52010DC0785

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ TO ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια των υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών ελέγχων στις εισαγωγές τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών /* COM/2010/0785 τελικό */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 21.12.2010

COM(2010) 785 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ TO ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια των υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών ελέγχων στις εισαγωγές τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ TO ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια των υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών ελέγχων στις εισαγωγές τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3

1.1. Η ζήτηση εισαγωγών 3

1.2. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης 4

1.3. Εφαρμογή εναρμονισμένων ελέγχων με βάση την επικινδυνότητα 5

1.4. Η Ευρώπη ως παίκτης στη διεθνή σκηνή 5

2. ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΕΧΟΝΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ 6

2.1. Το νομοθετικό πλαίσιο 6

2.2. Διαφορετικά προϊόντα, διαφορετικοί κίνδυνοι 6

2.3. Συμπερασματικά, πώς λειτουργεί το σύστημα; 6

3. ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ 6

3.1. Επιθεωρήσεις, εκτίμηση επικινδυνότητας και συστήματα πληροφορικής 6

3.2. Πολυμερείς και διμερείς ρυθμίσεις 6

3.3. Κατάρτιση 6

3.4. Συντονισμός και επικοινωνία 6

3.5. Η κατάλληλη απόκριση 6

4. ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 6

4.1. Η αυξανόμενη σημασία των μέτρων ΥΦΠ 6

4.2. Προκλήσεις 6

4.3. Ευφυέστερες προσεγγίσεις 6

5. ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ, ΖΩΟΤΡΟΦΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΦΥΤΩΝ 6

5.1. Νομοθετικές βελτιώσεις 6

5.2. Μη νομοθετικές βελτιώσεις 6

5.3. Άριστη χρήση των πόρων 6

6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Δεκέμβριο του 2008 το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να « να υποβάλει στο Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο μέχρι τα τέλη του 2010 έκθεση για την αποτελεσματικότητα και τη συνοχή και συνέπεια των υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών ελέγχων στις εισαγωγές τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών, προκειμένου να συνεχισθεί η εφαρμογή ενός εύρυθμου κοινοτικού πλαισίου στις εισαγωγές, παράλληλα με την υποβολή προτάσεων, ανάλογα με την περίπτωση· »[1].

Η έκθεση που ακολουθεί ανταποκρίνεται στην πρόσκληση αυτή. Καταδεικνύει ότι οι υγειονομικοί και φυτοϋγειονομικοί έλεγχοι που εφαρμόζονται στις εισαγωγές τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών χρησιμεύουν για να εξασφαλιστεί ότι οι εισαγωγές αυτές είναι πάνω απ’όλα ασφαλείς.

Υπάρχει ένα χωριστό θέμα συζήτησης, που αφορά ζητήματα ανταγωνισμού. Η συζήτηση αυτή εστιάζεται, αφενός, στις διαφορές του κόστους παραγωγής μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών, όπως του κόστους γης, εργασίας και κεφαλαίου και, αφετέρου, στις καταναλωτικές επιλογές που επηρεάζουν τις αγοραστικές αποφάσεις βάσει παραγόντων όπως είναι η τιμή, η διαθεσιμότητα, η ποιότητα και οι πολιτισμικές προτιμήσεις. Επειδή η συζήτηση αυτή βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας έκθεσης, η ανάλυση που ακολουθεί εστιάζεται αποκλειστικά στην αποτελεσματικότητα και στη συνέπεια των υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών ελέγχων στις εισαγωγές τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών, όπως ζητήθηκε από το Συμβούλιο.

Η ζήτηση εισαγωγών

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τροφίμων και ζωοτροφών στον κόσμο, δεδομένου ότι οι εισαγωγές της έφτασαν τα 85 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2007-2009[2].

Ενώ η ΕΕ είναι γενικά αυτάρκης στα περισσότερα τρόφιμα, χρειάζεται να εισάγει ορισμένα εμπορεύματα, είτε επειδή η ενωσιακή παραγωγή είναι από μικρή έως ανύπαρκτη, όπως συμβαίνει με το τσάι, τον καφέ και τα μπαχαρικά, είτε επειδή η ενωσιακή παραγωγή δεν καλύπτει τη ζήτηση, όπως συμβαίνει με τα ψάρια και τις ζωοτροφές. Οι καταναλωτές ζητούν ολοένα μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων και οι επιχειρήσεις χρειάζεται να εισάγουν πρώτες ύλες. Αυτές οι πρώτες ύλες εφοδιάζουν γενικά την ενωσιακή βιομηχανία μεταποίησης τροφίμων, που παράγει στη συνέχεια προϊόντα υψηλής αξίας για εγχώρια κατανάλωση ή για εξαγωγή σε τρίτες χώρες.

Η βιομηχανία τροφίμων, η οποία είναι ο μεγαλύτερος τομέας της ευρωπαϊκής μεταποιητικής βιομηχανίας, με συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών 900 δισεκατομμύρια ευρώ, απασχολεί δε περισσότερα από 4 εκατομμύρια άτομα, αποτελεί κομβικό τομέα για την ευημερία της ΕΕ[3]. Για να παραμείνει πρώτη, θα πρέπει να μπορεί να βασίζεται σε εισροές από όλο τον κόσμο[4]. Χρειάζεται επίσης την εφαρμογή προτύπων για τα τρόφιμα στην ΕΕ, ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική και να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων καταναλωτών.

Παρά τις πολυάριθμες πηγές ζήτησης, οι συνολικές εισαγωγές γεωργικών προϊόντων αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνο κλάσμα της συνολικής κατανάλωσης και παραγωγής στην Ευρώπη. Μπορεί η ΕΕ να εισάγει μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών, καφέ, τροπικών φρούτων και κακάο, ωστόσο οι εισαγόμενες ποσότητες ζωικών προϊόντων, όπως το κρέας και το γάλα είναι πολύ μικρές. Οι εισαγωγές ξεπέρασαν τις εξαγωγές κατά 7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2008, ποσό το οποίο μειώθηκε σε μόλις 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009, λόγω του αντικτύπου της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης τόσο στην αξία όσο και στον όγκο των εισαγωγών της ΕΕ[5].

Παρά το φαινόμενο περιστολής του παγκόσμιου εμπορίου που εκδηλώθηκε έπειτα από την παγκόσμια ύφεση το 2008, το εμπόριο γεωργικών προϊόντων αυξήθηκε με ταχείς ρυθμούς τα προηγούμενα χρόνια[6]. Ως αποτέλεσμα αυτού, δόθηκε αυξανόμενη προσοχή στους κινδύνους που συνδέονται με το εμπόριο γεωργικών προϊόντων, λόγω των δυνητικών απειλών για την υγεία του ανθρώπου, των ζώων ή των φυτών. Εάν παραμεληθούν οι κίνδυνοι αυτοί, μπορεί να διαταραχθεί το εμπόριο σε τέτοιο βαθμό ώστε αγορές αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ να αφανιστούν εν μιά νυκτί, η δε εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις αγορές τροφίμων και στην ικανότητα των κυβερνήσεων να τις διαχειριστούν να δοκιμαστεί σκληρά.

Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι όλα τα τρόφιμα στην αγορά είναι ασφαλή. Αυτό ισχύει τόσο για τις εισαγωγές όσο και για τα τρόφιμα, τις ζωοτροφές, τα ζώα και τα φυτά που παράγονται, εκτρέφονται και καλλιεργούνται στην Ευρώπη. Οι έλεγχοι στις εισαγωγές εξασφαλίζουν ότι οι εισαγωγές συμμορφώνονται με την ενωσιακή νομοθεσία ακριβώς όπως συμμορφώνονται με αυτήν τα προϊόντα που παράγονται στην Ευρώπη. Η βασική αρχή είναι ότι όλα τα προϊόντα τροφίμων στις αγορές της ΕΕ πρέπει να είναι ασφαλή, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους.

