52010DC0415

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Ετήσια έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας του EURODAC κατά το 2009 /* COM/2010/0415 τελικό */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 2.8.2010

COM(2010)415 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Ετήσια έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας του EURODAC κατά το 2009

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Ετήσια έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας του EURODAC κατά το 2009

Εισαγωγή

Πεδίο εφαρμογής

Ο κανονισμός EΚ/2725/2000 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του «EURODAC» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου (στη συνέχεια αναφερόμενος ως «κανονισμός EURODAC»)[1], ορίζει ότι η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας[2]. Η παρούσα έβδομη ετήσια έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες για τη διαχείριση και την αποδοτικότητα του συστήματος κατά το 2009. Αξιολογεί το αποτέλεσμα και τη σχέση κόστους/ αποτελεσματικότητας του EURODAC, καθώς και την ποιότητα της υπηρεσίας της κεντρικής μονάδας του.

Εξελίξεις στο νομικό τομέα και στον τομέα των πολιτικών

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε την τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (EΚ) αριθ. […/…] [για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από άπατριν][3].

Σκοπός της πρότασης αυτής ήταν να ληφθούν υπόψη το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόταση τροποποίησης του κανονισμού EURODAC της 3ης Δεκεμβρίου 2008[4]. Συγχρόνως, προέβλεπε επίσης τη δυνατότητα πρόσβασης των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών και της Ευρωπόλ στην κεντρική βάση δεδομένων EURODAC με σκοπό την πρόληψη, την εξακρίβωση και τη διερεύνηση τρομοκρατικών πράξεων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων[5].

Η κεντρική μονάδα EURODAC[6]

Διαχείριση του συστήματος

Λόγω του αυξανόμενου όγκου των προς διαχείριση δεδομένων (ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών πρέπει να αποθηκεύονται για διάστημα 10 ετών), του παρωχημένου από φυσική άποψη χαρακτήρα της τεχνικής πλατφόρμας (που παραδόθηκε το 2001) και του απρόβλεπτου χαρακτήρα της εξέλιξης του όγκου των συναλλαγών EURODAC μετά την προσχώρηση νέων κρατών μελών, το σύστημα EURODAC αναβαθμίζεται.

Ποιότητα των υπηρεσιών και σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας

Η Επιτροπή κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να προσφέρει μια υπηρεσία υψηλής ποιότητας στα κράτη μέλη[7], τα οποία είναι οι τελικοί χρήστες της κεντρικής μονάδας του EURODAC[8]. Κατά το 2009, η κεντρική μονάδα του EURODAC ήταν διαθέσιμη κατά το 99,42% του χρόνου.

Κατά το 2009, οι δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας της κεντρικής μονάδας ανήλθαν σε 1.221.183,83 ευρώ. Η αύξηση των δαπανών έναντι των προηγούμενων ετών (820.791,05 το 2007, 605.720,67 το 2008) οφείλεται στην καταβολή της πρώτης δόσης για τη διενεργούμενη αναβάθμιση του συστήματος EURODAC σε συνδυασμό με την αύξηση των δαπανών συντήρησης του συστήματος.

Συγχρόνως, εξοικονομήθηκαν ορισμένοι πόροι χάρη στην αποτελεσματική χρησιμοποίηση των υφιστάμενων πόρων και υποδομών που διαχειρίζεται η Επιτροπή, όπως το δίκτυο S-TESTA.

Η Επιτροπή εξασφάλισε επίσης (μέσω του προγράμματος IDABC[9]) τις υπηρεσίες επικοινωνίας και ασφάλειας για τις ανταλλαγές δεδομένων μεταξύ της κεντρικής μονάδας και των εθνικών μονάδων. Οι δαπάνες αυτές, οι οποίες θα έπρεπε αρχικά να βαρύνουν κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού, καλύφθηκαν τελικά από την Επιτροπή, η οποία χρησιμοποίησε τις κοινές διαθέσιμες υποδομές, γεγονός που επέτρεψε στους εθνικούς προϋπολογισμούς να πραγματοποιήσουν οικονομίες.

Προστασία και ασφάλεια των δεδομένων

Το άρθρο 18 παράγραφος 2 του κανονισμού EURODAC θεσπίζει μια κατηγορία συναλλαγών που προβλέπει τη δυνατότητα πραγματοποίησης των καλούμενων «ειδικών ερευνών» μετά από αίτηση του προσώπου τα δεδομένα του οποίου είναι αποθηκευμένα στην κεντρική βάση δεδομένων, ώστε να διαφυλάσσονται τα δικαιώματα που έχει ως ενδιαφερόμενος(-η) να έχει πρόσβαση στα δικά του/της δεδομένα.

