3.4.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 99/19


Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010
Ζητήματα αστικού, εμπορικού, οικογενειακού και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του σχεδίου δράσης για την εφαρμογή του προγράμματος της Στοκχόλμης

P7_TA(2010)0426

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με ζητήματα αστικού, εμπορικού, οικογενειακού και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του σχεδίου δράσης για την εφαρμογή του προγράμματος της Στοκχόλμης (2010/2080(INI))

2012/C 99 E/04

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 67 και 81 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 10ης Ιουνίου 2009 με τίτλο «Ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην υπηρεσία των πολιτών» (COM(2009)0262), στην οποία καθορίζει τις προτεραιότητές της στο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ) για την περίοδο 2010-2014, καθώς και την εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση για το πρόγραμμα της Χάγης και το σχέδιο δράσης (COM(2009)0263) και τον συναφή βαθμολογικό πίνακα υλοποίησης (SEC(2009)0765), καθώς και τις συνεισφορές των εθνικών κοινοβουλίων, της κοινωνίας των πολιτών και οργανισμών και φορέων της ΕΕ,

έχοντας υπόψη το έγγραφο της Προεδρίας του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 2009 με τίτλο «Το πρόγραμμα της Στοκχόλμης – μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη στην υπηρεσία των πολιτών» (17024/09),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με το πρόγραμμα της Στοκχόλμης (1),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2010 σχετικά με Σχέδιο Δράσης για την εφαρμογή του Προγράμματος της Στοκχόλμης (COM(2010)0171),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 17ης Ιουνίου 2010 σχετικά με την κατάρτιση των δικαστών – σχέδιο δράσης της Στοκχόλμης (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (Α7-0252/2010),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ΧΕΑΔ συνιστά αμοιβαία αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 67 της ΣλΕΕ τονίζει το σεβασμό προς τα διάφορα νομικά συστήματα και τις παραδόσεις καθώς και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη που πρέπει να διευκολύνεται, ιδίως μέσω της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, και ότι τούτο προϋποθέτει την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, αντιστοίχως, η αμοιβαία εμπιστοσύνη απαιτεί την ενισχυμένη κατανόηση των διαφόρων νομικών παραδόσεων και μεθόδων,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, από τότε που η Ένωση απέκτησε για πρώτη φορά αρμοδιότητα στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων και μετά την επακόλουθη δημιουργία του ΧΕΑΔ έχει επιτευχθεί τεράστια πρόοδος στον τομέα της αστικής δικαιοσύνης, χρησιμοποιώντας ως βάση και διευρύνοντας τις διάφορες συμβάσεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που έχουν συναφθεί σε διακυβερνητικό επίπεδο, λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η Επιτροπή προτείνει πλέον ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο που ανταποκρίνεται σε μεγάλο αριθμό αιτημάτων που έχει διατυπώσει πρόσφατα το Κοινοβούλιο,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, υπό το φως του εν λόγω φιλόδοξου σχεδίου και των τεράστιων επιτευγμάτων που έχουν ήδη επιτελεσθεί από την ΕΕ στον τομέα αυτό, είναι καιρός να σταθούμε και να αναλογιστούμε σε τι συνίστανται οι ενέργειές μας στον τομέα του αστικού δικαίου αποβλέποντας κατά κύριο λόγο στη θέσπιση στρατηγικότερης και λιγότερο κατακερματισμένης προσέγγισης που θα βασίζεται στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και των επιχειρήσεων όταν ασκούν τα δικαιώματά τους και τις ελευθερίες τους στην ενιαία αγορά, και λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα της νομοθεσίας σε ένα τομέα αμοιβαίων αρμοδιοτήτων όπου η εναρμόνιση σπάνια αποτελεί δυνατότητα επιλογής ενώ πρέπει να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη, με την ανάγκη που προκύπτει να τηρούνται και να συνδυάζονται εντελώς διαφορετικές νομικές προσεγγίσεις και συνταγματικές παραδόσεις καθώς και να συγκεκριμενοποιείται η τακτική της Ένωσης στον τομέα αυτό, ούτως ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι προσπαθούμε να επιτύχουμε και με ποιο τρόπο θα αντιμετωπιστούν καλύτερα τα προβλήματα που θα συναντήσουμε, ως μέρος ενός συνολικού σχεδίου· λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι απαραίτητο να εστιασθεί κατ’ αρχήν η προσοχή στην εξασφάλιση της λειτουργικότητας των μέτρων που έχουν ήδη εφαρμοσθεί και στην εδραίωση της προόδου που έχει ήδη σημειωθεί,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, εάν εξετάσουμε τι έχει έως τώρα επιτευχθεί στον ΧΕΑΔ, διαπιστώνουμε ότι πρώτα από όλα έχει προωθηθεί με ικανοποιητικό ρυθμό η εναρμόνιση των διατάξεων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και ότι το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο συνιστά το βέλτιστο μέσο για την αμοιβαία αναγνώριση και τον αμοιβαίο σεβασμό των νομικών μας συστημάτων και ότι η ύπαρξη ρητρών δημόσιας τάξης εξασφαλίζει τη μέχρις εσχάτων προστασία των εθνικών συνταγματικών απαιτήσεων,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, εν συνεχεία, η διαδικασία εναρμόνισης ή προσέγγισης ακολουθείται σε ορισμένους τομείς όπου είναι σκόπιμη, ή ακόμη και απαραίτητη, η τυποποίηση – λ.χ. στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών –, αλλά η προσφυγή στη διαδικασία αυτή περιορίζεται στον ΧΕΑΔ,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η εκπόνηση ενός ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων θα είναι μία από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες για τον ΧΕΑΔ κατά τα επόμενα χρόνια και μπορεί να οδηγήσει σε ένα ούτως ειπείν προαιρετικό 28o καθεστώς αστικού δικαίου ως μία εναλλακτική λύση στον παραδοσιακό τρόπο της εναρμόνισης της νομοθεσίας σε συγκεκριμένους τομείς,

