52009PC0502




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 23.9.2009

COM(2009) 502 τελικό

2009/0143 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων

{COM(2009) 499 τελικό}{COM(2009) 500 τελικό}{COM(2009) 501 τελικό}{COM(2009) 503 τελικό}{SEC(2009) 1233}{SEC(2009) 1234}{SEC(2009) 1235}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Πλαίσιο της πρότασης

Η εμπειρία από τη χρηματοπιστωτική κρίση έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της εποπτείας στο χρηματοπιστωτικό τομέα, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά. Για το λόγο αυτό ο πρόεδρος Barroso ζήτησε από ομάδα ειδικών υψηλού επιπέδου, υπό την προεδρία του κυρίου Jacques de Larosière, να προβεί σε προτάσεις για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων, με στόχο την συγκρότηση ενός πιο αποδοτικού, ολοκληρωμένου και βιώσιμου ευρωπαϊκού συστήματος εποπτείας. Η ομάδα παρουσίασε την έκθεσή της στις 25 Φεβρουαρίου 2009. Με βάση τις συστάσεις της ομάδας, η Επιτροπή διατύπωσε προτάσεις για μια νέα αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού συστήματος εποπτείας στην ανακοίνωσή της προς το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2009. Η Επιτροπή παρουσίασε αναλυτικότερα τις ιδέες της στην ανακοίνωσή της του Μαΐου 2009, όπου προτείνεται:

- Να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ - ESFS) αποτελούμενο από δίκτυο εθνικών χρηματοπιστωτικών εποπτικών αρχών οι οποίες θα συνεργάζονται με τις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ - ESA), που προέκυψαν με τη μετατροπή των υφιστάμενων ευρωπαϊκών εποπτικών επιτροπών[1] σε μια Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ - ΕΒΑ), σε μια Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ – ΕSMA) και σε μια Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ - ΕΙΟΡΑ), συνδυάζοντας έτσι τα πλεονεκτήματα ενός πανευρωπαϊκού πλαισίου χρηματοπιστωτικής εποπτείας με την πείρα των τοπικών μικροπροληπτικών εποπτικών φορέων που βρίσκονται εγγύτατα στα ιδρύματα που λειτουργούν στην περιοχή της αρμοδιότητάς τους και

- Να συγκροτηθεί Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ - ESRB), το οποίο να παρακολουθεί και να αξιολογεί πιθανές απειλές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίες ενδέχεται να προκύψουν από μακροοικονομικές εξελίξεις και από εξελίξεις στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως συνόλου. Προς το σκοπό αυτό το ΕΣΣΚ θα προβαίνει σε έγκαιρη προειδοποίηση για κινδύνους που μπορεί να λάβουν διαστάσεις σε επίπεδο συστήματος και, αν κρίνει σκόπιμο, προβαίνει σε συστάσεις για δράση με σκοπό την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων[2].

2. Διαβουλεύσεις των ενδιαφερομενων μέρων

Κατά την επεξεργασία των εν λόγω προτάσεων διεξήχθησαν δυο ανοιχτές διαβουλεύσεις. Πρώτο, μετά τη δημοσίευση της έκθεσης της ομάδας υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κυρίου Jacques de Larosiere και τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 4 Μαρτίου 2009, η Επιτροπή διοργάνωσε διαβούλευση από τις 10 Μαρτίου ως τις 10 Απριλίου 2009 στο πλαίσιο συγκέντρωσης υλικού για την ανακοίνωσή της με αντικείμενο τη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην Ευρώπη, η οποία δημοσιεύτηκε στις 27 Μαΐου 2009. Συνοπτική παρουσίαση των δημόσιων εισηγήσεων που ελήφθησαν απαντά στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/internal_market/consultations/docs/2009/fin_supervision/summary_en.pdf

Δεύτερο, από τις 27 Μαΐου ως τις 15 Ιουλίου 2009, η Επιτροπή διοργάνωσε άλλον ένα ακόμη γύρο διαβουλεύσεων, καλώντας όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις για τις λεπτομερέστερες μεταρρυθμίσεις που παρουσίασε το Μάιο στην ανακοίνωση για την χρηματοπιστωτική εποπτεία στην Ευρώπη. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους οι απαντήσεις που ελήφθησαν υποστήριζαν τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, με σχόλια σχετικά με αναλυτικές απόψεις των προτεινόμενων ΕΣΣΚ και ΕΣΧΕ. Συνοπτική παρουσίαση των δημόσιων εισηγήσεων που ελήφθησαν απαντά στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/internal_market/consultations/docs/2009/fin_supervision_may/replies_summary_en.pdf

3. Εκτίμηση επιπτώσεων

Η ανακοίνωση της Επιτροπής το μήνα Μάιο για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην Ευρώπη συνοδεύτηκε από εκτίμηση επιπτώσεων, η οποία ανέλυε τις κύριες επιλογές πολιτικής για τη σύσταση του ΕΣΣΚ και του ΕΣΧΕ. Τις προτάσεις αυτές συνοδεύει δεύτερη εκτίμηση επιπτώσεων, η οποία εξέταζε τις επιλογές αναλυτικότερα. Η έκθεση για τη δεύτερη εκτίμηση επιπτώσεων είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

4. Νομικά στοιχεία της πρότασης

Το Δικαστήριο αναγνώρισε[3] ότι το άρθρο 95 της Συνθήκης αναφορικά με θέσπιση μέτρων σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς παρέχει την κατάλληλη νομική βάση για τη δημιουργία ενός «Κοινοτικού φορέα, αρμόδιου για τη συμβολή στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης», εφόσον τα καθήκοντα του εν λόγω φορέα συνδέονται στενά με το αντικείμενο των πράξεων των σχετικών με την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών.

Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση ενός σταθερού και αξιόπιστου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί απόλυτη προϋπόθεση για τη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, επομένως, για τη διαφύλαξη και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ολοκληρωμένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικές αγορές με μεγαλύτερο βάθος και ολοκλήρωση παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες χρηματοδότησης και διαφοροποίησης των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας απόσβεσης των κραδασμών των οικονομιών. Επομένως, η χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση και η σταθερότητα αλληλοενισχύονται. Η σύσταση του ΕΣΣΚ θα συνοδεύεται από τη σύνταξη ενός ενιαίου εγχειριδίου, το οποίο θα εξασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων στην ΕΕ και θα συμβάλει έτσι στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Το έργο των ΕΕΑ θα συνίσταται στην υποστήριξη των εθνικών αρχών για τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων.

Καθώς τα καθήκοντα που πρόκειται να ανατεθούν στις Αρχές σχετίζονται στενά με τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή ως απόκριση στη χρηματοπιστωτική κρίση και με εκείνα που εξαγγέλθηκαν με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής της 4ης Μαρτίου και της 27ης Μαΐου 2009, είναι δυνατό, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι ΕΕΑ να συσταθούν βάσει του άρθρου 95 της Συνθήκης.

Η κοινοτική δράση μπορεί να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες που κατέδειξε η κρίση και να δημιουργήσει ένα σύστημα σύμφωνο προς το στόχο μιας σταθερής και ενιαίας κοινοτικής χρηματοπιστωτικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες – συνδέοντας μεταξύ τους τις εθνικές εποπτικές αρχές στο πλαίσιο ενός ισχυρού κοινοτικού δικτύου. Εντούτοις, η καθημερινή εποπτεία θα εξακολουθήσει να επικεντρώνεται στο εθνικό επίπεδο, εφόσον οι εθνικές εποπτικές αρχές παραμένουν υπεύθυνες για την εποπτεία των μεμονωμένων οντοτήτων. Έτσι, οι διατάξεις δεν υπερβαίνουν το αυστηρώς αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων. Επομένως οι προτάσεις είναι σύμφωνες με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης.

5. Δημοσιονομικές επιπτώσεις

Για τη μετατροπή των υφιστάμενων ευρωπαϊκών εποπτικών επιτροπών σε αποτελεσματικές ΕΕΑ απαιτείται ενίσχυση των πόρων – τόσο των ανθρώπινων όσο και των δημοσιονομικών. Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των εν λόγω προτάσεων εξετάζονται στην έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων και στα συνοδευτικά νομοθετικά δημοσιονομικά δελτία (συνημμένα στην παρούσα πρόταση).

6. Λεπτομερής εξήγηση της πρότασης

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε τομέα, απαιτούνται τρεις ξεχωριστοί κανονισμοί για τη σύσταση των αρχών στους τομείς των τραπεζών, της ασφάλισης και των επαγγελματικών συντάξεων, και των κινητών αξιών. Ωστόσο, βασικά αυτές οι προτάσεις ωθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Επομένως, η παρούσα αιτιολογική έκθεση ασχολείται πρώτα με τα κοινά στοιχεία και μετά προσεγγίζει σύντομα τις διαφορές των τριών κανονισμών.

6.1. Σύσταση και νομικό καθεστώς των ΕΕΑ

Στόχος των ΕΕΑ είναι να συμβάλουν: (i) στη βελτίωση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ειδικά συμπεριλαμβανομένου υψηλού, αποτελεσματικού και συνεκτικού επιπέδου ρύθμισης και εποπτείας, (ii) στην προστασία των καταθετών, των επενδυτών, των ασφαλισμένων και των λοιπών δικαιούχων, (iii) στην εξασφάλιση της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, (iv) στη διαφύλαξη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και (v) στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού. Προς το σκοπό αυτό, κάθε ΕΕΑ συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεκτικής, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας.

Οι ΕΕΑ θα είναι κοινοτικοί φορείς με νομική προσωπικότητα και θα αποτελούν βασικό στοιχείο του προτεινόμενου ΕΣΧΕ. Το τελευταίο λειτουργεί ως δίκτυο εποπτικών αρχών και συμπεριλαμβάνει τις εθνικές αρχές των κρατών μελών, μια Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, για την κάλυψη διατομεακών θεμάτων και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ενώ οι ΕΕΑ πρέπει να απολαύουν της μέγιστης δυνατής ανεξαρτησίας προκειμένου να εκπληρώνουν την αποστολή τους με αντικειμενικότητα, η Επιτροπή πρέπει να συμμετέχει όταν απαιτείται για θεσμικούς λόγους και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της που απορρέουν από τη Συνθήκη.

Σε κάθε ΕΕΑ το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων θα είναι το συμβούλιο εποπτών της, αποτελούμενο από τους επικεφαλής των αντίστοιχων εθνικών εποπτικών αρχών, καθώς και από τον πρόεδρο κάθε αρχής. Ο πρόεδρος θα προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου και θα ενεργεί ως ο επικεφαλής και ο εκπρόσωπος της αρχής. την καθημερινή διαχείριση κάθε αρχής θα ασκεί ένας εκτελεστικός διευθυντής. Όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης των νέων ΕΕΑ, προτείνεται να διατηρηθεί η σημερινή έδρα των υφιστάμενων ευρωπαϊκών επιτροπών εποπτικών αρχών, καθώς έτσι είναι δυνατή η γρήγορη και αποτελεσματική μετάβαση στο νέο καθεστώς. Η ενότητα 6.3 διαλαμβάνει αναλυτικότερα τα σχετικά με την εσωτερική οργάνωση των ΕΕΑ.

6.2. Καθήκοντα και εξουσίες των ΕΕΑ

Οι ΕΕΑ θα αναλάβουν όλα τα καθήκοντα των υφιστάμενων ευρωπαϊκών εποπτικών επιτροπών αλλά, επιπλέον, οι αρμοδιότητές τους θα αυξηθούν σημαντικά, θα έχουν καθορισμένες νομικές εξουσίες και μεγαλύτερο κύρος, όπως ορίστηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 27 Μαΐου 2009 και συμφωνήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 18-19 Ιουνίου 2009.

6.2.1. Ανάπτυξη τεχνικών κανόνων

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποδέχτηκε την πρόταση της Επιτροπής ότι πρέπει να συνταχθεί ενιαίο εγχειρίδιο για την ΕΕ, το οποίο να εφαρμόζεται σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην ενιαία αγορά. Προς το σκοπό αυτό πρέπει να εντοπιστούν και να αρθούν οι διαφορές που προέκυψαν κατά την ενσωμάτωση κοινοτικής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο και οι οποίες οφείλονται σε εξαιρέσεις, παρεκκλίσεις, προσθήκες ή ασάφειες, έτσι ώστε να μπορεί να καθοριστεί και να τεθεί σε ισχύ ένα εναρμονισμένο βασικό σύνολο κανόνων. Για να συμβάλουν σε αυτό, οι ΕΕΑ θα αναπτύξουν προτάσεις τεχνικών κανόνων σε τομείς που καθορίζονται στη σχετική τομεακή νομοθεσία. Αυτοί οι κανόνες συνιστούν αποτελεσματικό μέσον για την ενίσχυση του επιπέδου 3 του μηχανισμού Lamfalussy, ο οποίος αυτή τη στιγμή περιορίζεται στην έκδοση μη δεσμευτικών κατευθυντηρίων γραμμών. Οι τομείς στους οποίους η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια των εν λόγω κανόνων αφορούν θέματα πολύ τεχνικής φύσεως, όπου είναι απαραίτητο να υπάρχουν ομοιόμορφοι όροι για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Τα θέματα αυτά δεν συνεπάγονται πολιτικές αποφάσεις και το περιεχόμενό τους οριοθετείται αυστηρά με τις κοινοτικές πράξεις που εκδίδονται στο επίπεδο 1 (για λεπτομερή ανάλυση των αλλαγών που απαιτείται να επέλθουν στη σχετική κοινοτική νομοθεσία βλ. το συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής). Η εκπόνηση των κανόνων από τις ΕΕΑ διασφαλίζει την πλήρη αξιοποίηση της εξειδικευμένης εμπειρογνωμοσύνης των εθνικών εποπτικών αρχών.

Τα σχέδια τεχνικών κανόνων θα εγκρίνονται από την Αρχή με ειδική πλειοψηφία των μελών των συμβουλίων εποπτών, όπως ορίζεται στο άρθρο 205 της Συνθήκης. Η έννομη τάξη της Κοινότητας απαιτεί την υποστήριξη στη συνέχεια αυτών των σχεδίων από την Επιτροπή με την έκδοση σχετικών κανονισμών ή αποφάσεων, προκειμένου να ληφθούν τα αναμενόμενα άμεσα έννομα αποτελέσματα. Σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο για λόγους κοινοτικού συμφέροντος, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει τη μερική έγκριση των κανόνων ή την έγκρισή τους με τροποποιήσεις ή την απόρριψή τους, για λόγους τους οποίους υποχρεούται να ανακοινώσει στην Αρχή. Η πρόταση της Επιτροπής δεν θίγει συζητήσεις σχετικά με μελλοντικές διαδικασίες στο πλαίσιο της μετάβασης σε μια νέα Συνθήκη.

Όσον αφορά τις διαβουλεύσεις με συμφεροντούχους, για κάθε ΕΕΑ θα συγκροτηθεί μια ομάδα συμφεροντούχων η οποία θα αποτελείται από εκπροσώπους της βιομηχανίας, εργαζόμενους στον χρηματοπιστωτικό τομέα και χρήστες των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Αναλογικά η συμμετοχή καθενός πρέπει να είναι ισόρροπη, χωρίς να υπερτερεί καμία ομάδα έναντι των άλλων. Στους τομείς που δεν καλύπτονται από τους τεχνικούς κανόνες, οι ΕΕΑ, όπως και οι υφιστάμενες ευρωπαϊκές εποπτικές επιτροπές, έχουν τη δυνατότητα να εκδίδουν μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις προς εθνικές εποπτικές αρχές, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τους συμμετέχοντες της αγοράς. Αν σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι αρχές επιλέξουν να μην συμμορφωθούν με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις, πρέπει να αιτιολογήσουν την απόφασή τους στην Αρχή.

6.2.2. Αρμοδιότητες εξασφάλισης της συνεπούς εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων

Ακόμη και με ενιαίο σύνολο εναρμονισμένων κανόνων, η εφαρμογή των κανόνων αυτών μπορεί, περιστασιακά, να οδηγήσει σε διαστάσεις απόψεων σχετικά με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Συνεπώς, με την επιφύλαξη της κίνησης διαδικασιών παράβασης από την Επιτροπή κατά ορισμένων κρατών μελών, οι ΕΕΑ πρέπει να διαθέτουν γενική εξουσία για να συμβάλουν στη διασφάλιση συνεκτικής εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας. Προς το σκοπό αυτό, πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός αντιμετώπισης της συμπεριφοράς εθνικών εποπτικών αρχών οι οποίες θεωρείται ότι αποκλίνουν από την υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία (συμπεριλαμβάνονται οι τεχνικοί κανόνες που εξετάζονται στην παράγραφο 6.2.1). Ο μηχανισμός περιλαμβάνει τρία διαφορετικά στάδια:

Πρώτον, με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων εθνικών εποπτικών αρχών ή της Επιτροπής, οι ΕΕΑ πρέπει να διερευνήσουν τις περιπτώσεις αυτές και, αν είναι αναγκαίο, εκδώσουν σύσταση για ενέργεια την οποία απευθύνουν στην εποπτική αρχή. Στο πλαίσιο του γενικού καθήκοντος συμμόρφωσης με την κοινοτική νομοθεσία, η εποπτική αρχή πρέπει να κληθεί να συμμορφωθεί με τη σύσταση μέσα σε ένα μήνα.

Δεύτερον, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τη σύσταση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την ΕΕΑ ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να λάβει απόφαση με την οποία θα απαιτεί από την εθνική εποπτική αρχή είτε να αναλάβει είτε να αποφύγει συγκεκριμένη ενέργεια. Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της απόφασης, η εθνική εποπτική αρχή πρέπει να ενημερώσει την Επιτροπή και την ΕΕΑ σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ή που προτίθεται να λάβει για την εκτέλεση της απόφασης.

