14.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 339/24


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών

COM(2009) 362 τελικό – 2009/0099 (COD)

(2010/C 339/06)

Γενικός εισηγητής: ο κ. MORGAN

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2009, και σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών

COM(2009) 362 τελικό – 2009/0099 (COD).

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2009, το Προεδρείο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ανέθεσε στο ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση» την προετοιμασία των σχετικών εργασιών.

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα των εργασιών και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του Εσωτερικού Κανονισμού, κατά τη 459η σύνοδο ολομέλειάς της, της 20ης και 21ης Ιανουαρίου 2010 (συνεδρίαση της 20ης Ιανουαρίου 2010), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή όρισε γενικό εισηγητή τον κ. Morgan και υιοθέτησε με 162 ψήφους υπέρ, 4 ψήφους κατά και 18 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1   Το ιστορικό πλαίσιο της προτεινόμενης οδηγίας –η οποία εφεξής καλείται «η οδηγία»– προκύπτει από τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της έκθεσης της ομάδας Larosière. Η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκφράσει την ιδιαίτερα θετική άποψή της σχετικά με την έκθεση αυτή (1). Η οδηγία εκπονήθηκε βάσει της Συμφωνίας Βασιλεία ΙΙ, για το διεθνές πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Το κείμενο τροποποιήθηκε από το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων έπειτα από τη συνάντηση κορυφής της Ομάδας των 20 στο Πίτσμπουργκ. Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει γενικώς το περιεχόμενο της οδηγίας για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ όσον αφορά την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων.

1.2   Στη γνωμοδότηση αναλύονται η μεγάλη ευθύνη των τραπεζών στην χρηματοπιστωτική κρίση και ο τρόπος με τον οποίο απέτυχαν η εποπτεία και η κανονιστική ρύθμιση του θέματος. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η οδηγία θα συμβάλει στην αντιμετώπιση πολλών κανονιστικών ελλείψεων και θα συντελέσει στη διευθέτηση των σημαντικότερων ανεπαρκειών που σχετίζονται με τη λειτουργία και τη διοίκηση των τραπεζών. Οι εν λόγω κανονιστικές ρυθμίσεις δεν πρόκειται να διαφοροποιήσουν από μόνες τους την εγωκεντρική συμπεριφορά των τραπεζιτών που είχε καθοριστική επίδραση στην κρίση. Τα συμφέροντα των τραπεζικών εταίρων δεν έχουν ακόμα αναγνωριστεί καταλλήλως και η εταιρική κοινωνική ευθύνη των μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της προσοχής και να πάψει να αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα.

1.3   Οι κυριότεροι παράγοντες που οδήγησαν στην κρίση είναι οι εξής:

Η χορήγηση πιστώσεων, εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, σε αφερέγγυους πελάτες.

Σε πολλές περιπτώσεις, παράλογα οικονομικά κίνητρα και αμοιβές στο προσωπικό λιανικής τραπεζικής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Η έκδοση πιστωτικών τίτλων από τις τράπεζες χωρίς επίδειξη της δέουσας επιμέλειας.

Η απόκτηση των εν λόγω πιστωτικών τίτλων από τις τράπεζες χωρίς επίδειξη της δέουσας επιμέλειας.

Ανεπαρκή αποθεματικά κεφάλαια, ιδίως στα χαρτοφυλάκια συναλλαγών των τραπεζών.

Η δημιουργία στοιχείων εκτός ισολογισμού χωρίς επαρκή κεφαλαιοποίηση.

Τα στρεβλά κίνητρα και τα ακατάλληλα συστήματα αμοιβών με αποτέλεσμα τις κοντόφθαλμες πολιτικές και την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων.

Ο προκυκλικός χαρακτήρας της κανονιστικής ρύθμισης.

Συστημικές ελλείψεις στη διαχείριση κινδύνων όσον αφορά την ποιότητα των κατεχόμενων τίτλων, την επάρκεια των αποθεματικών κεφαλαίων και τον αντίκτυπο των συστημάτων κυμαινόμενων αμοιβώνόσον αφορά τη συνολική έκθεση σε κίνδυνο..

Η έλλειψη διαφάνειας στις τραπεζικές υποθέσεις η οποία εμπόδισε τους δανειστές, τους δανειολήπτες, τους αντισυμβαλλόμενους, τους μετόχους, τους αναλυτές, ακόμη και τους ανεξάρτητους διευθυντές, να ενεργήσουν κατά τον αναμενόμενο τρόπο στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Ο ανεπαρκής διεθνής συντονισμός και η ανεπαρκής μακροπροληπτική εποπτεία.

