52010DC0370

ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟΣ Σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων /* COM/2010/0370 τελικό */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 12.7.2010

COM(2010)370 τελικό

ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟΣ

Σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων

{ SEC(2010)841 } { SEC(2010)840 }

ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟΣ

Σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων

Εισαγωγή

Τα συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων (ΣΕΑ) παρέχουν την έσχατη δυνατότητα προστασίας στους καταναλωτές όταν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Παρέχουν έτσι προστασία από τον κίνδυνο μη ικανοποίησης των απαιτήσεων τους σε περίπτωση που η ασφαλιστική τους εταιρεία καταστεί αφερέγγυα.

Συστήματα εγγυήσεων υπάρχουν σε άλλους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, σε όλα τα κράτη μέλη έχουν καθιερωθεί συστήματα εγγύησης των καταθέσεων και αποζημίωσης των επενδυτών, και ελάχιστα πρότυπα προστασίας έχουν εναρμονιστεί σε επίπεδο ΕΕ με την εφαρμογή της οδηγίας για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων (1994) (DGS) και της οδηγίας για τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ICS)[1]. Ωστόσο, στον ασφαλιστικό τομέα δεν υπάρχει τέτοιο κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Από τις 30 χώρες της ΕΕ και του ΕΟΧ μόνο σε 12 λειτουργούν ένα ή περισσότερα γενικά συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων. Αυτό σημαίνει ότι, υπολογιζόμενο σε όρους μικτών εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, ένα τρίτο της ασφαλιστικής αγοράς των χωρών αυτών δεν καλύπτεται από συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων σε περίπτωση πτώχευσης μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Περίπου 26 % όλων των ασφαλιστηρίων ζωής και 56 % όλων των ασφαλιστηρίων κατά ζημιών δεν προστατεύονται.

Στις χώρες όπου υπάρχουν ήδη ΣΕΑ, η παρεχόμενη προστασία συχνά διαφέρει από το ένα σύστημα στο άλλο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ετερογενή επίπεδα προστασίας των ασφαλισμένων μεταξύ των κρατών μελών. Υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφορές των ΣΕΑ από την άποψη του σχεδιασμού τους, που επηρεάζουν το εύρος της παρεχόμενης προστασίας καθώς και όσον αφορά τις λειτουργικές διαδικασίες και τους τρόπους χρηματοδότησης.

Η έλλειψη εναρμονισμένων ρυθμίσεων για τα ΣΕΑ στην ΕΕ εμποδίζει την αποτελεσματική και ισότιμη προστασία των καταναλωτών. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε έλλειψη εμπιστοσύνης των καταναλωτών στις σχετικές αγορές και να θέσει τελικά σε κίνδυνο τη σταθερότητα των αγορών αυτών. Θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει φραγμό για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ασφαλίσεων στρεβλώνοντας το διασυνοριακό ανταγωνισμό. Με βάση τα διδάγματα που αποκομίστηκαν από την πρόσφατη κρίση, η ανάπτυξη εναρμονισμένων συστημάτων εγγύησης των ασφαλίσεων θα μπορούσε να συμβάλλει στην αποκατάσταση των υφιστάμενων αδυναμιών.

Η παρούσα Λευκή Βίβλος καθορίζει ένα συνεκτικό πλαίσιο για τη δράση της ΕΕ σχετικά με την προστασία των ασφαλισμένων και των δικαιούχων από τα ΣΕΑ, προκειμένου να αποφευχθεί η ανάγκη καταφυγής στα χρήματα των φορολογουμένων. Συγκεκριμένα, προτείνει την έκδοση οδηγίας ώστε όλα τα κράτη μέλη να διαθέτουν σύστημα εγγύησης των ασφαλίσεων το οποίο να είναι σύμφωνο με μια δέσμη ελάχιστων απαιτήσεων σχεδιασμού. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες ενδείξεις, μια συνεκτική προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ είναι ο καλύτερος τρόπος αποκατάστασης των υφιστάμενων αδυναμιών και ανισοτήτων σε θέματα προστασίας των ασφαλισμένων. Η παρούσα Λευκή Βίβλος δεν έχει ως στόχο να προτείνει την εναρμόνιση των ασφαλιστικών προϊόντων, ούτε να θέσει σε μειονεκτική θέση τα ασφαλιστικά προϊόντα τα οποία πωλούνται μόνο στην εγχώρια αγορά.

Οι κύριες εναλλακτικές λύσεις που προτείνει η Επιτροπή συνοψίζονται και υπογραμμίζονται υπό μορφή πλαισίων, στα τμήματα 3 και 4 του παρόντος εγγράφου. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη καθώς και τα κράτη μέλη καλούνται να υποβάλουν παρατηρήσεις και νέες προτάσεις όσον αφορά τις εν λόγω εναλλακτικές λύσεις έως τις 30 Νοεμβρίου 2010.

Η Λευκή Βίβλος συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων, η οποία στηρίζεται σε πλήρη μεθοδολογική έκθεση και άλλα παραρτήματα.

Στόχος και πεδίο εφαρμογής της λευκής βίβλου

Γιατί χρειάζεται η ανάληψη δράσης στον τομέα των συστημάτων εγγύησης των ασφαλίσεων;

Διδάγματα που αντλήθηκαν από την κρίση

Λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, η κοινή γνώμη συνειδητοποίησε περισσότερο την ύπαρξη και τα όρια των συστημάτων εγγύησης και προστασίας των καταναλωτών σε όλους τους χρηματοπιστωτικούς τομείς. Παρότι δεν αποτέλεσε την αιτία της κρίσης, ο ασφαλιστικός τομέας επλήγη ωστόσο σε μεγάλο βαθμό. Ορισμένες σημαντικές ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες ανέφεραν ιδιαίτερα σοβαρές ζημίες και υποχρεώθηκαν να προβούν σε σημαντικές εισφορές νέων κεφαλαίων[2]. Για να αποκατασταθούν τα υφιστάμενα κανονιστικά κενά και οι ασυνέπειες που προκλήθηκαν από τον κατακερματισμό των συστημάτων εγγύησης των ασφαλίσεων στην Ευρώπη, ο όμιλος de Larosière πρότεινε στην τελική έκθεσή του την καθιέρωση εναρμονισμένων συστημάτων εγγύησης των ασφαλίσεων σε όλη την ΕΕ[3].

Η ίδια σύσταση περιέχεται στο προοίμιο της πρόσφατα εκδοθείσας οδηγίας-πλαισίου «Φερεγγυότητα II»[4].

Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε στην ανακοίνωσή της της 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης» ότι θα επανεξέταζε πριν από το τέλος του 2009 την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων συστημάτων εγγύησης των ασφαλίσεων και θα υπέβαλε κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις[5].

