52010PC0067

2007/0286 (COD) Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (Αναδιατύπωση) /* COM/2010/0067 τελικό - COD 2007/0286 */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 23.2.2010

COM(2010)67 τελικό

2007/0286 (COD)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ σύμφωνα με το άρθρο 2 94 παράγραφος 6 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη

θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (Αναδιατύπωση)

2007/0286 (COD)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη

θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (Αναδιατύπωση)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Ημερομηνία διαβίβασης της πρότασης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (έγγραφο COM(2007) 844 τελικό – 2007/0286 (COD)) | 21 Δεκεμβρίου 2007 |

Ημερομηνία γνωμοδότησης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής: | 14 Ιανουαρίου 2009 |

Ημερομηνία γνωμοδότησης της Επιτροπής των Περιφερειών: | 9 Οκτωβρίου 2008 |

Ημερομηνία γνωμοδότησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση: | 10 Μαρτίου 2009 |

Ημερομηνία καθορισμού της θέσης του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (με ομοφωνία): | 15 Φεβρουαρίου 2010 |

ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η πρόταση αποσκοπεί στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της απόδοσης της ισχύουσας νομοθεσίας για την πρόληψη και τον έλεγχο των βιομηχανικών εκπομπών, με την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος, τον περιορισμό του περιττού διοικητικού φόρτου και με την ελαχιστοποίηση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Γενικές παρατηρήσεις

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε σε πρώτη ανάγνωση στις 10 Μαρτίου 2009. Η Επιτροπή αποδέχθηκε πλήρως, εν μέρει ή επί της αρχής 47 από τις 85 τροπολογίες που ενέκρινε το Κοινοβούλιο σε πρώτη ανάγνωση. Στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενσωματώθηκαν, τουλάχιστον εν μέρει, 32 από τις εν λόγω 47 τροπολογίες.

Η Επιτροπή αποδέχθηκε, είτε πλήρως είτε επί της αρχής ή εν μέρει, τις τροπολογίες που αποσαφηνίζουν το πλαίσιο της πρότασης και συνάδουν με τον γενικό στόχο της. Σε αυτές περιλαμβάνονται τροποποιήσεις με τις οποίες επιδιώκεται η βελτίωση της παροχής πληροφοριών στο κοινό, σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην πρόταση της Επιτροπής και συνίσταται σε ενίσχυση της διαφάνειας όσον αφορά την αδειοδότηση, την επιβολή και τη συμμόρφωση.

Η Επιτροπή απέρριψε τις τροπολογίες που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της πρότασης, όπως εκείνες που περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων με τις οποίες καθορίζονται ελάχιστες απαιτήσεις για τις μεγάλες μονάδες καύσης. Απέρριψε επίσης τις τροπολογίες που προκαλούν σύγχυση σε νομικό επίπεδο, δυσχεραίνουν την εφαρμογή ή δεν συμβιβάζονται με τα βασικά στοιχεία της πρότασης.

Λεπτομερείς παρατηρήσεις

Τροπολογίες του Κοινοβουλίου που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή και ενσωματώθηκαν πλήρως, εν μέρει ή επί της αρχής στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση

Στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενσωματώθηκαν, σε ποικίλους βαθμούς, 32 τροπολογίες (αριθ. 7, 12, 13, 14, 16, 18, 19, 21, 27, 34, 35, 36, 37, 40, 44, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 59, 64, 65, 66, 68, 71, 72, 73, 75 και 79 ).