Η ΕΕ διαθέτει ένα πλήρες οπλοστάσιο νομοθεσίας – στη βάση του οποίου βρίσκεται η ανάγκη μιας εναρμονισμένης αντιμετώπισης βάσει επικινδυνότητας – ώστε να εντοπίζονται οι κίνδυνοι που συνδέονται με την εισαγωγή ενός ορισμένου προϊόντος από ορισμένη τρίτη χώρα οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Μόλις γίνει η εκτίμηση επικινδυνότητας, μπορούν να καθοριστούν οι όροι βάσει των οποίων επιτρέπεται να εισαχθεί ένα προϊόν. Στη συνέχεια, μπορούν να καθοριστούν οι έλεγχοι που πρέπει να εφαρμοστούν. Σήμερα μόνο ένας μικρός αριθμός προϊόντων υψηλού κινδύνου υπόκεινται σε ομοιόμορφους όρους και προϋποθέσεις εισαγωγής βάσει αυτής της νομοθεσίας.

Επειδή οι κίνδυνοι εξελίσσονται διαρκώς, οι όροι εισαγωγής αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και το ίδιο αλλάζουν, συνεπώς, και οι εφαρμοζόμενοι έλεγχοι. Η ΕΕ διαχειρίζεται αυτές τις αλλαγές έχοντας στη διάθεσή της την κατάλληλη ικανότητα εκτίμησης επικινδυνότητας και την κατάλληλη διαχειριστική ικανότητα, μια εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τους ελέγχους και σαφή και συνεκτική νομοθεσία. Με τον τρόπο αυτό, η ΕΕ, μαζί με τα κράτη μέλη, εξασφαλίζει τόσο τη συνέπεια όσο και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων της.

Εφαρμογή εναρμονισμένων ελέγχων με βάση την επικινδυνότητα

Γίνεται εκτίμηση επικινδυνότητας για τα εισαγόμενα προϊόντα με βάση την απειλή που αντιπροσωπεύουν οι εισαγωγές αυτές για την υγεία του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών, δηλαδή, όσο υψηλότερη είναι η επικινδυνότητα τόσο αυστηρότεροι είναι οι όροι εισόδου των προϊόντων στην ΕΕ κι επομένως τόσο σημαντικότερο είναι το επίπεδο των ελέγχων.

Οι όροι εισαγωγής καθορίζονται με βάση την κατηγορία επικινδυνότητας κάθε προϊόντος, λαμβανομένης υπόψη ποικιλίας παραγόντων κάθε δεδομένη χρονική στιγμή. Περιλαμβάνουν: πληροφορίες σχετικά με εστίες νοσημάτων, εμπορικά δεδομένα, κατασχέσεις μη ασφαλών ή μη συμμορφούμενων προϊόντων και επιστημονικά στοιχεία. Συλλέγονται επίσης πληροφορίες, από τους εμπορικούς εταίρους, σχετικά με τις εγγυήσεις που προσφέρει το σύστημα ελέγχου που εφαρμόζεται σε τρίτη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας και των προτύπων ασφάλειας. Επιπλέον, διεξάγονται επιθεωρήσεις τόσο σε κράτη μέλη όσο και σε τρίτες χώρες, ώστε να αξιολογούνται τα μέσα που διαθέτουν για τη διενέργεια των ενδεδειγμένων ελέγχων. Σε περιπτώσεις σοβαρής επιδημίας νόσου ή όταν μεταβάλλεται ο βαθμός επικινδυνότητας, λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τα ειδικά μέτρα διασφάλισης που απαιτούνται στο στάδιο της εισαγωγής.

Τα κράτη μέλη διενεργούν ελέγχους με σκοπό τη διαπίστωση της συμμόρφωσης με το εκτεταμένο σύνολο κανόνων που διέπουν την τροφική αλυσίδα, την υγεία των φυτών και των ζώων. Ενώ η μεγάλη πλειονότητα των ενωσιακών εισαγωγών δεν παρουσιάζουν σημαντικό υγειονομικό κίνδυνο, υπάρχουν ορισμένα προϊόντα για τα οποία έχουν θεσπιστεί ειδικοί, εναρμονισμένοι έλεγχοι. Πριν την εισαγωγή των εμπορευμάτων αυτών στην Ένωση, απαιτείται η διενέργεια υγειονομικών ελέγχων.

Η Ευρώπη ως παίκτης στη διεθνή σκηνή

Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζει η ΕΕ το σύστημα υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών μέτρων της καθορίζει σε ποιο βαθμό είναι σε θέση να διατηρήσει μια ανοιχτή προσέγγιση, σε επιστημονική βάση, σχετικά με την υγεία των ζώων και των φυτών και με την ασφάλεια των τροφίμων συνολικά. Οι έλεγχοι που ορίζονται από την ΕΕ συμβαδίζουν με τα πρότυπα που έχουν ορίσει οι διεθνείς οργανισμοί θέσπισης προτύπων που εργάζονται στον τομέα της ασφάλειας τροφίμων και της υγείας των ζώων και των φυτών, συγκεκριμένα οι εξής: Επιτροπή του Codex Alimentarius, Παγκόσμιος Οργανισμός για την Υγεία των Ζώων (ΟΙΕ) και Διεθνής Σύμβαση για την προστασία των φυτών (IPPC), όπως προβλέπεται στη συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) για την εφαρμογή μέτρων υγειονομικής και φυτοϋγειονομικής προστασίας (συμφωνία ΥΦΠ).

Ενώ οι κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα να λάβουν πρόσθετα υγειονομικά και φυτοϋγειονομικά μέτρα απαραίτητα για την προστασία της υγείας του ανθρώπου, των ζώων ή των φυτών, αυτό επιτρέπεται μόνον εφόσον μπορεί να αποδειχθεί η επιστημονική βάση των μέτρων, ο αναλογικός χαρακτήρας τους και το γεγονός ότι δεν εισάγουν διακρίσεις. Η ΕΕ, ως ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους στον κόσμο, είναι αποφασισμένη να τηρεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Η ΕΕ γνωρίζει επίσης ότι οι απαιτήσεις της χρησιμεύουν συχνά ως σημείο αναφοράς για το διεθνές εμπόριο και έχουν τεράστιο αντίκτυπο στις αναπτυσσόμενες χώρες, πολλές από τις οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές.

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΕΧΟΝΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ

Το νομοθετικό πλαίσιο

Οι απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίμων περιέχονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που είναι γνωστότερος ως γενική νομοθεσία για τα τρόφιμα. Ο εν λόγω κανονισμός αναφέρει ότι η ενωσιακή πολιτική για την ασφάλεια των τροφίμων θα πρέπει να εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά, να επιδιώκει την υψηλού επιπέδου προστασία της ανθρώπινης υγείας, να υπηρετεί τα συμφέροντα των καταναλωτών και να εξασφαλίζει ότι τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές που εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση συμμορφώνονται με απαιτήσεις που παρέχουν εγγυήσεις ασφάλειας ισοδύναμου επιπέδου.

Η γενική νομοθεσία για τα τρόφιμα συμπληρώνεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004, που είναι γνωστότερος ως κανονισμός για τους επίσημους ελέγχους ζωοτροφών και τροφίμων. Θεσπίζει το γενικό πλαίσιο για τους επίσημους ελέγχους που διεξάγονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές στα κράτη μέλη και από την Επιτροπή, ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τη νομοθεσία για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές και με τους κανόνες για την υγεία και καλή διαβίωση των ζώων και, ως ένα βαθμό, με τις διατάξεις για την υγεία των φυτών.

Ειδικότερα, όσον αφορά τα εισαγόμενα προϊόντα, ο κανονισμός για τους επίσημους ελέγχους ζωοτροφών και τροφίμων προβλέπει τις γενικές αρχές βάσει των οποίων καθορίζονται οι όροι εισαγωγής, η αναγνώριση ισοδυναμίας[7], η έγκριση των ελέγχων προ της εξαγωγής που διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και η αναγνώριση του γεγονότος ότι για ορισμένα εμπορεύματα μπορεί να απαιτούνται ειδικοί έλεγχοι πριν από την είσοδό τους στο έδαφος της Ένωσης. Αναθέτει επίσης στην Επιτροπή ειδικά καθήκοντα σε σχέση με τη συλλογή των κατάλληλων πληροφοριών από τους εμπορικούς εταίρους και το καθήκον να διενεργεί επιθεωρήσεις σε τρίτες χώρες. Κάθε χρόνο η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη συνολική λειτουργία των επίσημων ελέγχων στα κράτη μέλη για την ασφάλεια των τροφίμων, την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων και την υγεία των φυτών.

Λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τις εισαγωγές προβλέπονται επίσης από ένα εκτεταμένο σύνολο τομεακών νομικών πράξεων σε τομείς όπως η υγεία των φυτών, οι σπόροι, ο έλεγχος και η εκρίζωση των ζωονόσων, τα ζωικά υποπροϊόντα, η υγιεινή των τροφίμων και των ζωοτροφών, τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές, τα κατάλοιπα και οι μολυσματικές προσμείξεις, τα φυτοφάρμακα και τα πρόσθετα, τα θρεπτικά συστατικά, τα διαιτητικά τρόφιμα, τα μεταλλικά νερά, τα νέα τρόφιμα, τα υλικά σε επαφή με τρόφιμα και πολλά άλλα.

Διαφορετικά προϊόντα, διαφορετικοί κίνδυνοι

Διαφορετικά εμπορεύματα παρουσιάζουν διαφορετικούς κινδύνους και επομένως υπόκεινται σε ειδικούς όρους εισαγωγής και ελέγχους.

2.2.1 Τα ζώντα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης (όπως το κρέας, τα αβγά και το ψάρι) και τα ζωικά προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (όπως σπέρμα και έμβρυα) θεωρούνται υψηλής επικινδυνότητας, επειδή μπορεί να είναι φορείς μετάδοσης νοσημάτων τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους. Οι απειλές για την υγεία των ζώων είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές λόγω των επιζήμιων επιπτώσεων που μπορεί να έχει η εξάπλωση των νοσημάτων στην ευρωπαϊκή ζωική παραγωγή.

Τα ζώντα ζώα και τα ζωικά προϊόντα μπορούν να εισέλθουν στην ΕΕ μόνο μέσω εγκεκριμένων συνοριακών σταθμών ελέγχου (ΣΣΕ) βάσει αυστηρώς εναρμονισμένων όρων εισαγωγής. Οι όροι αυτοί απαιτούν για τις εν λόγω εισαγωγές να προέρχονται από εγκεκριμένες τρίτες χώρες, από εγκεκριμένες ή καταχωρισμένες εγκαταστάσεις και, όσον αφορά τα κτηνιατρικά πιστοποιητικά που συνοδεύουν τα φορτία, πρέπει να υπογράφονται από την αρμόδια αρχή της εξάγουσας χώρας και να περιέχουν λεπτομερείς πληροφορίες για την κατάσταση της δημόσιας υγείας και για το ζωοϋγειονομικό καθεστώς των προϊόντων και τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις εισαγωγής της ΕΕ. Σε περίπτωση εκδήλωσης σοβαρής επιδημίας ζωονόσου σε τρίτη χώρα, ενδέχεται να επιβληθούν εισαγωγικοί περιορισμοί για να προληφθεί η είσοδος της ζωονόσου στην ΕΕ.

Κατά την άφιξη των προϊόντων το προσωπικό του ΣΣΕ οφείλει να διενεργήσει τους υποχρεωτικούς ελέγχους, μεταξύ άλλων, έλεγχο εγγράφων, έλεγχο ταυτότητας και φυσικό έλεγχο, ώστε να εξακριβώσει ότι τα προϊόντα αντιστοιχούν στην περιγραφή τους και πληρούν τους όρους εισαγωγής στην ΕΕ. Οι φυσικοί έλεγχοι απαιτούνται πάντοτε όταν πρόκειται για ζώντα ζώα, ωστόσο μπορούν να είναι πιο περιορισμένοι στην περίπτωση των ζωικών προϊόντων, όταν αυτά πληρούν εναρμονισμένους όρους εισαγωγής και όταν υπάρχουν κτηνιατρικές συμφωνίες που αποδεικνύουν ότι η τρίτη χώρα μπορεί να προσφέρει ισοδύναμο επίπεδο ασφάλειας με εκείνο της ΕΕ. Στοχοθετημένοι αναλυτικοί έλεγχοι με καθορισμένη συχνότητα μπορούν επίσης να ενταχθούν στο πλαίσιο του φυσικού ελέγχου.

Μόλις περάσει ένα φορτίο από όλους αυτούς τους ελέγχους με ικανοποιητικά αποτελέσματα, εκδίδεται κοινó κτηνιατρικó έγγραφο εισόδου (ΚΚΕΕ) με το οποίο μπορούν τα προϊόντα να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία. Υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ των κτηνιατρικών και των τελωνειακών αρχών, που δεν επιτρέπουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ζώων ή ζωικών προϊόντων, εκτός εάν εκδοθεί ή έως ότου εκδοθεί ΚΚΕΕ.

2.2.2 Οι εισαγωγές ζώντων φυτών ή φυτικών προϊόντων θεωρούνται επίσης υψηλού κινδύνου, λόγω της εισόδου νέων παρασίτων και φυτονόσων στο έδαφος της ΕΕ με δυνητικώς καταστροφικά αποτελέσματα στις καλλιέργειες και στο φυσικό περιβάλλον. Πριν από την είσοδό τους στην Ένωση όλα τα ζώντα φυτά και ορισμένα φυτικά προϊόντα πρέπει να συνοδεύονται από επίσημο φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό το οποίο να έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας σύμφωνα με το υπόδειγμα που προβλέπεται βάσει της διεθνούς σύμβασης για την προστασία των φυτών.

Φυτοϋγειονομικοί έλεγχοι – που συνίστανται σε ελέγχους εγγράφων, ελέγχους ταυτότητας και φυσικούς ελέγχους – διενεργούνται σε όλα τα φορτία φυτών και φυτικών προϊόντων που υπόκεινται σε ρύθμιση σε εγκεκριμένο σημείο εισόδου. Οι εθνικές αρχές μπορούν να χορηγήσουν παρέκκλιση όσον αφορά τη διενέργεια φυσικού ελέγχου στον τόπο προορισμού υπό ειδικές προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων, υπό την προϋπόθεση της μεταφοράς των προϊόντων υπό τελωνειακή επιτήρηση. Οι τελωνειακές αρχές δεν επιτρέπουν την εισαγωγή κανενός φυτού ή φυτικού προϊόντος που υπόκειται σε ρύθμιση, εάν δεν έχει προσκομιστεί απόδειξη ότι οι σχετικοί φυτοϋγειονομικοί έλεγχοι διενεργήθηκαν με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

2.2.3 Ορισμένα τρόφιμα και ζωοτροφές μη ζωικής προέλευσης, για τα οποία έχει εντοπιστεί γνωστός ή πρωτοεμφανιζόμενος κίνδυνος, υπόκεινται επίσης σε υποχρεωτικό έλεγχο προ της εισαγωγής στα καθορισμένα σημεία εισόδου (ΚΣΕ). Τέτοια τρόφιμα μπορεί να περιλαμβάνουν καρπούς με κέλυφος και ορισμένα φρούτα και λαχανικά. Τα εμπορεύματα των οποίων ο έλεγχος είναι απαραίτητος καθορίζονται με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία σε σχέση με το προφίλ επικινδυνότητας του προϊόντος. Ο κατάλογος των εμπορευμάτων αυτών και τα εφαρμοστέα επίπεδα ελέγχου επανεξετάζονται σε τριμηνιαία βάση. Όπως και στην περίπτωση των ζώων και των ζωικών προϊόντων, τα εμπορεύματα αυτά πρέπει να υποβληθούν σε υποχρεωτικούς συνοριακούς ελέγχους και μπορούν να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση μόνον εφόσον το αποτέλεσμα των ελέγχων που διενεργήθηκαν είναι ευνοϊκό.

2.2.4 Τα περισσότερα προϊόντα της τροφικής αλυσίδας θεωρούνται εγγενώς μη επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων ή των φυτών. Πολλά από τα λεγόμενα «μακράς συντήρησης» προϊόντα (κονσερβοποιημένα, μεταποιημένα, αποξηραμένα κ.λπ.), σύνθετα προϊόντα και πολλά φρούτα και λαχανικά εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι έλεγχοι στις εισαγωγές διενεργούνται από τα κράτη μέλη με βάση τα πολυετή σχέδια ελέγχων τους και σε συνάρτηση με τους δυνητικούς κινδύνους που εντοπίστηκαν από τα κράτη μέλη.