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε τρεις προτάσεις κανονισμών για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού συστήματος οικονομικής εποπτείας, το οποίο περιλαμβάνει κυρίως τη σύσταση τριών ευρωπαϊκών αρχών εποπτείας. Παρακολούθησε από κοντά τις συζητήσεις μεταξύ των συννομοθετών για το ρόλο της νέας ευρωπαϊκής επιτροπής ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων (ΕΕΑΕΣ)[6], στο πλαίσιο της οποίας εθίγη το θέμα της καθιέρωσης ενός ΣΕΑ σε εθνικό επίπεδο και/ή σε επίπεδο ΕΕ.

Η Φερεγγυότητα ΙΙ δεν θα δημιουργήσει περιβάλλον μηδενικών πτωχεύσεων

Ούτε το ισχύον ( Φερεγγυότητα I) ούτε το μελλοντικό (Φερεγγυότητα II) καθεστώς φερεγγυότητας στην ΕΕ εγγυάται ή μπορεί να εγγυηθεί περιβάλλον μηδενικών πτωχεύσεων για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η οδηγία-πλαίσιο Φερεγγυότητα II, η οποία θα είναι εφαρμοστέα από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, προβλέπει όσον αφορά τη φερεγγυότητα μια οικονομική προσέγγιση βασιζόμενη στον κίνδυνο. Απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη των υποχρεώσεών τους για ένα έτος, βάσει μέτρησης της δυνητικής ζημίας, με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5%[7]. Αναμένεται ότι η διάταξη αυτή διασφαλίζει ότι στους 200 ασφαλιστές δεν θα πτωχεύσουν σε διάστημα ενός έτους περισσότεροι του ενός. Για τους σκοπούς της παρούσας Λευκής Βίβλου, ιστορικά στοιχεία και εκτιμήσεις που βασίζονται σε υποδείγματα δείχνουν ότι η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κυμαίνεται γενικά από 0,1 % υπό συνήθεις οικονομικές συνθήκες έως 0,5 % σε εξαιρετικές συνθήκες, όπως μια οικονομική κρίση, ή όταν οι ασφαλιστές αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες δυσκολίες σε δεδομένη χώρα της ΕΕ[8]. Παρά τα υφιστάμενα ΣΕΑ, υφίσταται ο κίνδυνος οι ζημιές να μετακυλιστούν στους ασφαλισμένους της ΕΕ (ή στους φορολογούμενους). Σε ακραίες περιπτώσεις, οι ζημίες αυτές ενδέχεται να ανέλθουν σε 46,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε ορίζοντα ενός έτους τόσο για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής όσο και για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια κατά ζημιών. Αυτό αντιστοιχεί περίπου σε 4,4 % του συνόλου των μικτών εγγεγραμμένων ασφαλίστρων στην ΕΕ σε ένα έτος. Για παράδειγμα, μεταξύ του 1996 και του 2004 περισσότεροι από 130 ασφαλιστές κατέστησαν αφερέγγυοι στην ΕΕ και το 2009 η πτώχευση ελληνικού ασφαλιστικού ομίλου είχε επιπτώσεις σε 800.000 περίπου ασφαλισμένους.

Οι διασυνοριακές δραστηριότητες ασφάλισης στην ΕΕ ενδέχεται να αυξηθούν

Οι διασυνοριακές δραστηριότητες ασφάλισης – δηλαδή η παροχή υπηρεσιών ασφάλισης σε άλλες χώρες είτε άμεσα είτε με την ίδρυση υποκαταστημάτων – αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο 4,10 % των συνολικών μικτών εγγεγραμμένων ασφαλίστρων στην ΕΕ, με όγκο ασφαλίστρων 42,8 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2007. Ο όγκος των δραστηριοτήτων αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω στο μέλλον. Για παράδειγμα, ορισμένοι μεγάλοι ασφαλιστικοί όμιλοι προτίθενται να μετατρέψουν τις θυγατρικές τους σε υποκαταστήματα.

Ακόμη και στα κράτη μέλη τα οποία διαθέτουν ΣΕΑ, τα συστήματα αυτά δεν καλύπτουν πάντοτε διασυνοριακές δραστηριότητες. Περίπου 62 % των διασυνοριακών δραστηριοτήτων ασφάλισης ζωής και περίπου 23 % των διασυνοριακών δραστηριοτήτων ασφάλισης κατά ζημιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν τυγχάνουν καμίας προστασίας δυνάμει ενός ΣΕΑ.

Οι ασφαλισμένοι και οι δικαιούχοι είναι ανεπαρκώς και/ή άνισα προστατευμένοι

Οι διαφορές μεταξύ εθνικών ΣΕΑ στην ΕΕ (περιλαμβανομένης της πλήρους απουσίας των εν λόγω συστημάτων σε ορισμένα κράτη μέλη) δημιουργούν ανεπαρκή και άνισα επίπεδα προστασίας για τους ασφαλισμένους. Όπου υπάρχουν εθνικά ΣΕΑ συχνά διαφέρουν σημαντικά στη δομή τους. Ομοίως, η απουσία εναρμονισμένων ρυθμίσεων μπορεί να θέσει ιδιαίτερα προβλήματα όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, στην περίπτωση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων ασφάλισης στην ΕΕ. Σε περίπτωση πτώχευσης μιας ασφαλιστικής εταιρείας η οποία ασκεί διασυνοριακές δραστηριότητες, ορισμένοι ασφαλισμένοι ενδέχεται να είναι καλυμμένοι από ένα ΣΕΑ, ενώ άλλοι ασφαλισμένοι με ταυτόσημο συμβόλαιο ενδέχεται να μην είναι καλυμμένοι, ή να είναι καλυμμένοι σε χαμηλότερο επίπεδο προστασίας[9].

Παραδείγματα: Ασφαλισμένος ο οποίος διαμένει σε κράτος μέλος χωρίς προστασία ΣΕΑ μπορεί, ωστόσο, να είναι προστατευμένος εάν ο ασφαλιστής του είναι εγκαταστημένος σε άλλη χώρα της ΕΕ όπου το ΣΕΑ παρέχει προστασία σύμφωνα με την αρχή της «χώρας καταγωγής»[10]. Ασφαλισμένος ο οποίος διαμένει σε κράτος μέλος με ΣΕΑ σύμφωνα με την αρχή της «χώρας καταγωγής» ενδέχεται να μην είναι καλυμμένος εάν ο ασφαλιστής του είναι εγκαταστημένος σε άλλη χώρα της ΕΕ όπου το ΣΕΑ παρέχει προστασία σύμφωνα με την αρχή της «χώρας υποδοχής». Θα είναι, ωστόσο, προστατευμένος εάν το ασφαλιστήριο συμβόλαιό του έχει εκδοθεί από εγχώρια ασφαλιστική εταιρεία. Εάν το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει ο ασφαλισμένος διαθέτει ΣΕΑ σύμφωνα με την αρχή της χώρας υποδοχής, δεν έχει σημασία εάν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο έχει εκδοθεί από εγχώριο ή αλλοδαπό («incoming») ασφαλιστή, εφόσον τα ΣΕΑ παρέχουν και στις δύο χώρες ισότιμη προστασία. Το επίπεδο προστασίας μπορεί να διαφέρει εάν ένα ή και τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη έχουν καθορίσει ανώτατο όριο για την αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί. |

