18.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 39/2


Πρωτοβουλία της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας σχετικά με απόφαση-πλαίσιο 2009/…/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την πρόληψη και το διακανονισμό συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις

(2009/C 39/03)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως το άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β),

την πρωτοβουλία της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως στόχο της τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(2)

Σύμφωνα με το Πρόγραμμα της Χάγης: ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2) που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη σύνοδό του στις 4 και 5 Νοεμβρίου 2004, για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ποινικών διώξεων με ταυτόχρονη κατοχύρωση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη δυνατότητα να επικεντρώνεται η ποινική δίωξη σε ένα κράτος μέλος σε περίπτωση διασυνοριακών πολυμερών υποθέσεων, περαιτέρω δε προσοχή θα πρέπει να δοθεί σε πρόσθετες προτάσεις, μεταξύ άλλων στις συγκρούσεις δικαιοδοσίας, ώστε να ολοκληρωθεί το συνολικό πρόγραμμα μέτρων προς εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις.

(3)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να αποσκοπούν, ιδίως, στην πρόληψη και την επίλυση συγκρούσεων δικαιοδοσίας, να διασφαλίζουν ότι το δικαστήριο στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση είναι το πλέον κατάλληλο και να παρέχουν μεγαλύτερη διαφάνεια και αντικειμενικότητα κατά την επιλογή του ποινικού δικαστηρίου σε περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης εμπίπτουν στη δικαιοδοσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.

(4)

Σε περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν στη δικαιοδοσία πλειόνων κρατών μελών και ενδέχεται να επισύρουν σύγκρουση δικαιοδοσίας, δεν είναι βέβαιο ότι το επιλεγόμενο για την εκδίκαση της υπόθεσης δικαστήριο είναι το πλέον κατάλληλο ή επιλέγεται με διαφανή και αντικειμενικό τρόπο και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης και των χαρακτηριστικών ενός εκάστου από τα πιθανά δικαστήρια. Σε έναν κοινό ευρωπαϊκό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, είναι απαραίτητο να αναληφθεί δράση για να διασφαλισθεί ότι οι εθνικές αρχές πληροφορούνται εγκαίρως τα πραγματικά περιστατικά που ενδέχεται να επισύρουν σύγκρουση δικαιοδοσίας, και ότι επιτυγχάνεται συμφωνία για να επικεντρωθεί, καθόσον είναι δυνατό, η ποινική διαδικασία για τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά σε ένα μοναδικό δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη κοινών και αντικειμενικών κριτηρίων και της διαφάνειας.

(5)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει εφαρμόζεται σε δύο είδη περιπτώσεων. Στην πρώτη περίπτωση, καθιερώνει διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών, εφόσον οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους διεξάγουν ποινικές διαδικασίες για ειδικά πραγματικά περιστατικά και χρειάζεται να διαπιστώσουν αν εκκρεμούν διαδικασίες για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε άλλα κράτη μέλη. Στη δεύτερη περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους διεξάγουν ποινικές διαδικασίες για ειδικά πραγματικά περιστατικά και πληροφορούνται, με μέσα άλλα από τη διαδικασία κοινοποίησης, ότι οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών διεξάγουν ήδη ποινικές διαδικασίες για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Στην κατάσταση αυτή, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται η διαδικασία κοινοποίησης και τα αντίστοιχα κράτη θα πρέπει να αρχίζουν απ' ευθείας διαβουλεύσεις.

(6)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν στοχεύει στο να επιλύει αρνητικές συγκρούσεις δικαιοδοσίας, όπου αρνητική σύγκρουση σημαίνει ότι κανένα κράτος δεν έχει θεμελιώσει δικαιοδοσία για την τελεσθείσα αξιόποινη πράξη. Η περίπτωση όπου ένα κράτος μέλος έχει θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του αλλά δεν προτίθεται να την ασκήσει, θα πρέπει να θεωρείται για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης πλαισίου, ως ειδική κατηγορία θετικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας.

(7)

Κανένα από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούται να παραιτηθεί από τη δικαιοδοσία ή να την αναλάβει παρά τη θέλησή του εκτός αν το επιθυμεί. Σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρούν το δικαίωμά τους να κινούν ποινική διαδικασία για κάθε αξιόποινη πράξη που εμπίπτει στην εθνική τους δικαιοδοσία.

