικές χρήσεις·

ιστ) εμπορικά έγγραφα, συνοδευτικά έγγραφα και βιβλία που πρέπει να τηρούνται·

ιζ) την αποθήκευση, τη μεταφορά·

ιη) τη διαδικασία πιστοποίησης·

ιθ) τους όρους που διέπουν τη διάθεση, κατοχή, κυκλοφορία και χρησιμοποίηση των προϊόντων τα οποία δεν είναι σύμφωνα με τα πρότυπα εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ή/και με τους ορισμούς, τις ονομασίες και τις ονομασίες πώλησης που αναφέρονται στο άρθρο 112στ, καθώς και τη διάθεση των υποπροϊόντων·

κ) τους χρονικούς περιορισμούς·

κα) τις κοινοποιήσεις των κρατών μελών, τις κοινοποιήσεις διαφόρων μονάδων προς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τους κανόνες συλλογής στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις αγορές διαφόρων προϊόντων.

3. Τα πρότυπα εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με τις προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου******** [κανονισμός για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων] και λαμβανομένων υπόψη των εξής:

α) των ιδιαιτεροτήτων των σχετικών πρoϊόντων·

β) της ανάγκης να εξασφαλιστούν συνθήκες ομαλής διάθεσης των εν λόγω προϊόντων στην αγορά·

γ) του συμφέροντος των καταναλωτών να λαμβάνουν επαρκείς και διαφανείς πληροφορίες για τα προϊόντα, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον τόπο καλλιέργειας ή εκτροφής, οι οποίες πρέπει να προσδιορίζονται με βάση προσέγγιση κατά περίπτωση στο κατάλληλο γεωγραφικό επίπεδο·

δ) κατά περίπτωση, των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των φυσικών, χημικών και οργανοληπτικών χαρακτηριστικών τους·

ε) των τυποποιημένων συστάσεων που εκδίδονται από διεθνείς φορείς.

Άρθρο 112στ Ορισμός, ονομασία ή/και ονομασία πώλησης για ορισμένους τομείς ή/και προϊόντα

1. Οι ορισμοί, οι ονομασίες ή/και οι ονομασίες πώλησης που προβλέπονται στο παράρτημα ΧΙΙα εφαρμόζονται στους εξής τομείς ή προϊόντα:

α) ελαιόλαδο και επιτραπέζιες ελιές,

β) οίνος,

γ) βόειο κρέας,

δ) γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση,

ε) κρέας πουλερικών,

στ) λιπαρές ύλες για επάλειψη που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση.

2. Ορισμός, ονομασία ή ονομασία πώλησης που προβλέπεται στο παράρτημα ΧΙΙα μπορεί να χρησιμοποιείται στην Ένωση μόνο για την εμπορία προϊόντων τα οποία πληρούν τις αντίστοιχες απαιτήσεις του παραρτήματος ΧΙΙα.

3. Για να επιτυγχάνεται η προσαρμογή στις εξελισσόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών, αλλά και για να λαμβάνεται υπόψη η τεχνική πρόοδος και να μην δημιουργούνται εμπόδια όσον αφορά την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, να θεσπίζει τις αναγκαίες τροποποιήσεις των ορισμών και ονομασιών πώλησης που προβλέπονται στο παράρτημα ΧΙΙα, καθώς και τις αναγκαίες παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις από αυτά.

Άρθρο 112ζ Όριο ανοχής

Για να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα κάθε τομέα, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, να θεσπίζει όριο ανοχής για κάθε πρότυπο, πέραν του οποίου ολόκληρη η παρτίδα προϊόντων θα θεωρείται ότι δεν τηρεί το πρότυπο.

Άρθρο 112η Οινολογικές πρακτικές

1. Στις περιπτώσεις που ο Διεθνής Οργανισμός Αμπέλου και Οίνου (OIV) έχει συστήσει και δημοσιεύσει μεθόδους ανάλυσης που επιτρέπουν να διαπιστωθεί η σύσταση των προϊόντων και κανόνες που επιτρέπουν να διαπιστωθεί κατά πόσον τα προϊόντα έχουν υποβληθεί σε επεξεργασίες κατά παράβαση των εγκεκριμένων οινολογικών πρακτικών, εφαρμόζονται οι εν λόγω μέθοδοι και κανόνες.

Όταν δεν υπάρχουν μέθοδοι και κανόνες συνιστώμενοι και δημοσιευμένοι από τον OIV, οι αντίστοιχες μέθοδοι και κανόνες θεσπίζονται από την Επιτροπή όπως αναφέρεται στο άρθρο 112ε παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

Μέχρις ότου θεσπιστούν αυτοί οι κανόνες, πρέπει να χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι και οι κανόνες που επιτρέπονται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

2. Για την παραγωγή και διατήρηση στην Ένωση των προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα χρησιμοποιούνται μόνον οι οινολογικές πρακτικές που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙΙγ και προβλέπονται στο άρθρο 112ε παράγραφος 2 στοιχείο ζ) και στο άρθρο 112ια παράγραφοι 2 και 3.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται:

α) στους χυμούς σταφυλιών και στους συμπυκνωμένους χυμούς σταφυλιών·

β) στο γλεύκος σταφυλιών και στο συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών που προορίζονται για την παρασκευή χυμού σταφυλιών.

Οι εγκεκριμένες οινολογικές πρακτικές χρησιμοποιούνται μόνο για την ορθή οινοποίηση, την καλή συντήρηση ή την τελειοποίηση του προϊόντος.

Τα προϊόντα του αμπελοοινικού τομέα παράγονται στην Ένωση σύμφωνα με τους σχετικούς περιορισμούς που ορίζονται στο παράρτημα ΧΙΙγ.

Τα προϊόντα του αμπελοοινικού τομέα που απαριθμούνται στο μέρος ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα και τα οποία έχουν παραχθεί σύμφωνα με μη εγκεκριμένες ενωσιακές ή, ενδεχομένως, εθνικές οινολογικές πρακτικές ή αντιβαίνουν στους περιορισμούς που ορίζονται στο παράρτημα ΧΙΙγ, δεν διατίθενται στην αγορά της Ένωσης.

3. Για την έγκριση οινολογικών πρακτικών για τον οίνο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 112ε παράγραφος 2 στοιχείο ζ), η Επιτροπή:

α) βασίζεται στις οινολογικές πρακτικές και μεθόδους ανάλυσης που συνιστά και δημοσιεύει ο OIV, καθώς και στα αποτελέσματα της πειραματικής χρήσης οινολογικών πρακτικών που δεν έχουν ακόμη εγκριθεί·

β) λαμβάνει υπόψη την προστασία της δημόσιας υγείας·

γ) λαμβάνει υπόψη τους ενδεχόμενους κινδύνους παραπλάνησης των καταναλωτών λόγω των παγιωμένων προσδοκιών και αντιλήψεων σε σχέση με τη διαθεσιμότητα και τη σκοπιμότητα των μέσων πληροφόρησης για τον αποκλεισμό των κινδύνων αυτών·

δ) επιτρέπει τη διατήρηση των φυσικών και βασικών χαρακτηριστικών του οίνου και δεν προκαλεί ουσιαστική αλλαγή στη σύσταση του σχετικού προϊόντος·

ε) διασφαλίζει αποδεκτό στοιχειώδες επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος·

στ) τηρεί τους γενικούς κανόνες σχετικά με τις οινολογικές πρακτικές και τους περιορισμούς που ορίζονται στο παράρτημα ΧΙΙγ.

Άρθρο 112θ Οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου

1. Τα προϊόντα που απαριθμούνται στο μέρος ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα και παράγονται στην Ένωση παρασκευάζονται από οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου, ταξινομήσιμες σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, τα κράτη μέλη ταξινομούν τις οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου που επιτρέπεται να φυτεύονται, να αναφυτεύονται ή να εμβολιάζονται στα εδάφη τους προς οινοπαραγωγή.

Τα κράτη μέλη επιτρέπεται να ταξινομούν μόνον τις οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου που πληρούν τους εξής όρους:

α) η ποικιλία ανήκει στο είδος Vitis vinifera ή προέρχεται από διασταύρωση μεταξύ του είδους Vitis vinifera και άλλων ειδών του γένους Vitis·

β) η ποικιλία δεν είναι μία από τις ακόλουθες: Noah, Othello, Isabelle, Jacquez, Clinton και Hebermont.

Όταν μια οινοποιήσιμη ποικιλία αμπέλου διαγράφεται από την ταξινόμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η εκρίζωση της εν λόγω ποικιλίας πραγματοποιείται εντός 15 ετών από τη διαγραφή της.

3. Τα κράτη μέλη των οποίων η οινοπαραγωγή δεν υπερβαίνει τα 50.000 εκατόλιτρα ανά αμπελουργική περίοδο, υπολογιζόμενη βάσει της μέσης παραγωγής κατά τις τελευταίες πέντε αμπελουργικές περιόδους, απαλλάσσονται από την υποχρέωση ταξινόμησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2.

Ωστόσο, και στα κράτη μέλη που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, μόνον οι οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου που είναι σύμφωνες με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 επιτρέπεται να φυτεύονται, να αναφυτεύονται ή να εμβολιάζονται προς οινοπαραγωγή.

4. Κατά παρέκκλιση του πρώτου και του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3, τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη φύτευση, την αναφύτευση ή τον εμβολιασμό των ακόλουθων οινοποιήσιμων ποικιλιών αμπέλου για σκοπούς επιστημονικής έρευνας και πειραμάτων:

α) οινοποιήσιμων ποικιλιών αμπέλου μη ταξινομημένων στα κράτη μέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

β) στα κράτη μέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 3, οινοποιήσιμων ποικιλιών αμπέλου οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με τα στοιχεία α) και β) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2.

5. Οι αμπελώνες στις εκτάσεις που έχουν φυτευτεί με οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου για την παραγωγή οίνου κατά παράβαση των παραγράφων 2, 3 και 4 εκριζώνονται.

Ωστόσο, δεν υπάρχει υποχρέωση εκρίζωσης των αμπελώνων των εκτάσεων αυτών όταν η παραγωγή τους προορίζεται αποκλειστικά για κατανάλωση από την οικογένεια του οινοπαραγωγού.

6. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των παραγωγών με τις παραγράφους 2 έως 5.

Άρθρο 112ι Ειδική χρήση οίνου

Εκτός από τον εμφιαλωμένο οίνο για τον οποίο μπορεί να αποδειχθεί ότι η εμφιάλωση πραγματοποιήθηκε πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 1971, ο οίνος που παράγεται από οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου οι οποίες απαριθμούνται στην ταξινόμηση που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 112θ παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, αλλά δεν ανήκει σε μία από τις κατηγορίες που ορίζονται στο μέρος ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα, χρησιμοποιείται μόνο για κατανάλωση από τις οικογένειες των οινοπαραγωγών, για παραγωγή ξιδιού από οίνο ή για απόσταξη.

Άρθρο 112ια Εθνικές διατάξεις για ορισμένα προϊόντα ή/και τομείς

1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 112ε παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν εθνικές διατάξεις που καθορίζουν διαφοροποιημένα επίπεδα ποιότητας για τις λιπαρές ύλες προς επάλειψη. Οι εθνικές αυτές διατάξεις πρέπει να επιτρέπουν την αξιολόγηση των εν λόγω επιπέδων ποιότητας σύμφωνα με κριτήρια που αφορούν κυρίως τις χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες, τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων και τη φυσική και μικροβιολογική τους σταθερότητα.

Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν τη δυνατότητα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο εξασφαλίζουν ότι στα προϊόντα άλλων κρατών μελών τα οποία πληρούν τα κριτήρια που θεσπίζονται με τις εν λόγω εθνικές διατάξεις, μπορούν να χρησιμοποιούνται, υπό συνθήκες που δεν δημιουργούν διακρίσεις, ενδείξεις οι οποίες, λόγω αυτών των διατάξεων, δηλώνουν ότι τηρούνται τα εν λόγω κριτήρια.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν ή να αποκλείουν τη χρήση ορισμένων οινολογικών πρακτικών και να προβλέπουν αυστηρότερους περιοριστικούς όρους για οίνους εγκεκριμένους βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίοι παράγονται στο έδαφός τους, με στόχο την ενίσχυση της διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών των οίνων με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή με προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, των αφρωδών οίνων και των οίνων λικέρ.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους εν λόγω περιορισμούς, αποκλεισμούς και περιοριστικούς όρους στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την πειραματική χρήση μη εγκεκριμένων οινολογικών πρακτικών υπό όρους που καθορίζονται από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4. Για να εξασφαλιστεί η ορθή και διαφανής εφαρμογή, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, να καθορίζει τους όρους εφαρμογής των παραγράφων 1, 2 και 3, καθώς και τους όρους κατοχής, κυκλοφορίας και χρήσης των προϊόντων τα οποία προκύπτουν από τις πειραματικές πρακτικές που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 112ιβ Πρότυπα εμπορίας που αφορούν τις εισαγωγές και εξαγωγές

Για να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες του εμπορίου μεταξύ της Ένωσης και ορισμένων τρίτων χωρών, καθώς και ο ειδικός χαρακτήρας ορισμένων γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, αφενός να καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους θεωρείται ότι τα εισαγόμενα προϊόντα έχουν επιτύχει ισοδύναμο επίπεδο συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της Ένωσης όσον αφορά τα πρότυπα εμπορίας και επιτρέπεται η λήψη μέτρων παρέκκλισης από το άρθρο 112δ και, αφετέρου, να ορίζει τους κανόνες που αφορούν την εφαρμογή των προτύπων εμπορίας στα προϊόντα που εξάγονται από την Ένωση.