Η σημερινή κατάσταση των ΣΕΑ δημιουργεί άνισους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων της ΕΕ

Η συνύπαρξη διαφορετικών ΣΕΑ (και το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν διαθέτουν καθόλου ΣΕΑ) δημιουργεί επίσης προβλήματα όσον αφορά την απουσία ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εγχώριων και των αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά. Τα προβλήματα αυτά μπορεί να καταστούν ιδιαίτερα σημαντικά εάν ορισμένοι ασφαλιστές που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά συμμετέχουν σε ένα ΣΕΑ και άλλοι όχι, δεδομένου ότι το πεδίο της γεωγραφικής κάλυψης των ΣΕΑ (στα κράτη μέλη όπου υπάρχουν) μπορεί να διαφέρει μεταξύ των ενδιαφερόμενων χωρών καταγωγής ή υποδοχής.

Παραδείγματα: Στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μπορεί να προκύψουν εάν οι καταναλωτές προτιμούν να συνάψουν ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία καλύπτονται από ένα ΣΕΑ (ή παρόμοια προϊόντα τα οποία καλύπτονται π.χ. από εγγύηση καταθέσεων ή συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών) εις βάρος των ασφαλιστών οι οποίοι παρέχουν μη εγγυημένα ασφαλιστικά προϊόντα. Τα ΣΕΑ προκαλούν πρόσθετο κόστος με το οποίο ενδέχεται τελικά να πρέπει να επιβαρυνθούν οι ασφαλισμένοι. Εάν οι καταναλωτές προτιμούν λιγότερο ακριβά ασφαλιστικά προϊόντα, ενδέχεται να υπάρξει στρέβλωση του ανταγωνισμού εις βάρος των ασφαλιστών οι οποίοι προσφέρουν εγγυημένα προϊόντα ασφάλισης (και συνεπώς ενδεχομένως ακριβότερα). |

Η σημερινή κατάσταση των ΣΕΑ επηρεάζει την σταθερότητα των αγορών

Οι πτωχεύσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και οι ζημίες που προκαλούνται για τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους μπορούν να επηρεάζουν την πραγματική οικονομία αλλάζοντας τη συμπεριφορά των καταναλωτών (π.χ. αγοράζοντας ενδεχομένως λιγότερα ασφαλιστικά προϊόντα) ή καθιστώντας την οικονομία λιγότερο ικανή να διαχειριστεί τον κίνδυνο. Επιπλέον, σε περίπτωση πραγματικών ή αναμενόμενων ζημιών, οι ασφαλισμένοι μπορούν να λύσουν το ασφαλιστήριο συμβόλαιό τους (παρότι εάν το πράξουν εκτίθενται εν γένει σε σημαντικές κυρώσεις) με κίνδυνο να επιδεινωθεί η κατάσταση της οικονομικής κρίσης.

Η συγκεκριμένη δράση της ΕΕ όσον αφορά τα ΣΕΑ είναι η μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση;

Η σημασία καθιέρωσης ενός ΣΕΑ εξαρτάται από τον κίνδυνο πτώχευσης των ασφαλιστικών εταιρειών και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εν λόγω πτώχευσης στους καταναλωτές. Τίθεται συνεπώς το ερώτημα εάν υπάρχουν άλλοι μηχανισμοί προστασίας σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο για τον περιορισμό του εν λόγω κινδύνου ή τη μείωση των ζημιών για τους ασφαλισμένους.

Ρυθμίσεις προληπτικής εποπτείας και διαχείριση κινδύνων

Η αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου και η καθιέρωση συνολικών δομών διακυβέρνησης αποτελούν, μαζί με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις κατάλληλες εποπτικές εξουσίες, θεμέλιους λίθους για το μελλοντικό σύστημα φερεγγυότητας. Ωστόσο, είναι ευρέως γνωστό ότι θα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρό να καθοριστούν απαιτήσεις φερεγγυότητας σε ικανοποιητικό επίπεδο προκειμένου να καλυφθούν όλες οι απρόβλεπτες ζημίες[11].

Προνομιακή μεταχείριση των ασφαλισμένων σε διαδικασίες εκκαθάρισης

Σε περίπτωση που ασφαλιστική επιχείρηση καταστεί αφερέγγυα, η ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ σε θέματα εκκαθάρισης παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ δύο εναλλακτικών λύσεων που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ώστε να δοθεί στους ασφαλισμένους προτεραιότητα έναντι άλλων πιστωτών του ασφαλιστή σε διαδικασία εκκαθάρισης[12]. Ωστόσο, ασφαλισμένος, ο οποίος αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες, ενδεχομένως δεν θα θεωρήσει τη διαδικασία εκκαθάρισης την πιο πρακτική λύση. Συχνά η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα και σύνθετη και οι ασφαλισμένοι με εκκρεμείς απαιτήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας εν αναμονή της ολοκλήρωσής της.

Κρατική παρέμβαση κατά περίπτωση

Οι λύσεις κατά περίπτωση όπως η εκ των υστέρων κρατική παρέμβαση, παρουσιάζουν επίσης, αν και εκ φύσεως ευέλικτες, σοβαρά μειονεκτήματα. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται σε συγκεκριμένη βάση και όχι σύμφωνα με προκαθορισμένους κανόνες, μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα δίκαιης μεταχείρισης ή διαφάνειας εκτός και αν έχουν ληφθεί αμερόληπτα. Επιπλέον, η παρέμβαση κατά περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει αθέμιτο πλεονέκτημα σε μεγάλες επιχειρήσεις, προκαλώντας «ηθικό κίνδυνο»: δηλαδή επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να διακινδυνεύουν με μικρότερο φόβο για τις επιπτώσεις, διότι άλλοι θα πληρώσουν το δίχτυ ασφαλείας.

Πρόσθετες πληροφορίες και αυξημένη διαφάνεια

Μια εναλλακτική προσέγγιση είναι η απαίτηση παροχής περισσότερων πληροφοριών στους ασφαλισμένους, έτσι ώστε να μπορούν να επιλέξουν το καταλληλότερο ασφαλιστικό προϊόν για την κατάστασή τους. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι οι ασφαλισμένοι θα κατανοούν τις πληροφορίες και θα είναι σε θέση να τις χρησιμοποιούν για να λάβουν τις αποφάσεις τους. Στην πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά απίθανο οι ασφαλισμένοι να είναι σε θέση να κατανοούν και να χρησιμοποιούν όλες τις πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά τις διασυνοριακές δραστηριότητες ασφάλισης. Επιπλέον, η παροχή πρόσθετων πληροφοριών δεν επιλύει το πρόβλημα των άνισων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις ίδιες αγορές.

