ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ σχετικά με την εφαρμογή από τα κράτη μέλη της οδηγίας 2003/88/EΚ («οδηγία περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας») /* COM/2010/0802 τελικό */
[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ | Βρυξέλλες, 21.12.2010 COM(2010) 802 τελικό ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡ ΕΙΩΝ σχετικά με την εφαρμογή από τα κράτη μέλη της οδηγίας 2003/88/EΚ («οδηγία περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας») {SEC(2010) 1611 τελικό} ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡ ΕΙΩΝ σχετικά με την εφαρμογή από τα κράτη μέλη της οδηγίας 2003/88/EΚ («οδηγία περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας») 1. Εισαγωγή Η παρούσα έκθεση προβαίνει στον απολογισμό της εφαρμογής από τα κράτη μέλη της οδηγίας περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας 2003/88/EΚ[1] (εφεξής «η οδηγία») σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 24. Υπενθυμίζει τους στόχους της οδηγίας και τις κυριότερες διατάξεις της, και εκθέτει σε γενικές γραμμές τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή κατά την εξέταση της εφαρμογής από τα κράτη μέλη. Συνοδεύεται από το συνημμένο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, στο οποίο αναπτύσσονται διεξοδικά τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής. Ο στόχος της παρούσας έκθεσης είναι να σκιαγραφήσει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη έχουν εφαρμόσει την οδηγία και να επισημάνει τα βασικά προβλήματα. Δεν μπορεί να παράσχει εξαντλητικό απολογισμό όλων των εθνικών μέτρων εφαρμογής[2]. 2. Οι στόχοι και οι απαιτήσεισ της οδηγίασ Η οδηγία εκδόθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 137 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 153 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ). Ο κύριος στόχος της οδηγίας είναι να καθορίσει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Πολλές μελέτες[3] δείχνουν ότι πολύωρη εργασία και περίοδοι χωρίς ικανοποιητική ανάπαυση (ιδίως επί παρατεταμένο διάστημα) μπορεί να έχουν ολέθριες επιπτώσεις (αύξηση του ποσοστού ατυχημάτων και λάθη, αυξημένο στρες και κούραση, βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι για την υγεία.). Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι απαιτήσεις της οδηγίας περί μεγίστου χρόνου εργασίας, ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και κατώτατου χρόνου αναπαύσεως « αποτελούν ιδιαίτερης σπουδαιότητας κανόνες του κοινοτικού κοινωνικού δικαίου, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν για κάθε εργαζόμενο »[4]. Κατ’ αναλογία, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων[5] προβλέπει στο άρθρο 31 παράγραφος 2 τα εξής: «Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών.» Η οδηγία καθορίζει τις κοινές ελάχιστες απαιτήσεις για τους εργαζόμενους σε όλα τα κράτη μέλη, και συγκεκριμένα: - τα όρια του χρόνου εργασίας (όχι άνω των 48 ωρών εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν υπερωριών) - ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης (τουλάχιστον ένδεκα συναπτών ωρών ημερησίως και τριανταπέντε ωρών συνεχούς εβδομαδιαίας ανάπαυσης) - ετήσια άδεια μετ' αποδοχών (τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων ετησίως) - ειδική προστασία για τους εργαζόμενους τη νύχτα. Η οδηγία προβλέπει επίσης σχετική ευελιξία για την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Με τον τρόπο αυτόν, οι ελάχιστες περίοδοι ανάπαυσης είναι δυνατό να μετατεθούν, στο σύνολό τους ή εν μέρει, για ορισμένες δραστηριότητες. Κάθε εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει, ατομικά, να υπερβεί το όριο των 48 ωρών εργασίας (γνωστή ως «εθελούσια επιλογή εξαίρεσης από τον κανόνα» ή «ρήτρα opt-out»). Οι συλλογικές συμβάσεις μπορούν να διασφαλίσουν σχετική ευελιξία όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, για παράδειγμα επιτρέποντας να υπολογιστεί ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας κατά μέσο όρο για περιόδους έως 12 μήνες. 