52010DC0203

Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικα με την υλοποιηση των διευρωπαϊκων δικτυων ενεργειας την περιοδο 2007 – -2009 σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 680/2007, καθώς και το άρθρο 9 παράγραφος 2 και το άρθρο 15 της απόφασης 1364/2006/ΕΚ SEC(2010)505 final /* COM/2010/0203 τελικό */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 4.5.2010

COM(2010)203 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2007 – -2009σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 680/2007 , καθώς και το άρθρο 9 παράγραφος 2 και το άρθρο 15 της απόφασης 1364/2006/ΕΚ

SEC(2010)505 final

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ,ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2007 – -2009σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 680/2007 , καθώς και το άρθρο 9 παράγραφος 2 και το άρθρο 15 της απόφασης 1364/2006/ΕΚ

πλαίσο ασκησησ πολιτικής

Η μελλοντική οικονομική ανάπτυξη και η σταθερότητα της Ευρώπης εξαρτώνται από την έγκαιρη πραγματοποίηση ικανών επενδύσεων σε ενεργειακές υποδομές. Το 1996, στο πλαίσιο των μέτρων που έλαβε η ΕΕ για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, αναπτύχθηκαν τα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας (ΔΕΔ-Ε). Σκοπός τους ήταν να δώσουν μια πιο πολιτική ώθηση στις επενδύσεις για ενεργειακές υποδομές. Εστιάστηκαν στη φάση των μελετών σκοπιμότητας των έργων για δίκτυα αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, που συμβάλουν στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, ιδίως σε διασυνοριακές πρωτοβουλίες. Την εποχή εκείνη, η ΕΕ δεν διέθετε αρμοδιότητα στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, ούτε εσωτερική αγορά ενέργειας. Εθνικές κρατικές εταιρείες διαχειρίζονταν τα επενδυτικά σχέδια όσον αφορά τα δίκτυα και ο κύριος στόχος ήταν η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

Στις μεταγενέστερες αναθεωρήσεις των ΔΕΔ-Ε ενσωματώθηκαν κριτήρια για τη βιωσιμότητα και την ασφάλεια του εφοδιασμού. Γενικά, υποτέθηκε ότι δεν θα απαιτείτο η επέμβαση της ΕΕ στις φάσεις υλοποίησης των υπόψη έργων, επειδή τα εμπορικά συμφέροντα θα επαρκούσαν για την περαιτέρω προώθηση των έργων. Κατά συνέπεια ο προϋπολογισμός των ΔΕΔ-Ε παρέμεινε πολύ χαμηλός – περίπου 22 εκατ. ευρώ ετησίως κατά την περίοδο που αφορά η παρούσα έκθεση.

Στην παρούσα έκθεση συνοψίζεται η πρόοδος που επιτεύχθηκε στον τομέα των ΔΕΔ-Ε κατά την περίοδο 2007-2009 όσον αφορά την υποστήριξη του ενεργειακού κλάδου της Ευρώπης να επινοήσει και υλοποιήσει στρατηγικά έργα για δίκτυα. Η περίοδος που καλύπτεται από την παρούσα έκθεση εμπίπτει στους προσανατολισμούς ΔΕΔ-Ε[1], που εγκρίθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2006, σε αντικατάσταση εκείνων του 1996[2] και του 2003[3]. Με τους νέους προσανατολισμούς αναθεωρήθηκαν οι στόχοι της πολιτικής και καθιερώθηκε σειρά νέων εννοιών και εργαλείων, όπως τα διάφορα επίπεδα προτεραιότητας και οι ευρωπαίοι συντονιστές με στόχο να εξασφαλιστεί μια πιο επικεντρωμένη προσέγγιση όσον αφορά την υλοποίηση των έργων και ένας καλύτερος συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών κατά μήκος των διακρατικών διαδρόμων. Στην έκθεση επιχειρείται επίσης η αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες τα ΔΕΔ-Ε είχαν θετική επίπτωση καθώς και η ανάλυση των αδυναμιών τους.

Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα έργα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και τα έργα προτεραιότητας περιέχονται στο παράρτημα[4]. Το παράρτημα περιλαμβάνει συνοπτική περιγραφή των έργων, ανάλυση της προόδου υλοποίησής τους και περιέχει τις πηγές χρηματοδότησης κατά την περίοδο 2007-2009. Περιλαμβάνει επίσης λεπτομερή αξιολόγηση των προβλημάτων που αντιμετωπίστηκαν κατά την υλοποίηση των έργων.

Το πλαίσιο της ενεργειακής πολιτικής στην ΕΕ μεταμορφώθηκε ριζικά κατά την περίοδο που καλύπτει ή έκθεση. Θεσπίστηκαν φιλόδοξοι στόχοι όσον αφορά την ενέργεια και το κλίμα (στόχοι 20-20-20) και η τρίτη δέσμη μέτρων για την εσωτερική αγορά ενέργειας. Οι εν λόγω στόχοι αποτελούν πλέον ζωτικό μέρος της νέας στρατηγικής ΕΕ2020[5] που ανακοίνωσε η Επιτροπή τον Μάρτιο του 2010. Κατά την ίδια περίοδο, η ΕΕ γνώρισε επίσης την μεγαλύτερη οικονομική κρίση στην ιστορία της. Επιπλέον, η γεωπολιτική θεώρηση της ενέργειας άλλαξε λόγω της εμφάνισης της Κίνας και άλλων αναδυόμενων χωρών ως μεγάλων εισαγωγέων ενέργειας.