Η τροπολογία αριθ. 7 προσθέτει μια χρήσιμη παραπομπή στη σύμβαση του Aarhus (Ώρχους). Η τροπολογία αριθ. 12 είναι αποδεκτή επί της αρχής, δεδομένου ότι αποσαφηνίζει την έννοια των «επιπέδων εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές». Η τροπολογία αριθ. 13 ενσωματώθηκε επειδή αποσαφηνίζει τον ορισμό του «ενδιαφερόμενου κοινού». Η τροπολογία αριθ. 14 είναι εν μέρει αποδεκτή, στον βαθμό που αποσαφηνίζει τον ορισμό των «αναδυόμενων τεχνικών». Η τροπολογία αριθ. 16 αφορά την προσθήκη ορισμού της έννοιας «περιβαλλοντική επιθεώρηση». Οι τροπολογίες αριθ. 18 και 19 αποσαφηνίζουν τις διατάξεις που αφορούν την αδειοδότηση περισσοτέρων της μιας εγκαταστάσεων ή φορέων εκμετάλλευσης. Η τροπολογία αριθ. 21 είναι αποδεκτή επί της αρχής, δεδομένου ότι αποσαφηνίζει τις διατάξεις που αφορούν την παραβίαση των όρων των αδειών. Οι τροπολογίες αριθ. 27 και 55 είναι αποδεκτές, εν μέρει και επί της αρχής, στον βαθμό που αποσαφηνίζουν την οργάνωση της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές (ΒΔΤ). Με τις τροπολογίες αριθ. 34 και 35 απλουστεύονται οι διατάξεις που αφορούν την εφαρμογή γενικών δεσμευτικών κανόνων. Με την τροπολογία αριθ. 36 βελτιώνεται η παροχή πληροφοριών στο κοινό σχετικά με την εξέλιξη των ΒΔΤ. Η τροπολογία αριθ. 37 αποσαφηνίζει τις διατάξεις που αφορούν την επανεξέταση των όρων των αδειών. Η τροπολογία αριθ. 40 είναι εν μέρει αποδεκτή, στον βαθμό που δημιουργεί γέφυρα με άλλα κατάλληλα κοινοτικά νομοθετήματα. Η τροπολογία αριθ. 44 είναι εν μέρει αποδεκτή, ως προς την αρχή του καθορισμού ελάχιστης συχνότητας επιθεωρήσεων, απορρίπτεται όμως η προτεινόμενη συχνότητα. Οι τροπολογίες αριθ. 49 και 50 εξασφαλίζουν τη συνέπεια με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση του Ώρχους. Οι τροπολογίες αριθ. 51, 52, 53 και 54 αποσαφηνίζουν τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στο κοινό. Η τροπολογία αριθ. 59 αφορά την υποβολή στοιχείων στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη σχετικά με τον καθορισμό οριακών τιμών εκπομπών. Η τροπολογία αριθ. 64 είναι αποδεκτή επί της αρχής, καθώς αποσαφηνίζει το πεδίο εφαρμογής όσον αφορά τα χυτήρια μη σιδηρούχων μετάλλων. Η τροπολογία αριθ. 65 προσθέτει μια χρήσιμη αναφορά σχετικά με τη συναποτέφρωση στο πεδίο εφαρμογής (παράρτημα Ι). Οι τροπολογίες αριθ. 66 και 68 είναι αποδεκτές επί της αρχής, καθώς προσδίδουν μεγαλύτερη νομική σαφήνεια στο πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας όσον αφορά ορισμένες δραστηριότητες επεξεργασίας αποβλήτων. Οι τροπολογίες αριθ. 71, 72, 73 και 75 είναι αποδεκτές, εν μέρει και επί της αρχής, στον βαθμό που ενισχύουν τη συνέπεια μεταξύ των παρεκκλίσεων οι οποίες εγκρίνονται για μονάδες καύσης που λειτουργούν λίγες ώρες ή χρησιμοποιούνται σε έκτακτη ανάγκη, χωρίς να αποδυναμώνουν τις απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Η τροπολογία αριθ. 79 είναι εν μέρει αποδεκτή, δεδομένου ότι επαναφέρει τις διατάξεις που αφορούν την παρακολούθηση των διοξινών στην ισχύουσα νομοθεσία.

Τροπολογίες του Κοινοβουλίου που απορρίφθηκαν από την Επιτροπή, αλλά ενσωματώθηκαν πλήρως, εν μέρει ή επί της αρχής στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση

Η Επιτροπή απέρριψε 12 τροπολογίες (αριθ. 15, 22, 23, 29, 31, 32, 33, 41, 47, 93 (ίδια με την 115 ), 97 και 117 ), οι οποίες όμως ενσωματώθηκαν πλήρως, εν μέρει ή επί της αρχής στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση.

Η τροπολογία αριθ. 15 , η οποία απορρίφθηκε από την Επιτροπή επειδή δεν προσδίδει σαφήνεια στην πρόταση, συμπεριελήφθη εν μέρει στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ως προς τον ορισμό της «βασικής έκθεσης». Η ενσωμάτωση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή ως διευκρίνιση του ορισμού.

Οι τροπολογίες αριθ. 22, 23, 29 και 41 σχετικά με την προστασία του εδάφους απορρίφθηκαν από την Επιτροπή διότι είτε δεν συνάδουν με την πρότασή της είτε δεν αποσαφηνίζουν το κείμενο. Οι τροπολογίες αυτές συμπεριελήφθησαν εν μέρει και επί της αρχής στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, στον βαθμό που αποσαφηνίζουν τα προβλεπόμενα στην πρόταση μέτρα για την προστασία του εδάφους και, συνεπώς, είναι αποδεκτές. Η τροπολογία αριθ. 33 σχετικά με την παρακολούθηση του εδάφους και των υπογείων υδάτων, ενώ απορρίφθηκε από την Επιτροπή επειδή παρέχει χαμηλότερο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, ενσωματώθηκε πλήρως στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση.