Πεδίο εφαρμογής, ιστορικό και στόχοι της Λευκής Βίβλου

Πεδίο εφαρμογής και ορισμός

Η παρούσα Λευκή Βίβλος εφαρμόζεται σε όλες τις ασφαλιστικές εταιρείες ζωής και τις ασφαλιστικές εταιρείες κατά ζημιών, περιλαμβανομένων και εκείνων οι οποίες παρέχουν και τα δύο είδη προϊόντος. Δεν επεκτείνεται, ωστόσο, στα ταμεία συντάξεων όπως ορίζεται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ[13] ή στην αντασφάλιση.

Για τους σκοπούς της παρούσας Λευκής Βίβλου, ελάχιστη εναρμόνιση σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να παρέχουν μεγαλύτερη προστασία από εκείνη που προβλέπεται στην ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ.

Ιστορικό

Η παρούσα Λευκή Βίβλος εκπονήθηκε βάσει των εργασιών της Επιτροπής από το 2001 και μετά από εκτενείς διαβουλεύσεις και συζητήσεις με ασφαλισμένους, παράγοντες του συγκεκριμένου κλάδου και φορείς χάραξης πολιτικής σε μια περίοδο δύο ετών. Βασίζεται επίσης σε έκθεση σχετικά με τα ΣΕΑ που εκπόνησε η Oxera[14] (η οποία ολοκληρώθηκε τέλη Νοεμβρίου 2007) για λογαριασμό της Επιτροπής και σε έκθεση που εκπόνησαν οι εποπτικές αρχές του ασφαλιστικού τομέα (CEIOPS)[15] για λογαριασμό της Επιτροπής. Επιπλέον, η παρούσα Λευκή Βίβλος ανταποκρίνεται σε επανειλημμένες ανησυχίες που εξέφρασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[16]. Τα μέτρα που προτείνονται στην παρούσα Λευκή Βίβλο αποτέλεσαν αντικείμενο λεπτομερούς ανάλυσης στην εκτίμηση των επιπτώσεων που τη συνοδεύουν.

Στόχοι

Τα μέτρα που συστήνονται στην παρούσα Λευκή Βίβλο αποσκοπούν κυρίως στα ακόλουθα:

Διασφάλιση συνολικής και ισότιμης προστασίας για τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους

Η εγγύηση κατάλληλης κάλυψης για τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους σε περίπτωση πτώχευσης της οικείας ασφαλιστικής εταιρείας αποτελεί βασικό στόχο του μελλοντικού πλαισίου της ΕΕ όσον αφορά τα ΣΕΑ. Συνδέεται στενά με το στόχο που συνίσταται στη διασφάλιση της ισότιμης μεταχείρισης όλων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο οποίο διαμένουν ή της σύναψης ασφαλιστηρίων συμβολαίων από εγχώριους ή αλλοδαπούς ασφαλιστές της ΕΕ.

Αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

Ένα εναρμονισμένο πλαίσιο για την προστασία που παρέχουν τα ΣΕΑ σε επίπεδο ΕΕ αποσκοπεί επίσης στη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και στη διασφάλιση ότι οι εγχώριες και οι αλλοδαπές ασφαλιστικές εταιρείες της ΕΕ οι οποίες δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή οι οποίες παρέχουν ασφάλιση μέσω υποκαταστημάτων, μπορούν να ανταγωνίζονται με ίσους όρους.

Μείωση των αντικινήτρων

Ένα εναρμονισμένο πλαίσιο στον τομέα των ΣΕΑ θα πρέπει να προφυλάσσει τους φορολογούμενους από το να επιβαρύνονται τελικά με το κόστος που απορρέει από την κακή διαχείριση μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Προς τούτο προβλέπεται η καθιέρωση ενός νομικού πλαισίου το οποίο χρηματοδοτείται από τις ίδιες τις επιχειρήσεις και το οποίο δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου (ηθικός κίνδυνος). Ο στόχος αυτός περιλαμβάνει τη λήψη κατάλληλων μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω κεφάλαια χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους καθορισθέντες σκοπούς των ΣΕΑ. Στο πλαίσιο της προστασίας που παρέχουν τα ΣΕΑ, δεν υπάρχουν ουσιαστικά αποδείξεις ότι η καθιέρωση συστημάτων προστασίας στρεβλώνει τη λειτουργία της αγοράς παρέχοντας λανθασμένα κίνητρα. Επιπλέον, οι ανησυχίες για ηθικό κίνδυνο μειώνονται μέσω άλλων μηχανισμών προστασίας, όπως ένα σύγχρονο καθεστώς φερεγγυότητας και η δράση των φορέων προληπτικής εποπτείας.

Διασφάλιση της σχέσης κόστους/αποτελεσματικότητας

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί μια καλή σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας των ΣΕΑ. Αυτό σημαίνει συγκεκριμένα ότι η δράση της ΕΕ όσον αφορά τα ΣΕΑ πρέπει να επιτύχει τη σωστή ισορροπία μεταξύ των πλεονεκτημάτων για τους ασφαλισμένους και του κόστους της παρεχόμενης προστασίας. Τελικά, ένα ΣΕΑ το οποίο δεν είναι αποτελεσματικό σε σχέση με το κόστος θα οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος για τους ασφαλισμένους. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις πτυχές που αφορούν το φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)· η σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας ενός ΣΕΑ δεν πρέπει να αλλοιωθεί από ένα υψηλό ποσό φόρου προστιθέμενης αξίας ή από την υποχρεωτική διαχείριση διοικητικών φορολογικών διαδικασιών οι οποίες είναι δυσανάλογες με το πεδίο δραστηριοτήτων του ΣΕΑ.

Ενίσχυση της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας της αγοράς

Η δράση της ΕΕ στον τομέα των ΣΕΑ αποσκοπεί επίσης στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης της αγοράς και στη βελτίωση της σταθερότητας της εσωτερικής αγοράς ασφάλισης στην ΕΕ.

Στοιχεία της προτεινόμενης προσέγγισης

Φύση της ενδεχόμενης δράσης της ΕΕ

Τα μη δεσμευτικά μέσα της ΕΕ όπως οι συστάσεις, οι ανακοινώσεις, οι κατευθυντήριες γραμμές ή οι κώδικες δεοντολογίας θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πρακτική των κρατών μελών μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, δεν είναι πιθανό να μπορούν να διορθώσουν πλήρως τις τρέχουσες αδυναμίες. Δεδομένου ότι τα μέσα αυτά δεν είναι νομικώς δεσμευτικά, τα κράτη μέλη καλούνται να δράσουν μόνο σε εθελοντική βάση – και οι αδυναμίες του ισχύοντος κατακερματισμένου πλαισίου των ΣΕΑ στην ΕΕ είναι πολύ σημαντικές ώστε να περιμένουμε τη σύγκλιση των εθνικών προσεγγίσεων με την πάροδο του χρόνου. Κατά συνέπεια, θα είναι αναγκαίο να θεσπιστεί νομικό μέτρο με δεσμευτική νομική ισχύ.