Συμπερασματικά, πώς λειτουργεί το σύστημα;

Οι τρίτες χώρες που επιθυμούν να εξάγουν προϊόντα τα οποία θεωρείται ότι ενέχουν κάποιο κίνδυνο για την ΕΕ πρέπει να ανταποκριθούν σε σοβαρές απαιτήσεις ώστε να μπορέσουν να κριθούν επιλέξιμες. Οι απαιτήσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν συνδυασμό των παρακάτω ή όλα τα παρακάτω στοιχεία:

( επίσημη υποβολή γραπτής αίτησης εξαγωγής στην ΕΕ·

( εξακρίβωση της ζωοϋγειονομικής και φυτοϋγειονομικής κατάστασης και της κατάστασης της δημόσιας υγείας στην τρίτη χώρα, μεταξύ άλλων εξέταση της οικείας νομοθεσίας, των συστημάτων ελέγχου, των μέτρων επιτήρησης νοσημάτων και των εργαστηριακών εγκαταστάσεων·

( παροχή υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών πιστοποιητικών, που αποδεικνύουν ότι τα προς εξαγωγή προϊόντα πληρούν τις απαιτήσεις της ΕΕ·

( έγκριση των εγκαταστάσεων επιχειρήσεων που επιθυμούν να εξάγουν στην ΕΕ, με την οποία πιστοποιείται ότι αυτές πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις της Ένωσης, ιδίως όσον αφορά τα ζώντα ζώα και τα ζωικά προϊόντα·

( υποβολή και έγκριση σχεδίου παρακολούθησης των υπολειμμάτων απαγορευμένων ουσιών ή ουσιών υπό περιορισμό στην ΕΕ.

Για ορισμένα προϊόντα υψηλής επικινδυνότητας, είναι υποχρεωτική η διεξαγωγή αποστολών επιθεώρησης για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με την ενωσιακή νομοθεσία. Όταν προβλέπονται όροι εισαγωγής οι οποίοι πληρούνται ικανοποιητικά από μια τρίτη χώρα ή θεσπίζονται υποχρεώσεις αναγραφής σε κατάλογο ή διενέργεια ελέγχων προ της εξαγωγής, πρέπει να εκδοθεί επίσημη απόφαση της Επιτροπής, σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, ώστε να επιτραπούν οι εισαγωγές από την εν λόγω τρίτη χώρα.

Έπειτα από την έγκριση, η συμμόρφωση αξιολογείται τακτικά, στη συνέχεια, με τις επιθεωρήσεις που διενεργεί η Επιτροπή και με τους ελέγχους που διενεργούν τα κράτη μέλη.

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ

Επιθεωρήσεις, εκτίμηση επικινδυνότητας και συστήματα πληροφορικής

3.1.1 Η αρμόδια για τις επιθεωρήσεις υπηρεσία της ΓΔ «Υγεία και Καταναλωτές» της Επιτροπής, δηλαδή το Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (ΓΤΚΘ), διενεργεί επιθεωρήσεις τόσο στα κράτη μέλη όσο και σε τρίτες χώρες για να εξασφαλίσει την τήρηση της νομοθεσίας της ΕΕ. Οι επιθεωρήσεις διενεργούνται σύμφωνα με ετήσιο πρόγραμμα, οι δε προτεραιότητες καθορίζονται με βάση, αφενός, τη μακρόχρονη πείρα του Γραφείου και, αφετέρου, τις απόψεις των κρατών μελών. Το ΓΤΚΘ, πέρα από τον έλεγχο της εποπτείας των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων και την εξέταση του ζωοϋγειονομικού και φυτοϋγειονομικού καθεστώτος σε κράτη μέλη και τρίτες χώρες εξίσου, πραγματοποιεί τακτικές αποστολές για τον επιτόπιο έλεγχο της συμμόρφωσης με τους όρους εισαγωγής που ορίζονται για τρίτες χώρες. Όταν τα σχετικά αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά και οι εισαγωγές ενός ορισμένου εμπορεύματος από ορισμένη τρίτη χώρα επιτρέπονται, το ΓΤΚΘ διεξάγει, περιοδικά, περαιτέρω αποστολές επιθεώρησης για να επιβεβαιώσει ότι οι εισαγωγές μπορούν να συνεχιστούν σε ασφαλή βάση. Το ΓΤΚΘ διενεργεί επίσης επιθεωρήσεις στους ΣΣΕ και στα ΚΣΕ που βρίσκονται στα κράτη μέλη για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία. Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις εξυπηρετούν πολλούς σκοπούς, παρέχοντας την ευκαιρία, αφενός, στενής συνεργασίας με τα κράτη μέλη και τις τρίτες χώρες και, αφετέρου, παρακολούθησης της συμμόρφωσης. Πιθανώς το σημαντικότερο είναι ότι δίνουν τη δυνατότητα ανάληψης άμεσης δράσης για την αντιμετώπιση κάθε απαράδεκτου κινδύνου που εντοπίζεται.

3.1.2 Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο της γενικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα, παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανεξάρτητες επιστημονικές συμβουλές για κάθε ζήτημα που έχει άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια της τροφικής αλυσίδας. Είναι επιμέρους νομική οντότητα, ανεξάρτητη από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, της οποίας το έργο καλύπτει όλα τα στάδια της παραγωγής τροφίμων και του εφοδιασμού σε τρόφιμα, από το αγρόκτημα στο τραπέζι. Όταν είναι σκόπιμο, η EFSA εκτιμά την επικινδυνότητα ενός συγκεκριμένου προϊόντος ως συνάρτηση του στοιχείου κινδύνου που εμπεριέχει.

3.1.3 Το σύστημα ελέγχου και πραγματογνωμοσύνης στις συναλλαγές [TRAde Control and Expert System (TRACES)] παρέχει διαδικτυακά πληροφορίες για εισαγόμενα φορτία ζώντων ζώων και ζωικών προϊόντων. Διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τις επιθεωρήσεις της ζωοϋγειονομικής κατάστασης και της δημόσιας υγείας, δίνει τη δυνατότητα στις κτηνιατρικές αρχές να αντιδράσουν άμεσα εάν ενσκήψουν έκτακτες υγειονομικές καταστάσεις και επιταχύνει τις διοικητικές διαδικασίες για τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων. Το TRACES χρησιμοποιείται και από τα κράτη μέλη και από ολοένα περισσότερες τρίτες χώρες[8]. Το TRACES ενσωματώνει και το εναρμονισμένο σύστημα περιγραφής και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων του Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων (κωδικοί εξαψήφιου επιπέδου) και τη Συνδυασμένη Ονοματολογία της ΕΕ (κωδικοί οκταψήφιου επιπέδου). Έτσι, τα συστήματα κωδικοποίησης για την περιγραφή εμπορευμάτων «επικοινωνούν» σε παγκόσμιο επίπεδο σε εξαψήφιο επίπεδο.

3.1.4 Η ΕΕ έχει δύο συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για την ταχεία και αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών. Το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές (RASFF)[9] παρέχει τη δυνατότητα αποστολής κοινοποιήσεων επείγοντος χαρακτήρα κάθε στιγμή του εικοσιτετραώρου, όταν εντοπίζεται σοβαρός κίνδυνος προερχόμενος από τρόφιμα ή ζωοτροφές. Το RASFF ενημερώνει την ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα, ώστε να μην επαναληφθεί το πρόβλημα. Ένα παρόμοιο σύστημα προειδοποίησης, το EUROPHYT,[10] επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών, όταν κατάσχονται φυτά και φυτικό υλικό, επειδή δεν πληρούν τις φυτοϋγειονομικές απαιτήσεις της ΕΕ.