Η Επιτροπή απέρριψε την τροπολογία αριθ. 31 σχετικά με τον καθορισμό οριακών τιμών εκπομπών με το αιτιολογικό ότι δεν συνάδει με μια από τις βασικές αρχές της πρότασής της, υποβαθμίζοντας αισθητά το επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος. Η τροπολογία αυτή ενσωματώθηκε εν μέρει και επί της αρχής ως προς την απαίτηση να εξασφαλίζεται ότι δεν σημειώνονται υπερβάσεις των επιπέδων εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές και, επομένως, μπορεί να γίνει δεκτή. Η τροπολογία αριθ. 32 απορρίφθηκε από την Επιτροπή διότι οι προτεινόμενες αλλαγές δεν συνάδουν με το υπόλοιπο κείμενο της πρότασης. Επειδή, ωστόσο, συμπεριελήφθη εν μέρει στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, όσον αφορά την ενημέρωση του κοινού για τις αποκλίσεις από τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις ΒΔΤ, είναι αποδεκτή.

Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση περιλαμβάνει τη διαγραφή, όπως προτείνεται στην τροπολογία αριθ. 47 , των απαιτήσεων για συμμετοχή του κοινού στη θέσπιση γενικών δεσμευτικών κανόνων. Η τροπολογία αριθ. 93 (ίδια με την 115 ) σχετικά με την κάλυψη της εντατικής πτηνοτροφίας, ενώ απορρίφθηκε από την Επιτροπή επειδή παρέχει χαμηλότερο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, ενσωματώθηκε πλήρως στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση. Η τροπολογία αριθ. 117 για το πεδίο εφαρμογής όσον αφορά τις δραστηριότητες κεραμοποιίας απορρίφθηκε από την Επιτροπή, δεδομένου ότι περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας σε σύγκριση με τις κείμενες διατάξεις, ενσωματώθηκε όμως, εν μέρει, στην κοινή θέση κατά τρόπο που η Επιτροπή θεωρεί αποδεκτό. Ενώ η Επιτροπή απέρριψε την τροπολογία αριθ. 97 σχετικά με την αύξηση των οριακών τιμών για τις εκπομπές NOx από ορισμένες μεγάλες μονάδες καύσης, επειδή υποβαθμίζει τις περιβαλλοντικές επιδιώξεις της πρότασης, η τροπολογία αυτή συμπεριελήφθη επί της αρχής στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, κατά τρόπο αποδεκτό.

Τροπολογίες του Κοινοβουλίου που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή, πλήρως, εν μέρει ή επί της αρχής, αλλά δεν ενσωματώθηκαν στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση

Η Επιτροπή αποδέχθηκε πλήρως, εν μέρει ή επί της αρχής 15 τροπολογίες (αριθ. 1, 5, 6, 8, 20, 42, 43, 46, 48, 56, 58, 60, 61, 62 και 69 ) που, ωστόσο, δεν ενσωματώθηκαν στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση. Οι συγκεκριμένες τροπολογίες αφορούν τη διατύπωση των αιτιολογικών σκέψεων, την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη συμμόρφωση, την ενημέρωση των αρμοδίων αρχών μετά την παύση δραστηριοτήτων, τις εκθέσεις επιθεώρησης, τον ορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού, τις αναδυόμενες τεχνικές, την παρακολούθηση, την παροχή πληροφοριών στο κοινό, την τροποποίηση των παραρτημάτων, την επιβολή νέων, πρόσθετων ελάχιστων απαιτήσεων με διαδικασία κανονιστικής επιτροπής και την κατάρτιση κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την εντατική πτηνοτροφία.

Τροπολογίες που απορρίφθηκαν από την Επιτροπή και το Συμβούλιο και δεν ενσωματώθηκαν στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση

Είκοσι έξι τροπολογίες (αριθ. 2, 3, 4, 9, 10, 11, 17, 24, 25, 26, 28, 30, 38, 39, 45, 57, 63, 67, 70, 76, 77, 78, 80, 114, 129 και 133 ) απορρίφθηκαν και από τα δύο θεσμικά όργανα.