3. Ανάλυση της εφαρμογής στα κράτη μέλη Το 2008, η Επιτροπή άρχισε πλήρη εξέταση της εφαρμογής της οδηγίας εκ μέρους όλων των κρατών μελών, με βάση τις εθνικές εκθέσεις (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι απόψεις των κοινωνικών εταίρων σε εθνικό επίπεδο), τις εκθέσεις των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τις πληροφορίες που διαθέτει από άλλες πηγές, όπως τις εκθέσεις ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων. Τα σημαντικότερα συμπεράσματα γενικού χαρακτήρα συνοψίζονται στα σημεία 3.1 έως 3.9 παρακάτω. Τα σημεία αυτά αλληλεξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό, και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το στοιχείο αυτό σε κάθε αξιολόγηση που αφορά την τήρηση της οδηγίας. 3.1. Όρια του χρόνου εργασίας Δυνάμει της οδηγίας, ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας (συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών) δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 48 ώρες εβδομαδιαίως. Σε γενικές γραμμές, η οδηγία έχει μεταφερθεί ικανοποιητικά ως προς το όριο αυτό· πολλά κράτη μέλη θεσπίζουν πρότυπα υψηλότερης προστασίας. Ωστόσο, στην Αυστρία , δυνάμει τομεακής νομοθεσίας, οι ιατροί μπορούν να κληθούν να εργαστούν κατά μέσο όρο 60 ώρες εβδομαδιαίως, χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή τους. Στη Γαλλία , η ασάφεια των διατάξεων σχετικά με τη διάρκεια εργασίας των ιατρών φαίνεται ότι έχει καθιερώσει πρακτική όπου oι πίνακες υπηρεσίας των ιατρών στα δημόσια νοσοκομεία, κατά την κανονική τους υπηρεσία, υπερβαίνουν ήδη το όριο των 48 ωρών που προβλέπει η οδηγία. Η Ουγγαρία επιτρέπει μέσο χρόνο εργασίας 60 έως 72 ωρών εβδομαδιαίως, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, στο πλαίσιο «υπηρεσίας ετοιμότητας»: ωστόσο, δεν είναι σαφές κατά πόσον οι συμβάσεις αυτές εμπίπτουν στην παρέκκλιση της «εθελούσιας επιλογής εξαίρεσης από τον κανόνα». Επίσης, σημειώνεται ότι σε πολλά κράτη μέλη, η εφαρμογή κανόνων σχετικά με τον χρόνο εφημερίας, καθώς και με τους ασκούμενους ιατρούς ή τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, δημιουργεί προβλήματα ως προς τη συμμόρφωση με το όριο του χρόνου εργασίας. Η οδηγία προβλέπει ότι, όταν υπολογίζονται τα όρια του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, οι ώρες εργασίας εκφράζονται κατά μέσο όρο για μια «περίοδο αναφοράς». Με τον τρόπο αυτόν, επιτρέπονται περισσότερες ώρες εργασίας σε ορισμένες εβδομάδες, εφόσον οι ώρες εργασίας μειώνονται αντίστοιχα σε άλλες εβδομάδες. Κατά κανόνα, η περίοδος αναφοράς δεν πρέπει να υπερβαίνει τέσσερις μήνες· μπορεί όμως να επεκταθεί με νόμο σε έξι μήνες κατά ανώτατο όριο για ορισμένες δραστηριότητες, καθώς και, με συλλογική σύμβαση, σε ανώτατο όριο δώδεκα μηνών για οποιαδήποτε δραστηριότητα. Σε γενικές γραμμές, η περίοδος αναφοράς έχει εφαρμοστεί με ικανοποιητικό τρόπο στα κράτη μέλη, και σε ορισμένα κράτη μέλη έχουν επέλθει τελευταία σημαντικές τροποποιήσεις που αποβλέπουν στη βελτίωση της συμμόρφωσης. Ωστόσο, απ’ ό,τι φαίνεται, ορισμένα κράτη μέλη δεν συμμορφώνονται ακόμη πλήρως με την οδηγία. Η Βουλγαρία και η Γερμανία επιτρέπουν περίοδο αναφοράς έξι μηνών για όλες τις δραστηριότητες. Η Γερμανία , η Ουγγαρία , η Πολωνία και η Ισπανία επιτρέπουν περίοδο αναφοράς 12 μηνών χωρίς συλλογική σύμβαση. 3.2. Χρόνος εφημερίας Ο «χρόνος εφημερίας» αναφέρεται σε περιόδους κατά τις οποίες ο εργαζόμενος καλείται να παραμείνει στον χώρο εργασίας του και είναι έτοιμος να εκτελέσει τα καθήκοντά του, εάν παραστεί ανάγκη. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου[6], όλες οι περίοδοι εφημερίας στον χώρο εργασίας πρέπει να προσμετρώνται πλήρως ως χρόνος εργασίας για τους σκοπούς της οδηγίας. Η αρχή εφαρμόζεται τόσο για τις περιόδους κατά τις οποίες ο εργαζόμενος παρέχει εργασία σε απάντηση σε μια κλήση (« ενεργός » χρόνος εφημερίας), όσο και για τις περιόδους κατά τις οποίες του επιτρέπεται να αναπαυθεί ενώ περιμένει κλήση (« ανενεργός » χρόνος εφημερίας), εφόσον παραμένει στον χώρο εργασίας. Η ανάλυση κατέδειξε ότι ορισμένα κράτη μέλη, και συγκεκριμένα η Τσεχική Δημοκρατία , η Γαλλία, η Γερμανία , η Ουγγαρία , οι Κάτω Χώρες , η Πολωνία (για ορισμένους τομείς), η Σλοβακία και το Ηνωμένο Βασίλειο , έχουν τροποποιήσει σημαντικά στην πράξη τη νομοθεσία ή τις τρέχουσες πρακτικές τους για να τις εναρμονίσουν περισσότερο με τις απαιτήσεις των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Σε έντεκα κράτη μέλη, μεταξύ των τροποποιήσεων αυτών περιλαμβάνεται η δυνατότητα «εθελούσιας εξαίρεσης από τον κανόνα», βλ. σημείο 3.7. Στο στάδιο αυτό, και σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, φαίνεται ότι, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ο