52010DC0337

Έκθεσητης Επιτροπης Προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με το Γερμανικό Μονοπώλιο Αλκοόλης /* COM/2010/0337 τελικό */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 24.6.2010

COM(2010)337 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

σχετικά με το Γερμανικό Μονοπώλιο Αλκοόλης

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

σχετικά με το Γερμανικό Μονοπώλιο Αλκοόλης

Εισαγωγή

Το άρθρο 184 παράγραφος 3 του κανονισμού (EK) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») ορίζει ότι η Επιτροπή θα υποβάλει, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2009, έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπεται για το Γερμανικό Μονοπώλιο Αλκοόλης. Η έκθεση περιλαμβάνει «αξιολόγηση των ενισχύσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο του Μονοπωλίου αυτού, μαζί με κατάλληλες προτάσεις ».

Για την παρούσα έκθεση η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις πληροφορίες που υποβάλλονται ετησίως από τις γερμανικές αρχές σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος, καθώς και πληροφορίες προερχόμενες από άλλες πηγές.

Αιθυλική αλκοόλη

Υπάρχουν δύο βασικά είδη αιθυλικής αλκοόλης ή αιθανόλης:

- γεωργική αλκοόλη – προϊόν ζύμωσης και απόσταξης γεωργικών προϊόντων, όπως τα σιτηρά, τα ζαχαρότευτλα, τα γεώμηλα και τα φρούτα. Χρησιμοποιείται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ποτά και ξύδι), στον τομέα των βιοκαυσίμων (οπότε και ονομάζεται βιοαιθανόλη ή καύσιμη αιθανόλη) και σε άλλες βιομηχανικές εφαρμογές.

- συνθετική αλκοόλη – παράγεται από πετροχημικές πρώτες ύλες (παράγωγα πετρελαίου) και χρησιμοποιείται μόνο στη βιομηχανική αγορά (φαρμακευτικά προϊόντα, καλλυντικά, μελάνια, βαφές, απορρυπαντικά, καθαριστικά τζαμιών, επιχρίσματα κλπ).

Με περιεκτικότητα σε αλκοόλη που κυμαίνεται μεταξύ 80% κατ’ όγκο και 99,9% κατ’ όγκο, η αιθυλική αλκοόλη, ιδίως περιεκτικότητας άνω του 96% κατ’ όγκο, δεν έχει ειδικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Δεν έχει γεύση ούτε χρώμα, γι’ αυτό και προσδιορίζεται επίσης με την κοινή ονομασία «ουδέτερο οινόπνευμα».

Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή και χρήση της αλκοόλης στον τομέα των βιοκαυσίμων έχει γνωρίσει πρωτόγνωρη ανάπτυξη σε ολόκληρο τον κόσμο (και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες). Το 2003 η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε την οδηγία σχετικά µε την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίµων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές[1] και, τον Απρίλιο του 2009, την οδηγία σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές[2]. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 670/2003 του Συμβουλίου θεσπίζει ειδικά μέτρα σχετικά με την αγορά στον τομέα της αιθυλικής αλκοόλης γεωργικής προέλευσης[3] υπό μορφή μιας «ελαφριάς» κοινής οργάνωσης αγοράς. Θέσπισε τη δυνατότητα ενός συστήματος παρακολούθησης της εμπορίας μέσω πιστοποιητικών για τη γεωργική αλκοόλη και έθεσε τον τομέα της αλκοόλης υπό την αρμοδιότητα της επιτροπής διαχείρισης οίνων. Επιπλέον, βάσει στοιχείων που παρέχονται από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή δημοσιεύει ένα ετήσιο κοινοτικό ισοζύγιο για την αγορά. Ο κανονισμός προέβλεπε παρέκκλιση από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων για το Γερμανικό Μονοπώλιο Αλκοόλης. Ο κανονισμός αυτός ενσωματώθηκε αργότερα στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ).

Η αγορά της γεωργικής αιθυλικής αλκοόλης στην ΕΕ

Στην ΕΕ-27 παρήχθησαν το 2008 περίπου 40,5 εκατ. εκατόλιτρα (hl) γεωργικής αιθυλικής αλκοόλης. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής αυτής προήλθε από σιτηρά (22,3 εκατ. hl) και ζαχαρότευτλα / μελάσα (15,9 εκατ. hl), οίνο (2,4 εκατ. hl), γεώμηλα (250.000 hl), φρούτα (200.000 hl) και άλλες ύλες (1,3 εκατ. hl).

Το 2008 οι κύριοι παραγωγοί γεωργικής αλκοόλης στην ΕΕ ήταν: η Γαλλία (15,4 εκατ. hl), η Γερμανία (5,9 εκατ. hl), η Ισπανία (5,4 εκατ. hl) και η Πολωνία (1,9 εκατ. hl).

Τα στοιχεία της Eurostat σχετικά με την εμπορία αγαθών δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια του 2008 η ΕΕ-27 εισήγαγε συνολικά περίπου 13 εκατ. hl αιθυλικής αλκοόλης από τρίτες χώρες (ποσότητα υπερδιπλάσια από τα 5,6 εκατ. hl που εισήχθησαν το 2006). Κύρια χώρα προέλευσης παρέμεινε η Βραζιλία, από την οποία εισήχθησαν 7,3 εκατ. hl, τα οποία αντιστοιχούσαν στο 56 % τω εισαγωγών.