Τρίτον, στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία η εποπτική αρχή δεν συμμορφώνεται με την απόφαση, οι ΕΕΑ μπορούν, ως έσχατη λύση, να εκδώσουν απόφαση, την οποία θα απευθύνουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, για τήρηση του κοινοτικού δικαίου το οποίο ισχύει άμεσα για αυτά (δηλαδή των κανονισμών). Αυτό τελεί υπό την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής να επιβάλει την απόφασή της.

6.2.3. Δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης

Οι ΕΕΑ επιτελούν ενεργό συντονιστικό ρόλο μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ΕΕ. Όμως, σε κάποιες περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ο συντονισμός ενδέχεται να μην αρκεί, ιδίως όταν οι εθνικές εποπτικές αρχές δεν διαθέτουν μόνες τους τα εργαλεία για να αντιδράσουν γρήγορα σε μια αναδυόμενη διασυνοριακή κρίση. Επομένως, στις εν λόγω εξαιρετικές περιστάσεις οι ΕΕΑ πρέπει να έχουν την εξουσία να απαιτήσουν από τις εθνικές εποπτικές αρχές να αναλάβουν από κοινού συγκεκριμένη δράση. Επειδή καθορισμός της διασυνοριακής κατάστασης έκτακτης ανάγκης εμπεριέχει κάποιο βαθμό εκτίμησης, πρέπει να αποτελεί αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το θέμα αυτό υπόκειται στη ρήτρα διασφαλίσεων (βλ. παράγραφο 6.2.11). Παράλληλα, πρέπει να επιταχυνθεί η εργασία για τη δημιουργία ενός περιεκτικού διασυνοριακού πλαισίου ενίσχυσης των συστημάτων διαχείρισης/επίλυσης οικονομικών κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων εγγύησης και επιμερισμού βαρών.

6.2.4. Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών

Προτείνεται μηχανισμός για να διασφαλιστεί ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των άλλων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών σωμάτων. Αν μια εποπτική αρχή διαφωνήσει σχετικά με τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης άλλης εποπτικής αρχής σε περίπτωση στην οποία η σχετική νομοθεσία απαιτεί συνεργασία, συντονισμό ή κοινή λήψη αποφάσεων, η Αρχή, κατόπιν αιτήματος της ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, μπορεί να βοηθήσει τις αρχές στην επίτευξη κοινής προσέγγισης ή στη ρύθμιση του θέματος. Αυτός ο μηχανισμός περιλαμβάνει τρία ενδεχόμενα στάδια[4]:

Πρώτον, αν μια ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές ζητήσουν από την ΕΕΑ να τις βοηθήσει στην επίλυση τέτοιων διαφορών, Η ΕΕΑ μπορεί πρώτα να ορίσει μια φάση συμβιβασμού μεταξύ των αρχών για να προσπαθήσουν να επιτύχουν συμφωνία μεταξύ τους, ενώ η Αρχή εμπλέκεται όταν είναι απαραίτητο υπό την ιδιότητα του μεσολαβητή.

Δεύτερον, αν μετά από φάση συμβιβασμού δεν καταφέρουν να επιτύχουν συμφωνία, οι ΕΕΑ μπορούν να ρυθμίσουν το θέμα με απόφαση[5]. Όμως αυτό πρέπει σαφώς να αποτελεί την εξαίρεση, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις οι οικείες εθνικές αρχές οφείλουν να είναι σε θέση να επιτύχουν συμφωνία μέσω της προαναφερθείσας διαδικασίας συμβιβασμού.

Τρίτον, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης εποπτικής αρχής με την προαναφερθείσα απόφαση, η Αρχή μπορεί επίσης να αποφασίσει να εκδώσει αποφάσεις τις οποίες απευθύνει σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθορίζοντας τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία που ισχύει άμεσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Ας υπογραμμιστεί ότι ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών πρέπει να αντιμετωπίζει μόνο ουσιώδη θέματα, π.χ. περιπτώσεις κατά τις οποίες πράξη ή παράλειψη εποπτικής αρχής είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ικανότητα μιας εποπτικής αρχής να προστατεύσει το συμφέρον καταθετών, ασφαλισμένων, επενδυτών ή προσώπων προς τα οποία παρέχονται υπηρεσίες σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη ή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των εν λόγω κρατών μελών. Η Αρχή επιφυλάσσεται του δικαιώματος να μην κινήσει διαδικασία διακανονισμού ούτε να λάβει οποιαδήποτε απόφαση σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις. Οι ρυθμίσεις αυτές υπόκεινται στη ρήτρα διασφαλίσεων (βλ. παράγραφο 6.2.11).

6.2.5. Σώματα εποπτών

Στο εποπτικό σύστημα της ΕΕ τα σώματα εποπτών κατέχουν κεντρική θέση και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση ισόρροπης ροής πληροφοριών μεταξύ των εγχώριων αρχών και των αρχών υποδοχής. Οι ΕΕΑ θα συμβάλουν στην προώθηση της αποδοτικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών και στην παρακολούθηση της συνέπεια στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας από τα σώματα εποπτών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΕΕΑ μπορούν να συμμετέχουν ως παρατηρητές στα σώματα εποπτών και να λαμβάνουν όλες τις συναφείς πληροφορίες, οι οποίες ανταλλάσσονται μεταξύ των μελών του σώματος.

6.2.6. Κοινή εποπτική νοοτροπία, ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων και ομότιμη αξιολόγηση

Οι ΕΕΑ διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ευρωπαϊκής εποπτικής νοοτροπίας και στη διασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών εποπτικών πρακτικών σε όλη την Κοινότητα. Σε συνδυασμό με το μηχανισμό διευθέτησης διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών, η κοινή εποπτική νοοτροπία πρέπει να βοηθήσει στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης και συνεργασίας και ενδέχεται να δημιουργεί ολοένα και περισσότερες ευκαιρίες για τις εποπτικές αρχές να εκχωρούν ορισμένα καθήκοντα και αρμοδιότητες η μία στην άλλη. Εν προκειμένω οι ΕΕΑ διευκολύνουν, εντοπίζοντας καθήκοντα και αρμοδιότητες, που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού καθώς επίσης προωθώντας βέλτιστες πρακτικές. Ειδικότερα,, η Αρχή πρέπει να ενθαρρύνει και να διευκολύνει τη σύσταση κοινών εποπτικών ομάδων. Επίσης, οι ΕΕΑ πραγματοποιούν περιοδικά ομότιμες αξιολογήσεις εθνικών εποπτικών αρχών.

6.2.7. Αξιολόγηση εξελίξεων της αγοράς

Ένα από τα νέα καθήκοντα τα οποία ανετέθησαν στις υφιστάμενες ευρωπαϊκές εποπτικές επιτροπές με τις αναθεωρημένες αποφάσεις της Επιτροπής που εκδόθηκαν στις 23 Ιανουαρίου 2009 είναι η παρακολούθηση, η αξιολόγηση και η υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις τάσεις, τους πιθανούς κινδύνους και τα τρωτά σημεία στους τομείς της τραπεζικής, των ασφαλίσεων και των κινητών αξιών. Παρότι για την μακροπροληπτική ανάλυση του χρηματοπιστωτικού τομέα της ΕΕ αρμόδιο θα είναι το προτεινόμενο ΕΣΣΚ, οι ΕΕΑ πρέπει να συνεχίσουν το έργο των υφισταμένων ευρωπαϊκών εποπτικών επιτροπών στον τομέα αυτό, καθώς: (i) η ανάλυσή τους εστιάζει σε διαφορετικά σημεία, δηλαδή η μικροπροληπτική ανάλυση παρέχει ανάλυση από κάτω προς τα πάνω ενώ η μακροπροληπτική ανάλυση από πάνω προς τα κάτω και (ii) η ανάλυσή τους μπορεί να αποτελέσει χρήσιμη εισροή στο έργο του ΕΣΣΚ.

6.2.8. Διεθνής και συμβουλευτικός ρόλος

Με τις προτάσεις αυτές, η Επιτροπή παρέχει σαφή απάντηση στις αδυναμίες που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και ανταποκρίνεται στην πρόσκληση της G20 για τη λήψη μέτρων προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ισχυρότερο και συνεκτικότερο σε παγκόσμια κλίμακα, σύστημα ρύθμισης και εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οι ΕΕΑ μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα σημεία επαφής για εποπτικές αρχές από τρίτες χώρες. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να προβαίνουν σε διοικητικές ρυθμίσεις με διεθνείς οργανισμούς και με τις κυβερνήσεις τρίτων χωρών. Οι ΕΕΑ μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην κατάρτιση αποφάσεων ισοδυναμίας οι οποίες αφορούν εποπτικά καθεστώτα σε τρίτες χώρες. Επιπλέον, εφόσον τους ζητηθεί ή με ίδιας πρωτοβουλία, οι ΕΕΑ μπορούν, να παρέχουν συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ή να δημοσιεύουν γνώμες, οι οποίες μπορεί να αφορούν και τις προληπτικές αξιολογήσεις διασυνοριακών συγχωνεύσεων και εξαγορών. Οι τελευταίες αυτές γνώμες πρέπει να προβλέπουν επιπρόσθετες διασφαλίσεις για τη διεξαγωγή έγκυρων και αντικειμενικών αξιολογήσεων μελλοντικών διασυνοριακών συγχωνεύσεων ή εξαγορών.

6.2.9. Συγκέντρωση πληροφοριών

Εφόσον ζητηθεί από την Αρχή, οι εποπτικές και οι άλλες δημόσιες αρχές των κρατών μελών της παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές που λειτουργούν στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών, η Αρχή καθορίζει και συγκεντρώνει, ανάλογα με τις ανάγκες, όλες τις συναφείς πληροφορίες από τις εποπτικές αρχές, προκειμένου να διευκολύνει το έργο των σωμάτων εποπτών. Δημιουργεί και διαχειρίζεται ένα κεντρικό σύστημα, με σκοπό να θέσει τις εν λόγω πληροφορίες στη διάθεση των εποπτικών αρχών που λειτουργούν στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Κατ’ αρχήν, όλες οι πληροφορίες πρέπει να διαβιβάζονται στις ΕΕΑ από τις εθνικές εποπτικές αρχές.

6.2.10. Σχέση με το ΕΣΣΚ

Το προτεινόμενο πλαίσιο εποπτείας για την ΕΕ μπορεί να λειτουργήσει μόνον εφόσον τα ΕΣΣΚ και ΕΣΧΕ συνεργάζονται στενά. Όντως, ο στόχος της μεταρρύθμισης είναι να διασφαλισθεί ομαλότερη διάδραση της εποπτείας στο μακροπροληπτικό και στο μικροπροληπτικό επίπεδο. Στην εκπλήρωση του ρόλου του ως αρχής μακροπροληπτικής εποπτείας, το ΕΣΣΚ θα χρειαστεί έγκαιρη ροή δεδομένων μικροπροληπτικής εποπτείας, ενώ η μικροπροληπτική εποπτεία εκ μέρους των εθνικών αρχών θα επωφεληθεί από την εξειδικευμένη γνώση που θα αποκτήσει το ΕΣΣΚ σχετικά με το μακροπροληπτικό περιβάλλον. Επίσης, οι κανονισμοί καθορίζουν τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσουν οι ΕΕΑ για να ενεργήσουν κατόπιν συστάσεων του ΕΣΣΚ καθώς επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι ΕΕΑ πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις εξουσίες τους για να εξασφαλίσουν έγκαιρη παρακολούθηση των συστάσεων που απευθύνθηκαν προς μια ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές.

6.2.11. Διασφαλίσεις

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου 2009, όπου τονίζεται ότι, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και αναγνωριζόμενων των δυνητικών ή ενδεχόμενων ευθυνών των κρατών μελών, οι αποφάσεις των ΕΕΑ δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών, εισάγεται μια ρήτρα διασφάλισης. Η εν λόγω ρήτρα εξασφαλίζει ότι, όταν κάποιο κράτος μέλος θεωρεί πως μια απόφαση που ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 10 (δηλαδή αποφάσεις για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης) ή 11 (δηλαδή διευθέτηση διαφωνιών) των εν λόγω κανονισμών προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να ενημερώσει την Αρχή και την Επιτροπή ότι η εθνική εποπτική αρχή δεν προτίθεται να εφαρμόσει την απόφαση της Αρχής, καθιστώντας σαφή τον τρόπο με τον οποίο η απόφαση της Αρχής προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες. Εντός χρονικού διαστήματος ενός μήνα, η Αρχή ενημερώνει το κράτος μέλος εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί. Σε περίπτωση που η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της, το κράτος μέλος μπορεί να παραπέμψει το θέμα στο Συμβούλιο και η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται. Το Συμβούλιο μπορεί, εντός δυο μηνών, να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία εάν η απόφαση πρέπει να διατηρηθεί ή να ανακληθεί. Για τις αποφάσεις της Αρχής που εγκρίνονται δυνάμει του άρθρου 10, εφαρμόζεται κατεπείγουσα διαδικασία, ώστε να ληφθεί υπόψη η ανάγκη ταχείας λήψης αποφάσεων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

6.3. Η εσωτερική οργάνωση των ΕΕΑ και του ΕΣΣΚ·

Κάθε ΕΕΑ αποτελείται από: (i) ένα συμβούλιο εποπτών, (ii) ένα διοικητικό συμβούλιο, (iii) έναν πρόεδρο και (iv) έναν εκτελεστικό διευθυντή. Επιπλέον, και για τις τρεις ΕΕΑ πρέπει να συσταθεί κοινό συμβούλιο προσφυγών.

6.3.1. Συμβούλιο εποπτών

Το συμβούλιο εποπτών είναι το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων των ΕΕΑ και θα είναι αρμόδιο, μεταξύ άλλων, για την έγκριση των προτάσεων τεχνικών κανόνων, γνωμών, συστάσεων και αποφάσεων που περιγράφονται στην ενότητα 6.2 της παρούσας αιτιολογικής έκθεσης. Το συμβούλιο εποπτών αποτελείται από:

- τον πρόεδρο της αντίστοιχης ΕΕΑ, ο οποίος θα προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου, χωρίς όμως να έχει δικαίωμα ψήφου·

- τον επικεφαλής της σχετικής εθνικής εποπτικής αρχής σε κάθε κράτος μέλος

- έναν αντιπρόσωπο της Επιτροπής, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

- έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

- έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου, και

- όποτε είναι σκόπιμο, το συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να δεχθεί παρατηρητές.

Κατά κανόνα, οι αποφάσεις του συμβουλίου θα λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις που αφορούν την εκπόνηση σχεδίων τεχνικών κανόνων και κατευθυντηρίων γραμμών καθώς και αποφάσεις που αφορούν τα άρθρα για χρηματοπιστωτικές διατάξεις, για τις οποίες η ψηφοφορία θα διενεργείται με ειδική πλειοψηφία. Το συμβούλιο μπορεί να συγκροτεί ομάδες για διευθέτηση διαφορών. Εντούτοις, η τελική απόφαση λαμβάνεται από το συμβούλιο εποπτών μετά από πρόταση αυτής της ομάδας.

6.3.2. Διοικητικό Συμβούλιο

Το διοικητικό συμβούλιο μεριμνά ώστε η Αρχή να εκπληρώνει την αποστολή της και να εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί. Ειδικότερα, πρέπει να είναι υπεύθυνο για την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Αρχής, τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού και παίζει κεντρικό ρόλο στην έγκριση του προϋπολογισμού της. Θα αποτελείται από τον πρόεδρο της ΕΕΑ, έναν αντιπρόσωπο της Επιτροπής, και τέσσερα μέλη, τα οποία εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών μεταξύ των μελών του και ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά, υπέρ του κοινοτικού συμφέροντος. Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

6.3.3. Πρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής

Η ΕΕΑ εκπροσωπείται από έναν ανεξάρτητο πρόεδρο πλήρους απασχόλησης, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών καθώς επίσης προεδρεύει στις συνεδριάσεις και του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου. Όμως, τις καθημερινές δραστηριότητες των ΕΕΑ διαχειρίζεται εκτελεστικός διευθυντής ο οποίος, όπως και ο πρόεδρος, είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης. Το πρόσωπο αυτό είναι υπεύθυνο για την υλοποίηση του ετήσιου προγράμματος εργασίας και λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζει τη λειτουργία της ΕΕΑ. Και τα δυο πρόσωπα επιλέγονται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις τους για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αγορές, και την πείρα τους σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής. Η επιλογή από το συμβούλιο εποπτών υποψηφίου για τη θέση του προέδρου υπόκειται σε επικύρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η θητεία και των δυο αξιωματούχων είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη. Η εν λόγω ανανέωση εξαρτάται από το αποτέλεσμα αξιολόγησης που διενεργεί το συμβούλιο εποπτών.

6.3.4. Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών

Στην προτεινόμενη δομή, η διατομεακή συνεργασία θα έχει θεμελιώδη σημασία για την προβολή των συναφών τάσεων και εξελίξεων της αγοράς. Η αμοιβαία κατανόηση, η συνεργασία και οι συνεπείς εποπτικές προσεγγίσεις μεταξύ των τριών νέων ΕΕΑ θα διασφαλίζονται με μια Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Υποεπιτροπή που θα συσταθεί από τη Μικτή Επιτροπή θα ασχολείται ειδικά με διατομεακά θέματα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ομίλων, και θα εξασφαλίζει ίσους όρους δράσης. Ενώ οι πραγματικές αποφάσεις, παραδείγματος χάρη για την οδηγία σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, λαμβάνονται από τις μεμονωμένες ΕΕΑ, η Μικτή Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι ΕΕΑ λαμβάνουν παράλληλα κοινές αποφάσεις.