1.4   Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η Επιτροπή επιδιώκει την περαιτέρω βελτίωση των προτάσεών της σχετικά με τις αμοιβές και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, σε πλήρη συμμόρφωση προς τις υποδείξεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board - FSB) και της Επιτροπής της Βασιλείας. Ο τραπεζικός τομέας έχει μεν θεμελιώδη οικονομική σημασία για την ΕΕ, αλλά συγχρόνως αποτελεί έναν δυνητικά ευμετάβλητο κλάδο. Προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση ζημιών στον χρηματοπιστωτικό τομέα της ΕΕ από το ρυθμιστικό αρμπιτράζ (regulatory arbitrage), θεωρείται ουσιώδης η εξεύρεση λύσεων παγκόσμιας εμβέλειας και η ΕΕ μπορεί να χρειαστεί να πρωτοστατήσει σε αυτήν την προσπάθεια, όπως είναι άλλωστε και το σωστό. Η ΕΕ δεν έχει περιθώρια να εισαγάγει κανονιστικές διατάξεις οι οποίες θα διαφέρουν σημαντικά από τις πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλα μέρη του κόσμου.

1.5   Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει τις βασικές αρχές που προτείνονται για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή των πολιτικών για τις αμοιβές. Εάν κάποιες από τις αρχές αυτές είχαν υιοθετηθεί πριν από την κρίση, τότε θα είχαν αποφευχθεί πολλές αμοιβές που προκαλούν σκάνδαλο και αμηχανία.

1.6   Στους περισσότερους βιομηχανικούς κλάδους, το ανώτατο ποσό των πριμ (bonus) που καταβάλλονται στα διευθυντικά στελέχη διαμορφώνεται ως μέγιστο ποσοστό επί του μισθού. Η ΕΟΚΕ θεωρεί σκόπιμο να εφαρμόσει ο τραπεζικός τομέας παρεμφερείς αρχές στα συστήματα κυμαινόμενων αμοιβών, δεδομένου ότι τίποτε σχετικό με τον ρόλο των τραπεζιτών δεν αιτιολογεί την εφαρμογή συστημάτων ανεξέλεγκτων αμοιβών στη δική τους περίπτωση. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει το γεγονός ότι επιβάλλεται στα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα και στις επιχειρήσεις επενδύσεων η σύσταση επιτροπών αποδοχών.

1.7   Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι η οδηγία επικεντρώνεται περισσότερο στη διάρθρωση παρά στο ύψος των αμοιβών. Εντούτοις, η ΕΟΚΕ οφείλει να εκφράσει την ανησυχία της σχετικά με το ύψος των αμοιβών αυτών. εΕελπιστεί επίσης, ότι η επίδραση των νέων κεφαλαιακών απαιτήσεων, σε συνδυασμό με την προληπτική ανάλυση των προτεινόμενων πολιτικών και των σχεδίων για τις αμοιβές, θα καταστήσουν δυνατό τον περιορισμό των υπέρογκων κυμαινόμενων αμοιβών του παρελθόντος. Η ΕΟΚΕ παραδέχεται ότι η ΕΕ δεν διαθέτει κατ’ ουσία αρμοδιότητα σχετικά με το ύψος των αμοιβών.

1.8   H EOKE διαπιστώνει προς μεγάλη της ικανοποίηση ότι οι διατάξεις για τις αμοιβές δεν αντίκεινται ούτε στις διατάξεις του άρθρου 137 παράγραφος 5 της Συνθήκης, ούτε στις γενικές αρχές του εθνικού Ενοχικού και Εργατικού Δικαίου ή στα –κατά περίπτωση– δικαιώματα των κοινωνικών εταίρων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

1.9   Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει πλήρως την αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που εκτίθενται λεπτομερώς στην οδηγία, στην οποία συμπεριλαμβάνονται, ειδικότερα, τα εξής:

διατάξεις για την ενίσχυση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν οι τράπεζες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών για βραχυπρόθεσμη μεταπώληση·

αναβαθμισμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις πολύπλοκες πράξεις τιτλοποίησης, τόσο στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο όσο και στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

1.10   Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η πρόταση δεν περιλαμβάνει πλέον μια ενισχυμένη εποπτική διαδικασία ιδιαίτερα περίπλοκων περιπτώσεων επανατιτλοποίησης. Εντούτοις, η ΕΟΚΕ ευελπιστεί ότι οι εποπτικές αρχές θα επιδείξουν εν προκειμένω τη δέουσα προσοχή και σημειώνει ότι οι τελευταίες διαθέτουν ευρύτατο φάσμα διορθωτικών μέτρων.

