52010PC0424

/* COM/2010/0424 final - NLE 2010/0229 */ Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη σύναψη πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών που εφαρμόζεται σε διαφορές στο πλαίσιο των εμπορικών διατάξεων της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 9.8.2010

COM(2010) 424 τελικό

2010/0229 (NLE)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύναψη πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών που εφαρμόζεται σε διαφορές στο πλαίσιο των εμπορικών διατάξεων της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Οι ευρωμεσογειακές συμφωνίες περιέχουν διατάξεις για την απελευθέρωση των εμπορευματικών συναλλαγών, αλλά οι κανόνες για την επίλυση των διαφορών οι οποίες αφορούν αυτές τις διατάξεις ακολουθούν κυρίως διπλωματική προσέγγιση και το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία μπορεί εύκολα να εμποδίσει την εφαρμογή τους.

2. Στο πλαίσιο της διεύρυνσης και αναβάθμισης των ευρωμεσογειακών εμπορικών σχέσεων, ήταν σκόπιμο να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός επίλυσης των εμπορικών διαφορών ο οποίος να βασίζεται σε βελτιωμένες και αποτελεσματικές διαδικασίες με αυστηρές προθεσμίες και να διαμορφώνεται σύμφωνα με τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών των πιο πρόσφατων συμφωνιών που συνήφθησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με το μνημόνιο συμφωνίας του ΠΟΕ για την επίλυση διαφορών. Αυτός ο μηχανισμός θα αυξήσει την ασφάλεια και την προβλεψιμότητα των διμερών εμπορικών σχέσεών μας. Για τον σκοπό αυτό, στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας ΕΕ-Αιγύπτου, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν να καταρτίσουν κανόνες που θα διέπουν τη διαδικασία επίλυσης διαφορών.

3. Στις 24 Φεβρουαρίου 2006 το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της από την περιοχή της Μεσογείου, με σκοπό τη θέσπιση ενός μηχανισμού επίλυσης των διαφορών που άπτονται εμπορικών διατάξεων (έγγραφο 6489/06 MED 4 WTO 37).

4. Η Επιτροπή έχει διαπραγματευτεί σε περιφερειακό και διμερές επίπεδο με διάφορους εταίρους από την περιοχή της Μεσογείου. Οι διαπραγματεύσεις αυτές διενεργήθηκαν σε διαβούλευση με την επιτροπή που συστάθηκε βάσει του άρθρου 207 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο πλαίσιο των οδηγιών διαπραγμάτευσης που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο.

5. Οι διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο προχώρησαν ικανοποιητικά και κατέληξαν σε σχέδιο συμφωνίας που μονογραφήθηκε στο Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΕ-Αιγύπτου στο Λουξεμβούργο στις 27 Απριλίου 2010. Η παρούσα συμφωνία, αφενός, ακολουθεί το πρότυπο του κεφαλαίου σχετικά με την επίλυση διαφορών το οποίο εντάσσεται στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών και, αφετέρου, βασίζεται στο μνημόνιο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ, προσαρμοσμένο σε διμερές πλαίσιο. Το πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού επίλυσης διαφορών περιλαμβάνει τον τίτλο ΙΙ της συμφωνίας σύνδεσης ΕΕ-Αιγύπτου, με τη συνήθη εξαίρεση των άρθρων σχετικά με την εμπορική άμυνα. Το κείμενο προβλέπει επίσης βελτιωμένες και αποτελεσματικές διαδικασίες (όπως για τη σύνθεση της ειδικής ομάδας και τις διαδικασίες συμμόρφωσης) με σαφείς προθεσμίες. Επιπλέον, παρέχει ευκαιρίες επίλυσης των διαφορών πριν από τη συγκρότηση ειδικής ομάδας, μέσω διαβουλεύσεων και μεσολάβησης. Τέλος, το κείμενο ενσωματώνει κανόνες για ανοικτές και διαφανείς διαδικασίες (ανοικτές ακροάσεις, φιλικές παρατηρήσεις, δημοσίευση της έκθεσης της ειδικής ομάδας), καθώς και άρθρο για τη σχέση με το μνημόνιο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ.

6. Παράλληλα, υποβάλλεται ξεχωριστή πρόταση για την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας. Μετά τη σύναψη της παρούσας συμφωνίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις αιγυπτιακές αρχές, το παρόν πρωτόκολλο θα επισυναφθεί ως παράρτημα στη συμφωνία σύνδεσης.

2010/0229 (NLE)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύναψη πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών που εφαρμόζεται σε διαφορές στο πλαίσιο των εμπορικών διατάξεων της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ιδίως, το άρθρο 207 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 6 στοιχείο α) σημείο v),

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[1],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Στις 24 Φεβρουαρίου 2006 το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της από την περιοχή της Μεσογείου με σκοπό τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών που σχετίζονται με εμπορικές διατάξεις.

(2) Οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιήθηκαν από την Επιτροπή σε διαβούλευση με την επιτροπή που συστάθηκε βάσει του άρθρου 207 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο πλαίσιο των οδηγιών διαπραγμάτευσης που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο.

(3) Οι διαπραγματεύσεις αυτές ολοκληρώθηκαν και στις 27 Απριλίου 2010 μονογραφήθηκε πρωτόκολλο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών που εφαρμόζεται σε διαφορές στο πλαίσιο των εμπορικών διατάξεων της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου, (εφεξής «η συμφωνία»).

(4) Η συμφωνία υπογράφηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στ.. […], με την επιφύλαξη της σύναψής της σε μεταγενέστερη ημερομηνία, σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου […].

(5) Η συμφωνία πρέπει να συναφθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Με την παρούσα απόφαση συνάπτεται η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών που εφαρμόζεται σε διαφορές στο πλαίσιο των εμπορικών διατάξεων της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου. .

Το κείμενο της προς σύναψη συμφωνίας επισυνάπτεται ως παράρτημα στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου καλείται να ορίσει το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να προβεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 23 της συμφωνίας, προκειμένου να εκφραστεί η συναίνεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δεσμευτεί από τη συμφωνία.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα έκδοσής της. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥΣ, ΑΦΕΝΟΣ, ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ, ΑΦΕΤΕΡΟΥ

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, καλούμενη εφεξής «Ένωση», αφενός, και

Η ΑΡΑΒΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ, καλούμενη εφεξής «Αίγυπτος», αφετέρου,

ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΣΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Στόχος

Στόχος του παρόντος πρωτοκόλλου είναι η αποτροπή και η επίλυση οποιασδήποτε εμπορικής διαφοράς μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ώστε να επιτευχθεί, όπου είναι δυνατόν, αμοιβαία αποδεκτή λύση.

Άρθρο 2

Εφαρμογή του πρωτοκόλλου

1. Οι διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του τίτλου ΙΙ (με εξαίρεση τα άρθρα 22, 23 και 24) της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου (εφεξής «η συμφωνία σύνδεσης»)[2], εκτός εάν περιέχεται ρητά αντίθετη διάταξη. Το άρθρο 82 της συμφωνίας σύνδεσης εφαρμόζεται στις διαφορές σχετικά με την εφαρμογή και την ερμηνεία άλλων διατάξεων της συμφωνίας σύνδεσης.

2. Οι διαδικασίες του παρόντος πρωτοκόλλου εφαρμόζονται αν, 60 ημέρες μετά την παραπομπή μιας διαφοράς στο Συμβούλιο Σύνδεσης σύμφωνα με το άρθρο 82 της συμφωνίας σύνδεσης, το Συμβούλιο Σύνδεσης δεν έχει καταφέρει να επιλύσει τη διαφορά.

3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, μια διαφορά θεωρείται ότι έχει επιλυθεί όταν το Συμβούλιο Σύνδεσης λάβει απόφαση όπως προβλέπεται στο άρθρο 82 παράγραφος 2 της συμφωνίας σύνδεσης, ή όταν δηλώσει ότι δεν υπάρχει πλέον διαφορά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

Άρθρο 3

Διαβουλεύσεις

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη προσπαθούν να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 2, αρχίζοντας διαβουλεύσεις καλόπιστα με στόχο μια γρήγορη, δίκαιη, και αμοιβαία αποδεκτή λύση.

