1.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 57/10


Περίληψη της απόφασης της Επιτροπής

της 20ής Νοεμβρίου 2007

σχετικά με τη διαδικασία του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ

(Υπόθεση COMP/38.432 — Επαγγελματικές βιντεοκασέτες)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2007) 5469 τελικό]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/C 57/08)

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(1)

Την 20η Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου (1), η Επιτροπή δημοσιεύει τα ονόματα των ενδιαφερομένων μερών και τα ουσιώδη στοιχεία της απόφασης, περιλαμβανομένων των κυρώσεων που επιβάλλονται, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου. Μία μη εμπιστευτική έκδοση του πλήρους κειμένου της απόφασης μπορεί να αναζητηθεί στην αυθεντική γλώσσα της υπόθεσης στον ιστότοπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού: http://ec.europa.eu/comm/competition/index_en.html.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

1.   Διαδικασία

(2)

Η υπόθεση αυτή ξεκίνησε με αυτεπάγγελτη διαδικασία, με επιτόπιες έρευνες που διεξάχθηκαν στις 28 και 29 Μαΐου 2002 σε συνολικά έντεκα γραφεία που ανήκουν σε μέλη των ομίλων Sony, Fuji και Maxell σε πέντε κράτη μέλη. Σημειώθηκαν δύο περιστατικά στα γραφεία της Sony, το πρώτο από τα οποία συνίσταται στην καταστροφή εγγράφων και το δεύτερο σε άρνηση απάντησης στην υποβολή ερωτήσεων.

(3)

Στις 5 Δεκεμβρίου 2006, η Fuji υπέβαλε επίσημη αίτηση για τη μείωση των προστίμων βάσει της ανακοίνωσης περί επιείκειας του 2002 (2). Η αίτησή της αναφερόταν σε προγενέστερες πληροφορίες οι οποίες υποβλήθηκαν στην Επιτροπή τον Ιούνιο του 2002. Με επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή πληροφόρησε την Fuji για την πρόθεσή της να της χορηγήσει μείωση προστίμων ύψους 30 έως 50 % βάσει της ανακοίνωσης περί επιείκειας του 2002.

(4)

Η κοινοποίηση αιτιάσεων εγκρίθηκε στις 8 Μαρτίου 2007 και γνωστοποιήθηκε σε όλα τα μέρη στις 16 Μαρτίου 2007.

(5)

Στις 10 Απριλίου 2007 η Maxell υπέβαλε επίσημη αίτηση για μείωση των προστίμων βάσει της ανακοίνωσης περί επιείκειας του 2002. Στην αίτησή της αναφέρθηκε σε προγενέστερες πληροφορίες που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2004.

(6)

Πραγματοποιήθηκε ακρόαση στις 12 Ιουνίου 2007.

2.   Περίληψη της παραβάσεως

(7)

Οι βασικοί πελάτες επαγγελματικών βιντεοκασετών είναι τηλεοπτικοί σταθμοί και ανεξάρτητοι παραγωγοί τηλεταινιών και διαφημιστικών ταινιών. Η απόφαση αφορά μόνον τους δύο δημοφιλέστερους μορφότυπους επαγγελματικών βιντεοκασετών κατά τη στιγμή της παράβασης: Betacam SP και Digital Betacam, που από κοινού αντιπροσώπευαν το 77 % όλων των πωλήσεων επαγγελματικών βιντεοκασετών στον ΕΟΧ το 2001. Η υπολογιζόμενη αξία αγοράς στον ΕΟΧ για τους δύο αυτούς μορφότυπους ήταν περίπου 118 εκατ. EUR το 2001. Για το έτος αυτό, οι τρεις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην παράβαση είχαν εκτιμώμενο μερίδιο αγοράς 89 %.

(8)

Η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Sony, η Fuji και η Maxell μεταξύ της 23ης Αυγούστου 1999 και της 16ης Μαΐου 2002 δημιούργησαν καρτέλ ενόψει της αύξησης και διατήρησης ή σταθεροποίησης των τιμών για τους μορφότυπους βιντεοκασετών Betacam SP και Digital Betacam στην αγορά του ΕΟΧ και επίσης αντάλλαξαν πληροφορίες για να διευκολύνουν και/ή να ελέγχουν την εφαρμογή τους.