1.11   Η άποψη της ΕΟΚΕ έχει επηρεαστεί από τα γεγονότα που ήρθαν στο φως (2) έπειτα από την έρευνα της Επιτροπής Χρεογράφων και Χρηματιστηρίων των ΗΠΑ (Securities and Exchange Commission - SEC) σχετικά με την κατάρρευση της αξίας των τιτλοποιημένων ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων (Retail Backed Mortgage Securities - RMBS), των εξασφαλισμένων ομολόγων (Collateralised Debt Obligations - CDO) και άλλων παρόμοιων στοιχείων ενεργητικού. Οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΟΑΠΙ) ευθύνονται για την απερίσκεπτη δημιουργία αυτών των τοξικών στοιχείων ενεργητικού τα οποία κόστισαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Οι τράπεζες επενδύσεων είναι ένοχες για υποβοήθηση και υποκίνηση των ΟΑΠΙ, ενώ οι περισσότερες τράπεζες δεν κατόρθωσαν να αντιληφθούν τους κινδύνους που εμπεριείχε η κατοχή των συγκεκριμένων τίτλων. Η Ομάδα Larosière παρατήρησε ότι «καίρια σημασία κατέχει το γεγονός ότι οι ρυθμιστικές αυτές αλλαγές (δηλ. εκείνες που αφορούν τους ΟΑΠΙ) πρέπει να συνοδεύονται από αυξημένη δέουσα επιμέλεια και κρίση εκ μέρους των επενδυτών καθώς και από βελτιωμένη εποπτεία». Στη γνωμοδότησή της σχετικά με τους ΟΑΠΙ, η ΕΟΚΕ προσυπέγραψε τη σύσταση αυτή και, επί του παρόντος, επιδοκιμάζει την προτεινόμενη οδηγία διότι θα απαιτήσει από τις τράπεζες και τις εποπτικές αρχές να ενεργούν αναλόγως.

1.12   Στο σημείο 4 του Παραρτήματος Ι της οδηγίας εκτίθεται ένα νέο και εκτεταμένο σύνολο απαιτήσεων δημοσιοποίησης που επικροτείται από την ΕΟΚΕ. Εάν οι εν λόγω απαιτήσεις είχαν τεθεί σε ισχύ πριν από την κρίση, τότε πολλά από τα θλιβερά επακόλουθά της θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί. Η έμφαση που δίνεται στη ρευστότητα και στον κίνδυνο γεγονότος στο Παράρτημα ΙΙ είναι επίσης θετική. Χωρίς να προβεί σε τεχνική ανάλυση των διατάξεων, η ΕΟΚΕ έλαβε τη διαβεβαίωση της Επιτροπής ότι χάρη στα μέτρα αυτά θα αποτραπεί η κρίση ρευστότητας στην αγορά που βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης του τραπεζικού συστήματος.

1.13   H ΕΟΚΕ αντιλαμβάνεται ότι τα ζητήματα ρευστότητας των εταιρειών θα αναλυθούν στην οδηγία όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (ΟΚΑ4/CRD4). Κατόπιν της συγκεκριμένης κρίσης, η ανάγκη αυτή καθίσταται επιτακτική.

1.14   Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι, ενώ σε κανένα σημείο του σχεδίου οδηγίας δεν θίγεται το ζήτημα των εκτός ισολογισμού φορέων ειδικού σκοπού (special purpose trading vehicles - SPV), στην πραγματικότητα έχει καλυφθεί στην οδηγία 2009/83/EΚ που εξέδωσε η Επιτροπή τον Ιούλιο του 2009. Το άρθρο 95 της ΟΚΑ ορίζει ήδη ότι η τράπεζα υποχρεούται να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα στοιχεία ενεργητικού της, εκτός εάν μπορεί να εξασφαλίσει «σημαντική μεταφορά κινδύνου». Η οδηγία του Ιουλίου του 2009 περιορίζει τα περιθώρια ερμηνείας της εν λόγω διάταξης με δύο σημαντικούς τρόπους. Εάν δε αυτή η διευκρίνιση είχε τεθεί σε εφαρμογή πριν από την κρίση, θα είχε μειωθεί σε μεγάλο βαθμό η επίδραση των εταιρειών ειδικού σκοπού στην κρίση.

1.15   Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ανησυχία της για το γεγονός ότι η παραπειστική διάθεση πιστώσεων στους καταναλωτές διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πρόκληση της κρίσης. Η Επιτροπή φαίνεται να ασχολείται με το πρόβλημα αυτό στην ανακοίνωση της σχετικά με τις δέσμες επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές (packaged retail investment products - PRIP) (3), δεδομένου ότι επιδιώκει να ρυθμίσει τους όρους πώλησης και, ειδικότερα, να ελέγξει τις συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν κατά την εν λόγω διαδικασία. Η ανακοίνωση αυτή βασίζεται στους όρους που επιβάλλονται από την οδηγία 2004/39/ΕΚ σχετικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων.

1.16   Η δημοσιοποίηση είναι το κλειδί για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι η έκταση των προτεινόμενων δημοσιοποιήσεων και η πρόσβαση που τίθεται στη διάθεση των μετόχων είναι επαρκείς για την απόκτηση των στοιχείων που τους χρειάζονται για τις συναλλαγές τους με κάποιο ίδρυμα. Οι δημοσιοποιήσεις που απαιτούνται από την προτεινόμενη οδηγία πρέπει να νοούνται κατά την έννοια του άρθρου 147 της οδηγίας 2006/48/EK σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (Οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις - CRD) όπου συνιστάται στα πιστωτικά ιδρύματα να προβαίνουν στις απαιτούμενες δημοσιοποιήσεις.