Το αποτελεσματικότερο νομικό μέσο για την εισαγωγή δεσμευτικής υποχρέωσης είναι η οδηγία. Δυνάμει του άρθρου 288 της συνθήκης ΛΕΕ, η οδηγία έχει μεμονωμένη ισχύ, γεγονός που σημαίνει ότι είναι δεσμευτική για κάθε κράτος μέλος για το οποίο προορίζεται. Απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιτύχουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα αλλά, αντίθετα από τον κανονισμό, αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμο, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας του θέματος των ΣΕΑ, η οποία προκύπτει από τις διαφορές στο σχεδιασμό και στο πεδίο εφαρμογής των διαφόρων εθνικών συστημάτων.

Η Επιτροπή προτείνει να θεσπιστεί σε επίπεδο ΕΕ ένα συνεκτικό και νομικά δεσμευτικό πλαίσιο για την προστασία που παρέχουν τα ΣΕΑ, το οποίο θα είναι εφαρμοστέο σε όλους τους ασφαλισμένους και δικαιούχους, μέσω της έκδοσης οδηγίας όπως ορίζεται στο άρθρο 288 της συνθήκης ΛΕΕ. |

Επίπεδο συγκέντρωσης και ρόλος των ΣΕΑ

Η δημιουργία ενός ΣΕΑ σε κάθε κράτος μέλος είναι συμβατή με το ισχύον εθνικό μικροπροληπτικό εποπτικό πλαίσιο και θα συνέβαλε συνεπώς στην πρόληψη του κανονιστικού ηθικού κινδύνου. Ένας αμοιβαίος μηχανισμός σύναψης δανείων θα μπορούσε επίσης να καθιερωθεί ως μέσο αμοιβαίας στήριξης μεταξύ των εθνικών ΣΕΑ. Ένα τέτοιο σύστημα θα απαιτούσε από κάθε εθνικό σύστημα να στηρίζει οικονομικά ένα ΣΕΑ σε άλλο κράτος μέλος το οποίο δεν έχει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των απαιτήσεών του. Για να διασφαλιστεί ότι το ενδεχόμενο κόστος για το συνεισφέρον ΣΕΑ είναι διαφανές και προβλέψιμο, θα πρέπει να υπάρχει συμφωνία σχετικά με το μηχανισμό συγκέντρωσης πόρων, όπου θα αναφέρεται ρητά το ποσό που απαιτείται να συνεισφέρει κάθε ΣΕΑ και υπό ποιες περιστάσεις. Τέλος, τα περισσότερα προβλήματα που προκύπτουν από την ύπαρξη διαφορετικών εθνικών νομικών πλαισίων θα μπορούσαν να επιλυθούν με τη θέσπιση ενός ενιαίου ΣΕΑ σε επίπεδο ΕΕ το οποίο θα καλύπτει όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής και τα ασφαλιστήρια συμβόλαια κατά ζημιών τα οποία έχουν εκδοθεί και συναφθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, επί του παρόντος δεν φαίνεται η ιδέα αυτή να τυγχάνει επαρκούς πολιτικής στήριξης. Μπορεί να εξεταστεί μεταγενέστερα.

Ως μηχανισμός προστασίας ύστατης ανάγκης, ένα ΣΕΑ μπορεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στον χρηματοπιστωτικό τομέα και, συνεπώς, να έχει θετικό αντίκτυπο στην υπόλοιπη οικονομία. Ένα ΣΕΑ που θα αναλάμβανε ευρύτερο ρόλο πρόληψης της αφερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα ήταν σε θέση να κατευθύνει έναν ασφαλιστή με οικονομικά προβλήματα και να του επιτρέψει κατ’ αυτόν τον τρόπο να συνεχίσει τις δραστηριότητές του. Όπως αναφέρεται στο σημείο 2.1.7, υπάρχει μια σειρά μηχανισμών για την πρόληψη της αφερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οι οποίοι εν γένει αποδείχθηκαν αποτελεσματικοί. Αυτό συνεπάγεται ότι το ΣΕΑ θα μπορούσε να παρέμβει όταν ένας άλλος μηχανισμός προστασίας δεν καταφέρει να αποτρέψει την πτώχευση του ασφαλιστή ή να αμβλύνει τις συνέπειές της.

Η Επιτροπή υποστηρίζει τη σύσταση ενός ΣΕΑ ως μηχανισμού ύστατης ανάγκης σε κάθε κράτος μέλος. |

Γεωγραφικό πεδίο

Η εναρμόνιση του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής της προστασίας που παρέχουν τα ΣΕΑ είναι σημαντική για τη διασφάλιση μιας πλήρους και ομοιόμορφης προστασίας των ασφαλισμένων σε ένα διασυνοριακό πλαίσιο. Τα ΣΕΑ που βασίζονται στην «αρχή της χώρας καταγωγής» δεν καλύπτουν μόνο συμβάσεις που συνάπτουν εγχώριοι ασφαλιστές αλλά και συμβάσεις που συνάπτουν υποκαταστήματα εγχώριων ασφαλιστών εγκαταστημένα σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Αντίθετα, τα ΣΕΑ που βασίζονται στην «αρχή της χώρας υποδοχής» καλύπτουν συμβάσεις που συνάπτουν υποκαταστήματα αλλοδαπών ασφαλιστών. Στην πράξη, ορισμένα εθνικά ΣΕΑ συνδυάζουν στοιχεία και των δύο αρχών.

Το κύριο πλεονέκτημα της αρχής της χώρας καταγωγής είναι ότι είναι συμβατή με την «αρχή του ελέγχου της χώρας καταγωγής», η οποία διευκολύνει το χειρισμό σε περιπτώσεις πτώχευσης των ασφαλιστών. Οι εποπτικοί φορείς της χώρας καταγωγής είναι υπεύθυνοι για τις ρυθμίσεις προληπτικής εποπτείας, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων φερεγγυότητας, και για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης. Επιπλέον, η αρχή της χώρας καταγωγής ευθυγραμμίζεται επίσης με το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στον τραπεζικό τομέα και με το σύστημα προστασίας του επενδυτή στον ασφαλιστικό τομέα.

Μία δομή η οποία βασίζεται στην αρχή της χώρας υποδοχής διασφαλίζει ότι υπάρχει ισότιμη προστασία των ασφαλισμένων στα κράτη μέλη και παρεμποδίζει κάθε πιθανή στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των ασφαλιστών που δραστηριοποιούνται στο ίδιο κράτος μέλος. Ωστόσο, η υιοθέτηση της δομής με βάση την αρχή της χώρας υποδοχής παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα. Πρώτον, διπλασιάζει το διοικητικό κόστος δεδομένου ότι απαιτεί από τους ασφαλιστές με διασυνοριακές δραστηριότητες να συμμετέχουν σε δύο ή περισσότερα ΣΕΑ. Δεύτερον, η δράση σχετικά με τα ΣΕΑ ενδέχεται να είναι δύσκολη στην πράξη, δεδομένου ότι οι αρχές οι οποίες είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση του συστήματος δεν είναι εκείνες οι οποίες κατευθύνουν και εποπτεύουν τις διαδικασίες εκκαθάρισης. Τρίτον, εάν η κάλυψη δεν είναι εναρμονισμένη, η δομή που βασίζεται στην αρχή της χώρας υποδοχής μπορεί να δημιουργήσει ανομοιογενή προστασία για τους ασφαλισμένους μεταξύ διαφόρων κρατών μελών.