Άρθρο 112ιγ Ειδικές διατάξεις για τις εισαγωγές οίνου

1. Πλην αντιθέτων διατάξεων σε συμφωνίες που συνάπτονται δυνάμει του άρθρου 218 της ΣΛΕΕ, οι διατάξεις σχετικά με τις ονομασίες προέλευσης, τις γεωγραφικές ενδείξεις και την επισήμανση του οίνου που προβλέπονται στο υποτμήμα Ι του τμήματος Ια του παρόντος κεφαλαίου, καθώς και οι ορισμοί και οι ονομασίες πώλησης που αναφέρονται στο άρθρο 112στ του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται στα προϊόντα των κωδικών ΣΟ 2009 61, 2009 69 και 2204 τα οποία εισάγονται στην Ένωση.

2. Πλην αντιθέτων διατάξεων σε συμφωνίες που συνάπτονται δυνάμει του άρθρου 218 της ΣΛΕΕ, τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου παράγονται σύμφωνα με οινολογικές πρακτικές τις οποίες συνιστά και δημοσιεύει ο Διεθνής Οργανισμός Αμπέλου και Οίνου (OIV) ή οι οποίες εγκρίνονται από την Ένωση δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των μέτρων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του.

3. Για την εισαγωγή των προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 απαιτείται η προσκόμιση:

α) βεβαίωσης ως προς τη συμμόρφωση με τις διατάξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, η οποία συντάσσεται από αρμόδιο οργανισμό περιλαμβανόμενο σε κατάλογο που πρόκειται να δημοσιοποιηθεί από την Επιτροπή, στη χώρα καταγωγής του προϊόντος·

β) δελτίου ανάλυσης που συντάσσεται από οργανισμό ή υπηρεσία που ορίζεται από τη χώρα καταγωγής του προϊόντος, στην περίπτωση που το προϊόν προορίζεται για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο.

Άρθρο 112ιδ Εθνικοί έλεγχοι

Τα κράτη μέλη διενεργούν ελέγχους, βασιζόμενους σε ανάλυση κινδύνου, για να εξακριβώνεται κατά πόσον τα προϊόντα συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του παρόντος τμήματος και επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις, εάν χρειάζεται.

Άρθρο 112ιε Εκτελεστικές αρμοδιότητες

Η Επιτροπή μπορεί, με εκτελεστικές πράξεις, να θεσπίζει όλα τα αναγκαία μέτρα που αφορούν το παρόν τμήμα, και ειδικότερα:

α) να θεσπίζει διατάξεις για την εφαρμογή του προτύπου εμπορίας γενικής ισχύος·

β) να θεσπίζει διατάξεις για την εφαρμογή των ορισμών και ονομασιών πώλησης που προβλέπονται στο παράρτημα ΧΙΙα·

γ) να καταρτίζει τον κατάλογο των προϊόντων που αναφέρονται στο παράρτημα ΧΙΙα μέρος ΙΙΙ σημείο 5 δεύτερο εδάφιο και στο παράρτημα ΧΙΙα μέρος VI έκτο εδάφιο στοιχείο α), με βάση ενδεικτικούς καταλόγους των προϊόντων τα οποία τα κράτη μέλη θεωρούν ότι ανταποκρίνονται στην επικράτειά τους στα προϊόντα που αναφέρονται στο παράρτημα ΧΙΙα μέρος ΙΙΙ σημείο 5 δεύτερο εδάφιο και στο παράρτημα ΧΙΙα μέρος VI έκτο εδάφιο στοιχείο α), τους οποίους τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή·

δ) να θεσπίζει διατάξεις για την εφαρμογή των προτύπων εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών διατάξεων για τις δειγματοληψίες και τις μεθόδους ανάλυσης που επιτρέπουν να διαπιστώνεται η σύσταση των προϊόντων·

ε) να θεσπίζει διατάξεις που επιτρέπουν να διαπιστώνεται κατά πόσον τα προϊόντα έχουν υποβληθεί σε επεξεργασίες κατά παράβαση των εγκεκριμένων οινολογικών πρακτικών·

στ) να θεσπίζει διατάξεις για τη διενέργεια των ελέγχων συμμόρφωσης με τα πρότυπα εμπορίας κατά τομείς ή προϊόντα·

ζ) να θεσπίζει διατάξεις για τον καθορισμό του ορίου ανοχής·

η) να θεσπίζει διατάξεις σχετικές με τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη διενέργεια των ελέγχων συμμόρφωσης, καθώς και με το περιεχόμενο, τη συχνότητα και το στάδιο εμπορίας στο οποίο εφαρμόζονται οι εν λόγω έλεγχοι·

θ) να θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 112ιβ.

* ΕΕ L 197 της 3.8.2000, σ. 19

** ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 58

*** ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 67

**** ΕΕ L 15 της 17.1.2002, σ. 19

***** ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 47

****** ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 53

******* ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.

********"

(3) Το άρθρο 113 απαλείφεται.

(4) Το άρθρο 113α τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Τα πρότυπα εμπορίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και όλα τα πρότυπα εμπορίας που εφαρμόζονται στους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών, εφαρμόζονται σε όλα τα στάδια εμπορίας, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών και των εξαγωγών, εκτός εάν η Επιτροπή ορίζει διαφορετικά.»

β) Στην παράγραφο 4, η πρώτη φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων που ενδεχομένως θεσπίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 194, ιδίως για τη συνεπή εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, των ελέγχων συμμόρφωσης, τα κράτη μέλη ελέγχουν επιλεκτικά, όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών, με βάση ανάλυση κινδύνου, εάν τα σχετικά προϊόντα συμμορφώνονται προς τα αντίστοιχα πρότυπα εμπορίας. Οι έλεγχοι αυτοί εστιάζονται στο στάδιο πριν από την αναχώρηση από τις περιοχές παραγωγής, κατά τη συσκευασία ή τη φόρτωση των προϊόντων. Για τα προϊόντα τρίτων χωρών, οι έλεγχοι διενεργούνται πριν από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία.»

(5) Τα άρθρα 113δ, 118, 120, 120α έως 120ζ, τα στοιχεία α), β), γ), δ), ε), στ), ζ), η), θ), ι) του πρώτου εδαφίου, καθώς και το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 121, και το άρθρο 158α απαλείφονται.

(6) Στο κεφάλαιο Ι του μέρους VII προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 196α και 196β:

«Άρθρο 196α Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1. Η αρμοδιότητα για την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον. Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2. Η ανάθεση αρμοδιότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

Το θεσμικό όργανο που κίνησε εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει αν πρέπει να ανακαλέσει τις ανατεθείσες αρμοδιότητες, φροντίζει να ενημερώσει το άλλο όργανο και την Επιτροπή σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν από τη λήψη της οριστικής απόφασης, αναφέροντας τις ανατεθείσες αρμοδιότητες που ενδέχεται να ανακληθούν, καθώς και τους λόγους της εν λόγω ανάκλησης.

Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της ανάθεσης των αρμοδιοτήτων που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία την οποία ορίζει. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά ένα μήνα.

Εάν, κατά τη λήξη αυτής της προθεσμίας, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο δεν έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία η οποία προβλέπεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να διατυπώσουν αντιρρήσεις. Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν αντιρρήσεις για κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Το θεσμικό όργανο που διατυπώνει αντιρρήσεις εκθέτει τους σχετικούς λόγους.

Άρθρο 196βΕκτελεστικές πράξεις - επιτροπή

[Όταν εκδίδονται εκτελεστικές πράξεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 195 του παρόντος κανονισμού και εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο [5] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. [xxxx/yyyy] [θα συμπληρωθεί μετά την έκδοση του κανονισμού για τους μηχανισμούς ελέγχου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 291 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, που προς το παρόν είναι υπό συζήτηση μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ]».

(7) Τα παραρτήματα ΧΙα, ΧΙβ, ΧΙΙ, ΧΙΙΙ, XIV, XV, XVα, XVβ, XVI απαλείφονται με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

(8) Παρεμβάλλονται τα νέα παραρτήματα ΧΙΙα, ΧΙΙβ και ΧΙΙγ, το κείμενο των οποίων παρατίθεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

1. Τα άρθρα 113α, 113β, 114, 115, 116, 117 παράγραφοι 1 έως 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, καθώς και το παράρτημα ΧΙα τμήμα ΙΙ δεύτερο εδάφιο και τμήματα IV έως ΙΧ· το παράρτημα XII τμήμα IV σημείο 2, το παράρτημα XIII τμήμα VI δεύτερο εδάφιο, το παράρτημα XIV μέρος Α, μέρος Β τμήμα I σημεία 2 και 3 και τμήμα III και μέρος Γ, καθώς και το παράρτημα XV τμήματα II, III, IV και VI του εν λόγω κανονισμού, για την εφαρμογή των εν λόγω άρθρων, εξακολουθούν να εφαρμόζονται έως την ημερομηνία που θα καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2. Για να εξασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων εμπορίας, η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, καθορίζει την ημερομηνία, κατά την οποία παύουν να εφαρμόζονται για τον συγκεκριμένο τομέα οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή μέρη αυτών. Η λόγω ημερομηνία είναι η ημερομηνία εφαρμογής των αντίστοιχων κανόνων εμπορίας, οι οποίοι θα θεσπίστούν δυνάμει των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπονται στις τροποποιήσεις οι οποίες εισάγονται με το σημείο 2 του άρθρου 1 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Ωστόσο, το άρθρο 112β του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, το οποίο παρεμβάλλεται με το σημείο 2 του άρθρου 1 του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζεται από […./ ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος ].

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

«Παράρτημα ΧΙΙα

Ορισμοί, ονομασίες και ονομασία πώλησης των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 112στ

Για την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος, η ονομασία πώλησης είναι η ονομασία με την οποία πωλείται ένα τρόφιμο, κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου *

ΜΕΡΟΣ Ι. ΚΡΕΑΣ ΒΟΟΕΙΔΩΝ ΗΛΙΚΙΑΣ ΤΟ ΠΟΛΥ ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΩΝ

I. Ορισμός

Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους του παραρτήματος, ως «κρέας» νοείται το σύνολο των σφαγίων, του κρέατος με ή χωρίς κόκαλο και των παραπροϊόντων σφαγίων, τεμαχισμένων ή μη, προοριζόμενων για ανθρώπινη κατανάλωση, που προέρχονται από βοοειδή ηλικίας το πολύ δώδεκα μηνών, τα οποία παρουσιάζονται σε νωπή κατάσταση, κατεψυγμένα ή υπερκατεψυγμένα, είτε είναι περιτυλιγμένα ή συσκευασμένα είτε όχι.

Κατά τη σφαγή τους, όλα τα βοοειδή ηλικίας το πολύ δώδεκα μηνών ταξινομούνται από τις επιχειρήσεις, υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής, σε μία από τις ακόλουθες δύο κατηγορίες:

Α. Κατηγορία V: βοοειδή ηλικίας το πολύ οκτώ μηνών,

Γράμμα αναγνώρισης της κατηγορίας: V·

Β. Κατηγορία Z: βοοειδή ηλικίας άνω των 8 μηνών, αλλά το πολύ δώδεκα μηνών,

Γράμμα αναγνώρισης της κατηγορίας: Z.