6.3.5. Συμβούλιο προσφυγών

Με σύστημα προσφυγών θα εξασφαλίζεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών εποπτικών αρχών, μπορεί να προσφύγει σε πρώτο βαθμό σε ένα συμβούλιο προσφυγών κατά απόφασης των ΕΕΑ με αντικείμενο τη συνεκτική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων (άρθρο 9), την ανάληψη δράσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (άρθρο 10), και τη διευθέτηση διαφωνιών (άρθρο 11). Το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινό όργανο για τις τρεις ΕΕΑ, δηλαδή ασχολείται με θέματα σχετικά με την τραπεζική, τις ασφαλίσεις και τις κινητές αξίες. Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη με σχετικές γνώσεις και πείρα, αποκλειομένων των μελών του εκάστοτε προσωπικού των εθνικών εποπτικών αρχών ή άλλων εθνικών ή κοινοτικών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Δυο τακτικά και δυο αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου προσφυγών διορίζει το διοικητικό συμβούλιο κάθε ΕΕΑ, από συνοπτικό κατάλογο τον οποίο προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

6.4. Διατάξεις οικονομικού περιεχομένου

Οι διατάξεις αυτές διαλαμβάνουν παραμέτρους σχετικές με τον προϋπολογισμό των ΕΕΑ και δίδουν έμφαση στο γεγονός ότι τα έσοδα των Αρχών μπορεί να προέρχονται από διάφορες πηγές, όπως π.χ. από υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών εποπτικών αρχών, από επιχορήγηση της Κοινότητας ή από τέλη που καταβάλλει στην Αρχή ο κλάδος. Επίσης εξειδικεύουν τις διαδικασίες για την κατάρτιση, την υλοποίηση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού κάθε έτος. Για τους φορείς που δημιουργούνται σύμφωνα με το άρθρο 158 του δημοσιονομικού κανονισμού ισχύει ο δημοσιονομικός κανονισμός πλαίσιο.

6.5. Γενικές και τελικές διατάξεις

Οι γενικές διατάξεις διέπουν πρακτικά θέματα σχετικά με τη στελέχωση, τη νομική ευθύνη των ΕΕΑ, τις υποχρεώσεις τήρησης επαγγελματικού απορρήτου, την προστασία των δεδομένων, την πρόσβαση σε έγγραφα, γλωσσικές ρυθμίσεις, τις συμφωνίες έδρας και τη συμμετοχή τρίτων χωρών. Εντός τριετίας από την πραγματική έναρξη της λειτουργίας του και ανά τριετία στη συνέχεια η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση για τη λειτουργία των ΕΕΑ και για τις διαδικασίες που ορίζονται στον κανονισμό. Η έκθεση αυτή θα αξιολογεί επίσης την πρόοδο που σημειώθηκε προς τη ρυθμιστική και εποπτική σύγκλιση στους τομείς της διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στην ΕΕ.

6.6. Βασικές διαφορές των τριών κανονισμών

Οι βασικές διαφορές των τριών προτεινόμενων κανονισμών αφορούν τους στόχους των αρχών, το πεδίο εφαρμογής της δράσης και τους ορισμούς, οι οποίοι προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες του σχετικού τομέα και στην υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ΕΕΑ πρέπει να έχουν επίσης την αρμοδιότητα εποπτείας των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Αρμόδια για την καταγραφή των οργανισμών εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι η ΕΑΚΑΑ. Επίσης η ΕΑΚΑΑ μπορεί να λαμβάνει εποπτικά μέτρα, όπως η ανάκληση της εγγραφής ή η αναστολή της χρήσης των πιστοληπτικών αξιολογήσεων για ρυθμιστικούς σκοπούς. Στις εποπτικές εξουσίες μπορεί να συμπεριλαμβάνεται η δυνατότητα να ζητεί πληροφορίες και να διεξάγει έρευνες ή επιτόπιους ελέγχους. Οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες της ΕΑΚΑΑ όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας θα καθοριστούν σε τροποποίηση του κανονισμού για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.

2009/0143 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής[6],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[7],

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[8],

τη γνώμη της ΕΚΤ,

Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης[9],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007/2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εθνικά εποπτικά μοντέλα υπερκεράστηκαν από την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου πολλές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στον τομέα της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνέπειας εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας και στην εμπιστοσύνη μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(2) Στις 25 Φεβρουαρίου 2009, έκθεση που δημοσιεύθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. J. de Larosière, την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, έπρεπε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο. Η έκθεση συνιστούσε μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Κοινότητα. Η εν λόγω ομάδα ειδικών συμπέρανε επίσης ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον κλάδο των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, μία για τον τραπεζικό κλάδο και μία για τον κλάδο των κινητών αξιών, καθώς και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

(3) Στην ανακοίνωσή της τής 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης»[10], η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, ενώ στην ανακοίνωσή της τής 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία»[11] παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική αυτού του νέου εποπτικού πλαισίου.

(4) Στα συμπεράσματά του της 19 Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων και η εκπόνηση ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ενιαίας αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

(5) Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, συνεπώς, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας απόσβεσης των κραδασμών των οικονομιών.

(6) Η Κοινότητα έχει φθάσει στα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν συμβουλευτικά όργανα της Επιτροπής. Η Κοινότητα δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση όπου δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα διασυνοριακά ιδρύματα· όπου δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών· όπου για κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων· όπου συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως αντίδραση σε ευρωπαϊκά προβλήματα, όπου υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Σκοπός του ευρωπαϊκού συστήματος εποπτικών αρχών πρέπει να είναι η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και η δημιουργία συστήματος ευθυγραμμισμένου προς το στόχο για σταθερή και ενιαία κοινοτική χρηματοπιστωτική αγορά στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές δημιουργώντας ένα ισχυρό κοινοτικό δίκτυο.

(7) Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας πρέπει να είναι δίκτυο εθνικών και κοινοτικών εποπτικών αρχών, το οποίο να αφήνει την καθημερινή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο εθνικό επίπεδο και να παραχωρεί σε σώματα εποπτών κεντρικό ρόλο όσον αφορά την εποπτεία διασυνοριακών ομίλων. Επίσης πρέπει να επιτευχθούν μεγαλύτερη εναρμόνιση και η συνεκτική εφαρμογή των κανόνων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις αγορές σε ολόκληρη την Κοινότητα. Πρέπει να συσταθούν μια Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, καθώς και μια Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και μια Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές).

(8) Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει να αντικαταστήσουν την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/78/EΚ της Επιτροπής[12], την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/79/EΚ της Επιτροπής[13] και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών, που συστάθηκε από την απόφαση αριθ. 2009/77/EΚ της Επιτροπής[14], και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών. Πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Αρχής. Εάν απαιτείται για λόγους θεσμικούς και στο πλαίσιο των ευθυνών που της ανατίθενται από τη συνθήκη, η Επιτροπή πρέπει επίσης να συμμετέχει στο δίκτυο εποπτικών αρχών.

(9) Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων («Αρχή») πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ιδίως με την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών, την προστασία των ασφαλισμένων και λοιπών δικαιούχων, την διασφάλιση της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, τη διαφύλαξη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού, προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κι άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Προκειμένου να μπορέσει να εκπληρώσει τους στόχους της, είναι ενδεδειγμένο και απαραίτητο να αποτελεί η Αρχή κοινοτικό όργανο με νομική προσωπικότητα, ενώ πρέπει να διαθέτει νομική, διοικητική και οικονομική αυτονομία.

(10) Στην απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 για την Υπόθεση αριθ. C-127/04 (Ηνωμένο Βασίλειο/Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο)[15] το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναγνώρισε ότι το άρθρο 95 της Συνθήκης αναφορικά με την έκδοση των μέτρων σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς παρέχει την κατάλληλη νομική βάση για τη δημιουργία ενός «Κοινοτικού φορέα με αρμοδιότητα τη συμβολή στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης», εφόσον τα καθήκοντα του εν λόγω φορέα συνδέονται στενά με το αντικείμενο των πράξεων των σχετικών με την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών. Ο σκοπός και τα καθήκοντα της Αρχής – παροχή συνδρομής στις εθνικές εποπτικές αρχές με σκοπό τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων και συμβολή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απαιτείται για τη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση – συνδέονται στενά με τους στόχους του κοινοτικού κεκτημένου σχετικά με την εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Συνεπώς η Αρχή πρέπει να συσταθεί βάσει του άρθρου 95 της συνθήκης.

(11) Οι νομικές πράξεις που ορίζουν τα καθήκοντα των εθνικών εποπτικών αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή, είναι[16]: η οδηγία 64/225/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1964 περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της αντασφαλίσεως και της αντεκχωρήσεως[17], η πρώτη οδηγία του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων πού αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός τής ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής[18], η οδηγία 73/240/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως στον τομέα της πρωτασφαλίσεως εκτός από την ασφάλιση ζωής[19], η οδηγία 76/580/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1976 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν των ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής»[20], η οδηγία 78/473/EOK του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1978 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως[21], η οδηγία 84/641/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 1984 για την τροποποίηση, όσον αφορά ιδίως την τουριστική βοήθεια, της πρώτης οδηγίας (73/239/ΕΟΚ) περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτοασφάλισης, εκτός της ασφάλισης ζωής, και την άσκηση αυτής[22], η οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας[23], η δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ[24], η οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής)[25], η οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου[26], η οδηγία 2001/17/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαρτίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων[27], η οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής[28], η οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση[29], και η Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών[30] .

(12) Η υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία που διέπει το πεδίο που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό περιλαμβάνει και την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων[31], την οδηγία 2005/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26 Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας[32] και την οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές[33].

(13) Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων τεχνικών κανόνων στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και επαρκής προστασία των ασφαλισμένων, λοιπών δικαιούχων και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί,, σε τομείς καθοριζόμενους από το κοινοτικό δίκαιο, η εκπόνηση σχεδίων τεχνικών κανόνων, οι οποίοι δεν αφορούν επιλογές πολιτικής. Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει αυτά τα σχέδια τεχνικών κανόνων σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, προκειμένου να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ. Τα σχέδια τεχνικών κανόνων πρέπει να εγκριθούν από την Επιτροπή και να τροποποιηθούν εάν, για παράδειγμα, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ή αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που αντικατοπτρίζονται στο κεκτημένο της κοινοτικής νομοθεσίας στον εν λόγω τομέα. Για να εξασφαλίσει ομαλή και ταχεία διαδικασία έγκρισης των κανόνων αυτών, η Επιτροπή πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό όσον αφορά την εγκριτική της απόφαση.

(14) Η διαδικασία κατάρτισης τεχνικών κανόνων του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής να εγκρίνει με ίδια πρωτοβουλία μέτρα εφαρμογής σε πλαίσιο διαδικασιών επιτροπολογίας στο επίπεδο 2 του μηχανισμού Lamfalussy, όπως ορίζεται στη σχετική κοινοτική νομοθεσία. Τα θέματα που αφορούν οι τεχνικοί κανόνες δεν περιλαμβάνουν αποφάσεις πολιτικής και το περιεχόμενό τους οριοθετείται από τις κοινοτικές πράξεις που εγκρίθηκαν στο επίπεδο 1. Η εκπόνηση των σχεδίων κανόνων από την Αρχή εξασφαλίζει την πλήρη αξιοποίηση της εξειδικευμένης πείρας των εθνικών εποπτικών αρχών.

(15) Σε τομείς που δεν καλύπτονται από τεχνικούς κανόνες, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Για την εξασφάλιση διαφάνειας και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των εθνικών εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όταν οι εθνικές αρχές δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω οδηγίες και συστάσεις πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν τους σχετικούς λόγους.

(16) Η εξασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και για την εξασφάλιση ουδέτερων όρων ανταγωνισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Κοινότητα. Επομένως, πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου η Αρχή θα αντιμετωπίζει περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Ο μηχανισμός αυτός πρέπει να αφορά τομείς όπου η κοινοτική νομοθεσία ορίζει σαφείς και άνευ όρων υποχρεώσεις.

(17) Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός με τρία στάδια. Σε πρώτο επίπεδο, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την ενδεχόμενη εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του κοινοτικού δικαίου από τις εθνικές αρχές κατά την εποπτική πρακτική τους, και να ολοκληρώνει την έρευνα με σύσταση.

(18) Αν η εθνική αρχή δεν συμμορφωθεί με τη σύσταση, η Επιτροπή πρέπει να έχει την εξουσία να απευθύνει απόφαση προς την οικεία εθνική εποπτική αρχή, προκειμένου να εξασφαλίσει συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο, δημιουργώντας άμεσα νομικά αποτελέσματα, των οποίων είναι δυνατή η επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και αρχών και η επιβολή σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης.

(19) Για την υπέρβαση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εξουσία αυτή πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια δεν συμμορφώνεται με τις αποφάσεις που τις απευθύνονται και στις οποίες το κοινοτικό δίκαιο είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δυνάμει ισχυόντων ή μελλοντικών κανονισμών της ΕΕ.

(20) Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Κοινότητα απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε κοινοτικό επίπεδο. Επομένως, η Αρχή πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Επειδή ο προσδιορισμός μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης συνεπάγεται σημαντικό βαθμό διακριτικής ευχέρειας, την εξουσία αυτή πρέπει να ασκεί η Επιτροπή. Για την εξασφάλιση αποτελεσματικής αντίδρασης στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση παράλειψης των εθνικών εποπτικών αρχών, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδώσει, ως έσχατη λύση, αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τομείς του κοινοτικού δικαίου οι οποίοι ισχύουν άμεσα για αυτά, με στόχο την άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις αγορές.

(21) Προκειμένου να εξασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των εθνικών εποπτικών αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή πρέπει να είναι σε θέση να ρυθμίζει διαφωνίες μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών. Πρέπει να προβλέπεται ένα στάδιο συμβιβασμού, κατά το οποίο οι εθνικές εποπτικές αρχές μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Η αρμοδιότητα της Αρχής πρέπει να καλύπτει διαφωνίες σχετικά με διαδικαστικές υποχρεώσεις στη διαδικασία συνεργασίας καθώς και σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε εποπτικές αποφάσεις. Πρέπει χρησιμοποιηθούν οι υφιστάμενοι μηχανισμοί συμβιβασμού που προβλέπονται στην τομεακή νομοθεσία. Σε περίπτωση παράλειψης των οικείων εθνικών εποπτικών αρχών, η Αρχή θα έχει την εξουσία να εκδώσει, ως έσχατη λύση, αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τομείς του κοινοτικού δικαίου οι οποίοι ισχύουν άμεσα γι’ αυτά.

(22) Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή πρέπει να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών στα σώματα και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

(23) Η ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο στη λειτουργία του δικτύου εποπτικών αρχών, προκειμένου να μειωθεί η άσκοπη επανάληψη εποπτικών εργασιών, να ενισχυθεί η συνεργασία και με τον τρόπο αυτό να γίνει περισσότερο ομοιόμορφη η διαδικασία εποπτείας, καθώς επίσης να μειωθεί ο φόρτος που επιβαρύνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Συνεπώς, ο κανονισμός πρέπει παράσχει σαφή νομική βάση για την ανάθεση αυτή. Ανάθεση καθηκόντων σημαίνει ότι ασκούνται καθήκοντα από άλλη εποπτική αρχή στη θέση της αρμόδιας, ενώ την ευθύνη για τις εποπτικές αποφάσεις εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα αρχή. Κατά την ανάθεση αρμοδιοτήτων, μια εθνική εποπτική αρχή, η εξουσιοδοτούμενη, μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για ορισμένο εποπτικό θέμα η ίδια, στη θέση κάποιας άλλης εθνικής εποπτικής αρχής. Οι αναθέσεις πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανάθεσης εποπτικής αρμοδιότητας σε εποπτική αρχή που είναι σε θέση να προβεί σε ενέργειες σχετικές με το θέμα. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών μπορεί να είναι σκόπιμη, παραδείγματος χάρη για λόγους οικονομιών κλίμακας ή πεδίου, συνοχής στην εποπτεία ομίλων και βέλτιστης χρήσης τεχνικής πείρας. Η συναφής κοινοτική νομοθεσία μπορεί να εξειδικεύσει περαιτέρω τις αρχές για την ανακατανομή αρμοδιοτήτων κατόπιν συμφωνίας. Η Αρχή πρέπει να διευκολύνει τις συμφωνίες ανάθεσης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών με κάθε πρόσφορο μέσο. Πρέπει να είναι ενήμερη εκ των προτέρων σχετικά με την πρόθεση σύναψης συμφωνιών ανάθεσης, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σε περίπτωση που χρειαστεί. Πρέπει να προβαίνει κεντρικά στη δημοσιοποίηση των εν λόγω συμφωνιών, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, διαφανής πληροφόρηση, με εύκολη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες.

(24) Η Αρχή πρέπει να υποστηρίζει ενεργά την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Κοινότητα, με στόχο την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας.

(25) Οι ομότιμες αξιολογήσεις αποτελούν αποδοτικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της συνέπειας εντός του δικτύου των χρηματοπιστωτικών εποπτικών αρχών. Η Αρχή πρέπει επομένως να αναπτύξει το μεθοδολογικό πλαίσιο για τις εν λόγω αξιολογήσεις και να τις διεξάγει τακτικά. Οι αξιολογήσεις πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας καθώς επίσης στην ανεξαρτησία των εθνικών εποπτικών αρχών.

(26) Η Αρχή πρέπει να προάγει ενεργά μια συντονισμένη κοινοτική εποπτική απόκριση, ειδικά σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Κοινότητα. Συνεπώς, επιπροσθέτως προς τις εξουσίες της για δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, πρέπει να της ανατεθεί μια γενική λειτουργία συντονισμού στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας. Οι δράσεις της Αρχής πρέπει να εστιάζουν ιδιαίτερα στην ομαλή ροή όλων των συναφών πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών.