Η.

λαμβάνοντας, τέλος, υπόψη ότι υπάρχουν αυτόνομα μέσα και αναλαμβάνεται ανεξάρτητη δράση στον τομέα του δικονομικού δικαίου· τα μέτρα στους τομείς αυτούς είναι από πολλές απόψεις καίριας σπουδαιότητας για την αντιμετώπιση διασυνοριακών διαφορών, δεδομένου ότι, ανεξάρτητα από το στάδιο εναρμόνισης του ουσιαστικού δικαίου, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις τείνουν να αντιμετωπίζουν εμπόδια ως προς τη μορφή του εθνικού δικονομικού δικαίου,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνύπαρξη διαφορετικών νομικών συστημάτων στην επικράτεια της Ένωσης πρέπει να θεωρείται πλεονέκτημα το οποίο έχει χρησιμεύσει ως πηγή έμπνευσης για τα νομικά συστήματα σε όλον τον κόσμο· ωστόσο, οι διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων δεν πρέπει να αποτελούν φραγμό για την περαιτέρω εξέλιξη της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η προφανής και εννοιολογική διαφορά μεταξύ των νομικών συστημάτων δεν είναι πια από μόνη της προβληματική· ότι, ωστόσο, είναι απαραίτητο να εξετασθούν οι αρνητικές νομικές συνέπειες για τους πολίτες που προκύπτουν από αυτή τη διαφορά· ότι θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι έννοιες της κανονιστικής εξομοίωσης, ή μία προσέγγιση «από κάτω προς τα άνω», μέσω της ενθάρρυνσης της οικονομικής και διανοητικής επικοινωνίας μεταξύ διαφόρων νομοθετικών συστημάτων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ικανότητα κατανόησης και διαχείρισης των διαφορών μεταξύ των νομικών μας συστημάτων μπορεί μόνο να προέρχεται από μια ευρωπαϊκή δικαστική κουλτούρα που πρέπει να αναπτυχθεί με ανταλλαγές γνώσεων και αμοιβαία επικοινωνία, τη μελέτη του συγκριτικού δικαίου και με τη ραγδαία αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας του δικαίου στα πανεπιστήμια καθώς και της συμμετοχής των δικαστών στους κύκλους κατάρτισης και επαγγελματικής εξέλιξης, όπως αναφέρεται στο ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 17ης Ιουνίου 2010, συμπεριλαμβανομένων και των πρόσθετων προσπαθειών για να υπερκερασθούν τα γλωσσικά εμπόδια· ότι, μολονότι αυτό θα πάρει χρόνο, είναι απαραίτητο να υπάρξει ο σχετικός προβληματισμός και ο προγραμματισμός για κάτι τέτοιο τώρα,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, εν τω μεταξύ, πρέπει να ενθαρρυνθεί ο ευρύτερος διάλογος και οι επαγγελματικές επαφές και να προωθηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να είναι δυνατές οι αλλαγές στην εκπαίδευση και να καθορισθούν τα προγράμματα σύμφωνα με τις ανάγκες των επαγγελματιών του κλάδου, των πελατών τους και της αγοράς στο σύνολό της· λαμβάνοντας υπόψη ότι στην προσεχή ανακοίνωση της Επιτροπής για πρόγραμμα δράσης σχετικά με την ευρωπαϊκή κατάρτιση όλων των νομικών επαγγελμάτων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές παραδόσεις και μέθοδοι εκπαίδευσης και επίσης οι διαφορετικές ανάγκες των επαγγελματιών του κλάδου που ασκούν δραστηριότητα σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές ή τομείς, ενισχύοντας παράλληλα την ανταλλαγή των καλύτερων πρακτικών,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι ζωτικής σπουδαιότητας να συμμετέχουν οι ασκούντες νομικά επαγγέλματα στην οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής δικαστικής κουλτούρας· ότι μολονότι είναι αυτονόητο ότι τα κράτη μέλη και τα εθνικά επαγγελματικά όργανα διατηρούν την ευθύνη για τον καθορισμό της καταλληλότερης κατάρτισης για την αντιμετώπιση των αναγκών των δικηγόρων και των πελατών τους σε κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και ότι τα εθνικά επαγγελματικά όργανα είναι σε καλύτερη θέση να διαπιστώσουν τις ανάγκες αυτές διότι ευρίσκονται εγγύτερα στους ασκούντες νομικά επαγγέλματα και στην αγορά στην οποία ασκούν δραστηριότητα, τα όργανα αυτά έχουν ένα ζωτικό ρόλο να διαδραματίσουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο· και ότι είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν και να χρησιμοποιηθούν υφιστάμενες διαρθρώσεις, ιδίως τα πανεπιστήμια και οι επαγγελματικές οργανώσεις· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι είναι ανάγκη να αναθεωρηθεί εκ βάθρων και κατά τομείς η εκπαίδευση των δικαστών και η κατάρτιση των ασκούντων συναφή επαγγέλματα καθώς και τα προγράμματα πανεπιστημιακής διδασκαλίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σημαντικό να προβληματιστούμε σοβαρά ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί η Ένωση να συμβάλει αποτελεσματικά στην επίτευξη του στόχου αυτού και να ενθαρρύνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές να οικειοποιηθούν το σχέδιο αυτό,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για την πραγματική ουσία της Ευρώπης και την πρόκληση του ΧΕΑΔ, και δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στην ανάπτυξη και κατάρτιση μιας πραγματικής ευρωπαϊκής νομικής κουλτούρας,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η πεποίθηση που διατυπώνεται στο Προοίμιο της Συνθήκης της Λισαβόνας «να συνεχίσουν την πορεία τους προς μια ολοένα στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης» προϋποθέτει τον περιορισμό της πραγματικής και αντιληπτής απόστασης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της νομοθεσίας και των πολιτών της,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία των πολιτών και ιδίως στους τομείς του οικογενειακού δικαίου και των διατάξεων περί οικογενειακής κατάστασης,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσει ότι το Πρόγραμμα Δράσης της Στοκχόλμης πραγματικά αντανακλά τις ανάγκες των μεμονωμένων πολιτών και επιχειρήσεων, ιδίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων για περισσότερη Ευρώπη (όσον αφορά την κινητικότητα, τα εργασιακά δικαιώματα, τις ανάγκες των επιχειρήσεων, τις ίσες ευκαιρίες) προωθώντας παράλληλα τη νομική ασφάλεια και την πρόσβαση σε ταχεία και αποτελεσματική δικαιοσύνη,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη στο πλαίσιο αυτό ότι θα πρέπει να δοθεί ολοένα αυξανόμενη προσοχή στην απλοποίηση του μηχανισμού της δικαιοσύνης και του δικαστικού συστήματος και να εξασφαλισθούν σαφέστερες και πιο προσβάσιμες διαδικασίες λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για περιορισμό του κόστους, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του παρόντος οικονομικού κλίματος,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη την έμφαση που δόθηκε στην αυτονομία των μερών στις πρόσφατες πρωτοβουλίες της ΕΕ στο ευαίσθητο θέμα του οικογενειακού δικαίου με διακρατικές επιπτώσεις υπάρχει ο κίνδυνος, εκτός εάν εφαρμοσθούν αυστηροί περιορισμοί, να ανοίξει ο δρόμος για την απαράδεκτη πρακτική της «ευνοϊκής δικαιοδοσίας»,