Όπως επισημάνθηκε σε προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις, κατά τα πρώτα έτη της λειτουργίας του EURODAC, ο μεγάλος αριθμός «ειδικών ερευνών» προκάλεσε ανησυχίες για πιθανή κατάχρηση του συστήματος από τις εθνικές διοικήσεις.

Μετά από ραγδαία μείωση αυτών των ερευνών το 2008 (από 195 το 2007 σε 56), το 2009 σημειώθηκε περαιτέρω μείωση: πραγματοποιήθηκαν μόλις 42 τέτοιες έρευνες[10], αριθμός ο οποίος καθαυτός δεν προκαλεί πλέον ανησυχίες.

Ωστόσο, για να ελεγχθεί καλύτερα αυτό το φαινόμενο, η Επιτροπή συμπεριέλαβε στην πρότασή της για την τροποποίηση του κανονισμού EURODAC την υποχρέωση των κρατών μελών να διαβιβάζουν αντίγραφο της αίτησης πρόσβασης του ενδιαφερομένου στην αρμόδια εθνική αρχή ελέγχου.

Στοιχεία και διαπιστώσεις

Το παράρτημα της παρούσας ετήσιας έκθεσης περιλαμβάνει πίνακες με πραγματικά δεδομένα που παρασχέθηκαν από την κεντρική μονάδα για την περίοδο 1/1/2009 – 31/12/2009. Οι στατιστικές της EURODAC βασίζονται στα αρχεία δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων των προσώπων ηλικίας άνω των 14 ετών, τα οποία έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου στα κράτη μέλη, έχουν συλληφθεί κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων ενός κράτους μέλους ή βρίσκονται παράνομα στην επικράτεια κράτους μέλους (εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν απαραίτητο να επαληθεύσουν την ύπαρξη προηγούμενης αίτησης ασύλου).

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα δεδομένα του EURODAC σχετικά με τις αιτήσεις ασύλου δεν είναι συγκρίσιμα με αυτά της Eurostat, τα οποία βασίζονται σε ετήσια στατιστικά δεδομένα που παρέχονται από τα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Εσωτερικών. Οι διαφορές αυτές οφείλονται σε διάφορους λόγους σχετικούς με τη μεθοδολογία. Πρώτον, τα δεδομένα της Eurostat περιλαμβάνουν όλους τους αιτούντες άσυλο, ανεξαρτήτως ηλικίας. Δεύτερον, η Eurostat συλλέγει τα δεδομένα αυτά κάνοντας διάκριση μεταξύ αιτούντων άσυλο κατά τη διάρκεια του μηνός αναφοράς (που ενδέχεται να περιλαμβάνουν και επαναλαμβανόμενες αιτήσεις) και αιτούντων άσυλο για πρώτη φορά.

Επιτυχείς συναλλαγές

«Επιτυχείς συναλλαγές» είναι αυτές που έχουν διεκπεραιωθεί ορθά από την κεντρική μονάδα, χωρίς να απορριφθούν για λόγους σχετικούς με ζητήματα εγκυρότητας των δεδομένων, σφαλμάτων ή ανεπαρκούς ποιότητας των δακτυλικών αποτυπωμάτων[11].

Κατά το 2009, η κεντρική μονάδα έλαβε συνολικά 353.561 επιτυχείς συναλλαγές, γεγονός που αντιπροσωπεύει συνολική αύξηση κατά 1% σε σύγκριση με το 2007 (357.421). Όσον αφορά τον αριθμό των συναλλαγών που αφορούν δεδομένα σχετικά με αιτούντες άσυλο (« κατηγορία 1 »[12]), η αυξητική τάση που παρατηρήθηκε κατά τα δύο προηγούμενα έτη συνεχίστηκε και το 2009: σύμφωνα με τις στατιστικές EURODAC, σημειώθηκε αύξηση κατά 8% (236.936) έναντι του 2008 (219.557).

Κατά το 2009, μεταβλήθηκε εντυπωσιακά ο αριθμός των συλληφθέντων για παράνομη διέλευση εξωτερικού συνόρου (« κατηγορία 2 »[13]).

Μετά από αύξηση κατά 62,3% μεταξύ του 2007 και του 2008 (σε 61.945), το 2009 ο αριθμός των συναλλαγών μειώθηκε κατά 50% (σε 31.071).

Η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία παραμένουν οι χώρες οι οποίες εισάγουν τη συντριπτική πλειονότητα αυτών των δεδομένων. Ωστόσο, η Ελλάδα είναι πλέον η χώρα με τις περισσότερες συναλλαγές έχοντας αποστείλει το 60% όλων των δεδομένων της «κατηγορίας 2» το 2009 (18.714 έναντι 20.012 το 2008). Αφετέρου δε, παρατηρείται σημαντική μείωση του αριθμού των συναλλαγών της Ιταλίας και της Ισπανίας: 7.300 έναντι 32.052 για την Ιταλία και 1.994 έναντι 7.068 για την Ισπανία.