2. Ένα συμβαλλόμενο μέρος ζητεί τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων υποβάλλοντας γραπτό αίτημα στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, το οποίο κοινοποιεί στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων», προσδιορίζοντας οποιοδήποτε επίμαχο μέτρο και τις διατάξεις της συμφωνίας σύνδεσης που θεωρεί ότι τυγχάνουν εφαρμογής.

3. Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εντός 40 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Οι διαβουλεύσεις θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, εκτός αν αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν τη συνέχισή τους. Οι διαβουλεύσεις, και ειδικότερα όλες οι πληροφορίες που παρέχονται και οι θέσεις που υποστηρίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών, είναι εμπιστευτικές και δεν θίγουν τα δικαιώματα κανενός συμβαλλόμενου μέρους σε περαιτέρω διαδικασίες.

4. Οι διαβουλεύσεις για επείγοντα θέματα, όπως αυτά που αφορούν τα αλλοιώσιμα ή εποχικά εμπορεύματα, πραγματοποιούνται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος και θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αυτή.

5. Αν το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα για διαβουλεύσεις δεν ανταποκριθεί εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του, ή αν οι διαβουλεύσεις δεν πραγματοποιηθούν στα χρονικά πλαίσια που καθορίζονται στην παράγραφο 3 ή 4 αντίστοιχα, ή αν οι διαβουλεύσεις ολοκληρωθούν χωρίς να έχει επιτευχθεί συμφωνία για αμοιβαία αποδεκτή λύση, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 5.

Άρθρο 4

Διαμεσολάβηση

1. Αν οι διαβουλεύσεις δεν καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν, κατόπιν συμφωνίας, να προσφύγουν σε διαμεσολαβητή. Κάθε αίτημα διαμεσολάβησης πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς στο συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» και να περιγράφει κάθε μέτρο που αποτέλεσε αντικείμενο διαβουλεύσεων, καθώς και τους αμοιβαία συμφωνηθέντες όρους υπό τους οποίους πραγματοποιείται η διαμεσολάβηση. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος δεσμεύεται να εξετάζει ευνοϊκά τα αιτήματα διαμεσολάβησης.

2. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ορίσουν από κοινού διαμεσολαβητή εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος διαμεσολάβησης, οι πρόεδροι της υποεπιτροπής «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» ή εκπρόσωπός τους επιλέγουν διαμεσολαβητή με κλήρωση μεταξύ των προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 19 και δεν είναι υπήκοοι κανενός συμβαλλόμενου μέρους. Η επιλογή γίνεται εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος διαμεσολάβησης. Ο διαμεσολαβητής συγκαλεί συνεδρίαση με τα συμβαλλόμενα μέρη το νωρίτερο 20 ημέρες και το αργότερο 30 ημέρες μετά την επιλογή του. Ο διαμεσολαβητής λαμβάνει τις παρατηρήσεις κάθε συμβαλλόμενου μέρους το αργότερο 15 ημέρες πριν από τη συνεδρίαση και μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από τα συμβαλλόμενα μέρη ή από τους εμπειρογνώμονες ή τους τεχνικούς συμβούλους, όπως κρίνει αναγκαίο. Κάθε πληροφορία που συγκεντρώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, πρέπει να γνωστοποιείται και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη για τη διατύπωση παρατηρήσεων. Ο διαμεσολαβητής κοινοποιεί τη γνώμη του το αργότερο 45 ημέρες μετά την επιλογή του.

3. Η γνώμη του διαμεσολαβητή μπορεί να περιλαμβάνει σύσταση για τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2. Η γνώμη του διαμεσολαβητή δεν είναι δεσμευτική.

4. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν να τροποποιήσουν τις προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Ο διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να αποφασίσει την τροποποίηση των εν λόγω προθεσμιών κατόπιν σχετικού αιτήματος από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες δυσκολίες που συναντά το οικείο μέρος ή την πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

5. Οι διαδικασίες που περιλαμβάνουν διαμεσολάβηση, και ειδικότερα η γνώμη του διαμεσολαβητή, όλες οι πληροφορίες που παρέχονται και οι θέσεις που λαμβάνουν τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών, είναι εμπιστευτικές και δεν θίγουν τα δικαιώματα κανενός συμβαλλόμενου μέρους σε περαιτέρω διαδικασίες.

6. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν, οι διαδικασίες για τη διαμεσολάβηση μπορούν να συνεχιστούν ενώ προχωρά η διαδικασία διαιτησίας.

7. Η αντικατάσταση ενός διαμεσολαβητή πραγματοποιείται μόνο για τους λόγους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που εκτίθενται λεπτομερώς στις παραγράφους 18 έως 21 του εσωτερικού κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ Ι – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Άρθρο 5

Έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας

1. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να επιλύσουν τη διαφορά με διαβουλεύσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, ή με διαμεσολάβηση, σύμφωνα με το άρθρο 4, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας.

2. Το αίτημα για σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας υποβάλλεται γραπτώς στο συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων». Το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος επισημαίνει στο αίτημά του τα συγκεκριμένα επίμαχα μέτρα και εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω μέτρα συνιστούν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 2. Η σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας ζητείται το αργότερο 18 μήνες από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος για διαβουλεύσεις, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του καταγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους να ζητήσει νέες διαβουλεύσεις για το ίδιο ζήτημα στο μέλλον.

Άρθρο 6

Σύσταση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1. Η ειδική ομάδα διαιτησίας αποτελείται από τρεις διαιτητές.

2. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία παραλαμβάνει το αίτημα για σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας, τα συμβαλλόμενα μέρη διαβουλεύονται προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία όσον αφορά τη σύνθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

3. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη αδυνατούν να συμφωνήσουν σχετικά με τη σύνθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην παράγραφο 2, οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη μπορεί να ζητήσει από τους προέδρους της υποεπιτροπής «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» ή από τον εκπρόσωπό τους να επιλέξουν με κλήρωση, από τον κατάλογο που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 19, και τα τρία μέλη: ένα μεταξύ των προσώπων που προτείνει το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος, ένα μεταξύ των προσώπων που προτείνει το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία και ένα μεταξύ των προσώπων που έχουν επιλέξει τα συμβαλλόμενα μέρη για να εκτελεί χρέη προέδρου. Στην περίπτωση που τα μέρη συμφωνήσουν για ένα ή περισσότερα μέλη της ειδικής ομάδας διαιτησίας, τα υπόλοιπα μέρη επιλέγονται με την ίδια διαδικασία.

4. Οι πρόεδροι της υποεπιτροπής «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων», ή ο εκπρόσωπός τους, επιλέγουν τους διαιτητές εντός 10 εργάσιμων ημερών από την υποβολή του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

5. Η ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι η ημερομηνία κατά την οποία επιλέγονται οι τρεις διαιτητές.

6. Αντικατάσταση των διαιτητών πραγματοποιείται μόνο για τους λόγους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που εκτίθενται λεπτομερώς στους κανόνες 18 έως 21 του εσωτερικού κανονισμού.

Άρθρο 7

Ενδιάμεση έκθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

Η ειδική ομάδα διαιτησίας, το αργότερο 120 ημέρες από την ημερομηνία σύστασής της, εκδίδει ενδιάμεση έκθεση που απευθύνεται στα συμβαλλόμενα μέρη και η οποία περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά, τη δυνατότητα εφαρμογής των οικείων διατάξεων και το βασικό σκεπτικό οποιωνδήποτε διαπιστώσεων και συστάσεων υποβάλλει. Οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει γραπτό αίτημα, ώστε η ειδική ομάδα διαιτησίας να αναθεωρήσει συγκεκριμένες πτυχές της ενδιάμεσης έκθεσης εντός 15 ημερών από την κοινοποίησή της. Οι διαπιστώσεις της τελικής απόφασης της ειδικής ομάδας περιλαμβάνουν εξέταση των επιχειρημάτων που προβάλλονται στο ενδιάμεσο στάδιο αναθεώρησης.