(8)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επηρεάζει την αρχή της νομιμότητας και την αρχή της σκοπιμότητας, όπως αυτές διέπονται από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Ωστόσο, καθώς κύριος σκοπός της απόφασης-πλαισίου είναι η πρόληψη περιττών παραλλήλων ποινικών διαδικασιών, η εφαρμογή της δεν θα πρέπει να επισύρει σύγκρουση δικαιοδοσίας, η οποία άλλως δεν θα προέκυπτε.

(9)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θίγει και δεν προτίθεται να ρυθμίσει, ούτε καν εμμέσως, την αρχή ne bis in idem, όπως αναγνωρίζεται από τα άρθρα 54 έως 58 της σύμβασης για την εφαρμογή της συμφωνίας Σένγκεν (3) και από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(10)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θίγει τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών, η οποία υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 15 Μαΐου 1972, καθώς και κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά τη διαβίβαση ποινικών δικογραφιών μεταξύ κρατών μελών.

(11)

Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είναι υπήκοος ή κάτοικος άλλου κράτους μέλους, αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται αυτομάτως ως σημαντική σύνδεση.

(12)

Κατά την περιγραφή στην κοινοποίηση των πραγματικών περιστατικών τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας, η κοινοποιούσα αρχή θα πρέπει ιδίως να προσδιορίζει τον ακριβή τόπο, χρόνο και τρόπο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, καθώς και λεπτομέρειες για το ύποπτο ή κατηγορούμενο πρόσωπο, ώστε να διαπιστώσει η αρχή απάντησης μήπως διεξάγονται ποινικές διαδικασίες στο κράτος μέλος της για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

(13)

Άμεσες διαβουλεύσεις μπορούν να δρομολογούνται από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και με οποιαδήποτε μέσα επικοινωνίας.

(14)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο ορίζει σε ποια περίπτωση είναι υποχρεωτικό για τις αντίστοιχες αρχές να αρχίζουν άμεσες διαβουλεύσεις. Ωστόσο, τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει τις αρχές να αρχίζουν οικειοθελώς άμεσες διαβουλεύσεις προκειμένου να συμφωνήσουν σχετικά με το πλέον κατάλληλο δικαστήριο σε κάθε άλλη περίπτωση.

(15)

Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές αντιληφθούν ότι τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το αντικείμενο εκκρεμών διαδικασιών ή προδικασίας σε κράτος μέλος αποτέλεσαν το αντικείμενο διαδικασιών στις οποίες εκδόθηκε οριστική απόφαση σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η επακόλουθη ανταλλαγή πληροφοριών. Ο σκοπός της ανταλλαγής πληροφοριών θα πρέπει να είναι η παροχή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε οριστική απόφαση επί των διαδικασιών που θα τις βοηθήσουν πιθανώς να κινήσουν εκ νέου τις διαδικασίες σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

(16)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θα πρέπει να επισύρει περιττό γραφειοκρατικό φόρτο σε περιπτώσεις που υπάρχουν άμεσα καταλληλότερες επιλογές για τα προβλήματα που εξετάζει. Συνεπώς, σε περίπτωση που ισχύουν περισσότερο ευέλικτες πράξεις ή ρυθμίσεις μεταξύ κρατών μελών, τότε αυτές θα πρέπει να υπερισχύουν έναντι της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

(17)

Η παρούσα απόφαση πλαίσιο θα πρέπει να συμπληρώνει και να μην θίγει την απόφαση 2008/…/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της …, για την ενίσχυση της Eurojust και την τροποποίηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ (4) και να κάνει χρήση των μηχανισμών που ισχύουν ήδη στο πλαίσιο της Eurojust.