(9)

Οι εταιρείες οργάνωσαν τρεις (επιτυχείς) γύρους αυξήσεων τιμών και κατέβαλαν διάφορες προσπάθειες για να σταθεροποιήσουν τις τιμές. Εξέταζαν επίσης τακτικά παλαιές και προσεχείς προσφορές, ιδίως των δημοσίων και ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών.

(10)

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της παράβασης πραγματοποιήθηκαν 11 συνεδριάσεις μεταξύ εκπροσώπων των τριών επιχειρήσεων και σε όλες συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν τιμές και/ή ανταλλάχθηκαν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες, καθώς επίσης και μεταξύ των συνεδριάσεων οι εταιρείες ήταν σε συνεχή επαφή ώστε να συζητούν τις τιμές και τους ειδικούς πελάτες και να παρακολουθούν την εφαρμογή των συμφωνιών του καρτέλ.

(11)

Η απόφαση καταλήγει περαιτέρω στη διαπίστωση πως οι συμφωνίες για τις τιμές έτυχαν γενικής εφαρμογής.

3.   Αποδεκτές

(12)

Η απόφαση απευθύνεται στις ακόλουθες νομικές οντότητες, που ανήκουν σε τρεις συμμετέχουσες επιχειρήσεις (Sony, Fuji και Maxell):

α)

Sony Corporation·

β)

Sony Europe Holding BV·

γ)

Sony France SA·

δ)

FUJIFILM Holdings Corporation·

ε)

FUJFILM Corporation·

στ)

FUJIFILM Recording Media GmbH·

ζ)

Hitachi Maxell, Ltd· και

η)

Maxell Europe Limited.

(13)

Η ευθύνη των μητρικών εταιρειών καθορίζεται συγχρόνως λόγω της άμεσης συμμετοχής τους σε μία από τις συνεδριάσεις του καρτέλ, που διεξάχθηκε στην Ιαπωνία και βάσει του τεκμηρίου της άσκησης αποφασιστικής επιρροής επί των κατά εκατό τοις εκατό ελεγχόμενων θυγατρικών τους, πράγμα που ενισχύθηκε από ορισμένες πρόσθετες ενδείξεις.

4.   Διορθωτικά μέτρα

(14)

Πρόκειται για την πρώτη υπόθεση καρτέλ στην οποία εφαρμόστηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές για τα πρόστιμα του 2006 (3) είναι διορθωτικά.

4.1.   Βασικό ποσό του προστίμου

(15)

Το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται αναλογικά με βάση την αξία των πωλήσεων του σχετικού προϊόντος που πραγματοποίησε κάθε επιχείρηση στη σχετική γεωγραφική περιοχή κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους συμμετοχής στην παράβαση («κυμαινόμενο ποσό»), πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παράβασης, συν ένα πρόσθετο ποσό, («τέλος εισόδου»), που επίσης υπολογίζεται κατ' αναλογία με βάση την αξία των πωλήσεων, το οποίο στοχεύει να ενισχύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, σε σχέση με τις οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών.

(16)

Έχοντας εξετάσει διάφορους παράγοντες και ιδίως τη φύση, το συνολικό μερίδιο αγοράς και τη γεωγραφική έκταση της παράβασης, η απόφαση εφαρμόζει στην παρούσα υπόθεση κυμαινόμενο ποσό ύψους 18 % και τέλος εισόδου ύψους 17 %.

(17)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η παράβαση διάρκεσε τουλάχιστον 2 έτη και 8 μήνες, το κυμαινόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί 3.

4.2.   Αναπροσαρμογές του βασικού ποσού

4.2.1.   Επιβαρυντικές περιστάσεις: άρνηση συνεργασίας ή κωλυσιεργία

(18)

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, συνέβησαν δύο διαφορετικά περιστατικά στα γραφεία της Sony κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η απόφαση καταλήγει ότι και τα δύο περιστατικά αποτελούσαν κωλυσιεργία και αιτιολογούν αύξηση κατά 30 % του βασικού προστίμου που επιβαλλόταν στη Sony.