Άρθρο 8

Απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1. Η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί, κατά κανόνα, την απόφασή της στα συμβαλλόμενα μέρη και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» εντός 150 ημερών από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Όταν ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας θεωρεί ότι η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να τηρηθεί, πρέπει να ενημερώσει τα συμβαλλόμενα μέρη και την υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» γραπτώς, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και την ημερομηνία κατά την οποία η ειδική ομάδα προβλέπει να ολοκληρώσει τις εργασίες της. Σε καμία περίπτωση, η απόφαση δεν μπορεί να ανακοινωθεί αργότερα από 180 ημέρες από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

2. Η ειδική ομάδα διαιτησίας, κατόπιν αιτήματος αμφότερων των συμβαλλόμενων μερών, αναστέλλει τις εργασίες της ανά πάσα στιγμή για μια περίοδο που συμφωνείται από τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, και επαναλαμβάνει τις εργασίες της στο τέλος αυτής της συμφωνηθείσας περιόδου κατόπιν αιτήματος του καταγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους. Εάν το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος δεν ζητήσει την επανάληψη των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας πριν από τη λήξη της συμφωνηθείσας περιόδου αναστολής, η διαδικασία ολοκληρώνεται. Η αναστολή και η λήξη των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν θίγει τα δικαιώματα κανενός συμβαλλόμενου μέρους σε άλλη διαδικασία για το ίδιο θέμα.

3. Σε επείγουσες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση αλλοιώσιμων και εποχικών αγαθών, η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να εκδώσει την απόφασή της εντός 75 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της. Η προθεσμία αυτή δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να παρατείνεται πέραν των 90 ημερών από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας. Η ειδική ομάδα διαιτησίας εκδίδει προκαταρκτική απόφαση εντός 10 ημερών από τη σύστασή της, εφόσον κρίνει ότι η συγκεκριμένη υπόθεση είναι επείγουσα.

ΤΜΗΜΑ ΙΙ - ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ

Άρθρο 9

Συμμόρφωση με τις αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας και του δευτεροβάθμιου οργάνου

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, και τα συμβαλλόμενα μέρη καταβάλλουν προσπάθειες για να συμφωνήσουν όσον αφορά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την απόφαση.

Άρθρο 10

Εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση

1. Το αργότερο εντός 30 ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας στα συμβαλλόμενα μέρη, το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ανακοινώνει στο καταγγέλλον μέρος και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για την εφαρμογή της (εφεξής «εύλογο χρονικό διάστημα»), σε περίπτωση που η εφαρμογή της δεν είναι εφικτή αμέσως.

2. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών όσον αφορά το εύλογο χρονικό διάστημα για την εφαρμογή της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος, εντός 20 ημερών από την κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 από το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, ζητά γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να προσδιορίσει τη διάρκεια του εύλογου χρονικού διαστήματος. Το εν λόγω αίτημα κοινοποιείται ταυτόχρονα στο άλλο μέρος και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων». Η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της στα μέρη και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» εντός 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος.

3. Το εύλογο χρονικό διάστημα μπορεί να παραταθεί με αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών.

Άρθρο 11

Επανεξέταση των τυχόν μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1. Το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων», πριν από το τέλος του εύλογου χρονικού διαστήματος, που έλαβε για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

2. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών όσον αφορά την ύπαρξη ή τη συνεκτικότητα οποιουδήποτε κοινοποιηθέντος δυνάμει της παραγράφου 1 μέτρου με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος δύναται να ζητήσει γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Στο εν λόγω αίτημα καθορίζεται το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο και εξηγείται ο τρόπος με τον οποίο το μέτρο δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 2. Η ειδική ομάδα διαιτησίας εκδίδει την απόφασή της εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος.

Άρθρο 12

Προσωρινά μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης

1. Αν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία δεν κοινοποιήσει οποιοδήποτε μέτρο έχει λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας πριν από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος ή αν η ειδική ομάδα διαιτησίας αποφασίσει ότι το κοινοποιηθέν βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 μέτρο δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που υπέχει το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2, το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία υποβάλλει προσφορά για προσωρινή αποζημίωση, αν το ζητήσει το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος.

2. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία για αποζημίωση εντός 30 ημερών από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος ή από την έκδοση, βάσει του άρθρου 11, της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με την οποία ένα μέτρο που λαμβάνεται για την επίτευξη συμμόρφωσης δεν συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 2, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα, κατόπιν κοινοποίησης στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων», να αναστείλει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από οποιαδήποτε διάταξη αναφέρεται στο άρθρο 2 σε επίπεδο ισοδύναμο με ολική ή μερική αναίρεση της ζημίας που προκαλείται από την παράβαση. Το καταγγέλλον μέρος δύναται να εφαρμόσει την αναστολή 15 ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από το μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, εκτός αν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ζητήσει διαδικασία διαιτησίας βάσει της παραγράφου 3.

3. Αν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία θεωρεί ότι το επίπεδο αναστολής δεν είναι ισοδύναμο με ολική ή μερική αναίρεση της ζημίας που προκαλείται από την παράβαση, μπορεί να ζητήσει γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί για το θέμα. Το εν λόγω αίτημα κοινοποιείται στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» πριν από τη λήξη της περιόδου των 15 ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Η ειδική ομάδα διαιτησίας, αφού ζητήσει, αν θεωρεί σκόπιμο, τη γνώμη εμπειρογνωμόνων, κοινοποιεί την απόφασή της όσον αφορά το επίπεδο αναστολής των υποχρεώσεων στα συμβαλλόμενα μέρη και στον θεσμικό φορέα που είναι αρμόδιος για εμπορικά ζητήματα εντός 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Οι υποχρεώσεις δεν αναστέλλονται μέχρις ότου η ειδική ομάδα διαιτησίας να εκδώσει την απόφασή της και κάθε αναστολή πρέπει να είναι συνεπής με την απόφαση της ομάδας διαιτησίας.

4. Η αναστολή των υποχρεώσεων έχει προσωρινό χαρακτήρα και εφαρμόζεται μόνο έως ότου το μέτρο που έχει διαπιστωθεί ότι παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 2 αρθεί ή τροποποιηθεί ώστε να συμμορφώνεται με τις εν λόγω διατάξεις όπως ορίζεται στο άρθρο 13, ή έως ότου τα συμβαλλόμενα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία για την επίλυση της διαφοράς.

Άρθρο 13

Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση μετά την αναστολή των υποχρεώσεων

1. Το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» τα μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας και το αίτημα που υποβάλλει για τη λήξη της αναστολής των υποχρεώσεων που εφαρμόζει το καταγγέλλον μέρος.

2. Αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τη συμβατότητα του κοινοποιηθέντος μέτρου με τις διατάξεις του άρθρου 2 εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος ζητεί γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Το εν λόγω αίτημα κοινοποιείται ταυτόχρονα στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων». Η απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας κοινοποιείται στα συμβαλλόμενα μέρη και στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Αν η ειδική ομάδα διαιτησίας αποφασίσει ότι το μέτρο που λαμβάνεται για τη συμμόρφωση, συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 2, η αναστολή των υποχρεώσεων περατώνεται.

ΤΜΗΜΑ III - ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Αμοιβαία αποδεκτή λύση

Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να καταλήγουν ανά πάσα στιγμή σε αμοιβαία αποδεκτή λύση για διαφορά που αναφύεται στο πλαίσιο του παρόντος πρωτοκόλλου ανά πάσα στιγμή. Κοινοποιούν στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» και στην ειδική ομάδα διαιτησίας οποιαδήποτε τέτοια λύση. Μετά την κοινοποίηση της αμοιβαία συμφωνηθείσας λύσης, η ομάδα ολοκληρώνει τις εργασίες της και η διαδικασία περατώνεται.

Άρθρο 15

Εσωτερικός κανονισμός

1. Οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο του κεφαλαίου ΙΙΙ του παρόντος πρωτοκόλλου διέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό που επισυνάπτεται ως παράρτημα στο παρόν πρωτόκολλο.