Πολυμερείς και διμερείς ρυθμίσεις

Η ΕΕ ασκεί ενεργό ρόλο στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, καθώς και σε διεθνείς οργανισμούς θέσπισης προτύπων. Αυτό της επιτρέπει να προωθεί το δικό της κανονιστικό μοντέλο και να διαμορφώνει, συνεπώς, τα διεθνή πρότυπα, που θα εφαρμοστούν, με τη σειρά τους, στην ΕΕ.

Η ΕΕ διατηρεί επίσης συνεχή διάλογο με τρίτες χώρες για θέματα μέτρων υγειονομικής και φυτοϋγειονομικής προστασίας (ΥΦΠ) και συμμετέχει σε διμερείς εμπορικές συμφωνίες που περιλαμβάνουν διατάξεις ΥΦΠ για το εμπόριο γεωργικών προϊόντων. Για τη διευκόλυνση του εμπορίου ζώντων ζώων και ζωικών προϊόντων υπάρχουν επίσης κάποιες συμφωνίες με μικρό αριθμό τρίτων χωρών. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι συμφωνίες αυτές προβλέπουν αναγνώριση «ισοδυναμίας», που μπορεί να οδηγήσει σε εφαρμογή παρέκκλισης για ορισμένους κτηνιατρικούς ελέγχους. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, η ΕΕ δεν υποβιβάζει το δικό της επίπεδο προστασίας.

Ο κανονισμός για τους επίσημους ελέγχους ζωοτροφών και τροφίμων προβλέπει επίσης την αναγνώριση «ισοδυναμίας» μονομερώς από την ΕΕ σε οποιονδήποτε τομέα της τροφικής αλυσίδας. Σύμφωνα με τη συμφωνία ΥΦΠ του ΠΟΕ, κάθε μέλος του ΠΟΕ έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τους εμπορικούς εταίρους του να συζητήσουν την αναγνώριση της «ισοδυναμίας». Μια τρίτη χώρα μπορεί επίσης να υποβάλει αίτηση για μειωμένο επίπεδο ελέγχων κατά την είσοδο στην ΕΕ έναντι αυξημένων ελέγχων προ της εξαγωγής. Αυτοί οι έλεγχοι μπορούν να επαληθεύονται από το ΓΤΚΘ.

Κατάρτιση

Το πρόγραμμα καλύτερη κατάρτιση για ασφαλέστερα τρόφιμα αποτελεί πρωτοβουλία της Επιτροπής, με την οποία οργανώθηκαν πλήρη προγράμματα κατάρτισης για τις αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη, ώστε να είναι πάντα ενημερωμένες γύρω από πτυχές του ενωσιακού δικαίου και να εξασφαλίζεται ότι οι έλεγχοι διενεργούνται ομοιόμορφα, αντικειμενικά και όπως ενδείκνυται. Μεταξύ άλλων, υπάρχει μια ειδική ενότητα κατάρτισης για το προσωπικό των ΣΣΕ, που διευκολύνει την εφαρμογή μιας εναρμονισμένης προσέγγισης για τις εισαγωγές από τους ΣΣΕ. Η κατάρτιση που οργανώνεται για τα κράτη μέλη είναι ανοιχτή σε συμμετέχοντες από τρίτες χώρες, σε ορισμένες δε περιπτώσεις, οργανώνονται κύκλοι κατάρτισης σε τρίτες χώρες, ιδίως σε αναπτυσσόμενες χώρες.

Συντονισμός και επικοινωνία

Η Επιτροπή διεξάγει τακτικές συζητήσεις με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των σχετικών ομάδων εμπειρογνωμόνων και κανονιστικών επιτροπών για κάθε νέο ή αναδυόμενο πρόβλημα που προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία· διεξάγει επίσης συζητήσεις όταν επέρχονται αλλαγές σε διεθνές επίπεδο.

Οι στενές σχέσεις με τα κράτη μέλη έχουν ιδιαίτερη σημασία για την άμεση αντίδραση σε παραβιάσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, τις ζωοτροφές και την υγεία των ζώων και των φυτών. Μπορούν να ληφθούν μέτρα με τη μορφή διοικητικών πράξεων από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, ωστόσο, σε επείγουσες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να λάβει κατάλληλα μέτρα με δική της πρωτοβουλία, εν αναμονή της επιβεβαίωσης από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να την επικουρήσει σε έρευνες που δρομολογούνται λόγω υπονοιών, παράνομων ευρημάτων ή παράνομης δραστηριότητας.

Η κατάλληλη απόκριση

Ιστορικά, σοβαρότατοι παράγοντες μεταδοτικών νοσημάτων των ζώων και επιβλαβείς για τα φυτά οργανισμοί εισήλθαν στην ΕΕ με διάφορους τρόπους, μεταξύ άλλων, μέσω παράνομων εισαγωγών, μετακινήσεων αποδημητικών πτηνών ή εντόμων-φορέων. Ωστόσο, καμία από τις μεγαλύτερες υγειονομικές κρίσεις που ενέσκηψαν τα τελευταία χρόνια δεν ήταν το αποτέλεσμα παράνομα εισαχθέντων φορτίων ούτε οφειλόταν σε ανεπάρκειες των κτηνιατρικών ή φυτοϋγειονομικών ελέγχων.

Δεδομένου ότι η αντιμετώπιση ζωοϋγειονομικών και φυτοϋγειονομικών κρίσεων ή κρίσεων ασφάλειας των τροφίμων μπορεί να είναι πολύ δαπανηρή υπόθεση και να έχει σοβαρό αντίκτυπο στην κοινωνία συνολικά, ο προϋπολογισμός της ΕΕ διαθέτει κάθε χρόνο περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ για την πρόληψη και εκρίζωση νοσημάτων[11] και 100 εκατομμύρια ευρώ για τη λήψη μέτρων σχετικά με την ασφάλεια των ζωοτροφών και των τροφίμων. Η ΕΕ έχει επίσης αναπτύξει δυναμικό ταχείας απόκρισης σε κρίσεις και σε νέες απειλές. Την τελευταία δεκαετία, για παράδειγμα, για να μειωθεί περισσότερο ο κίνδυνος εξαιτίας πιθανής παράνομης εισαγωγής τροφίμων, οι κανόνες για τη διάθεση υπολειμμάτων τροφίμων από μέσα διεθνών μεταφορών και οι κανόνες για τις προσωπικές εισαγωγές τροφίμων από επιβάτες επανεξετάστηκαν και ενισχύθηκαν.

Η διασφάλιση ότι οι εισαγωγές συμμορφώνονται με την ενωσιακή νομοθεσία παρουσιάζει δυσκολίες, επειδή εξ ορισμού η παραγωγή δεν υπόκειται στον άμεσο έλεγχο της ΕΕ ούτε των κρατών μελών της. Παρ’ όλα αυτά, η εφαρμογή ενός κανονιστικού πλαισίου πολλαπλών επιπέδων και πολλαπλών παραγόντων, το οποίο θα επανεξετάζεται τακτικά, είναι, ως εκ τούτου, καίριας σημασίας για να εξασφαλίζεται ότι στην ευρωπαϊκή αγορά φτάνουν μόνο ασφαλή εισαγόμενα προϊόντα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Η αυξανόμενη σημασία των μέτρων ΥΦΠ

Η περικοπή των δασμών και η μείωση των περιορισμών στις ποσοστώσεις παραμένουν σημαντική προτεραιότητα της εμπορικής πολιτικής, ωστόσο, το πρόβλημα έγκειται ολοένα και περισσότερο στις κανονιστικές πτυχές. Όσον αφορά τις απαιτήσεις ΥΦΠ, οι χώρες έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν τα δικά τους επίπεδα προστασίας και να εκδίδουν αντίστοιχες κανονιστικές ρυθμίσεις. Ωστόσο, αυτό πρέπει να γίνεται με τρόπο που να συνάδει με τις διατάξεις της συμφωνίας ΥΦΠ του ΠΟΕ. Η χρήση δυσανάλογων ή αντιεπιστημονικών μέτρων ΥΦΠ αδιακρίτως ή η χρήση μέτρων που δεν βασίζονται σε διεθνή πρότυπα είναι ζήτημα που προκαλεί ανησυχία τόσο στην ΕΕ όσο και στους εταίρους της.