4.2.2.   Ελαφρυντικές περιστάσεις

(19)

Τα μέρη ζήτησαν να ληφθεί υπόψη μια σειρά ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως η έγκαιρη παύση της παράβασης, η περιορισμένη εμπλοκή στην παράβαση, η αποτελεσματική συνεργασία εκτός του πεδίου της ανακοίνωσης περί επιείκειας, η μεμονωμένη και μη εγκεκριμένη συμπεριφορά χωρίς την ενημέρωση των παλαιότερων στελεχών και η εφαρμογή προγράμματος συμμόρφωσης μετά την παράβαση. Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

4.2.3.   Ειδική προσαύξηση για αποτρεπτικούς λόγους

(20)

Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα πρόστιμα έχουν επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα και δεδομένου του μεγάλου μεγέθους του κύκλου εργασιών της Sony πέραν των πωλήσεων αγαθών ή υπηρεσιών που συνδέονται με την παράβαση, η απόφαση προσαυξάνει το πρόστιμο που πρέπει να επιβληθεί στην εν λόγω επιχείρηση κατά 10 %.

4.3.   Εφαρμογή του ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών

(21)

Κανένα από τα πρόστιμα που επιβάλλονται στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις δεν ανέρχεται στο όριο του 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών βάσει του άρθρου 23 παράγραφος 2 του κανονισμού (EK) αριθ. 1/2003.

4.4.   Εφαρμογή της ανακοίνωσης περί επιείκειας του 2002: μείωση των προστίμων

(22)

Όπως προαναφέρθηκε στις παραγράφους 5 και 6, και η Fuji και η Maxell υπέβαλαν αιτήσεις για μείωση των προστίμων βάσει της ανακοίνωσης του 2002 περί επιείκειας.

(23)

Η απόφαση μειώνει το πρόστιμο κατά 40 % για τη Fuji και κατά 20 % για τη Maxell. Για τον καθορισμό αυτών των ποσοστών μείωσης του προστίμου λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός στον οποίο τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία από κάθε εταιρεία αντιπροσωπεύουν προστιθέμενη αξία, καθώς και η χρονική στιγμή κατά την οποία υποβλήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία.

(24)

Η συμβολή της Sony στην υπόθεση αυτή περιορίστηκε στο να μην αμφισβητήσει τα περισσότερα πραγματικά περιστατικά μετά την παραλαβή της κοινοποίησης αιτιάσεων. Η απόφαση καταλήγει στο ότι αυτό δεν συνιστά σημαντική προστιθέμενη αξία βάσει της ανακοίνωσης περί επιείκειας.

III.   ΑΠΟΦΑΣΗ

(25)

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 της Συνθήκης και το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ συμμετέχοντας, από τις 23 Αυγούστου 1999 έως τις 16 Μαΐου 2002, σε ένα σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, με σκοπό την αύξηση και διατήρηση ή σταθεροποίηση τιμών για τους μορφότυπους βιντεοκασετών Betacam SP και Digital Betacam στην αγορά του ΕΟΧ:

α)

Sony Corporation·

β)

Sony Europe Holding BV·

γ)

Sony France SA

δ)

FUJIFILM Holdings Corporation·

ε)

FUJFILM Corporation·

στ)

FUJIFILM Recording Media GmbH·

ζ)

Hitachi Maxell, Ltd· και

η)

Maxell Europe Limited.

(26)

Για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, επιβλήθηκαν τα ακόλουθα πρόστιμα:

α)

στις επιχειρήσεις Sony Corporation, Sony Europe Holding BV και Sony France SA, από κοινού και εις ολόκληρον: 47 190 000 EUR·

β)

στις επιχειρήσεις FUJIFILM Holdings Corporation, FUJFILM Corporation και FUJIFILM Recording Media GmbH, από κοινού και εις ολόκληρον: 13 200 000 EUR·

γ)

στις επιχειρήσεις Hitachi Maxell, Ltd και Maxell Europe Limited, από κοινού και εις ολόκληρον: 14 400 000 EUR.

(27)

Οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις διατάσσονται να διακόψουν αμέσως την παράβασή τους, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει και να αποφύγουν την επανάληψη οποιασδήποτε πράξης ή συμπεριφοράς περιγράφεται στην παράγραφο 25 και οποιασδήποτε πράξης ή συμπεριφοράς που έχει τον ίδιο ή παρεμφερή στόχο ή αποτέλεσμα.


(1)  EE L 1 της 4.1.2003, σ. 1.

(2)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ C 45 της 19.2.2002, σ. 3).

(3)  Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ C 210 της 1.9.2006, σ. 2).