Κατά το 2009, 6 κράτη μέλη (η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Ισλανδία, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Πορτογαλία) δεν απέστειλαν συναλλαγές της «κατηγορίας 2». Η απόκλιση μεταξύ του αριθμού των δεδομένων της κατηγορίας 2 που απεστάλησαν στο σύστημα EURODAC και σε άλλες πηγές στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον όγκο των παράνομων διελεύσεων συνόρων στα κράτη μέλη, όπως τονίστηκαν στις στατιστικές EURODAC, οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στον ασαφή ορισμό που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού EURODAC[14]. Το ζήτημα αυτό θα διευκρινιστεί στο πλαίσιο της διεξαγόμενης επί του παρόντος αναθεώρησης του κανονισμού EURODAC.

Οι αυξητικές τάσεις όσον αφορά τη δυνατότητα αποστολής[15] συναλλαγών της « κατηγορίας 3 »[16] (δεδομένα σχετικά με συλληφθέντες για παράνομη διαμονή στην επικράτεια ενός κράτους μέλους) εξακολούθησαν να παρουσιάζονται και το 2009. Μετά από την παρατηρηθείσα αύξηση κατά 17,6% το 2008 (σε 75.919), ο αριθμός των συναλλαγών αυξήθηκε το 2009 κατά 12,7% (σε 85.554). Η Ιρλανδία και η Μάλτα δεν απέστειλαν συναλλαγές της «κατηγορίας 3».

Παρόλο που οι έρευνες της «κατηγορίας 3» δεν είναι υποχρεωτικές δυνάμει του κανονισμού EURODAC, η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας πριν κινήσουν διαδικασίες επιστροφής σύμφωνα με την οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στον κανονισμό EURODAC[17], μια τέτοια έρευνα θα μπορούσε να καταδείξει εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας υπέβαλε αίτηση ασύλου σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο θα πρέπει να επιστραφεί κατ' εφαρμογή του κανονισμού του Δουβλίνου.

«Συμπτώσεις (hits)»

Πολλαπλές αιτήσεις ασύλου (συμπτώσεις «κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 1»)

Επί συνόλου 236.936 αιτήσεων ασύλου που καταχωρήθηκαν στο σύστημα EURODAC κατά το 2009, το 23,3% αντιστοιχούσε σε «πολλαπλές αιτήσεις ασύλου» (δηλαδή σε δεύτερες ή παραπάνω αιτήσεις), γεγονός που σημαίνει ότι σε 55.226 περιπτώσεις τα δακτυλικά αποτυπώματα του ίδιου προσώπου είχαν ήδη καταχωρηθεί ως συναλλαγές της «κατηγορίας 1» στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος, αριθμός που αντιστοιχεί σε αύξηση 5,8% έναντι του προηγούμενου έτους. Αυτό δεν σημαίνει εντούτοις ότι σε όλες τις περιπτώσεις το συγκεκριμένο πρόσωπο υπέβαλε νέα αίτηση ασύλου. Πράγματι, η πρακτική ορισμένων κρατών μελών να καταχωρούν τα δακτυλικά αποτυπώματα όταν αναλαμβάνουν την ευθύνη σύμφωνα με τον κανονισμό του Δουβλίνου προκαλεί νόθευση των στατιστικών σχετικά με τις πολλαπλές αιτήσεις: η λήψη και η εκ νέου διαβίβαση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του αιτούντος κατά την άφιξη μετά τη μεταγωγή, δυνάμει του κανονισμού του Δουβλίνου, καταδεικνύει εσφαλμένα ότι ο αιτών υπέβαλε νέα αίτηση ασύλου. Η Επιτροπή προτίθεται να επιλύσει το συγκεκριμένο πρόβλημα και, στην πρότασή της για την τροποποίηση του κανονισμού EURODAC, συμπεριέλαβε την απαγόρευση καταχώρησης των μεταγωγών ως νέων αιτήσεων ασύλου.

Ο πίνακας 3 του παραρτήματος παρουσιάζει, για κάθε κράτος μέλος, τον αριθμό των αιτήσεων ασύλου που αντιστοιχούν στις αιτήσεις ασύλου που έχουν ήδη καταχωρηθεί σε ένα άλλο («αλλοδαπές συμπτώσεις») ή στο ίδιο κράτος μέλος («τοπικές συμπτώσεις»)[18].

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το 38,8% του συνόλου των πολλαπλών αιτήσεων ήταν «τοπικές συγκεντρώσεις». Μάλιστα, στο Βέλγιο, την Κύπρο, την Τσεχική Δημοκρατία και την Πολωνία, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 50%. Οι τοπικές συμπτώσεις στην πραγματικότητα αντανακλούν την έννοια των «μεταγενέστερων αιτήσεων» που αναφέρεται στο άρθρο 32 της οδηγίας 2005/85/EΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα δεδομένου ότι με τις τοπικές συμπτώσεις σηματοδοτούνται οι περιπτώσεις κατά τις όποιες ένα πρόσωπο που υπέβαλε αίτηση ασύλου σε ένα κράτος μέλος υποβάλλει νέα αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος.