Οι τροπολογίες αριθ. 2, 3, 4, 9, 10 και 11 απορρίφθηκαν και από τα δύο όργανα ως μη συνάδουσες προς τον σκοπό των αιτιολογικών σκέψεων. Η τροπολογία αριθ. 17 , που αφορά ορισμό των «γενικών δεσμευτικών κανόνων», απορρίφθηκε και από τα δύο όργανα διότι δεν προσδίδει σαφήνεια ούτε προστιθέμενη αξία. Οι τροπολογίες αριθ. 24, 25 και 26 για το περιεχόμενο των αιτήσεων αδειοδότησης, η τροπολογία αριθ. 28 για τους όρους των αδειών με τους οποίους επιδιώκεται η προστασία του εδάφους, η τροπολογία αριθ. 30 για τον προσδιορισμό των ΒΔΤ, καθώς και οι τροπολογίες αριθ. 38 και 39 για την επανεξέταση των αδειών απορρίφθηκαν και από τα δύο όργανα διότι είτε περιττεύουν είτε θα προκαλούσαν σύγχυση σε νομικό επίπεδο κατά την εφαρμογή. Η τροπολογία αριθ. 114 σχετικά με τη διασπορά κοπριάς δεν συνάδει με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση και, κατόπιν τούτου, απορρίφθηκε και από τα δύο όργανα. Η τροπολογία αριθ. 45 σχετικά με τις έκτακτες επιθεωρήσεις είναι ασαφής και θα δυσχέραινε την εφαρμογή· για τον λόγο αυτό, απορρίφθηκε και από τα δύο όργανα. Η τροπολογία αριθ. 57 απορρίφθηκε και από τα δύο όργανα, δεδομένου ότι περιορίζει τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης που αφορά την επέκταση των μονάδων καύσης. Σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου ΙΙ της πρότασης (παράρτημα I), οι τροπολογίες αριθ. 63, 67, 70 και 129 απορρίφθηκαν και από τα δύο όργανα διότι δεν συνάδουν με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση. Η τροπολογία αριθ. 133 απορρίφθηκε και από τα δύο όργανα διότι εξαιρεί ορισμένες μονάδες καύσης από το πεδίο εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας. Η τροπολογία αριθ. 76 απορρίφθηκε και από τα δύο όργανα επειδή διευρύνει την παρακολούθηση των εκπομπών CO, ώστε να καλύπτονται και οι μονάδες καύσης για τις οποίες δεν καθορίζονται οριακές τιμές εκπομπών. Η τροπολογία αριθ. 77 απορρίφθηκε και από τα δύο όργανα, δεδομένου ότι μεταβάλλει το καθεστώς συμμόρφωσης των μονάδων καύσης. Οι τροπολογίες αριθ. 78 και 80 για τις παρεκκλίσεις που αφορούν την παρακολούθηση των εκπομπών των μονάδων αποτέφρωσης αποβλήτων απορρίφθηκαν και από τα δύο όργανα, δεδομένου ότι δεν συνάδουν με την πρόταση της Επιτροπής και τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση.

Αλλαγές που επέφερε στην πρόταση το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο πρότεινε τις εξής κύριες τροποποιήσεις της πρότασης της Επιτροπής:

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές (ΒΔΤ) Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση διατηρεί την αρχή και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που πρότεινε η Επιτροπή, με την προσθήκη όμως διατάξεων για τον ρόλο του φόρουμ, ενώ παράλληλα καθορίζει με περισσότερες λεπτομέρειες τη διαδικασία σύνταξης και το περιεχόμενο των εγγράφων αναφοράς για τις ΒΔΤ. Η Επιτροπή συμφωνεί με τις πρόσθετες αυτές διατάξεις, οι οποίες συνάδουν με την ισχύουσα διαδικασία σύνταξης των εγγράφων αναφοράς για τις ΒΔΤ. Ωστόσο, η Επιτροπή εκφράζει την απογοήτευσή της για το ότι η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση προβλέπει την έκδοση μη δεσμευτικών κατευθυντήριων γραμμών συνδεόμενων με το άρθρο 13 παράγραφος 3 στοιχεία γ) και δ) με διαδικασία κανονιστικής επιτροπής, δεδομένου ότι η Επιτροπή διαθέτει βάσει της Συνθήκης αυτοτελές δικαίωμα να προβαίνει στην ενέργεια αυτή. Η σχετική διάταξη της θέσης του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση δεν μπορεί να θίξει το δικαίωμα αυτό (βλ. δήλωση στο παράρτημα της παρούσας ανακοίνωσης).