II. Ονομασίες πώλησης

1. Το κρέας βοοειδών ηλικίας το πολύ δώδεκα μηνών διατίθεται στο εμπόριο στα κράτη μέλη μόνο με την ή τις ακόλουθες ονομασίες πώλησης που ορίζονται για κάθε κράτος μέλος:

Α. Για το κρέας βοοειδών ηλικίας το πολύ οκτώ μηνών (γράμμα αναγνώρισης της κατηγορίας V):

Χώρα εμπορίας | Ονομασίες πώλησης που πρέπει να χρησιμοποιούνται |

Bέλγιο | veau, viande de veau/kalfsvlees/Kalbfleisch |

Βουλγαρία | месо от малки телета |

Τσεχική Δημοκρατία | Telecí |

Δανία | Lyst kalvekød |

Γερμανία | Kalbfleisch |

Εσθονία | Vasikaliha |

Ελλάδα | μοσχάρι γάλακτος |

Ισπανία | Ternera blanca, carne de ternera blanca |

Γαλλία | veau, viande de veau |

Ιρλανδία | Veal |

Ιταλία | vitello, carne di vitello |

Κύπρος | μοσχάρι γάλακτος |

Λετονία | Teļa gaļa |

Λιθουανία | Veršiena |

Λουξεμβούργο | veau, viande de veau/Kalbfleisch |

Ουγγαρία | Borjúhús |

Μάλτα | Vitella |

Κάτω Χώρες | Kalfsvlees |

Aυστρία | Kalbfleisch |

Πολωνία | Cielęcina |

Πορτογαλία | Vitela |

Ρουμανία | carne de vițel |

Σλοβενία | Teletina |

Σλοβακία | Teľacie mäso |

Φινλανδία | vaalea vasikanliha/ljust kalvkött |

Σουηδία | ljust kalvkött |

Ηνωμένο Βασίλειο | Veal |

Β. Για το κρέας βοοειδών ηλικίας άνω των 8 μηνών, αλλά το πολύ δώδεκα μηνών (γράμμα αναγνώρισης της κατηγορίας Z):

Χώρα εμπορίας | Ονομασίες πώλησης που πρέπει να χρησιμοποιούνται |

Bέλγιο | jeune bovin, viande de jeune bovin / jongrundvlees/ Jungrindfleisch |

Βουλγαρία | Телешко месо |

Τσεχική Δημοκρατία | hovězí maso z mladého skotu |

Δανία | Kalvekød |

Γερμανία | Jungrindfleisch |

Εσθονία | noorloomaliha |

Ελλάδα | νεαρό μοσχάρι |

Ισπανία | Ternera, carne de ternera |

Γαλλία | jeune bovin, viande de jeune bovin |

Ιρλανδία | rosé veal |

Ιταλία | vitellone, carne di vitellone |

Κύπρος | νεαρό μοσχάρι |

Λετονία | jaunlopa gaļa |

Λιθουανία | Jautiena |

Λουξεμβούργο | jeune bovin, viande de jeune bovin/Jungrindfleisch |

Ουγγαρία | Növendék marha húsa |

Μάλτα | Vitellun |

Κάτω Χώρες | rosé kalfsvlees |

Aυστρία | Jungrindfleisch |

Πολωνία | młoda wołowina |

Πορτογαλία | Vitelão |

Ρουμανία | carne de tineret bovin |

Σλοβενία | meso težjih telet |

Σλοβακία | mäso z mladého dobytka |

Φινλανδία | vasikanliha/kalvkött |

Σουηδία | Kalvkött |

Ηνωμένο Βασίλειο | Beef |

2. Οι ονομασίες πώλησης που αναφέρονται στο σημείο 1 επιτρέπεται να συμπληρώνονται από ένδειξη του ονόματος ή του χαρακτηρισμού των τεμαχίων του κρέατος ή των παραπροϊόντων σφαγίου που αφορούν.

3. Οι ονομασίες πώλησης που παρατίθενται για την κατηγορία V στον πίνακα του σημείου 1 στοιχείο A και οποιαδήποτε νέα ονομασία απορρέει από τις εν λόγω ονομασίες πώλησης χρησιμοποιούνται μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος παραρτήματος.

Ειδικότερα, οι όροι «veau», «telecí», «Kalb», «μοσχάρι», «ternera», «kalv», «veal», «vitello», «vitella», «kalf», «vitela» και «teletina» δεν χρησιμοποιούνται σε ονομασία πώλησης ούτε αναγράφονται στην επισήμανση κρέατος βοοειδών ηλικίας άνω των δώδεκα μηνών.

4. Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο σημείο 1 δεν εφαρμόζονται στο κρέας βοοειδών για το οποίο καταχωρίστηκε προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 **, πριν από τις 29 Ιουνίου 2007.

ΜΕΡΟΣ II. ΑΜΠΕΛΟΟΙΝΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

(1) Οίνος

Οίνος είναι το προϊόν που παράγεται αποκλειστικά με πλήρη ή μερική αλκοολική ζύμωση νωπών σταφυλιών, είτε αυτά έχουν υποστεί έκθλιψη είτε όχι, ή γλεύκους σταφυλιών.

Ο οίνος έχει:

α) ανεξαρτήτως της εφαρμογής ή μη των επεξεργασιών που προσδιορίζονται στο τμήμα Β του μέρους Ι του παραρτήματος ΧΙΙγ, αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 8,5% vol., υπό τον όρο ότι προέρχεται αποκλειστικά από σταφύλια που έχουν συγκομιστεί στις αμπελουργικές ζώνες Α και Β που αναφέρονται στο προσάρτημα του παρόντος παραρτήματος, και τουλάχιστον 9 % vol. για τις άλλες αμπελουργικές ζώνες·

β) κατά παρέκκλιση του ισχύοντος ελάχιστου αποκτημένου αλκοολικού τίτλου, εφόσον φέρει προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη και ανεξαρτήτως της εφαρμογής ή μη των επεξεργασιών που προσδιορίζονται στο τμήμα Β του μέρους Ι του παραρτήματος ΧΙΙγ, αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 4,5 % vol.·

γ) ολικό αλκοολικό τίτλο όχι ανώτερο από 15 % vol. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση:

- το μέγιστο όριο του ολικού αλκοολικού τίτλου μπορεί να φθάνει το 20 % vol. για τους οίνους που παράγονται χωρίς εμπλουτισμό σε ορισμένες αμπελουργικές περιοχές της Ένωσης οι οποίες θα προσδιοριστούν από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1,

- το μέγιστο όριο του ολικού αλκοολικού τίτλου μπορεί να υπερβαίνει το 15 % vol. για οίνους με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης που παράγονται χωρίς εμπλουτισμό·

δ) με την επιφύλαξη παρεκκλίσεων που είναι δυνατόν να θεσπιστούν από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1, ολική οξύτητα, εκφραζόμενη σε τρυγικό οξύ, τουλάχιστον 3,5 γραμμάρια ανά λίτρο, ήτοι 46,6 χιλιοστοϊσοδύναμα ανά λίτρο.

«Ρετσίνα» είναι ο οίνος που παράγεται αποκλειστικά στη γεωγραφική επικράτεια της Ελλάδας από γλεύκος σταφυλιών επεξεργασμένο με ρητίνη χαλεπίου πεύκης. Η χρησιμοποίηση της ρητίνης της χαλεπίου πεύκης επιτρέπεται μόνο για την παραγωγή οίνου «Ρετσίνα» υπό τους όρους της ισχύουσας ελληνικής νομοθεσίας.

Κατά παρέκκλιση του στοιχείου β), τα «Tokaji eszencia» και «Tokajská esencia» θεωρούνται οίνοι.

Ωστόσο, κατά παρέκκλιση του άρθρου 112στ παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη χρήση της ένδειξης «οίνος» εάν:

- συνοδεύεται από το όνομα οπώρας με μορφή σύνθετης ονομασίας για την εμπορία προϊόντων που λαμβάνονται από τη ζύμωση οπωρών διαφορετικών από τα σταφύλια ή

- αποτελεί μέρος σύνθετης ονομασίας.

Πρέπει να αποφεύγεται οιαδήποτε σύγχυση με προϊόντα που αντιστοιχούν στις κατηγορίες οίνων του παρόντος παραρτήματος.

(2) Νεαρός οίνος που βρίσκεται ακόμη σε ζύμωση

Νεαρός οίνος που βρίσκεται ακόμη σε ζύμωση είναι το προϊόν του οποίου η αλκοολική ζύμωση δεν έχει ακόμη περατωθεί και ο οποίος δεν έχει ακόμη διαχωριστεί από την οινολάσπη του.

(3) Οίνος λικέρ

Οίνος λικέρ είναι το προϊόν:

α) που έχει αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 15 % vol. και όχι ανώτερο από 22 % vol.·

β) που έχει ολικό αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 17,5 % vol., εξαιρουμένων ορισμένων οίνων λικέρ με ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε κατάλογο που θα καταρτιστεί από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1·

γ) που παράγεται από:

- γλεύκος σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση,

- οίνο,

- συνδυασμό των παραπάνω προϊόντων ή

- γλεύκος σταφυλιών ή μείγμα αυτού με οίνο, προκειμένου για ορισμένους οίνους λικέρ με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη, οι οποίοι θα καθοριστούν από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1·

δ) που έχει αρχικό φυσικό αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 12 % vol., εξαιρουμένων ορισμένων οίνων λικέρ με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε κατάλογο που θα καταρτιστεί από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1·

ε) στο οποίο έχουν προστεθεί τα ακόλουθα:

(i) μεμονωμένα ή σε συνδυασμό:

- ουδέτερη αλκοόλη οινικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένης της αλκοόλης που προέρχεται από απόσταξη σταφίδων, με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 96 % vol.,

- απόσταγμα οίνου ή σταφίδων με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 52 % vol. και όχι ανώτερο από 86 % vol.·

(ii) καθώς και, κατά περίπτωση, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα προϊόντα:

- συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών,

- συνδυασμός ενός από τα προϊόντα που αναφέρονται στο στοιχείο ε) σημείο i) με γλεύκος σταφυλιών που αναφέρεται στο στοιχείο γ) πρώτη και τέταρτη περίπτωση·

στ) στο οποίο, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του στοιχείου ε), προκειμένου για ορισμένους οίνους λικέρ με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε κατάλογο που θα καταρτιστεί από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1, έχουν προστεθεί:

(i) οποιοδήποτε από τα προϊόντα που απαριθμούνται στο στοιχείο ε) σημείο i), μεμονωμένα ή σε συνδυασμό ή

(ii) ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα προϊόντα:

- αλκοόλη από οίνο ή από σταφίδες με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 95 % vol. και όχι ανώτερο από 96 % vol.,

- αποστάγματα οίνου ή στεμφύλων σταφυλιών με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 52 % vol. και όχι ανώτερο από 86 % vol.,

- αποστάγματα σταφίδων με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 52 % vol. και κατώτερο από 94,5 % vol. και

(iii) κατά περίπτωση, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα προϊόντα:

- γλεύκος σταφυλιών από λιαστά σταφύλια που έχει υποστεί μερική ζύμωση,

- συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών που παράγεται με απευθείας θέρμανση και, εκτός της κατεργασίας αυτής, ανταποκρίνεται στον ορισμό του συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών,

- συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών,

- συνδυασμός ενός από τα προϊόντα που απαριθμούνται στο στοιχείο στ) σημείο ii) με γλεύκος σταφυλιών που αναφέρεται στο στοιχείο γ) πρώτη και τέταρτη περίπτωση.

(4) Αφρώδης οίνος

Αφρώδης οίνος είναι το προϊόν:

α) που παράγεται με πρώτη ή δεύτερη αλκοολική ζύμωση:

- από νωπά σταφύλια,

- από γλεύκος σταφυλιών ή

- από οίνο·

β) που, κατά την εκπωμάτιση του δοχείου, εκλύει διοξείδιο του άνθρακα προερχόμενο αποκλειστικά από τη ζύμωση·

γ) που, όταν διατηρείται σε θερμοκρασία 20 °C σε κλειστά δοχεία, βρίσκεται υπό υπερπίεση τουλάχιστον 3 bar, οφειλόμενη στο διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα και

δ) για το οποίο ο ολικός αλκοολικός τίτλος των «cuvées» που προορίζονται για την παρασκευή του είναι τουλάχιστον 8,5 % vol.

(5) Αφρώδης οίνος ποιότητας

Αφρώδης οίνος ποιότητας είναι το προϊόν:

α) που παράγεται με πρώτη ή δεύτερη αλκοολική ζύμωση:

- από νωπά σταφύλια,

- από γλεύκος σταφυλιών ή

- από οίνο·

β) που, κατά την εκπωμάτιση του δοχείου, εκλύει διοξείδιο του άνθρακα προερχόμενο αποκλειστικά από τη ζύμωση·

γ) που, όταν διατηρείται σε θερμοκρασία 20 °C σε κλειστά δοχεία, βρίσκεται υπό υπερπίεση τουλάχιστον 3,5 bar, οφειλόμενη στο διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα και

δ) για το οποίο ο ολικός αλκοολικός τίτλος των «cuvées» που προορίζονται για την παρασκευή του είναι τουλάχιστον 9 % vol.

(6) Αφρώδης οίνος ποιότητας αρωματικού τύπου

Αφρώδης οίνος ποιότητας αρωματικού τύπου είναι ο αφρώδης οίνος ποιότητας:

α) που παρασκευάζεται με αποκλειστική χρησιμοποίηση, κατά την παρασκευή της «cuvée», γλεύκους σταφυλιών ή γλεύκους σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση, το οποίο προέρχεται από συγκεκριμένες οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου, βάσει καταλόγου που θα καταρτιστεί από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1.

Οι αφρώδεις οίνοι ποιότητας αρωματικού τύπου που παράγονται παραδοσιακά με τη χρησιμοποίηση οίνων κατά την παρασκευή της «cuvée», προσδιορίζονται από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1·

β) που, όταν διατηρείται σε θερμοκρασία 20°C σε κλειστά δοχεία, βρίσκεται υπό υπερπίεση τουλάχιστον 3 bar, οφειλόμενη στο διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα·

γ) του οποίου ο αποκτημένος αλκοολικός τίτλος είναι τουλάχιστον 6 % vol. και

δ) του οποίου ο ολικός αλκοολικός τίτλος είναι τουλάχιστον 10 % vol.

(7) Αεριούχος αφρώδης οίνος

Αεριούχος αφρώδης οίνος είναι το προϊόν που:

α) παράγεται από οίνο χωρίς προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη·

β) κατά την εκπωμάτιση του δοχείου, εκλύει διοξείδιο του άνθρακα προερχόμενο εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από προσθήκη αυτού του αερίου και

γ) όταν διατηρείται σε θερμοκρασία 20 °C σε κλειστά δοχεία, βρίσκεται υπό υπερπίεση τουλάχιστον 3 bar, οφειλόμενη στο διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα.