1.

συγχαίρει την Επιτροπή για το σχέδιο δράσης που προτείνει·

2.

πιστεύει, ωστόσο, ότι είναι πλέον καιρός να προβληματιστούμε όσον αφορά τη μελλοντική εξέλιξη του ΧΕΑΔ και καλεί την Επιτροπή να ξεκινήσει συζήτηση ευρείας κλίμακας με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών, συμπεριλαμβανομένων ειδικότερα δικαστών και νομικών·

3.

καλεί την Επιτροπή να αποτιμήσει κατεπειγόντως, μέσω μίας εκ των υστέρων αξιολόγησης του αντικτύπου, των μέτρων που έχουν ήδη εγκριθεί στον τομέα του αστικού και οικογενειακού δικαίου με στόχο την εκτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους και την εξακρίβωση του βαθμού στον οποίο έχουν αποδειχθεί επιτυχείς όσον αφορά τους στόχους τους και την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών, των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών του κλάδου· θεωρεί ότι συγχρόνως θα πρέπει να πραγματοποιηθεί έρευνα που να καλύπτει συγκεκριμένα τα εθνικά υπουργεία δικαιοσύνης, τα νομικά επαγγέλματα, την επιχειρηματική κοινότητα και τις οργανώσεις καταναλωτών, προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποιούς τομείς είναι απαραίτητα και επιθυμητά νέα μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικά θέματα·

4.

καλεί την Επιτροπή να ανταποκριθεί στα αιτήματα του ψηφίσματός του της 17ης Ιουνίου 2010 σχετικά με την κατάρτιση των δικαστών, μετά από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο·

5.

υπογραμμίζει για μία ακόμη φορά την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί κάθε δυνατό μέσο για την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής δικαστικής κουλτούρας, ιδίως μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης σε νομικά θέματα·

6.