Διαδικασία έγκρισης των συμπερασμάτων για τις ΒΔΤ. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση προβλέπει, στο άρθρο 13 παράγραφος 5, την έγκριση των συμπερασμάτων για τις ΒΔΤ (τμήματα των εγγράφων αναφοράς για τις ΒΔΤ, στα οποία καθορίζονται ιδίως τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις ΒΔΤ) με κανονιστική διαδικασία (άρθρο 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ). Ωστόσο, στο πλαίσιο της πολιτικής συμφωνίας που επιτεύχθηκε στο Συμβούλιο, είχε προταθεί η κανονιστική διαδικασία με έλεγχο. Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με την άποψη του Συμβουλίου ότι η πλέον ενδεδειγμένη νομική βάση για τη θέσπιση των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5 είναι το άρθρο 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ. Πρόκειται για μέτρα γενικής ισχύος, τα οποία αποσκοπούν στη συμπλήρωση της βασικής πράξης με ορισμένα νέα, μη ουσιώδη στοιχεία. Κατά συνέπεια, η θέσπισή τους θα πρέπει να εμπίπτει στη διαδικασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων (άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ) (βλ. δήλωση στο παράρτημα της παρούσας ανακοίνωσης).

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι οι αλλαγές που επέφερε το Συμβούλιο θα την επιφορτίσουν με πρόσθετα καθήκοντα, τα οποία συνεπάγονται αύξηση των πόρων που θα διαθέσει η Επιτροπή στη διαδικασία σύνταξης και έγκρισης των εγγράφων αναφοράς για τις ΒΔΤ.

Οριακές τιμές εκπομπών σε σχέση με τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις ΒΔΤ. Το άρθρο 15 παράγραφος 3 της θέσης του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση παρέχει στις αρμόδιες αρχές μεγαλύτερη ευελιξία για να καθορίζουν οριακές τιμές εκπομπών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι εκπομπές δεν θα υπερβαίνουν τα επίπεδα που συνδέονται με τις ΒΔΤ και παρατίθενται στα συμπεράσματα για τις ΒΔΤ. Η Επιτροπή εκφράζει τη απογοήτευσή της για τις αλλαγές αυτές, αλλά είναι σε θέση να αποδεχθεί την προσέγγιση, δεδομένου ότι έχουν προστεθεί οι απαραίτητες διασφαλίσεις, μέσω απαιτήσεων παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων, για την τήρηση των επιδιωκόμενων περιβαλλοντικών στόχων. Η παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 3, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και με βάση ορισμένα κριτήρια, διατηρείται, αλλά η Επιτροπή εκφράζει την απογοήτευση της για την αντικατάσταση της δυνατότητας καθορισμού των κριτηρίων αυτών με διαδικασία κανονιστικής επιτροπής από την κατάρτιση κατευθυντήριων γραμμών. Παρόλα αυτά, η Επιτροπή είναι σε θέση να αποδεχθεί την προσέγγιση αυτή προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία.

Εκτίμηση όσον αφορά τις εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή σε σχέση με το άρθρο 41 (κανόνες για τις μονάδες καύσης) και το άρθρο 48 παράγραφος 5 (παρακολούθηση ορισμένων εκπομπών των μονάδων αποτέφρωσης αποβλήτων). Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με την άποψη του Συμβουλίου ότι η πλέον ενδεδειγμένη νομική βάση για τη θέσπιση των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 41 και στο άρθρο 48 παράγραφος 5 είναι το άρθρο 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ. Πρόκειται για μέτρα γενικής ισχύος, τα οποία αποσκοπούν στη συμπλήρωση της βασικής πράξης με ορισμένα νέα, μη ουσιώδη στοιχεία. Κατά συνέπεια, η θέσπισή τους θα πρέπει να εμπίπτει στη διαδικασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων (άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ) (βλ. δήλωση στο παράρτημα της παρούσας ανακοίνωσης).

Επανεξέταση των αδειών. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση διατηρεί την προτεινόμενη υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να επανεξετάζουν και, όταν χρειάζεται, να αναπροσαρμόζουν τους όρους των αδειών μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων που αφορούν τα συμπεράσματα για τις ΒΔΤ. Ωστόσο, η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση παρατείνει το χρονικό διάστημα από τέσσερα σε πέντε έτη μετά την εν λόγω δημοσίευση. Η Επιτροπή εκφράζει την απογοήτευσή της για την αλλαγή αυτή, αλλά είναι σε θέση να την αποδεχθεί, καθώς πρόκειται για περιορισμένη παράταση χρόνου, ενώ η πραγματική συχνότητα επανεξέτασης των αδειών παραμένει αμετάβλητη.