Το 2008 η εσωτερική κατανάλωση αιθυλικής αλκοόλης ανήλθε στα 52,6 εκατ. hl, ή 9% περισσότερο σε σχέση με το 2007. Η αύξηση αυτή οφειλόταν κυρίως στην επέκταση της χρήσης στον τομέα των καυσίμων: 28,7 εκατ. hl το 2008 ή κατά 38 % περισσότερο σε σχέση με το 2007.

Λειτουργία του γερμανικου μονοπωλιου αλκοολησ

Εξέλιξη του μονοπωλίου

Το μονοπώλιο αλκοόλης θεσπίστηκε επίσημα το 1918 ως οικονομικό μονοπώλιο και εθνική οργάνωση για την αιθυλική αλκοόλη. Η νομική βάση για το μονοπώλιο είναι ο νόμος περί μονοπωλίου αλκοόλης της 8ης Απριλίου 1922, ο οποίος τροποποιήθηκε τελευταία από τον νόμο της 15ης Ιουλίου 2006[4].

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Γερμανικού Μονοπωλίου Αλκοόλης είναι παραγωγή σε δύο στάδια: σε πρώτη φάση τα αποστακτήρια παράγουν ακατέργαστη αλκοόλη από γεώμηλα, σιτηρά ή φρούτα. Σε δεύτερο στάδιο, το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής αλκοόλης που παράγεται υπό το καθεστώς του μονοπωλίου παραδίδεται στην Ομοσπονδιακή Διοίκηση Μονοπωλίου Αλκοόλης (BfB[5]), η οποία είναι αρμόδια για την οργάνωση της συγκεκριμένης αγοράς στη Γερμανία. Η BfB ρυθμίζει την παραγωγή αλκοόλης χορηγώντας ονομαστικά δικαιώματα απόσταξης σε επιμέρους μονάδες απόσταξης (βλ. ενότητα 2.4) και καθορίζοντας τιμές αγοράς, οι οποίες κατά κανόνα καλύπτουν τα έξοδα του παραγωγού (βλ. ενότητα 2.5). Τα ετήσια δικαιώματα απόσταξης καθορίζονται (ως ποσοστά των συνολικών δικαιωμάτων) σε διαφορετικά επίπεδα από χρονιά σε χρονιά ανάλογα με τη ζήτηση για γεωργική αλκοόλη. Η BfB δεσμεύεται νομικά να αγοράζει τη γεωργική αλκοόλη που παράγεται βάσει των ονομαστικών δικαιωμάτων απόσταξης στις καθορισθείσες τιμές. Μειωμένη τιμή, η οποία είναι απαγορευτικά χαμηλή, ισχύει για τυχόν πλεονάζουσα παραγωγή. Το μονοπώλιο προσφέρει επομένως στους παραγωγούς μια σχετική σιγουριά σε ό,τι αφορά τις τιμές και τα έσοδά τους.

Μερίδιο του μονοπωλίου στη γερμανική αγορά

Κατά το ημερολογιακό έτος 2007 η συνολική παραγωγή αιθυλικής αλκοόλης γεωργικής προέλευσης στη Γερμανία ανήλθε σε περίπου 5 εκατ. hl. Η ποσότητα που παρήχθη από τα αποστακτήρια υπό το καθεστώς του μονοπωλίου ήταν περίπου 590.000 hl ή το 12% της συνολικά παραγόμενης αιθυλικής αλκοόλης γεωργικής προέλευσης (βλ. διάγραμμα που ακολουθεί). Η αλκοόλη που παρήχθη υπό το καθεστώς του μονοπωλίου προήλθε κυρίως από σιτηρά (59%) και γεώμηλα (σχεδόν 34%), ενώ ποσοστό μόλις 7% προήλθε από φρούτα. Η αλκοόλη που παρήχθη εκτός μονοπωλίου προήλθε κατά κύριο λόγο από σιτηρά (57%), αλλά και από μελάσα και ζαχαρότευτλα (37%).

Διάγραμμα 1: Παραγωγή γεωργικής αλκοόλης στη Γερμανία το 2007 (hl A)

[pic]

Ταξινόμηση των αποστακτηρίων υπό το καθεστώς του μονοπωλίου

Μετά την τελευταία μεταρρύθμιση του Γερμανικού Μονοπωλίου Αλκοόλης το 1999, το μονοπώλιο καλύπτει μόνο τα αγροτικά αποστακτήρια, τα αποστακτήρια συνεταιρισμών φρούτων (δεσμευμένα αποστακτήρια), τα αγροτικά και εμπορικά μικρά αποστακτήρια και τους χρήστες αποστακτηρίων. Η βασική ταξινόμηση διακρίνει, ανάλογα με το σύστημα μέτρησης της παραγωγής/φορολογίας, μεταξύ δεσμευμένων αποστακτηρίων και κατ’ αποκοπήν αποστακτηρίων:

- Δεσμευμένα αποστακτήρια ( Verschlussbrennereien ) είναι εκείνα στα οποία όλοι οι ατμοί που περιέχουν αλκοόλη συμπυκνώνονται σε συστήματα παραγωγής και διύλισης, τα οποία σφραγίζονται με επίσημες τελωνειακές σφραγίδες και όλη η αλκοόλη ρέει μέσω αγωγών σε δεξαμενές συλλογής ή βαρέλια (τα οποία είναι επίσης παρομοίως σφραγισμένα) ή μέσω επισήμων οργάνων μέτρησης. Τα δεσμευμένα αποστακτήρια διαιρούνται σε:

- Αγροτικά αποστακτήρια ( Landwirtschaftliche Brennereien ) , τα οποία συνδέονται πάντα με μια γεωργική επιχείρηση. Κατά κανόνα μπορούν να επεξεργάζονται μόνο γεώμηλα και σιτηρά (σιτάρι, τριτικάλε, αραβόσιτο και σίκαλη). Στη Γερμανία υπάρχουν περίπου 677 μικρομεσαία αποστακτήρια αυτού του είδους.