1.17   Τον Νοέμβριο του 2009, οι επικεφαλής των τραπεζών HSBC και Standard Chartered εξέφρασαν την ανησυχία τους σχετικά με τον υπερβολικό και επιζήμιο χαρακτήρα των προτεινόμενων από τις εποπτικές αρχές κεφαλαιακών απαιτήσεων, οι οποίες θα αναχαιτίσουν τόσο την ανάκαμψη της οικονομίας όσο και την ανάπτυξη. Η άποψη αυτή μπορεί μεν να θεωρηθεί αναμενόμενη καθώς διατυπώνεται από τραπεζίτες, αλλά σε αυτήν την περίπτωση δεν πρόκειται για συνηθισμένους τραπεζίτες. Καμία εκ των δύο τραπεζών δεν έλαβε κρατική ενίσχυση, τα δε διευθυντικά στελέχη της Standard Chartered ήταν στην ουσία εκ των εμπνευστών του σχεδίου στήριξης των βρετανικών τραπεζών. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι οι προτεινόμενες κεφαλαιακές απαιτήσεις, εκ παραλλήλου με τη δέουσα επιμέλεια και την ενδεδειγμένη εκτίμηση επικινδυνότητας, είναι ανάλογες του κινδύνου.

1.18   Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η Επιτροπή για να κατανοήσει τον αντίκτυπο του υπό εξέταση, σήμερα, σχεδίου οδηγίας πρέπει να προβεί σε ανάλυση, όχι μόνο ως προς τις κεφαλαιακές συμμετοχές των τραπεζών, αλλά και για την οικονομική ανάπτυξη, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την εν γένει ανάκαμψη.

2.   Εισαγωγή

2.1   Μια σύντομη εξήγηση της κρίσης του τραπεζικού συστήματος θα μπορέσει να αναδείξει τη λογική που διέπει την οδηγία. Πρόσθετα στοιχεία για την κρίση του τραπεζικού συστήματος παρέχονται στην έκθεση του Λόρδου Turner, προέδρου της Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου (Financial Services Authority) (4).

2.2   Η δραστηριότητα των τραπεζών λιανικής συνίσταται στη χορήγηση μακροπρόθεσμων δανείων βάσει βραχυπρόθεσμων καταθέσεων· η εν λόγω δραστηριότητα ονομάζεται maturity transformation («μετασχηματισμός ωριμότητας») και εμπεριέχει αρκετούς κινδύνους. Εάν όλοι οι καταθέτες αποφάσιζαν να αποσύρουν τα χρήματά τους, η τράπεζα δεν θα διέθετε επαρκή ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού. Ομοίως, εάν οι δανειολήπτες αθετήσουν την εκπλήρωση της υποχρέωσής τους, ελαττώνεται το τραπεζικό κεφάλαιο και ελλοχεύει ο κίνδυνος της αφερεγγυότητας. Για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου ενδεχόμενου, οι τράπεζες λιανικής διατηρούν αποθεματικά ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού στους ισολογισμούς τους και συνάπτουν συμφωνίες ασφαλείας με άλλες τράπεζες, ενώ η κεντρική τράπεζα μπορεί να λειτουργήσει ως ύστατος δανειστής. Οι τραπεζικοί κανονισμοί καθορίζουν το ύψος των κεφαλαίων που πρέπει να διατηρεί μια τράπεζα για την κάλυψη των υποχρεώσεών της σε περίπτωση που ο δανειολήπτης αθετήσει την εκπλήρωση της υποχρέωσής του.

2.3   Οι τράπεζες διενεργούν επίσης συναλλαγές για δικό τους λογαριασμό. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο διατηρούν αποθεματικά κεφάλαια. Τα αποθεματικά αυτά ήταν κατά κανόνα περιορισμένα διότι οι ενδεχόμενες ζημίες από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών αναμένονταν να είναι χαμηλές δεδομένου ότι τα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών θεωρούνταν άμεσα εμπορεύσιμα. Τα κεφάλαια για τη στήριξη του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των τραπεζών υπολογίζονταν βάσει της μεθόδου «δυνητικής ζημίας» (VaR). Οι τράπεζες ίδρυαν επίσης εταιρείες ειδικού σκοπού εκτός ισολογισμού. Οι εταιρείες αυτές χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τη δυνητικά επικίνδυνη τεχνική μόχλευσης, αλλά επειδή θεωρούνταν εκτός ισολογισμού, οι εποπτικές αρχές τις αντιμετώπιζαν ως ανεξάρτητες οντότητες. Εντούτοις, όταν ξέσπασε η κρίση, πολλές εταιρείες ειδικού σκοπού χρειάστηκε να ενσωματωθούν στους ισολογισμούς των τραπεζών για λόγους διατήρησης της φήμης τους, παρότι δεν είχε προβλεφθεί το παραμικρό αποθεματικό γι’ αυτό το ενδεχόμενο.