Η Επιτροπή υποστηρίζει την εναρμόνιση του γεωγραφικού πεδίου των ΣΕΑ με βάση την αρχή της «χώρας καταγωγής». |

Καλυπτόμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια

Η πτώχευση μιας ασφαλιστικής εταιρείας ζωής μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές χρηματοπιστωτικές δυσκολίες για τους ασφαλισμένους, ιδίως για εκείνους οι οποίοι έχουν συνάψει ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής για τη σύνταξή τους. Ακόμη και αν οι ασφαλισμένοι μπορούν να ανακτήσουν μέρος των αποταμιεύσεών τους, ενδέχεται να μην βρουν παρόμοια κάλυψη διότι η προσωπική τους κατάσταση, σύμφωνα με την οποία έχουν υπολογιστεί τα ασφάλιστρα, έχει αλλάξει (π.χ. όσον αφορά την ηλικία και την υγεία). Λόγω μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων που ενέχουν τα προϊόντα ασφάλισης ζωής οι ασφαλισμένοι δεν είναι εν γένει σε θέση να προβλέψουν ποια θα είναι η οικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής εταιρείας τη στιγμή λήξης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου τους.

Για τους σκοπούς της παρούσας Λευκής Βίβλου, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής περιέχουν παραδοσιακά προϊόντα προστασίας από τους κινδύνους μαζί με αποταμιεύσεις και επενδυτικά προϊόντα (π.χ. ασφαλιστήρια συμβόλαια μεταβλητού κεφαλαίου).

Εάν μια ασφαλιστική εταιρεία κατά ζημιών κηρύξει πτώχευση, ο μέσος όρος ζημίας για τους ασφαλισμένους είναι εν γένει μικρότερος και συνήθως περιορίζεται στα προκαταβληθέντα ασφάλιστρα. Οι συμβάσεις είναι βραχυπρόθεσμες και οι περισσότεροι ασφαλισμένοι μπορούν εύκολα να συνάψουν ασφαλιστήριο αντικατάστασης από άλλη εταιρεία. Ωστόσο, οι ασφαλισμένοι και οι δικαιούχοι με εκκρεμείς απαιτήσεις τη στιγμή της πτώχευσης μπορεί να έχουν σημαντικότερες ζημίες, οι οποίες ενδέχεται να υπερβαίνουν εκείνες ενός τυπικού προϊόντος ασφάλισης ζωής. Υπάρχουν βέβαια βάσιμα επιχειρήματα για τον περιορισμό της προστασίας από τα ΣΕΑ σε ορισμένες κατηγορίες ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά ζημιών· ωστόσο, για λόγους πρακτικούς και για λόγους δικαιοσύνης, ενδέχεται να αποδειχθεί δύσκολος ο κατακερματισμός των ΣΕΑ σε πάρα πολλά επιμέρους καθεστώτα.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα ΣΕΑ πρέπει να καλύπτουν τόσο τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής όσο και τα ασφαλιστήρια συμβόλαια κατά ζημιών. |

Επιλέξιμοι αιτούντες

Η κάλυψη όλων των φυσικών και νομικών προσώπων ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα δαπανηρή. Προκειμένου να μειωθεί η εν λόγω οικονομική επιβάρυνση, η επιλεξιμότητα πρέπει ενδεχομένως να περιοριστεί στους αιτούντες οι οποίοι ικανοποιούν ορισμένα κριτήρια, όπως π.χ. τις εξαιρετικά μικρές και μικρές επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στον καθορισμό των εν λόγω κριτηρίων.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα ΣΕΑ πρέπει να καλύπτουν τα φυσικά πρόσωπα και τα επιλεγμένα νομικά πρόσωπα. |

Χρηματοδότηση

Για να λειτουργήσει ένα ΣΕΑ αποτελεσματικά, είναι ουσιαστικής σημασίας να εφαρμοστούν κατάλληλοι μηχανισμοί συγκέντρωσης πόρων. Η δομή χρηματοδότησης δεν καθορίζει μόνο το επίπεδο προστασίας αλλά μπορεί επίσης να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο κόστος του κλάδου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι εισφορές που επιβάλλονται στους ασφαλιστές θα μετακυλήσουν ενδεχομένως στους ασφαλισμένους. Πρέπει συνεπώς να εξεταστούν με ιδιαίτερη προσοχή τα ακόλουθα σημεία:

Χρονοδιάγραμμα χρηματοδότησης

Σε ένα σύστημα εκ των προτέρων χρηματοδότησης , τα κεφάλαια συγκεντρώνονται για την πρόληψη ενδεχόμενων πτωχεύσεων και οι πόροι μεταφέρονται μέσω ενός συστήματος εισφορών επί των επιχειρήσεων του κλάδου, στο ΣΕΑ, τα οποίο τα διαχειρίζεται. Το κύριο πλεονέκτημα συνίσταται, συνεπώς, στην άμεση διαθεσιμότητα κεφαλαίων για την αποζημίωση των αιτούντων σε περίπτωση πτώχευσης. Επιπλέον, η εκ των προτέρων χρηματοδότηση υπόκειται λιγότερο σε προβλήματα ηθικού κινδύνου, διότι οι ασφαλιστές οι οποίοι καθίστανται αφερέγγυοι έχουν ήδη συνεισφέρει στο ΣΕΑ. Επιπλέον, με την εκ των προτέρων χρηματοδότηση είναι πιθανότερο να αποφευχθούν οι φιλοκυκλικές επιπτώσεις που συνδέονται με συστήματα εκ των υστέρων χρηματοδότησης. Το θετικό αυτό χαρακτηριστικό μπορεί να ενισχυθεί εκ νέου με την εισαγωγή εκ των προτέρων εισφορών που σταθμίζονται σύμφωνα με τον κίνδυνο πτώχευσης της συνεισφέρουσας εταιρείας (βλ. τμήμα 4.6.3).