(27) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν εξ αρχής οι τάσεις, οι δυνητικοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία που απορρέουν από το μικροπροληπτικό επίπεδο, διασυνοριακά και διατομεακά. Η Αρχή πρέπει να παρακολουθεί και να αξιολογεί τις εν λόγω εξελίξεις στον τομέα αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και το ευρωπαϊκό συμβούλιο συστημικού κινδύνου σε τακτική βάση και, αν είναι απαραίτητο, για συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η Αρχή πρέπει να συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Κοινότητας για να αξιολογεί την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο.

(28) Με δεδομένα την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών κανόνων, η Αρχή πρέπει να ενισχύσει το διάλογο και τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές εκτός της Κοινότητας. Πρέπει να λαμβάνει υπόψη της πλήρως τους υφιστάμενους ρόλους και αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων στις σχέσεις τους με αρχές εκτός της Κοινότητας καθώς και σε διεθνή φόρα.

(29) Η Αρχή πρέπει να αποτελεί ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Πρέπει να μπορεί να γνωμοδοτεί κατά την προληπτική αξιολόγηση συγχωνεύσεων και εξαγορών σύμφωνα με την οδηγία 92/49/ΕΟΚ, την οδηγία 2002/83/ΕΚ και την οδηγία 2005/68/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2007/44/EΚ.

(30) Για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Αρχή πρέπει να έχει δικαίωμα να ζητεί όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κανονικά τις πληροφορίες αυτές πρέπει να τις παρέχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές που βρίσκονται πλησιέστερα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τα ιδρύματα. Ωστόσο, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να ζητεί πληροφορίες απευθείας από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και άλλα μέρη, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια εθνική εποπτική αρχή δεν παρέχει ή δεν μπορεί να παράσχει έγκαιρα τις εν λόγω πληροφορίες. Οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να είναι υποχρεωμένες να συνεπικουρούν την Αρχή στην επιβολή όσον αφορά τα εν λόγω άμεσα αιτήματα.

(31) Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και για την παρακολούθηση της συνέχειας των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, έχει ουσιώδη σημασία η στενή συνεργασία μεταξύ της Αρχής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Η Αρχή πρέπει να ανταλλάσσει όλες τις συναφείς πληροφορίες με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου. Δεδομένα σχετιζόμενα με μεμονωμένες επιχειρήσεις πρέπει να παρέχονται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Όταν η Αρχή ή κάποια εθνική εποπτική αρχή λάβει προειδοποιήσεις ή συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, η Αρχή πρέπει να εξασφαλίζει την παρακολούθηση της συνέχειας.

(32) Στις περιπτώσεις που είναι σκόπιμο η Αρχή πρέπει να διαβουλεύεται με ενδιαφερόμενα μέρη για τεχνικούς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και να τους παρέχει εύλογη ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τα προτεινόμενα μέτρα. Για λόγους αποδοτικότητας, πρέπει να συσταθεί ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ταμείων επαγγελματικής συνταξιοδότησης, η οποία θα εκπροσωπεί στη σωστή αναλογία τις ασφαλιστικές, και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα ταμεία επαγγελματικής συνταξιοδότησης της Κοινότητας (συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, θεσμικών επενδυτών και λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών που χρησιμοποιούν και οι ίδιοι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες), τους υπαλλήλους τους, και τους καταναλωτές και τους χρήστες των λιανικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών κα υπηρεσιών επαγγελματικής συνταξιοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ. Η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ταμείων επαγγελματικής συνταξιοδότησης πρέπει να εργάζεται δραστήρια ως διεπαφή με άλλες ομάδες χρηστών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συσταθεί από την Επιτροπή ή σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

(33) Την κύρια ευθύνη της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας κατά τη διαχείριση κρίσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Τα μέτρα της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διευθέτησης κρίσεων τα οποία επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου για τη λήψη απόφασης. Δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο.

(34) Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η Αρχή πρέπει να δεσμεύεται από τους κοινοτικούς κανόνες και τις γενικές αρχές για την ορθή μεθοδολογία και τη διαφάνεια. Πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής. Οι πράξεις της Αρχής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κοινοτικού δικαίου.

(35) Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής πρέπει να είναι ένα συμβούλιο εποπτών, συγκροτούμενο από τους επικεφαλής κάθε οικείας εθνικής εποπτικής αρχής στα κράτη μέλη και το οποίο προεδρεύεται από τον πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και των άλλων δυο Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Κοινότητας. Για ενέργειες γενικής φύσεως, περιλαμβανομένων των σχετιζόμενων με την έκδοση τεχνικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, πρέπει να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στη συνθήκη, ενώ για όλες τις άλλες αποφάσεις πρέπει να ισχύει απλή πλειοψηφία των μελών. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται σε κλειστό κύκλο.

(36) Το διοικητικό συμβούλιο, συγκροτούμενο από τον πρόεδρο της Αρχής, αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών και της Επιτροπής, πρέπει να εξασφαλίσει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο διοικητικό συμβούλιο πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού των Αρχών, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να εγκρίνει την ετήσια έκθεση.

(37) Την Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί ο πρόεδρος, πλήρους απασχόλησης, τον οποίο επιλέγει το συμβούλιο εποπτών με ανοιχτό διαγωνισμό. Η διοίκηση της Αρχής πρέπει να ανατεθεί σε εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος πρέπει να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(38) Προκειμένου να εξασφαλιστεί διατομεακώς η συνεκτικότητα των δραστηριοτήτων των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, οι αρχές αυτές πρέπει να συντονίζονται σχολαστικά σε μια Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών και να καταλήγουν σε κοινές θέσεις, εφόσον είναι σκόπιμο. Η Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών πρέπει να αναλάβει όλες τις λειτουργίες της μικτής επιτροπής για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων. Όταν είναι σκόπιμο, οι πράξεις που εμπίπτουν επίσης στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών ή της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών πρέπει να εγκρίνονται εκ παραλλήλου από τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές.

(39) Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η δυνατότητα των μερών των θιγόμενων από αποφάσεις που εξέδωσε η Αρχή να προσφεύγουν στα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η Αρχή έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής στο συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να είναι κοινό όργανο των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(40) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Αρχής, πρέπει να τεθεί στη διάθεσή της αυτόνομος προϋπολογισμός με έσοδα προερχόμενα κυρίως από υποχρεωτικές εισφορές εθνικών εποπτικών αρχών και από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κοινοτική δημοσιονομική διαδικασία πρέπει να ισχύει όσον αφορά την κοινοτική συμμετοχή. Ο λογιστικός έλεγχος πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(41) Για την Αρχή πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)[34]. Επίσης η Αρχή πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία της 25 Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)[35]

(42) Προκειμένου να εξασφαλιστούν ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, για το προσωπικό της Αρχής πρέπει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[36] .

(43) Έχει ουσιώδη σημασία η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων απόρρητων πληροφοριών. Ομοίως, πρέπει να διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που ανταλλάσσονται στο δίκτυο.

(44) Η προστασία των προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από την οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24 Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[37] και από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18 Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[38], οι οποίοι ισχύουν πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(45) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής λειτουργία της Αρχής, πρέπει να ισχύει για την Αρχή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής[39].

(46) Πρέπει να δοθεί στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες της Αρχής, σύμφωνα με κατάλληλες συμφωνίες οι οποίες πρέπει να συναφθούν από την Κοινότητα.

(47) Εφόσον οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των ασφαλισμένων και λοιπών δικαιούχων, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, θα μπορούσε να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης διαλαμβάνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(48) Η Αρχή αναλαμβάνει όλες τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις εξουσίες της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και, κατά συνέπεια, η απόφαση αριθ. 2009/78/EΚ της Επιτροπής, της 23 Ιανουαρίου 2009, για τη σύσταση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, πρέπει να καταργηθεί ενώ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση αριθ. …/…/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ενός κοινοτικού προγράμματος για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των χρηματοπιστωτικών εκθέσεων και του ελέγχου.

(49) Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί, και να είναι βέβαιη η ομαλή μετάβαση από την Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων,

EΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1 Σύσταση και πεδίο δράσης

1. Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων («Αρχή»).

2. Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 64/225/ΕΟΚ, της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, της οδηγίας 73/240/ΕΟΚ, της οδηγίας 76/580/ΕΟΚ, της οδηγίας 78/473/ΕΟΚ, της οδηγίας 84/641/ΕΟΚ, της οδηγίας 87/344/ΕΟΚ, της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ, της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ, της οδηγίας 98/78/ΕΚ, της οδηγίας 2001/17/ΕΚ, της οδηγίας 2002/83/ΕΚ, της οδηγίας 2002/92/ΕΚ, της οδηγίας 2003/41/ΕΚ, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, της οδηγίας 2007/44/ΕΚ, της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης κοινοτικής πράξης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

3. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 226 της Συνθήκης για την εξασφάλιση της συμμόρφωση προς το κοινοτικό δίκαιο.

4. Ο σκοπός της Αρχής είναι να συμβάλει: (i) στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ειδικά συμπεριλαμβανομένων υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας, (ii) στην προστασία των ασφαλισμένων και των λοιπών δικαιούχων, (iii) στην εξασφάλιση της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, (iv) στη διαφύλαξη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και (v) στην ενίσχυση του διεθνούς συντονισμού εποπτείας. Γι’ αυτό το λόγο η Αρχή πρέπει να συμβάλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ανωτέρω, ενισχύοντας την εποπτική σύγκλιση και γνωμοδοτώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

5. Η Αρχή αποτελεί μέρος ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, εφεξής «ΕΣΧΕ», το οποίο λειτουργεί ως δίκτυο εποπτικών αρχών, όπως εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 39.

6. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων συνεργάζεται με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, εφεξής «ΕΣΣΚ», όπως ορίζεται στο άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1) «χρηματοπιστωτικά ιδρύματα» σημαίνει ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια της οδηγίας 98/78/ΕΚ, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια της οδηγίας 2005/68/ΕΚ και ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών τα οποία καλύπτονται από την οδηγία 2003/41/ΕΚ, και «χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων» όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ·

(2) «εθνικές εποπτικές αρχές» σημαίνει τις εθνικές αρχές που έχουν εξουσιοδοτηθεί με νόμο ή κανονισμό να ασκούν την εποπτεία ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

Άρθρο 3 Νομικό καθεστώς

1. Η Αρχή αποτελεί κοινοτικό φορέα με νομική προσωπικότητα.

2. Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3. Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 4 Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

(1) συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 28·

(2) διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 32·

(3) πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 33·

(4) εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 38·

(5) συμβούλιο προσφυγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 44, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 46.

Άρθρο 5 Έδρα

Η Αρχή έχει την έδρα της στην Φρανκφούρτη.

ΚΕΦΑΛΑIΟ II ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 6 Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1. Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α) συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών κανόνων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, μεταξύ άλλων με γνωμοδοτήσεις προς τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και σχεδίων τεχνικών κανόνων, που πρέπει να βασίζονται στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

(β) συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, μεταξύ άλλων συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, εξασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας ρυθμιστικές αυθαιρεσίες, μεσολαβώντας και ρυθμίζοντας διαφωνίες μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών, προάγοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·

(γ) διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών·

(δ) συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, μεταξύ άλλων παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ·

(ε) πραγματοποιεί αναλύσεις ομότιμης αξιολόγησης εθνικών εποπτικών αρχών, για να ενισχύεται η συνέπεια των εποπτικών αποτελεσμάτων·

(στ) να παρακολουθεί και αξιολογεί εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της·

(ζ) εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή στην κοινοτική νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

2. Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα την εξουσία να:

(α) εκπονεί σχέδια τεχνικών κανόνων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7·

(β) εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 8·

(γ) εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3·

(δ) λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς εθνικές εποπτικές αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11·

(ε) λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, στο άρθρο 10 παράγραφος 3 και στο άρθρο 11 παράγραφος 4·

(στ) γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19.

3. Η Αρχή ασκεί κάθε αποκλειστική εποπτική εξουσία επί οντοτήτων με εξάπλωση ή οικονομικές δραστηριότητες σε όλη την Κοινότητα, οι οποίες της ανατίθενται βάσει της νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

Γι’ αυτό το λόγο η Αρχή διαθέτει κατάλληλες εξουσίες διερεύνησης και επιβολής, όπως καθορίζονται στην σχετική νομοθεσία, καθώς και τη δυνατότητα να χρεώνει τέλη.

Άρθρο 7 Τεχνικοί κανόνες

1. Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει τεχνικούς κανόνες στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια κανόνων που καταρτίζει στην Επιτροπή για έγκριση.

Εφόσον είναι σκόπιμο, πριν υποβάλει τα σχέδια στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τους τεχνικούς κανόνες και προβαίνει σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των σχεδίων κανόνων, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα τα εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα σχέδια κανόνων μόνο μερικώς ή με τροποποιήσεις, σε περίπτωση που αυτό απαιτεί το συμφέρον της Κοινότητας.

Εάν η Επιτροπή δεν εγκρίνει τους κανόνες ή αν τους εγκρίνει μερικώς ή με τροποποιήσεις, γνωστοποιεί στην Αρχή τους σχετικούς λόγους.

2. Οι κανόνες εγκρίνονται από την Επιτροπή με κανονισμούς ή με αποφάσεις και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Άρθρο 8 Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ, και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με αποδέκτες εθνικές εποπτικές αρχές ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Οι εθνικές εποπτικές αρχές καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

Εάν η εθνική εποπτική αρχή δεν εφαρμόσει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις, γνωστοποιεί στην Αρχή τους σχετικούς λόγους.

Άρθρο 9 Συνεπής εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων

1. Αν μια εθνική εποπτική αρχή δεν έχει εφαρμόσει σωστά τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζει η εν λόγω νομοθεσία, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

2. Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων εθνικών εποπτικών αρχών, της Επιτροπής, ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία εθνική εποπτική αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας.

Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 20, η εθνική εποπτική αρχή παρέχει στην Αρχή χωρίς καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για έρευνα που διενεργεί.

3. Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία εθνική εποπτική αρχή σύσταση όπου ορίζεται η δράση που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία.

Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η εθνική εποπτική αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία.

4. Εάν η εθνική εποπτική αρχή δεν συμμορφωθεί με την κοινοτική νομοθεσία εντός ενός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να λάβει απόφαση και να απαιτεί από την εθνική εποπτική αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το κοινοτικό δίκαιο.

Η Επιτροπή λαμβάνει την απόφαση αυτή το αργότερο εντός τριών μηνών από την έκδοση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Επιτροπή πρέπει να βεβαιώνεται ότι έγινε σεβαστό το δικαίωμα των αποδεκτών της απόφασης να διατυπώσουν τη γνώμη τους.

Η Αρχή και οι εθνικές εποπτικές αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

5. Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η εθνική εποπτική αρχή ενημερώσει την Επιτροπή και την Αρχή σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει ή που προτίθεται να λάβει για την εφαρμογή της απόφασης της Επιτροπής.

6. Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης, αν μια εθνική εποπτική αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν, και εάν απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης από την εθνική εποπτική αρχή προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, αν οι σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την απόφαση που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4.

7. Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με βάση την παράγραφο 6 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των εθνικών εποπτικών αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4 ή 6 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 10 Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1. Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Κοινότητα, η Επιτροπή, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας ή μετά από αίτημα της Αρχής, του Συμβουλίου ή του ΕΣΣΚ, μπορεί να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου ορίζει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2. Αν η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις εθνικές εποπτικές αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν όλοι οι κίνδυνοι που ενδέχεται να διακυβεύσουν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αφορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εξασφαλίζοντας ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι εθνικές εποπτικές αρχές ικανοποιούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην υπόψη νομοθεσία.

3. Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης, αν μια εθνική εποπτική αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται εκεί, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

4. Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των εθνικών εποπτικών αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 11 Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών

1. Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 9, αν μια εθνική εποπτική αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης από άλλη εθνική εποπτική αρχή σε τομείς όπου η νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτεί συνεργασία, συντονισμό ή κοινή απόφαση από εθνικές εποπτικές αρχές σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσοτέρων από τις οικείες εθνικές εποπτικές αρχές, να βοηθήσει τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2.

2. Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των εθνικών εποπτικών αρχών, λαμβάνοντας υπόψη συναφή χρονικά διαστήματα που τυχόν ορίζονται στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος.

3. Αν κατά το πέρας της φάσης συμβιβασμού οι ενδιαφερόμενες εθνικές εποπτικές αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η Αρχή μπορεί να λάβει απόφαση με την οποία θα απαιτεί να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να απέχουν από ενέργειες, προκειμένου να διευθετηθεί το θέμα, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

4. Με επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 226 της συνθήκης, αν μια εθνική εποπτική αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής, και έτσι δεν εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

Άρθρο 12 Σώματα εποπτών

1. Η Αρχή συμβάλλει στην προώθηση της αποδοτικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών και στην ενίσχυση της συνέπειας στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στα σώματα αυτά.

2. Η Αρχή συμμετέχει στα σώματα εποπτών ως παρατηρητής, όταν το κρίνει σκόπιμο. Κατά τη συμμετοχή αυτή η Αρχή θεωρείται «εθνική εποπτική αρχή» υπό την έννοια της σχετικής νομοθεσίας και, κατόπιν αιτήματός της, λαμβάνει όλες τις συναφείς πληροφορίες που ανταλλάσσονται με τα μέλη του σώματος.

3. Σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές που λειτουργούν στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών, η Αρχή καθορίζει και συγκεντρώνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες από τις εθνικές εποπτικές αρχές, προκειμένου να διευκολύνει το έργο των σωμάτων εποπτών.

Δημιουργεί και διαχειρίζεται ένα κεντρικό σύστημα ώστε να έχουν πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες οι εθνικές εποπτικές αρχές που λειτουργούν στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών.