Προκλήσεις

Η νόσηση ήταν ανέκαθεν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του επιπέδου του κινδύνου που επικρατούσε ανά πάσα στιγμή. Νοσήματα όπως η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ) και οι νέες μορφές της γρίπης των πτηνών που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια αύξησαν τον βαθμό επικινδυνότητας που συνδέεται με το εμπόριο ορισμένων ζωικών προϊόντων. Ομοίως, οι μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές της τυπολογίας των νοσημάτων και της εξάπλωσής τους. Η εμφάνιση του καταρροϊκού πυρετού ως σοβαρού νοσήματος των βοοειδών και των προβάτων στη Βόρεια Ευρώπη και του νηµατώδους σκώληκα των κωνοφόρων που πρόσβαλλε τα πευκόδεντρα σε όλη Μεσόγειο είναι μόνο δύο παραδείγματα. Πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να επανεμφανιστεί ένα νόσημα που θεωρούνταν προηγουμένως ανύπαρκτο στην Ευρώπη, όπως η νόσος της κοιλάδας του Rift.

Η μόλυνση των τροφίμων και των ζωοτροφών, συμπτωματική ή άλλη, είναι εξίσου δύσκολο να προβλεφθεί επειδή η δηλητηρίαση μπορεί να προέλθει από βιομηχανικές διεργασίες, νέα καταναλωτικά πρότυπα ή δόλιες πρακτικές που ενέχουν κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων.

Εμφανίζονται, επίσης, και εξελίσσονται τεχνολογίες όπως η βιοτεχνολογία και η νανοτεχνολογία, ενώ υπάρχουν επίσης νέες γενιές συστατικών τροφίμων και ζωοτροφών. Η διαχείριση της αντίληψης του καταναλωτή για την επικινδυνότητα των νέων αυτών τεχνολογιών αποκτά ολοένα μεγαλύτερη σημασία, λόγω των πολυάριθμων εφαρμογών τους στον τομέα των τροφίμων. Τα σαφή και αντικειμενικά μηνύματα σχετικά με την ασφάλεια των εφαρμογών και σχετικά με την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων ΥΦΠ που ισχύουν αποτελούν σημαντικό στοιχείο των γενικών ελέγχων τόσο στις εισαγωγές όσο και σε άλλους τομείς.

Η βιοτρομοκρατία, λόγω της δυνατότητας χρήσης τροφιμογενών ιών και παθογόνων παραγόντων για την πρόκληση σοβαρών κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων και για την πρόκληση οικονομικών πληγμάτων, ενέτεινε την ανάγκη επαγρύπνησης όσον αφορά τους ελέγχους των εισαγωγών και τη βιοασφάλεια γενικότερα. Αυτό ισχύει επίσης για τους κινδύνους που προέρχονται από παράνομες και δόλιες εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της εσκεμμένης μόλυνσης τροφίμων.

Ευφυέστερες προσεγγίσεις

Σε μια περίοδο κατά την οποία οι χρηματοοικονομικοί και άλλοι πόροι σπανίζουν ολοένα και περισσότερο, είναι επιτακτική ανάγκη να χρησιμοποιηθούν οι ελεγκτικοί πόροι στους τομείς που θα ωφελήσουν περισσότερο τους ευρωπαίους πολίτες. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να θεσπιστεί ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα προαγάγει μια πιο εναρμονισμένη προσέγγιση για τους ελέγχους των εισαγωγών σε όλη την ΕΕ και θα δημιουργήσει ένα πιο διαφανές, επίκαιρο και αποτελεσματικό σύστημα ελέγχων στις εισαγωγές. Υπάρχουν επίσης νέες τεχνολογίες των πληροφοριών, όπως η ηλεκτρονική πιστοποίηση, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν πιο ολοκληρωμένα. Με την ανάπτυξη μιας προσέγγισης με βάση την επικινδυνότητα για τους φυσικούς ελέγχους στους ΣΣΕ και με τη βελτιστοποίηση του συντονισμού μεταξύ των φορέων επιβολής της νομοθεσίας, τα κράτη μέλη θα μπορούν να διαθέτουν τους πόρους τους σοφότερα. Έτσι, διευκολύνεται επίσης ο εντοπισμός και η αποτροπή της απάτης και των παράνομων εισαγωγών.

Ο συντονισμός μεταξύ ζωοϋγειονομικών ελέγχων και ελέγχων δημόσιας υγείας στα ενωσιακά σύνορα, που καλύπτεται διεξοδικά από την ενωσιακή νομοθεσία, δεν είναι πάντοτε εύκολο να εφαρμοστεί με συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Σε μια εποχή που καθίσταται επιτακτική η ανάγκη ευφυούς ρυθμιστικής πολιτικής, η κερματισμένη νομοθεσία μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά επίπεδα ερμηνείας και εφαρμογής της νομοθεσίας. Το γεγονός αυτό προκαλεί δυσκολίες στους εισαγωγείς, όταν υποβάλλουν προϊόντα για εισαγωγή, στις οικείες αρχές επιβολής της νομοθεσίας, όταν προσπαθούν να εφαρμόσουν μια εναρμονισμένη προσέγγιση, και στο εμπόριο γενικότερα. Τρίτες χώρες που συναντούν, ως εκ τούτου, δυσκολίες με την πρόσβασή τους στις αγορές της ΕΕ, εκφράζουν τις ανησυχίες τους, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ, ΖΩΟΤΡΟΦΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΦΥΤΩΝ

Δεδομένου του περίπλοκου αυτού και διαρκώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος, η ΕΕ πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμη να σχεδιάζει, να αναπτύσσει και να εφαρμόζει την κατάλληλη απόκριση στις απειλές κατά της ασφάλειας των τροφίμων.

Το σημερινό σύστημα, που οικοδομήθηκε στη βάση της επικινδυνότητας και, όσον αφορά τους ελέγχους, εφαρμόζει μια προσέγγιση βάσει αποδείξεων, έχει λειτουργήσει καλά έως σήμερα. Πρόκειται, ωστόσο, για σύστημα με διαφορετικές προσεγγίσεις για τους ελέγχους στα τρόφιμα, στις ζωοτροφές, στα ζώα και στα φυτά, που μπορεί να είναι πολύ περίπλοκο για εκείνους που εφαρμόζουν τους ελέγχους. Παρόλο που η γενική νομοθεσία για τα τρόφιμα και ο κανονισμός για τους επίσημους ελέγχους ζωοτροφών και τροφίμων πέτυχαν, ως ένα βαθμό, τη γενική συνοχή, αυτό συνέβη με την προσθήκη ενός ακόμη νομοθετήματος.

Συνεπώς, υπάρχει ανάγκη τελειοποίησης του ισχύοντος συστήματος ελέγχου, που μπορεί να επιτευχθεί εάν βελτιωθεί η εκτίμηση της επικινδυνότητας, της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών που υπάρχουν, χωρίς, ωστόσο, να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι βάσεις επί των οποίων οικοδομήθηκαν αυτοί οι μηχανισμοί. Αυτό αναμένεται να προσφέρει μεγαλύτερα περιθώρια συνοχής και ολοκλήρωσης μεταξύ των διαφορετικών μηχανισμών ελέγχου που λειτουργούν.

Νομοθετικές βελτιώσεις

Η γενική νομοθεσία για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές και ο κανονισμός για τους επίσημους ελέγχους ζωοτροφών και τροφίμων θα εξακολουθήσουν να αποτελούν το γενικό πλαίσιο για τον έλεγχο των τροφίμων και των άλλων προϊόντων που αφορούν την τροφική αλυσίδα, ενώ θα γίνουν κάποια νέα και καινοτομικά βήματα με σκοπό να εξεταστεί με ποιο τρόπο μπορεί το νέο σύστημα να εξελιχθεί προς την κατεύθυνση ενός αποτελεσματικότερου μηχανισμού για το χειρισμό των συντονισμένων ελέγχων των εισαγωγών στα ενωσιακά σύνορα. Ενώ οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές θα γίνουν με προγραμματισμένες τροποποιήσεις του κανονισμού για τους επίσημους ελέγχους ζωοτροφών και τροφίμων, εξετάζεται επίσης η εκπόνηση νέας ζωοϋγειονομικής και φυτοϋγειονομικής νομοθεσίας.