χρόνος εφημερίας στον χώρο εργασίας εξομοιούται πλήρως με τον χρόνο εργασίας στο εθνικό δίκαιο εννέα κρατών μελών, και συγκεκριμένα: στην Κύπρο , στην Τσεχική Δημοκρατία , στην Εσθονία , στην Ιταλία, στη Λετονία , στη Λιθουανία , στη Μάλτα , στις Κάτω Χώρες και στο Ηνωμένο Βασίλειο . Πρόκειται επίσης για γενική πρακτική, με ορισμένες μόνο εξαιρέσεις σε ορισμένους τομείς, στην Αυστρία και την Ουγγαρία. Επιπλέον, στην Ισπανία και τη Σλοβακία ο χρόνος εφημερίας στον χώρο εργασίας θεωρείται ότι ισοδυναμεί εξ ολοκλήρου με τον χρόνο εργασίας σύμφωνα με τον εργατικό κώδικα για τον ιδιωτικό τομέα (αλλά όχι για τον δημόσιο τομέα στο σύνολό του). Επιπλέον, ο χρόνος εφημερίας στον χώρο εργασίας στο συγκεκριμένο πλαίσιο του τομέα της δημόσιας υγείας θεωρείται πλέον ότι ισοδυναμεί πλήρως με τον χρόνο εργασίας στη Γαλλία , την Πολωνία , τη Σλοβακία και την Ισπανία . Είναι επίσης σαφές ότι σε πολλά κράτη μέλη, ο χρόνος εφημερίας στον χώρο εργασίας δεν θεωρείται ακόμη ότι ισοδυναμεί πλήρως με τον χρόνο εργασίας, όπως ορίζουν, αντίθετα, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου: - Δεν υπάρχει νομική υποχρέωση ή πρακτική που να εξομοιώνει τον «ενεργό» χρόνο εφημερίας με τον χρόνο εργασίας στην Ιρλανδία (κατά γενικό κανόνα) ή στην Ελλάδα (ιατροί των υπηρεσιών δημόσιας υγείας). - Ο «ανενεργός» χρόνος εφημερίας στον χώρο εργασίας δεν θεωρείται, κατά γενικό κανόνα, ότι ισοδυναμεί πλήρως με χρόνο εργασίας από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία ή από τις συλλογικές συμβάσεις στη Δανία , την Ελλάδα και την Ιρλανδία · τούτο ισχύει επίσης στην Πολωνία (με εξαίρεση ορισμένους ειδικούς τομείς)[7]. Στην Ελλάδα (ιατροί του δημόσιου τομέα), στη Σλοβενία (ένοπλες δυνάμεις, αστυνομία, φυλακές, δικαστές, εισαγγελείς) και στην Ισπανία (Guardia Civil/χωροφυλακή), ο χρόνος αυτός καταμετρείται εν μέρει μόνο ως χρόνος εργασίας, δυνάμει των ειδικών τομεακών κανόνων. - Στο Βέλγιο , στη Φινλανδία και τη Σουηδία , το εθνικό δίκαιο θεωρεί εν γένει ότι ο ανενεργός χρόνος εφημερίας ισοδυναμεί με χρόνο εργασίας, αλλά επιτρέπει παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή με συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες, πολλές φορές, δεν συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Στη Γαλλία , οι τομεακές συλλογικές συμβάσεις προβλέπουν συχνά « ισοδυναμία » (δηλαδή ότι οι ανενεργές περίοδοι εφημερίας στον χώρο εργασίας καταμετρούνται εν μέρει μόνο). Οι γαλλικές αρχές κάλεσαν τους κοινωνικούς εταίρους να επανεξετάσουν τις συμβάσεις τους, αλλά δεν είναι σαφές κατά πόσον συμμορφώνονται όλες πλήρως προς τις εν λόγω αποφάσεις. - Το θέμα της συμμόρφωσης όσον αφορά τον χρόνο εφημερίας παραμένει ασαφές στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία (γενικά), στη Σλοβενία (με εξαίρεση τα τμήματα των δημόσιων υπηρεσιών που έχουν ήδη αναφερθεί ανωτέρω) και στην Ισπανία (δημόσια υπηρεσία, αστυνομία, πυροσβεστική). 3.3. Αντισταθμιστική ανάπαυση Οι κυριότερες απαιτήσεις της οδηγίας όσον αφορά τις ελάχιστες ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης και ένα διάλειμμα ανάπαυσης κατά την ημερήσια εργασία, έχουν μεταφερθεί, εν γένει, ικανοποιητικά. Οι κυριότερες δυσχέρειες συνίστανται περισσότερο στη χρήση των παρεκκλίσεων που επιτρέπουν την αναβολή ή τη συντόμευση του ελάχιστου χρόνου ανάπαυσης, αλλά μόνον εφόσον ο εργαζόμενος λάβει, σε μεταγενέστερο στάδιο, επιπλέον χρόνο ανάπαυσης ισοδύναμης διάρκειας ως αντιστάθμισμα στις απολεσθείσες ώρες ανάπαυσης («ισοδύναμη αντισταθμιστική ανάπαυση»). Οι ισχύοντες κανόνες δεν επιτρέπουν να απολεσθούν πλήρως οι χρόνοι ανάπαυσης, εκτός από ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η παροχή ισοδυνάμων αντισταθμιστικών περιόδων ανάπαυσης είναι αδύνατη για αντικειμενικούς λόγους και στις οποίες οι εργαζόμενοι έχουν λάβει κατάλληλη εναλλακτική προστασία. Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση Jaeger , η αντισταθμιστική ανάπαυση θα πρέπει να παρέχεται γρήγορα, αμέσως μετά την περίοδο εργασίας κατά την οποία απωλέσθη ο χρόνος ανάπαυσης. Σε πολλά κράτη μέλη, οι παρεκκλίσεις εφαρμόζονται με τρόπο που υπερβαίνει όσα επιτρέπουν οι κανόνες. Υπάρχουν δύο κύρια προβλήματα: - Αποκλεισμός ορισμένων εργαζομένων από το δικαίωμα περιόδων ανάπαυσης : πρόκειται για ένα πρόβλημα που αφορά ειδικούς τομείς στο Βέλγιο (εσωτερικά σχολεία, ένοπλες δυνάμεις), στην Ελλάδα (ιατροί δημοσίου τομέα) και στην Ουγγαρία (εποχιακοί εργαζόμενοι, δημόσια σχολεία, ένοπλες δυνάμεις). Το πρόβλημα αφορά γενικότερα ορισμένους εργαζόμενους στην Αυστρία (συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων σε υγειονομικά ιδρύματα και τους εργαζόμενους σε κέντρα περίθαλψης) και στη Λετονία . - Άδεια παρεκκλίσεων που δεν απαιτούν ισοδύναμη αντισταθμιστική ανάπαυση: το Βέλγιο , η Βουλγαρία , η Εσθονία , η Ουγγαρία και η Λετονία επιτρέπουν τέτοιες παρεκκλίσεις σε ευρεία σειρά τομέων ή δραστηριοτήτων. Η Γερμανία (μόνο μέσω συλλογικής σύμβασης) και η Ρουμανία επιτρέπουν τις παρεκκλίσεις αυτές για τις υπηρεσίες εφημερίας και υγείας, αντίστοιχα. Η Πορτογαλία τις επιτρέπει για τον δημόσιο τομέα. - Οι καθυστερήσεις για την παροχή αντισταθμιστικής ανάπαυσης , αντίθετα προς την απόφαση Jaeger: σε εννέα κράτη μέλη φαίνεται ότι δεν υπάρχει γενικά νομικώς δεσμευτικός κανόνας σχετικά με τον προγραμματισμό της αντισταθμιστικής ανάπαυσης. Αυτά τα κράτη μέλη είναι: η Αυστρία (όσον αφορά την εβδομαδιαία ανάπαυση), η Κύπρος, η Δανία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και η Μάλτα. Στο Βέλγιο , τη Γερμανία και τη Λετονία , δεν υπάρχουν νομικώς δεσμευτικοί κανόνες σε σημαντικούς τομείς ή καταστάσεις.Στην Αυστρία (όσον αφορά την ημερήσια ανάπαυση), στο Βέλγιο (δημόσιος τομέας), στη Δανία (στο πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων), στη Φινλανδία , στην Ουγγαρία , στην Πολωνία (για ορισμένους τομείς), στην Πορτογαλία (δημόσιος τομέας), στη Σλοβακία , στη Σλοβενία και στην Ισπανία , η αντισταθμιστική ανάπαυση πρέπει να παρέχεται στο πλαίσιο συγκεκριμένης περιόδου, αλλά η περίοδος αυτή μπορεί να συνίσταται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στην απόφαση Jaeger. 3.4. Ασκούμενοι ιατροί Οι ασκούμενοι ιατροί καλύπτονται από την οδηγία περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας, η οποία περιλαμβάνει τις διατάξεις τροποποιητικής οδηγίας του 2000[8]. Επιτρέπει να θεσπιστεί σταδιακά για τους εν λόγω εργαζομένους το όριο των 48 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας κατά μέσο όρο, έως τις 31 Ιουλίου 2009. Η τροποποίηση αυτή έχει οδηγήσει σαφώς σε σημαντικές βελτιώσεις όσον αφορά την προστασία της υγείας και της ασφάλειας σε ορισμένα κράτη μέλη, όπου δεν εφαρμόζονταν στον παρελθόν ελάχιστοι περίοδοι ανάπαυσης ή όρια του χρόνου εργασίας για τους ασκούμενους ιατρούς. Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι ακόμη ικανοποιητική. Η Ελλάδα δεν έχει μεταφέρει τις διατάξεις που αφορούν αυτήν την ομάδα εργαζομένων: ως εκ τούτου, οι ασκούμενοι ιατροί μπορεί να αναγκάζονται να χάνουν τις ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης και να εργάζονται επί υπερβολικό αριθμό ωρών (από 66 έως 80 ώρες εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο). Στην Ιρλανδία οι πράξεις για τη μεταφορά της νομοθεσίας δεν εφαρμόζονται, με αποτέλεσμα πολλοί ασκούμενοι ιατροί να εξακολουθούν να εργάζονται άνω των 60 ωρών εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο και ορισμένοι άνω των 90 ωρών σε μία μόνο εβδομάδα, χωρίς να λαμβάνουν ελάχιστο χρόνο ημερήσιας ανάπαυσης. Το Βέλγιο , δεν είχε μεταφέρει την οδηγία για τους ασκούμενους ιατρούς που μπορούσαν να εργαστούν έως 79 ώρες εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο, αλλά θεσπίζει επί του παρόντος σχετική νομοθεσία[9]. Στη Γαλλία , οι εθνικοί κανόνες για τους ασκούμενους ιατρούς δεν φαίνεται να καθορίζουν ανώτατο όριο στον χρόνο εργασίας. 3.5. Εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα Η οδηγία εφαρμόζεται στον δημόσιο τομέα. Υπάρχουν λίγες εξαιρέσεις για ορισμένες δραστηριότητες του δημοσίου τομέα, όπως οι ένοπλες δυνάμεις, η αστυνομία ή ορισμένες δραστηριότητες στις υπηρεσίες πολιτικής προστασίας. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παρέκκλιση αυτή πρέπει να περιοριστεί σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως σε περιπτώσεις φυσικών ή τεχνολογικών καταστροφών, επιθέσεων ή σοβαρών ατυχημάτων, και ότι οι κανονικές δραστηριότητες των εργαζομένων αυτών καλύπτονται από την οδηγία[10]. Γενικά, τα κράτη μέλη έχουν μεταφέρει στη νομοθεσία τους την οδηγία για τον δημόσιο τομέα. Ωστόσο, πολλά κράτη μέλη δεν την έχουν μεταφέρει για ορισμένες ομάδες εργαζομένων. Η οδηγία δεν έχει μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία της Κύπρου, της Ιρλανδίας ή της Ιταλίας σε ό,τι αφορά τις ένοπλες δυνάμεις και την αστυνομία. Στην Ισπανία, δεν έχει μεταφερθεί όσον αφορά την αστυνομία (Guardia Civil/χωροφυλακή) και δεν φαίνεται να έχει μεταφερθεί για τους περισσότερους άλλους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πολιτικής προστασίας. Στην Ιταλία, δεν έχει επίσης μεταφερθεί για τις υπηρεσίες άμεσης ανάγκης, ενώ οι παρεκκλίσεις για τους ιατρούς σε υπηρεσίες δημόσιας υγείας, τα δικαστήρια και το προσωπικό των φυλακών, καθώς και ο αποκλεισμός εργαζομένων σε βιβλιοθήκες, μουσεία και κρατικούς αρχαιολογικούς χώρους φαίνεται ότι υπερβαίνουν τα επιτρεπτά όρια της οδηγίας. Στην Ελλάδα, η οδηγία δεν έχει μεταφερθεί για ιατρούς που εργάζονται στον δημόσιο τομέα. 3.6. Εργαζόμενοι με περισσότερες της μιας συμβάσεις εργασίας Η οδηγία δεν αναφέρει ρητά πώς πρέπει να εφαρμόζονται τα όρια του χρόνου εργασίας στην περίπτωση εργαζομένου ο οποίος εργάζεται σε πλαίσιο δύο ή περισσότερων σχέσεων εργασίας ταυτόχρονα. Θα πρέπει τα όρια να τηρούνται «ανά εργαζόμενο» (με την πρόσθεση των ωρών εργασίας για όλους τους παράλληλα εργαζόμενους) ή «ανά σύμβαση» (με την εφαρμογή των ορίων σε κάθε σχέση εργασίας χωριστά); Η πρακτική στα κράτη μέλη διαφέρει σημαντικά σ’αυτό το σημείο. Δεκατέσσερα κράτη μέλη εφαρμόζουν την οδηγία ανά εργαζόμενο. Εντούτοις, έντεκα κράτη μέλη την εφαρμόζουν ανά σύμβαση. Αυτά τα κράτη μέλη είναι: η Δανία, η Ισπανία, η Λετονία, η Μάλτα, η Ουγγαρία[11], η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Σουηδία και η Τσεχική Δημοκρατία . Το Βέλγιο και η Φινλανδία υιοθετούν ενδιάμεση θέση. Η Επιτροπή έχει ήδη δηλώσει ότι, στο μέτρο του δυνατού, η οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται ανά εργαζόμενο[12]. Σύμφωνα με τον στόχο της που συνίσταται στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, τα κράτη μέλη πρέπει να καθιερώσουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για την παρακολούθηση και την επιβολή, ιδίως όταν υπάρχουν παράλληλες συμβάσεις με τον ίδιο εργοδότη. 3.7. Η επιλογή εθελούσιας εξαίρεσης από τον κανόνα Η εικόνα σχετικά με τη χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης» έχει μεταβληθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Το 2000, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν το μόνο κράτος μέλος που χρησιμοποίησε αυτήν τη δυνατότητα. Δεκαέξι κράτη μέλη την χρησιμοποιούν πλέον, μεταξύ των οποίων και ένα κράτος μέλος το οποίο θεσπίζει επί του παρόντος νομοθεσία για την εισαγωγή της. Έντεκα κράτη μέλη δήλωσαν ότι δεν έχουν επιτρέψει τη χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης» στη μεταφορά στο εθνικό τους δίκαιο: αυτά τα κράτη μέλη είναι η Αυστρία, η Δανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σουηδία και η Φινλανδία . Πρέπει να τονιστεί ότι η χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης» διαφέρει σημαντικά. Πέντε κράτη μέλη ( Βουλγαρία, Εσθονία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κύπρος και Μάλτα ) επιτρέπουν τη χρήση της, ανεξαρτήτως τομέα. Έντεκα κράτη μέλη ( Βέλγιο, Γαλλία[13], Γερμανία, Ισπανία, Κάτω Χώρες, Λετονία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία και Τσεχική Δημοκρατία ) επιτρέπουν (ή άρχισαν να θεσπίζουν) μια πιο περιορισμένη χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης», σε συγκεκριμένους τομείς ή θέσεις εργασίας που κάνουν εκτεταμένη χρήση του χρόνου εφημερίας. Υπάρχουν επίσης πολύ μεγάλες διαφορές στους όρους προστασίας που συνοδεύουν τη δυνατότητα «εθελούσιας εξαίρεσης». Για παράδειγμα, ορισμένα κράτη μέλη καθορίζουν όρια στον μέσο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας για τους εργαζόμενους που κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής (ο οποίος κυμαίνεται από 51 ώρες στην Ισπανία, σε 72 ώρες, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου εφημερίας, στην Ουγγαρία), ενώ επτά κράτη μέλη δεν έχουν καθορίσει ρητά όρια γι’ αυτούς τους εργαζόμενους. Δύο κράτη μέλη ( Γερμανία και Κάτω Χώρες ) απαιτούν συλλογική σύμβαση, καθώς και τη συναίνεση του εργαζομένου, προκειμένου να θεωρηθεί έγκυρη η δυνατότητα «εθελούσιας εξαίρεσης». Μόνο τρία κράτη μέλη ( Γερμανία, Λετονία και Μάλτα ) αναφέρουν σαφή υποχρέωση του εργοδότη να καταγράφει τις ώρες εργασίας εργαζομένων που κάνουν χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης», και μόνο δύο ( Σλοβακία και Τσεχική Δημοκρατία ) αναφέρουν υποχρέωση του εργοδότη να κοινοποιεί στην επιθεώρηση εργασίας πότε χρησιμοποιείται η δυνατότητα «εθελούσιας εξαίρεσης». Επιπλέον, η Γερμανία απαιτεί τη θέσπιση ειδικών μέτρων για να λαμβάνονται υπόψη η υγεία και η ασφάλεια, και οι Κάτω Χώρες απαιτούν από τους κοινωνικούς εταίρους να εξετάζουν κατ’αρχάς κατά πόσον μπορεί να αποτραπεί, με διαφορετική οργάνωση της εργασίας, η ανάγκη χρήσης της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης». Η δυνατότητα «εθελούσιας εξαίρεσης» εισήχθη πολύ πρόσφατα σε πολλά κράτη μέλη. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει πλήρως τη λειτουργία της στην πράξη, δεδομένου ότι οι εκθέσεις των κρατών μελών δεν παρέχουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των πραγματικών ωρών εργασίας εργαζομένων που κάνουν χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης», ούτε και για ποιό χρονικό διάστημα. Τα περισσότερα κράτη μέλη δεν φαίνεται να προβλέπουν την παρακολούθηση ή την καταγραφή του χρόνου εργασίας εργαζομένων που κάνουν χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης». Η κατάσταση αυτή στερεί από τους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικής, από τα κράτη μέλη που είναι κατ’αρχήν αρμόδια για την επιβολή της νομοθεσίας της ΕΕ και από την Επιτροπή ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, τις βασικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εξεταστεί κατά πόσον οι εργαζόμενοι που κάνουν χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης» (καθώς και οι συνεργάτες ή πελάτες) είναι εκτεθειμένοι στους κινδύνους που απορρέουν από υπερβολικές ώρες εργασίας. Υπάρχουν επίσης λόγοι ανησυχίας για το ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, δεν λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι υγείας και ασφάλειας που προβλέπονται στην οδηγία, και ότι δεν εφαρμόζεται ενδεχομένως η απαίτηση εκ των προτέρων συναίνεσης του εργαζομένου να κάνει χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης». 3.8. Ετήσια άδεια Το δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’αποδοχών δυνάμει του άρθρου 7 φαίνεται ότι, γενικά, έχει μεταφερθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Τα κύρια προβλήματα συνίστανται σε καθυστερήσεις και στην ανάλωση του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’αποδοχών. Σε ορισμένα κράτη μέλη, η εθνική νομοθεσία μπορεί να απαιτήσει από εργαζόμενο να περιμένει έως και ένα έτος μέχρι να μπορεί να πάρει άδεια μετ’αποδοχών. Επίσης, σε ορισμένα κράτη μέλη, το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που παρέχει η οδηγία χάνεται στο τέλος του έτους της άδειας ή της περιόδου μεταφοράς, ακόμη και αν δεν κατέστη δυνατό για τον εργαζόμενο να λάβει την άδεια αυτή για λόγους που δεν εξαρτώνται από αυτόν, όπως για λόγους ασθενείας. Τούτο δεν επιτρέπεται από την οδηγία[14]. 3.9. Νυκτερινή εργασία Επειδή ο ανθρώπινος οργανισμός είναι πιο ευαίσθητος κατά τη διάρκεια της νύχτας στις περιβαλλοντικές αλλαγές και σε ορισμένες επαχθείς μορφές εργασίας, οι μεγάλες περίοδοι νυκτερινής εργασίας μπορούν να αποβούν επιζήμιες για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Η οδηγία προβλέπει επομένως πιο υψηλά πρότυπα προστασίας για εργαζόμενους τη νύχτα: όχι πάνω από 8 ώρες εργασίας ημερησίως κατά μέσον όρο και όχι πάνω από 8 ώρες οποιαδήποτε ημέρα νυχτερινής εργασίας που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και αγχογόνα. Μπορούν να προβλεφθούν παρεκκλίσεις, είτε με νομοθετική πράξη είτε με συλλογική σύμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται στον εργαζόμενο τη νύχτα ισοδύναμη αντισταθμιστική ανάπαυση. Γενικά, οι κανόνες που αφορούν τη νυχτερινή εργασία έχουν μεταφερθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι κυριότερες ελλείψεις στη μεταφορά νομοθεσίας που διαπιστώνονται στην τελευταία έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας έχουν αντιμετωπιστεί. Ωστόσο, στην Ουγγαρία, δεν φαίνεται να έχει μεταφερθεί ο περιορισμός στη νυχτερινή εργασία. Το ειδικό όριο για τον χρόνο εργασίας για ιδιαίτερα επικίνδυνη ή αγχογόνα νυχτερινή εργασία δεν φαίνεται να έχει μεταφερθεί πλήρως στη νομοθεσία της Εσθονίας, ενώ δεν έχει μεταφερθεί καθόλου στη νομοθεσία της Ιταλίας . Στην Ισπανία, μπορεί να γίνεται υπέρβαση αυτού του ορίου. Επιπλέον, στην Εσθονία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, τη Λετονία και τη Ρουμανία , η νυχτερινή εργασία δεν φαίνεται να προσδιορίζεται σαφώς, γεγονός που καθιστά κάθε όριο αναποτελεσματικό. 