Άρθρο 13 Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1. Οι εθνικές εποπτικές αρχές μπορούν, κατόπιν διμερούς συμφωνίας, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες σε άλλες εθνικές εποπτικές αρχές.

2. Η Αρχή διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

3. Οι εθνικές εποπτικές αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες τίθενται σε ισχύ το νωρίτερο ένα μήνα μετά από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις εθνικές εποπτικές αρχές χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 14 Κοινή εποπτική νοοτροπία

1. Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ευρωπαϊκής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στην εξασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Κοινότητα και προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

(α) γνωμοδοτεί στις εθνικές εποπτικές αρχές·

(β) προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής κοινοτική νομοθεσία·

(γ) συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών κανόνων υψηλής ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων υποβολής εκθέσεων·

(δ) επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών τεχνικών κανόνων που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο·

(ε) καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις εθνικές εποπτικές αρχές να εντείνουν την χρησιμοποίηση προγραμμάτων για αποσπάσεις και άλλων εργαλείων.

2. Η Αρχή μπορεί, αν κρίνει σκόπιμο, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Άρθρο 15 Ομότιμη αξιολόγηση εθνικών εποπτικών αρχών

1. Η Αρχή πραγματοποιεί περιοδικά αναλύσεις με ομότιμη αξιολόγηση ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των εθνικών εποπτικών αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς το σκοπό αυτό η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική αξιολόγηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται.

2. Η ομότιμη αξιολόγηση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

(α) επάρκεια των θεσμικών ρυθμίσεων, της στελέχωσης και της πείρας του προσωπικού της εθνικής εποπτικής αρχής, ειδικώς όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

(β) βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας και στην εποπτική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών κανόνων, των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το κοινοτικό δίκαιο·

(γ) ορθές πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες εθνικές εποπτικές αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες εθνικές εποπτικές αρχές.

3. Βάσει της ομότιμης αξιολόγησης, η Αρχή μπορεί να εκδίδει συστάσεις προς τις οικείες εθνικές εποπτικές αρχές.

Άρθρο 16 Λειτουργία συντονισμού

Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Κοινότητα.

Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη κοινοτική απόκριση, μεταξύ άλλων με:

(1) διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών·

(2) καθορισμό του πεδίου και με επαλήθευση της αξιοπιστίας πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων εθνικών εποπτικών αρχών·

(3) την ανάληψη ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των εθνικών εποπτικών αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11·

(4) τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 17 Αξιολόγηση των εξελίξεων της αγοράς

1. Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγοράς, το ΕΣΣΚ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία.

Ειδικότερα, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο κοινότητας αξιολογήσεις της ευελιξίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς το σκοπό αυτό αναπτύσσει, προς εφαρμογή από τις εθνικές εποπτικές αρχές:

(α) κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης οικονομικών εκδοχών στις χρηματοπιστωτικές θέσεις ενός ιδρύματος·

(β) κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την ευελιξία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

2. Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. …/… [ΕΣΣΚ], η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων του τομέα αρμοδιότητάς της.

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή συμπεριλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

3. Η Αρχή εξασφαλίσει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών.

Άρθρο 18 Διεθνείς σχέσεις

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές με εποπτικές αρχές από τρίτες χώρες. Μπορεί να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με διεθνείς οργανισμούς και κυβερνήσεις τρίτων χωρών.

Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 19 Λοιπά καθήκοντα

1. Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

2. Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που υπόκεινται στους όρους της οδηγίας 2007/44/EΚ, η Αρχή μπορεί, κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας ή κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε εθνικής εποπτικής αρχής, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική αξιολόγηση η οποία πρέπει να εφαρμοστεί από κάθε αρχή ενός κράτους μέλους. Εφαρμόζεται το άρθρο 20.

Άρθρο 20 Συγκέντρωση πληροφοριών

1. Μετά από αίτημα της Αρχής, οι εθνικές εποπτικές αρχές και άλλες δημόσιες αρχές των κρατών μελών της παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Επίσης η Αρχή μπορεί να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα.

2. Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες από τις εθνικές εποπτικές αρχές και άλλες δημόσιες αρχές των κρατών μελών, η Αρχή μπορεί να απευθύνει αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στα οικεία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και σε άλλα μέρη. Σχετικά με αυτά τα αιτήματα ενημερώσει τις οικείες εθνικές εποπτικές αρχές.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι εθνικές εποπτικές αρχές και οι λοιπές δημόσιες αρχές των κρατών μελών τη βοηθούν στη συγκέντρωση των εν λόγω πληροφοριών.

3. Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε από τις εθνικές εποπτικές αρχές και άλλες δημόσιες αρχές ή από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και άλλα μέρη μόνο για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 21 Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων συνεργάζεται με το ΕΣΣΚ.

2 Η Αρχή συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ. Παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα και επικαιροποιημένες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή παρέχονται χωρίς χρονοτριβή στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο [15] του κανονισμού (EΚ) αριθ. .…./… [ΕΣΣΚ].

3. Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο [16] του κανονισμού (EΚ) αριθ. .…/… [ΕΣΣΚ].

4. Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η τελευταία συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και αξιολογεί τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

Με την συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για το χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε κάποια σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους.

5. Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς εθνική εποπτική αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, , χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Η εθνική εποπτική αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών κατά την ενημέρωση του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο [17] του κανονισμού (EΚ) αριθ. .…/… [ΕΣΣΚ].

6. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στο μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 22 Ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων

1. Για τη διεξαγωγή της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων.

2. Η ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν αναλογικά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις καθώς και τα ιδρύματα επαγγελματικών συντάξεων της Κοινότητας, τους υπαλλήλους τους καθώς και τους καταναλωτές και τους χρήστες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών παροχής επαγγελματικών συντάξεων.

Η ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο.

3. Τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών της Αρχής, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων.

Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζει κατάλληλα τη γεωγραφική ισορροπία και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Κοινότητα.

Η Αρχή εξασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων.

4. Η θητεία των μελών της ομάδας συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

Τα μέλη μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

5. Η ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων μπορεί να υποβάλλει στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής τα οποία καθορίζονται στα άρθρα 7 και 8.

6. Η ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό.

7. Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της.

Άρθρο 23 Διασφαλίσεις

1. Η Αρχή εξασφαλίζει ότι καμία απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει των άρθρων 10 ή 11 δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών.

2. Αν ένα κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 11 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να ενημερώσει την Αρχή και την Επιτροπή εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην εθνική εποπτική αρχή ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την εθνική εποπτική αρχή.

Στην ανακοίνωσή του το κράτος μέλος παραθέτει σχετική αιτιολογία και καταδεικνύει σαφώς τον τρόπο με τον οποίο η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές αρμοδιότητές του.

Στην περίπτωση αυτή η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Εντός χρονικού διαστήματος ενός μηνός από την ανακοίνωση του κράτους μέλους, η Αρχή το ενημερώνει εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί.

Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της, το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζεται στο άρθρο 205 της Συνθήκης, αποφασίζει εντός δυο μηνών αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει ή ανακαλείται.

Αν το Συμβούλιο αποφασίσει να διατηρήσει την απόφαση της Αρχής ή αν δεν λάβει απόφαση εντός δυο μηνών, η αναστολή της απόφασης παύει αμέσως να ισχύει.

3. Αν ένα κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 2 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να ενημερώσει την Αρχή, την Επιτροπή και το Συμβούλιο εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην εθνική εποπτική αρχή ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την εθνική εποπτική αρχή.

Στην ανακοίνωσή του το κράτος μέλος παραθέτει σχετική αιτιολογία και καταδεικνύει σαφώς τον τρόπο με τον οποίο η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές αρμοδιότητές του.

Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζεται στο άρθρο 205 της Συνθήκης, εντός δέκα εργάσιμων ημερών αποφασίζει αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει ή ανακαλείται.

Αν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών, θεωρείται ότι η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

Άρθρο 24 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1. Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, στο άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 4, η Αρχή ενημερώνει τον αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντα χαρακτήρα του θέματος.

2. Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

3. Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4. Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 3, επανεξετάζει αυτή την απόφαση στα ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

5. Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 9, 10 και 11 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της εθνική εποπτικής αρχής ή του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που αφορούν και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης, συνυπολογίζοντας το έννομο συμφέρον των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για την προστασία του επαγγελματικού απόρρητου τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙΙ OΡΓΑΝΩΣΗ

Ενότητα 1 συμβουλιο εποπτων

Άρθρο 25 Σύνθεση

1. Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

(α) τον πρόεδρο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

(β) τον επικεφαλής της σχετικής εθνικής εποπτικής αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε κάθε κράτος μέλος. Εάν υπάρχουν περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος, οι αρχές συμφωνούν σε έναν από τους επικεφαλής ως εκπρόσωπο στο συμβούλιο εποπτών·

(γ) έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

(δ) έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

(ε) έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2. Κάθε εθνική εποπτική αρχή, και εάν υπάρχουν περισσότερες της μιας σχετικές εποπτικές αρχές, οι εν λόγω αρχές από κοινού, είναι υπεύθυνες για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου από την αρχή ή τις αρχές, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο (β) σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

3. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 26 Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

1. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο εποπτών, και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο διοικητικό συμβούλιο ή στον πρόεδρο.

2. Για τους σκοπούς του άρθρου 11, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ομάδα για να διευκολύνει τη διευθέτηση της διαφωνίας. Η ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και δυο από τα μέλη του συμβουλίου, τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες εθνικές εποπτικές αρχές.

Κάθε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 11 λαμβάνεται από το συμβούλιο εποπτών μετά από πρόταση της ομάδας.

Άρθρο 27 Ανεξαρτησία

Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά υπέρ του κοινοτικού συμφέροντος και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από κοινοτικά θεσμικά όργανα ή φορείς, από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Άρθρο 28 Καθήκοντα

1. Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

2. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

3. Το συμβούλιο εποπτών ορίζει τον πρόεδρο.

4. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

5. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

6. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει την πρόταση προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 49.

7. Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του προέδρου και του εκτελεστικού διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 5 ή το άρθρο 36 παράγραφος 5 αντίστοιχα.

Άρθρο 29 Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1. Το συμβούλιο εποπτών αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 205 της συνθήκης, για τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 7, 8 και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του Κεφαλαίου VΙ.

Όλες οι άλλες αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών.

2. Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

3. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

4. Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την ψηφοφορία, συμπεριλαμβανομένων, όταν απαιτείται, των κανόνων που διέπουν τις απαρτίες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 61 ή στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

Ενότητα 2 Διοικητικό συμβουλιο

Άρθρο 30 Σύνθεση

1. Το διοικητικό συμβούλιο συγκροτείται από τον πρόεδρο, έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής και τέσσερα μέλη που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών μεταξύ των μελών του.

Για κάθε μέλος εκτός από τον πρόεδρο υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του διοικητικού συμβουλίου, αν το εν λόγω μέλος κωλύεται να παραστεί.

Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

2. Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Ο εκτελεστικός διευθυντής συμμετέχει στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

3. Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρο με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

Συνέρχεται τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο σε τακτικές συνεδριάσεις.

4. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

Άρθρο 31 Ανεξαρτησία

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά υπέρ του κοινοτικού συμφέροντος και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από κοινοτικά θεσμικά όργανα ή φορείς, από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Άρθρο 32 Καθήκοντα

1. Το διοικητικό συμβούλιο εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2. Το διοικητικό συμβούλιο προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3. Το διοικητικό συμβούλιο ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50.

4. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης»).

5. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 58.

6. Μετά από διαβουλεύσεις με το συμβούλιο εποπτών, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της αρχής βάσει του σχεδίου έκθεσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 7 και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

7. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

8. Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 3 και 5.

Ενότητα 3 Πρόεδρος

Άρθρο 33 Διορισμός και καθήκοντα

1. Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

Ο Πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία της εργασίας του συμβουλίου εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου.

2. Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αγορές, και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

Πριν από το διορισμό, η επιλογή του υποψηφίου από το συμβούλιο εποπτών υπόκειται σε επικύρωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει μεταξύ των μελών του αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει.

3. Η θητεία του προέδρου διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4. Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

(α) Τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

(β) τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5. Ο πρόεδρος μπορεί να παυθεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ο πρόεδρος δεν μπορεί να εμποδίσει το συμβούλιο εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

Άρθρο 34 Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο τελευταίος δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από κοινοτικά θεσμικά όργανα ή φορείς, από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Άρθρο 35 Εκθέσεις

1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο ή από τον αναπληρωτή, σεβόμενο πλήρως την ανεξαρτησία του, να καταθέτει τακτικά ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Κοινοβουλίου και να απαντά σε ερωτήσεις των μελών της εν λόγω επιτροπής.

2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο να υποβάλει έκθεση πεπραγμένων.

Ενότητα 4 Εκτελεστικός διευθυντησ

Άρθρο 36 Διορισμός

1. Την Αρχή διοικεί ο εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2. Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

3. Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4. Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών πραγματοποιεί αποτίμηση.

Σε αυτή την αποτίμηση το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ειδικά:

(α) τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

(β) τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

5. Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να παυθεί μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 37 Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του διοικητικού συμβουλίου και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργανισμό ή πρόσωπο εκτός της Αρχής.

Άρθρο 38 Καθήκοντα

1. Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του διοικητικού συμβουλίου.

2. Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου.

3. Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να εξασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4. Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2.

5. Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2.

6. Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 49 και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 50.

7. Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο ετήσιας έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοπιστωτικής και διοικητικής φύσης.

8. Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 54 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

Ενότητα 1 Γενικές διαταξεισ

Άρθρο 39 Σύνθεση

1. Η Αρχή αποτελεί μέρος του ΕΣΧΕ, το οποίο λειτουργεί ως δίκτυο εποπτικών αρχών.

2. Το ΕΣΧΕ περιλαμβάνει:

(α) τις αρχές των κρατών μελών που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. …/… [ΕΑΤ - ΕΒΑ] και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/… [ΕΑΚΑΑ - ESMA ],

(β) την Αρχή,

(γ) την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η οποία συστάθηκε βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/…[ΕΑΑΕΣ - EIOPA],

(δ) την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, η οποία συστάθηκε βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/…[ΕΑΚΑΑ - ESMA],

(ε) τη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών την οποία προβλέπει το άρθρο 40,

(στ) την Επιτροπή, για την εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 7, 9 και 10.

3. Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά, διασφαλίζει τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών, και καταλήγει σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και για άλλα διατομεακά θέματα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών μέσω της Μικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, η οποία συγκροτείται με το άρθρο 40.

Ενότητα 2 Μίκη Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών

Άρθρο 40 Σύσταση

1. Συγκροτείται Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

2. Η Μικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ, όπου η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και εξασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών.

3. Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για τη διοικητική υποστήριξη της Μικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Οι πόροι αυτοί καλύπτουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

Άρθρο 41 Σύνθεση

1. Η Μικτή Επιτροπή αποτελείται από τον πρόεδρο και τους προέδρους της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 43.

2. Στις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών καθώς και των υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 43 προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, η Επιτροπή και το ΕΣΣΚ.

3. Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών.

4. Η Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών εγκρίνει και δημοσιοποιήσει τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής.

Η Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

Άρθρο 42 Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο Κεφάλαιο II, και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/EΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ανάλογα με την περίπτωση.

Οι πράξεις βάσει των άρθρων 7, 9, 10, ή 11 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/EΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, που εμπίπτει επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών ή της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγοράς, εγκρίνονται από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ανάλογα με την περίπτωση, παράλληλα.

Άρθρο 43 Υποεπιτροπές

Για τους σκοπούς του άρθρου 42, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

Η εν λόγω υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας εθνικής εποπτικής αρχής.

Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

Η Μικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες υποεπιτροπές.

Ενότητα 3 συμβουλιο προσφυγων

Άρθρο 44 Σύνθεση

1. Το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινός φορέας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών.

2. Το συμβούλιο προσφυγών περιλαμβάνει έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα με σχετικές γνώσεις και πείρα, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των εθνικών εποπτικών αρχών ή άλλων εθνικών ή κοινοτικών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής.

Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του.

Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

3. Δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δυο αναπληρωματικά ορίζει το διοικητικό συμβούλιο της αρχής από συνοπτικό κατάλογο τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης , και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/… [ΕΑΤ] και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/… [ΕΑΚΑΑ].

4. Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5. Μέλος του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο ορίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, δεν είναι δυνατό να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το διοικητικό συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.

6. Η Αρχή, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών εξασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών.

Άρθρο 45 Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1. Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα στην Αρχή, στο διοικητικό της συμβούλιο ή στο συμβούλιο εποπτών της.

2. Τα μέλη των συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον, ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός διαδίκου, ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

3. Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει στην εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4. Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να έχει αντίρρηση σχετικά με τη συμμετοχή μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Η ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρόλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, και όχι στην ένσταση στη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

5. Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του, εκτός αν και το τελευταίο μέλος βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Αν συμβεί αυτό, ο πρόεδρος ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6. Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.

Για το σκοπό αυτό, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές γίνονται δημοσίως, κάθε έτος και εγγράφως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 46 Προσφυγές

1. Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών εποπτικών αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής αναφερόμενης στα άρθρα 9, 10 και 11 και οποιαδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

2. Η προσφυγή, συνοδευόμενη από το αιτιολογικό της υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα που η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την κατάθεσή της.

3. Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4. Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους, όσες φορές απαιτηθεί, να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5. Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί, βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, να ασκήσει κάθε εξουσία η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αρχής, ή μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών.

6. Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

Άρθρο 47 Προσφυγές ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου

1. Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 230 της συνθήκης, κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

2. Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 232 της συνθήκης.

3 . Η Αρχή υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48 Προϋπολογισμός της Αρχής

1. Τα έσοδα της Αρχής συνίστανται βασικά σε:

(α) υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

(β) επιχορήγηση από την Κοινότητα, που εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα της Επιτροπής)·

(γ) τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή, στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του κοινοτικού δικαίου.

2. Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

3. Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4. Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

Άρθρο 49 Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1. Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και διαβιβάζει αυτό το προσχέδιο προϋπολογισμού, συνοδευόμενο από το οργανόγραμμα, στο διοικητικό συμβούλιο. Κάθε έτος, βάσει του προσχεδίου που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή, το διοικητικό συμβούλιο συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το διοικητικό συμβούλιο στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών.

2. Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, (αποκαλούνται εφεξής «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα, και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 272 της Συνθήκης.

4. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το δυναμολόγιο για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

5. Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

6. Το συντομότερο δυνατό, το Διοικητικό Συμβούλιο γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικά με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά ακινήτων. Επίσης, πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Σε περίπτωση που ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

Άρθρο 50 Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1. Ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί ως διατάκτης και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2. Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου [40] (εφεξής «Δημοσιονομικός κανονισμός»).

3. Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του Δημοσιονομικού Κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

4. Το διοικητικό συμβούλιο αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

5. Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάσει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

6. Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7. Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο διοικητικό συμβούλιο και στην Επιτροπή.

8. Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

9. Μέχρι τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν.

Άρθρο 51 Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής[41], εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 52 Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1. Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζονται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2. Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) [42] και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Αρχής.

3. Οι αποφάσεις και οι συμφωνίες χρηματοδότησης, καθώς και οι πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους πόρων που έχουν εκταμιευθεί από την Αρχή καθώς και στο προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των εν λόγω πόρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 53 Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 54 Προσωπικό

1. Για το προσωπικό της Αρχής, συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή της, ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, οι όροι απασχόλησης του λοιπού προσωπικού και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

2. Το διοικητικό συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3. Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρχή διορισμού ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρχή την εξουσιοδοτημένη να συνάπτει συμβάσεις οι όροι για το λοιπό προσωπικό.

4. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 55 Ευθύνη της Αρχής

1. Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2. Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 56 Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 287 της συνθήκης και στις σχετικές διατάξεις της συναφούς κοινοτικής νομοθεσίας, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

2. Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, κάθε εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό περιληπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή της νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή κοινοτική νομοθεσία που ισχύει για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4. Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση αριθ. 2001/844/EΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ, της Επιτροπής[43].

Άρθρο 57 Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/EΚ, ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αρ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Άρθρο 58 Πρόσβαση σε έγγραφα

1. Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1049/2001.

2. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αρ. 1049/2001 ως τις 31 Μαΐου 2011.

3. Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 195 και 230 της συνθήκης αντιστοίχως.

Άρθρο 59 Γλωσσικές ρυθμίσεις

1. Για την Αρχή ισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου[44].

2. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τις γλωσσικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην Αρχή.

3. Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 60 Συμφωνία για την έδρα

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από την λήψη έγκρισης του διοικητικού συμβουλίου.

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

Άρθρο 61 Συμμετοχή τρίτων χωρών

Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που έχουν συνάψει με την Κοινότητα συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

Με βάση τις σχετικές διατάξεις αυτών των συμφωνιών επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών αυτών στο έργο της Αρχής, και στις οποίες υπάρχουν προβλέψεις σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Οι σχετικές ρυθμίσεις μπορεί να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι χώρες αυτές δεν παρίστανται σε συζητήσεις που αφορούν μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙΙ METABATIKEΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62 Προπαρασκευαστικές ενέργειες

1. Για τη διοικητική εγκατάσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής, μέχρις ότου η Αρχή αποκτήσει την επιχειρησιακή ικανότητα να εκτελεί τον προϋπολογισμό της, υπεύθυνη είναι η Επιτροπή.

Προς το σκοπό αυτό, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκτελεστικός διευθυντής μετά το διορισμό του από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 36, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τις λειτουργίες των εκτελεστικών διευθυντών.

2. Εφόσον λάβει την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του δυναμολογίου της Αρχής.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με επιφύλαξη των εξουσιών του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 63 Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 54, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης που συνάπτονται από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2. Σε όλα τα μέλη του προσωπικού με συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος (α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο δυναμολόγιο της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρχή η εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη συμβάσεων θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιοριζόμενη στο προσωπικό που έχει συνάψει συμβάσεις με την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ή με τη γραμματεία της, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού προ πρόκειται να προσληφθεί.

3 Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4. Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων, ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 64 Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. … της … του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου, με την οποία θεσπίζεται κοινοτικό πρόγραμμα για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της υποβολής χρηματοπιστωτικών εκθέσεων και της διενέργειας ελέγχων τροποποιείται καθώς η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 65 Κατάργηση

Η απόφαση της Επιτροπής αριθ. 2009/79/EΚ για τη σύσταση της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων καταργείται.

Άρθρο 66 Αξιολόγηση

1. Εντός τριών ετών από την ημερομηνία που ορίζεται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 67 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή εκδίδει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Επίσης η έκθεση αυτή αξιολογεί την πρόοδο που σημειώθηκε προς τη ρυθμιστική και εποπτική σύγκλιση στους τομείς της διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στην Κοινότητα. Η αξιολόγηση βασίζεται σε εκτενείς διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων με την ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ιδρυμάτων παροχής επαγγελματικών συντάξεων.

2. Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, αν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 67 Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος […] […]

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

Το νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο συνοδεύει και συμπληρώνει την αιτιολογική έκθεση. Συνεπώς, κατά τη συμπλήρωσή του, και εφόσον δεν θίγεται η αναγνωσιμότητά του, θα πρέπει να αποφεύγεται η επανάληψη πληροφοριών που περιέχονται στην αιτιολογική έκθεση. Προτού συμπληρώσετε το δελτίο, διαβάστε τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες παρέχουν οδηγίες και διευκρινίσεις σχετικά με τα κατωτέρω σημεία

1. ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. XXX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων.

2. ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΒΔ/ΠΒΔ

Σχετικός τομέας/ σχετικοί τομείς πολιτικής και συναφείς δραστηριότητες:

Εσωτερική αγορά – Χρηματοπιστωτικές αγορές

3. ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

3.1. Γραμμές προϋπολογισμού [επιχειρησιακές γραμμές και συναφείς γραμμές τεχνικής και διοικητικής βοήθειας (πρώην γραμμές B.A)] συμπεριλαμβανομένων των ονομασιών τους:

Πρέπει να δημιουργηθούν νέες γραμμές (οι ονομασίες και οι αριθμοί είναι μόνο ενδεικτικοί):

Ονομασίες:

12 Εσωτερική αγορά

12.04 Χρηματοπιστωτικές αγορές

12.0403 Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων

Γραμμές προϋπολογισμού:

12.0403.01 ΕΑΑΕΣ – Επιχορήγηση βάσει των τίτλων 1 και 2 (Δαπάνες προσωπικού και διοικητικές δαπάνες)

12.0403.02 ΕΑΑΕΣ – Επιχορήγηση βάσει του τίτλου 3 (Λειτουργικές δαπάνες)

3.2. Διάρκεια της δράσης και των δημοσιονομικών επιπτώσεων:

Αόριστη

3.3. Δημοσιονομικά χαρακτηριστικά:

Γραμμή προϋπολογισμού | Είδος δαπάνης | Νέα | Συνεισφορά ΕΖΕΣ | Συνεισφορές υποψηφίων χωρών | Τομέας δημοσιονομικών προοπτικών |

1204010101 | ΜΥΔ | Διαχ. [45] | ΝΑΙ | ΝΑΙ | ΟΧΙ | αριθ. 1α |

1204010102 | ΜΥΔ | Διαχ. | ΝΑΙ | ΝΑΙ | ΟΧΙ | αριθ. 1α |

4. ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΟΡΩΝ

4.1. Δημοσιονομικοί πόροι

4.1.1. Συγκεφαλαιωτικός πίνακας των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων (ΠΑΥ) και των πιστώσεων πληρωμών (ΠΠ)

εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Είδος δαπάνης | Τμήμα αριθ. | 2011 | 2012 | 2013 | Σύνολο |

Επιχειρησιακές δαπάνες[46] |

Πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων (ΠΑΥ) | 8.1 | α | 4, 235 | 5, 950 | 6, 799 | 16, 984 |

Πιστώσεις πληρωμών (ΠΠ) | β | 4, 235 | 5, 950 | 6, 799 | 16, 984 |

Διοικητικές δαπάνες περιλαμβανόμενες στο ποσό αναφοράς [47] |

Τεχνική και διοικητική βοήθεια (ΜΔΠ) | 8.2.4 | γ | -- | -- | -- | -- |

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ |

Πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων | α + γ | 4, 235 | 5, 950 | 6, 799 | 16, 984 |

Πιστώσεις πληρωμών | β+γ | 4, 235 | 5, 950 | 6, 799 | 16, 984 |

Διοικητικές δαπάνες μη περιλαμβανόμενες στο ποσό αναφοράς[48] |

Ανθρώπινοι πόροι και συναφείς δαπάνες (ΜΔΠ) | 8.2.5 | δ | -- | -- | -- | -- |

Διοικητικές δαπάνες, εκτός ανθρώπινων πόρων και συναφών δαπανών, μη περιλαμβανόμενες στο ποσό αναφοράς (ΜΔΠ) | 8.2.6 | ε | -- | -- | -- | -- |

Συνολικές ενδεικτικές δημοσιονομικές δαπάνες της δράσης |

ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΥ περιλαμβανομένων των δαπανών για ανθρώπινους πόρους | α+γ+δ+ε | 4, 235 | 5, 950 | 6, 799 | 16, 984 |

ΣΥΝΟΛΟ ΠΠ περιλαμβανομένων των δαπανών για ανθρώπινους πόρους | β+γ+δ+ε | 4, 235 | 5, 950 | 6, 799 | 16, 984 |

Λεπτομέρειες σχετικά με τη συγχρηματοδότηση

εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Φορέας συγχρηματοδότησης | 2011 | 2012 | 2013 | Σύνολο |

Κράτη μέλη (εθνικές εποπτικές αρχές ή υπουργεία οικονομικών) | στ | 6, 352 | 8, 925 | 10, 199 | 25, 476 |

ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΥ συμπεριλαμβανομένης συγχρηματοδότησης | α+γ+δ+ε+στ | 10, 587 | 14, 874 | 16, 998 | 42, 459 |

4.1.2. Συμβατότητα με τον δημοσιονομικό προγραμματισμό

( Η πρόταση είναι συμβατή με τον ισχύοντα δημοσιονομικό προγραμματισμό.

× Η πρόταση απαιτεί επαναπρογραμματισμό του σχετικού τομέα των δημοσιονομικών προοπτικών.

× Η πρόταση ενδέχεται να απαιτήσει την εφαρμογή των διατάξεων της διοργανικής συμφωνίας[49] (σχετικά με το μέσο ευελιξίας ή με την αναθεώρηση των δημοσιονομικών προοπτικών).

4.1.3. Δημοσιονομικές επιπτώσεις στα έσοδα

× Η πρόταση δεν έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις στα έσοδα

4.2. Ανθρώπινοι πόροι (ΙΠΑ περιλαμβανομένων των μονίμων υπαλλήλων και του έκτακτου και εξωτερικού προσωπικού) – βλέπε λεπτομέρειες στο σημείο 8.2.1.

Ετήσιες ανάγκες | 2011 | 2012 | 2013 | ν + 3 | ν + 4 | ν + 5 και επόμενα |

Σύνολο ανθρώπινων πόρων | 2,4 | 2,4 | 2,4 | -- | -- | -- |

5. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ

5.1. Ανάγκη που πρέπει να καλυφθεί βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα·

Βραχυπρόθεσμα, να δημιουργηθεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο αποτελείται από ένα δίκτυο ευρωπαϊκών και εθνικών εποπτικών αρχών και αποσκοπεί σε μια πιο αποτελεσματική και αποδοτική οργάνωση χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην ΕΕ. Πιο μακροπρόθεσμα, η ΕΑΑΕΣ πρέπει να βελτιώσει το συντονισμό της εποπτείας του κλάδου των ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων της ΕΕ και να συμβάλει στην ανάπτυξη ευρωπαϊκής διάστασης της χρηματοπιστωτικής εποπτείας για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της ΕΕ .

5.2. Προστιθέμενη αξία της κοινοτικής συμμετοχής, συνέπεια μεταξύ της πρότασης με άλλα δημοσιονομικά μέσα και δυνατότητα συνέργειας

Η χρηματοπιστωτική κρίση επισήμανε πολλές σημαντικές αδυναμίες του τρέχοντος πλαισίου χρηματοπιστωτικής εποπτείας της ΕΕ. Εντοπίστηκαν τα παρακάτω προβλήματα, τα οποία ενισχύουν την ανάγκη ανάμιξης της Κοινότητας:

- Δεν υπάρχει μηχανισμός διασφάλισης ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές θα λάβουν τις βέλτιστες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα ιδρύματα με διασυνοριακές δραστηριότητες,

- Η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις εθνικές αρχές είναι ανεπαρκής,

- Όλες οι τεχνικές λεπτομέρειες του δημοσιονομικού κανονισμού πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο αργών και δυσκίνητων διαδικασιών,

- Η κοινή δράση από τις εθνικές αρχές πρέπει να λάβει υπόψη το μωσαϊκό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων,

- Μόνον εθνικές λύσεις είναι διαθέσιμες και μπορούν να εφαρμοστούν για την επίλυση πανευρωπαϊκών προβλημάτων.

Οι υπάρχουσες Επιτροπές Εποπτικών Αρχών της ΕΕ[50] έχουν περιορισμένες εξουσίες για την αντιμετώπιση ανάλογων θεμάτων.

5.3. Στόχοι, αναμενόμενα αποτελέσματα και συναφείς δείκτες της πρότασης στο πλαίσιο της ΔΒΔ(διαχείριση βάσει δραστηριοτήτων)

Προσδιορίστηκαν οι ακόλουθοι γενικοί στόχοι για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και ειδικά για την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων :

1. Εξισορρόπηση των συμφερόντων της εγχώριας εποπτικής αρχής και της εποπτικής αρχής υποδοχής, δηλ. ενίσχυση των διαδικασιών και των πρακτικών για την αμφισβήτηση των αποφάσεων των εθνικών εποπτικών αρχών σε διασυνοριακή βάση,

2. Διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στα διάφορα κράτη μέλη,

3. Βελτίωση της πρόληψης και διαχείρισης των κρίσεων σε ευρωπαϊκή κλίμακα και

4. Βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας από πλευράς κόστους της εποπτείας για τις εποπτευόμενες εταιρείες.

Καθορίστηκαν ορισμένα ειδικά καθήκοντα για το ΕΣΧΕ, τα οποία απορρέουν από τους γενικούς στόχους:

1. Όλα τα καθήκοντα των σημερινών επιτροπών εποπτικών αρχών της ΕΕ,

2. Η ανάπτυξη τεχνικών κανόνων για τη δημιουργία ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων στην ΕΕ,

3. Εξασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των κανόνων της ΕΕ και διαμεσολάβηση και διακανονισμός διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών,

4. Εξασφάλιση συντονισμένης λήψης αποφάσεων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης,

5. Η εποπτεία ορισμένων οντοτήτων πανευρωπαϊκής κλίμακας,

6. Η διασφάλιση μιας κοινής εποπτικής κουλτούρας.

Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τους καθορισμένους στόχους της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και τους συνδυάζει με τους συναφείς δείκτες:

Στόχος | Προτεινόμενος δείκτης |

Εκπόνηση τεχνικών κανόνων για τη δημιουργία ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων στην ΕΕ | Αριθμός εγκεκριμένων τεχνικών κανόνων σε σχέση με εκείνους που πρέπει να εκπονηθούν Αριθμός κανόνων που πρότεινε η ΕΑΑΕΣ και απέρριψε η Επιτροπή Αριθμός εγκεκριμένων μη δεσμευτικών συστάσεων |

Διασφάλιση συνεπούς εφαρμογής των κανόνων της ΕΕ | Αριθμός επιτυχημένων μεσολαβήσεων χωρίς δεσμευτικό διακανονισμό Αριθμός προειδοποιήσεων για εμφανή παραβίαση της κοινοτικής νομοθεσίας |

Διασφάλιση μιας κοινής εποπτικής νοοτροπίας: συμμετοχή σε σώματα εποπτών | Αριθμός σωμάτων με συμμετοχή στην ΕΑΑΕΣ Μέσος αριθμός συνεδριάσεων ανά σώμα όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι της ΕΑΑΕΣ |

Διασφάλιση μιας κοινής εποπτικής νοοτροπίας: λοιπές δραστηριότητες | Αριθμός ωρών κατάρτισης εποπτών Αριθμός προσωπικού που συμμετέχει σε ανταλλαγές/ αποσπάσεις Αριθμός αξιολογήσεων από ομοτίμους που πραγματοποιήθηκαν Αριθμός εμποδίων για τη σύγκλιση τα οποία εντοπίστηκαν και απομακρύνθηκαν Νέα πρακτικά εργαλεία και μέσα για την προαγωγή της σύγκλισης |

Διεξαγωγή άμεσης εποπτείας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πανευρωπαϊκής κλίμακας | [Συναφής επί του παρόντος μόνο για την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών] |

Εξασφάλιση συντονισμένης λήψης αποφάσεων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης | Αποτελεσματικότητα μεσολάβησης, αποφάσεων και συντονισμού σε καταστάσεις κρίσης |

Διασφάλιση μιας κοινής εποπτικής νοοτροπίας: Συγκέντρωση και διαχείριση σχετικών με τη μικροοικονομική προληπτική εποπτεία πληροφοριών | Πρόοδος στην ανάπτυξη των κεντρικών βάσεων δεδομένων: πληρότητα και έγκαιρος χαρακτήρας των πληροφοριών |

5.4. Μέθοδος υλοποίησης (ενδεικτική)

( Κεντρική διαχείριση

( απευθείας από την Επιτροπή

( έμμεσα με ανάθεση σε:

( εκτελεστικούς οργανισμούς

× οργανισμούς που έχουν συσταθεί από τις Κοινότητες σύμφωνα με το άρθρο 185 του δημοσιονομικού κανονισμού

( εθνικούς δημόσιους οργανισμούς / οργανισμούς με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας

( Επιμερισμένη ή αποκεντρωμένη διαχείριση

( με τα κράτη μέλη

( με τρίτες χώρες

( Από κοινού διαχείριση με διεθνείς οργανισμούς (να διευκρινιστεί)

Παρατηρήσεις:

6. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

6.1. Σύστημα παρακολούθησης

Ο κανονισμός για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων προβλέπει αξιολόγηση της πείρας που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον κανονισμό, ανά τριετία από την έναρξη λειτουργίας της. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση, στην οποία θα αξιολογείται επίσης η πρόοδος που επιτεύχθηκε όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική σύγκλιση. Η έκθεση και τυχόν συνοδευτικές προτάσεις υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

6.2. Αξιολόγηση

6.2.1. Εκ των προτέρων αξιολόγηση

Έχουν διενεργηθεί δύο αναλύσεις επιπτώσεων για την πρόταση μεταρρύθμισης του συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην ΕΕ:

1. Η πρώτη γενική ανάλυση επιπτώσεων (SEC(2009) 715) συνόδευε την ανακοίνωση «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία» της 27ης Μαΐου (COM(2009) 252). Η ανάλυση σε αυτή την έκθεση οδήγησε στην επιλογή της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας ως καλύτερης επιλογής για τη μεταρρύθμιση του πλαισίου μικροπροληπτικής εποπτείας στην ΕΕ.