Οι αλλοδαπές συμπτώσεις παρέχουν ενδείξεις των δευτερευουσών κινήσεων των αιτούντων άσυλο στην ΕΕ. Εκτός από τις «λογικές» διαδρομές μεταξύ γειτονικών κρατών μελών, παρατηρείται ότι μεγάλος αριθμός (2.012) αιτούντων άσυλο στη Γαλλία και το Βέλγιο (959) έχει ήδη υποβάλει αίτηση στην Πολωνία, και ότι ο μεγαλύτερος αριθμός αλλοδαπών συμπτώσεων στην Ελλάδα (300) και στην Ιταλία (208) αντιστοιχεί σε αιτήσεις ασύλου που είχαν προγενέστερα καταχωρηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, οι ροές είναι συμμετρικές δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των συμπτώσεων στις συναλλαγές της «κατηγορίας 1» που εισήχθησαν από το Ηνωμένο Βασίλειο προέκυψε βάσει δεδομένων που υποβλήθηκαν από την Ιταλία (726).

Συμπτώσεις «κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 2»

Αυτές οι συμπτώσεις παρέχουν ένδειξη των διαδρομών τις οποίες ακολούθησαν τα πρόσωπα που εισέρχονται παράνομα στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν να υποβάλουν αίτηση ασύλου. Όπως και κατά το προηγούμενο έτος, το μεγαλύτερο μέρος των συμπτώσεων προέκυψε από δεδομένα που απεστάλησαν από την Ελλάδα και την Ιταλία και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, από την Ισπανία και την Ουγγαρία. Εξετάζοντας σφαιρικά την κατάσταση σε όλα τα κράτη μέλη, το 65,2% των προσώπων που συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διέλευση ενός συνόρου και εν συνεχεία αποφασίζουν να υποβάλουν αίτηση ασύλου, υποβάλλουν την αίτηση σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο εισήλθαν παράνομα. Στο πλαίσιο αυτό, υποβλήθηκαν 20.363 αιτήσεις, αριθμός μεγαλύτερος έναντι του προηγούμενου έτους, κατά το οποίο το 35,6% αποτελούσε «αλλοδαπή σύμπτωση», δηλαδή 10.571 αιτήσεις υποβλήθηκαν σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο οι αιτούντες εισήλθαν παράνομα.

Η πλειονότητα των προσώπων που εισήλθαν παράνομα στην ΕΕ από την Ελλάδα για να μεταβούν στη συνέχεια σε άλλη χώρα (12.192) κατευθύνθηκε κυρίως στη Νορβηγία (2.223), στο Ηνωμένο Βασίλειο (1.805) ή στη Γερμανία (1.516). Τα πρόσωπα που εισήλθαν μέσω Ιταλίας για να μεταβούν σε άλλη χώρα (6.398) κατευθύνθηκαν κυρίως στην Ελβετία (1.422), στις Κάτω Χώρες (1.075), στη Νορβηγία (1.041) ή στη Σουηδία (911). Τα πρόσωπα που εισήλθαν μέσω Ισπανίας για να μεταβούν στη συνέχεια σε άλλη χώρα (544) κατευθύνθηκαν τις περισσότερες φορές στη Γαλλία (254) ή στην Ελβετία (118), ενώ τα πρόσωπα που εισήλθαν μέσω Ουγγαρίας (604) κατευθύνθηκαν κυρίως στην Αυστρία (150), στην Ελβετία (80) ή στη Γερμανία (65).

Συμπτώσεις «κατηγορία 3 έναντι κατηγορίας 1»

Αυτές οι συμπτώσεις παρέχουν ενδείξεις ως προς τις χώρες στις οποίες οι λαθρομετανάστες υπέβαλαν την πρώτη αίτησή τους για τη χορήγηση ασύλου πριν να μεταβούν σε ένα άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι η διαβίβαση των συναλλαγών της «κατηγορίας 3» δεν είναι υποχρεωτική και ότι δεν κάνουν συστηματικά χρήση αυτής της δυνατότητας ελέγχου όλα τα κράτη μέλη.