Στην παρούσα έκθεση υπογραμμίζεται η σημασία των ενεργειακών υποδομών για τους γενικούς ενεργειακούς στόχους της ΕΕ και για την επίτευξη των οικείων στόχων 20-20-20. Παρέχονται στοιχεία για την κατάρτιση πρότασης περί ενός νέου μέσου ενεργειακής ασφάλειας και υποδομών, σύμφωνα με το αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Μαρτίου 2009[6], και την πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση σχετικά με τη δεύτερη επισκόπηση της ενεργειακής στρατηγικής (2008)[7] και στην Πράσινη Βίβλο για τα δίκτυα ενέργειας (2008)[8].

Πρόοδος όσον αφορά την υλοποίηση των ΔΕΔ-Ε

Η πολιτική των ΔΕΔ-Ε αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 μέσω των διαδοχικών προσανατολισμών για τα ΔΕΔ-Ε και τους αντίστοιχους δημοσιονομικούς κανονισμούς. Οι σημερινοί στόχοι της πολιτικής των ΔΕΔ-Ε είναι (1) υποστήριξη της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς ενέργειας της ΕΕ, (2) περιορισμός της απομόνωσης των μειονεκτικών και των νησιωτικών περιοχών, (3) διασφάλιση και διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ επίσης και μέσω της συνεργασίας με τρίτες χώρες, (4) συμβολή στην αειφόρο ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος. Το σημερινό πλαίσιο της πολιτικής των ΔΕΔ-Ε περιλαμβάνει τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και ολεφινών.

Στους προσανατολισμούς για τα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας που εισήχθησαν το 2006 καταγράφονται τα έργα που είναι επιλέξιμα για κοινοτική συγχρηματοδότηση σύμφωνα με τους προαναφερθέντες στόχους και προτεραιότητες. Συνολικά υπάρχουν περίπου 550 έργα ΔΕΔ-Ε που κατανέμονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη σημασία που θεωρείται ότι έχουν για να αποδώσουν ευρύτερα ευρωπαϊκά οφέλη.

Τα έργα Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος είναι διασυνοριακού χαρακτήρα ή έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διασυνοριακή δυναμικότητα. Θεωρούνται πρώτης προτεραιότητας για χρηματοδότηση από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ΔΕΔ-Ε.

Από τα 32 έργα ηλεκτρικής ενέργειας και τα 10 έργα φυσικού αερίου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, τα 9 έχουν ολοκληρωθεί, εκ των οποίων πέντε στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και τέσσερα στον τομέα του αερίου. Επιπλέον, 12 έργα βρίσκονται υπό κατασκευή από το 2007, εκ των οποίων εννέα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και τρία στον τομέα του αερίου. Σε πολύ λίγα έργα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος αντιμετωπίστηκαν σοβαρές καθυστερήσεις, όπως στο Yamal (δεν ξεκίνησε η φάση μελέτης) ή στον Διασυνδετικό αγωγό Βαλτικής (η κατασκευή ανεστάλη αν και εκδόθηκαν οι απαιτούμενες άδειες). Ένα έργο εγκαταλείφτηκε (γραμμή Stupava (Σλοβακία) – νοτιανατολική Βιέννη (Αυστρία)).

Τα έργα προτεραιότητας , έχουν σημαντική επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ή/και στην ασφάλεια του εφοδιασμού. Τα έργα επιλέγονται από τα έργα κοινού ενδιαφέροντος και θεωρούνται δεύτερης προτεραιότητας για τη χορήγηση κοινοτικής οικονομικής βοήθειας.

Υπάρχουν 140 έργα προτεραιότητας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και 100 στον τομέα του αερίου. 21 έχουν ολοκληρωθεί κατά την περίοδο 2007-2009 ήτοι 9 στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και 12 στον τομέα του αερίου. Επιπλέον, 46 έργα βρίσκονται μέχρι σήμερα υπό κατασκευή - εκ των οποίων 33 στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και 13 στον τομέα του αερίου.

Τα έργα κοινού ενδιαφέροντος πληρούν τους στόχους και τις προτεραιότητες που καθορίζονται στους προσανατολισμούς και είναι εν δυνάμει οικονομικώς βιώσιμα σύμφωνα με ανάλυση κόστους-ωφέλειας από πλευράς περιβάλλοντος, ασφάλειας εφοδιασμού και γεωγραφικής συνοχής. Στους προσανατολισμούς περιλαμβάνονται 164 έργα κοινού ενδιαφέροντος στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και 122 έργα κοινού ενδιαφέροντος στον τομέα του αερίου.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η παρούσα έκθεση, μερικά έργα σε καθεμία από τις τρεις κατηγορίες αναπροσδιορίστηκαν μετά από αλλαγές που σημειώθηκαν στις απαιτήσεις της αγοράς ή λόγω δυσκολιών που αντιμετωπίστηκαν κατά την υλοποίησή τους. Από αυτό προκύπτει ανάγκη για έναν πιο ευέλικτο ορισμό των έργων ΔΕΔ-Ε ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες ανάπτυξης των δικτύων.