συνιστά να αποτελούν τα προγράμματα ανταλλαγής «τύπου Erasmus» που προτείνονται στο σχέδιο δράσης απλώς μια σειρά πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της κάθετης και οριζόντιας επικοινωνίας μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων· εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να αναθέσει την πραγματοποίηση μελέτης η οποία θα εξετάζει τα εθνικά προγράμματα κατάρτισης και τις σχολές δικαστικών λειτουργών αποβλέποντας επίσης στον εντοπισμό βέλτιστων πρακτικών στον τομέα αυτό·

7.

επισημαίνει ότι τα υφιστάμενα όργανα και δίκτυα εθνικής κατάρτισης, ως η «γραμμή μετώπου» για την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης στα κράτη μέλη που διατηρούν άμεση επικοινωνία με εθνικά δικαστήρια και τα συστήματα αυτονομίας της δικαιοσύνης με βαθιές γνώσεις σχετικά με την εθνική νομική κουλτούρα και σχετικές ανάγκες, θα πρέπει να αποτελέσουν το μέσο για την ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής δικαστικής κουλτούρας

8.

πιστεύει ότι σε πρώτο στάδιο θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα τακτικό φόρουμ στο οποίο δικαστές όλων των επιπέδων ιεραρχίας σε τομείς της νομοθεσίας όπου εμφανίζονται συχνά διασυνοριακά ζητήματα, όπως υποθέσεις που εκδικάζονται σε ναυτοδικείο, υποθέσεις εμπορικού και οικογενειακού και υποθέσεις για περιπτώσεις σωματικής βλάβης, θα μπορούσαν να εξετάζουν έναν πρόσφατο τομέα ή πρόσφατους τομείς νομικής αμφισβήτησης ή δυσχέρειας, προκειμένου να ενθαρρύνονται συζητήσεις, η δημιουργία επαφών, διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας και οικοδόμηση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης· πιστεύει ότι τούτο πρέπει να υποστηριχθεί με την ενεργό συμμετοχή των πανεπιστημίων και όσων ασκούν νομικά επαγγέλματα·

9.

θεωρεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει να στηρίξει τον συνεχιζόμενο αποτελεσματικό διάλογο και επικοινωνία που λαμβάνει χώρα μεταξύ των ευρωπαϊκών νομικών επαγγελματικών οργάνων στον Ευρωπαϊκό Δικηγορικό Σύλλογο (CCBE)· θεωρεί ότι αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την καθιέρωση περαιτέρω διασυνοριακών πρωτοβουλιών κατάρτισης επαγγελματικών οργάνων σε συνεργασία με άλλους ευρωπαίους εταίρους, όπως είναι η Ακαδημία Ευρωπαϊκού Δικαίου (ERA)·

10.

εκτιμά τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση της Επιτροπής των διακρατικών σχεδίων νομικής κατάρτισης στον τομέα της αστικής δικαιοσύνης, αλλά εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολη η πρόσβαση και η αποτελεσματική χρήση της χρηματοδότησης λόγω κυρίως της ανελαστικότητας του παρόντος συστήματος· σημειώνει επιπλέον τα προβλήματα για την επιστροφή των εξόδων που προέρχονται από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα κατάρτισης και το γεγονός ότι η οργάνωση τέτοιων προγραμμάτων συνεπάγεται την δέσμευση μεγάλων χρηματικών ποσών για μακρά περίοδο από τις ενδιαφερόμενες επαγγελματικές οργανώσεις λόγω των απαιτήσεων που έχει επιβάλει η Επιτροπή· ζητεί ως εκ τούτου μία πιο ελαστική και καινοτόμο προσέγγιση εκ μέρους της Επιτροπής προκειμένου να είναι σε θέση οι οργανώσεις χωρίς την ροή μεγάλων χρηματικών ποσών να ζητούν την εφαρμογή προγραμμάτων κατάρτισης·

11.

παρατηρεί ότι η συμπερίληψη της νομοθεσίας της Ένωσης ως ξεχωριστού μαθήματος στο πλαίσιο της νομικής και δικαστικής εκπαίδευσης και κατάρτισης συντελεί στην περιθωριοποίησή του· ως εκ τούτου, συνιστά να ενσωματωθεί επιπλέον η νομοθεσία της Ένωσης στα νομικά προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης ως βασικό μάθημα σε κάθε σημαντικό τομέα· πιστεύει ότι το συγκριτικό δίκαιο πρέπει να αποτελέσει καίριο στοιχείο των πανεπιστημιακών προγραμμάτων διδασκαλίας·

12.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η εκπαίδευση και η κατάρτιση συνιστούν κατά κύριο λόγο αρμοδιότητα των κρατών μελών, καλεί την Επιτροπή να ξεκινήσει διάλογο με όλους τους αρμόδιους στον τομέα των νομικών σπουδών με στόχο την επίτευξη των στόχων αυτών· συνιστά επίσης να απαιτείται μακροπρόθεσμα από τους ασκούντες νομικά επαγγέλματα να κατέχουν πρακτικές γνώσεις τουλάχιστον μιας άλλης γλώσσας της Ένωσης· θεωρεί ότι μπορεί να ενισχυθεί πάραυτα αυτός ο στόχος μέσω μεγαλύτερης χρηματοδότησης και ενθάρρυνσης των σπουδαστών να ακολουθήσουν στα πλαίσια των νομικών σπουδών τους προγράμματα τύπου ERASMUS·

13.