(18)

Η απόφαση-πλαίσιο 2008/…/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (5) ισχύει ως προς την προστασία των προσωπικών δεδομένων που προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

(19)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις βασικές αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και απηχούνται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΚΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Περιεχόμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο ορίζει:

α)

το δικονομικό πλαίσιο δυνάμει του οποίου οι εθνικές αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες για συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να διαπιστωθεί μήπως εκκρεμούν παραλλήλως διαδικασίες σε άλλο ή άλλα κράτη μέλη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, και βάσει του οποίου οι εθνικές αρχές των κρατών μελών προβαίνουν σε απευθείας διαβουλεύσεις με σκοπό να καταλήξουν σε συμφωνία για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο που θα αναλάβει τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας για συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία εμπίπτουν στη δικαιοδοσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών·

β)

τους κανόνες και τα κοινά κριτήρια που λαμβάνουν υπόψη οι εθνικές αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, οσάκις επιδιώκουν συμφωνία για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο που θα αναλάβει τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας για συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

2.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται στις εξής περιπτώσεις:

α)

όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους διεξάγουν ποινικές διαδικασίες και ανακαλύπτουν ότι τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το αντικείμενο αυτών των διαδικασιών παρουσιάζουν σημαντική σύνδεση με ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, και υπάρχει πιθανότητα οι αρμόδιες αρχές αυτού του άλλου κράτους μέλους ή αυτών των άλλων κρατών μελών να διεξάγουν ποινικές διαδικασίες για τα ίδια πραγματικά περιστατικά·

ή

β)

όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους διεξάγουν ποινικές διαδικασίες και αντιλαμβάνονται με οποιοδήποτε μέσον ότι οι αρμόδιες αρχές ενός ή περισσοτέρων άλλων κρατών μελών διεξάγουν ποινικές διαδικασίες για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

3.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν ισχύει σε περιπτώσεις που κανένα κράτος μέλος δεν έχει θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του για την τελεσθείσα αξιόποινη πράξη.

4.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν ισχύει για διαδικασίες που ασκούνται κατά επιχειρήσεων εάν οι διαδικασίες αυτές έχουν ως αντικείμενο την εφαρμογή διατάξεων του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού.

5.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν παρέχει δικαιώματα τα οποία ένα πρόσωπο θα μπορούσε να επικαλεσθεί ενώπιον των εθνικών αρχών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου, νοούνται ως:

α)

«κράτος κοινοποίησης»: το κράτος μέλος του οποίου οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους ή καλούν τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους να αρχίσουν απευθείας διαβουλεύσεις·

β)

«κράτος απάντησης»: το κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του οποίου λαμβάνουν κοινοποίηση ή καλούνται από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους να αρχίσουν απευθείας διαβουλεύσεις·

γ)

«εκκρεμής διαδικασία»: ποινική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της προδικασίας, που διεξάγουν βάσει του εθνικού δικαίου οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους για συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά

δ)

«αρχή κοινοποίησης»: η αρχή που ορίζεται βάσει του οικείου εθνικού δικαίου προκειμένου να κοινοποιεί στις αρχές άλλου κράτους μέλους εκκρεμείς διαδικασίες για ποινικά αδικήματα, να παραλαμβάνει απαντήσεις σε τέτοιες κοινοποιήσεις και να συζητεί και να συμφωνεί με την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο που θα αναλάβει τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας για συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των εν λόγω κρατών μελών·

ε)

«αρχή απάντησης»: η αρχή που ορίζεται βάσει του εθνικού δικαίου προκειμένου να παραλαμβάνει κοινοποιήσεις σχετικά με εκκρεμείς διαδικασίες για ποινικά αδικήματα σε άλλο κράτος μέλος και να απαντά σε αυτές, να διαβουλεύεται και να συμφωνεί με αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο που θα αναλάβει τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας σχετικά με συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των εν λόγω κρατών μελών.

Άρθρο 3

Καθορισμός των αρχών κοινοποίησης και απάντησης

1.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου την αρχή που έχει καθορίσει να ενεργεί ως αρχή κοινοποίησης και ως αρχή απάντησης. Κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει να ορίσει μια και μόνη αρχή ως αρχή κοινοποίησης και αρχή απάντησης.

2.   Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου θέτει στη διάθεση όλων των κρατών μελών και στην Επιτροπή τις παραληφθείσες πληροφορίες και τις δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Δυνατότητα ανάθεσης των καθηκόντων της διορισθείσας αρχής σε άλλη εθνική αρχή

1.   Σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας την οποία προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο, μια αρχή κοινοποίησης ή απάντησης μπορεί να αποφασίσει να αναθέσει τα καθήκοντά της ως αρχής καθορισθείσας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 σε άλλη εθνική αρχή, π,χ. σε αρχή που είναι υπεύθυνη δυνάμει του εθνικού δικαίου να κινεί ποινικές διαδικασίες.