Προστασία του εδάφους. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση περιέχει πρόσθετες απαιτήσεις για την πρόληψη της ρύπανσης του εδάφους και των υπογείων υδάτων, οι οποίες πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στους όρους των αδειών. Διατηρείται η προσέγγιση που συνίσταται στον καθορισμό ελάχιστης συχνότητας παρακολούθησης του εδάφους και των υπογείων υδάτων, παρέχεται όμως στις αρμόδιες αρχές η ευχέρεια να μειώνουν τη συχνότητα παρακολούθησης με βάση συστηματική εκτίμηση του κινδύνου ρύπανσης. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση διατηρεί τις διατάξεις που αφορούν τη σύνταξη βασικών εκθέσεων και τις απαιτήσεις μετά την παύση δραστηριοτήτων, ενώ παράλληλα παρέχει περιθώρια ευελιξίας για την εφαρμογή των διατάξεων. Αν και η Επιτροπή προτιμά την αρχική της πρόταση, θεωρεί τις αλλαγές αποδεκτές, καθώς δεν κλονίζουν τις θεμελιώδεις αρχές της πρότασης.

Επιθεωρήσεις. Στη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση διατηρείται η προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην πρόταση, με τις ακόλουθες κύριες αλλαγές. Το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο επιτόπου επισκέψεων σε εγκαταστάσεις πρέπει να καθορίζεται με βάση συστηματική εκτίμηση των περιβαλλοντικών κινδύνων (σύμφωνα με την πρόταση, εκτίμηση κινδύνων απαιτείται μόνο για παρέκκλιση από την υποχρέωση ετήσιας επίσκεψης επιτόπου). Το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος για τις εγκαταστάσεις που ενέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο και τα τρία έτη για εκείνες που ενέχουν τον μικρότερο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαίτηση αυτή είναι χρήσιμη διότι παρέχει διασφαλίσεις όσον αφορά τον καθορισμό της συχνότητας των επισκέψεων επιτόπου. Εκφράζει την απογοήτευσή της για την απαλοιφή της διαδικασίας κανονιστικής επιτροπής για τον καθορισμό των κριτήριων εκτίμησης των κινδύνων, αλλά θεωρεί ότι τα κριτήρια που προβλέπει η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση είναι τα ενδεδειγμένα.

Έναρξη εφαρμογής στις νέες μεγάλες μονάδες καύσης. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση επισπεύδει τον χρόνο εφαρμογής των προτύπων στις νέες μεγάλες μονάδες καύσης αντί του 2016 σε δύο έτη από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της οδηγίας. Η Επιτροπή συμφωνεί με την ημερομηνία αυτή, δεδομένου ότι τα νέα πρότυπα θεωρούνται ΒΔΤ για τις νέες μονάδες ήδη από το 2006 και οι τελευταίες έχουν την τεχνική και οικονομική δυνατότητα να συμμορφωθούν με τα νέα αυτά όρια.

Προσωρινή ευελιξία για τις υφιστάμενες μεγάλες μονάδες καύσης. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση εισάγει τα ακόλουθα προσωρινά περιθώρια ευελιξίας:

- Ενώ διατηρείται η 1η Ιανουαρίου 2016 ως ημερομηνία έναρξης ισχύος των αναθεωρημένων οριακών τιμών για τις εκπομπές, τα κράτη μέλη θα μπορούν να εφαρμόσουν, έως το τέλος του 2020, μεταβατικό εθνικό σχέδιο, υπό τον όρο ότι οι συνολικές εκπομπές των μονάδων που θα καλύπτονται από αυτό δεν θα υπερβαίνουν ετήσια ανώτατα όρια, μειούμενα γραμμικά μεταξύ των ετών 2016 έως 2019. Από το 2019 και μέχρι το τέλος του 2020, το ανώτατα όρια δεν θα μεταβάλλονται.

- Δυνατότητα απαλλαγής των ακόλουθων τύπων μονάδων από την υποχρέωση τήρησης των αναθεωρημένων οριακών τιμών: μέχρι το τέλος του 2023, μονάδες με περιορισμένη διάρκεια ζωής (κάτω των 20.000 ωρών λειτουργίας)· μέχρι το τέλος του 2019, μονάδες που αποτελούν τμήμα μικρών απομονωμένων συστημάτων· μέχρι το τέλος του 2023, μονάδες τηλεθέρμανσης που πληρούν ορισμένους ειδικούς όρους.

Αν και η Επιτροπή θα προτιμούσε να μην συμπεριληφθούν αυτές οι παρεκκλίσεις, είναι σε θέση να αποδεχθεί τις σχετικές διατάξεις, που προστέθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία, δεδομένου ότι οι παρεκκλίσεις είναι μεταβατικές και διατηρείται η περιβαλλοντική ακεραιότητα της πρότασης, ενώ διευκολύνονται οι προσπάθειες των κρατών μελών για την ταχύτερη δυνατή προσαρμογή των μεγάλων μονάδων καύσης στις ΒΔΤ.