έχοντας υπόψη τον φιλόδοξο στόχο του προγράμματος της Στοκχόλμης να προσφέρονται ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά προγράμματα στους μισούς δικαστές, εισαγγελείς, δικαστικό προσωπικό και άλλους επαγγελματίες του κλάδου στα πλαίσια της ευρωπαϊκής συνεργασίας πριν από το 2014, και την έκκλησή του να χρησιμοποιηθούν προς τον σκοπό αυτό οι υφιστάμενοι θεσμοί κατάρτισης, επισημαίνει ότι το δίκτυο των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συμβουλίων Δικαστικών Αρχών, η Ένωση των Συμβουλίων Επικρατείας και Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων και το Δίκτυο Eurojustice των Ευρωπαίων Γενικών Εισαγγελέων, οι δικαστικοί υπάλληλοι και οι επαγγελματίες του κλάδου έχουν πολλά να προσφέρουν όσον αφορά τον συντονισμό και την προώθηση της επαγγελματικής κατάρτισης για το δικαστικό σώμα και την αμοιβαία κατανόηση των νομικών συστημάτων άλλων κρατών μελών και την απλοποίηση της επίλυσης των διασυνοριακών διαφορών και προβλημάτων, και, ως εκ τούτου, πιστεύει ότι θα πρέπει να διευκολυνθούν οι δραστηριότητές τους και να λάβουν επαρκή χρηματοδότηση· πιστεύει περαιτέρω ότι αυτό θα πρέπει να οδηγήσει σε ένα πλήρως χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα για την Ευρωπαϊκή Δικαστική Κατάρτιση που θα εκπονηθεί σε συνεργασία με τα προαναφερθέντα δικαστικά δίκτυα, αποφεύγοντας την άσκοπη αλληλεπικάλυψη προγραμμάτων και δομών και οδηγώντας στη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Δικαστικής Ακαδημίας η οποία θα αποτελείται από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικής Κατάρτισης και την Ακαδημία Ευρωπαϊκού Δικαίου·

14.

θεωρεί ότι, ειδικά στο στάδιο της εκπόνησης νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα του αστικού και οικογενειακού δικαίου συγκεκριμένα, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα ελέγχου για τους εθνικούς δικαστές και τους δικαστές της Ένωσης όσον αφορά τις αμιγώς τεχνικές πτυχές των προτεινόμενων μέτρων ώστε να διασφαλισθεί ότι η μελλοντική νομοθεσία θα μπορεί να εκτελεσθεί και να εφαρμοσθεί με ελάχιστες δυσκολίες από τους εθνικούς δικαστές· είναι της γνώμης ότι αυτό θα μπορούσε να συμβάλει επίσης στη δημιουργία περαιτέρω επαφών μεταξύ δικαστών, ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό νέους διαύλους επικοινωνίας· επιδοκιμάζει την συμβολή των εθνικών δικαστικών σωμάτων κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας·

15.

πιστεύει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να δίνει προτεραιότητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλούν οι αποκλίσεις στο εθνικό διαδικαστικό δίκαιο (λ.χ. όσον αφορά τις προθεσμίες παραγραφής και την εξέταση ξένης νομοθεσίας από τα δικαστήρια)· προτείνει, υπό το πρίσμα της καίριας σημασίας αυτής της πτυχής, να επισπευτεί η ημερομηνία για την υποβολή της πρότασης της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία του παρόντος καθεστώτος της ΕΕ για το διασυνοριακό αστικό δικονομικό δίκαιο από το 2013 στα τέλη του 2011· προτρέπει την Επιτροπή να ανταποκριθεί στο ψήφισμά του της 1ης Φεβρουαρίου 2007 (3) με την κατεπείγουσα υποβολή πρότασης σχετικά με κοινές προθεσμίες παραγραφής στις διασυνοριακές διαφορές που αφορούν τραυματισμούς προσώπων και θανατηφόρα ατυχήματα·

16.

επιδοκιμάζει την Πράσινη Βίβλο της 1ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τις επιλογές πολιτικής για τη θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού Δικαίου των Συμβάσεων για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις και στηρίζει τις φιλόδοξες πρωτοβουλίες της Επιτροπής για Ευρωπαϊκό Δίκαιο Συμβάσεων, το οποίο μπορεί να εφαρμοσθεί σε εθελοντική βάση από τα συμβαλλόμενα μέρη (COM(2010)0348)·

17.

τονίζει τη σημασία της διασυνοριακής δικαιοσύνης όσον αφορά την επίλυση υποθέσεων απάτης και παραπλανητικών επιχειρηματικών πρακτικών που ασκούνται σε ένα κράτος μέλος και επηρεάζουν μεμονωμένα πρόσωπα, ΜΚΟ και ΜΜΕ σε άλλα κράτη μέλη·

18.