Είναι σαφές ότι οι δαπάνες εγκατάστασης και λειτουργίας τείνουν να είναι υψηλότερες από ό,τι οι δαπάνες για την εκ των υστέρων χρηματοδότηση, λαμβανομένου υπόψη ότι ένα ΣΕΑ το οποίο χρηματοδοτείται εκ των υστέρων πρέπει να απασχολεί επαγγελματίες της επένδυσης για τη διαχείριση των κεφαλαίων και να χαράξει και να εφαρμόσει επενδυτική στρατηγική, η οποία βρίσκει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ κινδύνου και απόδοσης. Επιπλέον, υπάρχει πάντοτε ενδεχόμενο να αποδειχθούν ανεπαρκή τα κεφάλαια που έχουν συγκεντρωθεί σε περίπτωση πτώχευσης μεγάλης ασφαλιστικής επιχείρησης.

Σε ένα σύστημα εκ των υστέρων χρηματοδότησης οι εισφορές εισπράττονται μόνο όταν ένας ασφαλιστής κηρύξει πτώχευση και προκύψουν δαπάνες για το ΣΕΑ. Αυτό σημαίνει ότι οι δαπάνες εγκατάστασης και λειτουργίας τείνουν να είναι περιορισμένες και τα κεφάλαια μπορούν να είναι προσαρμοσμένα στο πραγματικό κόστος των αδυναμιών. Τα επιχειρήματα σχετικά με την ισότητα και την αναλογικότητα μπορεί να συνηγορούν υπέρ ενός συστήματος εκ των υστέρων χρηματοδότησης. Η εκ των υστέρων χρηματοδότηση τείνει, ωστόσο, να υπόκειται περισσότερο στον ηθικό κίνδυνο, δεδομένου ότι τα ιδρύματα τα οποία έχουν κηρύξει πτώχευση δεν συνεισφέρουν ποτέ στο ΣΕΑ. Επιπλέον, μπορεί να παρεμποδίζει μια ταχεία καταβολή πόρων στους ασφαλισμένους. Τα συστήματα που χρηματοδοτούνται εκ των υστέρων ενδέχεται επίσης να αυξήσουν τις επιπτώσεις φιλοκυκλικότητας, δεδομένου ότι ο κίνδυνος πτώχευσης των ασφαλιστών είναι υψηλότερος σε δυσχερείς οικονομικές συνθήκες.

Επίπεδο στόχος

Οι ανησυχίες σχετικά με το δυνάμει απεριόριστο μέγεθος των συνεισφορών σε ένα ΣΕΑ μπορούν να μειωθούν καθιερώνοντας ανώτατα ή απόλυτα όρια στις ετήσιες συνεισφορές σε ένα ΣΕΑ. Στην πράξη, τα όρια αυτά μπορούν να εκφράζονται σε ποσοστό των ασφαλίστρων ή αποθεμάτων των μελών που συνεισφέρουν (το «επίπεδο καθορισμένου στόχου»), σε κατάλληλη μεταβατική περίοδο.

Για να επιλεγεί ένα κατάλληλο επίπεδο προστασίας, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αξιολόγησαν πολλές εναλλακτικές επιλογές, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου κάλυψης των υφιστάμενων ΣΕΑ. Κατέληξαν αρχικά σε ένα επίπεδο στόχο της τάξεως του 1,2 % των μικτών εγγεγραμμένων ασφαλίστρων. Η εφαρμογή του εν λόγω επιπέδου στόχου, για παράδειγμα, μέσα σε ένα χρονικό ορίζοντα 10 ετών, θα ισοδυναμούσε με ετήσια συνεισφορά 0,12% των μικτών εγγεγραμμένων ασφαλίστρων από κάθε συνεισφέρον μέλος στο σύστημα[17].

Για τον περιορισμό του κινδύνου ελλείψεων χρηματοδότησης σε περίπτωση πτώχευσης ενός μεγάλου ασφαλιστή, είναι δυνατό να προβλεφθούν ρυθμίσεις εκ των υστέρων χρηματοδότησης ή άλλες πηγές χρηματοδότησης, όπως εξωτερικοί μηχανισμοί πίστωσης ή η αντασφάλιση.

Συνεισφορές

Για να καθοριστεί το συνολικό ποσό των κεφαλαίων που πρέπει να συγκεντρωθούν από συνεισφορές στο ΣΕΑ, είναι απαραίτητος ένας μηχανισμός κατανομής. Στην πράξη, οι ασφαλιστικές εταιρείες συνεισφέρουν στα υφιστάμενα ΣΕΑ στην ΕΕ ανάλογα με τον όγκο των δραστηριοτήτων τους. Αυτό αποφεύγει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ μικρών και μεγάλων ασφαλιστών και των νεοεισερχόμενων στην αγορά. Εν γένει, χρησιμοποιούνται τρεις παράγοντες: i) το ποσό των ασφαλίστρων (ακαθάριστα ή καθαρά), ii) το ποσό των τεχνικών προβλέψεων ή των αποθεμάτων και iii) ο αριθμός των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Οι διάφοροι παράγοντες έχουν διαφορετικές επιπτώσεις στο ύψος της συνεισφοράς που πρέπει να καταβάλλεται από κάθε επιχείρηση.

Η στάθμιση των κινδύνων σημαίνει ότι οι συνεισφορές υπολογίζονται ανάλογα με τους κινδύνους του ασφαλιστή ή τα αναμενόμενα έξοδα για το σύστημα. Οι συνεισφορές που βασίζονται στον κίνδυνο υπολογίζονται βάσει πολλών δεικτών που αντανακλούν το προφίλ κινδύνου του ασφαλιστή. Οι προτεινόμενοι δείκτες καλύπτουν κατηγορίες ουσιαστικών κινδύνων που χρησιμοποιούνται για να αξιολογηθεί η οικονομική κατάσταση του ασφαλιστή (π.χ. χαρτοφυλάκιο ασφαλισμένων κινδύνων, φερεγγυότητα, και ποιότητα στοιχείων του ενεργητικού). Τα δεδομένα που απαιτούνται για τον υπολογισμό αυτών των δεικτών διατίθενται σύμφωνα με υφιστάμενες υποχρεώσεις αναφοράς.

Μπορούν επίσης να εισαχθούν όρια αποζημίωσης και άλλες μειώσεις παροχών . Αυτό σημαίνει ότι τα ΣΕΑ θα απαιτούν από τους αιτούντες να επωμίζονται μέρος των ζημιών, έτσι ώστε να μειωθούν οι ανάγκες χρηματοδότησης για το σύστημα και να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος εκ μέρους των ασφαλισμένων. Μεταξύ των προβλεπόμενων μεθόδων συγκαταλέγονται το ανώτατο όριο ή ο περιορισμός των αποζημιώσεων, μείωση σε ποσοστό των απαιτήσεων ή ίδια συμμετοχή και ελάχιστα όρια για το αιτούμενο ποσό. Κάθε εναρμόνιση σε επίπεδο της ΕΕ πρέπει να βρει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της εγγύησης μιας ίσης ελάχιστης κάλυψης για όλους τους ασφαλισμένους σε όλα τα κράτη μέλη και της αποφυγής κάθε άχρηστης παρέμβασης στην εθνική αρμοδιότητα σε θέματα ορίων των αποζημιώσεων και άλλων μειώσεων στις παροχές.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα ΣΕΑ πρέπει να χρηματοδοτούνται βάσει εκ των προτέρων συνεισφορών από τους ασφαλιστές, οι οποίες ενδεχομένως συμπληρώνονται από ρυθμίσεις εκ των υστέρων χρηματοδότησης σε περίπτωση έλλειψης κεφαλαίων, που πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με το προφίλ κινδύνου κάθε συνεισφέροντος. Είναι σκόπιμο να καθοριστεί ένα κατάλληλο επίπεδο στόχου για τη χρηματοδότηση, καθώς και κατάλληλη μεταβατική περίοδος. Η Επιτροπή προτίθεται να προβλέψει εναρμονισμένα όρια αποζημίωσης και άλλες μειώσεις στις παροχές, υπό τον όρο ότι διασφαλίζεται κατάλληλη κάλυψη των ασφαλισμένων και των δικαιούχων για όλες τις σχετικές κατηγορίες ασφάλισης και σε όλα τα κράτη μέλη. |