2. Οι συνεδριάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι ανοικτές στο κοινό σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

Άρθρο 16

Πληροφορίες και τεχνικές συμβουλές

Η ειδική ομάδα διαιτησίας, έπειτα από αίτημα ενός συμβαλλόμενου μέρους ή με δική της πρωτοβουλία, δύναται να συγκεντρώνει πληροφορίες που κρίνει κατάλληλες στο πλαίσιο της διαδικασίας που εφαρμόζει. Ειδικότερα, η ειδική ομάδα διαιτησίας έχει επίσης το δικαίωμα να ζητεί τη σχετική γνώμη εμπειρογνωμόνων, εφόσον το θεωρεί σκόπιμο. Η ειδική ομάδα διαιτησίας συμβουλεύεται τα συμβαλλόμενα μέρη πριν από την επιλογή των εμπειρογνωμόνων. Κάθε πληροφορία που συγκεντρώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, πρέπει να γνωστοποιείται και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη για τη διατύπωση παρατηρήσεων. Τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα στα συμβαλλόμενα μέρη έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν γραπτώς ανακοινώσεις στις ειδικές ομάδες διαιτησίας σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Αυτές οι παρατηρήσεις περιορίζονται στις πραγματικές πτυχές της διαφοράς και δεν εξετάζουν νομικά σημεία.

Άρθρο 17

Κανόνες ερμηνείας

Οι ειδικές ομάδες διαιτησίας ερμηνεύουν τις διατάξεις του άρθρου 2 σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες για την ερμηνεία του δημόσιου διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών. Οι αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν είναι δυνατόν να διευρύνουν ή να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 2.

Άρθρο 18

Αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1. Η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να λαμβάνει κάθε απόφαση με συναίνεση. Ωστόσο, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να ληφθεί απόφαση με συναίνεση, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν δημοσιεύονται οι μειοψηφούσες γνώμες των διαιτητών.

2. Κάθε απόφαση της επιτροπής διαιτησίας είναι δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν γεννά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην απόφαση της ειδικής ομάδας αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, η δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της συμφωνίας σύνδεσης και η βασική αιτιολόγηση των τυχόν διαπιστώσεων και συμπερασμάτων που διατυπώνει. Η υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» δημοσιοποιεί το πλήρες κείμενο της απόφασης της ομάδας διαιτησίας, εκτός αν αποφασίσει κατά της δημοσιοποίησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα απόρρητων επιχειρηματικών πληροφοριών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 19

Κατάλογος διαιτητών

1. Η υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» το αργότερο εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος πρωτοκόλλου, καταρτίζει κατάλογο τουλάχιστον 15 ατόμων που επιθυμούν και είναι ικανά να ασκήσουν καθήκοντα διαιτητή. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος προτείνει τουλάχιστον πέντε άτομα για να εκτελέσουν χρέη διαιτητών. Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη επιλέγουν επίσης τουλάχιστον πέντε πρόσωπα που δεν είναι υπήκοοι κανενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, προκειμένου να εκτελέσουν χρέη προέδρου της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Η υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» μεριμνά ώστε ο κατάλογος να διατηρείται πάντα σε αυτό το επίπεδο.

2. Οι διαιτητές διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις ή σχετική εμπειρία στους τομείς του δικαίου και του διεθνούς εμπορίου. Είναι ανεξάρτητοι, συμμετέχουν σε προσωπική βάση, δεν λαμβάνουν οδηγίες από κανέναν οργανισμό ή κρατική αρχή, ούτε συνδέονται με την κυβέρνηση κανενός συμβαλλόμενου μέρους και συμμορφώνονται με τον κώδικα δεοντολογίας που επισυνάπτεται ως παράρτημα στο παρόν πρωτόκολλο.

3. Η υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» μπορεί να καταρτίσει πρόσθετους καταλόγους τουλάχιστον 15 ατόμων με τομεακή πείρα σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία καλύπτονται από τη συμφωνία σύνδεσης. Στην περίπτωση που εφαρμόζεται η διαδικασία επιλογής του άρθρου 6 παράγραφος 2, οι πρόεδροι της υποεπιτροπής «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» μπορούν να χρησιμοποιούν τομεακό κατάλογο, αν συμφωνούν και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη.

4. Σε περίπτωση που ο κατάλογος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν καταρτιστεί την περίοδο που γίνεται η αίτηση για διαμεσολάβηση ή για τη σύσταση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, οι διαιτητές επιλέγονται με κλήρωση μεταξύ των προσώπων που προτάθηκαν επισήμως από ένα ή και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Τα πρόσωπα που προτείνονται για τη θέση του προέδρου της ειδικής ομάδας διαιτησίας ή του διαμεσολαβητή δεν μπορούν να είναι υπήκοοι κανενός συμβαλλόμενου μέρους.

Άρθρο 20

Σχέση με τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ

1. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος επιδιώκει την επίλυση διαφοράς σχετικά με υποχρέωση που απορρέει από τη συμφωνία ΠΟΕ, εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες και διαδικασίες της συμφωνίας ΠΟΕ, παρά τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

2. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος επιδιώκει την επίλυση διαφοράς σχετικά με υποχρέωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας όπως καθορίζεται στο άρθρο 2, εφαρμόζει τους κανόνες και τις διαδικασίες της παρούσας συμφωνίας.

3. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος επιδιώκει την επίλυση διαφοράς σχετικά με υποχρέωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2, αλλά που ισοδυναμεί ουσιαστικά με υποχρέωση που απορρέει από τη συμφωνία ΠΟΕ, εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες και διαδικασίες της συμφωνίας ΠΟΕ, παρά τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

4. Μόλις κινηθούν οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών, χρησιμοποιείται ο μηχανισμός που έχει επιλεγεί σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους, αν δεν έχει αρνηθεί τη δικαιοδοσία του, και αποκλείεται ο άλλος.

5. Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να εφαρμόσει την αναστολή των υποχρεώσεων που εγκρίνεται από το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ. Δεν μπορεί να γίνει επίκληση της συμφωνίας ΠΟΕ για να αποκλειστεί ένα συμβαλλόμενο μέρος από την αναστολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα συμφωνία.

Άρθρο 21

Προθεσμίες

1. Όλες οι προθεσμίες που προβλέπονται στο παρόν πρωτόκολλο, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών κοινοποίησης των αποφάσεων που εκδίδουν οι ειδικές ομάδες διαιτησίας, υπολογίζονται σε ημερολογιακές ημέρες από την ημέρα που έπεται της πράξης ή του γεγονότος που αφορούν.

2. Κάθε προθεσμία που αναφέρεται στο παρόν πρωτόκολλο είναι δυνατό να τροποποιείται με αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών. Τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται να εξετάζουν ευνοϊκά τα αιτήματα για παράταση οποιασδήποτε προθεσμίας λόγω δυσκολιών που αντιμετωπίζει κάθε συμβαλλόμενο μέρος ως προς τη συμμόρφωση με τις διαδικασίες του παρόντος πρωτοκόλλου. Κατόπιν αιτήματος ενός συμβαλλόμενου μέρους, η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να παρατείνει τις προθεσμίες που ισχύουν στις διαδικασίες, λαμβάνοντας υπόψη το διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης των συμβαλλόμενων μερών.

Άρθρο 22

Αναθεώρηση και τροποποίηση του πρωτοκόλλου

1. Το αργότερο τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος πρωτοκόλλου και των παραρτημάτων του, το Συμβούλιο Σύνδεσης αναθεωρεί την εφαρμογή τους, με σκοπό να αποφασιστούν η συνέχεια, η τροποποίηση ή η λήξη τους.

2. Σε αυτή την αναθεώρηση, το Συμβούλιο Σύνδεσης μπορεί να εξετάσει τη δυνατότητα σύστασης ενός δευτεροβάθμιου οργάνου το οποίο να είναι κοινό για τις διάφορες ευρωμεσογειακές συμφωνίες.