5.1.1 Οι αλλαγές στον κανονισμό για τους επίσημους ελέγχους ζωοτροφών και τροφίμων έχουν προγραμματιστεί στο πλαίσιο της ευρύτερης πρωτοβουλίας για την αναδιατύπωση και απλούστευση της ενωσιακής νομοθεσίας - στους τομείς της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών, της υγείας και καλής διαβίωσης των ζώων και, εν μέρει, της υγείας των φυτών – η οποία ξεκίνησε το 2004. Ο σκοπός είναι να επιτευχθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τους επίσημους ελέγχους σε όλους τους τομείς.

Το γενικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο ισχύει από τον Ιανουάριο του 2006 και θεσπίστηκε με τον κανονισμό αυτό, αποδείχτηκε ότι μπορεί να υποστηρίξει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη διεξαγωγή επίσημων ελέγχων σε όλη την αλυσίδα τροφίμων. Η ανασκόπηση των διατάξεών του θα ενοποιήσει την ολοκληρωμένη αυτή προσέγγιση, εξετάζοντας τους κανόνες που ισχύουν σήμερα για τη χρηματοδότηση των επίσημων ελέγχων, τους κανόνες που ισχύουν για τους ελέγχους των καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων[12] και τις διατάξεις που ισχύουν για τους κτηνιατρικούς ελέγχους στις εισαγωγές ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης[13]. Η ανασκόπηση θα εξετάσει επίσης τις αλλαγές που θα πρέπει να εισαχθούν, ώστε να αντικατοπτρίζονται οι προετοιμαζόμενες αλλαγές στη ζωοϋγειονομική και φυτοϋγειονομική νομοθεσία και, γενικότερα, θα επιχειρήσει να απλουστεύσει το ισχύον πλαίσιο συνεργασίας για την επιβολή της νομοθεσίας, μέσα στο οποίο επιτελούν τις αντίστοιχες ελεγκτικές τους δραστηριότητες η Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Θα προσπαθήσει επίσης να συμβαδίσει με τις διατάξεις του νέου εκσυγχρονισμένου τελωνειακού κώδικα της ΕΕ, που αναμένεται να τεθεί σε ισχύ το 2013.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο για το σκοπό αυτό θα απαιτηθεί η βελτίωση των σημερινών εργαλείων και πιθανώς η ανάπτυξη νέων, ώστε οι αποφάσεις διαχείρισης της επικινδυνότητας για τα εισαγόμενα προϊόντα να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους το προφίλ επικινδυνότητας ενός δεδομένου προϊόντος, τον συνδεόμενο με αυτό κίνδυνο (του οποίου η συνάφεια μπορεί να αξιολογηθεί μόνο με τη βοήθεια της EFSA) και την καταγωγή. Αυτό θα υποστηριχτεί από λειτουργίες άντλησης και χειρισμού δεδομένων και μια συνεπή και διαφανή διαδικασία για τον καθορισμό των όρων εισαγωγής και των συνοριακών ελέγχων.

5.1.2 Η νέα ζωοϋγειονομική νομοθεσία θα βασιστεί στη στρατηγική για την υγεία των ζώων 2007-2013, που παρέχει το πλαίσιο για τη λήψη μέτρων υγείας και καλής διαβίωσης των ζώων. Η στρατηγική αυτή, που βασίζεται στην αρχή «η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία», αποσκοπεί να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα μέτρα προφύλαξης, στην επιτήρηση, στους ελέγχους και στην έρευνα νοσημάτων, να μειώσει τη συχνότητα των ζωονόσων και να ελαχιστοποιήσει τον αντίκτυπο των επιδημιών. Η ισχύουσα νομοθεσία για την υγεία των ζώων καλύπτει πολλούς διαφορετικούς τομείς πολιτικής, όπως τον έλεγχο των ζωονόσων, τη διατροφή των ζώων και την καλή διαβίωση των ζώων (ευζωία). Περιέχει επίσης κανόνες για το ενδοενωσιακό εμπόριο και τις εισαγωγές ζώων και ζωικών προϊόντων. Αυτή η σειρά αλληλοσυνδεόμενων μέτρων πολιτικής θα αντικατασταθεί από ένα ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θα συγκλίνει με τα διεθνή πρότυπα. Επιπλέον, θα αναπτυχθεί ένα εναρμονισμένο ενωσιακό πλαίσιο για τον επιμερισμό της ευθύνης και του κόστους.

5.1.3 Ομοίως, το φυτοϋγειονομικό καθεστώς της ΕΕ θα επανεξεταστεί, ώστε να λάβει υπόψη του τη νέα πραγματικότητα για την προστασία της ΕΕ από την είσοδο και την εξάπλωση επιβλαβών οργανισμών, να συμβάλει στη βιώσιμη παραγωγή, να εξασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα του γεωργικού τομέα, να συμβάλει στην προστασία των δασών και των τοπίων και, τέλος, να συμβάλει στην ασφάλεια των τροφίμων. Έχουν συμβεί διάφορες εξελίξεις που δικαιολογούν μια συνολική αξιολόγηση του φυτοϋγειονομικού καθεστώτος, το οποίο αναπτύχθηκε αρχικά τη δεκαετία του 1970. Οι εξελίξεις αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη διεύρυνση της ΕΕ, την παγκοσμιοποίηση, την αλλαγή του κλίματος και τη σημαντική πρόοδο της επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης που βρισκόταν στη βάση του αρχικού φυτοϋγειονομικού καθεστώτος.

Μη νομοθετικές βελτιώσεις

Η αρμόδια για τις επιθεωρήσεις υπηρεσία της Επιτροπής, το Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων, θα εξακολουθήσει να εργάζεται στην πρώτη γραμμή, παρέχοντας στοιχεία σε σχέση με την επικινδυνότητα για την τεκμηρίωση των αποφάσεων που λαμβάνονται και παρακολουθώντας με συνέπεια τους καταλόγους χωρών και εγκαταστάσεων.

Το TRACES θα εξακολουθήσει να αναβαθμίζεται, ώστε να προσαρμόζεται στην εκάστοτε νέα πραγματικότητα και στις εξελίξεις της τεχνολογίας και να προσφέρει βελτιωμένη ανάλυση επικινδυνότητας. Το TRACES θα διευρυνθεί, για να συμπεριλάβει νέους χρήστες, συμπεριλαμβανομένων τρίτων χωρών και επιχειρήσεων. Θα εισαχθεί επίσης η ηλεκτρονική πιστοποίηση με σκοπό την τελειοποίηση του συστήματος και την καταπολέμηση της απάτης.

Το RASFF και το EUROPHYT θα προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες που δίνουν σε πραγματικό χρόνο θα παραμείνουν ένα χρήσιμο εργαλείο για να καθορίζεται η επικινδυνότητα και να δίνεται το σήμα για την ανάληψη δράσης, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Η σύλληψη στην οποία στηρίζονται αυτά τα συστήματα δεδομένων έχει τις δυνατότητες να αποτελέσει την απαρχή ενός ευρύτερου μηχανισμού, σχεδιασμένου για να εξασφαλίζει την ιχνηλασιμότητα των συνοριακών ελέγχων σε όλες τις εισαγωγές τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών.

Η ΕΕ θα συνεχίσει επίσης το διάλογό της με τρίτες χώρες, τόσο σε διμερές όσο και σε πολυμερές επίπεδο, ώστε να εξασφαλίσει ότι οι ανησυχίες που εκφράζονται σε σχέση με την ΥΦΠ αντιμετωπίζονται ανοιχτά και με διαφάνεια.