2.   Εάν ληφθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1, γνωστοποιείται αμέσως στην αρχή κοινοποίησης ή απάντησης του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους μαζί με τα στοιχεία της αρχής στην οποία ανατέθηκαν τα καθήκοντα.

3.   Η αναφερομένη στην παράγραφο 1 απόφαση παράγει αποτελέσματα από την παραλαβή της γνωστοποίησης βάσει της παραγράφου 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 5

Κοινοποίηση

1.   Σε περίπτωση που οι αρχές κράτους μέλους, οι οποίες είναι αρμόδιες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο να κινούν ποινική διαδικασία, ανακαλύψουν ότι τα περιστατικά εκκρεμούς διαδικασίας παρουσιάζουν σημαντική σύνδεση με ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, η αρχή κοινοποίησης του πρώτου κράτους μέλους κοινοποιεί, το συντομότερο δυνατό, την ύπαρξη αυτής της διαδικασίας στην ή στις αρχές απάντησης του κράτους μέλους το οποίο συνδέεται με τα περιστατικά, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το ή τα κράτη μέλη απάντησης διεξάγουν ποινικές διαδικασίες για τα ίδια περιστατικά.

2.   Η υποχρέωση κοινοποίησης κατά την παράγραφο 1 ισχύει μόνον για ποινικά αδικήματα που τιμωρούνται στο κράτος κοινοποίησης με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μέγιστης διάρκειας ενός τουλάχιστον έτους και όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους κοινοποίησης.

Άρθρο 6

Σημαντική σύνδεση

1.   Μια σύνδεση θεωρείται πάντα ως «σημαντική», όταν η συμπεριφορά ή το ουσιώδες μέρος αυτής που οδήγησε στο ποινικό αδίκημα τελέσθηκε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

2.   Σε διαδικασίες που παρουσιάζουν σύνδεση με κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η απόφαση για το κατά πόσον μια ορισμένη σύνδεση πρέπει ή όχι να θεωρηθεί ως σημαντική λαμβάνεται κατά περίπτωση βάσει, ιδίως, των κοινών κριτηρίων που απαριθμούνται στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

Άρθρο 7

Διαδικασία κοινοποίησης

1.   Η αρχή κοινοποίησης απευθύνει κοινοποίηση στην αρχή απάντησης με οποιοδήποτε μέσο μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως ώστε να επιτρέψει στο κράτος απάντησης να διαπιστώσει τη γνησιότητα της κοινοποίησης.

2.   Εάν η αρχή απάντησης δεν είναι γνωστή, η αρχή κοινοποίησης διενεργεί όλες τις αναγκαίες έρευνες, μεταξύ άλλων μέσω των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου και της Eurojust, για να συγκεντρώσει πληροφορίες για την αρχή απάντησης του κράτους απάντησης.

3.   Σε περίπτωση που η αρχή του κράτους απάντησης που παραλαμβάνει την κοινοποίηση δεν είναι η αρμόδια αρχή απάντησης του άρθρου 3, η αρχή αυτή διαβιβάζει αυτομάτως την κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή και ενημερώνει σχετικά την αρχή κοινοποίησης.

Άρθρο 8

Έντυπο και περιεχόμενο της κοινοποίησης

1.   Η κοινοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει τις εξής πληροφορίες:

α)

τα στοιχεία της εθνικής αρχής ή των εθνικών αρχών που έχουν αναλάβει την υπόθεση·

β)

την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κοινοποιηθείσας εκκρεμούς διαδικασίας, μεταξύ άλλων και τη φύση της σημαντικής σύνδεσης·

γ)

το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η εκκρεμής διαδικασία· και

δ)

στοιχεία σχετικά με το ύποπτο ή/και το κατηγορούμενο πρόσωπο, αν είναι γνωστά και, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά με τα θύματα.

2.   Η κοινοποίηση μπορεί να περιλαμβάνει σχετικές πρόσθετες πληροφορίες για την εκκρεμή διαδικασία στο κράτος κοινοποίησης, πχ. σχετικά με τυχόν δυσκολίες που αντιμετωπίζει το κράτος κοινοποίησης.

3.   Η αρχή κοινοποίησης χρησιμοποιεί το έντυπο Α του παραρτήματος.