4. Αξιολογησεισ από τα κρατη μελη και από τους κοινωνικουσ εταιρους Στις εκθέσεις εφαρμογής που υπέβαλαν, δεκαέξι κράτη μέλη έκριναν ότι η μεταφορά της οδηγίας είχε γενικά θετικό αντίκτυπο, δεδομένου ότι παρέχει στους εργαζόμενους υψηλότερο επίπεδο προστασίας, καθιστά την εθνική νομοθεσία απλούστερη και αποτελεσματικότερη ή επεκτείνει τη νομική προστασία σε ομάδες που δεν καλύπτονταν προηγουμένως. Ωστόσο, έντεκα κράτη μέλη θεώρησαν ότι το κεκτημένο για τον χρόνο εφημερίας και για την άμεση αντισταθμιστική ανάπαυση είχε, ή μπορούσε να έχει, σημαντικές αρνητικές συνέπειες, με τη δημιουργία πρακτικών δυσκολιών στην οργάνωση του χρόνου εργασίας, ιδιαίτερα στην παροχή 24ωρων υπηρεσιών, όπως της υγειονομικής περίθαλψης ή της πυρόσβεσης. Δεκατέσσερα κράτη μέλη ζήτησαν αλλαγές στην οδηγία ως επείγουσα προτεραιότητα για τον χρόνο εφημερίας, τη μεγαλύτερη ευελιξία των περιόδων αναφοράς ή τον χρόνο της αντισταθμιστικής ανάπαυσης. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις υπογράμμισαν τη σημασία που έχει η οδηγία για την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική, καθώς και για τη συνεχή ανάγκη καθορισμού κοινών ελάχιστων προτύπων σ’αυτόν τον τομέα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η προστασία από υπερβολικές ώρες εργασίας δεν πρέπει να μειωθεί· οι παρεκκλίσεις θα πρέπει να προβλέπονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα, η δυνατότητα «εθελούσιας εξαίρεσης» θα πρέπει να καταργηθεί σταδιακά, οι όροι προστασίας να εφαρμόζονται πιο αυστηρά και να βελτιωθεί γενικά η επιβολή. Οι εργοδότες σε ευρωπαϊκό επίπεδο θεωρούν τον χρόνο εργασίας ως βασικό στοιχείο για ευελιξία και ανταγωνιστικότητα. Αλλά γενικά έκριναν ότι η οδηγία υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων. Ζήτησαν μεγαλύτερη απλοποίηση και ευελιξία για τη μεταφορά της στην εθνική νομοθεσία, καθώς και αλλαγές της οδηγίας ως επείγουσα προτεραιότητα, προκειμένου να προβλεφθούν μακρύτερες περίοδοι αναφοράς, καθώς και για τον χρόνο εφημερίας και τον χρόνο της αντισταθμιστικής ανάπαυσης. Στις εθνικές εκθέσεις έντεκα κρατών μελών και στην έκθεση που υπέβαλαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διατυπώθηκαν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη δυνατότητα αποτελεσματικής παρακολούθησης και επιβολής της οδηγίας σε εθνικό επίπεδο, ιδίως σε συγκεκριμένους τομείς. Τα ζητήματα που αναφέρθηκαν με τη μεγαλύτερη συχνότητα ήταν τα εξής: - υπερβολικός χρόνος εργασίας και απώλεια ελάχιστων ωρών ανάπαυσης στα δημόσια νοσοκομεία, ιδιαιτέρως όσον αφορά τον χρόνο εφημερίας των ιατρών - εργοδότες που δεν τηρούσαν τα όρια του χρόνου εργασίας, τις περιόδους αναφοράς ή την ελάχιστη καθημερινή ανάπαυση ή δεν κατέγραφαν σωστά τον χρόνο υπερωριών - εθνικοί κανόνες που μετέφεραν την οδηγία κατά τρόπο ασαφή και μη εφαρμόσιμο - ασαφές πεδίο εφαρμογής της παρέκκλισης του άρθρου 17 παράγραφος 1 («αυτόνομοι εργαζόμενοι»)[15] - εργοδότες οι οποίοι δεν παρείχαν το δικαίωμα ετήσιας άδειας εντός του έτους. Οι οργανώσεις εργοδοτών έκριναν γενικά την επιβολή και την παρακολούθηση ικανοποιητικές. Σε ορισμένα κράτη μέλη θεώρησαν ότι η παρακολούθηση επέβαλε υπερβολικές ρυθμιστικές επιβαρύνσεις στις ΜΜΕ και σε συμμορφούμενες επιχειρήσεις. 5. Συμπερασματα Η Επιτροπή αναγνωρίζει τις σημαντικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν σε πολλά κράτη μέλη για να επιτευχθεί η μεταφορά στην εθνική νομοθεσία ή για να βελτιωθεί η συμμόρφωση μετά την έκδοση αποφάσεων του Δικαστηρίου ή εθνικών δικαστηρίων ή γνωστοποιήσεων της Επιτροπής. Σε γενικές γραμμές, οι περισσότεροι εργαζόμενοι στην ΕΕ εργάζονται υπό κανόνες χρόνου εργασίας που είναι σύμφωνοι με τη νομοθεσία της ΕΕ. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εθνικοί κανόνες παρέχουν μεγαλύτερη προστασία από την απαιτούμενη βάσει της οδηγίας. Εντούτοις, η ανάλυση της Επιτροπής δείχνει ότι πολλά κράτη μέλη έχουν καθιερώσει τη χρήση της δυνατότητας «εθελούσιας εξαίρεσης» από το 2000, εκ των οποίων έντεκα κράτη μέλη για να διαχειριστούν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όσον αφορά τον χρόνο εφημερίας και την αντισταθμιστική ανάπαυση στην παροχή 24ωρων υπηρεσιών. Η ανάλυση δείχνει επίσης ότι εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα με την εφαρμογή βασικών στοιχείων της οδηγίας, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου, όπως: - ο ορισμός του χρόνου εργασίας (συμπεριλαμβανομένου του χρόνου εφημερίας) και οι κανόνες για την ισοδύναμη αντισταθμιστική ανάπαυση (όταν αναβάλλονται οι ελάχιστες περίοδοι ανάπαυσης), ιδίως σε υπηρεσίες που λειτουργούν σε 24ωρη βάση και 7/7 ημέρες, - η κατάσταση εργαζομένων με πολλαπλές συμβάσεις, - η κατάσταση συγκεκριμένων ομάδων εργαζομένων (ιδίως στους τομείς της άμυνας και των υπηρεσιών ασφαλείας και οι λεγόμενοι «αυτόνομοι εργαζόμενοι»). - έλλειψη ορθής παρακολούθησης και επιβολής των όρων που διέπουν τη δυνατότητα «εθελούσιας εξαίρεσης», σε πολλά κράτη μέλη τα οποία επιτρέπουν τη χρήση της. Η Επιτροπή θα προβεί στα εξής: - θα αξιολογήσει τον συνολικό αντίκτυπο της οδηγίας στην υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων μέσα σε ένα πλαίσιο εξελισσόμενων μορφών εργασίας και προτύπων εργασιακής οργάνωσης, - θα διευκρινίσει την ερμηνεία ορισμένων κανόνων, με γνώμονα τη νομολογία, την πείρα των κρατών μελών στην εφαρμογή της και τις γνώμες των κοινωνικών εταίρων[16], - θα εξετάσει τη θέση που απορρέει από την εθνική νομοθεσία ή τις πρακτικές, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή σε εκείνες που αναγκάζουν τους εργαζόμενους να εργάζονται υπερβολικές ώρες ή χωρίς την κατάλληλη ανάπαυση. Με την επιφύλαξη του ρόλου της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να στηρίζει τις προσπάθειες των κρατών μελών για να βελτιώσουν την εφαρμογή τους, και είναι έτοιμη να διευκολύνει τις ανταλλαγές μεταξύ κρατών μελών, και μεταξύ κοινωνικών εταίρων, εφόσον αυτό κριθεί χρήσιμο. Η Επιτροπή άρχισε την επανεξέταση της οδηγίας τον Μάρτιο του 2010[17], με βάση τις διαβουλεύσεις των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο δυνάμει του άρθρου 154 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Δρομολόγησε επίσης μια λεπτομερή μελέτη του οικονομικού και κοινωνικού αντικτύπου της οδηγίας, η οποία θα συμπληρώσει τη νομική εκτίμηση επιπτώσεων που περιλαμβάνεται στην παρούσα έκθεση. Η Επιτροπή είναι αποφασισμένη να ολοκληρώσει επιτυχώς την επανεξέταση της Οδηγίας περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Έχοντας αυτό υπόψη, εκδίδει, παράλληλα με την παρούσα έκθεση, ανακοίνωση για τη δρομολόγηση της δεύτερης φάσης των διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους δυνάμει του άρθρου 154 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. [1] Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 299 της 18.11.2003, σ. 9). Η οδηγία αυτή ενοποιεί και καταργεί τις δύο προηγούμενες οδηγίες στον τομέα αυτόν που εκδόθηκαν το 1993 και το 2000, αντίστοιχα. [2] Η έκθεση αυτή δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να θεωρείται ότι προδικάζει τη θέση της Επιτροπής στο μέλλον σε τυχόν νομικές διαδικασίες. [3] Βλέπε τη σειρά των μελετών που αναφέρονται στο κεφάλαιο 5.2 του εγγράφου εργασίας. [4] Dellas, υπόθεση C-14/04, Συλλογή 2005, I-10253, σκέψεις 40-41 και 49: FNV , υπόθεση C-124/05, σκέψη 28. [5] Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 303 της 14.12.2007, σ. 1) [6] SIMAP (C-303/98), Jaeger (C-151/02), Pfeiffer (C-398/01) και Dellas (C-14/04). [7] Με εξαίρεση τις υγειονομικές υπηρεσίες και τους επαγγελματίες στρατιωτικούς. [8] Οδηγία 2000/34/ΕΚ (ΕΕ L 195 της 1.8.2000, σ. 41). [9] Στις 13 Δεκεμβρίου 2010, η τροποποιητική νομοθεσία εγκρίθηκε από αμφότερες τις βουλές και έχει διαβιβαστεί στον βασιλιά για υπογραφή. Θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ στις αρχές του 2011. [10] Feuerwehr Hamburg (C-52/04) και Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-132/04). [11] Εκτός των δραστηριοτήτων υγειονομικής περίθαλψης. [12] Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την οδηγία περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας, COM (2000) 787, σημείο 14.2. [13] Η νομική κατάσταση στη Γαλλία όσον αφορά την υπέρβαση των ωρών εργασίας σε εφημερία είναι ιδιαίτερη και καθορίζεται λεπτομερώς στο συνημμένο έγγραφο εργασίας. [14] BECTU (C- 173/99)· Schultz – Hoff and Stringer (C-350/06 και C-520/06). [15] Βλ. συνημμένο έγγραφο εργασίας, τμήματα 4.2, 9.1 και 9.2. [16] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. έγγραφο COM (2010)801, που αναφέρεται στην παρακάτω υποσημείωση. [17] COM (2010) 106 της 24.3.2010, COM (2010) 801 της 21.12.2010.