Από τα διαθέσιμα δεδομένα προκύπτει ότι, όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, οι συλληφθέντες κατά την παράνομη διαμονή τους στη Γερμανία είχαν συχνά ήδη ζητήσει άσυλο στη Σουηδία ή την Αυστρία και ότι οι συλληφθέντες κατά την παράνομη διαμονή τους στη Γαλλία είχαν συχνά ήδη ζητήσει άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιταλία. Σημαντικός αριθμός προσώπων, αφού υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ιταλία, διαμένει παράνομα στη Νορβηγία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τις Kάτω Χώρες. Παρόμοιες ροές φαίνεται ότι κινούνται από την Ελλάδα, την Ισπανία και τη Μάλτα προς τη Νορβηγία, Γερμανία και τις Kάτω Χώρες. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά μέσον όρο το 25% περίπου των προσώπων που συλλαμβάνονται ενώ βρίσκονται παράνομα στην επικράτεια της ΕΕ έχει ήδη ζητήσει άσυλο σε κάποιο κράτος μέλος.

Καθυστερήσεις στη διαβίβαση

Ο κανονισμός EURODAC επί του παρόντος προβλέπει απλώς μια αόριστη προθεσμία για τη διαβίβαση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, γεγονός που στην πράξη είναι δυνατό να προκαλεί σοβαρές καθυστερήσεις. Πρόκειται για ζήτημα καίριας σημασίας δεδομένου ότι η καθυστερημένη διαβίβαση ενδέχεται να έχει αποτελέσματα αντίθετα προς τις αρχές περί προσδιορισμού της ευθύνης οι οποίες διατυπώνονται στον κανονισμό του Δουβλίνου. Το ζήτημα των σημαντικών καθυστερήσεων μεταξύ της λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και της αποστολής τους στη κεντρική μονάδα EURODAC επισημάνθηκε στις προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις και χαρακτηρίστηκε ως πρόβλημα εφαρμογής στην έκθεση αξιολόγησης.

Το 2009, συνεχίστηκε η τάση αύξησης που παρατηρήθηκε το προηγούμενο έτος ενώ αυξήθηκαν παράλληλα περαιτέρω οι συνολικές καθυστερήσεις στις διαβιβάσεις, δηλαδή στον χρόνο που μεσολαβεί από τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων έως την αποστολή τους στην κεντρική μονάδα EURODAC. Η μεγαλύτερη καθυστέρηση που σημειώθηκε ανήλθε σε 36,35 ημέρες για τη διαβίβαση δεδομένων «κατηγορίας 2» από την Ελλάδα[19]. Άλλα κράτη μέλη που παρουσιάζουν πολύ σημαντικές καθυστερήσεις είναι η Ρουμανία, η Ισλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία, η Σλοβακία και η Δανία. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι η καθυστερημένη διαβίβαση μπορεί να προκαλέσει εσφαλμένο καθορισμό ενός κράτους μέλους στο πλαίσιο δύο διαφορετικών σεναρίων που περιγράφονται συνοπτικά σε προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις: «εσφαλμένες συμπτώσεις»[20] και «ματαιωμένες συμπτώσεις»[21].

Ο αριθμός των εσφαλμένων και ματαιωμένων συμπτώσεων αποδεικνύει σαφώς τη μειωμένη απόδοση όσον αφορά τη διαβίβαση δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Κατά το 2009, η κεντρική μονάδα εντόπισε 1060 «ματαιωμένες συμπτώσεις», αριθμό κατά 2,3 φορές μεγαλύτερο σε σχέση με τα στοιχεία του 2008 (450). Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το 2007 ανέφεραν μόλις 60 «ματαιωμένες συμπτώσεις». Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το 2009 το 99% των συμπτώσεων αυτών οφειλόταν στις καθυστερήσεις διαβίβασης από την Ελλάδα. Οι «εσφαλμένες συμπτώσεις» ήταν 290 (έναντι 324 το 2008). Το 82,8% από αυτές οφειλόταν σε καθυστερήσεις διαβίβασης από τη Δανία. Bάσει των ανωτέρω αποτελεσμάτων, η Επιτροπή καλεί εκ νέου τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διαβιβάζουν τα δεδομένα τους σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 8 του κανονισμού EURODAC.