Μεταφορά χαρτοφυλακίου και/ή αποζημίωση βάσει απαιτήσεων

Ένα ΣΕΑ μπορεί να δράσει κατά δύο τρόπους σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ασφαλιστή. Μπορεί να ασφαλίσει τη συνέχιση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων μεταφέροντάς τα σε ένα φερέγγυο ασφαλιστή ή αναλαμβάνοντάς τα άμεσα (μεταφορά χαρτοφυλακίου). Η λύση αυτή εφαρμόζεται ιδίως στα προϊόντα ασφάλισης ζωής, τα οποία δεδομένου ότι είναι μακροπρόθεσμα, είναι δύσκολο να αντικατασταθούν με τους ίδιους όρους. Η άλλη εναλλακτική λύση είναι ένα ΣΕΑ να αποζημιώνει μόνο τους ασφαλισμένους ή τους δικαιούχους για τις ζημίες που έχουν υποστεί (αποζημίωση βάσει απαιτήσεων).

Η Επιτροπή ενθαρρύνει σθεναρά την μεταφορά χαρτοφυλακίου όταν είναι εύλογα εφαρμοστέο και δικαιολογημένο από άποψη κόστους και οφέλους. Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση είναι επιτακτική ανάγκη να διασφαλιστεί η προστασία των καταναλωτών σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή. Όταν όλα τα άλλα μέσα έχουν εξαντληθεί, το ΣΕΑ πρέπει, κατά τη διάρκεια μιας προκαθορισμένης περιόδου, να αποζημιώσει τουλάχιστον τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους για τις ζημίες που έχουν υποστεί.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ΣΕΑ πρέπει εντός μιας προκαθορισμένης περιόδου να αποζημιώσει τουλάχιστον τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους για τις ζημιές όταν ένας ασφαλιστής καθίσταται αφερέγγυος. |

Επόμενα βήματα

Η παρούσα Λευκή Βίβλος εγείρει ορισμένα θέματα σχετικά την εισαγωγή μιας νομικά δεσμευτικής λύσης σε επίπεδο ΕΕ στον τομέα των ΣΕΑ. Οι εναλλακτικές λύσεις που προτιμά η Επιτροπή παρατίθενται σαφώς υπό μορφή πλαισίου στα τμήματα 3 και 4. Η Επιτροπή καλεί όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις εν λόγω εναλλακτικές λύσεις.

Η Επιτροπή θα αξιολογήσει προσεκτικά τις παρατηρήσεις αυτές και θα τις λάβει υπόψη κατά την υποβολή της νομοθετικής της πρότασης.

Οι απαντήσεις που θα δοθούν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαβούλευσης πρέπει να αποσταλούν στην Επιτροπή το αργότερο στις 30 Νοεμβρίου 2010 στην ακόλουθη διεύθυνση: MARKT-H2@ec.europa.eu.

[1] Οδηγία 1994/19/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ης Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, ΕΕ L135 της 31.05.1994, σ. 5-14· και οδηγία 1997/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, ΕΕ L 84 της 26.03.1997, σ. 22-38.

[2] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. το τμήμα 2.2 της έκθεσης εκτίμησης των επιπτώσεων.

[3] Βλ. http://ΕΚ.europa.eu/internal_market/finances/docs/de_larosiere_report_en.pdf. .

[4] Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (αναδιατύπωση) (εφεξής «Φερεγγυότητα II), ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1-155· βλ. ιδίως την αιτιολογική σκέψη 141 δεύτερο εδάφιο.

[5] Ανακοίνωση για το Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο – η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης, COM/2009/0114/τελικό της 04.03.2009.

[6] Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκής επιτροπής ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων (COM(2009)0502-C7-0168/2009-2009/0143(COD)).

[7] Στον τομέα των οικονομικών μαθηματικών και της διαχείρισης κινδύνου, η υποκείμενη σε κίνδυνο αξία (δυνητική ζημία) είναι το βασικό μέσο που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του κινδύνου ζημίας ενός συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων.

[8] Για λεπτομερέστερη ανάλυση βλέπε τμήμα 2.2 της εκτίμησης των επιπτώσεων και ιδίως τον πίνακα 22.

[9] Για μια ενδελεχή ανάλυση των ενδεχόμενων συνεπειών για τους ασφαλισμένους και φορολογούμενους, βλ. τμήμα 3.1 της εκτίμησης των επιπτώσεων.

[10] Για λεπτομερέστερη ανάλυση της αρχής της χώρας καταγωγής και της αρχής της χώρας υποδοχής, βλ. τμήμα 4.2.

[11] Βλ. επίσης το τμήμα 2.1.2 της εν λόγω Λευκής Βίβλου.

[12] Βλ. άρθρο 10 της οδηγίας 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ΕΕ L110 της 20.04.2001, σ. 28-39.

[13] Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών και συνταξιοδοτικών παροχών, ΕΕ L 235 της 23.09.2003, σ. 10-21.

[14] Για την έκθεση βλ. http://ΕΚ.europa.eu/internal_market/insurance/docs/guarantee_schemes_en.pdf.

[15] CEIOPS είναι η επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων. Βλ. http://www.ceiops.eu/media/files/publications/submissionstotheec/CEIOPS-DOC-18-09%20_Input_to_EC_work_on_IGS-approved_clean_.pdf.

[16] Βλ. άρθρο 242 της οδηγίας φερεγγυότητα II. Βλ. επίσης τη σύσταση αριθ. 25 που διατύπωσε η εξεταστική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Equitable Life, με την οποία καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει γρήγορα νομικές διατάξεις σχετικά με τα συστήματα εγγυήσεων της ασφάλισης: http://www.europarl.europa.eu/comparl/tempcom/equi/default_en.htm.

[17] Βλ. ιδίως τον πίνακα 51 της έκθεσης για την εκτίμηση των επιπτώσεων. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν αναφέρονται σε επίπεδα που καθορίστηκαν για την πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων PD=0,1%, (σενάριο εμπιστοσύνης 99%).