- Αποστακτήρια συνεταιρισμών φρούτων ( Obstgemeinschaftsbrennereien ) , τα οποία μπορούν να επεξεργάζονται μόνο φρούτα, απύρηνους καρπούς, οίνο, οινολάσπη, μούστο, φυτά με ριζώματα ή κονδύλους ή υπολείμματα αυτών. Πρόκειται για δεσμευμένα αποστακτήρια που διευθύνονται από ενώσεις, συμπράξεις ή συνεταιρισμούς όπου η αλκοόλη παράγεται αποκλειστικά από προϊόντα φρούτων των μελών τους. Κάθε μέλος έχει ποσόστωση παραγωγής βάσει του μονοπωλίου που ανέρχεται στα 300 λίτρα αλκοόλης.

- Στα μικρά κατ’ αποκοπήν αποστακτήρια (Abfindungsbrennereien) , από την άλλη μεριά, δεν υπάρχουν σφραγίδες ή άλλες μορφές σφράγισης και η παραγωγή αλκοόλης υπολογίζεται βάσει του όγκου και του είδους των πρώτων υλών (κυρίως φρούτα), σε συνδυασμό με τα ποσοστά απόδοσης που ορίζονται για τα αντίστοιχα είδη. Για να μπορούν να επωφελούνται ως μικρά αποστακτήρια στο πλαίσιο της μονοπωλιακής νομοθεσίας, τα αποστακτήρια αυτά πρέπει να παραμένουν εντός των ορίων «επιλέξιμης παραγωγής» (50 ή 300 λίτρα αλκοόλης ετησίως). Τα μικρά κατ’ αποκοπήν αποστακτήρια μπορούν είτε να παραδίδουν την αλκοόλη που παράγουν στο Μονοπώλιο είτε να εμπορεύονται τα ίδια την αλκοόλη υπό μορφή αποσταγμάτων ή οινοπνευματωδών. Στην τελευταία περίπτωση μπορούν να επωφελούνται από μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης 10,22 ευρώ/λίτρο αντί του κανονικού συντελεστή 13,03 ευρώ/λίτρο. Αυτό γίνεται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ[6].

- Πέραν των δεσμευμένων και των μικρών αποστακτηρίων υπάρχει και η ξεχωριστή κατηγορία των χρηστών αποστακτηρίων ( Stoffbesitzer ) . Πρόκειται για άτομα που δεν έχουν δικό τους εξοπλισμό απόσταξης και χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό μικρών αποστακτηρίων για να επεξεργαστούν μόνο τα δικά τους προϊόντα φρούτων για παραγωγή που δεν υπερβαίνει τα 50 λίτρα αλκοόλης σε οποιοδήποτε έτος παραγωγής. Για ιστορικούς λόγους αυτή η μορφή απόσταξης επιτρέπεται μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιοχές της νότιας Γερμανίας. Η αλκοόλη που παράγεται από τους χρήστες μικρών αποστακτηρίων υπόκειται σε μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης, εάν τα αποστάγματα διατίθεται στο εμπόριο από τους ίδιους τους παραγωγούς. Όπως και τα μικρά κατ’ αποκοπήν αποστακτήρια, μπορούν να παραδίδουν την αλκοόλη που παράγουν στο Μονοπώλιο.

Κατά το έτος παραγωγής 2007/08 τα μικρά αποστακτήρια, οι χρήστες αποστακτηρίων και τα αποστακτήρια συνεταιρισμών φρούτων παρήγαγαν περίπου 75.000 hl αλκοόλης, εκ των οποίων περίπου 50.000 hl παραδόθηκαν στην BfB.

Δικαιώματα απόσταξης

Δικαίωμα απόσταξης είναι το δικαίωμα συγκεκριμένου αποστακτηρίου να λαμβάνει την τιμή αγοράς, όπως ορίζεται από την BfB, για ορισμένη ποσότητα αλκοόλης (ονομαστικό δικαίωμα απόσταξης). Πρόκειται επομένως για ευεργέτημα που δίνει τη δυνατότητα στο αποστακτήριο να παράγει αλκοόλη για συγκεκριμένο αντίτιμο. Ωστόσο, αποτελεί επίσης τη βάση για τη ρύθμιση της παραγωγής αλκοόλης. Ο νόμος περί μονοπωλίου αλκοόλης επιτρέπει στην BfB να μειώνει τα δικαιώματα απόσταξης για κάθε αποστακτήριο ανάλογα με τις ποσότητες των αποθεμάτων, την προβλεπόμενη ζήτηση και τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους και να ορίζει διαφορετικά ετήσια δικαιώματα απόσταξης (ως ποσοστό των ονομαστικών δικαιωμάτων απόσταξης) από το ένα έτος παραγωγής στο άλλο.