Ποιότητα των συναλλαγών

Για το σύνολο των κρατών μελών, το μέσο ποσοστό των συναλλαγών που απορρίφθηκαν κατά το 2009 ανήλθε σε 7,87%, ποσοστό ελαφρώς ανώτερο από εκείνο των προηγουμένων ετών (2008: 6,4%, 2007: 6,13%). Σε 9 κράτη μέλη τα ποσοστά απόρριψης υπερέβησαν το 10%: πρόκειται για τις Κάτω Χώρες (19,28%), τη Μάλτα, την Εσθονία, το Λουξεμβούργο, τη Φιλανδία, τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Σε 11 κράτη μέλη το ποσοστό απόρριψης ήταν πάνω από τον μέσο όρο. Πρέπει να τονιστεί ότι το ποσοστό απόρριψης δεν εξαρτάται από αδυναμίες τεχνολογικής ή συστημικής φύσης. Η απόρριψη οφείλεται συνήθως στη χαμηλή ποιότητα λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη, σε ανθρώπινο σφάλμα ή σε εσφαλμένη διάρθρωση του εξοπλισμού του κράτους μέλους αποστολής. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν επανειλημμένες απόπειρες αποστολής των ίδιων δακτυλικών αποτυπωμάτων μετά την απόρριψή τους από το σύστημα για λόγους ποιότητας. Η Επιτροπή αναγνωρίζει μεν το γεγονός ότι κάποιες καθυστερήσεις ενδέχεται να προκληθούν από την προσωρινή αδυναμία λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων (κατεστραμμένα ακροδάκτυλα ή άλλα προβλήματα υγείας που εμποδίζουν την ταχεία λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων), επαναλαμβάνει ωστόσο το πρόβλημα των γενικά υψηλών ποσοστών απόρριψης, το οποίο έχει ήδη υπογραμμιστεί σε προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις και καλεί τα κράτη μέλη να παράσχουν ειδική κατάρτιση στους εθνικούς φορείς EURODAC, καθώς και να διαμορφώσουν ορθά τον εξοπλισμό τους προκειμένου να μειωθεί το εν λόγω ποσοστό απορρίψεων.

Συμπεράσματα

Κατά το 2009, η κεντρική μονάδα EURODAC συνέχισε να παρουσιάζει πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα από άποψης ταχύτητας, αποτελεσμάτων, ασφάλειας και κόστους-αποδοτικότητας.

Αυξήθηκε επίσης ο αριθμός των συναλλαγών της «κατηγορίας 1» που εισήχθησαν στο EURODAC. Ο αριθμός των συναλλαγών της «κατηγορίας 2» μειώθηκε κατά 50%, ενώ ο αριθμός των συναλλαγών της «κατηγορίας 3» αυξήθηκε κατά 12,7%.

Η πρόσφατη έξαρση των υπερβολικών καθυστερήσεων στη διαβίβαση δεδομένων στην κεντρική μονάδα EURODAC εξακολουθεί να προβληματίζει.

Πίνακας 1: Κεντρική μονάδα EURODAC, κατάσταση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων στις 31/12/2009

[pic]

Πίνακας 2: Επιτυχείς συναλλαγές με την κεντρική μονάδα EURODAC κατά το 2009

[pic]

Πίνακας 3: Κατανομή των συμπτώσεων – κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 1, κατά το 2009

[pic]

Πίνακας 4: Κατανομή των συμπτώσεων – κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 2, κατά το 2009

[pic]

Πίνακας 5: Κατανομή των συμπτώσεων – κατηγορία 3 έναντι κατηγορίας 1, κατά το 2009

[pic]

Πίνακας 6: Απορριφθείσες συναλλαγές, ποσοστό κατά το 2009

[pic]

Πίνακας 7: Μέση προθεσμία μεταξύ της λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και της αποστολής τους στην κεντρική μονάδα EURODAC, κατά το 2009

[pic]

Πίνακας 8: Εσφαλμένες συμπτώσεις – κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 1 , κατά το 2009

[pic]

Πίνακας 9: Κατανομή των ματαιωμένων συμπτώσεων ΚAT1/ΚAT2 λόγω καθυστερημένης αποστολής της ΚAT2, κατά το 2009

[pic]

Πίνακας 10: Κατανομή των συμπτώσεων σε σχέση με τις περιπτώσεις κλειδώματος δεδομένων (άρθρο 12 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2725/2000), κατά το 2009

[pic]

Πίνακας 11: Αριθμός διαβιβάσεων της κατηγορίας 9 ανά κράτος μέλος, κατά το 2009

[pic]

[1] ΕΕ L 316 της 15.12.2000, σ. 1.

[2] Άρθρο 24 παράγραφος 1 του κανονισμού EURODAC.

[3] COM(2009) 342 τελικό.

[4] Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού του Δουβλίνου, COM(2008) 825.

[5] Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τις αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC που υποβάλλονται από τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και την Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου (βλ. COM (2009)344 τελικό, 10.9.2009), η οποία δεν ισχύει πλέον λόγω της κατάργησης της δομής των πυλώνων με τη θέση σε ισχύ της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[6] Γενική περιγραφή της κεντρικής μονάδας EURODAC, καθώς και οι ορισμοί των διαφόρων ειδών συναλλαγών που επεξεργάζεται το σύστημα και των συμπτώσεων που μπορούν να προκύψουν, συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας EURODAC. Βλ. έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής – Πρώτη ετήσια έκθεση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας EURODAC, SEC (2004)557, σ. 6.

[7] Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και η Νορβηγία, η Ισλανδία και η Ελβετία, εφαρμόζουν τον κανονισμό του Δουβλίνου και τον κανονισμό EURODAC. Κατά συνέπεια, η έννοια του «κράτους μέλους» που χρησιμοποιείται στην παρούσα έκθεση καλύπτει τα 30 κράτη που χρησιμοποιούν τη βάση δεδομένων EURODAC.