2.4   Οι αρχές διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην πρόκληση της τραπεζικής κρίσης. Οι εποπτικές αρχές ενέκριναν τα κεφάλαια που διατηρούσαν οι τράπεζες. Οι νομισματικές αρχές, με εξαίρεση την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κράτησαν τα επιτόκια σε πάρα πολύ χαμηλό επίπεδο για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακόμη και στο εσωτερικό της ευρωζώνης, τα επιτόκια ήταν υπερβολικά χαμηλά για ορισμένες οικονομίες. Σε πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποχρέωσε τις τράπεζες να χορηγήσουν παράτολμα ενυπόθηκα δάνεια σε αφερέγγυους δανειολήπτες. Οι δείκτες αποταμίευσης στον δυτικό κόσμο μειώθηκαν με αποτέλεσμα όλο το βάρος της χρηματοδότησης της αυξανόμενης δανειοληψίας να πέσει στην Ασία. Οι συγκεκριμένοι παράγοντες ευνόησαν τις επικίνδυνες τραπεζικές δραστηριότητες.

2.5   Οι τράπεζες χορηγούσαν ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, κατόπιν τα συγκέντρωναν σε δέσμες και στη συνέχεια τα διέθεταν προς πώληση· η δραστηριότητα αυτή επεκτάθηκε και πέραν των Ηνωμένων Πολιτειών. Με τη βοήθεια των οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΟΑΠΙ), οι δέσμες αυτές τεμαχίζονταν σε τμήματα με διαφορετική βαθμολογία πιστοληπτικής ικανότητας και είχαν πολύ υψηλότερη απόδοση απ’ ό,τι τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου. Η επανατιτλοποίηση «επανασυσκεύαζε» τα τμήματα των τεμαχισμένων οφειλών, κατά τρόπο ώστε να καθίστανται μη ανιχνεύσιμα χρεόγραφα. Ένα συνονθύλευμα με αρκτικόλεξα πιστωτικών τίτλων κατέληγε τελικά να αποτελεί βασικό κομμάτι τόσο του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ιδίου λογαριασμού όσο και των συναλλαγών των εταιρειών ειδικού σκοπού. Ο τεράστιος κίνδυνος που εγκυμονούσε αυτή η συγκέντρωση δεν έγινε αντιληπτός.

2.6   Τόσο η έκδοση όσο και η διανομή πιστωτικών τίτλων μετατράπηκαν σε παλιρροϊκό κύμα. Όπως κατέδειξε ο Λόρδος Turner, η έκταση και το εύρος των συναλλαγών στο πλαίσιο της «οικονομίας-καζίνου» επισκίασαν το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία. Συνοψίζοντας ακόμη περισσότερο, μπορούμε να πούμε ότι οι τράπεζες έπαψαν να στηρίζονται στις καταθέσεις και άρχισαν να χρηματοδοτούν τη δανειοδοτική δραστηριότητά τους μέσω εξαιρετικά βραχυπρόθεσμου δανεισμού από τις χρηματαγορές χονδρικής, με αποτέλεσμα ο μετασχηματισμός ωριμότητας να ξεφύγει από κάθε όριο. Στη συνέχεια, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) προέβη σε αύξηση των επιτοκίων και το καζίνο έκλεισε.

2.7   Οι οφειλέτες ενυπόθηκων δανείων άρχισαν να αθετούν τις υποχρεώσεις τους. Οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μείωσαν δραστικά τη βαθμολογία των πιστωτικών τίτλων. Παντού οι τράπεζες προσπάθησαν να πωλήσουν αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, γεγονός το οποίο οδήγησε σε κατάρρευση του συστήματος. Οι τιμές καταβαραθρώθηκαν. Η εμπορευσιμότητα σταμάτησε πλέον να παράγει ρευστότητα. Οι τράπεζες δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την κατάσταση των άλλων τραπεζών με αποτέλεσμα να εξανεμισθεί η εμπιστοσύνη και να παραλύσουν οι διατραπεζικές συναλλαγές στις χρηματαγορές χονδρικής. Ελλείψει ρευστότητας, όλα τα είδη τραπεζών βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Η Lehman αφέθηκε να καταρρεύσει, ενώ πολλές άλλες τράπεζες τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλα μέρη του κόσμου χρειάστηκαν μαζικές κρατικές ενισχύσεις για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

2.8   Τα συστήματα αμοιβών έτειναν να ενισχύσουν την ανάληψη κινδύνων στο πλαίσιο των πιστωτικών ιδρυμάτων. Στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια, τα κίνητρα επέφεραν εστίαση του ενδιαφέροντος σε βραχυπρόθεσμα κέρδη, ασχέτως της ύπαρξης πιο μακροπρόθεσμων κινδύνων. Η ιλιγγιώδης πορεία των διατραπεζικών συναλλαγών δημιούργησε μια τεχνητή οικονομία, αποσυνδεμένη από την πραγματική οικονομία, όπου οι απολαβές ήταν ανεξάρτητες από τους κανόνες που ισχύουν στον πραγματικό κόσμο. Η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων επιδεινώθηκε δραματικά. Οι χρηματιστές και άλλοι ανάλογοι φορείς υπέστησαν παρεμφερείς βραχυπρόθεσμες πιέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και το προσωπικό που βρισκόταν στην «πρώτη γραμμή» της παροχής λιανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών εξωθήθηκε να επεκτείνει τις διευκολύνσεις αποπληρωμής με πιστωτικές κάρτες και τις ενυπόθηκες διευκολύνσεις σε πελάτες αμφίβολης πιστοληπτικής ικανότητας.