εφιστά την προσοχή στο ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 2009 σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (4) και παρακινεί την Επιτροπή να αναλάβει δράση για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών για τους σκοπούς της διεξαγωγής αποδείξεων και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001, με την εξασφάλιση συγκεκριμένα της καλύτερης ενημέρωσης των δικαστηρίων και των ασκούντων νομικά επαγγέλματα σχετικά με αυτό και με την προώθηση της εκτεταμένης χρήσης της τεχνολογίας της πληροφόρησης και των βιντεοδιασκέψεων· θεωρεί ότι θα πρέπει να υφίσταται ένα ασφαλές σύστημα για την αποστολή και παραλαβή ηλεκτρονικών μηνυμάτων και ότι τα θέματα αυτά θα πρέπει να εξετασθούν στα πλαίσια της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ηλεκτρονική δικαιοσύνη·

19.

επιδοκιμάζει το γεγονός ότι το σχέδιο δράσης προτείνει μια νομοθετική πρωτοβουλία σχετικά με διατάξεις που θα αποβλέπουν στην αποτελεσματικότερη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σχετικά με τη διαφάνεια των περιουσιακών στοιχείων των οφειλετών και παρεμφερείς διατάξεις για την κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών· τονίζει, ωστόσο, το συμπληρωματικό χαρακτήρα αμφοτέρων των προτάσεων που θα πρέπει να υποβληθούν το συντομότερο δυνατό·

20.

πιστεύει ότι οι εν λόγω πρωτοβουλίες διαδραματίζουν ολοένα σημαντικότερο ρόλο στο πλαίσιο της οικονομικής ύφεσης

21.

καλεί την Επιτροπή να προωθήσει το ταχύτερο δυνατό τις πρωτοβουλίες αυτές, εστιάζοντας στο ενδεχόμενο της καθιέρωσης αυτόνομης ευρωπαϊκής διαδικασίας προσφυγής για την κοινοποίηση και/ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων σε διασυνοριακές υποθέσεις·

22.

τονίζει ότι ο τομέας αυτός έχει σοβαρές συνέπειες τόσο από χρηματοπιστωτική άποψη όσο και από πλευράς φήμης· με το δεδομένο αυτό ενθαρρύνει την προληπτική προσφυγή σε εναλλακτικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών·

23.

πιστεύει ότι η εδραίωση των νομικών ρυθμίσεων με τα μέσα που παρατίθενται στην παρούσα έκθεση θα πρέπει σίγουρα να οδηγήσουν στην ανάπτυξη και ενίσχυση οικονομικών και επαγγελματικών σχέσεων, συμβάλλοντας, ως εκ τούτου, στη δημιουργία μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς·

24.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την πλέον ομοιόμορφη εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ (στις διαδικαστικές πτυχές), με εστίαση στους τυποποιημένους κανόνες και διοικητικές διαδικασίες που θα πρέπει να εφαρμόζονται σε τομείς αρμοδιότητας της Ένωσης όπως είναι η φορολογία, τα τελωνεία, η προστασία του εμπορίου και του καταναλωτή, στα πλαίσια των περιορισμών των Συνθηκών της ΕΕ, με στόχο την σωστή λειτουργία της ενιαίας αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού·

25.

επισημαίνει ότι το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης στοχεύει στη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, ο οποίος θα διασφαλίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του επιχειρείν, προκειμένου να αναπτυχθεί επιχειρηματικό πνεύμα σε όλους τους τομείς της οικονομίας·

26.

υποστηρίζει με σθένος τον στόχο της Επιτροπής για θέσπιση νομοθεσίας που να μειώνει το κόστος λειτουργίας και μεταβίβασης ιδίως των ΜΜΕ·

27.

ενθαρρύνει κοινές πρωτοβουλίες της Επιτροπής και των κρατών μελών για την στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται διασυνοριακά σε όλη την ΕΕ μειώνοντας τη γραφειοκρατία έτσι ώστε να περιοριστούν αισθητά οι διοικητικές, δημοσιονομικές και κανονιστικές επιβαρύνσεις· χαιρετίζει την επικείμενη αναθεώρηση της οδηγίας για τις καθυστερημένες πληρωμές·

28.

υπογραμμίζει ότι η ορθή λειτουργία της ενιαίας αγοράς στηρίζει τον Ευρωπαϊκό Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης και συμβάλλει στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού μοντέλου της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς· αναγνωρίζει επίσης ότι η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης θα ενισχύσει την ενιαία αγορά και ιδίως την προστασία των καταναλωτών·

29.

τονίζει ότι το άρθρο 12 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαιώνει – ως μια διάταξη γενικής εφαρμογής – ότι η προστασία του καταναλωτή πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό και την εκτέλεση άλλων πολιτικών και δραστηριοτήτων της Ένωσης· τονίζει τη σημασία της προτεινόμενης νέας οδηγίας για τα δικαιώματα των καταναλωτών όπως και του επικείμενου εκσυγχρονισμού της οδηγίας σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια, της οδηγίας σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και της οδηγίας σχετικά με την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση·

30.

καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει την άρση όλων των εμποδίων στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, τα οποία προσδιορίστηκαν πρόσφατα στο «ψηφιακό θεματολόγιο» του 2010 μέσω νομοθετικών και μη νομοθετικών μέσων· ζητεί την εύρεση ταχείας λύσης για τα προβλήματα του διασυνοριακού εμπορίου σε ό,τι αφορά τις επιγραμμικές (online) αγορές καταναλωτικών προϊόντων, ιδίως όσον αφορά την πληρωμή και τη διασυνοριακή παράδοση· τονίζει την ανάγκη να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων στο διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο, μεταξύ άλλων και μέσω της ενίσχυσης του αγώνα κατά του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και κατά της απομίμησης προϊόντων· ζητεί την δημιουργία ενός χάρτη δικαιωμάτων του καταναλωτή της ΕΕ στον τομέα των επιγραμμικών (online) υπηρεσιών και του ηλεκτρονικού εμπορίου·

31.

επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα ενημερώνεται αμέσως και πλήρως σχετικά με την πρόοδο, σε όλα τα στάδια, των διαπραγματεύσεων της ACTA, προκειμένου να γίνει σεβαστό το γράμμα και το πνεύμα της Συνθήκης της Λισαβόνας, καθώς και το αίτημά του για επιπλέον διαβεβαιώσεις ότι η ACTA δεν θα τροποποιήσει το κεκτημένο της ΕΕ όσον αφορά την επιβολή των ΔΠΙ και τα θεμελιώδη δικαιώματα· καλεί την Επιτροπή να συνεργαστεί στενά με τρίτες χώρες που δεν λαμβάνουν μέρος στις διαπραγματεύσεις της ACTA, και ιδίως με αναδυόμενες χώρες·

32.

εφιστά την προσοχή στα προβλήματα που σχετίζονται με τη νομική αβεβαιότητα που επικρατεί όσον αφορά τις εμπορικές συναλλαγές από και προς χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ, καθώς και στο ζήτημα σχετικά με τον ορισμό της αρμόδιας δικαιοδοτικής αρχής για τη διευθέτηση κάθε διαφοράς· επισημαίνει ότι παρά την ύπαρξη των αρχών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, η εφαρμογή των αρχών αυτών εγείρει ορισμένα προβλήματα τα οποία θίγουν πρωτίστως τους καταναλωτές και τις μικρές επιχειρήσεις που συχνά δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα τους· υπογραμμίζει, επιπλέον, τις νέες νομικές προκλήσεις που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση και την ανάπτυξη των διαδικτυακών συναλλαγών· δίνει έμφαση στην ανάγκη υιοθέτησης μιας συνεκτικής προσέγγισης σε διεθνές επίπεδο ώστε να μην τιμωρούνται οι καταναλωτές και οι μικρές επιχειρήσεις για αυτή την κατάσταση·

33.

εφιστά την προσοχή της Επιτροπής στον τομέα του εταιρικού δικαίου εφόσον επηρεάζεται από το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, στα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 2009 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τη διασυνοριακή μεταφορά της καταστατικής έδρας των εταιριών (2008/2196(INI)), της 4ης Ιουλίου 2006 σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις και προοπτικές σε σχέση με το εταιρικό δίκαιο, και της 25ης Οκτωβρίου 2007 σχετικά με την Ευρωπαϊκή ιδιωτική εταιρεία και στη δεκάτη τετάρτη οδηγία περί εταιρικού δικαίου όσον αφορά τη μεταφορά της έδρας της εταιρείας, καθώς και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις υποθέσεις Daily Mail και General Trust, Centros, Überseering, Inspire Art, SEVIC Systems, και Cartesio·

34.

επισημαίνει ότι το Δικαστήριο, στην υπόθεση Cartesio, αποφαίνεται ότι, ελλείψει ενιαίου ορισμού από το κοινοτικό δίκαιο των εταιρειών οι οποίες μπορούν να επωφεληθούν από το δικαίωμα εγκατάστασης σύμφωνα με ενιαίο κριτήριο σύνδεσης που καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο που ισχύει για εταιρεία, το κατά πόσον το άρθρο 49 της ΣλΕΕ ισχύει για εταιρεία η οποία επικαλείται το θεμελιώδες δικαίωμα που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, αποτελεί βασικό ερώτημα το οποίο, υπό την ισχύουσα κατάσταση του δικαίου στην Ένωση, μπορεί να απαντηθεί μόνον από το ισχύον εθνικό δίκαιο· σημειώνει περαιτέρω ότι οι εξελίξεις στον τομέα του εταιρικού δικαίου που προβλέπονται στη Συνθήκη, όπως επιδιώκονται με τη νομοθεσία και τις συμφωνίες, δεν έχουν έως τώρα επιλύσει τις διαφορές μεταξύ της νομοθεσίας των διαφόρων κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν έχουν ακόμη εξαλείψει εκείνες τις διαφορές· επισημαίνει ότι αυτό αποδεικνύει ένα κενό στο δίκαιο της Ένωσης· επαναλαμβάνει την έκκλησή του για την κάλυψη αυτού του κενού·

35.