Βάσει της μονοπωλιακής νομοθεσίας τα μικρά κατ’ αποκοπήν αποστακτήρια, οι χρήστες αποστακτηρίων, τα αποστακτήρια συνεταιρισμών φρούτων και τα μικρά δεσμευμένα αποστακτήρια δεν διαθέτουν ποσοστώσεις παραγωγής υπό τη νομική έννοια ( Brennrechte ), αλλά δικαίωμα παραγωγής συγκεκριμένης ετήσιας ποσότητας αλκοόλης. Σε αντίθεση με τα δικαιώματα απόσταξης, τα όρια αυτά δεν αλλάζουν από έτος σε έτος. Τα αποστακτήρια αυτά έχουν τη δυνατότητα να παραδίδουν ακατέργαστη αλκοόλη στην BfB, αλλά δεν υποχρεούνται να το πράττουν.

Τιμή αγοράς

Η λειτουργία του μονοπωλίου βασίζεται στην αρχή ότι οι παραγωγοί ακατέργαστης αλκοόλης λαμβάνουν για το προϊόν τους τιμή αγοράς άνω των επιπέδων των αγοραίων τιμών, ως επιδότηση που τους επιτρέπει να συνεχίζουν τη δραστηριότητά τους. Η αλκοόλη που συλλέγεται και αναδιυλίζεται από το Μονοπώλιο πωλείται στη συνέχεια σε διάφορους εμπόρους.

Η BfB καθορίζει τη βασική τιμή αγοράς για την αλκοόλη ετησίως βάσει του μέσου κόστους παραγωγής των σωστά διαχειριζόμενων αποστακτηρίων γεωμήλων με ετήσια παραγωγή μέχρι 600 hl αλκοόλης.

Για όλα τα μεγαλύτερα αποστακτήρια η βασική τιμή μειώνεται κατά ποσοστό ανάλογο προς το κόστος παραγωγής, το οποίο ποικίλει ανάλογα με τις παραγόμενες ποσότητες (όσο μεγαλύτερο το αποστακτήριο τόσο υψηλότερη η μείωση).

Η μονοπωλιακή νομοθεσία προβλέπει ειδικές τιμές αγοράς για την αλκοόλη που προέρχεται από τα αποστακτήρια συνεταιρισμών φρούτων, μικρά αποστακτήρια και χρήστες αποστακτηρίων. Οι τιμές αυτές καθορίζονται με βάση τη βασική τιμή της αλκοόλης αλλά περιλαμβάνουν και διάφορα συμπληρώματα.

Πίνακας 1: Ποσότητες αλκοόλης που αγοράστηκαν από την BfB κατά το έτος εμπορίας 2007/08[7]:

Αγορές ακατέργαστης αλκοόλης από: | εκατόλιτρα (hl) αλκοόλης | Τιμής αγοράς σε € / hl αλκοόλης* | Δαπάνες της BfB σε € * |

Γεώμηλα | 204.974 | 126,66 | 25.962.000 |

Σιτηρά | 340.279 | 141,58 | 48.178.000 |

Πολτός φρούτων | 51.514 | 354,31 | 18.252.000 |

Μερικό σύνολο | 596.767 | 154,82 | 92.392.000 |

Συμπληρωματικές ποσότητες ακατέργαστης αλκοόλης που αγοράστηκαν από τη BfB | 22.811 | 58,09 | 1.325.000 |

Γενικό σύνολο | 619.578 | 151,26 | 93.717.000 |

* συμπεριλαμβανομένων των δαπανών συλλογής οι συνολικές δαπάνες της BfB ανέρχονται σε περίπου 120 εκατ. ευρώ.

Η τιμή υπολογίζεται με τρόπο ώστε να ευνοούνται περισσότερο οι γεωργοί που προμηθεύουν τις πρώτες ύλες.

Η διαδικασία απόσταξης χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το αρχικό 10% και το τελικό 10% της αλκοόλης που παράγεται (και που ονομάζονται «κεφάλι και ουρά») είναι χαμηλής ποιότητας με αυξημένο ποσοστό ζυμελαίων και υψηλότερων αλκοολών και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο μετά από περαιτέρω επεξεργασία ή επαναδιύλιση. Επισημαίνεται ότι, παρά τη χαμηλότερη ποιότητά του, αυτό το 20% της παραγωγής αγοράζεται από το Μονοπώλιο στις ίδιες ελκυστικές τιμές που ισχύουν και για τις καλύτερες ποιότητες. Με τον τρόπο αυτό, μαζί με τους γεωργούς, οι κύριοι επωφελούμενοι από το Μονοπώλιο είναι τα αποστακτήρια.

Επεξεργασία και πωλήσεις από το Μονοπώλιο

Επεξεργασία

Μετά τη συλλογή η ακατέργαστη αλκοόλη υποβάλλεται σε επεξεργασία στα τρία διυλιστήρια της BfB στο Μόναχο, στο Βίτενμπεργκ και στη Νυρεμβέργη, τα οποία διαθέτουν συνολική ικανότητα διύλισης 600.000 hl.

Η διοίκηση του Μονοπωλίου απασχολεί συνολικά περίπου 90 εργαζόμενους.

Η ακατέργαστη αλκοόλη με περιεκτικότητα αλκοόλης περίπου 85% που παραδίδεται από τους παραγωγούς υποβάλλεται σε επεξεργασία για να παραχθεί καθαρή αλκοόλη σε ποσοστά 96% και 99%. Οι ποσότητες που παράχθηκαν από την επεξεργασία αλκοόλης κατά το έτος εμπορίας 2007/08 ανήλθαν στα 546.000 hl.