(8) Ημιαφρώδης οίνος

Ημιαφρώδης οίνος είναι το προϊόν που:

α) παράγεται από οίνο, υπό τον όρο ότι ο εν λόγω οίνος έχει ολικό αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 9 % vol.·

β) έχει αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 7 % vol.·

γ) όταν διατηρείται σε θερμοκρασία 20 °C σε κλειστά δοχεία, βρίσκεται υπό υπερπίεση τουλάχιστον 1 bar και όχι ανώτερη από 2,5 bar, η οποία οφείλεται στο διαλυμένο ενδογενές διοξείδιο του άνθρακα και

δ) συσκευάζεται σε δοχεία των 60 λίτρων ή μικρότερης χωρητικότητας.

(9) Αεριούχος ημιαφρώδης οίνος

Αεριούχος ημιαφρώδης οίνος είναι το προϊόν που:

α) παράγεται από οίνο·

β) έχει αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 7 % vol. και ολικό αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 9 % vol.·

γ) όταν διατηρείται σε θερμοκρασία 20 °C σε κλειστά δοχεία, βρίσκεται υπό υπερπίεση τουλάχιστον 1 bar και όχι ανώτερη από 2,5 bar, η οποία οφείλεται στο διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα που προέρχεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από προσθήκη και

δ) συσκευάζεται σε δοχεία των 60 λίτρων ή μικρότερης χωρητικότητας.

(10) Γλεύκος σταφυλιών

Γλεύκος σταφυλιών είναι το υγρό προϊόν που παράγεται φυσικώς ή με φυσικές διεργασίες από νωπά σταφύλια. Το γλεύκος σταφυλιών επιτρέπεται να έχει αποκτημένο αλκοολικό τίτλο που δεν υπερβαίνει το 1 % vol.

(11) Γλεύκος σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση

Γλεύκος σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση είναι το προϊόν της ζύμωσης γλεύκους σταφυλιών, το οποίο έχει αποκτημένο αλκοολικό τίτλο ανώτερο από 1 % vol. και κατώτερο από τα τρία πέμπτα του ολικού κατ’ όγκο αλκοολικού τίτλου του.

(12) Γλεύκος σταφυλιών από λιαστά σταφύλια που έχει υποστεί μερική ζύμωση

Γλεύκος σταφυλιών από λιαστά σταφύλια που έχει υποστεί μερική ζύμωση είναι το προϊόν της μερικής ζύμωσης γλεύκους από λιαστά σταφύλια, του οποίου η περιεκτικότητα σε ολικά σάκχαρα πριν από τη ζύμωση είναι τουλάχιστον 272 γραμμάρια ανά λίτρο και ο φυσικός και αποκτημένος αλκοολικός τίτλος δεν είναι κατώτερος από 8 % vol. Εντούτοις, ορισμένοι οίνοι ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις αυτές, οι οποίοι θα προσδιοριστούν από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1, δεν θεωρούνται γλεύκος σταφυλιών από λιαστά σταφύλια που έχει υποστεί μερική ζύμωση.

(13) Συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών

Συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών είναι το μη καραμελωμένο γλεύκος σταφυλιών που παράγεται με μερική αφυδάτωση γλεύκους σταφυλιών, με οποιαδήποτε επιτρεπόμενη μέθοδο εκτός από την απευθείας θέρμανση, κατά τρόπον ώστε η ένδειξη του διαθλασιμέτρου, το οποίο χρησιμοποιείται σύμφωνα με μέθοδο που θα καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 112η παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 112ιε στοιχείο στ), σε θερμοκρασία 20 °C, να μην είναι κατώτερη από 50,9 %.

Το συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών επιτρέπεται να έχει αποκτημένο αλκοολικό τίτλο που δεν υπερβαίνει το 1 % vol.

(14) Διορθωμένο συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών

Διορθωμένο συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών είναι το μη καραμελωμένο υγρό προϊόν που:

α) παράγεται με μερική αφυδάτωση γλεύκους σταφυλιών, με οποιαδήποτε επιτρεπόμενη μέθοδο εκτός από την απευθείας θέρμανση, κατά τρόπον ώστε η ένδειξη του διαθλασιμέτρου, το οποίο χρησιμοποιείται σύμφωνα με μέθοδο που πρόκειται να καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 112η παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο και το στοιχείο δ) του άρθρου 112ιε, σε θερμοκρασία 20 °C, να μην είναι κατώτερη από 61,7 %·

β) έχει υποστεί επιτρεπόμενη κατεργασία μείωσης της οξύτητας και απομάκρυνσης συστατικών, εκτός από τα σάκχαρα·

γ) διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

- pH που δεν υπερβαίνει την τιμή 5 στους 25 Brix,

- οπτική πυκνότητα σε μήκος κύματος 425 nm, για πάχος 1 cm, που δεν υπερβαίνει την τιμή 0,100 για γλεύκος σταφυλιών συμπυκνωμένο στους 25 Brix,

- περιεκτικότητα σε σακχαρόζη μη ανιχνεύσιμη με μέθοδο ανάλυσης που πρόκειται να καθοριστεί,

- δείκτη Folin-Ciocalteau που δεν υπερβαίνει την τιμή 6,00 στους 25 Brix,

- ογκομετρούμενη οξύτητα όχι μεγαλύτερη από 15 χιλιοστοϊσοδύναμα ανά χιλιόγραμμο ολικών σακχάρων,

- περιεκτικότητα σε διοξείδιο του θείου που δεν υπερβαίνει τα 25 χιλιοστόγραμμα ανά χιλιόγραμμο ολικών σακχάρων,

- περιεκτικότητα σε ολικά κατιόντα όχι μεγαλύτερη από 8 χιλιοστοϊσοδύναμα ανά χιλιόγραμμο ολικών σακχάρων,

- αγωγιμότητα στους 25 Brix και 20 °C που δεν υπερβαίνει τα 120 micro-Siemens/cm,

- περιεκτικότητα σε υδροξυμεθυλοφουρφουράλη που δεν υπερβαίνει τα 25 χιλιοστόγραμμα ανά χιλιόγραμμο ολικών σακχάρων,

- παρουσία μεσοϊνοσιτόλης.

Το διορθωμένο συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών επιτρέπεται να έχει αποκτημένο αλκοολικό τίτλο που δεν υπερβαίνει το 1 % vol.

(15) Οίνος από λιαστά σταφύλια

Οίνος από λιαστά σταφύλια είναι το προϊόν που:

α) παράγεται χωρίς εμπλουτισμό, από σταφύλια που έχουν αφεθεί στον ήλιο ή στη σκιά για μερική αφυδάτωση·

β) έχει ολικό αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 16 % vol. και αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 9 % vol. και

γ) έχει φυσικό αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 16 % vol. (ή 272 γραμμάρια σακχάρων ανά λίτρο).

(16) Οίνος από υπερώριμα σταφύλια

Οίνος από υπερώριμα σταφύλια είναι το προϊόν που:

α) παράγεται χωρίς εμπλουτισμό·

β) έχει φυσικό αλκοολικό τίτλο ανώτερο από 15% vol. και

γ) έχει ολικό αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 15 % vol. και αποκτημένο αλκοολικό τίτλο τουλάχιστον 12 % vol.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν περίοδο παλαίωσης για το προϊόν αυτό.

(17) Ξίδι από οίνο

Ξίδι από οίνο είναι το ξίδι που:

α) παράγεται αποκλειστικά με οξική ζύμωση οίνου και

β) έχει ολική οξύτητα τουλάχιστον 60 γραμμάρια ανά λίτρο, εκφραζόμενη σε οξικό οξύ.

ΜΕΡΟΣ III. ΓΑΛΑ ΚΑΙ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

21. Η ονομασία «γάλα» προορίζεται αποκλειστικά για το προϊόν της φυσιολογικής έκκρισης των γαλακτοφόρων αδένων θηλαστικών, το οποίο λαμβάνεται με μία ή περισσότερες αμέλξεις, χωρίς οποιαδήποτε προσθήκη ή αφαίρεση.

Ωστόσο, η ονομασία «γάλα» είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται:

α) για το γάλα που έχει υποστεί επεξεργασία που δεν αλλοιώνει τη σύστασή του ή για το γάλα του οποίου η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες είναι τυποποιημένη σύμφωνα με το μέρος IV του παρόντος παραρτήματος,

β) σε συνδυασμό με έναν ή περισσότερους όρους για τον χαρακτηρισμό του τύπου, της ποιοτικής κατηγορίας, της καταγωγής ή/και της προβλεπόμενης χρήσης του γάλακτος ή για την περιγραφή της φυσικής επεξεργασίας που έχει υποστεί ή των τροποποιήσεων της σύστασής του, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις συνίστανται μόνο στην προσθήκη ή/και την αφαίρεση φυσικών συστατικών του γάλακτος.

22. Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, ως «γαλακτοκομικά προϊόντα» νοούνται τα προϊόντα που προέρχονται αποκλειστικά από το γάλα· εννοείται ότι είναι δυνατό να προστίθενται ουσίες που είναι απαραίτητες για την παρασκευή τους, εφόσον οι εν λόγω ουσίες δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την ολική ή μερική αντικατάσταση οποιουδήποτε από τα συστατικά του γάλακτος.

Για τα γαλακτοκομικά προϊόντα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά:

α) οι ακόλουθες ονομασίες, σε όλα τα στάδια της εμπορίας:

(i) ορός γάλακτος,

(ii) κρέμα,

(iii) βούτυρο,

(iv) βουτυρόγαλα,

(v) βουτυρέλαιο,

(vi) καζεΐνες,

(vii) άνυδρες λιπαρές ουσίες του γάλακτος (AMF),

(viii) τυρί,

(ix) γιαούρτι,

(x) κεφίρ,

(xi) κούμις,

(xii) viili/fil,

(xiii) smetana,

(xiv) fil·

β) τα ονόματα κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/13/ΕΚ που πράγματι χρησιμοποιούνται για τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

23. Η ονομασία «γάλα» και οι ονομασίες που χρησιμοποιούνται για τα γαλακτοκομικά προϊόντα επιτρέπεται επίσης να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με έναν ή περισσότερους όρους για τον χαρακτηρισμό σύνθετων προϊόντων των οποίων κανένα στοιχείο δεν υποκαθιστά ή δεν πρόκειται να υποκαταστήσει οποιοδήποτε συστατικό του γάλακτος και των οποίων το γάλα ή ένα γαλακτοκομικό προϊόν αποτελεί ουσιώδες μέρος είτε λόγω της ποσότητάς του, είτε λόγω του ότι η παρουσία του χαρακτηρίζει το προϊόν.

24. Αν το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα που θα οριστούν από την Επιτροπή δεν προέρχονται από βοοειδή, πρέπει να διευκρινίζεται η προέλευσή τους.

25. Οι ονομασίες που αναφέρονται στα σημεία 1, 2 και 3 του παρόντος μέρους δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για κανένα άλλο προϊόν εκτός από εκείνα που αναφέρονται στα εν λόγω σημεία.

Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται για την ονομασία προϊόντων, των οποίων η ακριβής φύση είναι γνωστή λόγω παραδοσιακής χρήσης ή/και όταν οι ονομασίες χρησιμοποιούνται σαφώς για να περιγράφουν μια χαρακτηριστική ιδιότητα του προϊόντος.

26. Όσον αφορά προϊόντα άλλα από αυτά που περιγράφονται στα σημεία 1, 2 και 3 του παρόντος μέρους, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ετικέτες, εμπορικά έγγραφα, διαφημιστικό υλικό ή οποιαδήποτε μορφή διαφήμισης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2006/114/ΕΟΚ του Συμβουλίου*** ούτε παρουσίαση οιασδήποτε μορφής που να δηλώνουν, να συνεπάγονται ή να υπαινίσσονται ότι το προϊόν είναι γαλακτοκομικό.

Ωστόσο, για τα προϊόντα που περιέχουν γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα, η ονομασία «γάλα» ή οι ονομασίες που αναφέρονται στο σημείο 2 δεύτερο εδάφιο του παρόντος μέρους επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την περιγραφή των βασικών πρώτων υλών και για την απαρίθμηση των συστατικών σύμφωνα με την οδηγία 2000/13/ΕΚ.

ΜΕΡΟΣ IV. ΓΑΛΑ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΠΟΥ ΥΠΑΓΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΟ ΣΟ 0401

I. Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, νοούνται ως:

α) «γάλα»: το προϊόν της άμελξης μιας ή περισσοτέρων αγελάδων·

β) «γάλα κατανάλωσης»: τα προϊόντα τα οποία αναφέρονται στο σημείο ΙΙΙ και προορίζονται να παραδοθούν χωρίς περαιτέρω μεταποίηση στον καταναλωτή·

γ) «περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες»: η κατά μάζα αναλογία μερών λιπαρών ουσιών γάλακτος προς 100 μέρη του σχετικού γάλακτος·

δ) «περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες»: η κατά μάζα αναλογία μερών πρωτεΐνης προς 100 μέρη του σχετικού γάλακτος, η οποία ευρίσκεται πολλαπλασιάζοντας επί 6,38 την περιεκτικότητα του γάλακτος σε ολικό άζωτο, εκφρασμένη σε εκατοστιαία αναλογία κατά μάζα.