καλεί την Επιτροπή να καταβάλει τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια στη Διάσκεψη της Χάγης για την αναβίωση του σχεδίου για μία διεθνή σύμβαση δικαστικών αποφάσεων· θεωρεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει να κάνει την αρχή με διευρυμένες διαβουλεύσεις, ενημερώνοντας συγχρόνως και καλώντας το Κοινοβούλιο να συμμετάσχει, σχετικά με το εάν οι κανόνες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 (5) θα πρέπει να έχουν χαρακτήρα αμοιβαιότητας προκειμένου να δοθούν κίνητρα σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, για την επανάληψη των διαπραγματεύσεων· είναι της άποψης ότι θα ήταν πρόωρο και εσφαλμένο να εξετασθεί το ενδεχόμενο να δοθεί στους κανόνες του κανονισμού αυτού χαρακτήρας αμοιβαιότητας εάν δεν είναι επαρκώς σαφές ότι οι προσπάθειες για την επανάληψη των διαπραγματεύσεων στη Χάγη έχουν αποτύχει και εάν δεν συνάγεται από τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν ότι αυτή η κίνηση θα έχει θετικά πλεονεκτήματα και οφέλη για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τους ασκούντες νομικά επαγγέλματα στην ΕΕ·

36.

καλεί τον Επίτροπο που είναι αρμόδιος σε θέματα δικαιοσύνης να εξασφαλίσει ότι μελλοντικά το Κοινοβούλιο θα συμμετέχει στενότερα στις δραστηριότητες της Επιτροπής και του Συμβουλίου στη Διάσκεψη της Χάγης μέσω παρατηρητή του Κοινοβουλίου και με τακτικές δηλώσεις στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή· υπενθυμίζει στο πλαίσιο αυτό, στην Επιτροπή τις θεσμικές δεσμεύσεις που ανέλαβε ο Επίτροπος Frattini ενώπιον του Κοινοβουλίου τον Σεπτέμβριο 2006 ότι δηλαδή η Επιτροπή θα συνεργασθεί πλήρως με το Κοινοβούλιο στο έργο της για τη Διάσκεψη της Χάγης·

37.

ενθαρρύνει την Επιτροπή να διαδραματίσει τον πλήρη ρόλο της στο έργο της Διάσκεψης της Χάγης· παροτρύνει την Επιτροπή να προβεί σε ενέργειες για να εξασφαλίσει την επικύρωση από την ΕΕ της Σύμβασης της Χάγης της 19ης Οκτωβρίου 1996 για την προστασία των παιδιών·

38.

είναι αποφασισμένο να συστήσει διακοινοβουλευτικό forum για τις εργασίες της Διάσκεψης της Χάγης· θεωρεί, επί παραδείγματι μόνο, ότι η προαγωγή από την Διάσκεψη της Χάγης της αυτονομίας των μερών στις συμβατικές σχέσεις παγκοσμίως έχει τέτοιες σοβαρές επιπτώσεις όσον αφορά τη δυνατότητα να καταστούν υποχρεωτικές οι διατάξεις ώστε να είναι απαραίτητο να εξασφαλισθεί ότι το θέμα αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και προβληματισμού στα δημοκρατικά fora σε διεθνές επίπεδο·

39.

παρατηρεί ότι η Επιτροπή έχει συστήσει ομάδα εργασίας για την διαιτησία· κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην Επιτροπή κατά της έγκρισης οιασδήποτε νομοθετικής πρωτοβουλίας στον τομέα αυτό χωρίς την πραγματοποίηση ανοιχτών διαβουλεύσεων με την πλήρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι θα προσκληθεί αντιπρόσωπος της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής να συμμετάσχει σε όλες αυτές τις ομάδες εργασίας και θεωρεί ότι, χωρίς να αφαιρείται από την Επιτροπή το δικαίωμα της πρωτοβουλίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ορίσει ένα μέλος ή μέλη τέτοιων ομάδων εργασίας προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι εκπροσωπείται πραγματικά·

40.

τονίζει την ανάγκη διασφάλισης αμοιβαίας αναγνώρισης των επισήμων εγγράφων που εκδίδονται από τις εθνικές διοικήσεις· επιδοκιμάζει τις προσπάθειες της Επιτροπής προκειμένου να επιτραπεί στους πολίτες να ασκήσουν τα δικαιώματά τους για την ελεύθερη κυκλοφορία και υποστηρίζει ανεπιφύλακτα τα σχέδια για να επιτραπεί η αμοιβαία αναγνώριση των αποτελεσμάτων που προσδίδονται στις ληξιαρχικές πράξεις· ζητεί να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για την μείωση των φραγμών για τους πολίτες οι οποίοι ασκούν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόσβαση στις κοινωνικές παροχές τις οποίες δικαιούνται και το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές·

41.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 285 Ε, 21.10.2010, σ. 12.

(2)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0242.

(3)  ΕΕ C 250 Ε, 25.10.2007, σ. 99.

(4)  ΕΕ C 87 Ε, 1.4.2010, σ. 21.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12, 16.1.2001, σ. 1).