[8] Αυτές οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν όχι μόνον εκείνες που παρέχονται απευθείας από την κεντρική μονάδα (για παράδειγμα ικανότητα σύγκρισης, αποθήκευση δεδομένων, κλπ.) αλλά εξίσου τις υπηρεσίες επικοινωνίας και ασφάλειας για τη διαβίβαση δεδομένων μεταξύ της κεντρικής μονάδας και των εθνικών σημείων πρόσβασης.

[9] IDABC - Διαλειτουργική παροχή πανευρωπαϊκών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στις δημόσιες διοικήσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Το IDABC αποτελεί κοινοτικό πρόγραμμα το οποίο διαχειρίζεται η Γενική Διεύθυνση Πληροφορικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

[10] Το 31% αυτών των ερευνών πραγματοποιήθηκε από ένα κράτος μέλος, τη Γαλλία.

[11] Ο πίνακας 2 του παραρτήματος ορίζει, ανά κράτος μέλος, τον αριθμό επιτυχών συναλλαγών που έχουν καταχωρηθεί σε κάθε κατηγορία μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2009 και 31ης Δεκεμβρίου 2009.

[12] Δακτυλικά αποτυπώματα (πλήρη αποτυπώματα των 10 δακτύλων) των αιτούντων άσυλο αποθηκεύονται ώστε να μπορούν να συγκρίνονται με τα δακτυλικά αποτυπώματα άλλων αιτούντων άσυλο που είχαν υποβάλει προηγουμένως αίτηση σε άλλο κράτος μέλος. Αυτά τα ίδια δεδομένα συγκρίνονται επίσης με τα δεδομένα της «κατηγορίας 2» (βλέπε κατωτέρω). Τα δεδομένα της «κατηγορίας 1» διατηρούνται επί 10 έτη, εξαιρουμένων ορισμένων ειδικών περιπτώσεων που προβλέπονται στον κανονισμό (για παράδειγμα, ενός προσώπου που έχει αποκτήσει την ιθαγένεια ενός εκ των κρατών μελών), οπότε τα δεδομένα του συγκεκριμένου προσώπου διαγράφονται.

[13] Δεδομένα σχετικά με συλληφθέντες για παράνομη διέλευση εξωτερικού συνόρου αλλοδαπούς οι οποίοι δεν επαναπροωθήθηκαν. Αυτά τα δεδομένα (πλήρη αποτυπώματα των 10 δακτύλων) αποστέλλονται για αποθήκευση μόνο, με σκοπό να συγκριθούν με τα δεδομένα αιτούντων άσυλο που υπεβλήθησαν προηγουμένως στη κεντρική μονάδα. Αυτά τα δεδομένα διατηρούνται επί δύο έτη εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει τίτλο διαμονής, εγκαταλείπει την επικράτεια του κράτους μέλους ή αποκτά την ιθαγένεια ενός εκ των κρατών μελών, οπότε τα δεδομένα αυτά διαγράφονται ταχέως.

[14] «Κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις που ορίζουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αλλοδαπού ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών που συλλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές ελέγχου κατά την παράνομη διάβαση διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος των συνόρων του εν λόγω κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, ο οποίος δεν αποπέμπεται».

[15] Και κατά συνέπεια σύγκρισης δεδομένων σχετικά με τους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν συλληφθεί για παράνομη διαμονή στην επικράτεια ενός κράτους μέλους με τα δακτυλικά αποτυπώματα προηγουμένως καταχωρηθέντων αιτούντων άσυλο.

[16] Δεδομένα σχετικά με αλλοδαπούς που βρίσκονται παράνομα στην επικράτεια ενός κράτους μέλους. Αυτά τα δεδομένα, που δεν αποθηκεύονται, συγκρίνονται με τα δεδομένα που αφορούν τους αιτούντες άσυλο που έχουν αποθηκευθεί στην κεντρική βάση δεδομένων. Η διαβίβαση των δεδομένων αυτής της κατηγορίας είναι προαιρετική για τα κράτη μέλη.

[17] Άρθρο 11: « (...) Κατά γενικό κανόνα, υπάρχουν λόγοι για να ελεγχθεί εάν ένας αλλοδαπός έχει προηγουμένως καταθέσει αίτηση ασύλου σε άλλο κράτος μέλος όταν: α) ο αλλοδαπός δηλώνει ότι έχει καταθέσει αίτηση ασύλου αλλά δεν αναφέρει το κράτος μέλος στο οποίο υπέβαλε την αίτηση, β) ο αλλοδαπός δεν ζητά άσυλο αλλά αρνείται να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του ισχυριζόμενος ότι διατρέχει κίνδυνο, ή γ) ο αλλοδαπός προσπαθεί να αποτρέψει την απομάκρυνσή του με άλλα μέσα, αρνούμενος να συνεργασθεί για να διαπιστωθεί η ταυτότητά του, ιδίως μη δείχνοντας έγγραφα ταυτότητας ή προσκομίζοντας πλαστά έγγραφα ταυτότητας.