3. Το Συμβούλιο Σύνδεσης μπορεί να αποφασίσει να τροποποιήσει το παρόν πρωτόκολλο και τα παραρτήματά του.

Άρθρο 23

Έναρξη ισχύος

Το παρόν πρωτόκολλο εγκρίνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες τους. Το παρόν πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη κοινοποιούν αμοιβαία την ολοκλήρωση των διαδικασιών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Συντάχθηκε στ… …………., εις διπλούν, στην αγγλική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, εσθονική, ισπανική, ιταλική, λεττονική, λιθουανική, μαλτέζικη, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, ρουμανική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική, φινλανδική και τα κείμενα σε όλες αυτές τις γλώσσες είναι εξίσου αυθεντικά.

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση Για την Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου

[…] […]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1. Στο πρωτόκολλο και στο πλαίσιο του παρόντος εσωτερικού κανονισμού:

ως «σύμβουλος» νοείται το άτομο που προσλαμβάνεται από ένα συμβαλλόμενο μέρος για να του παρέχει συμβουλές ή συνδρομή κατά τη διαδικασία που ακολουθείται στο πλαίσιο της ειδικής ομάδας διαιτησίας·

ως «καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος» νοείται το συμβαλλόμενο μέρος που ζητεί τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας βάσει του άρθρου 5 του παρόντος πρωτοκόλλου·

ως «συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία» νοείται το συμβαλλόμενο μέρος το οποίο φέρεται ότι έχει παραβεί τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος πρωτοκόλλου·

ως «ειδική ομάδα διαιτησίας» νοείται η ειδική ομάδα που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος πρωτοκόλλου·

ως «εκπρόσωπος συμβαλλόμενου μέρους» νοείται ο υπάλληλος ή κάθε πρόσωπο που ορίζεται από κυβερνητική υπηρεσία ή οργανισμό ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο φορέα συμβαλλόμενου μέρους·

ως «ημέρα» νοείται η ημερολογιακή ημέρα.

2. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβαρύνεται με τις δαπάνες που προκύπτουν από όλα τα οργανωτικά θέματα σχετικά με τις διαβουλεύσεις, τη διαμεσολάβηση και τη διαιτησία, με εξαίρεση την αμοιβή και τις δαπάνες που καταβάλλονται στους διαμεσολαβητές και τους διαιτητές, οι οποίες επιβαρύνουν και τις δύο πλευρές.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

3. Τα συμβαλλόμενα μέρη και η ειδική ομάδα διαιτησίας διαβιβάζουν οποιοδήποτε αίτημα, ανακοίνωση, γραπτό υπόμνημα ή άλλο έγγραφο με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο· την ίδια ημέρα αποστέλλουν αντίγραφο με φαξ, με συστημένο ταχυδρομείο, με ταχυμεταφορά, με παράδοση επί αποδείξει ή με κάθε άλλο μέσο τηλεπικοινωνιών που παρέχει απόδειξη της αποστολής. Αν δεν υπάρχουν αποδείξεις για το αντίθετο, μήνυμα που αποστέλλεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή φαξ θεωρείται ότι παραλαμβάνεται την ίδια ημερομηνία με την ημερομηνία αποστολής του.

4. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος παρέχει στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και σε κάθε διαιτητή ηλεκτρονικό αντίγραφο κάθε γραπτής παρατήρησής του. Παρέχεται επίσης αντίγραφο του εγγράφου σε χαρτί.

5. Όλες οι κοινοποιήσεις απευθύνονται στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου και στη Γενική Διεύθυνση Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αντίστοιχα.

6. Ήσσονος σημασίας λάθη γραφής σε αίτημα, ανακοίνωση, γραπτή παρατήρηση ή άλλο έγγραφο που αφορά τη διαδικασία της ειδικής ομάδας διαιτησίας διορθώνονται με την παράδοση νέου εγγράφου, στο οποίο επισημαίνονται σαφώς οι αλλαγές.

7. Σε περίπτωση που η τελευταία ημέρα για την παράδοση εγγράφου συμπίπτει με επίσημη αργία στην Αίγυπτο ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το έγγραφο μπορεί να παραδίδεται την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Τα συμβαλλόμενα μέρη ανταλλάσσουν κατάλογο με τις ημερομηνίες των επίσημων αργιών τους την πρώτη Δευτέρα κάθε Δεκεμβρίου για το επόμενο έτος. Κανένα έγγραφο, ανακοίνωση ή αίτημα οποιουδήποτε είδους δεν θεωρείται ότι έχει παραληφθεί σε επίσημη αργία ή εξαιρέσιμη ημέρα.

8. Ανάλογα με το περιεχόμενο των διατάξεων που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς, αντίγραφο όλων των αιτημάτων και των ανακοινώσεων που απευθύνονται στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων», σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία, αποστέλλεται και στις άλλες σχετικές υποεπιτροπές που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης.

ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

9. α) Εάν σύμφωνα με το άρθρο 6 του πρωτοκόλλου ή τους κανόνες 19, 20 ή 49 του παρόντος εσωτερικού κανονισμού, τα μέλη της ειδικής ομάδας διαιτησίας επιλέγονται με κλήρωση, οι εκπρόσωποι και των δύο συμβαλλόμενων μερών είναι παρόντες στην κλήρωση.

β) Τα συμβαλλόμενα μέρη, αν δεν συμφωνήσουν διαφορετικά, συνεδριάζουν με την ειδική ομάδα διαιτησίας εντός 10 εργάσιμων ημερών από τη σύστασή της, προκειμένου να καθοριστούν ζητήματα που τα συμβαλλόμενα μέρη ή η ειδική ομάδα διαιτησίας κρίνουν κατάλληλα, όπως η αμοιβή και οι δαπάνες που καταβάλλονται στους διαιτητές, οι οποίες θα είναι σύμφωνες με τα πρότυπα του ΠΟΕ. Τα μέλη της ομάδας διαιτησίας και οι εκπρόσωποι των συμβαλλόμενων μερών μπορούν να συμμετέχουν σε αυτήν την συνεδρίαση μέσω τηλεφώνου ή τηλεδιάσκεψης.

10. α) Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμφωνήσουν διαφορετικά εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία επιλογής των διαιτητών, οι αρμοδιότητες της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι οι εξής:

«να εξετάζει, με βάση τις οικείες διατάξεις της συμφωνίας σύνδεσης, το ζήτημα που αναφέρεται στο αίτημα για τη σύσταση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, να αποφαίνεται για τη συμβατότητα του υπό εξέταση μέτρου με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 του πρωτοκόλλου και να αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου για την επίλυση διαφορών.»

β) Τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να κοινοποιήσουν τις συμφωνηθείσες αρμοδιότητες στην ειδική ομάδα διαιτησίας εντός πέντε ημερών από τη συμφωνία.

ΑΡΧΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

11. Το καταγγέλλον μέρος διαβιβάζει τις αρχικές γραπτές παρατηρήσεις του το αργότερο εντός 25 ημερών από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία διαβιβάζει τη γραπτή απάντησή του στις παρατηρήσεις το αργότερο εντός 25 ημερών από την ημερομηνία διαβίβασης των αρχικών γραπτών παρατηρήσεων.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

12. Ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας προεδρεύει σε όλες τις συνεδριάσεις της ομάδας. Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να εξουσιοδοτήσει τον πρόεδρο να λαμβάνει διοικητικές και διαδικαστικές αποφάσεις.

13. Εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν πρωτόκολλο, η ειδική ομάδα διαιτησίας δύναται να διεξάγει τις δραστηριότητές της με κάθε μέσο, όπως τηλεφωνικώς, με φαξ ή μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή.

14. Μόνο οι διαιτητές μπορούν να συμμετέχουν στις συσκέψεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας, η οποία όμως μπορεί να επιτρέψει στους βοηθούς των διαιτητών να παρευρίσκονται στις συσκέψεις της.

15. Η σύνταξη κάθε απόφασης παραμένει αποκλειστική ευθύνη της ειδικής ομάδας διαιτησίας και δεν πρέπει να εκχωρείται.