Άρθρο 9

Έντυπο και περιεχόμενο της απάντησης

1.   Η απάντηση περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

κατά περίπτωση, στοιχεία της εθνικής αρχής ή των εθνικών αρχών που χειρίζονται ή χειρίστηκαν την υπόθεση·

β)

αν εκκρεμεί διαδικασία ή όχι στο κράτος απάντησης για ορισμένα ή για όλα τα περιστατικά που περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση και το στάδιο στο οποίο βρίσκεται·

γ)

αν εκδικάστηκε υπόθεση στο κράτος απάντησης για ορισμένα ή όλα τα περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο της κοινοποίησης, καθώς και τη φύση της τελικής απόφασης·

δ)

αν οι αρχές του κράτους απάντησης σκοπεύουν, ενδεχομένως, να κινήσουν δική τους ποινική διαδικασία για τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο της κοινοποίησης.

2.   Η απάντηση μπορεί να περιέχει οποιεσδήποτε άλλες πρόσθετες σχετικές πληροφορίες, ιδίως για χωριστά αλλά συναφή πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας στο κράτος απάντησης.

3.   Η αρχή απάντησης χρησιμοποιεί το έντυπο Β του Παραρτήματος, για να απαντήσει στην κοινοποίηση.

Άρθρο 10

Προθεσμίες και πρόσθετες πληροφορίες

1.   Η αρχή απάντησης απαντά στην κοινοποίηση εντός 15 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της.

2.   Εν ανάγκη, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά 15 ημέρες το πολύ. Ωστόσο, η αρχή απάντησης κοινοποιεί αυτήν την παράταση εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1.

3.   Αν μια αρχή απάντησης κρίνει τις πληροφορίες της αρχής κοινοποίησης ανεπαρκείς για να μπορέσει να απαντήσει, δύναται, εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1, να ζητήσει τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες και να ορίσει εύλογη προθεσμία για την παραλαβή τους.

4.   Η προθεσμία της παραγράφου 1 ανανεώνεται μετά την παραλαβή των πρόσθετων πληροφοριών.

Άρθρο 11

Έλλειψη απάντησης

Εάν μια αρχή απάντησης δεν απαντήσει εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 10, η αρχή κοινοποίησης μπορεί να λαμβάνει οποιοδήποτε μέτρο θεωρεί σκόπιμο για να επισημάνει το γεγονός αυτό στο κράτος απάντησης, με κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, στην Eurojust.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΑΜΕΣΕΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ

Άρθρο 12

Άμεσες διαβουλεύσεις

1.   Κατά ή μετά τη διαβίβαση της απάντησης, η αρχή κοινοποίησης και η αρχή απάντησης αρχίζουν απευθείας διαβουλεύσεις για να συμφωνήσουν για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο που θα διεξαγάγει την ποινική διαδικασία για τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία μπορεί να εμπίπτουν στη δικαιοδοσία αμφοτέρων, αν:

α)

εκκρεμεί διαδικασία σε ένα κράτος απάντησης για ορισμένα ή όλα τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στην κοινοποίηση· ή

β)

οι αρχές ενός κράτους απάντησης προτίθενται να κινήσουν ποινική διαδικασία για ορισμένα ή για όλα τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν αντικείμενο κοινοποίησης.

2.   Οι εθνικές αρχές αρχίζουν απευθείας διαβουλεύσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 σε περίπτωση που οι αρχές απάντησης περισσοτέρων του ενός κρατών μελών παραλαμβάνουν κοινοποίηση για την ίδια εκκρεμή διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική αρχή κοινοποίησης είναι υπεύθυνη για τον συντονισμό των εν λόγω διαβουλεύσεων.