2.9   Οι κανονιστικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να βασιστούν στα διδάγματα που αντλήθηκαν. Χρειάζεται ριζική βελτίωση της ποσότητας και της ποιότητας των τραπεζικών αποθεματικών. Τα διατηρούμενα κεφάλαια έναντι των χαρτοφυλακίων συναλλαγών απαιτείται να αυξηθούν αισθητά και ο δείκτης μέγιστης «δυνητικής ζημίας» να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης. Ο υπολογισμός των κεφαλαίων πρέπει να αποκτήσει αντικυκλικό χαρακτήρα. Η εκτίμηση επικινδυνότητας πρέπει να πραγματοποιείται με μεγαλύτερη προσοχή. Οι κίνδυνοι ρευστότητας που εμπεριέχει ο μετασχηματισμός ωριμότητας χρήζουν επανεξέτασης δεδομένου ότι, κατά την κρίση, ούτε η πώληση διαπραγματεύσιμων στοιχείων ενεργητικού ούτε η προσφυγή σε αγορές χονδρικής μπόρεσαν να δημιουργήσουν την απαραίτητη ρευστότητα.

2.10   Ωστόσο, δεν αρκούν μόνο οι κανονιστικές μεταρρυθμίσεις· απαιτείται η ενεργοποίηση των μηχανισμών της αγοράς και η μεγαλύτερη συμμετοχή των μετόχων. Το μείζον ζήτημα έγκειται στην έλλειψη διαφάνειας. Η πραγματική φύση των τραπεζικών δανείων, των στοιχείων ενεργητικού, των αποθεματικών και του προφίλ κινδύνου των τραπεζών πρέπει να δημοσιοποιούνται. Η διαφάνεια αυτή θα δώσει τη δυνατότητα στους δανειστές, στους δανειολήπτες, στους μετόχους, στους διευθυντές και στους αναλυτές να ενεργούν κατά τον πρέποντα τρόπο στην αγορά.

2.11   Η κυβερνητική αποτυχία –πολιτική, νομισματική και ρυθμιστική– χρήζει διορθώσεων με στόχο να πρυτανεύσει εκ νέου η σύνεση στις τράπεζες, κατά τρόπο ώστε να απαιτούν ανάλογη συμπεριφορά και από τους πελάτες τους. Οι πελάτες λιανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών πρέπει να προστατευθούν από τον ανεξέλεγκτο δανεισμό στον οποίο προβαίνουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

2.12   Η εταιρική διακυβέρνηση πρέπει επίσης να βελτιωθεί. Η διαχείριση των κινδύνων έχει ανάγκη από μια εντελώς νέα προσέγγιση. Το σύστημα αμοιβών των διευθυντικών στελεχών χρειάζεται να αποκτήσει πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, προκειμένου να ενισχύει και όχι να υπονομεύει τη διαχείριση των κινδύνων και να συμπορεύεται με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων. Οι αμοιβές του συνόλου των εργαζομένων, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά το προφίλ κινδύνου μιας τράπεζας θα πρέπει να καθοριστούν σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο προφίλ.

2.13   Η κρίση του τραπεζικού συστήματος έφερε στο φως το πρόβλημα του συνδυασμού τραπεζών παροχής λιανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και τραπεζών επενδύσεων σε ενιαία ιδρύματα τα οποία θεωρούνται πολύ σημαντικά για να αποτύχουν. Ο συνδυασμός αυτός θεωρείται λογικός από πολλές απόψεις, δεδομένου ότι πολυάριθμες επενδυτικές τραπεζικές δραστηριότητες συμβάλλουν στην παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων τόσο στους πελάτες λιανικής όσο και στις ενδιαφερόμενες εταιρείες. Το βασικό πρόβλημα συνίσταται στη σιωπηρή και συχνά ρητή –απαραίτητη– εγγύηση που παρέχει το κράτος σε όσους πραγματοποιούν λιανικές καταθέσεις, γεγονός το οποίο ενέχει ηθικό κίνδυνο για τις επενδυτικές τραπεζικές δραστηριότητες και ενδέχεται να ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων. Έπειτα από το κραχ του 1929, ο αμερικανικός νόμος Glass-Segal επέβαλε το θεσμικό διαχωρισμό των λιανικών και των επενδυτικών τραπεζικών υπηρεσιών· ο νόμος αυτός καταργήθηκε το 1999 λόγω των εκτεταμένων διαστάσεων που έλαβε η επικάλυψη μεταξύ αμφοτέρων των υπηρεσιών αυτών. Εάν δεν υπάρξει σαφής διαφοροποίηση μεταξύ των δύο προαναφερθεισών δραστηριοτήτων –παραδείγματος χάρη, με έναν νέο νόμο Glass-Segal– τότε επιβάλλεται να καταστεί το καθεστώς των κεφαλαιακών απαιτήσεων επαρκώς αυστηρό προκειμένου να μην δοθεί στις τράπεζες επενδύσεων η δυνατότητα να καταφέρουν πλήγμα στις τράπεζες λιανικής.