16. Όταν προκύπτει διαδικαστικό ερώτημα που δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου και των παραρτημάτων του, η ειδική ομάδα διαιτησίας, έπειτα από διαβούλευση με τα συμβαλλόμενα μέρη, υιοθετεί την κατάλληλη διαδικασία που είναι συμβατή με τις εν λόγω διατάξεις.

17. Αν η ειδική ομάδα διαιτησίας θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να τροποποιηθεί οποιαδήποτε προθεσμία ισχύει για τη διαδικασία ή να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική ή διοικητική προσαρμογή, ενημερώνει γραπτώς τα συμβαλλόμενα μέρη σχετικά με τους λόγους της αλλαγής ή της προσαρμογής, καθώς και σχετικά με την απαιτούμενη προθεσμία ή προσαρμογή. Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να υιοθετήσει τη σχετική αλλαγή ή τροποποίηση έπειτα από διαβούλευση με τα συμβαλλόμενα μέρη.

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

18. Αν ένας διαιτητής αδυνατεί να συμμετάσχει στην διαδικασία, αποσυρθεί ή πρέπει να αντικατασταθεί, επιλέγεται αντικαταστάτης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3.

19. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι ένας διαιτητής δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας και ότι, για τον λόγο αυτό, πρέπει να αντικατασταθεί, ειδοποιεί το άλλο συμβαλλόμενο μέρος εντός 15 ημερών από τη στιγμή που αντιλήφθηκε τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο διαιτητής προέβη στη σημαντική παραβίαση του κώδικα δεοντολογίας.

Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι ένας διαιτητής άλλος από τον πρόεδρο δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας, τα συμβαλλόμενα μέρη προχωρούν σε διαβουλεύσεις και, αν συμφωνήσουν, αντικαθιστούν τον διαιτητή και επιλέγουν αντικαταστάτη σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου.

Αν τα μέρη αδυνατούν να συμφωνήσουν ως προς την ανάγκη αντικατάστασης ενός διαιτητή, οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει την παραπομπή του θέματος στον πρόεδρο της ειδικής ομάδας διαιτησίας, ο οποίος λαμβάνει και την οριστική απόφαση.

Αν ο πρόεδρος διαπιστώσει ότι ένας διαιτητής δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας, επιλέγει νέο διαιτητή με κλήρωση από τον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου, στον οποίο περιλαμβανόταν ο αρχικός διαιτητής. Αν ο αρχικός διαιτητής επιλέχτηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου, ο αντικαταστάτης επιλέγεται με κλήρωση από την ομάδα των ατόμων που έχουν προταθεί από το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος και από το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου. Η επιλογή του νέου διαιτητή γίνεται εντός 10 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος στον πρόεδρο της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

20. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας, τα συμβαλλόμενα μέρη προχωρούν σε διαβουλεύσεις και, αν συμφωνήσουν, αντικαθιστούν τον πρόεδρο και επιλέγουν αντικαταστάτη σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου.

Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμφωνούν ως προς την ανάγκη να αντικατασταθεί ο πρόεδρος, οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί το θέμα σε ένα από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας των ατόμων που επιλέχθηκαν να ασκήσουν την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου. Το όνομα του προσώπου επιλέγεται με κλήρωση από τους προέδρους της υποεπιτροπής «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» ή τον εκπρόσωπό τους. Η απόφαση που λαμβάνει αυτό το πρόσωπο σχετικά με την ανάγκη να αντικατασταθεί ο πρόεδρος είναι οριστική.

Αν το εν λόγω πρόσωπο αποφασίσει ότι ο αρχικός πρόεδρος δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας, επιλέγει νέο πρόεδρο με κλήρωση μεταξύ των υπολοίπων μελών της ομάδας που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου τα οποία μπορούν να ασκήσουν καθήκοντα προέδρου. Η επιλογή του νέου προέδρου γίνεται εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

21. Οι εργασίες της ομάδας διαιτησίας αναστέλλονται κατά το διάστημα που απαιτείται για την εκτέλεση των διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 18, 19 και 20.

ΑΚΡΟΑΣΕΙΣ

22. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία και την ώρα της ακρόασης έπειτα από διαβούλευση με τα συμβαλλόμενα μέρη και τα υπόλοιπα μέλη της ειδικής ομάδας διαιτησίας και επιβεβαιώνει τις πληροφορίες αυτές γραπτώς στα συμβαλλόμενα μέρη. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιοποιούνται, επίσης, από το συμβαλλόμενο μέρος που είναι υπεύθυνο για την υλικοτεχνική διαχείριση των διαδικασιών, αν η ακρόαση είναι δημόσια. Αν δεν διαφωνεί ένα συμβαλλόμενο μέρος, η επιτροπή διαιτησίας δύναται να αποφασίσει τη μη διεξαγωγή ακρόασης.

23. Εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά, η ακρόαση πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες, όταν το καταγγέλλον μέρος είναι η Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου και στο Κάιρο, όταν το καταγγέλλον μέρος είναι η Ένωση.

2 4 . Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να συγκαλέσει πρόσθετη ακρόαση μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Καμία πρόσθετη ακρόαση δεν συγκαλείται για τις διαδικασίες που προβλέπονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2, το άρθρο 11 παράγραφος 2, το άρθρο 12 παράγραφος 3 και το άρθρο 13 παράγραφος 2 του παρόντος πρωτοκόλλου.

25. Όλοι οι διαιτητές είναι παρόντες σε όλη τη διάρκεια των ακροάσεων.

26. Τα παρακάτω πρόσωπα δύνανται να συμμετέχουν στην ακρόαση, ανεξάρτητα από το αν οι διαδικασίες είναι δημόσιες ή όχι:

α) εκπρόσωποι των συμβαλλόμενων μερών·

β) σύμβουλοι των συμβαλλόμενων μερών·

γ) διοικητικό προσωπικό, διερμηνείς, μεταφραστές και δημοσιογράφοι δικαστικών θεμάτων· και

δ) βοηθοί διαιτητών.

Μόνο οι εκπρόσωποι και οι σύμβουλοι των συμβαλλόμενων μερών μπορούν να απευθύνουν τον λόγο στην ειδική ομάδα διαιτησίας.

27. Το αργότερο 10 ημέρες πριν από την ημερομηνία της ακρόασης, κάθε συμβαλλόμενο μέρος κοινοποιεί στην ομάδα διαιτησίας κατάλογο με τα ονόματα των προσώπων τα οποία θα αναπτύξουν προφορικά επιχειρήματα ή παρατηρήσεις κατά την ακρόαση εκ μέρους του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους, καθώς και κατάλογο των άλλων εκπροσώπων ή συμβούλων που θα παρευρίσκονται στην ακρόαση.

28. Οι ακροάσεις των ειδικών ομάδων διαιτησίας πραγματοποιούνται παρουσία κοινού, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη αποφασίσουν διαφορετικά. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη αποφασίσουν ότι η ακρόαση δεν είναι δημόσια, μέρος της ακρόασης μπορεί ωστόσο να πραγματοποιείται με την παρουσία κοινού, αν η ειδική ομάδα διαιτησίας, έπειτα από αίτηση των συμβαλλόμενων μερών, λάβει τέτοια απόφαση. Ωστόσο, η ειδική ομάδα διαιτησίας συνέρχεται κεκλεισμένων των θυρών, όταν οι παρατηρήσεις και τα επιχειρήματα συμβαλλόμενου μέρους περιέχουν εμπιστευτικές εμπορικές πληροφορίες.

29. Η ειδική ομάδα διαιτησίας διενεργεί την ακρόαση με τον ακόλουθο τρόπο:

Επιχειρηματολογία

α) επιχειρήματα του καταγγέλλοντος συμβαλλομένου μέρους.

β) επιχειρήματα του συμβαλλομένου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία

Αντεπιχειρήματα

α) επιχειρήματα του καταγγέλλοντος συμβαλλομένου μέρους.

β) ανταπάντηση του συμβαλλομένου μέρους εναντίον του οποίου στρέφεται η καταγγελία.

30. Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις σε οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος και ανά πάσα στιγμή κατά την ακρόαση.