Τα ΔΕΔ-Ε ήταν αποτελεσματικότατα για τα έργα εκείνα που επιλέχτηκαν για χρηματοδότηση πρώτης προτεραιότητας, ήτοι τα έργα Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και τα οποία είχαν σημαντική πολιτική στήριξη καθώς και εμπορικό δυναμικό. Υφίσταται, ωστόσο, ανάγκη τα ΔΕΔ-Ε να επικεντρωθούν σε περιορισμένο αριθμό έργων στρατηγικής σημασίας, τα οποία να καταδεικνύουν ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Ταυτόχρονα, ο ορισμός των έργων πρέπει να είναι ευέλικτος για να ανταποκρίνεται καλύτερα στην ανάπτυξη της αγοράς.

Χρηματοδότηση υποδομών ΔΕΔ-Ε

Στην ΕΕ, οι ενεργειακές υποδομές χρηματοδοτούνται κυρίως από διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς (ΔΣΜ ή TSO) μέσω χρέωσης (βάσει της αρχής «ο χρήστης πληρώνει»). Οι ίδιοι πόροι των ΔΣΜ ανέρχονται σε ποσοστό 20-100% περίπου της συνολικής απαιτούμενης επένδυσης, ανάλογα με την κλίμακα της συνολικής επένδυσης. Το υπόλοιπο καταβάλλεται συνήθως από δάνεια, που χορηγούν διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή εμπορικές τράπεζες. Πρόσθετα κεφάλαια είναι δυνατόν ορισμένες φορές να αντληθούν μέσω συμπράξεων με εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς του αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, πλην των ΔΣΜ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη δεν συμμετέχουν άμεσα στη χρηματοδότηση των έργων ΔΕΔ-Ε επειδή αυτά συνήθως τα αναλαμβάνουν και τα χρηματοδοτούν οι ΔΣΜ.

Για τη στήριξη έργων ΔΕΔ-Ε μέσω χρηματοδότησης από την ΕΕ χρησιμοποιείται συνήθως σειρά μέσων:

- Ο δημοσιονομικός κανονισμός των ΔΕΔ [9], που αναθεωρήθηκε τον Ιούνιο του 2007, συμπληρώνει τους προσανατολισμούς των ΔΕΔ-Ε. Ο προϋπολογισμός του προγράμματος χρηματοδότησης ΔΕΔ-Ε ανέρχεται σε 155 εκατ. ευρώ για την δημοσιονομική περίοδο 2007-2013 εκ των οποίων τα 70 εκατ. ευρώ καλύπτουν την περίοδο 2007-2009. Αν και το μέγιστο ποσοστό συγχρηματοδότησης ανέρχεται στο 50% για μελέτες και στο 10% των επιλέξιμων δαπανών για έργα, σπανίως ξεπερνά το 0,01-1% της συνολικής επενδυτικής δαπάνης του έργου.

- Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση των έργων ΔΕΔ-Ε. Κατά την περίοδο 2007-2009, τα αντίστοιχα κονδύλια ανέρχονταν σε 2,561 δισεκ. ευρώ για έργα αερίου και 3,407 δισεκατ. ευρώ για έργα ηλεκτρικής ενέργειας.

- Επειδή αναγνωρίστηκε η κοινωνική και η οικονομική σημασία τους, τα έργα ενεργειακών υποδομών έχουν υψηλότερη προτεραιότητα για χρηματοδότηση από άλλες πηγές της ΕΕ, στις οποίες περιλαμβάνονται τα Διαρθρωτικά Ταμεία, οι Μηχανισμοί Προενταξιακής Βοήθειας (ΜΠΒ) και τα μέσα της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας (ENPI[10]/NIF[11]), καθώς και το πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης . Τα εν λόγω προγράμματα έχουν σημαντικά μεγαλύτερο προϋπολογισμό για μέτρα που σχετίζονται με την ενέργεια σε σχέση με τα ΔΕΔ-Ε. Εντούτοις, τα απόλυτα ποσά παραμένουν χαμηλά εκτός της περίπτωσης των διαρθρωτικών ταμείων, στο πλαίσιο των οποίων η χρηματοδότηση έργων ΔΕΔ-Ε ανήλθε σε σχεδόν 700 εκατ. ευρώ.

- Το 2009, το Συμβούλιο συμφώνησε κατ’εξαίρεση να διαθέσει 3,98 δισεκατ. ευρώ για ενεργειακές υποδομές και τεχνολογία μέσω του Ευρωπαϊκού Ενεργειακού Προγράμματος Ανάκαμψης (ΕΕΠΑ) . Η κρίση του 2009 επηρέασε σημαντικά τα εμπορικά έργα υποδομής. Τα εν λόγω κονδύλια είχαν επικεντρωθεί σε έργα στα οποία οι καθυστερήσεις λόγω μη διάθεσης των κονδυλίων θα μπορούσαν όχι μόνο να αποδειχθούν επιζήμιες για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ, και κατά συνέπεια για την μελλοντική οικονομική ανάπτυξη, αλλά και να επηρεάσουν σοβαρά την απασχόληση και τις ικανότητες στους κλάδους της ενέργειας και των κατασκευών, παρεμποδίζοντας την εισαγωγή στα ενεργειακά δίκτυα τεχνολογιών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη χαμηλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα. Μεγάλο ποσοστό της χρηματοδότησης του ΕΕΠΑ θα διατεθεί υπέρ προτεραιοτήτων των ΔΕΔ-Ε.