II. Παράδοση ή πώληση στον τελικό καταναλωτή

(1) Μόνο το γάλα που πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται για το γάλα κατανάλωσης επιτρέπεται να παραδίδεται ή να πωλείται χωρίς μεταποίηση στον τελικό καταναλωτή, είτε απευθείας, είτε μέσω εστιατορίων, νοσοκομείων, κυλικείων ή άλλων παρόμοιων μονάδων ομαδικής εστίασης.

(2) Οι ονομασίες πώλησης που πρέπει να χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα προϊόντα αναφέρονται στο σημείο ΙΙΙ του παρόντος μέρους. Οι εν λόγω ονομασίες χρησιμοποιούνται μόνο για τα προϊόντα που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο, με την επιφύλαξη της χρησιμοποίησής τους στις σύνθετες ονομασίες.

(3) Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα που αποσκοπούν στην ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τη φύση και τη σύσταση των προϊόντων σε όλες τις περιπτώσεις όπου η έλλειψη της πληροφορίας αυτής μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση στον καταναλωτή.

III. Γάλα κατανάλωσης

1. Ως γάλα κατανάλωσης θεωρούνται τα ακόλουθα προϊόντα:

α) το ανεπεξέργαστο γάλα: γάλα το οποίο δεν έχει θερμανθεί πέραν των 40ºC, ούτε έχει υποβληθεί σε επεξεργασία με ισοδύναμο αποτέλεσμα·

β) το πλήρες γάλα: γάλα που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία και το οποίο πληροί μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις όσον αφορά την περιεκτικότητά του σε λιπαρές ουσίες:

(i) τυποποιημένο πλήρες γάλα: γάλα του οποίου η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες ανέρχεται τουλάχιστον σε 3,50 % (κατά μάζα). Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν μια συμπληρωματική κατηγορία πλήρους γάλακτος, του οποίου η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες είναι μεγαλύτερη ή ίση προς 4,00 % (κατά μάζα),

(ii) μη τυποποιημένο πλήρες γάλα: γάλα του οποίου η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες δεν έχει τροποποιηθεί μετά το στάδιο της άμελξης, ούτε με προσθήκη ή αφαίρεση λιπαρών ουσιών του γάλακτος, ούτε με ανάμειξη με γάλα του οποίου έχει τροποποιηθεί η φυσική περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες. Ωστόσο, η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 3,50 % (κατά μάζα),

γ) το ημιαποκορυφωμένο γάλα: γάλα που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία και του οποίου η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες έχει μειωθεί σε 1,50 % (κατά μάζα) κατ’ ελάχιστο όριο έως 1,80 % (κατά μάζα) κατ’ ανώτατο όριο,

δ) το αποκορυφωμένο γάλα: γάλα που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία και του οποίου η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες έχει μειωθεί σε 0,50 % (κατά μάζα) κατ’ ανώτατο όριο.

Το θερμικά επεξεργασμένο γάλα που δεν πληροί τις απαιτήσεις ως προς την περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες που προβλέπονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του πρώτου εδαφίου θεωρείται γάλα κατανάλωσης, υπό τον όρο ότι η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες αναγράφεται στη συσκευασία επακριβώς, με ένα δεκαδικό ψηφίο, και ευανάγνωστα με τη μορφή «λιπαρές ουσίες … %». Το εν λόγω γάλα δεν περιγράφεται ως πλήρες γάλα, ημιαποκορυφωμένο γάλα ή αποκορυφωμένο γάλα.

2. Με την επιφύλαξη του σημείου 1 στοιχείο β) υπό ii), επιτρέπονται μόνον οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

α) η τροποποίηση της φυσικής περιεκτικότητας του γάλακτος σε λιπαρές ουσίες με αφαίρεση ή προσθήκη κρέμας ή με προσθήκη πλήρους, ημιαποκορυφωμένου ή αποκορυφωμένου γάλακτος, για να τηρηθούν οι περιεκτικότητες σε λιπαρές ουσίες που καθορίζονται για το γάλα κατανάλωσης,

β) ο εμπλουτισμός του γάλακτος με πρωτεΐνες γάλακτος, μεταλλικά άλατα ή βιταμίνες,

γ) η μείωση της περιεκτικότητας του γάλακτος σε λακτόζη, με την μετατροπή της σε γλυκόζη και γαλακτόζη.

Οι τροποποιήσεις της σύστασης του γάλακτος που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) επιτρέπονται μόνον εφόσον σημειώνονται στη συσκευασία του προϊόντος με τρόπο ευδιάκριτο, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο. Εντούτοις, η ένδειξη αυτή δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση επισήμανσης σχετικά με τις θρεπτικές ιδιότητες του προϊόντος, η οποία προβλέπεται από την οδηγία 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου ****. Σε περίπτωση εμπλουτισμού με πρωτεΐνες, η περιεκτικότητα του εμπλουτισμένου γάλακτος σε πρωτεΐνες πρέπει να είναι μεγαλύτερη ή ίση με 3,8 % (κατά μάζα).

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τις τροποποιήσεις της σύστασης του γάλακτος που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ).

3. Το γάλα κατανάλωσης πρέπει:

α) να έχει σημείο πήξης που να προσεγγίζει το μέσο σημείο πήξης που έχει καταγραφεί για το ανεπεξέργαστο γάλα στην περιοχή καταγωγής στην οποία έχει συλλεχθεί το γάλα κατανάλωσης,

β) να έχει μάζα μεγαλύτερη ή ίση με 1028 γραμμάρια ανά λίτρο, προκειμένου για γάλα με 3,5 % λιπαρών ουσιών (κατά μάζα) και σε θερμοκρασία 20°C, ή το ισοδύναμο βάρος ανά λίτρο προκειμένου για γάλα διαφορετικής περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες,

γ) να περιέχει ποσοστό πρωτεϊνών τουλάχιστον 2,9 % (κατά μάζα), προκειμένου για γάλα με 3,5 % λιπαρών ουσιών (κατά μάζα), ή ισοδύναμη συγκέντρωση προκειμένου για γάλα διαφορετικής περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες.

ΜΕΡΟΣ V. ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΚΡΕΑΤΟΣ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ

Το μέρος αυτό του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζεται για την εμπορία, εντός της Ένωσης, από επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής ή παροχής υπηρεσιών, ορισμένων τύπων και παρουσιάσεων κρέατος πουλερικών, καθώς και παρασκευασμάτων και προϊόντων με βάση κρέας ή παραπροϊόντα πουλερικών, των ακόλουθων ειδών

- Gallus domesticus,

- πάπιες,

- χήνες,

- γαλοπούλες,

- φραγκόκοτες.

Οι παρούσες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στο κρέας πουλερικών σε άρμη του κωδικού ΣΟ 0210 99 39.

I. Ορισμοί

(1) «κρέας πουλερικών»: κρέας πουλερικών, κατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, το οποίο δεν έχει υποστεί άλλη επεξεργασία πλην της ψύξης·

(2) «νωπό κρέας πουλερικών»: κρέας πουλερικών το οποίο δεν έχει σκληρυνθεί με τη διεργασία ψύξης ποτέ πριν από τη διατήρησή του σε θερμοκρασία όχι χαμηλότερη από – 2 °C και όχι υψηλότερη από + 4 °C. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ελαφρώς διαφορετικές απαιτήσεις θερμοκρασίας για το ελάχιστο αναγκαίο χρονικό διάστημα για τον τεμαχισμό και τον χειρισμό του νωπού κρέατος πουλερικών σε καταστήματα λιανικής πώλησης ή σε εγκαταστάσεις παρακείμενες στα σημεία πώλησης, εφόσον ο τεμαχισμός και ο χειρισμός πραγματοποιούνται μόνον για την απευθείας και επιτόπου πώληση στον καταναλωτή·

(3) «κατεψυγμένο κρέας πουλερικών»: κρέας πουλερικών το οποίο πρέπει να καταψύχεται το ταχύτερο δυνατόν, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών των συνήθων διαδικασιών σφαγής και το οποίο πρέπει να διατηρείται συνεχώς σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει τους – 12 °C·

(4) «κρέας πουλερικών βαθείας κατάψυξης»: κρέας πουλερικών το οποίο πρέπει να διατηρείται σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει ποτέ τους -18°C, εντός των ορίων ανοχής που προβλέπει η οδηγία 89/108/ΕΟΚ του Συμβουλίου *****·

(5) «παρασκεύασμα κρέατος πουλερικών»: κρέας πουλερικών συμπεριλαμβανομένου του κρέατος πουλερικών που έχει μετατραπεί σε λεπτά τεμάχια, στο οποίο έχουν προστεθεί τρόφιμα, καρυκεύματα ή πρόσθετα ή το οποίο έχει υποβληθεί σε επεξεργασίες που δεν μεταβάλλουν την εσωτερική δομή των μυϊκών ινών του κρέατος·

(6) «παρασκεύασμα νωπού κρέατος πουλερικών»: παρασκεύασμα κρέατος πουλερικών για το οποίο χρησιμοποιήθηκε νωπό κρέας πουλερικών·

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ελαφρώς διαφορετικές απαιτήσεις θερμοκρασίας για το ελάχιστο αναγκαίο χρονικό διάστημα και μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίο για τη διευκόλυνση του χειρισμού και του τεμαχισμού που γίνεται στο εργοστάσιο κατά την παραγωγή των παρασκευασμάτων νωπού κρέατος πουλερικών·

(7) «προϊόν με βάση κρέας πουλερικών»: προϊόν με βάση το κρέας, όπως ορίζεται στο παράρτημα I σημείο 7.1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 ******, για το οποίο χρησιμοποιήθηκε κρέας πουλερικών.

ΜΕΡΟΣ VI. ΛΙΠΑΡΕΣ ΥΛΕΣ ΓΙΑ ΕΠΑΛΕΙΨΗ

Τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 112στ δεν επιτρέπεται να διατίθενται ή να μεταφέρονται χωρίς μεταποίηση στον τελικό καταναλωτή, είτε απευθείας είτε μέσω εστιατορίων, νοσοκομείων, κυλικείων ή άλλων παρόμοιων μονάδων ομαδικής εστίασης, εκτός εάν πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος.

Οι ονομασίες πώλησης των εν λόγω προϊόντων προσδιορίζονται στο παρόν μέρος.

Οι κατωτέρω ονομασίες πώλησης προορίζονται για τα προϊόντα που ορίζονται με τους ακόλουθους κωδικούς ΣΟ και έχουν κατά βάρος περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες τουλάχιστον 10%, αλλά κάτω του 90%:

α) λιπαρές ύλες γάλακτος των κωδικών ΣΟ 0405 και ex2106,

β) λιπαρές ύλες του κωδικού ΣΟ ex1517,

γ) λιπαρές ύλες που αποτελούνται από φυτικά ή/και ζωικά προϊόντα των κωδικών ΣΟ ex 1517 και ex 2106.

Η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες χωρίς άλας ισούται με τα δύο τρίτα τουλάχιστον της ξηράς ουσίας.

Ωστόσο, αυτές οι ονομασίες πώλησης εφαρμόζονται μόνον στα προϊόντα που παραμένουν σε στερεά κατάσταση σε θερμοκρασία 20°C και είναι κατάλληλα για επάλειψη.

Οι ορισμοί αυτοί δεν ισχύουν:

α) για την ονομασία προϊόντων, των οποίων η ακριβής φύση είναι γνωστή λόγω παραδοσιακής πρακτικής ή/και όταν οι ονομασίες χρησιμοποιούνται σαφώς για να δηλώσουν μια χαρακτηριστική ιδιότητα του προϊόντος,

β) για τα συμπυκνωμένα προϊόντα (βούτυρο, μαργαρίνη, μείγματα) των οποίων η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες είναι ίση ή μεγαλύτερη του 90 %.