Ειδικές απαιτήσεις για ορισμένες μεγάλες μονάδες καύσης. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση προβλέπει διαφορετικές οριακές τιμές εκπομπών για τις μονάδες που λειτουργούν λίγες ώρες (το πολύ 1.500 ώρες ετησίως) και ελάχιστα ποσοστά αποθείωσης για τις μονάδες που αδυνατούν να τηρήσουν τις οριακές τιμές για τις εκπομπές SO2, ακόμη και με την εφαρμογή των ΒΔΤ, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των χρησιμοποιούμενων εγχώριων στερεών καυσίμων. Η Επιτροπή θεωρεί τις διατάξεις αυτές χρήσιμες και δικαιολογημένες για την αντιμετώπιση των ειδικών τεχνικών ζητημάτων που ανακύπτουν, με παράλληλη διατήρηση της περιβαλλοντικής ακεραιότητας της πρότασης.

Κανόνες συνυπολογισμού για τις μονάδες καύσης. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση εισάγει ένα ελάχιστο όριο 15 MW, πάνω από το οποίο θα εφαρμόζονται οι κανόνες συνυπολογισμού. Αυτό συνεπάγεται ότι οι μικρές μεμονωμένες μονάδες θα εξαιρούνται από τον προσδιορισμό της συνολικής δυναμικότητας των εγκαταστάσεων καύσης που αποτελούνται από περισσότερες της μιας μονάδες, των οποίων τα απαέρια απορρίπτονται μέσω κοινής καπνοδόχου. Η Επιτροπή εκφράζει την απογοήτευσή της γιατί το Συμβούλιο αποδυναμώνει με τον τρόπο αυτό την εφαρμογή των κανόνων συνυπολογισμού, αλλά είναι σε θέση να αποδεχθεί το ελάχιστο όριο των 15 MW, δεδομένου ότι αυτό αφορά τις μικρές μονάδες με περιορισμένες επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Ρήτρα επανεξέτασης για ορισμένες μεγάλες μονάδες καύσης. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση προσθέτει μια ρήτρα που υποχρεώνει την Επιτροπή να επανεξετάσει την ανάγκη καθορισμού οριακών τιμών – και τροποποίησης των τιμών αυτών – για συγκεκριμένες μονάδες καύσης, οι οποίες δεν υπόκεινται σε ελάχιστα πρότυπα ή για τις οποίες οι ελάχιστες απαιτήσεις βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας δεν είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν λόγω έλλειψης επικαιροποιημένων στοιχείων σχετικά με τις ΒΔΤ, και να υποβάλει νομοθετική πρόταση μέχρι το τέλος του 2013, εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Η Επιτροπή υποστηρίζει την εν λόγω ρήτρα επανεξέτασης, διότι στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης θα μπορούν να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα της αναθεώρησης των σχετικών εγγράφων αναφοράς για τις ΒΔΤ.

Πεδίο εφαρμογής. Η Επιτροπή πρότεινε να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας σε ορισμένες δραστηριότητες. Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση δεν περιλαμβάνει την προταθείσα επέκταση στην καύση καυσίμων σε εγκαταστάσεις συνολικής θερμικής ισχύος 20 έως 50 MW και στην εντατική κτηνοτροφία. Επιπλέον, με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση τροποποιείται το προτεινόμενο πεδίο εφαρμογής, όσον αφορά τις διαδικασίες διαχείρισης αποβλήτων και την παραγωγή κεραμικών προϊόντων. Απαλείφεται επίσης από την θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση η προταθείσα απαίτηση να βασίζεται η διασπορά κοπριάς σε ΒΔΤ. Αν και η Επιτροπή προτιμά την αρχική της πρόταση για επέκταση του πεδίου εφαρμογής και τη διάταξη που πρότεινε σχετικά με τη διαχείριση της κοπριάς, θεωρεί τις αλλαγές αποδεκτές, λαμβάνοντας υπόψη την προσθήκη ρήτρας επανεξέτασης για τα ειδικά αυτά ζητήματα.

Εμπορία εκπομπών NOx και SO 2 . Με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση προστίθεται μια αιτιολογική σκέψη που αφορά τη διερεύνηση των δυνατοτήτων χρήσης αγορακεντρικών μέσων, όπως είναι η εμπορία εκπομπών NOx και SO2. Αυτό απηχεί την εκτίμηση που διενεργεί η Επιτροπή, χωρίς να προδικάζει τα αποτελέσματά της.