Ο προϋπολογισμός των ΔΕΔ-Ε χρησιμοποιείται αποτελεσματικότερα όταν υπάρχει μεγαλύτερος συντονισμός με άλλες δραστηριότητες και μέσα ενεργειακών υποδομών στην ΕΕ. Το δυναμικό για αποτελεσματικότερο συντονισμό, που να καλύπτει και εθνικά μέτρα, μπορεί να διαρθρωθεί καλύτερα ώστε να ενισχύσει τη συνέργεια και την παραγωγή αποτελεσμάτων, όχι μόνο από οικονομικής σκοπιάς, αλλά προκειμένου να εξασφαλιστεί συνολική συνέπεια των δράσεων και των πολιτικών της ΕΕ. Απαιτείται αυξημένος συντονισμός μεταξύ των μέσων για τα ΔΕΔ-Ε και τα ΜΠΒ/ENPI ώστε να δοθούν περισσότερες δυνατότητες για ενοποίηση αγορών και δικτύων και να συνεκτιμηθούν καλύτερα ζητήματα όπως η ανάπτυξη έξυπνων δικτύων και η βελτίωση των διασυνδέσεων μεταξύ των νέων κρατών μελών (Διαρθρωτικά Ταμεία και ΕΤΕπ) και τρίτων χωρών (ΜΠΒ, ENPI/NIF). Ο αντίκτυπος των ΔΕΔ-Ε θα μπορούσε να βελτιωθεί σημαντικά με την ενίσχυση αυτής της προσέγγισης.

Ενίσχυση των πολιτικών επιπτώσεων

Οι προσανατολισμοί του 2006 επανέλαβαν τους από μακρού στόχους των ΔΕΔ-Ε, ήτοι την ενθάρρυνση της αποτελεσματικής λειτουργίας και ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και τον περιορισμό της απομόνωσης των μειονεκτικών και των νησιωτικών περιοχών. Με αυτούς ανανεώθηκε η σημασία που αποδίδεται στην ανάγκη ενίσχυσης της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού και επιβεβαιώθηκε ο νέος στόχος της συμβολής στην αειφόρο ανάπτυξη και στην προστασία του περιβάλλοντος.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η έκθεση, το πρόγραμμα των ΔΕΔ-Ε συνέβαλε θετικά στην ανάπτυξη και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Ιδιαίτερα, τα ένδεκα ολοκληρωθέντα διασυνοριακά έργα ηλεκτρικής ενέργειας, που επιταχύνθηκαν χάρη στο πολιτικό πλαίσιο των ΔΕΔ-Ε, επέτρεψαν την αύξηση του εμπορίου ενέργειας και του ανταγωνισμού, συμβάλλοντας στη σύγκλιση προς μέσες τιμές ενέργειας και προωθώντας την ενοποίηση της αγοράς, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς ενέργειας.

Η ασφάλεια του εφοδιασμού ενισχύθηκε επίσης μέσω της αύξησης της δυναμικότητας μεταφοράς μεταξύ των κρατών μελών καθώς και στο εσωτερικό τους, τόσο για την ηλεκτρική ενέργεια όσο και για το αέριο, καθώς και μέσω των τριών έργων υγροποιημένου φυσικού αερίου και αποθήκευσης αερίου. Από αυτή την άποψη, τα ΔΕΔ-Ε συνέβαλαν στην αύξηση της διαφοροποίησης του εφοδιασμού με αέριο. Εντούτοις, μόνο μέσω του ΕΕΠΑ πραγματοποιούνται σημαντικές επενδύσεις σε τεχνολογία αντίστροφης ροής αερίου για νέους ή/και υφιστάμενους αγωγούς διασύνδεσης αερίου, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού.

Η πρόοδος ήταν πιο περιορισμένη όσον αφορά τους στόχους μείωσης της απομόνωσης των απόκεντρων περιφερειών και των νησιών. Τέσσερα από τα εννέα έργα βρίσκονται στο στάδιο της κατασκευής. Η αβεβαιότητα όσον αφορά το μελλοντικό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής (εισαγόμενο αέριο έναντι ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη υποδομών σε απομονωμένες αγορές.

Τα τελευταία χρόνια, το πλαίσιο των ΔΕΔ-Ε ενισχύθηκε με την επέκταση των στόχων πέραν της διασύνδεσης των αγορών, ώστε να συμπεριλάβουν την ασφάλεια και τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού και την αειφορία. Ωστόσο, τα απτά αποτελέσματα του προγράμματος παραμένουν αποτελεσματικότερα όσον αφορά τα έργα κύριων αγωγών διασύνδεσης, τα οποία κατά μεγάλο μέρος κατευθύνονται από την προσφορά. Οι επιπτώσεις των ΔΕΔ-Ε ήταν λιγότερο προφανείς όσον αφορά την αντιμετώπιση των πιο πρόσφατων προκλήσεων που σχετίζονται με τους στρατηγικούς στόχους της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ.

Ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας

Με τους προσανατολισμούς καθιερώθηκε πλαίσιο για στενότερη συνεργασία και μέσω καλύτερης ανταλλαγής πληροφοριών και συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών. Για την περίοδο που καλύπτει η έκθεση, τα ΔΕΔ-Ε χρησίμευσαν για πρώτη φορά για τον διορισμό ευρωπαίων συντονιστών, και τον Σεπτέμβριο του 2007 διορίστηκαν τέσσερεις συντονιστές για μια τετραετία[12].

Ο ρόλος των συντονιστών ήταν να ενεργούν ως διαμεσολαβητές σε στρατηγικά διασυνοριακά έργα για την επίλυση πρακτικών δυσκολιών, που αποτελούν αιτία καθυστέρησης των εν λόγω έργων. Μετά από την παρέλευση διετίας, δύο από τους συντονιστές έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς την αποστολή που τους ανατέθηκε και δύο είναι ακόμη εν ενεργεία. Οι συντονιστές αποδείχτηκαν αποτελεσματικότεροι στις περιπτώσεις που ήσαν σε θέση να συγκεντρώσουν εκπροσώπους από τα κράτη μέλη στο ανώτατο επίπεδο προκειμένου να εξομαλύνουν πολιτικά ή διοικητικά προβλήματα. Αυτό κατέστη δυνατό λόγω της αμεροληψίας και της πολιτικής τους εμπειρίας, της σαφούς εντολής, του αυστηρού χρονοδιαγράμματος και της στενής αλληλεπίδρασης με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη στο ανώτατο επίπεδο. Αρνητικός παράγοντας είναι ο κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των συναφών ρόλων των συντονιστών και της Επιτροπής, ιδίως εάν η εντολή τους καλύπτει και έργα που υπερβαίνουν τα σύνορα της ΕΕ.

Παράλληλα, η Επιτροπή ανέλαβε ενεργό ρόλο στη συγκέντρωση των σχετικών εμπλεκόμενων παραγόντων με στόχο τη δημιουργία συναίνεσης όσον αφορά το μέλλον για πολιτικώς ευαίσθητα και πολύπλοκα περιφερειακά έργα. Σε αυτά περιλαμβάνονται ιδίως το Σχέδιο Διασύνδεσης της Ενεργειακής Αγοράς της Βαλτικής (ΒΕΜΙΡ), ο Νότιος Διάδρομος συμπεριλαμβανομένου και του Nabucco, καθώς και η υποστήριξη περιφερειακών πρωτοβουλιών όπως το Πενταμερές Φόρουμ (αέριο και ηλεκτρική ενέργεια) και το νέο Επταμερές Φόρουμ (στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας) που προωθούν τώρα η Γερμανία και η Πολωνία.

Η σημασία του συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών και των εθνικών ρυθμιστικών αρχών έχει αυξηθεί καθώς εντείνονται οι εργασίες ολοκλήρωσης του πλήρως διασυνδεδεμένου ευρωπαϊκού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου.

Με την επέμβαση των ευρωπαίων συντονιστών αντιμετωπίστηκαν ορισμένες από τις αδυναμίες του υφιστάμενου πλαισίου των ΔΕΔ-Ε. Οι εργασίες τους είχαν ως αποτέλεσμα να σημειωθεί σημαντική πρόοδος στα οικεία έργα, ιδίως στις περιπτώσεις που τα έργα αντιμετώπιζαν σαφώς καθορισμένα εμπόδια και περιελάμβαναν λίγες χώρες και εταιρείες.

Ο ρόλος της Επιτροπής για τη διευκόλυνση της υλοποίησης πολύπλοκων περιφερειακών έργων στα οποία συμμετέχουν αρκετές χώρες και εταιρείες και απαιτούν πολυτομεακή προσέγγιση αποδείχτηκε ουσιαστικής σημασίας.

Διαδικασίες αδειοδότησης

Εξ ορισμού, η υλοποίηση όλων σχεδόν των έργων ΔΕΔ-Ε αντιμετωπίζει εμπόδια. Τα εμπόδια σχετίζονται κυρίως με οικονομικούς και τεχνικούς περιορισμούς, ιδίως με προβλήματα όσον αφορά την επιλεγείσα διαδρομή και το νομικό και πολιτικό πλαίσιο. Εντούτοις, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια σχετίζεται με τις διαδικασίες αδειοδότησης. Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες των ΔΕΔ-Ε.

Οι προσανατολισμοί των ΔΕΔ-Ε απαιτούν από τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να περιορίσουν τις καθυστερήσεις των έργων (ιδίως των έργων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος) με ταυτόχρονη συμμόρφωση με τις περιβαλλοντικές διαδικασίες. Αυτό ισχύει επίσης και για τις εμπλεκόμενες τρίτες χώρες, σύμφωνα με τη συνθήκη για τον χάρτη ενέργειας. Ωστόσο, η απρόβλεπτη διάρκεια των διαδικασιών αδειοδότησης, που μερικές φορές μπορεί να είναι αρκετά χρόνια, ακόμη και δεκαετίες, αποτελεί διογκούμενο πρόβλημα. Στις αγροτικές περιοχές αυτό μπορεί να επιδεινωθεί από περιβαλλοντικές απαιτήσεις και την αντίθεση του κοινού σε μείζονα κατασκευαστικά έργα. Για έργα μεγάλων αποστάσεων, όπως συχνά είναι τα έργα των ΔΕΔ-Ε, τα προβλήματα μπορεί να πολλαπλασιαστούν για κάθε δήμο, περιφέρεια και χώρα από τα οποία διέρχεται το έργο.

Τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα κράτη μέλη έχουν επίγνωση του εν λόγω προβλήματος, και ορισμένα έχουν αρχίσει να το αντιμετωπίζουν μέσω νέων εθνικών νομοθετικών πράξεων που στοχεύουν στην επιτάχυνση ή την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης. Δεδομένου ότι η εν λόγω νομοθεσία είναι πολύ πρόσφατη, η ευπάθειά της σε νομικές προσφυγές και άλλα πολιτικά προβλήματα δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί.

Για να εξασφαλιστεί η αναγκαία υποστήριξη σε εθνικό επίπεδο, ορισμένα κράτη μέλη ίσως δηλώσουν ορισμένα έργα ως έργα εθνικού ενδιαφέροντος. Έτσι είναι δυνατόν να αποφευχθούν καθυστερήσεις κατά τη διαδικασία αδειοδότησης και να επιταχυνθεί η υλοποίηση των έργων υποδομής.

Όμως αυτό δεν συμβαίνει σε όλα τα κράτη μέλη και συχνά δεν αποτελεί αντικείμενο συντονισμού σε ευρύτερο περιφερειακό ή ευρωπαϊκό επίπεδο για διασυνοριακά έργα. Επιπλέον, σήμερα δεν υφίσταται μηχανισμός στους προσανατολισμούς των ΔΕΔ-Ε, ο οποίος θα μπορούσε να εξασφαλίσει συνοχή μεταξύ των προτεραιοτήτων για τις ενεργειακές υποδομές σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.

Υφίσταται σαφής ανάγκη εξορθολογισμού των διαδικασιών σχεδιασμού και αδειοδότησης για έργα που διέρχονται από πολλές εθνικές έννομες τάξεις. Κατά την τελευταία διετία, σημειώθηκε κάποια πρόοδος όσον αφορά την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης για μείζονα έργα ενεργειακών υποδομών στα κράτη μέλη. Ωστόσο, υφίσταται ανάγκη να αναληφθεί δράση σε επίπεδο ΕΕ για να εξασφαλιστεί περισσότερος συντονισμός και συνέπεια.

Συμπεράσματα και Προοπτικές

Τα ΔΕΔ-Ε έχουν συμβάλει θετικά σε επιλεγμένα έργα παρέχοντας σε αυτά πολιτική ορατότητα και συμβάλλοντας στην εξεύρεση κονδυλίων από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το «σήμα ΔΕΔ-Ε» που έλαβαν τα έργα ύψιστου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και ο διορισμός των ευρωπαίων συντονιστών συνέβαλε θετικά στην επίτευξη αυτού του αποτελέσματος.

Ωστόσο, το ευρωπαϊκό πλαίσιο της ενεργειακής πολιτικής υπέστη δραματικές αλλαγές κατά τα τελευταία έτη, και αυτό απαιτεί ενδελεχή αναθεώρηση τόσο της ιδέας όσο και της αιτιολογίας του πλαισίου των ΔΕΔ-Ε. Ήδη το 2008, στην Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα ενεργειακά δίκτυα εξετάστηκε η καταλληλότητα των ΔΕΔ-Ε για την επίτευξη και τη διασφάλιση των στόχων 20-20-20 Η Πράσινη Βίβλος υποδείκνυε ότι απαιτείτο ένα νέο μέσο για την αντιμετώπιση των διογκούμενων προκλήσεων της ενεργειακής ασφάλειας και των επενδύσεων σε δίκτυα στην ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε τα εν λόγω συμπεράσματα τον Μάρτιο του 2009. Στην παρούσα έκθεση τα επιχειρήματα αυτά τεκμηριώνονται περαιτέρω. Η παρούσα έκθεση συμπίπτει επίσης με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Μαρτίου 2009, με τα οποία καλείται η Επιτροπή να καταρτίσει νέο μέσο ενεργειακής ασφάλειας και υποδομών.

Η συμφωνία περί ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ[13] το 2007 έθεσε φιλόδοξους και δεσμευτικούς στόχους σε αμφότερους τους τομείς των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου[14] και της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές[15], για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού των ευρωπαίων καταναλωτών. Απαιτείται η ανάπτυξη κατάλληλης ενεργειακής υποδομής για να γίνει δυνατή η επίτευξη των εν λόγω στόχων, ιδίως όσον αφορά την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο δίκτυο, την άμβλυνση των επιπτώσεων των υψηλότερων τεχνολογικών κινδύνων που θέτουν οι τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών (διοξειδίου του) άνθρακα, την ενοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας και τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού.