2. Η δεύτερη, ειδικότερη ανάλυση επιπτώσεων διεξήχθη για να συνοδεύσει τα σχέδια κανονισμών για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχή Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλισης και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών. Στην εν λόγω ανάλυση επιπτώσεων εξετάστηκαν ορισμένες επιλογές για ειδικά καθήκοντα και πτυχές διακυβέρνησης των νέων αρχών. Περιλαμβάνει επίσης εκτιμήσεις προϋπολογισμού, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν στο παρόν νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο.

6.2.2. Μέτρα που ελήφθησαν μετά από ενδιάμεση/ εκ των υστέρων αξιολόγηση (διδάγματα από ανάλογες εμπειρίες του παρελθόντος)

Δεν εφαρμόζεται.

6.2.3. Όροι και συχνότητα των μελλοντικών αξιολογήσεων

Η τελική δέσμη δεικτών για την αξιολόγηση των επιδόσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων θα αποφασιστεί από την Επιτροπή κατά τη διεξαγωγή της πρώτης προβλεπόμενης αξιολόγησης. Για την τελική αξιολόγηση, οι ποσοτικοί δείκτες θα είναι εξίσου σημαντικοί με τα ποιοτικά στοιχεία που συγκεντρώνονται κατά τις διαβουλεύσεις, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων από την ειδικά συγκροτηθείσα ομάδα συμφεροντούχων του κλάδου των ασφαλίσεων και των συνταξιοδοτικών ταμείων. Η αξιολόγηση θα επαναλαμβάνεται κάθε τρία χρόνια.

7. Μέτρα για την καταπολεμηση της απατησ

Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πρακτικών στην Αρχή εφαρμόζονται άνευ περιορισμών οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και εγκρίνει άμεσα τις ενδεδειγμένες διατάξεις που ισχύουν για όλο το προσωπικό της Αρχής.

Οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση, καθώς και οι συμφωνίες και εκτελεστικές πράξεις που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους μεταξύ των αποδεκτών των κονδυλίων που εκταμιεύονται από την Αρχής και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για τη διάθεση των εν λόγω κονδυλίων.

8. ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΟΡΩΝ

8.1. Στόχοι της πρότασης από πλευράς δημοσιονομικού κόστους

Παρακαλούμε ανατρέξτε στο παράρτημα 1 για μια λεπτομερή ανάλυση των δαπανών της Αρχής και στο παράρτημα 2 για τις σημαντικότερες υποκείμενες παραδοχές, και στο παράρτημα 3 για ένα αναλυτικό οργανόγραμμα.

Πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων σε εκατ. ευρώ (3 δεκαδικά ψηφία)

2011 | 2012 | 2013 | Έτος ν+3 | Έτος ν+4 | Έτος ν+5 |

Μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι [52] (XX 01 01) | A*/AD | 1,2 | 1,2 | 1,2 | -- | -- | -- |

B*, C*/AST | 1,2 | 1,2 | 1,2 | -- | -- | -- |

Προσωπικό που χρηματοδοτείται[53] από το άρθρο XX 01 02 | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

Λοιπό προσωπικό[54] που χρηματοδοτείται από το άρθρο XX 01 02 | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

ΣΥΝΟΛΟ | 2,4 | 2,4 | 2,4 | -- | -- | -- |

8.2.2. Περιγραφή των καθηκόντων που απορρέουν από τη δράση

- Η επιχειρησιακή διαχείριση των σχέσεων της Επιτροπής με την Αρχή (ισοδύναμο χρόνου ενός AD σε μια επιχειρησιακή μονάδα)

- Η οικονομική διαχείριση της επιχορήγησης από τον κοινοτικό προϋπολογισμό προς την Αρχή (ισοδύναμο χρόνου ενός AST σε μια επιχειρησιακή μονάδα και του 20% του χρόνου ενός AST στην οικονομική μονάδα)

- Παρακολούθηση και έλεγχος (20% χρόνου ενός AD σε κλιμάκιο εσωτερικού ελέγχου της ΓΔ Εσωτερικής Αγοράς)

8.2.3. Πηγές ανθρώπινων πόρων (Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης)

× Θέσεις προς αναδιάταξη με χρησιμοποίηση των υφιστάμενων πόρων της διαχειρίστριας υπηρεσίας (εσωτερική αναδιάταξη)

12 θέσεις έχουν ήδη ζητηθεί μέσω του νομοθετικού δημοσιονομικού δελτίου, το οποίο επισυνάπτεται σε σχέδιο απόφασης για τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της χρηματοοικονομικής αναφοράς και του λογιστικού (COM(2009)14 τελικό). Συνολικά περίπου 8 από τις εν λόγω θέσεις θα ανακατανεμηθούν στο εσωτερικό της ΓΔ Εσωτερικής Αγοράς για καθήκοντα που αφορούν τις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (μερικής ή πλήρους απασχόλησης): 6 σε επιχειρησιακές μονάδες· 1 στην οικονομική μονάδα και 1 στο ΚΕΣ.

8.2.4. Λοιπές διοικητικές δαπάνες περιλαμβανόμενες στο ποσό αναφοράς (XX 01 04/05 – Δαπάνες διοικητικής διαχείρισης)

Δεν προβλέπεται.

8.2.5. Δημοσιονομικές δαπάνες για ανθρώπινους πόρους και συναφείς δαπάνες που δεν περιλαμβάνονται στο ποσό αναφοράς

εκατ. ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Κατηγορία ανθρώπινων πόρων | 2011 | 2012 | 2013 | Έτος ν+3 | Έτος ν+4 | Έτος ν+5 και επόμενα |

Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι (XX 01 01) | 0,293 | 0,293 | 0,293 | -- | -- |

Προσωπικό που χρηματοδοτείται από το άρθρο XX 01 02 (επικουρικοί υπάλληλοι, αποσπασμένοι εθνικοί υπάλληλοι, συμβασιούχοι κ.λπ.) (να αναφερθεί η γραμμή του προϋπολογισμού) | 0 | 0 | 0 | -- | -- |

Συνολικές δαπάνες για ανθρώπινους πόρους και συναφείς δαπάνες (ΜΗ περιλαμβανόμενες στο ποσό αναφοράς) | 0,293 | 0,293 | 0,293 | -- | -- |

Υπολογισμός – Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι |

2 υπάλληλοι σε μια επιχειρησιακή μονάδα |

0,2 του χρόνου ενός υπαλλήλου στην οικονομική μονάδα |

0,2 του χρόνου ενός υπαλλήλου στο κλιμάκιο εσωτερικού ελέγχου της ΓΔ Εσωτερικής Αγοράς 2,4 x 0,122 = 0,293 |

Υπολογισμός - Προσωπικό που χρηματοδοτείται από το άρθρο XX 01 02 |

Δεν προβλέπεται. |

… |

8.2.6. Άλλες διοικητικές δαπάνες που δεν περιλαμβάνονται στο ποσό αναφοράς Εκατ. ευρώ (3 δεκαδικά ψηφία) |

Έτος ν | Έτος ν+1 | Έτος ν+2 | Έτος ν+3 | Έτος ν+4 | Έτος ν+5 και επόμενα | ΣΥΝΟΛΟ |

XX 01 02 11 01 – Αποστολές | -- | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

XX 01 02 11 02 – Συνεδρ. και διασκέψεις | -- | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

XX 01 02 11 03 – Επιτροπές[55] | -- | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

XX 01 02 11 04 – Μελέτες & παροχή συμβουλών | -- | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

XX 01 02 11 05 – Συστήματα πληροφοριών | -- | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

2 Σύνολο άλλων δαπανών διαχείρισης (XX 01 02 11) | -- | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

3 Άλλες δαπάνες διοικητικής φύσης (να προσδιοριστούν και να αναφερθεί η σχετική γραμμή του προϋπολογισμού) | -- | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

Σύνολο διοικητικών δαπανών εκτός των ανθρώπινων πόρων και των συναφών δαπανών (που ΔΕΝ περιλαμβάνονται στο ποσό αναφοράς) | -- | -- | -- | -- | -- | -- | -- |

Υπολογισμός - Λοιπές διοικητικές δαπάνες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο ποσό αναφοράς |

Άνευ αντικειμένου. |

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

Σχέδιο προϋπολογισμού για την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων

Σε χιλιάδες ευρώ

Ανώτεροι υπάλληλοι/ εξειδικευμένο προσωπικό: | 0 | 0 | 0 |

Έκτακτοι υπάλληλοι | 1 500 | 2 200 | 2 700 | 3 600 | 3 600 | 3 600 |

Εθνικοί εμπειρογνώμονες με απόσπαση | 1 500 | 2 200 | 2 700 | 3 500 | 3 500 | 3 500 |

Διοικητικό και λοιπό υποστηρικτικό προσωπικό: | 0 | 0 | 0 |

Έκτακτοι υπάλληλοι | 400 | 600 | 700 | 700 | 700 | 700 |

Συμβασιούχοι | 168 | 252 | 252 | 252 | 252 | 252 |

Επιδόματα προσωπικού | 585 | 938 | 1 103 | 1 358 | 1 358 | 1 358 |

Κατάρτιση προσωπικού: γενική | 24 | 37 | 44 | 54 | 54 | 54 |

Κατάρτιση προσωπικού: βελτίωση εποπτικών δεξιοτήτων | 135 | 198 | 243 | 320 | 320 | 320 |

Δαπάνες για πρόσληψη προσωπικού | 48 | 53 | 26 | 41 | 0 | 0 |

Τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών | 250 | 388 | 457 | 563 | 563 | 563 |

Κινητά περιουσιακά στοιχεία και συναφείς δαπάνες | 213 | 331 | 389 | 480 | 480 | 480 |

Τρέχουσες διοικητικές δαπάνες | 166 | 257 | 303 | 373 | 373 | 373 |

Ταχυδρομικές υπηρεσίες/ τηλεπικοινωνίες | 70 | 109 | 128 | 158 | 158 | 158 |

Δαπάνες μετακινήσεων και συνεδριάσεων | 293 | 503 | 535 | 660 | 660 | 660 |

Κοινή εποπτική νοοτροπία: συμμετοχή σε σώματα εποπτών | 40 | 40 | 40 | 40 | 40 | 40 |

Κοινή εποπτική νοοτροπία: κατάρτιση για ανταλλαγές & αποσπάσεις εθνικών εποπτών και προσωπικού | 500 | 1 000 | 1 333 | 1 500 | 1 500 | 1 500 |

Συγκέντρωση πληροφοριών: ανάπτυξη και συντήρηση μιας κεντρικής ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων | 3 000 | 3 000 | 3 000 | 3 000 | 3 000 | 3 000 |

Διεθνείς σχέσεις: παρατηρητές σε διεθνείς επιτροπές εποπτών | 50 | 50 | 50 | 50 | 50 | 50 |

Διεθνείς σχέσεις: συνεργασία με τρίτες χώρες για αποφάσεις περί ισοτιμίας | 60 | 60 | 60 | 60 | 60 | 60 |

Εποπτεία πανευρωπαϊκών οντοτήτων | 0 | 0 | 0 |

Διοικητικό Συμβούλιο | 26 | 26 | 26 | 26 | 26 | 26 |

Κοινή διευθύνουσα επιτροπή | 10 | 10 | 10 | 10 | 10 | 10 |

Συμβούλιο προσφυγών | 86 | 86 | 86 | 86 | 86 | 86 |

Εκ του οποίου τα κράτη μέλη συνεισφέρουν (εθνικές εποπτικές αρχές ή υπουργεία οικονομικών) | 6 352 | 8 925 | 10 199 | 11 997 | 11 973 | 11 973 |

Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι εκτιμήσεις και οι υπολογισμοί των Επιτροπών Επιπέδου 3

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

Εφαρμοζόμενη μεθοδολογία και σημαντικότερες υποκείμενες παραδοχές για το οικονομικό μοντέλο της Αρχής

Το κόστος σύστασης της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων υπολογίστηκε σύμφωνα με τρεις κατηγορίες δαπανών: δαπάνες προσωπικού, δαπάνες υποδομών και δαπάνες λειτουργίας, σύμφωνα με το γενικό διαχωρισμό δαπανών που χρησιμοποιείται στους λογαριασμούς των υφισταμένων ρυθμιστικών οργανισμών της ΕΕ. Το σύνολο των δαπανών για τη σύσταση της ΕΑΑΕΣ υπολογίστηκε στα 10.587 εκατομμύρια ευρώ για το πρώτο έτος λειτουργίας (2011), ενώ αναμένεται να φτάσει στα 16.998 εκατομμύρια ευρώ μετά από τρία χρόνια (2013) – βλ. παράρτημα 1.

Προτείνεται ο κοινοτικός προϋπολογισμός να χρηματοδοτήσει το 40% των δαπανών και τα κράτη μέλη το υπόλοιπο 60%. Οι λόγοι για αυτή την πρόταση είναι οι παρακάτω:

- μια καλά ισορροπημένη και μικτή χρηματοδότηση είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί ότι οι Αρχές θα δράσουν (και θεωρείται ότι συμβαίνει αυτό) ανεξάρτητα από τα κράτη μέλη και από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα. Αν υπερτερήσει μια συγκεκριμένη πηγή χρηματοδότησης, τότε αυτό μπορεί να θέσει σε αμφιβολία την αξιοπιστία των αποφάσεων που λαμβάνουν οι Αρχές και επομένως να υπονομεύσει το νέο πλαίσιο, το οποίο προτείνεται για να διαφυλάξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα,

- δεδομένου ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν σε αυτό το νέο πλαίσιο να επιτελούν τον κύριο όγκο εποπτικών δραστηριοτήτων στο χώρο, φαίνεται κατάλληλο αυτό να αντικατοπτριστεί με μια ελαφρώς μεγαλύτερη εισφορά εκ μέρους των κρατών μελών. Έτσι, θα πρέπει επίσης να καταστήσουμε δυνατή μια ομαλή εξέλιξη από την σημερινή κατάσταση, όπου οι επιτροπές του επιπέδου 3 χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από τα κράτη μέλη,

- εντούτοις, είναι ουσιαστικό ένα σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης να προέρχεται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Όντως, οι νέες Αρχές θα υπηρετούν στόχους με καθαρά κοινοτική διάσταση: τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην εσωτερική αγορά, καθώς και τη βιώσιμη ανάπτυξη στην ΕΕ. Επιπλέον, ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα και εξουσίες των Αρχών είναι να εξασφαλίσουν μια συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων σε αυτό τον κλάδο. Αυτό δικαιολογεί χρηματοδότηση τουλάχιστον 40% από τον κοινοτικό προϋπολογισμό (καθώς οι περισσότερες από τις οντότητες αυτές χρηματοδοτούνται πλήρως από τον κοινοτικό προϋπολογισμό). Επιπλέον, κάποιος μπορεί να αμφιβάλει για το ότι όλα τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στην απότομη αύξηση των εισφορών τους, η οποία θα είναι αναγκαία σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, το οποίο μπορεί να κοστίζει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι σημερινοί διακανονισμοί του επιπέδου 3.

- η ανάγκη για κοινοτική χρηματοδότηση είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντική για να διασφαλιστεί ότι οι Αρχές είναι πραγματικά ανεξάρτητες από τα κράτη μέλη. Η επιλογή έγινε προκειμένου να περιοριστούν όσο είναι δυνατόν οι παρεμβολές στο τεχνικό έργο των εποπτικών αρχών, να περιοριστεί στο ελάχιστο η συμμετοχή της Επιτροπής στα εποπτικά συμβούλια (με ένα μέλος χωρίς δικαίωμα ψήφου) και στα διοικητικά συμβούλια (με ένα μέλος με δικαίωμα ψήφου) των Αρχών. Αν υπήρχε υπερβολική εξάρτηση από τις εισφορές των κρατών μελών, η αξιοπιστία της ανεξαρτησίας των Αρχών θα διακυβευόταν σημαντικά. Απαιτείται σημαντική κοινοτική συνεισφορά για να αντισταθμιστεί ο περιορισμένος ρόλος που αποδίδεται στην Επιτροπή στα όργανα λήψης αποφάσεων των Αρχών,

- η προσέγγιση αυτή είναι εκείνη που οδηγεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σε μια σταθερή χρηματοδότηση, χωρίς υπερβολική εξάρτηση από μια πηγή ή από τις εισφορές των μεγάλων κρατών μελών, που θα μπορούσαν να αποτελούν απειλή για την απρόσκοπτη λειτουργία των Αρχών θέτοντας τέλος στις οικονομικές εισφορές τους. Τέλος, η προσέγγιση αυτή είναι επίσης πιο δίκαιη από μια πλήρη ή πολύ μεγάλη χρηματοδότηση από τα κράτη μέλη: οι εθνικές εποπτικές αρχές χρησιμοποιούν ποικιλία μοντέλων χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο – κάποια από τη γενική φορολογία και κάποια άλλα από ειδικούς φόρους του συγκεκριμένου κλάδου. Αν η Αρχή λάμβανε χρηματοδότηση κυρίως από τα κράτη μέλη θα υπήρχε κίνδυνος απουσίας ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην ΕΕ.