Πωλήσεις αλκοόλης

Η BfB πωλεί την αλκοόλη της αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που εδρεύουν στη Γερμανία. Οι πωλήσεις γίνονται μέσω επτά σημείων πώλησης ιδιοκτησίας της BfB. Η καθαρή αλκοόλη διοχετεύεται κυρίως στους τομείς («προτεραιότητας»): οινοπνευματώδη, τρόφιμα, φαρμακευτικά προϊόντα και καλλυντικά. Επίσης, η τριτοταγής αλκοόλη μετουσιώνεται για χρήση σε αντιψυκτικά υγρά, υγρά καθαρισμού τζαμιών και κοινό οινόπνευμα.

Το 2008 το Μονοπώλιο πούλησε περίπου 555.000 hl αλκοόλης, εκ των οποίων:

- 53% στον βιομηχανικό τομέα , όπως καλλυντικά (30% του συνόλου) και φαρμακοβιομηχανίες (8%)

- 47% στον τομέα των ειδών διατροφής , όπως ποτά (33% των συνολικών ποσοτήτων που πωλήθηκαν) και τρόφιμα (13%).

Πίνακας 2: Ποσότητες πωλήσεων BfB στους τομείς προτεραιότητας από το 2004 έως το 2008 σε εκατόλιτρα:

2004 | 2005 | 2006 | 2007 | 2008 |

Τομέας ειδών διατροφής: | 333.278 | 339.264 | 292.555 | 232.200 | 259.014 |

- Αλκοολούχα ποτά | 265.675 | 274.034 | 213.998 | 151.004 | 185.387 |

- Τρόφιμα | 67.603 | 65.230 | 78.557 | 81.196 | 73.627 |

Βιομηχανικός τομέας: | 298.865 | 292.376 | 295.002 | 294.356 | 295.602 |

- Φαρμακευτικά προϊόντα | 44.658 | 38.464 | 37.393 | 42.467 | 43.191 |

- Καλλυντικά | 157.134 | 164.890 | 154.917 | 175.461 | 168.161 |

- Άλλη βιομηχανική χρήση | 97.073 | 89.022 | 102.692 | 76.428 | 84.250 |

Καύσιμα | 0 | 0 | 0 | 0 | 0 |

Άλλες χρήσεις | 0 | 0 | 0 | 0 | 0 |

Σύνολο | 632.143 | 631.640 | 587.557 | 526.556 | 554.616 |

Οι τιμές στις οποίες η BfB πωλεί τα προϊόντα της αμφισβητούνται από διάφορους ενδιαφερόμενους ως χαμηλότερες των επιπέδων της αγοράς. Η BfB πώλησε κατά την περίοδο 2007/2008 αλκοόλη με τις ακόλουθες μέσες τιμές:

- αλκοόλη για οινοπνευματώδη και τρόφιμα – 70 €/hl,

- φαρμακευτικά προϊόντα και καλλυντικά – 73 €/hl,

- άλλες βιομηχανικές χρήσεις – 59 €/hl.

Σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις προς τις αγορές της φαρμακοβιομηχανίας και των καλλυντικών, επισημαίνεται ότι ο νόμος περί μονοπωλίου αλκοόλης ορίζει ότι η συνθετική αλκοόλη δεν μπορεί να πωλείται στη βιομηχανία των καλλυντικών παρά μόνο εφόσον έχουν προηγουμένως πωληθεί ετησίως τουλάχιστον 200.000 hl γεωργικής αλκοόλης για τη συγκεκριμένη χρήση, οπότε και απαγορεύει ουσιαστικά την πρόσβαση των παραγωγών συνθετικής αλκοόλης στη συγκεκριμένη αγορά.

Καθόλου αλκοόλη δεν πωλείται για χρήση σε βιοκαύσιμα.

Κρατική ενίσχυση από τη γερμανική κυβέρνηση μέσω του Μονοπωλίου

Η κρατική ενίσχυση που χορηγείται μέσω του Μονοπωλίου αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του κόστους αγοράς ακατέργαστης αλκοόλης σε υψηλές τιμές και των εσόδων που προκύπτουν από τις πωλήσεις της αλκοόλης αυτής σε τιμές της αγοράς μετά την αναδιύλιση, λαμβανομένου υπόψη του κόστους συλλογής και επεξεργασίας, καθώς και του λειτουργικού κόστους της BfB.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 ορίζει το μέγιστο ποσό που μπορεί να χορηγείται από τη Γερμανική Κυβέρνηση ως κρατική ενίσχυση μέσω του Μονοπωλίου στα 110 εκατ. ευρώ. Το όριο αυτό τηρήθηκε και οι επιδοτήσεις μειώθηκαν από 110 εκατ. ευρώ το 2003 σε σχεδόν 80 εκατ. ευρώ το 2008. Οι ποσότητες που πωλήθηκαν από το Μονοπώλιο μειώθηκαν αντίστοιχα την περίοδο αυτή από 640.000 hl το 2003 σε 555.000 hl το 2008.