3.   Κύρια σημεία της οδηγίας της Επιτροπής

Οι αλλαγές οι οποίες επήλθαν στο κείμενο της οδηγίας έπειτα από τη συνάντηση κορυφής του Πίτσμπουργκ και θεωρούνται σχετικές με την άποψη της ΕΟΚΕ σημειώνονται με πλάγιους χαρακτήρες.

3.1   Η υπερβολική και αλόγιστη ανάληψη κινδύνων στον τραπεζικό τομέα οδήγησε στην χρεοκοπία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και σε συστημικά προβλήματα στα κράτη μέλη και παγκοσμίως. Οι εποπτικοί και ρυθμιστικοί φορείς, καθώς και η Ομάδα των 20 και η Επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας, συμφωνούν ότι οι ακατάλληλες μισθολογικές πολιτικές συνέβαλαν σε αυτήν την κατάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι μείζονος σημασίας οι αρχές και τα πρότυπα που διαμορφώθηκαν από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board - FSB) και, εν συνεχεία, συμφωνήθηκαν και υιοθετήθηκαν σε διεθνές επίπεδο.

3.2   Προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι δυνητικά επιζήμιες συνέπειες των κακοσχεδιασμένων μισθολογικών πολιτικών, πρέπει να επιβληθεί η ρητή υποχρέωση στα πιστωτικά ιδρύματα και στις επιχειρήσεις επενδύσεων να καθιερώσουν και να εφαρμόζουν μισθολογικές πολιτικές και πρακτικές οι οποίες συνάδουν με την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων.

3.3   Είναι σημαντικό να τηρηθεί με συνέπεια η νέα υποχρέωση που αφορά τις μισθολογικές πολιτικές και πρακτικές. Επομένως, πρέπει να προσδιορισθούν βασικές αρχές με σκοπό να διασφαλισθεί ότι η διάρθρωση των αμοιβών δεν θα ενθαρρύνει την υπερβολική ανάληψη κινδύνων και θα εναρμονίζεται με την πολιτική ανάληψης κινδύνων, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος.

3.4   Μεταξύ των βασικών αρχών περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες:

η μισθολογική πολιτική ακολουθεί και προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος·

η μισθολογική πολιτική είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος·

η αξιολόγηση των επιδόσεων εντάσσεται σε ένα πολυετές πλαίσιο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα βασίζεται στις μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι οι πραγματικές αμοιβές βάσει των επιδόσεων εκτείνονται σε μια χρονική περίοδο που περιλαμβάνει τον κύκλο οικονομικής δραστηριότητας της εταιρείας καθώς και τους επιχειρηματικούς κινδύνους·

οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και είναι σχεδιασμένες κατά τρόπο ώστε να μην ανταμείβουν την αποτυχία·

η εγγυημένη μεταβλητή αμοιβή είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στο πλαίσιο πρόσληψης νέων υπαλλήλων και περιορίζεται στο πρώτο έτος απασχόλησης·

τουλάχιστον 50 % της μεταβλητής αμοιβής θα πρέπει να διατίθεται σε μετοχές ή σε άμεσα μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία αμφότερα υποκείμενα σε πρόσφορη πολιτική παρακράτησης·

η καταβολή του μεγαλύτερου μέρους σημαντικής πρόσθετης αμοιβής αναστέλλεται όσο απαιτείται και συνδέεται με τις μελλοντικές επιδόσεις της επιχείρησης. Ποσοστό τουλάχιστον 40 % –και 60 % στις περιπτώσεις των διευθυντικών στελεχών– της καταβολής αναστέλλεται για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών ετών και κατοχυρώνεται κατ’ αναλογία·

η μεταβλητή αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου του αναστελλόμενου μέρους της, καταβάλλεται ή κατοχυρώνεται μόνον υπό τον όρο ότι η οικονομική κατάσταση του ιδρύματος το επιτρέπει.

3.5   Τα «μεγάλα» πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεούνται να προβούν στη σύσταση μισθολογικών επιτροπών. Τα «μεγάλα» πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων προσδιορίζονται βάσει του μεγέθους, της εσωτερικής δομής και καθεστώτος, του χαρακτήρα και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους.