Οι εκτιμήσεις δαπανών προσωπικού βασίζονται στην υπόθεση ότι η ΕΑΑΕΣ θα έχει στόχο να διπλασιάσει το προσωπικό της σε σχέση με το προσωπικό στην υπάρχουσα επιτροπή επιπέδου 3 το πρώτο έτος της λειτουργίας του. Αυτό σημαίνει αύξηση περίπου από 20 ως 40 άτομα. Θεωρείται επίσης ότι το προσωπικό θα αυξηθεί σχετικά γρήγορα στη φάση εκκίνησης. Η αρχή θα προσλαμβάνει κατά μέσο όρο 15 νέους υπαλλήλους το χρόνο. Θα φτάσει στο βέλτιστο επίπεδο απόδοσης με περίπου 90 άτομα προσωπικό.

Η ανάγκη για αύξηση του προσωπικού αντικατοπτρίζει το σημαντικό αριθμό νέων καθηκόντων τα οποία θα πρέπει να αναλάβει η αρχή πλέον των προηγούμενων αρμοδιοτήτων της. Τα εν λόγω νέα καθήκοντα περιγράφονται αναλυτικά στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τις προτάσεις κανονισμών. Συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη νέων τεχνικών κανόνων σε ορισμένους τομείς της νομοθεσίας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εξασφαλίζοντας συνέπεια στην εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων, ρυθμίζοντας διαφωνίες μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών, συμμετέχοντας στα σώματα εποπτών και διευκολύνοντας τις αμοιβαίες αξιολογήσεις. Καθεμιά από αυτές τις δραστηριότητες θα απαιτεί σημαντικούς νέους πόρους. Η λεπτομερής ανάλυση του εκτιμώμενου προσωπικού σύμφωνα με τις διάφορες κατηγορίες παρουσιάζεται στο παράρτημα 3.

Μια άλλη υπόθεση που γίνεται για την εκτίμηση των δαπανών προσωπικού είναι ότι ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των θεσμικών οργάνων της ΕΕ ισχύει για όλες τις Αρχές. Αυτό αντικατοπτρίζεται – με κάποιες τροποποιήσεις – στις μοναδιαίες τιμές που χρησιμοποιούνται στον τίτλο 1 (βλ. παράρτημα 1 για λεπτομέρειες). Ελήφθη επίσης υπόψη η επίπτωση των τοποθεσιών των επιτροπών επιπέδου 3 (μέσω των πολλαπλασιαστών του κόστους ζωής).

Οι αριθμοί στον τίτλο 2 σχετικά με το κόστος των υποδομών βασίστηκαν στα στοιχεία που παρείχαν οι υπάρχουσες επιτροπές επιπέδου 3. Η CEIOPS παρέσχε εκτιμήσεις κόστους τους σε αυτή την κατηγορία, βάσει προβολής του πραγματικού τους κόστους όσον αφορά τα εν λειτουργία γραφεία και τη διοίκηση στη σημερινή τοποθεσία τους. Δεδομένου ότι η Φρανκφούρτη αποτελεί κέντρο χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και πρόκειται για μια από τις ακριβότερες επιχειρηματικές τοποθεσίες στον κόσμο, το εκτιμώμενο κόστος ασφαλώς υπερβαίνει τα μέσα επίπεδα των ρυθμιστικών οργανισμών της ΕΕ.

Οι δαπάνες λειτουργίας αφορούν ειδικά τις αρμοδιότητες και το μοντέλο διοίκησης των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Όσον αφορά τις εξουσίες, εξετάστηκαν διάφοροι τύποι δραστηριοτήτων που προβλέπονται για το ΕΣΧΕ όσον αφορά τη δημιουργία επιπλέον λειτουργικών δαπανών εκτός από τις γενικές δαπάνες προσωπικού. Κατέστη δυνατό να αντιστοιχιστούν οι εν λόγω δαπάνες με ορισμένες δραστηριότητες, π.χ. με την λειτουργία των ομάδων ενδιαφερόμενων φορέων, την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών εποπτικών βάσεων δεδομένων, τη συμμετοχή στα σώματα εποπτών, τη διοργάνωση κατάρτισης για τις εποπτικές αρχές από τα κράτη μέλη ή με τη διεξαγωγή επιτόπιων ελέγχων των άμεσα εποπτευόμενων εταιρειών. Οι ειδικές δαπάνες για αυτές τις δράσεις πολύ συχνά σχετίζονται με αποστολές και συνεδριάσεις, αλλά μπορούν επίσης να συμπεριλαμβάνουν σημαντικές δαπάνες για υπηρεσίες που ανατίθενται εξωτερικά, π.χ. για τη δημιουργία και τη συντήρηση μιας βάσης δεδομένων ή για τη διοργάνωση κατάρτισης.

Από την άλλη, υπάρχει η κριτική ότι πολλές από τις δραστηριότητες του ΕΣΧΕ δεν συσχετίζονται με επιπλέον λειτουργικές δαπάνες και ότι συμπεριλαμβάνονται πλήρως στις γενικές δαπάνες προσωπικού. Πρόκειται για παράδειγμα για την ανάπτυξη τεχνικών προτύπων, οδηγιών και συστάσεων, για τη διασφάλιση συνεπούς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ή για το συντονισμό σε καταστάσεις κρίσης.

Όσον αφορά τη διακυβέρνηση, οι λειτουργικές δαπάνες θα προέρχονται από δραστηριότητες διάφορων οργάνων, οι οποίες προβλέπεται ότι θα εξασφαλίσουν τη σωστή λειτουργία γενικά του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και ειδικότερα των Αρχών. Τα όργανα αυτά είναι το συμβούλιο εποπτών, το διοικητικό συμβούλιο, η κοινή διευθύνουσα επιτροπή και το συμβούλιο προσφυγών.

Οι μέθοδοι υπολογισμού του προϋπολογισμού της ΕΑΑΕΣ παρουσιάζονται στον πίνακα 1.

Πίνακας 1. Εκτίμηση του προϋπολογισμού της ΕΑΑΕΣ για το πρώτο έτος λειτουργίας (2011)

Σε χιλιάδες ευρώ

Τίτλος 1 – Δαπάνες προσωπικού | 4 694 |

Σύνολο προσωπικού: | 40 | Μέσο ετήσιο κόστος κατά κεφαλήν (βάσει των οδηγιών της ΓΔ Προϋπολογισμού και των συμβουλών της 3L3) |

Πολλαπλασιαστής κόστους ζωής | Φρανκφούρτη | 1,0 |

Διοίκηση | 2 | 167,0 | 334 |

Ανώτεροι υπάλληλοι/ εξειδικευμένο προσωπικό: | 0 |

Έκτακτοι υπάλληλοι | 15 | 100,0 | 1.500 |

Εθνικοί εμπειρογνώμονες με απόσπαση | 15 | 100,0 | 1.500 |

Διοικητικό και λοιπό υποστηρικτικό προσωπικό: | 0 |

Έκτακτοι υπάλληλοι | 4 | 100,0 | 400 |

Συμβασιούχοι | 4 | 42,0 | 168 |

Επιδόματα προσωπικού | 15% των συνολικών δαπανών προσωπικού | 620 |

Κατάρτιση προσωπικού: γενική | Μέσο ποσό ανά άτομο (στοιχεία Επιτροπής) | 0,6 | 24 |

Κατάρτιση προσωπικού: βελτίωση εποπτικών δεξιοτήτων | Συμβουλές από 3L3 | 4,5 | 135 |

Δαπάνες για πρόσληψη προσωπικού | Συνέντευξη 3 υποψηφίων ανά θέση κατά μέσο όρο | 0,8 | 48 |

Τίτλος 2 – Κτήριο, εξοπλισμός και διοικητικές δαπάνες | 1.822 |

Ενοικίαση κτηρίων και συναφείς δαπάνες | Στοιχεία και εκτιμήσεις CEIOPS | 828 |

Τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών | Στοιχεία και εκτιμήσεις ΕΕΑΤΕ | 250 |

Κινητά περιουσιακά στοιχεία και συναφείς δαπάνες | Στοιχεία και εκτιμήσεις CEIOPS | 213 |

Τρέχουσες διοικητικές δαπάνες | Στοιχεία και εκτιμήσεις CEIOPS | 166 |

Αλληλογραφία/ τηλεπικοινωνίες | Στοιχεία και εκτιμήσεις ΕΕΑΤΕ | 70 |

Δαπάνες μετακινήσεων και συνεδριάσεων | Στοιχεία και εκτιμήσεις CEIOPS | 293 |

Τίτλος 3 - Λειτουργία | - | 4.071 |

Εξουσίες | Κοστολογούμενη δραστηριότητα | Υποθέσεις | Συνολικό κόστος |

Διαβουλεύσεις | Ομάδα ενδιαφερομένων φορέων χρηματοπιστωτικού κλάδου | Ένας φορέας ανά ΕΕΑ. 30 μέλη που συνεδριάζουν 4 φορές το χρόνο. Ετήσια αμοιβή 6000 € το άτομο. Οι εκπρόσωποι του κλάδου αποζημιώνονται για τις οδοιπορικές δαπάνες, αλλά δεν αμείβονται. | 216 |

Κοινή εποπτική κουλτούρα | Συμμετοχή σε σώματα εποπτών | Περίπου 25 σώματα στον κλάδο. Συμμετοχή σε 1 διήμερη συνεδρίαση το χρόνο, ένας εκπρ. της ΕΑΑΕΣ ανά συνεδρίαση κατά μέσο όρο. | 40 |

Κοινή εποπτική νοοτροπία: | Κοινή κατάρτιση για ανταλλαγές & αποσπάσεις εθνικών εποπτών και προσωπικού | Βάσει του ποσού που προβλέπεται για επιδοτήσεις δράσης των επιτροπών επιπέδου 3 για την περίοδο 2010-2015 | 500 |

Συγκέντρωση πληροφοριών | Ανάπτυξη και διαχείριση της κεντρικής ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων | Εκτίμηση ΕΕΑΤΕ | 3.000 |

Διεθνείς σχέσεις | Επαφές με αρχές τρίτων χωρών και με άλλους διεθνείς φορείς π.χ. για συμβουλές περί ισοτιμίας | 11 αποστολές εκτός ΕΕ ανά έτος για 2 άτομα. | 110 |

Εποπτεία πανευρωπαϊκών οντοτήτων | Επιτόπιοι έλεγχοι | 0 |

Διοίκηση | Κοστολογούμενη δραστηριότητα | Υποθέσεις | Συνολικό κόστος |

Συμβούλιο εποπτών | Λήψη αποφάσεων | 26 μέλη για αποζημίωση - 4 συνεδριάσεις ανά έτος. | 83 |

Διοικητικό Συμβούλιο | Διαχείριση | 6 μέλη συμπεριλαμβανομένων 4 εκπροσώπων των εθνικών εποπτικών αρχών. Συνεδρίαση μια φορά το μήνα, όταν είναι δυνατό ταυτόχρονα με τις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών. | 26 |

Κοινή διευθύνουσα επιτροπή | Διατομεακή συνεργασία | Περιοδικές συνεδριάσεις για τους προέδρους κάθε ΕΕΑ | 10 |

Συμβούλιο προσφυγών | Προσφυγές | 6 μέλη που συνεδριάζουν 8 φορές το χρόνο, ετήσια αμοιβή 8000 € το άτομο | 86 |

ΣΥΝΟΛΟ | 10.587 |

Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Επιτροπές Επιπέδου 3, εκτιμήσεις και υπολογισμοί

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

Οργανόγραμμα (προκαταρκτικό)

Ομάδα καθηκόντων και βαθμός | Θέσεις (προσωρινό) |

2011 | 2012 | 2013 | 2014 |

AD 16 |

AD 15 | 1 | 1 |

AD 14 | 1 | 1 |

AD 13 | 1 | 1 |

AD 12 | 2 | 5 |

AD 11 | 6 | 15 |

AD 10 | 10 | 25 |

AD 9 | 6 | 15 |

AD 8 | 3 | 7 |

AD 7 | 2 | 7 |

AD 6 |

AD 5 |

Σύνολο AD | 32 | 50 | 60 | 77 |

AST 11 |

AST 10 | 1 | 1 |

AST 9 | 2 | 2 |

AST 8 | 3 | 5 |

AST 7 | 2 | 5 |

AST 6 |

AST 5 |

AST 4 |

AST 3 |

AST 2 |

AST 1 |

Σύνολο AST | 8 | 12 | 13 | 13 |

Σύνολο | 40 | 62 | 73 | 90 |

Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

[1] Πρόκειται για την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (ΕΕΑΤΕ - SEBS), την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΕΑΕΑΕΣ - CEIOPS) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών και Αγορών Κινητών Αξιών (ΕΕΡΑΑΚΑ - CESR).

[2] Πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα αιτιολογική έκθεση εστιάζει στις προτάσεις για τη σύσταση του ΕΣΣΚ, μετατρέποντας τις υφιστάμενες ευρωπαϊκές εποπτικές επιτροπές σε ΕΑΑ. Η πρόταση για τη σύσταση του ΕΣΣΚ αναλύεται σε ξεχωριστή έκθεση.

[3] Βλ. ΔΕΚ, C-217/04 σημείο 44.

[4] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το μηχανισμό διευθέτησης διαφορών, βλέπε το συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής.

[5] Η αρμοδιότητα διευθέτησης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8, το οποίο επικεντρώνεται σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης αρμόδιας εθνικής εποπτικής αρχής με το κοινοτικό δίκαιο.

[6] ΕΕ C […] της […], σελ. […].

[7] ΕΕ C […] της […], σελ. […].

[8] ΕΕ C […] της […], σελ. […].

[9] ΕΕ C […] της […], σελ. […].

[10] COM(2009) 114 τελικό.

[11] COM(2009) 252 τελικό.

[12] ΕΕ L 24 της 29.01.2009, σ. 23.

[13] ΕΕ L 25 της 29.01.2009, σ.28.

[14] ΕΕ L 25 της 29.01.2009, σ.18.

[15] Σημείο 44 – δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.

[16] Να σημειωθεί ότι οι οδηγίες 64/225/ΕΟΚ, 73/239/ΕΟΚ, 73/240/ΕΟΚ, 76/580/ΕΟΚ, 78/473/ΕΟΚ, 84/641/ΕΟΚ, 87/344/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ, 1992/49/ΕΟΚ, 1998/78/ΕΚ, 2001/17/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ and 2005/68/ΕΚ αποτελούν τμήμα της αναδιατύπωσης της «Φερεγγυότητα II» (τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (αναδιατύπωση) (COM(2008) 119 – C6-0231/2007 – 2007/0143(COD)), που σημαίνει ότι θα καταργηθούν με ισχύ από την 1η Νοεμβρίου 2012.

[17] ΕΕ 56 της, 4.4.1964, σ. 878.

[18] ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3.

[19] ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 20.

[20] ΕΕ L 189 της 13.7.1976, σ. 13.

[21] ΕΕ L 151 της 7.6.1978, σ. 25.

[22] ΕΕ L 339 της 27.12.1984, σ. 21.

[23] ΕΕ L 185 της 4.7.1987, σ. 77.

[24] ΕΕ L 172 της 4.7.1988, σ. 1.

[25] ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1.

[26] ΕΕ L 330 της, 5.12.1998, σ. 1.

[27] ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 28.

[28] ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1.

[29] ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3.

[30] ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10.

[31] ΕΕ L 35 της 11.02.2003, σ. 1.

[32] ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

[33] ΕΕ L L 271, 9.10.2002, σ. 16

[34] ΕΕ L 136 της 31.05.1999, σ. 1.

[35] ΕΕ L 136 της 31.05.1999, σ. 15.

[36] Κανονισμός (ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου και τροποποιήσεις του.

[37] ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[38] ΕΕ L 8 της 12.01.2001, σ. 1.

[39] ΕΕ L 145 της 31.05.2001, σ. 43.

[40] ΕΕ L 248 της 16.09.2002, σ. 1.

[41] EE L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

[42] ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

[43] ΕΕ L 317 της 03.12.2001, σ.1.

[44] ΕΕ L 17 της 06.10.1958, σ. 385/58.

[45] Διαχωριζόμενες πιστώσεις

[46] Δαπάνες που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο του Κεφαλαίου xx 01 του συναφούς τίτλου xx.

[47] Δαπάνες στο πλαίσιο του στοιχείου xx 01 04 του τίτλου xx.

[48] Δαπάνες εντός του κεφαλαίου 12 01 εκτός των άρθρων 12 01 04 or 12 01 05.

[49] Βλ. σημεία 19 και 24 της διοργανικής συμφωνίας.

[50] Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών.

[51] Όπως περιγράφεται στο τμήμα 5.3.

[52] Το κόστος για το οποίο ΔΕΝ καλύπτεται από το ποσό αναφοράς.

[53] Το κόστος για το οποίο ΔΕΝ καλύπτεται από το ποσό αναφοράς.

[54] Το κόστος για το οποίο καλύπτεται από το ποσό αναφοράς.

[55] Να προσδιοριστεί το είδος της επιτροπής και η ομάδα στην οποία ανήκει.