Η μείωση του προϋπολογισμού συνδέθηκε με τη μεταρρύθμιση του Μονοπωλίου που έλαβε χώρα το 1999. Η μεταρρύθμιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τα εμπορικά δεσμευμένα αποστακτήρια να αποχωρήσουν από το Μονοπώλιο έναντι αποζημιώσεων ύψους έως 257,50 ευρώ ανά εκατόλιτρο ονομαστικών δικαιωμάτων απόσταξης, ανάλογα με το είδος του αποστακτηρίου και την ημερομηνία αποχώρησης. Οι πληρωμές αυτές αποτελούν κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν επί πέντε έτη εμπορίας, ώστε να βοηθήσουν τα αποστακτήρια να επιβιώσουν στην ελεύθερη αγορά. Μεταξύ του 2001 και του 2008 περίπου 70 αποστακτήρια αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το Μονοπώλιο έναντι της προαναφερθείσας αποζημίωσης. Η μεταρρύθμιση του 1999 εισήγαγε επίσης μειώσεις στις τιμές αγοράς για τα αγροτικά αποστακτήρια που παρέμεναν στο Μονοπώλιο Αλκοόλης.

Περαιτέρω μειώσεις στην ετήσια ενίσχυση προέκυψαν από γενικές μειώσεις επί του συνόλου της οικονομικής βοήθειας προς το Μονοπώλιο εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τη μείωση της επιτρεπόμενης ετήσιας παραγωγής για τα αγροτικά αποστακτήρια σε ποσοστό μέχρι και 50% των ονομαστικών δικαιωμάτων απόσταξής τους.

Αξιολόγηση της ενισχυσησ

Επίπτωση στους γεωργούς και στα αποστακτήρια

Υπάρχουν περίπου 677 μικρομεσαία αγροτικά αποστακτήρια. Περίπου 7.000 οικογενειακές αγροτικές εκμεταλλεύσεις που παράγουν γεώμηλα ή/και σιτηρά για παραγωγή αλκοόλης συνδέονται με τα αποστακτήρια αυτά, τα οποία προσφέρουν περίπου 4.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης. Οι εκμεταλλεύσεις αυτές χρησιμοποιούν μέρος μόνο της αγροτικής γης τους για την καλλιέργεια προϊόντων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αλκοόλης, γεγονός που σημαίνει ότι για τους γεωργούς το Μονοπώλιο αποτελεί απλώς μια συμπληρωματική πηγή εσόδων. Υπάρχουν επίσης περίπου 28.000 μικρά αποστακτήρια (εκ των οποίων λειτουργούν ετησίως περίπου 20.000), 8 αποστακτήρια συνεταιρισμών φρούτων και περί τους 425.000 χρήστες αποστακτηρίων (εκ των οποίων δραστηριοποιούνται κατά μέσο 100.000 ετησίως).

Σε ό,τι αφορά τα αγροτικά αποστακτήρια (674), τα οποία διέθεσαν το 2007 στο Μονοπώλιο 538.921 hl αλκοόλης παραγόμενης από γεώμηλα ή/και σιτηρά, η μέση ποσότητα παραγωγής τους ανά αποστακτήριο έφτανε στα 800 hl αλκοόλης και έλαβαν κατά μέσο όρο συνολική τιμή αγοράς περίπου 107.000 ευρώ ετησίως. Όσον αφορά τα αποστακτήρια συνεταιρισμών, λαμβανομένου υπόψη ότι ένα μέσο αποστακτήριο συνεταιρισμού γεώμηλων αποτελείται από 15 αγροτικές εκμεταλλεύσεις και παράγει ετήσια ποσότητα 2.500 hl αλκοόλης, κάθε γεωργός λάμβανε ετήσια συνολική τιμή αγοράς περίπου 15.000 ευρώ. Η συνολική τιμή αγοράς περιλαμβάνει το κόστος παραγωγής που προκύπτει για τη μονάδα απόσταξης (κόστος πρώτων υλών, ενέργειας, συντήρησης κλπ.)[8].

Τα μικρά κατ’ αποκοπήν αποστακτήρια που μπορούν να παράγουν μέχρι 300 λίτρα αλκοόλης ετησίως λαμβάνουν μέγιστη συνολική ετήσια τιμή αγοράς γύρω στα 1.000 ευρώ[9]. Η ενίσχυση αυτή αντιπροσωπεύει ένα μικρό μέρος του εισοδήματός του, αλλά μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας για τη συνέχιση της δραστηριότητάς τους. Επισημαίνεται ότι τα συγκεκριμένα όρια παραγωγής μπορούν να προσμετρώνται σωρευτικά (έως 3000 λίτρα ανά 10 έτη) εξασφαλίζοντας οικονομίες κλίμακας. Το Μονοπώλιο βοηθά ουσιαστικά στη διατήρηση των υψηλών τιμών για την αλκοόλη που παράγεται από φρούτα.

Σημασία των αγροτικών αποστακτηρίων ανά περιφέρεια

Σε ορισμένες περιοχές της Γερμανίας το Μονοπώλιο Αλκοόλης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την τοπική οικονομία, ιδίως σε περιοχές με υψηλότερο αριθμό αποστακτηρίων. Το 2009 το 87% του συνόλου των αγροτικών αποστακτηρίων υπό το καθεστώς του Μονοπωλίου βρίσκονται σε πέντε ομόσπονδα κρατίδια: Βαυαρία (157), Ρηνανία-Παλατινάτο (115), Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία (118), Κάτω Σαξονία και Βρέμη (93) και Βάδη-Βυρτεμβέργη (79).