3.   Ελλείψει κοινοποίησης, δύο ή περισσότερα κράτη μέλη αρχίζουν απευθείας διαβουλεύσεις, μέσω των αντίστοιχων αρχών κοινοποίησης ή απάντησης, ώστε να συμφωνήσουν για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο, εφόσον αντιληφθούν, με οποιοδήποτε μέσον, ότι εκκρεμούν ή έχουν προηγηθεί ποινικές διαδικασίες για τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

Άρθρο 13

Παροχή πληροφοριών για σημαντικά δικόγραφα ή δικονομικά μέτρα

Οι αρχές κοινοποίησης και απάντησης που συμμετέχουν σε απευθείας διαβουλεύσεις ενημερώνονται μεταξύ τους σχετικά με τυχόν σημαντικά δικονομικά μέτρα που λαμβάνουν μετά την έναρξη των διαβουλεύσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΛΕΟΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Άρθρο 14

Σκοπός των διαβουλεύσεων

1.   Ο γενικός σκοπός των διαβουλεύσεων περί του πλέον κατάλληλου δικαστηρίου είναι η επίτευξη συμφωνίας ότι οι αρμόδιες αρχές ενός και μόνον κράτους μέλους θα διεξαγάγουν την ποινική διαδικασία για όλα τα πραγματικά περιστατικά που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.

2.   Σε περίπτωση που εκκρεμεί διαδικασία σε οποιοδήποτε κράτος μέλος για περιστατικά που είναι μεν συναφή, αλλά δεν ταυτίζονται με τα περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο των διαβουλεύσεων για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο, ή οσάκις δεν είναι εφικτή η διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας σε ένα και μόνο κράτος μέλος, ιδίως λόγω του περίπλοκου χαρακτήρα των περιστατικών ή του αριθμού των κατηγορουμένων, ενδέχεται να είναι προτιμότερη η διεξαγωγή ποινικών διαδικασιών σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη οι οποίες θα καλύπτουν αντιστοίχως διαφορετικά περιστατικά ή πρόσωπα.

Άρθρο 15

Κριτήρια για τον προσδιορισμό του πλέον κατάλληλου δικαστηρίου

1.   Ισχύει γενικό τεκμήριο υπέρ της διεξαγωγής της δίκης σε δικαστήριο του κράτους μέλους, όπου τελέστηκαν οι περισσότερες εγκληματικές πράξεις, που είναι ο τόπος όπου εκδηλώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων προσώπων η οποία συνίσταται στην τέλεση των πράξεων.

2.   Σε περίπτωση που δεν ισχύει το γενικό τεκμήριο της παραγράφου 1 επειδή συντρέχουν άλλοι επαρκώς σημαντικοί παράγοντες για τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας, οι οποίοι συνηγορούν υπέρ άλλου δικαστηρίου, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εξετάζουν αυτούς τους πρόσθετους παράγοντες προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο. Αυτοί οι πρόσθετοι παράγοντες περιλαμβάνουν ιδίως τους εξής:

τόπος στον οποίο βρίσκονται ο ή οι κατηγορούμενοι μετά από σύλληψη και δυνατότητες παράδοσης ή έκδοσης σε άλλες πιθανές δικαστικές αρχές,

ιθαγένεια ή διαμονή των κατηγορουμένων προσώπων,

έδαφος του κράτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών,

σημαντικά συμφέροντα των θυμάτων,

σημαντικά συμφέροντα των κατηγορουμένων προσώπων,

τόπος στον οποίο βρίσκονται σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία,

προστασία ευάλωτων μαρτύρων ή μαρτύρων που υπέστησαν εκφοβισμό, η μαρτυρία των οποίων είναι σημαντική για τις εν λόγω διαδικασίες,

διαμονή των πλέον σημαντικών μαρτύρων και η δυνατότητά τους να ταξιδέψουν στο κράτος μέλος στο οποίο τελέσθηκαν οι αξιόποινες πράξεις,

στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι διαδικασίες για τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά,

ύπαρξη εκκρεμών συναφών διαδικασιών,

οικονομία των διαδικασιών.

Άρθρο 16

Συνεργασία με την Eurojust

1.   Κάθε εθνική αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια, σε οιοδήποτε στάδιο εθνικής διαδικασίας,

α)

να ζητεί συμβουλές από τη Eurojust·

β)

να αποφασίζει, την παραπομπή στην Eurojust ειδικών υποθέσεων για τις οποίες τίθεται το ζήτημα του πλέον κατάλληλου δικαστηρίου.

2.   Οσάκις, σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Eurojust, δεν έχει καταστεί δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο που θα αναλάβει τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας για συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, οποιοδήποτε εμπλεκόμενο κράτος μέλος παραπέμπει στη Eurojust τη διαφωνία, καθώς και τις περιπτώσεις μη επίτευξης συμφωνίας εντός 10 μηνών από την έναρξη των απευθείας διαβουλεύσεων.