[18] Οι στατιστικές που αφορούν τοπικές συμπτώσεις που περιλαμβάνονται στους πίνακες δεν αντιστοιχούν αναγκαστικά στις συμπτώσεις που διαβιβάζονται από την κεντρική μονάδα και καταχωρούνται από τα κράτη μέλη. Πράγματι, τα κράτη μέλη δεν χρησιμοποιούν πάντα τη δυνατότητα που προβλέπεται από το άρθρο 4 παράγραφος 4, η οποία τους επιτρέπει να ζητούν από την κεντρική μονάδα να πραγματοποιεί σύγκριση με τα δικά τους δεδομένα που είναι ήδη αποθηκευμένα στην κεντρική βάση δεδομένων. Εντούτοις, ακόμα και όταν τα κράτη μέλη δεν χρησιμοποιούν αυτή τη δυνατότητα, η κεντρική μονάδα οφείλει, για τεχνικούς λόγους, να πραγματοποιεί πάντα σύγκριση με όλα τα δεδομένα (εθνικά και αλλοδαπά) που αποθηκεύονται στην κεντρική μονάδα. Σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμα και αν υπάρχει σύμπτωση με τα εθνικά δεδομένα, η κεντρική μονάδα θα περιοριστεί να απαντήσει αρνητικά («no hit») επειδή το κράτος μέλος δεν ζήτησε τη σύγκριση των υποβληθέντων δεδομένων έναντι των δικών τους δεδομένων.

[19] Μέση ετήσια καθυστέρηση κατά τη διαβίβαση μιας κατηγορίας δεδομένων του κράτους μέλους που έχει σημειώσει τα χειρότερα αποτελέσματα.

[20] Στο σενάριο των λεγόμενων « εσφαλμένων συμπτώσεων », υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση ασύλου σε κράτος μέλος (A), του οποίου οι αρχές λαμβάνουν τα δακτυλικά του/της αποτυπώματα. Καθ' όσον χρονικό διάστημα εκκρεμεί η αποστολή των συγκεκριμένων δακτυλικών αποτυπωμάτων στην κεντρική μονάδα (συναλλαγή κατηγορίας 1), το ίδιο πρόσωπο μπορεί ήδη να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος (B) και να υποβάλει νέα αίτηση ασύλου . Αν το εν λόγω κράτος μέλος B διαβιβάσει τα δακτυλικά αποτυπώματα πρώτο, τα δακτυλικά αποτυπώματα που διαβιβάζονται από το κράτος μέλος A θα καταχωρηθούν στη βάση δεδομένων αργότερα από τα αποτυπώματα που απεστάλησαν από το κράτος μέλος Β και κατά συνέπεια θα δημιουργήσουν σύμπτωση προερχόμενη από τη σύγκριση των δεδομένων που διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος B με τα δεδομένα που διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος A. Το κράτος μέλος B θα ορισθεί ως εκ τούτου υπεύθυνο αντί του κράτους μέλους Α, στο οποίο υποβλήθηκε η πρώτη αίτηση ασύλου.

[21] Στην περίπτωση της καλούμενης « ματαιωμένης σύμπτωσης », υπήκοος τρίτης χώρας συλλαμβάνεται κατά την παράνομη διέλευση ενός συνόρου και τα δακτυλικά του/της αποτυπώματα λαμβάνονται από τις αρχές του κράτους μέλους (A) στο οποίο εισήλθε. Καθόσον χρονικό διάστημα εκκρεμεί η αποστολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων του στην κεντρική μονάδα (συναλλαγή κατηγορίας 2), το ίδιο πρόσωπο μπορεί ήδη να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος (B) και να υποβάλει αίτηση ασύλου . Οι αρχές του κράτους μέλους (B) θα λάβουν τότε τα δακτυλικά αποτυπώματά του/της. Αν αυτό το κράτος μέλος (B) διαβιβάσει τα δακτυλικά αποτυπώματα (συναλλαγή κατηγορίας 1) πρώτο, η κεντρική μονάδα θα καταχωρήσει πρώτα μια συναλλαγή κατηγορίας 1 και το κράτος μέλος (B) θα εξετάσει την αίτηση αντί του κράτους μέλους A. Πράγματι, όταν στη συνέχεια φθάσει μια συναλλαγή κατηγορίας 2, η σύμπτωση θα ματαιωθεί δεδομένου ότι τα δεδομένα κατηγορίας 2 δεν είναι δυνατόν να ερευνηθούν.