Πίνακας 3: Κατανομή των αγροτικών αποστακτηρίων και των ποσοστώσεων παραγωγής τους ανά γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο (2009)

Κρατίδιο | Αριθμός αποστακτηρίων | Ονομαστική ποσόστωση παραγωγής σε εκατόλιτρα (hl) αλκοόλης |

Βάδη-Βυρτεμβέργη | 79 | 60.888 |

Βαυαρία | 157 | 295.743 |

Βρανδεμβούργο | 15 | 56.945 |

Βρέμη | 1 | 545 |

Έσση | 24 | 12.775 |

Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία | 3 | 8.490 |

Κάτω Σαξονία | 92 | 211.950 |

Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία | 118 | 136.879 |

Ρηνανία-Παλατινάτο | 115 | 46.704 |

Σάαρλαντ | 31 | 26.106 |

Σαξονία (Sachsen) | 1 | 720 |

Σαξονία-Άνχαλτ | 6 | 26.699 |

Σλέσβιχ-Χόλσταϊν | 3 | 3.560 |

Αντίκτυπος στην αγορά της αλκοόλης στη Γερμανία και στην ΕΕ

Το Μονοπώλιο παρέχει σημαντικές ποσότητες αλκοόλης (0,5-0,6 εκατ. hl) στη γερμανική αγορά (η οποία εκτιμάται στα 3,1 εκατ. hl, εξαιρουμένων των βιοκαυσίμων) ιδίως στους τομείς των ποτών και της βιομηχανίας.

Πίνακας 4: Μερίδιο της αλκοόλης που πωλήθηκε από το Μονοπώλιο στη γερμανική αγορά το 2008 σε 1000 hl:

Πωλήσεις από το Μονοπώλιο | Γερμανική αγορά | % |

Τομέας ειδών διατροφής | 259 | 1938 | 13% |

Ποτά | 185 | 346 | 53% |

Τρόφιμα | 74 | 1591 | 5% |

Βιομηχανικός τομέας | 296 | 1142 | 26% |

Καύσιμα | 0 | 4740 | 0% |

Επιπλέον, η ποσότητα της αλκοόλης που επιχορηγείται από το Μονοπώλιο ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή αγορά (η οποία εκτιμάται στα 23,9 εκατ. hl, εξαιρουμένων των βιοκαυσίμων). Οι ενδιαφερόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ποσότητες που επιχορηγούνται από τη Γερμανία ενδέχεται να επηρεάζουν τις τιμές της αλκοόλης στην αγορά της ΕΕ.

Αντίκτυπος στο περιβάλλον

Σύμφωνα με τη Γερμανική Κυβέρνηση το Μονοπώλιο βοηθάει στη διατήρηση παραδοσιακών δενδρόκηπων, οι οποίοι προμηθεύουν με πρώτες ύλες τα μικρά αποστακτήρια και τα αποστακτήρια φρούτων. Αντιπροσωπεύουν μια οικολογική αξία από άποψη χλωρίδας και πανίδας και διασφαλίζουν μια μοναδική ποικιλία σπάνιων ζωικών ειδών. Οι δενδρόκηποι αποτρέπουν επίσης τη διάβρωση του εδάφους και βοηθούν στην αποθήκευση νερού, επομένως και στην εξισορρόπηση της ατμοσφαιρικής υγρασίας.

Στην περίπτωση των μικρών αποστακτηρίων οι ενισχύσεις που λαμβάνονται μέσω του Μονοπωλίου είναι περιορισμένες. Θεωρείται ωστόσο απαραίτητο για τους γεωργούς να συνεχίσουν να καλλιεργούν οπωροφόρα δέντρα, τα οποία αποτελούν σημαντικό στοιχείο του τοπίου. Σε άλλες πάντως περιφέρειες γειτονικών κρατών μελών της ΕΕ, οι οποίες δεν καλύπτονται από το Μονοπώλιο, το τοπίο είναι παρόμοιο με το γερμανικό.

Η κατάσταση σε άλλα κράτη μέλη

Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραγωγή αλκοόλης από μικρά αγροτικά αποστακτήρια λαμβάνει χώρα και σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Αυστρία και η Πολωνία, όπου οι παραγωγοί δεν λαμβάνουν επιδοτήσεις για αλκοόλη ή αποστάγματα. Σε ορισμένες χώρες προβλέπονται ωστόσο φορολογικές ελαφρύνσεις για τα μικρά αγροτικά αποστακτήρια.

Στη Γαλλία υπήρχε επίσης μονοπώλιο αλκοόλης, το οποίο θεσπίστηκε το 1916 και καταργήθηκε το 1991. Το σύνολο της παραγόμενης γεωργικής αλκοόλης αγοραζόταν από το κράτος σε εγγυημένες τιμές. Το σύστημα αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση της παραγωγής, καθώς το κράτος υποχρεούταν να αγοράζει όλες τις παραγόμενες ποσότητες. Σήμερα παραμένουν μόνο λίγα μικρά αγροτικά αποστακτήρια, κυρίως στη περιοχή της Αλσατίας.

Συμπέρασμα

Η λειτουργία του Γερμανικού Μονοπωλίου Αλκοόλης βασίζεται σε μια προσωρινή παρέκκλιση από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Οι ενισχύσεις που χορηγούνται από το Μονοπώλιο είναι ενισχύσεις λειτουργίας, οι οποίες διαφορετικά δεν επιτρέπονται από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Ωστόσο, το στρεβλωτικό αποτέλεσμα των κρατικών αυτών ενισχύσεων είναι περιορισμένο αφού οι ποσότητες αλκοόλης που επωφελούνται από αυτές είναι αρκετά μικρές και υπολογίζονται σε λιγότερο από το 10% της συνολικής παραγωγής γεωργικής αιθυλικής αλκοόλης στη Γερμανία.