Το κανονιστικό πλαίσιο σχετικά με τις υποδομές αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας έχει εξελιχθεί σημαντικά: η 3 η δέσμη της εσωτερικής αγοράς ενέργειας[16] εγκρίθηκε το καλοκαίρι του 2009 και βρίσκεται στο στάδιο της υλοποίησης. Παρέχει νέα μέσα για καλύτερη συνεργασία μεταξύ διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς και ρυθμιστικών αρχών. Ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ACER) θα αρχίσει να λειτουργεί το 2011 με στόχο να εξασφαλίσει τον συντονισμό των κανόνων για την πρόσβαση στο δίκτυο και τις επενδύσεις κατά μήκος των συνόρων. Στο ευρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς φυσικού αερίου (ENTSO-G) και ηλεκτρικής ενέργειας (ENTSO-E) έχει ανατεθεί η υλοποίηση της ενοποίησης της αγοράς στην πράξη, παρέχοντας μια ευρωπαϊκή άποψη όσον αφορά την πρόσβαση στα δίκτυα και τις σχετικές με τα δίκτυα επενδύσεις. Μια από τις βασικές τους αποστολές είναι και η κατάρτιση των δεκαετών σχεδίων ανάπτυξης δικτύων· ένα πρώτο σχέδιο για το αέριο δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2009, και για την ηλεκτρική ενέργεια τον Μάρτιο του 2010.

Τον Ιούλιο του 2009, μετά την δεύτερη επισκόπηση της ενεργειακής στρατηγικής του Νοεμβρίου 2008 και τις προσκλήσεις που διετύπωσαν το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, ενισχυμένες από την κρίση του αερίου του Ιανουαρίου του 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε νέο κανονισμό σχετικά με μέτρα διασφάλισης του εφοδιασμού σε αέριο . Παρόλο που το κύριο βάρος τους κανονισμού αφορά την εσωτερική αγορά ως την καλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια του εφοδιασμού, προβλέπει κοινά πρότυπα για τη διασφάλιση του εφοδιασμού – το πρότυπο υποδομής (n-1) και τα πρότυπα εφοδιασμού για τους προστατευόμενους πελάτες. Απαιτεί επίσης την καθιέρωση ανάστροφων ροών σε όλες τις διασυνδέσεις εντός διετίας από την έναρξη ισχύος (με ορισμένες εξαιρέσεις).

Για την τόνωση της οικονομικής ανάκαμψης μέσω του Ευρωπαϊκού Ενεργειακού Προγράμματος Ανάκαμψης διατέθησαν σχεδόν 4 δις ευρώ για την εξεύρεση ιδιωτικής χρηματοδότησης υποδομών αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, έργων υπεράκτιας αιολικής ενέργειας καθώς και έργων δέσμευσης και αποθήκευσης (διοξειδίου του) άνθρακα. Το πρόγραμμα παρέχει χρήσιμα διδάγματα για τα οφέλη από μεγαλύτερη συνεργασία και στρατηγική συμμετοχή των κρατών μελών σε υψηλό επίπεδο.

Με βάση τα παραπάνω, οι αδυναμίες του ΔΕΔ-Ε αποκαλύφθηκαν κατά την περίοδο 2007-2009. Το πρόγραμμα ανταποκρίθηκε πολύ αργά σε μείζονες προκλήσεις που αναφάνηκαν κατά τα τελευταία έτη και δεν είναι καλά εξοπλισμένο για να αντιμετωπίσει τις διογκούμενες προκλήσεις που θα προκύψουν από τις φιλοδοξίες για το 2020 και το 2050.

Από το νέο πολιτικό περιβάλλον προκύπτει μια πρόκληση για το ΔΕΔ-Ε, το οποίο δεν έχει ούτε τους πόρους ούτε την ευελιξία προκειμένου να συμβάλλει πλήρως στην επίτευξη των φιλόδοξων ενεργειακών και κλιματικών στόχων. Εντός του 2010, η Επιτροπή θα εξετάσει την ανάγκη για ένα νέο μέσο, το οποίο να αντανακλά πλήρως τη σημασία των υποδομών για την επίτευξη των πολιτικών στόχων.

Με βάση τα πορίσματα της παρούσας έκθεσης προκύπτουν οι παρακάτω προτεραιότητες, οι οποίες θα διευρυνθούν και θα αναλυθούν περαιτέρω στην επικείμενη αναθεώρηση του ΔΕΔ-Ε και τη συνοδευτική εκτίμηση επιπτώσεων.

Πρώτον, οι στρατηγικές προτεραιότητες για τις ενεργειακές υποδομές της ΕΕ πρέπει να οριστούν καλύτερα . Τα ενεργειακά δίκτυα πρέπει να εκσυγχρονιστούν ώστε η Ευρώπη να είναι σε θέση να πετύχει τους ενεργειακούς της στόχους, συμπεριλαμβανομένων των στόχων 20/20/20. Πρέπει να διευρυνθεί ο πανευρωπαϊκός χαρακτήρας των δικτύων, να διευκολυνθεί η ανάπτυξη και ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, να ενισχυθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού, αλλά να επιτραπεί και η εφαρμογή νέων τεχνολογιών. Τα δίκτυα πρέπει επίσης να καταστούν πιο ευέλικτα, να επιτρέψουν ποικιλία ανανεώσιμων πηγών, πιο αποκεντρωμένη παραγωγή ισχύος, ενσωμάτωση ευφυών τεχνολογιών ενεργειακής ζήτησης, συμπεριλαμβανομένης και της ιδέας ενός πανευρωπαϊκού «υπερ-δικτύου» για την ηλεκτρική ενέργεια και το αέριο, καθώς και δίκτυα για τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα. Πρέπει επίσης να εξετασθούν η εξωτερική διάσταση των υποδομών και η διαφοροποίηση των οδών και των πηγών του εφοδιασμού, ιδίως στον τομέα του αερίου, αλλά πιθανώς και στον τομέα του πετρελαίου.