Ομάδα λιπαρών ουσιών | Ονομασίες πώλησης | Κατηγορίες προϊόντων |

Ορισμοί | Συμπληρωματική περιγραφή της κατηγορίας με ένδειξη του ποσοστού περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες κατά βάρος |

Α. Γαλακτικές λιπαρές ύλες Προϊόντα με τη μορφή στερεού ευμάλακτου γαλακτώματος, και κυρίως γαλακτώματος λιπαρής ύλης σε νερό, προερχόμενα αποκλειστικά από γάλα ή/και από ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα, των οποίων οι λιπαρές ύλες είναι το κυριότερο αξιοποιήσιμο συστατικό. Εντούτοις, μπορούν να προστίθενται και άλλες ουσίες αναγκαίες για την παρασκευή τους, εφόσον οι εν λόγω ουσίες δεν χρησιμοποιούνται για να αντικατασταθεί, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, οποιοδήποτε συστατικό του γάλακτος. | 1. Βούτυρο 2. Βούτυρο τριών τετάρτων (*) 3. Ημιβούτυρο (**) 4. Γαλακτική λιπαρή ύλη για επάλειψη X % | Το προϊόν που έχει περιεκτικότητα σε γαλακτικές λιπαρές ουσίες ίση ή μεγαλύτερη από 80 % και μικρότερη από 90 %, μέγιστη περιεκτικότητα σε νερό 16 % και μέγιστη περιεκτικότητα σε στερεό υπόλειμμα χωρίς λίπος 2 %. Το προϊόν το οποίο έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες γάλακτος τουλάχιστον 60 % και 62 % κατ' ανώτατο όριο. Το προϊόν το οποίο έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες γάλακτος τουλάχιστον 39 % και 41 % κατ' ανώτατο όριο. Το προϊόν το οποίο έχει την ακόλουθη περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες γάλακτος: - κάτω του 39 %, - άνω του 41 % και κάτω του 60 %, - άνω του 62 % και κάτω του 80 %. |

Β. Λιπαρές ύλες Προϊόντα με τη μορφή στερεού ευμάλακτου γαλακτώματος, και κυρίως γαλακτώματος λιπαρής ύλης σε νερό, που προέρχονται από στερεές ή/και υγρές φυτικές ή/και ζωικές λιπαρές ύλες κατάλληλες για κατανάλωση από τον άνθρωπο και των οποίων η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες γάλακτος δεν υπερβαίνει το 3 % της περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες. | 1. Μαργαρίνη 2. Μαργαρίνη τριών τετάρτων (***) 3. Ημιμαργαρίνη (****) 4. Λιπαρή ύλη για επάλειψη X % | Το προϊόν που λαμβάνεται από φυτικές ή/και ζωικές λιπαρές ύλες και έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες τουλάχιστον 80 % και μικρότερη του 90 %. Το προϊόν που λαμβάνεται από φυτικές ή/και ζωικές λιπαρές ύλες και έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες τουλάχιστον 60 % και μικρότερη του 62 %. Το προϊόν που λαμβάνεται από φυτικές ή/και ζωικές λιπαρές ύλες και έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες τουλάχιστον 39 % και μικρότερη του 41 %. Το προϊόν που λαμβάνεται από φυτικές ή/και ζωικές λιπαρές ύλες και έχει την ακόλουθη περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες: - κάτω του 39 %, - άνω του 41 % και κάτω του 60 %, - άνω του 62 % και κάτω του 80 %. |

Ομάδα λιπαρών ουσιών | Ονομασίες πώλησης | Κατηγορίες προϊόντων |

Ορισμοί | Συμπληρωματική περιγραφή της κατηγορίας με ένδειξη του ποσοστού περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες κατά βάρος |

Γ. Λιπαρές ύλες που αποτελούνται από φυτικά ή/και ζωικά προϊόντα Προϊόντα με τη μορφή στερεού και ευμάλακτου γαλακτώματος, κυρίως γαλακτώματος λιπαρής ύλης σε νερό, που προέρχονται από στερεές ή/και υγρές φυτικές ή/και ζωικές λιπαρές ύλες κατάλληλες για κατανάλωση από τον άνθρωπο και έχουν περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες γάλακτος μεταξύ 10 % και 80 % της περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες. | 1. Ανάμικτη λιπαρή ύλη 2. Ανάμικτη λιπαρή ύλη τριών τετάρτων (*****) 3. Ανάμικτη ημιλιπαρή ύλη (******) 4. Μίγμα λιπαρών υλών για επάλειψη X % | Το προϊόν που λαμβάνεται από μείγμα φυτικών ή/και ζωικών λιπαρών υλών και έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες τουλάχιστον 80 % και μικρότερη του 90 %. Το προϊόν που λαμβάνεται από μείγμα φυτικών ή/και ζωικών λιπαρών υλών και έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες τουλάχιστον 60 % και μικρότερη του 62 %. Το προϊόν που λαμβάνεται από μείγμα φυτικών ή/και ζωικών λιπαρών υλών και έχει περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες τουλάχιστον 39 % και μικρότερη του 41 %. Το προϊόν που λαμβάνεται από μείγμα φυτικών ή/και ζωικών λιπαρών υλών και έχει την ακόλουθη περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες: - κάτω του 39 %, - άνω του 41 % και κάτω του 60 %, - άνω του 62 % και κάτω του 80 %. |

(*) Στη δανική γλώσσα «smør 60». (**) Στη δανική γλώσσα «smør 40». (***) Στη δανική γλώσσα «margarine 60». (****) Στη δανική γλώσσα «margarine 40». (*****) Στη δανική γλώσσα «blandingsprodukt 60». (******) Στη δανική γλώσσα «blandingsprodukt 40». |

Σημείωση: Η περιεκτικότητα των αναφερόμενων στο παρόν μέρος προϊόντων σε λιπαρές ουσίες γάλακτος μπορεί να μεταβάλλεται μόνο με φυσικές μεθόδους.

ΜΕΡΟΣ VII. ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΕΛΑΙΟΛΑΔΩΝ ΚΑΙ ΠΥΡΗΝΕΛΑΙΩΝ

Η χρήση των περιγραφών και των ορισμών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων που εμφαίνονται στο παρόν μέρος είναι υποχρεωτική όσον αφορά την εμπορία των εν λόγω προϊόντων εντός της Ένωσης, καθώς και στο εμπόριο με τρίτες χώρες, εφόσον είναι συμβατή με διεθνείς υποχρεωτικούς κανόνες.

Μόνον τα έλαια που αναφέρονται στο σημείο 1 στοιχεία α) και β) και στα σημεία 3 και 6 του παρόντος μέρους μπορούν να διατίθενται στο λιανικό εμπόριο.

(1) Παρθένα ελαιόλαδα

Έλαια λαμβανόμενα από τον ελαιόκαρπο μόνο με μηχανικές ή άλλες φυσικές μεθόδους σε συνθήκες που δεν προκαλούν αλλοίωση του ελαίου, και τα οποία δεν έχουν υποστεί καμία άλλη επεξεργασία πλην της πλύσης, της μετάγγισης, της φυγοκέντρισης και της διήθησης· εξαιρούνται τα έλαια που λαμβάνονται με διαλύτες, με βοηθητικές ύλες παραλαβής που έχουν χημική ή βιοχημική δράση ή με μεθόδους επανεστεροποίησης και τα μείγματα με έλαια άλλου είδους.

Τα παρθένα ελαιόλαδα κατατάσσονται αποκλειστικά και περιγράφονται με τις ακόλουθες ονομασίες:

α) Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο

Παρθένο ελαιόλαδο του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει τα 0,8 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτή.

β) Παρθένο ελαιόλαδο

Παρθένο ελαιόλαδο του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει τα 2 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτή.

γ) Ελαιόλαδο λαμπάντε

Παρθένο ελαιόλαδο του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, υπερβαίνει τα 2 g ανά 100 g ή/και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτή.

(2) Εξευγενισμένο ελαιόλαδο

Ελαιόλαδο λαμβανόμενο από τον εξευγενισμό παρθένων ελαιολάδων, του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει τα 0,3 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτή.

(3) Ελαιόλαδο - αποτελούμενο από εξευγενισμένα και παρθένα ελαιόλαδα

Ελαιόλαδο που λαμβάνεται με ανάμειξη εξευγενισμένου ελαιόλαδου και παρθένων ελαιόλαδων, εκτός από το ελαιόλαδο λαμπάντε, του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει το 1 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτή.

(4) Ακατέργαστο πυρηνέλαιο

Έλαιο που λαμβάνεται από τους πυρήνες της ελιάς κατόπιν επεξεργασίας με διαλύτες ή με φυσικά μέσα ή έλαιο που αντιστοιχεί, με εξαίρεση ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε ελαιόλαδο λαμπάντε· εξαιρούνται τα έλαια που λαμβάνονται με διεργασίες επανεστεροποίησης και τα μείγματα με έλαια άλλου είδους και των οποίων τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτή.

(5) Εξευγενισμένο πυρηνέλαιο

Έλαιο που προκύπτει από τον εξευγενισμό ακατέργαστου πυρηνελαίου, του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει τα 0,3 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτή.

(6) Πυρηνέλαιο

Έλαιο που λαμβάνεται με ανάμειξη εξευγενισμένου πυρηνελαίου και παρθένων ελαιολάδων, εκτός από το ελαιόλαδο λαμπάντε, του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν υπερβαίνει το 1 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την κατηγορία αυτή.

Προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα

Αμπελουργικές ζώνες

Οι αμπελουργικές ζώνες είναι οι ακόλουθες:

(1) Η αμπελουργική ζώνη Α περιλαμβάνει:

α) στη Γερμανία: τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο σημείο 2 στοιχείο α)·

β) στο Λουξεμβούργο: την αμπελουργική περιοχή του Λουξεμβούργου·

γ) στο Βέλγιο, τη Δανία, την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο: τις αμπελουργικές εκτάσεις των χωρών αυτών·

δ) στην Τσεχική Δημοκρατία: την αμπελουργική περιοχή Čechy.

(2) Η αμπελουργική ζώνη Β περιλαμβάνει:

α) στη Γερμανία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στην καθορισμένη περιοχή Baden·

β) στη Γαλλία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στα διαμερίσματα που δεν αναφέρονται στο παρόν παράρτημα, καθώς και στα ακόλουθα διαμερίσματα:

- Αλσατία: Bas-Rhin, Haut-Rhin,

- Λωρραίνη: Meurthe-et-Moselle, Meuse, Moselle, Vosges,

- Καμπανία: Aisne, Aube, Marne, Haute-Marne, Seine-et-Marne,

- Jura: Ain, Doubs, Jura, Haute-Saône,

- Σαβοΐα: Savoie, Haute-Savoie, Isère (κοινότητα Chapareillan),

- Val de Loire (Κοιλάδα του Λίγηρα): Cher, Deux-Sèvres, Indre, Indre-et-Loire, Loir-et-Cher, Loire-Atlantique, Loiret, Maine-et-Loire, Sarthe, Vendée, Vienne, καθώς και τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στο υποδιαμέρισμα (arrondissement) Cosne-sur-Loire του διαμερίσματος Nièvre·

γ) στην Αυστρία, την αμπελουργική έκταση της Αυστρίας·

δ) στην Τσεχική Δημοκρατία, την αμπελουργική περιοχή Morava και τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας που δεν περιλαμβάνονται στο σημείο 1 στοιχείο δ)·

ε) στη Σλοβακία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις ακόλουθες περιφέρειες: Malokarpatská vinohradnícka oblast’, Južnoslovenská vinohradnícka oblast’, Nitrianska vinohradnícka oblast’, Stredoslovenská vinohradnícka oblast’, Východoslovenská vinohradnícka oblast’ και τις αμπελουργικές εκτάσεις που δεν περιλαμβάνονται στο σημείο 3 στοιχείο στ)·

στ) στη Σλοβενία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις ακόλουθες περιφέρειες:

- περιφέρεια Podravje: Štajerska Slovenija, Prekmurje,

- περιφέρεια Posavje: Bizeljsko Sremič, Dolenjska και Bela krajina, και τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας που δεν περιλαμβάνονται στο σημείο 4 στοιχείο δ)·

ζ) στη Ρουμανία, την περιοχή Podișul Transilvaniei.

(3) Η αμπελουργική ζώνη Γ I περιλαμβάνει:

α) στη Γαλλία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας:

- στα ακόλουθα διαμερίσματα: Allier, Alpes-de-Haute-Provence, Hautes-Alpes, Alpes-Maritimes, Ariège, Aveyron, Cantal, Charente, Charente-Maritime, Corrèze, Côte-d’Or, Dordogne, Haute-Garonne, Gers, Gironde, Isère (εκτός από την κοινότητα Chapareillan), Landes, Loire, Haute-Loire, Lot, Lot-et-Garonne, Lozère, Nièvre (εκτός από το υποδιαμέρισμα Cosne-sur-Loire), Puy-de-Dôme, Pyrénées-Atlantiques, Hautes-Pyrénées, Rhône, Saône-et-Loire, Tarn, Tarn-et-Garonne, Haute-Vienne, Yonne,

- στα υποδιαμερίσματα Valence και Die του διαμερίσματος Drôme (εκτός από τα καντόνια Dieulefit, Loriol, Marsanne και Montélimar),

- στο υποδιαμέρισμα Tournon του διαμερίσματος Ardèche, στα καντόνια Antraigues, Buzet, Courcouron, Montpezat-sous-Bauzon, Privas, Saint-Etienne de Lugdarès, Saint-Pierreville, Valgorge και la Voulte-sur-Rhône·

β) στην Ιταλία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στην περιφέρεια Val d’Aosta και στις επαρχίες Sondrio, Bolzano, Trento και Belluno·

γ) στην Ισπανία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις επαρχίες A Coruña, Asturias, Cantabria, Guipúzcoa και Vizcaya·

δ) στην Πορτογαλία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στο τμήμα της περιφέρειας Norte το οποίο αντιστοιχεί στην καθορισμένη αμπελουργική περιοχή του «Vinho Verde», καθώς και στα «Concelhos de Bombarral, Lourinhã, Mafra e Torres Vedras» (εξαιρουμένων των «Freguesias da Carvoeira e Dois Portos»), που ανήκουν στη «Região viticola da Extramadura»·

ε) στην Ουγγαρία, όλες τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας·

στ) στη Σλοβακία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στο Tokajská vinohradnícka oblast·

ζ) στη Ρουμανία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας που δεν περιλαμβάνονται στο σημείο 2 στοιχείο ζ) ούτε στο σημείο 4 στοιχείο στ).