3.6   Οι αρμόδιες αρχές πρέπει επίσης να έχουν την εξουσία επιβολής οικονομικών ή μη οικονομικών μέτρων ή ποινών σε περίπτωση παραβίασης της απαίτησης για την καθιέρωση μισθολογικών πολιτικών οι οποίες συνάδουν με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων. Τα εν λόγω μέτρα και οι ποινές πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

3.7   Για την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης όσον αφορά την αξιολόγηση των μισθολογικών πολιτικών και πρακτικών, η Επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας πρέπει να φροντίσει για την εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών για τις ορθές μισθολογικές πολιτικές στον τραπεζικό τομέα.

3.8   Καθώς οι εσφαλμένες μισθολογικές πολιτικές και τα μη ενδεδειγμένα συστήματα κινήτρων μπορούν να αυξήσουν αδικαιολόγητα τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα και οι εταιρείες επενδύσεων, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να επιβάλλουν ποιοτικά και ποσοτικά μέτρα στις οικείες οντότητες, όπως ζητείται. Τα ποιοτικά μέτρα προβλέπουν τη δυνατότητα να απαιτείται από τα πιστωτικά ιδρύματα ή τις εταιρείες επενδύσεων να μειώσουν τον κίνδυνο που ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματά τους, συμπεριλαμβανομένων των μισθολογικών πολιτικών, στον βαθμό που δεν συνάδουν με την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων. Τα ποσοτικά μέτρα περιλαμβάνουν την απαίτηση διάθεσης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων.

3.9   Προκειμένου να διασφαλισθεί η προσήκουσα διαφάνεια στην αγορά όσον αφορά τις μισθολογικές τους πολιτικές και τους συναφείς κινδύνους, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι εταιρείες επενδύσεων πρέπει να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τις μισθολογικές πολιτικές και πρακτικές που εφαρμόζουν για τους υπαλλήλους των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ιδρύματος.

3.10   Πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερο καθεστώς κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις πράξεις τιτλοποίησης οι οποίες τροποποιούν άλλες πράξεις τιτλοποίησης και ενέχουν υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο από τις κανονικές πράξεις τιτλοποίησης, το οποίο θα περιλαμβάνει σαφή αντικίνητρα προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρείες επενδύσεων, για την αποφυγή επενδύσεων σε περίπλοκους και υψηλού κινδύνου τίτλους.

3.11   Οι πράξεις επανατιτλοποίησης «επανασυσκευάζουν» ανοίγματα τιτλοποίησης μεσαίου κινδύνου σε νέους τίτλους. Θεωρούνται γενικά χαμηλού πιστωτικού κινδύνου από τους οργανισμούς αξιολόγησης και τους παράγοντες της αγοράς. Ωστόσο, λόγω της πολυπλοκότητας και της ευαισθησίας τους σε συσχετιζόμενες απώλειες, οι εν λόγω πράξεις επανατιτλοποίησης συνεπάγονται υψηλότερους κινδύνους από τις συμβατικές πράξεις τιτλοποίησης. Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόταση περιλαμβάνει ένα σύνολο κεφαλαιακών απαιτήσεων υψηλότερων από εκείνες που ισχύουν για τις απλές θέσεις τιτλοποίησης της ίδιας διαβάθμισης.

3.12   Δεδομένων των πρόσφατων προβλημάτων, πρέπει να ενισχυθούν οι κανόνες που εφαρμόζονται στα εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων κινδύνου αγοράς. Ειδικότερα, πρέπει να εξασφαλιστεί πληρέστερη κάλυψη των κινδύνων όσον αφορά τους πιστωτικούς κινδύνους στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Επιπλέον, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να περιλαμβάνουν μια συνιστώσα κατάλληλη για ακραίες συνθήκες για την ενίσχυση των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε περίπτωση επιδείνωσης των συνθηκών της αγοράς και με σκοπό τη μείωση των πιθανοτήτων εκδήλωσης κυκλικότητας.

3.13   Με την επιφύλαξη των δημοσιοποιήσεων που απαιτούνται ρητά από την υπό εξέταση οδηγία, στόχος των απαιτήσεων δημοσιοποίησης πρέπει να είναι να παρέχονται στους συμμετέχοντες στην αγορά ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά το προφίλ κινδύνου των επιμέρους ιδρυμάτων. Επομένως, τα ιδρύματα πρέπει να υποχρεούνται να δημοσιοποιούν πρόσθετες πληροφορίες οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά στην οδηγία, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

3.14   Στον τομέα της τιτλοποίησης, πρέπει να ενισχυθούν σημαντικά οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης των ιδρυμάτων. Πρέπει, ειδικότερα, να λαμβάνουν επίσης υπόψη τους κινδύνους θέσεων τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

Βρυξέλλες, 20 Ιανουαρίου 2010

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Mario SEPI


(1)  ΕΕ C 318 της 23.12.2009, σ. 57.

(2)  ΕΕ C 277 της 17.11.2009, σ. 117.

(3)  COM(2009) 204 τελικό.

(4)  The Turner Review, UK Financial Services Authority, Μάρτιος 2009.