Άρθρο 17

Περιπτώσεις μη επίτευξης συμφωνίας

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου

α)

δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία ακόμη και μετά από την παρέμβαση της Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 16·

ή

β)

σε περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Eurojust, όπου οι απευθείας διαβουλεύσεις κατέληξαν με διαφωνία, ή σε περιπτώσεις όπου δεν επετεύχθη συμφωνία εντός 6 μηνών από την έναρξη των απευθείας διαβουλεύσεων,

τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Eurojust σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν επετεύχθη συμφωνία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΔΙΑΦΟΡΑ

Άρθρο 18

Άλλη ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους ανακαλύψουν με οποιοδήποτε μέσον ότι τα πραγματικά περιστατικά που είναι αντικείμενο εκκρεμών διαδικασιών ή προδικασίας σε αυτό το κράτος μέλος υπήρξαν αντικείμενο διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε οριστική απόφαση σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή κοινοποίησης του πρώτου κράτους μέλους μπορεί να ενημερώσει την αρχή απάντησης του δευτέρου κράτους μέλους σχετικά με την κατάσταση αυτή και να διαβιβάσει όλες τις σχετικές πληροφορίες.

2.   Εάν η αρχή απάντησης ανακαλύψει, είτε μέσω κοινοποίησης ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, ότι τα περιστατικά που είναι αντικείμενο διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε οριστική απόφαση στο κράτος μέλός της αποτελούν αντικείμενο εκκρεμών διαδικασιών ή προδικασίας ή αποτέλεσαν αντικείμενο διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή απάντησης μπορεί να εξετάσει αν θα ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες που θα της επιτρέψουν να εκτιμήσει δεόντως τη δυνατότητα εκ νέου κίνησης της διαδικασίας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 19

Γλώσσες

Κάθε κράτος μέλος αναφέρει σε δήλωση που καταθέτει στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τις γλώσσες στις οποίες αποδέχεται την αναφερόμενη στο άρθρο 5 κοινοποίηση, καθώς και τις γλώσσες στις οποίες θα απαντήσει στην κοινοποίηση.

Άρθρο 20

Σχέσεις με νομικές πράξεις και άλλες ρυθμίσεις

1.   Στο μέτρο που άλλες νομικές πράξεις ή ρυθμίσεις επιτρέπουν την διεύρυνση των στόχων της παρούσας απόφασης-πλαισίου ή βοηθούν στην απλούστευση ή τη διευκόλυνση της διαδικασίας με την οποία οι εθνικές αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις εκκρεμείς διαδικασίές τους, διεξάγουν απευθείας διαβουλεύσεις και καταβάλλουν προσπάθειες για την επίτευξη συμφωνίας για το πλέον κατάλληλο δικαστήριο που θα αναλάβει τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας σχετικά με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, τα κράτη μέλη μπορούν:

α)

να συνεχίσουν να εφαρμόζουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις που θα ισχύουν μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου·

β)

να προβαίνουν σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

2.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 συμφωνίες και ρυθμίσεις ουδόλως επηρεάζουν τις σχέσεις με τα κράτη μέλη που δεν είναι μέρη αυτών.

3.   Εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή τις ισχύουσες συμφωνίες και ρυθμίσεις της παραγράφου 1 σημείο α) που επιθυμούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν επίσης στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή κάθε νέα συμφωνία ή ρύθμιση σύμφωνα με την παράγραφο 1 σημείο β) εντός τριών μηνών από την υπογραφή τέτοιας ρύθμισης ή συμφωνίας.

4.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο ισχύει υπό την επιφύλαξη της απόφασης 2008/…/ΔΕΥ.

Άρθρο 21

Εφαρμογή

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου μέχρι την …

Ως την ίδια ημερομηνία, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο τους των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

Άρθρο 22

Έκθεση

Μέχρι τις …, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση με την οποία αξιολογείται ο βαθμός λήψης των απαιτούμενων μέτρων συμμόρφωσης με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο από τα κράτη μέλη και συνοδεύεται, εν ανάγκη, από νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 23

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο τίθεται σε ισχύ από την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, …

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Γνώμη της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 53 της 3.3.2005, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19.

(4)  EE … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(5)  ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Image

Image

Image

Image

Image

Image