(4) Η αμπελουργική ζώνη Γ II περιλαμβάνει:

α) στη Γαλλία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας:

- στα ακόλουθα διαμερίσματα: Aude, Bouches-du-Rhône, Gard, Hérault, Pyrénées-Orientales (εκτός από τα καντόνια Olette και Arles-sur-Tech), Vaucluse,

- στο τμήμα του διαμερίσματος Var που οριοθετείται νοτίως από το βόρειο όριο των κοινοτήτων Evenos, Le Beausset, Solliès-Toucas, Cuers, Puget-Ville, Collobrières, La Garde-Freinet, Plan-de-la-Tour και Sainte-Maxime,

- στο υποδιαμέρισμα Nyons και στο καντόνι Loriol-sur- Drôme του διαμερίσματος Drôme,

- στα τμήματα του διαμερίσματος Ardèche που δεν απαριθμούνται στο σημείο 3 στοιχείο α)·

β) στην Ιταλία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις ακόλουθες περιφέρειες: Abruzzo, Campania, Emilia-Romagna, Friuli-Venezia Giulia, Lazio, Liguria, Lombardia (εκτός από την επαρχία Sondrio), Marche, Molise, Piemonte, Toscana, Umbria, Veneto (εκτός από την επαρχία Belluno), συμπεριλαμβανομένων των νησιών που ανήκουν στις περιφέρειες αυτές, όπως η Έλβα και τα άλλα νησιά του αρχιπελάγους της Τοσκάνης, τα νησιά Ponziane, το Κάπρι και η Ίσκια·

γ) στην Ισπανία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις ακόλουθες επαρχίες:

- Lugo, Orense, Pontevedra,

- Ávila (εκτός από τις κοινότητες που αντιστοιχούν στην καθορισμένη αμπελουργική περιοχή «comarca» του Cebreros), Burgos, León, Palencia, Salamanca, Segovia, Soria, Valladolid, Zamora,

- La Rioja,

- Álava,

- Navarra,

- Huesca,

- Barcelona, Girona, Lleida,

- στο τμήμα της επαρχίας Zaragoza που εκτείνεται βορείως του ποταμού Ebro,

- στις κοινότητες της επαρχίας Tarragona που περιλαμβάνονται στην ονομασία προέλευσης Penedés,

- στο τμήμα της επαρχίας Tarragona που αντιστοιχεί στην καθορισμένη αμπελουργική περιοχή «comarca» της Conca de Barberá·

δ) στη Σλοβενία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις ακόλουθες περιφέρειες: Brda ή Goriška Brda, Vipavska dolina ή Vipava, Kras και Slovenska Istra·

ε) στη Βουλγαρία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις ακόλουθες περιφέρειες: Dunavska Ravnina (Дунавска равнина), Chernomorski Rayon (Черноморски район), Rozova Dolina (Розова долина)·

στ) στη Ρουμανία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις ακόλουθες περιφέρειες:

Dealurile Buzăului, Dealu Mare, Severinului και Plaiurile Drâncei, Colinele Dobrogei, Terasele Dunării, τη νότια αμπελουργική περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των αμμωδών εκτάσεων, και άλλες ευνοϊκές περιοχές.

(5) Η αμπελουργική ζώνη Γ ΙΙΙ α) περιλαμβάνει:

α) στην Ελλάδα, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στους ακόλουθους νομούς: Φλωρίνης, Ημαθίας, Κιλκίς, Γρεβενών, Λαρίσης, Ιωαννίνων, Λευκάδας, Αχαΐας, Μεσσηνίας, Αρκαδίας, Κορινθίας, Ηρακλείου, Χανίων, Ρεθύμνης, Σάμου, Λασιθίου, καθώς και στο νησί Σαντορίνη·

β) στην Κύπρο, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας που βρίσκονται σε υψόμετρο άνω των 600 μέτρων·

γ) στη Βουλγαρία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας που δεν περιλαμβάνονται στο σημείο 4 στοιχείο ε).

(6) Η αμπελουργική ζώνη Γ III β) περιλαμβάνει:

α) στη Γαλλία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας:

- στα διαμερίσματα της Κορσικής,

- στο τμήμα του διαμερίσματος Var που βρίσκεται μεταξύ της θάλασσας και μιας γραμμής που οριοθετείται από τους δήμους του Evenos (συμπεριλαμβανομένων και αυτών), Le Beausset, Solliès-Toucas, Cuers, Puget-Ville, Collobrières, La Garde-Freinet, Plan-de-la-Tour και Sainte-Maxime,

- στα καντόνια Olette και Arles-sur-Tech στο διαμέρισμα των Pyrénées Orientales·

β) στην Ιταλία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις ακόλουθες περιφέρειες: Calabria, Basilicata, Apulia, Sardegna και Sicilia, συμπεριλαμβανομένων των νησιών που ανήκουν στις περιφέρειες αυτές, όπως η Pantelleria, το Lipari και τα νησιά Egadi και Pelagie (Πελαγικά)·

γ) στην Ελλάδα, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας που δεν απαριθμούνται στο σημείο 5 στοιχείο α)·

δ) στην Ισπανία: τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας που δεν περιλαμβάνονται στο σημείο 3 στοιχείο γ) ούτε στο σημείο 4 στοιχείο γ)·

ε) στην Πορτογαλία, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στις περιοχές που δεν περιλαμβάνονται στο σημείο 3 στοιχείο δ)·

στ) στην Κύπρο, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας που βρίσκονται σε υψόμετρο το οποίο δεν υπερβαίνει τα 600 μέτρα·

ζ) στη Μάλτα, τις εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας.

Η οριοθέτηση των εδαφών που καλύπτονται από τις αναφερόμενες στο παρόν παράρτημα διοικητικές ενότητες προκύπτει από τις εθνικές διατάξεις που ίσχυαν στις 15 Δεκεμβρίου 1981 και, όσον αφορά την Ισπανία και την Πορτογαλία, από τις εθνικές διατάξεις που ίσχυαν την 1η Μαρτίου 1986 και την 1η Μαρτίου 1998, αντίστοιχα.»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIIβ Διεθνείς οργανισμοί αναφερόμενοι στο άρθρο 112β παράγραφος 3

- Codex Alimentarius

- Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIIγ

Μέρος I

ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ, ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΟΞΥΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΞΥΤΗΤΑΣ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ

Α. Όρια εμπλουτισμού

1. Όταν το επιβάλλουν οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε ορισμένες αμπελουργικές ζώνες της Ένωσης που αναφέρονται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ενίσχυση του φυσικού κατ’ όγκο αλκοολικού τίτλου των νωπών σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση, του νεαρού οίνου που βρίσκεται ακόμη σε κατάσταση ζύμωσης και του οίνου που παράγονται από οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου ταξινομήσιμες σύμφωνα με το άρθρο 112θ.

2 Η αύξηση του φυσικού κατ’ όγκο αλκοολικού τίτλου επιτυγχάνεται με τις οινολογικές πρακτικές που αναφέρονται στο τμήμα Β και δεν υπερβαίνει τα ακόλουθα όρια:

α) 3 % vol. στην αμπελουργική ζώνη Α που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα·

β) 2 % vol. στην αμπελουργική ζώνη Β που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα·

γ) 1,5 % vol. στις αμπελουργικές ζώνες Γ που αναφέρονται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα.

3 Κατά τα έτη στη διάρκεια των οποίων επικρατούν εξαιρετικά δυσμενείς κλιματικές συνθήκες, τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν αύξηση του ή των ορίων που καθορίζονται στο σημείο 2 κατά 0,5 %. Ανταποκρινόμενη στο αίτημα αυτό, η Επιτροπή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 112ιε στοιχείο δ), εκδίδει τη σχετική εκτελεστική πράξη το συντομότερο δυνατόν. Η Επιτροπή καταβάλλει προσπάθεια να αποφανθεί εντός τεσσάρων εβδομάδων από την κατάθεση του αιτήματος.

Β. Επεξεργασίες εμπλουτισμού

1. Η αύξηση του φυσικού κατ’ όγκο αλκοολικού τίτλου που προβλέπεται στο τμήμα Α επιτυγχάνεται με τους εξής τρόπους και μόνο:

α) όσον αφορά τα νωπά σταφύλια, το γλεύκος σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση ή τον νεαρό οίνο που βρίσκεται ακόμη σε κατάσταση ζύμωσης, με την προσθήκη σακχαρόζης, συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών ή διορθωμένου συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών·

β) όσον αφορά το γλεύκος σταφυλιών, με την προσθήκη σακχαρόζης, συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών ή διορθωμένου συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών ή με μερική συμπύκνωση, συμπεριλαμβανομένης της αντίστροφης όσμωσης·

γ) όσον αφορά τον οίνο, με μερική συμπύκνωση με ψύξη.

2. Η εφαρμογή μιας από τις μεθόδους που αναφέρονται στο σημείο 1, αποκλείει την εφαρμογή όλων των υπολοίπων, εφόσον ο οίνος ή το γλεύκος σταφυλιών εμπλουτίζεται με συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών ή διορθωμένο γλεύκος σταφυλιών και καταβάλλεται ενίσχυση βάσει του άρθρου 103κε.

3. Η προσθήκη σακχαρόζης κατά τα προβλεπόμενα στο σημείο 1 στοιχεία α) και β) επιτρέπεται να γίνεται μόνο με προσθήκη ξηρής ζάχαρης και μόνο στις εξής περιοχές:

α) αμπελουργική ζώνη Α που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα·

β) αμπελουργική ζώνη Β που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα·

γ) αμπελουργική ζώνη Γ που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα,

με εξαίρεση τους αμπελώνες της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Κύπρου και τους αμπελώνες των γαλλικών διαμερισμάτων υπό τη δικαιοδοσία των εφετείων των εξής πόλεων:

- Aix-en-Provence,

- Nîmes,

- Montpellier,

- Toulouse,

- Agen,

- Pau,

- Bordeaux,

- Bastia.

Ωστόσο, ο εμπλουτισμός με προσθήκη ξηρής ζάχαρης μπορεί να επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση από τις εθνικές αρχές στα ανωτέρω γαλλικά διαμερίσματα. Η Γαλλία κοινοποιεί άνευ χρονοτριβής στην Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη κάθε σχετική έγκριση.

4. Η προσθήκη συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών ή διορθωμένου συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του αρχικού όγκου των νωπών σταφυλιών που έχουν υποστεί έκθλιψη, του γλεύκους σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση ή του νεαρού οίνου που βρίσκεται ακόμη σε κατάσταση ζύμωσης, περισσότερο από 11 % στην αμπελουργική ζώνη Α, 8 % στην αμπελουργική ζώνη Β και 6,5 % στην αμπελουργική ζώνη Γ, που αναφέρονται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα.

5. Η συμπύκνωση του γλεύκους σταφυλιών ή του οίνου που υποβάλλεται στις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 επεξεργασίες:

α) δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του αρχικού όγκου των εν λόγω προϊόντων σε ποσοστό άνω του 20 %·

β) κατά παρέκκλιση των διατάξεων του τμήματος Α σημείο 2 στοιχείο γ), δεν προκαλεί αύξηση του φυσικού αλκοολικού τίτλου των εν λόγω προϊόντων μεγαλύτερη από 2 % vol.

6. Οι επεξεργασίες που αναφέρονται στα σημεία 1 και 5 δεν αυξάνουν τον ολικό αλκοολικό τίτλο των νωπών σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση, του νεαρού οίνου που βρίσκεται ακόμη σε κατάσταση ζύμωσης και του οίνου:

α) στην αμπελουργική ζώνη Α που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα, σε περισσότερο από 11,5 % vol.·

β) στην αμπελουργική ζώνη Β που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα, σε περισσότερο από 12 % vol.·

γ) στην αμπελουργική ζώνη Γ I που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα, σε περισσότερο από 12,5 % vol.·

δ) στην αμπελουργική ζώνη Γ ΙΙ που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα, σε περισσότερο από 13 % vol.· και

ε) στην αμπελουργική ζώνη Γ ΙΙΙ που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα, σε περισσότερο από 13,5 % vol.

7. Κατά παρέκκλιση του σημείου 6, τα κράτη μέλη μπορούν:

α) για τον ερυθρό οίνο, να αυξήσουν το ανώτατο όριο ολικού αλκοολικού τίτλου των προϊόντων που αναφέρονται στο σημείο 6 σε 12 % vol. στην αμπελουργική ζώνη Α και σε 12,5 % vol. στην αμπελουργική ζώνη Β, που αναφέρονται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα·

β) για την παραγωγή οίνων με ονομασία προέλευσης, να αυξήσουν τον ολικό κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο των προϊόντων που αναφέρονται στο σημείο 6 σε επίπεδο που θα καθοριστεί από τα κράτη μέλη.

Γ. Αύξηση και μείωση της οξύτητας

1. Τα νωπά σταφύλια, το γλεύκος σταφυλιών, το γλεύκος σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση, ο νεαρός οίνος που βρίσκεται ακόμη σε κατάσταση ζύμωσης και ο οίνος επιτρέπεται να υποβάλλονται σε:

α) μείωση της οξύτητας στις αμπελουργικές ζώνες Α, Β και Γ I που αναφέρονται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα·

β) αύξηση και μείωση της οξύτητας στις αμπελουργικές ζώνες Γ Ι, Γ II και Γ III α) που αναφέρονται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα, με την επιφύλαξη του σημείου 7 του παρόντος τμήματος· ή

γ) αύξηση της οξύτητας στην αμπελουργική ζώνη Γ III β) που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα.