Άριστη χρήση των πόρων

Σε περιόδους περιστολής πόρων θα πρέπει να καταβάλλονται προσπάθειες για να εξασφαλίζεται η άριστη διάθεση των ανθρώπινων και χρηματοοικονομικών πόρων που απαιτούνται για τους ελέγχους. Ο καλύτερος συντονισμός των ελεγκτικών πόρων, που θα πρέπει να διατίθενται αναλογικά και στοχοθετημένα, αναμένεται να καταστήσει δυνατή μια πιο αυστηρή προσέγγιση των ελέγχων των εισαγωγών, η οποία να δίνει τη δυνατότητα στις αρχές επιβολής της νομοθεσίας να επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους εκεί όπου ο κίνδυνος είναι υψηλότερος. Οι υπερβολικοί έλεγχοι σε προϊόντα χαμηλής επικινδυνότητας, τη στιγμή που άλλα προϊόντα υψηλής επικινδυνότητας αφήνονται να εισέλθουν στην εσωτερική αγορά χωρίς να ελεγχθούν, είναι μια κατάσταση που αγωνίζεται να αποφύγει η ΕΕ.

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων πρέπει να επωφεληθούν από την απλούστευση και την ενοποίηση των διατάξεων που αφορούν τους επίσημους ελέγχους. Το γεγονός αυτό θα επιτρέψει την αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων των υπευθύνων επιχειρήσεων και των ελεγκτικών αρχών στα κράτη μέλη και θα αυξήσει την προστιθέμενη αξία που μπορεί να προσφέρει ένα πανενωσιακό σύστημα ελέγχου. Τα οφέλη θα τα νιώσουν επίσης οι καταναλωτές, χάρη στους αποτελεσματικότερους, βάσει επικινδυνότητας και ολοκληρωμένους επίσημους ελέγχους, που θα κατοχυρώνουν την ασφάλεια σε ολόκληρη την τροφική αλυσίδα. Οι σχέσεις με τους εμπορικούς εταίρους θα ωφεληθούν επίσης και, συνεπώς, το ίδιο θα συμβεί και με το εμπόριο.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ενώ οι εισαγωγές τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών αποσκοπούν να ικανοποιήσουν τη ζήτηση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και καταναλωτών, η αύξηση που παρατηρείται στο παγκόσμιο εμπόριο συνολικά αυξάνει την επικινδυνότητα που συνδέεται με αυτές τις εισαγωγές. Η ΕΕ έχει να ασκήσει ένα σημαντικό ρόλο για την αντιμετώπιση αυτής της επικινδυνότητας.

Αυτό γίνεται ως εξής: εκτιμά τους κινδύνους που συνδέονται με την εισαγωγή ενός ορισμένου εμπορεύματος και καθορίζει τους όρους εισαγωγής και τους ελέγχους που θα πρέπει να διενεργηθούν, έτσι ώστε η ΕΕ να μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι εισαγωγές τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών γίνονται με ασφάλεια. Η βασική αρχή είναι ότι, ανά πάσα στιγμή, τα τρόφιμα που κυκλοφορούν στις αγορές της ΕΕ πρέπει να είναι ασφαλή, είτε έχουν παραχθεί μέσα στην ΕΕ είτε έχουν εισαχθεί από τρίτες χώρες.

Το πλήρες σύνολο εναρμονισμένης νομοθεσίας που εφαρμόζεται στην ΕΕ για προϊόντα υψηλού κινδύνου, το οποίο στηρίζεται σε μια εναρμονισμένη προσέγγιση, βάσει επικινδυνότητας, για τους ελέγχους των εισαγωγών, έχει, από αυτή την άποψη, κομβική σημασία. Προλαμβάνει την εκδήλωση σοβαρών προβλημάτων ασφάλειας, δίνει τη δυνατότητα στην ΕΕ να αντιμετωπίζει τους αναδυόμενους κινδύνους ή τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προλαμβάνει σοβαρές στρεβλώσεις του εμπορίου.

Η έκθεση καταδεικνύει ότι ενώ η νομοθεσία αυτή διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους δυνητικούς και πραγματικούς κινδύνους, μερικές φορές είναι μάλλον περίπλοκη και της λείπει η γενικότερη συνοχή. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι επαχθής και δυσεφάρμοστη για τα κράτη μέλη και τους υπευθύνους επιχειρήσεων εξίσου. Η έκθεση καταλήγει επίσης ότι τα διαθέσιμα εργαλεία που υποστηρίζουν αυτή τη νομοθεσία μπορούν να χρησιμοποιηθούν με μεγαλύτερη συνέπεια σε όλο το φάσμα προϊόντων της τροφικής αλυσίδας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλα τα εισαγόμενα προϊόντα υπόκεινται σε όρους και ελέγχους ευθέως ανάλογους με την επικινδυνότητα που παρουσιάζουν.

Γι’ αυτό, παρόλο που η Επιτροπή παραμένει πεπεισμένη ότι δεν χρειάζεται γενική αναμόρφωση της ισχύουσας νομοθεσίας, θα καταβάλει έντονες προσπάθειες –επανεξετάζοντας και ενοποιώντας τις διάφορες ισχύουσες πράξεις – να επιφέρει μεγαλύτερη συνοχή στους ελέγχους των εισαγωγών, ιδίως για το καλό εκείνων που τους εφαρμόζουν. Μια πιο ολιστική προσέγγιση θα εξυπηρετήσει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του καθεστώτος ελέγχου των εισαγωγών στην ΕΕ, εξασφαλίζοντας άριστη διάθεση των πόρων και διευκολύνοντας την προαγωγή και προάσπιση του ρυθμιστικού μοντέλου της ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύεται να κατοχυρώσει την ασφάλεια όλων των εισαγόμενων τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων και φυτών. Είναι επίσης πεπεισμένη ότι μπορεί να συνεχίσει και να βελτιώσει τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που εφαρμόζονται στις εισαγωγές, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη.

[1] Συμπεράσματα του Συμβουλίου για την ασφάλεια των εισαγόμενων αγροτικών και γεωργικών προϊόντων διατροφής και συμμόρφωση προς τους κοινοτικούς κανόνες, 2917η σύνοδος του Συμβουλίου Γεωργίας και Αλιείας, 18 και 19 Δεκεμβρίου 2008 - 17169/08 ADD 1.

[2] ΓΔ «Γεωργία και αγροτική ανάπτυξη», Monitoring Agri-trade Policy, αριθ. 01-10, Ιούνιος 2010.

[3] Γενική Διεύθυνση «Επιχειρήσεις και Βιομηχανία» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

[4] COM(2010) 612, Εμπόριο, ανάπτυξη και παγκόσμιες υποθέσεις,http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2010/november/tradoc_146955.pdf.

[5] Ό.π.

[6] Ό.π. Η αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου γεωργικών προϊόντων κατέγραψε ποσοστά 21%-25% το 2007 και το 2008.

[7] Ισοδυναμία σημαίνει ότι το σύστημα ελέγχου που εφαρμόζεται από την εκάστοτε τρίτη χώρα έχει γίνει αποδεκτό από την ΕΕ ως ισοδύναμο με το δικό της.

[8] Σήμερα καταγράφονται κάθε μήνα στο TRACES περίπου 5.000 KKEE για ζώντα ζώα και 40.000 KKEE για προϊόντα ζωικής προέλευσης. Δεκατέσσερις τρίτες χώρες χρησιμοποιούν το TRACES για την έκδοση συνοδευτικών πιστοποιητικών για ζώα ή προϊόντα προς εισαγωγή στην ΕΕ.

[9] Τα κράτη μέλη της ΕΕ, η Επιτροπή, η EFSA, η Νορβηγία, το Λιχτενστάιν και η Ισλανδία συμμετέχουν στο RASFF.

[10] Το EUROPHYT παρέχει άμεση διαδικτυακή πρόσβαση για την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και την Ελβετία.

[11] Αυτό περιλαμβάνει τα μέτρα που λαμβάνονται από την ΕΕ για τον έλεγχο ορισμένων ζωικών νοσημάτων σε υποψήφιες και δυνάμει υποψήφιες χώρες στα σύνορα της ΕΕ για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος εξάπλωσης νοσημάτων εντός της ΕΕ. Ως παράδειγμα αναφέρεται ο εμβολιασμός κατά της κλασικής πανώλης των χοίρων που διεξάγεται σήμερα στα Δυτικά Βαλκάνια.

[12] Σήμερα διέπονται από τις διατάξεις της οδηγίας 96/23/ΕΚ.

[13] Σήμερα διατυπώνονται, αντιστοίχως, στις οδηγίες 91/496/EΟΚ και 97/78/EΚ του Συμβουλίου.