Δεύτερον, απαιτείται νέα προσέγγιση όσον αφορά τον καθορισμό των έργων . Η ισχύουσα κατηγοριοποίηση δημιουργεί σύγχυση και δεν επιτρέπει τη σαφή ανασκόπηση των στόχων. Πρέπει να συνεχιστεί η προσέγγιση που υιοθετήθηκε στη δεύτερη επισκόπηση της ενεργειακής στρατηγικής της Επιτροπής, με βάση την οποία ορισμένα έργα ομαδοποιούνται στο πλαίσιο περιφερειακής πρωτοβουλίας, όπως ο Νότιος Διάδρομος για τις εισαγωγές αερίου από την Κασπία ή το Σχέδιο Διασύνδεσης της Βαλτικής. Απαιτείται διεξοδική πολιτική συζήτηση για να αποφασιστεί ποιες θα είναι οι μελλοντικές προτεραιότητες όσον αφορά τις ευρωπαϊκές υποδομές.

Τρίτον, πρέπει να αξιοποιηθεί καλύτερα το δυναμικό συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών μελών σε μεμονωμένα έργα . Αυτό αφορά αμφότερα τα επίπεδα του σχεδιασμού και του πολιτικού συντονισμού. Είναι απαράδεκτες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες έργα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος δεν υπάγονται στο καθεστώς της εθνικής προτεραιότητας ή κατά τις οποίες τα εν λόγω έργα δεν υποστηρίζονται εξίσου από όλα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη. Πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα δημιουργίας ενός (κεντρικού) φορέα αδειοδότησης στο πλαίσιο ενός κράτους μέλους, τουλάχιστον για τα διασυνοριακά έργα, ώστε να επιταχυνθεί η υλοποίηση.

Τέταρτον, μια ισχυρότερη στρατηγική υποδομών της ΕΕ πρέπει να προσελκύσει επενδύσεις επιπέδου ανάλογου με τις προκλήσεις . Η χρηματοδότηση των υποδομών για δίκτυα μέσω χρέωσης των χρηστών των δικτύων είναι η καθιερωμένη προσέγγιση στην Ευρώπη. Αυτό θα παραμείνει το βασικό χαρακτηριστικό και στο μέλλον. Ωστόσο, ίσως να υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις για τις οποίες να είναι δυνατή η αιτιολόγηση δημόσιας χρηματοδότησης λόγω του ευρέος ευρωπαϊκού οφέλους και της σαφώς αποδεδειγμένης ανικανότητας της αγοράς, που εμποδίζουν την ανάληψη της επένδυσης. Οι υφιστάμενες χρηματοδοτήσεις στο πλαίσιο άλλων μέσων της ΕΕ πρέπει να αξιοποιηθούν και να συντονιστούν καλύτερα με τις δράσεις της ενεργειακής πολιτικής.

Η Επιτροπή παρουσιάζει παράλληλα με την παρούσα έκθεση τις πρώτες σκέψεις για ένα μελλοντικό σχέδιο δράσης στον τομέα της ενέργειας, μία από τις ύψιστες προτεραιότητες του οποίου πρέπει να είναι η ανάπτυξη ισχυρότερων και πιο ευέλικτων ενεργειακών υποδομών που να είναι προσαρμοσμένες πλήρως στις πολιτικές προκλήσεις της εποχής μας.

[1] Απόφαση 1364/2006/ΕΚ.

[2] Απόφαση 96/391/ΕΚ.

[3] Απόφαση 1229/2003/ΕΚ.

[4] SEC(2010)xxx

[5] Ευρώπη 2020 - μια στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, 3 Μαρτίου 2010.

[6] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Βρυξελλών, 19-20 Μαρτίου 2009, Συμπεράσματα της Προεδρίας, 7880/1/09.

[7] COM(2008)781.

[8] COM(2008)782.

[9] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 680/2007.

[10] European Neighbourhood and Partnership Instrument - Ευρωπαϊκό μέσο γειτονίας και εταιρικής σχέσης.

[11] Neighbourhood Investment Facility - Επενδυτική διευκόλυνση γειτονίας.

[12] Οι κκ. Mario Monti, Josiaz van Aartsen, Georg Wilhelm Adamowitsch και ο καθηγητής Wladyslaw Mielczarski. Οι ετήσιες εκθέσεις και άλλα συναφή έγγραφα των ευρωπαίων συντονιστών διατίθενται στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/energy/infrastructure/tent_e/coordinators_en.htm.

[13] COM (2007) 1 που εγκρίθηκε με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου την άνοιξη του 2007.

[14] Οδηγία 2009/29/ΕΚ για τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας, Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020.

[15] Οδηγία 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (οδηγία «για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας»).

[16] Οδηγίες 2009/72-73/ΕΚ, Κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 713-714-715/2009.