Το Γερμανικό Μονοπώλιο Αλκοόλης έχει διάφορες θετικές επιπτώσεις. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε ορισμένες περιοχές όπου οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους εξακολουθούν να βασίζονται στις χορηγούμενες ενισχύσεις για απόσταξη αλκοόλης. Επιτρέπει ειδικότερα στα μικρά αποστακτήρια φρούτων, των οποίων η παραγωγή είναι τοπική και πολύ περιορισμένη, να διατηρούν τους παραδοσιακούς δενδρόκηπους και να σταθεροποιούν τα έσοδά τους.

Εξυπακούεται ότι, εφόσον το Συμβούλιο ενέκρινε παρέκκλιση υπέρ του Γερμανικού Μονοπωλίου Αλκοόλης μόνο για «περιορισμένο χρονικό διάστημα »[10], τα αποστακτήρια που λειτουργούν υπό το καθεστώς αυτό πρέπει να υποστούν αναδιάρθρωση, ώστε να ετοιμαστούν για την κατάργηση των κρατικών ενισχύσεων στο εγγύς μέλλον. Ορισμένα αποστακτήρια έχουν ήδη καταβάλει προσπάθειες, ώστε να προετοιμάσουν την είσοδό τους στην ελεύθερη αγορά δημιουργώντας συνεταιρισμούς, επενδύοντας σε λιγότερο ενεργοβόρους εξοπλισμούς με σκοπό τη μείωση του κόστους παραγωγής και διαθέτοντας όλο και πιο συχνά την αλκοόλη τους απευθείας στο εμπόριο. Ωστόσο, χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να διευκολυνθεί αυτή η διαδικασία προσαρμογής και να μπορούν οι μονάδες απόσταξης να επιβιώσουν στην ελεύθερη αγορά.

Δεδομένων των παραπάνω στοιχείων καθώς και του γεγονότος ότι η Γερμανία ζήτησε ρητά την παράταση της παρέκκλισης, προτείνεται η συνέχιση του Μονοπωλίου για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η τελική αυτή μεταβατική περίοδος θα μπορούσε να προβλεφθεί, ώστε να διευκολυνθεί η μετάβαση και η απαραίτητη αναδιάρθρωση των αποστακτηρίων. Πρέπει πάντως να διασφαλιστεί ότι οι περιορισμοί της πρόσβασης στην αγορά για ξένες επιχειρήσεις και παραγωγούς συνθετικής αλκοόλης θα αρθούν από την 1η Ιανουαρίου 2011.

Προτείνεται η σταδιακή κατάργηση του Μονοπωλίου σε διάστημα λίγων ετών ως εξής. Τα δεσμευμένα αγροτικά αποστακτήρια που επεξεργάζονται σιτηρά και γεώμηλα μπορούν να συνεχίσουν να λαμβάνουν μια σταδιακά μειούμενη ενίσχυση υπό το καθεστώς του Μονοπωλίου μόνο μέχρι το τέλος του 2013. Μόνο τα μικρά κατ’ αποκοπήν αποστακτήρια, οι χρήστες αποστακτηρίων και τα αποστακτήρια συνεταιρισμών φρούτων που παράγουν πολύ περιορισμένες ποσότητες αλκοόλης (60.000 hl ετησίως) θα συνεχίσουν να λειτουργούν υπό το καθεστώς του Μονοπωλίου και να επωφελούνται των ενισχύσεων μέχρι το τέλος του 2017.

Το Μονοπώλιο δεν θα παραταθεί πέραν της συγκεκριμένης ημερομηνίας. Μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου η Γερμανία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα μεταφοράς τουλάχιστον μέρους των κονδυλίων που σήμερα διατίθεται για το Μονοπώλιο στην αγροτική ανάπτυξη, ώστε να χρηματοδοτήσει π.χ. μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση των μεθόδων επεξεργασίας και εμπορίας, στην ανάπτυξη νέων προϊόντων ή στη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ γεωργών και μονάδων απόσταξης ή στην προστασία των παραδοσιακών δενδρόκηπων, τα οποία, σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, αντιπροσωπεύουν ιδιαίτερα περιβαλλοντικά οφέλη.

[1] Οδηγία 2003/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ΕΕ L 123 της 17.5.2003.

[2] Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ΕΕ L 140 της 4.6.2009.

[3] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 670/2003 του Συμβουλίου, ΕΕ L 96 της 15.4.2003, σ. 6.

[4] Bundesgesetblatt I, σ. 1594.

[5] Bundesmonopolverwaltung für Branntwein.

[6] Οδηγία 92/83/ΕΚ του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, ΕΕ L 31 της 7.2.1992, σ. 48.

[7] Το έτος εμπορίας ξεκινά την 1η Οκτωβρίου και λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου.

[8] Η διαφορά στις ενισχύσεις που λαμβάνονται από τα διάφορα είδη αποστακτηρίων οφείλεται, μεταξύ άλλων, στις διαφορετικές τιμές αγοράς που καθορίζονται ανάλογα με τις παραγόμενες ποσότητες.

[9] 1000 ευρώ = 3 hl x 354,31 ευρώ/hl (βλ. πίνακα 1).

[10] Αιτιολογική σκέψη αριθ. 91 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου («ενιαία ΚΟΑ»).