31. Η ειδική ομάδα διαιτησίας φροντίζει για τη σύνταξη αναλυτικών πρακτικών για κάθε ακρόαση και για την όσο το δυνατόν συντομότερη παράδοσή του στα συμβαλλόμενα μέρη.

32. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να παραδώσει συμπληρωματικό γραπτό υπόμνημα σχετικά με οποιοδήποτε θέμα προκύψει κατά τη διάρκεια της ακρόασης εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της ακρόασης.

ΓΡΑΠΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

33. Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί, ανά πάσα στιγμή κατά τη διαδικασία, να απευθύνει γραπτές ερωτήσεις σε ένα ή και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνει αντίγραφο των τυχόν ερωτήσεων που υποβάλλονται από την ειδική ομάδα διαιτησίας.

34. Κάθε μέρος διαβιβάζει επίσης στο άλλο μέρος αντίγραφο των γραπτών απαντήσεών του στις ερωτήσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Παρέχεται η ευκαιρία σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος να σχολιάσει γραπτώς τις απαντήσεις του άλλου μέρους εντός 10 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής.

Εμπιστευτικότητα

35. Τα συμβαλλόμενα μέρη διατηρούν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ακροάσεων της ομάδας διαιτησίας όταν οι ακροάσεις γίνονται κεκλεισμένων των θυρών, σύμφωνα με τον κανόνα 28. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος αντιμετωπίζει ως εμπιστευτικές οποιεσδήποτε πληροφορίες υποβάλλει στην ειδική ομάδα διαιτησίας το άλλο συμβαλλόμενο μέρος και τις οποίες το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος έχει χαρακτηρίσει εμπιστευτικές. Όταν συμβαλλόμενο μέρος υποβάλλει γραπτώς εμπιστευτικές παρατηρήσεις στην ειδική ομάδα διαιτησίας, παρέχει, επίσης, έπειτα από αίτημα του άλλου συμβαλλομένου μέρους, μη εμπιστευτική περίληψη των πληροφοριών που περιέχονται στις παρατηρήσεις του, η οποία δύναται να δημοσιοποιηθεί το αργότερο 15 ημέρες από την ημερομηνία είτε του αιτήματος είτε της υποβολής των παρατηρήσεων, με αφετηρία την ημερομηνία που είναι μεταγενέστερη. Καμία διάταξη του παρόντος εσωτερικού κανονισμού δεν εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να δημοσιοποιήσει δηλώσεις επί των δικών του θέσεων.

ΜΟΝΟΜΕΡΕΙΣ ΕΠΑΦΕΣ

36. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν πραγματοποιεί συναντήσεις ή επαφές με συμβαλλόμενο μέρος αν δεν παρευρίσκεται και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος.

37. Κανένα μέλος της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν επιτρέπεται να συζητεί πτυχές του αντικειμένου της διαδικασίας με ένα συμβαλλόμενο μέρος ή και με τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, αν απουσιάζουν οι άλλοι διαιτητές.

ΑΥΤΟΚΛΗΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

38. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν αποφασίσουν διαφορετικά εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας, η εν λόγω ειδική ομάδα μπορεί να λάβει γραπτές παρατηρήσεις που δεν έχει ζητήσει, με την προϋπόθεση ότι θα υποβληθούν εντός 10 ημερών από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας, θα είναι συνοπτικές, δεν θα υπερβαίνουν σε καμία περίπτωση τις 15 δακτυλογραφημένες σελίδες, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων παραρτημάτων, και θα αφορούν άμεσα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης που εξετάζεται από την ειδική ομάδα διαιτησίας.

39. Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιλαμβάνουν προσδιορισμό του προσώπου, φυσικού ή νομικού, που τις υποβάλλει, συμπεριλαμβανομένων της φύσης των δραστηριοτήτων του και των χρηματοδοτικών του πόρων, και να καθορίζουν το συμφέρον που έχει το εν λόγω πρόσωπο από τη διαδικασία διαιτησίας. Συντάσσονται στις γλώσσες που επιλέγονται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τους κανόνες 42 και 43 του εσωτερικού κανονισμού.

40. Η ειδική ομάδα διαιτησίας περιλαμβάνει στην απόφασή της όλες τις παρατηρήσεις που έχει λάβει και συμμορφώνονται με τους προαναφερόμενους κανόνες. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν υποχρεούται να αναφέρει στην απόφασή της τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στις εν λόγω παρατηρήσεις. Κάθε παρατήρηση που λαμβάνει η ειδική ομάδα διαιτησίας βάσει του παρόντος κανόνα υποβάλλεται στα συμβαλλόμενα μέρη προς διατύπωση σχολίων.

ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

4 1. Σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης που αναφέρονται στην παρούσα συμφωνία, η ειδική ομάδα διαιτησίας, κατόπιν διαβούλευσης με τα συμβαλλόμενα μέρη, προσαρμόζει τις προθεσμίες που αναφέρονται σε αυτούς τους κανόνες ανάλογα με την περίπτωση και ενημερώνει τα συμβαλλόμενα μέρη για τις προσαρμογές αυτές.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ

4 2. Κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του παρόντος πρωτοκόλλου, και το αργότερο έως τη συνεδρίαση που αναφέρεται στον κανόνα 9 στοιχείο β) του παρόντος εσωτερικού κανονισμού, τα συμβαλλόμενα μέρη καταβάλλουν προσπάθειες προκειμένου να ορίσουν μια κοινή γλώσσα εργασίας για τις διαδικασίες ενώπιον της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

43. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη αδυνατούν να ορίσουν μια κοινή γλώσσα εργασίας, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μεριμνά για τη μετάφραση των γραπτών παρατηρήσεων στη γλώσσα που επιλέγεται από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, και επιβαρύνεται με τις δαπάνες αυτής της μετάφρασης.

44. Τα συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία μεριμνά για τη διερμηνεία των προφορικών παρατηρήσεων στη γλώσσα που επιλέγουν τα συμβαλλόμενα μέρη.

45. Οι αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας κοινοποιούνται στη γλώσσα ή στις γλώσσες που επιλέγουν τα συμβαλλόμενα μέρη.

46. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις για οποιαδήποτε μετάφραση εγγράφου το οποίο συντάσσεται σύμφωνα με τον παρόντα εσωτερικό κανονισμό.

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ

47. Όταν, λόγω της εφαρμογής του κανόνα 7 του εσωτερικού κανονισμού, ένα συμβαλλόμενο μέρος λαμβάνει ένα έγγραφο μια ημερομηνία διαφορετική από την ημερομηνία κατά την οποία το παρόν έγγραφο παραλαμβάνεται από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, κάθε χρονική περίοδος που υπολογίζεται βάσει της ημερομηνίας παραλαβής του εν λόγω εγγράφου έχει ως αφετηρία την τελευταία ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου.

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

48. Ο παρών εσωτερικός κανονισμός εφαρμόζεται επίσης στις διαδικασίες που καθιερώνονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2, το άρθρο 11 παράγραφος 2, το άρθρο 12 παράγραφος 3 και το άρθρο 13 παράγραφος 2 του παρόντος πρωτοκόλλου. Ωστόσο, οι προθεσμίες που καθορίζονται στον παρόντα εσωτερικό κανονισμό προσαρμόζονται σύμφωνα με τις ειδικές προθεσμίες που προβλέπονται για την έκδοση απόφασης από την ομάδα διαιτησίας στις εν λόγω άλλες διαδικασίες.