2. Η οξύτητα των προϊόντων που αναφέρονται στο σημείο 1, πλην του οίνου, επιτρέπεται να αυξάνεται μόνο μέχρι το ανώτατο όριο του 1,50 γραμμαρίου ανά λίτρο, εκφραζόμενη σε τρυγικό οξύ, ή των 20 χιλιοστοϊσοδυνάμων ανά λίτρο.

3. Η οξύτητα των οίνων επιτρέπεται να αυξάνεται μόνο μέχρι το ανώτατο όριο των 2,50 γραμμαρίων ανά λίτρο, εκφραζόμενη σε τρυγικό οξύ, ή των 33,3 χιλιοστοϊσοδυνάμων ανά λίτρο.

4. Η οξύτητα των οίνων επιτρέπεται να μειώνεται μόνο μέχρι το ανώτατο όριο του 1 γραμμαρίου ανά λίτρο, εκφραζόμενη σε τρυγικό οξύ, ή των 13,3 χιλιοστοϊσοδυνάμων ανά λίτρο.

5. Επιτρέπεται η μερική μείωση της οξύτητας του γλεύκους σταφυλιών που προορίζεται για συμπύκνωση.

6. Κατά παρέκκλιση του σημείου 1, κατά τα έτη στη διάρκεια των οποίων επικρατούν έκτακτες κλιματικές συνθήκες, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν αύξηση της οξύτητας των προϊόντων που αναφέρονται στο σημείο 1 στις αμπελουργικές ζώνες Α και Β που αναφέρονται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα, υπό τους όρους των σημείων 2 και 3 του παρόντος τμήματος.

7. Η αύξηση της οξύτητας και ο εμπλουτισμός, εκτός παρεκκλίσεων που εγκρίνονται από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1, όπως επίσης η αύξηση και η μείωση της οξύτητας του ίδιου προϊόντος, αποκλείονται αμοιβαία.

Δ. Επεξεργασίες

1. Καθεμία από τις επεξεργασίες που αναφέρονται στα τμήματα Β και Γ, εκτός από την αύξηση και τη μείωση της οξύτητας των οίνων, επιτρέπεται μόνον εφόσον επιτελείται, υπό τους όρους που θα καθοριστούν από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1, κατά τη διάρκεια της μεταποίησης των νωπών σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών, του γλεύκους σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση και του νεαρού οίνου που βρίσκεται ακόμη σε κατάσταση ζύμωσης, σε οίνο ή άλλο ποτό που προορίζεται για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο και αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εκτός από τον αφρώδη ή αεριούχο αφρώδη οίνο, στην αμπελουργική ζώνη όπου συγκομίστηκαν τα χρησιμοποιούμενα νωπά σταφύλια.

2. Η συμπύκνωση των οίνων πραγματοποιείται στην αμπελουργική ζώνη όπου συγκομίστηκαν τα χρησιμοποιούμενα νωπά σταφύλια.

3. Η αύξηση και η μείωση της οξύτητας των οίνων πραγματοποιούνται μόνο στην επιχείρηση οινοποίησης και στην αμπελουργική ζώνη όπου συγκομίστηκαν τα σταφύλια που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του εκάστοτε οίνου.

4. Καθεμία από τις επεξεργασίες που αναφέρονται στα σημεία 1, 2 και 3 δηλώνεται στις αρμόδιες αρχές. Το ίδιο ισχύει και για τις ποσότητες συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών, διορθωμένου συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών ή σακχαρόζης τις οποίες έχουν στην κατοχή τους, για την άσκηση του επαγγέλματός τους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ομάδες προσώπων, ειδικότερα παραγωγοί, εμφιαλωτές, μεταποιητές και έμποροι που θα προσδιοριστούν από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1, κατά τον ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο με νωπά σταφύλια, γλεύκος σταφυλιών, γλεύκος σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση ή οίνο χύμα. Εντούτοις, η δήλωση αυτών των ποσοτήτων μπορεί να αντικαθίσταται από την εγγραφή τους σε βιβλίο εισερχομένων και εξερχομένων.

5. Καθεμία από τις επεξεργασίες που αναφέρονται στα τμήματα Β και Γ καταγράφεται στο προβλεπόμενο στο άρθρο 185γ συνοδευτικό έγγραφο, το οποίο συνοδεύει κατά την θέση τους σε κυκλοφορία τα προϊόντα που έχουν υποστεί τις εν λόγω επεξεργασίες.

6. Εκτός παρεκκλίσεων που δικαιολογούνται από έκτακτες κλιματικές συνθήκες, οι εν λόγω επεξεργασίες δεν επιτελούνται:

α) μετά την 1η Ιανουαρίου, στην αμπελουργική ζώνη Γ που αναφέρεται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα·

β) μετά τις 16 Μαρτίου, στις αμπελουργικές ζώνες Α και Β που αναφέρονται στο προσάρτημα του μέρους ΙΙ του παραρτήματος ΧΙΙα και στις εν λόγω επεξεργασίες υποβάλλονται μόνο αμπελουργικά προϊόντα της αμέσως προηγούμενης των ημερομηνιών αυτών εσοδείας.

7. Κατά παρέκκλιση του σημείου 6, η συμπύκνωση με ψύξη, καθώς και η αύξηση και η μείωση της οξύτητας των οίνων, μπορούν να πραγματοποιούνται καθ’ όλο το έτος.

Μέρος ΙΙ

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Α. Γενικά

1. Όλες οι επιτρεπόμενες οινολογικές πρακτικές αποκλείουν την προσθήκη νερού, εκτός εάν αυτή υπαγορεύεται από ειδικές τεχνικές ανάγκες.

2. Όλες οι επιτρεπόμενες οινολογικές πρακτικές αποκλείουν την προσθήκη αλκοόλης, εξαιρουμένων εκείνων με τις οποίες παράγονται γλεύκος νωπών σταφυλιών του οποίου η ζύμωση έπαυσε με την προσθήκη αλκοόλης, οίνος λικέρ, αφρώδης οίνος, αλκοολωμένος οίνος για απόσταξη και ημιαφρώδης οίνος.

3. Ο αλκοολωμένος οίνος για απόσταξη χρησιμοποιείται μόνο για απόσταξη.

Β. Νωπά σταφύλια, γλεύκος σταφυλιών και χυμός σταφυλιών

1. Το γλεύκος νωπών σταφυλιών του οποίου η ζύμωση έπαυσε με την προσθήκη αλκοόλης χρησιμοποιείται μόνο κατά το στάδιο της παρασκευής προϊόντων που δεν υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2204 10, 2204 21 και 2204 29, με την επιφύλαξη περιοριστικότερων διατάξεων τις οποίες μπορούν να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη στην παρασκευή, στην επικράτειά τους, των προϊόντων που δεν υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2204 10, 2204 21 και 2204 29.

2. Ο χυμός σταφυλιών και ο συμπυκνωμένος χυμός σταφυλιών δεν οινοποιούνται ούτε προστίθενται σε οίνο. Απαγορεύεται η αλκοολική ζύμωση των προϊόντων αυτών στο έδαφος της Ένωσης.

3. Οι διατάξεις των σημείων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα που προορίζονται για την παραγωγή, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιρλανδία και στην Πολωνία, προϊόντων που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 2206 00, για τα οποία μπορεί να επιτρέπεται από τα κράτη μέλη η χρησιμοποίηση σύνθετης ονομασίας που περιλαμβάνει την ονομασία πώλησης «οίνος».

4. Το γλεύκος σταφυλιών από λιαστά σταφύλια που έχει υποστεί μερική ζύμωση διατίθεται στην αγορά μόνο για την παρασκευή οίνων λικέρ μόνο στις αμπελουργικές ζώνες όπου η χρήση του αυτή ήταν παραδοσιακή την 1η Ιανουαρίου 1985, καθώς και οίνων από υπερώριμα σταφύλια.

5. Με την επιφύλαξη διαφορετικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ για την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης, τα νωπά σταφύλια, το γλεύκος σταφυλιών, το γλεύκος σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση, το συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών, το διορθωμένο συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών, το γλεύκος σταφυλιών του οποίου η ζύμωση έπαυσε με την προσθήκη αλκοόλης, ο χυμός σταφυλιών, ο συμπυκνωμένος χυμός σταφυλιών και ο οίνος ή μείγματα των προϊόντων αυτών, καταγωγής τρίτων χωρών δεν επιτρέπεται να μετατρέπονται σε προϊόντα που αναφέρονται στο παρόν παράρτημα ούτε να προστίθενται στα προϊόντα αυτά στο έδαφος της Ένωσης.

Γ. Ανάμειξη οίνων

Με την επιφύλαξη διαφορετικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ για την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης, απαγορεύεται η ανάμειξη (coupage) στην Ένωση οίνου καταγωγής τρίτης χώρας με οίνο της Ένωσης και η ανάμειξη οίνων καταγωγής τρίτων χωρών.

Δ. Υποπροϊόντα

1. Απαγορεύεται η υπέρμετρη πίεση των σταφυλιών. Λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές και τις τεχνικές συνθήκες, τα κράτη μέλη αποφασίζουν σχετικά με την ελάχιστη ποσότητα αλκοόλης που περιέχουν τα στέμφυλα και η οινολάσπη μετά την πίεση των σταφυλιών.

Η ελάχιστη ποσότητα αλκοόλης που περιέχουν αυτά τα υποπροϊόντα ορίζεται από τα κράτη μέλη σε επίπεδο τουλάχιστον 5 % σε σχέση με τον όγκο της αλκοόλης που περιέχει ο παραγόμενος οίνος.

2. Από οινολάσπη ή στέμφυλα σταφυλιών δεν παράγεται οίνος ούτε άλλο ποτό προοριζόμενο για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο, εκτός από αλκοόλη, αποστάγματα και δευτερία οίνο. Η προσθήκη οίνου επί οινολάσπης ή στεμφύλων ή συμπιεσμένου πολτού aszú επιτρέπεται υπό τους όρους που θα καθοριστούν από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1, όταν η πρακτική αυτή χρησιμοποιείται παραδοσιακά για την παραγωγή του «Tokaji fordítás» και του «Tokaji máslás» στην Ουγγαρία και του «Tokajský forditáš» και του «Tokajský mášláš» στη Σλοβακία.

3. Απαγορεύονται η πίεση οινολάσπης και η αναζύμωση στεμφύλων σταφυλιών για άλλους σκοπούς εκτός από την απόσταξη και την παραγωγή δευτερία οίνου. Η διήθηση και η φυγοκέντρηση οινολάσπης δεν θεωρούνται ως πίεση, εάν τα λαμβανόμενα προϊόντα είναι υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας.

4. Ο δευτερίας οίνος, εφόσον η παραγωγή του επιτρέπεται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, χρησιμοποιείται μόνο για απόσταξη ή για οικογενειακή κατανάλωση από τον οινοπαραγωγό.

5. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να επιβάλλουν την τελική διάθεση υποπροϊόντων μέσω απόσταξης, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που έχει στην κατοχή του υποπροϊόντα υποχρεούται να τα απορρίπτει υπό τους όρους που θα καθοριστούν από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112ε παράγραφος 1.

* ΕΕ L 109 της 6.5.2000, σ. 29.

** ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12

*** ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 21

**** ΕΕ L 276 της 6.10.1990, σ. 40

***** ΕΕ L 40 της 11.2.1989, σ. 34

****** ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55

»[pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic]

[1] Προσθήκη στο σχέδιο πρακτικών· 2720η συνεδρίαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γεωργία και Αλιεία), 20.3.2006 (7702/06 ADD1).

[2] COM(2008) 641 της 15.10.2008

[3] COM(2009) 234 της 28.5.2009

[4] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12) ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92. Συστήματα γεωγραφικών ενδείξεων έχουν επίσης θεσπιστεί στον αμπελοοινικό τομέα και για τα αλκοολούχα ποτά και τους αρωματισμένους οίνους.

[5] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 509/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα που χαρακτηρίζονται ως εγγυημένα παραδοσιακά ιδιότυπα προϊόντα (ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 1-11)

[6] COM(2010) 672 τελικό της 18.11.2010

[7] COM(2010) 2020 της 3.3.2010

[8] Από τις 15 Οκτωβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008

[9] http://register.consilium.europa.eu/pdf/en/09/st10/st10722.en09.pdf

[10] http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?type=TA&reference=P7-TA-2010-0088&language=EN&ring=A7-2010-0029

[11] http://eescopinions.eesc.europa.eu/EESCopinionDocument.aspx?identifier=ces\nat\nat448\ces105-2010_ac.doc&language=EN

[12] http://coropinions.cor.europa.eu/CORopinionDocument.aspx?identifier=cdr\deve-iv\dossiers\deve-iv-048\cdr315-2009_fin_ac.doc&language=EN

[13] Συμφωνία της Λισσαβώνας σχετικά με την προστασία των ονομασιών προέλευσης και τη διεθνή τους καταχώρηση (1958)

[14] Κάθε ένωση παραγωγών ή μεταποιητών οι οποίοι ασχολούνται με το ίδιο προϊόν, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή ή σύνθεση.

[15] ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 45.

[16] ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 47.

[17] ΕΕ C …, σ. .

[18] ΕΕ C της …, σ..

[19] COM(2009) 234 της 28.5.2009

[20] ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 45.

[21] ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.