Εξουσιοδότηση και έκφραση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις (άρθρα 76 και 78). Η Επιτροπή, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ[1] και βασιζόμενη στην ανάλυση των συγκεκριμένων μέτρων που προβλέπονται στη θέση του Συμβουλίου και με δεδομένο, επίσης, το δικαίωμα ανάκλησης που προβλέπεται στο κείμενο της Προεδρίας, τάσσεται υπέρ της εξουσιοδότησης για αόριστο χρόνο, αλλά είναι σε θέση να αποδεχθεί την προσέγγιση του Συμβουλίου (πενταετία με σιωπηρή ανανέωση). Παράλληλα, η Επιτροπή εκφράζει την απογοήτευσή της γιατί η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση επιβάλλει τρίμηνη προθεσμία για την έκφραση αντιρρήσεων από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης. Η Επιτροπή θα προτιμούσε δίμηνη προθεσμία, με δυνατότητα παράτασης ενός μηνός κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αυτό θα συνέβαλε στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών, χωρίς να θίγει την αρχή της τρίμηνης συνολικής διάρκειας της προθεσμίας.

Διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τη θέσπιση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση (39 η αιτιολογική σκέψη).

Η Επιτροπή διαφωνεί με την αιτιολογική σκέψη που αφορά τις διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της θέσπισης πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση. Θεωρεί ότι οι ομάδες εμπειρογνωμόνων δεν μπορούν να έχουν επίσημο θεσμικό ρόλο. Ως εκ τούτου, οι βασικές πράξεις δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν διατάξεις για τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Η Επιτροπή παραπέμπει, εν προκειμένω, στην ανακοίνωση που εξέδωσε στις 9 Δεκεμβρίου 2009.

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι αλλαγές που επέφερε το Συμβούλιο είναι αποδεκτές, καθώς είναι συνεπείς μεταξύ τους και στηρίζονται στην πρόταση της Επιτροπής, εκτός από ορισμένες εκτιμήσεις του Συμβουλίου που αφορούν την ανάθεση εξουσιών στην Επιτροπή κατά τα άρθρα 290 και 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή αντιτίθεται στη θέση που καθόρισε ομόφωνα το Συμβούλιο, σε πρώτη ανάγνωση, στις 15 Φεβρουαρίου 2010.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με τους πίνακες αντιστοιχίας

Η Επιτροπή υπενθυμίζει τη θέση της σχετικά με την κατάρτιση από τα κράτη μέλη πινάκων αντιστοιχίας, στους ποίους τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη θα συνδέονται με την οδηγία, προς το συμφέρον των πολιτών, για τη βελτίωση της νομοθεσίας και της διαφάνειας και για να διευκολύνεται η εξέταση της συμμόρφωσης των εθνικών κανόνων με τις κοινοτικές διατάξεις.

Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει της επιτυχούς ολοκλήρωσης της διοργανικής διαδικασίας για το παρόν ζήτημα και δεδομένων των σχετικών οριζοντίων συζητήσεων που διεξάγονται μεταξύ των θεσμικών οργάνων, η Επιτροπή δεν παρεμβάλλει προσκόμματα στην επίτευξη συμφωνίας στο Συμβούλιο.

Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 13 παράγραφος 3 στοιχεία γ) και δ)

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η εκ μέρους της έκδοση μη δεσμευτικών κατευθυντήριων γραμμών δεν πρέπει να υπόκειται σε διαδικασία επιτροπής, δεδομένου ότι διαθέτει βάσει της Συνθήκης αυτοτελές δικαίωμα να προβαίνει στην ενέργεια αυτή.

Η Επιτροπή θεωρεί, επομένως, ότι η διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 3 στοιχεία γ) και δ) για την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών με κανονιστική διαδικασία δεν μπορεί να θίξει το δικαίωμα αυτό.

Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με τις εξουσίες που της ανατίθενται όσον αφορά το άρθρο 13 παράγραφος 5, το άρθρο 41 και το άρθρο 48 παράγραφος 5

Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με την άποψη του Συμβουλίου ότι η πλέον ενδεδειγμένη νομική βάση για τη θέσπιση των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5, στο άρθρο 41 και στο άρθρο 48 παράγραφος 5 είναι το άρθρο 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ. Πρόκειται για μέτρα γενικής ισχύος, τα οποία αποσκοπούν στη συμπλήρωση της βασικής πράξης με ορισμένα νέα, μη ουσιώδη στοιχεία. Κατά συνέπεια, η θέσπισή τους θα πρέπει να εμπίπτει στη διαδικασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων (άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ).

[1] COM(2009)673 τελικό