49. Στην περίπτωση που είναι αδύνατη η σύγκληση της αρχικής ειδικής ομάδας διαιτησίας, ή ορισμένων μελών της, για τις διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2, το άρθρο 11 παράγραφος 2, το άρθρο 12 παράγραφος 3 και το άρθρο 13 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου, ισχύουν οι διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 6 του παρόντος πρωτοκόλλου. Η προθεσμία για την κοινοποίηση της απόφασης παρατείνεται κατά 15 ημέρες.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ

Ορισμοί

1. Στον παρόντα κώδικα δεοντολογίας, νοούνται ως:

α) «μέλος» ή «διαιτητής»: το μέλος της ειδικής ομάδας διαιτησίας που συγκροτείται βάσει του άρθρου 6 του παρόντος πρωτοκόλλου·

β) «διαμεσολαβητής»: το πρόσωπο που διενεργεί διαμεσολάβηση σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος πρωτοκόλλου·

γ) «υποψήφιος»: το άτομο το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στον κατάλογο διαιτητών που αναφέρεται στο άρθρο 19 του παρόντος πρωτοκόλλου και το οποίο εξετάζεται για ενδεχόμενη επιλογή του ως μέλους ειδικής ομάδας διαιτησίας βάσει του άρθρου 6 του παρόντος πρωτοκόλλου·

δ) «βοηθός»: το πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο του διορισμού μέλους, διενεργεί έρευνες ή παρέχει στήριξη στο μέλος·

ε) «διαδικασία»: αν δεν ορίζεται διαφορετικά, η διαδικασία που διεξάγεται στο πλαίσιο ειδικής ομάδας διαιτησίας δυνάμει του παρόντος πρωτοκόλλου·

στ) «προσωπικό»: σε σχέση με ένα μέλος, τα άτομα τα οποία τελούν υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο του μέλους αυτού, εξαιρουμένων των βοηθών.

Υποχρεώσεις όσον αφορά τη διαδικασία

2. Κάθε υποψήφιο μέλος και κάθε μέλος οφείλει να αποφεύγει οποιαδήποτε παρατυπία ή εντύπωση παρατυπίας, να είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο, να αποφεύγει τις άμεσες ή έμμεσες συγκρούσεις συμφερόντων και να τηρεί αυστηρούς κανόνες δεοντολογίας ώστε να διασφαλίζονται η ακεραιότητα και η αμεροληψία τού μηχανισμού επίλυσης διαφορών. Τα πρώην μέλη υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 15, 16, 17 και 18 του παρόντος κώδικα δεοντολογίας.

Υποχρεώσεις δημοσιοποίησης

3. Κάθε υποψήφιο μέλος, πριν από την επιβεβαίωση της επιλογής του ως μέλους της ειδικής ομάδας διαιτησίας βάσει του παρόντος πρωτοκόλλου, δημοσιοποιεί την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, σχέσης ή ζητήματος που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία του ή που θα μπορούσε να εγείρει ευλόγως υπόνοια για παρατυπία ή μεροληψία κατά τη διαδικασία. Για τον σκοπό αυτό, το υποψήφιο μέλος καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να λαμβάνει γνώση σχετικά με την ύπαρξη τυχόν συμφερόντων, σχέσεων και ζητημάτων.

4. Κάθε υποψήφιο μέλος ή μέλος της ειδικής ομάδας οφείλει να κοινοποιεί στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» ζητήματα σχετικά με πραγματικές ή πιθανές παραβιάσεις του παρόντος κώδικα δεοντολογίας προς εξέταση από τα συμβαλλόμενα μέρη.

5. Από τη στιγμή της επιλογής του, το μέλος εξακολουθεί να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να λαμβάνει γνώση για τυχόν συμφέροντα, σχέσεις ή ζητήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος κώδικα δεοντολογίας, και τα δημοσιοποιεί. Η υποχρέωση δημοσιοποίησης είναι διαρκές καθήκον, το οποίο απαιτεί από κάθε μέλος να γνωστοποιεί τυχόν συμφέροντα, σχέσεις και ζητήματα, που μπορεί να ανακύπτουν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Κάθε μέλος οφείλει να δημοσιοποιεί γραπτώς στην υποεπιτροπή «βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών και επενδύσεων» τα εν λόγω συμφέροντα, σχέσεις και ζητήματα, προς εξέταση από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Καθήκοντα των μελών

6. Το μέλος, από τη στιγμή της επιλογής του, εκτελεί τα καθήκοντά του διεξοδικά, χωρίς καθυστέρηση, με δίκαιο τρόπο και επιμελώς καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

7. Το μέλος εξετάζει μόνο τα θέματα που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία και τα οποία είναι απαραίτητα για τη λήψη απόφασης, και δεν αναθέτει σε κανένα άλλο πρόσωπο αυτό το καθήκον.

8. Το μέλος λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι ο βοηθός και το προσωπικό του γνωρίζουν τις παραγράφους 2, 3, 4, 5, 16, 17 και 18 του παρόντος κώδικα δεοντολογίας και συμμορφώνονται με αυτές.

9. Το μέλος δεν πραγματοποιεί μονομερείς επαφές σχετικά με τη διαδικασία.

Ανεξαρτησία και αμεροληψία των μελών

10. Το μέλος είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο, αποφεύγει τη δημιουργία εντύπωσης παρατυπίας ή μεροληπτικής στάσης και δεν επηρεάζεται από ίδιο συμφέρον, έξωθεν πιέσεις, πολιτικές πεποιθήσεις, διαμαρτυρίες της κοινής γνώμης, προσήλωση σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ή το φόβο κριτικής.

11. Το μέλος δεν αναλαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα, υποχρεώσεις ούτε δέχεται οφέλη τα οποία θα μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να επηρεάσουν ή να φανεί ότι επηρεάζουν την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του.

12. Το μέλος δεν χρησιμοποιεί τη θέση του στην ειδική ομάδα διαιτησίας για να προωθήσει προσωπικά ή ιδιωτικά συμφέροντα και αποφεύγει ενέργειες οι οποίες ενδέχεται να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι κάποιοι είναι σε θέση να το επηρεάζουν.

13. Το μέλος δεν επιτρέπει να επηρεάζεται η συμπεριφορά του ή η κρίση του από σχέσεις ή ευθύνες οικονομικού, επιχειρηματικού, επαγγελματικού, οικογενειακού ή κοινωνικού χαρακτήρα.

14. Το μέλος αποφεύγει να συνάπτει οποιαδήποτε σχέση ή να αποκτά οποιαδήποτε οικονομικά οφέλη, που ενδέχεται να επηρεάσουν την αμεροληψία του ή τα οποία θα μπορούσαν εύλογα να δημιουργήσουν την εντύπωση παρατυπίας ή μεροληψίας.

Υποχρεώσεις πρώην μελών

15. Όλα τα πρώην μέλη αποφεύγουν ενέργειες που μπορούν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι επέδειξαν μεροληψία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή ότι επωφελήθηκαν από τις αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

Εμπιστευτικότητα

16. Κανένα μέλος ή πρώην μέλος, σε καμία χρονική στιγμή, δεν δημοσιοποιεί ή χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μη δημόσια πληροφορία σχετικά με μια διαδικασία ή πληροφορία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια διαδικασίας, εκτός αν η πληροφορία εξυπηρετούσε τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας, και σε καμία περίπτωση δεν δημοσιοποιεί ή χρησιμοποιεί οποιαδήποτε τέτοια πληροφορία για να αποκομίσει προσωπικά οφέλη ή προνόμια για άλλους ή για να βλάψει τα συμφέροντα άλλων.

17. Το μέλος δεν δημοσιοποιεί το σύνολο ή μέρος των αποφάσεων της ειδικής ομάδας διαιτησίας πριν από τη δημοσίευσή τους σύμφωνα με το παρόν πρωτόκολλο.

18. Μέλος ή πρώην μέλος δεν επιτρέπεται σε καμία χρονική στιγμή να δημοσιοποιεί τις συζητήσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας ή τις απόψεις οποιουδήποτε μέλους.

Δαπάνες

19. Κάθε μέλος διατηρεί αρχείο και καταγράφει το χρόνο που αφιέρωσε τελικά στη διαδικασία, καθώς και τα έξοδά του.

Διαμεσολαβητές

20. Τα καθήκοντα που περιγράφονται στον παρόντα κώδικα δεοντολογίας, όπως εφαρμόζονται για τα μέλη ή τα πρώην μέλη, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, για τους διαμεσολαβητές.

[1] EE C […], […], σ. […].

[2] Οι διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου ισχύουν με την επιφύλαξη του άρθρου 34 του πρωτοκόλλου σχετικά με τον ορισμό της έννοιας «προϊόντα καταγωγής» και των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας.