52008PC0627

Πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, για την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) {SEC(2008) 2572} {SEC(2008) 2573} /* COM/2008/0627 τελικό - COD 2008/0190 */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 9.10.2008

COM(2008)627 τελικό

2008/0190 (COD)

Πρόταση για

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της

για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, για την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(υποβληθείσα από την Επιτροπή) {SEC(2008) 2572}{SEC(2008) 2573}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΈΚΘΕΣΗ

Πλαίσιο τησ προτασησ

Στόχοι της πρότασης

Οι πελάτες και οι επιχειρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο πλέον το ηλεκτρονικό χρήμα, το οποίο μόλις τώρα αρχίζει να υποκαθιστά με επιτυχία σε κάποια κράτη μέλη άλλα μέσα πληρωμής για ορισμένους τύπους πληρωμών. Πάντως, δεν έχουν αξιοποιηθεί ακόμη όλες οι δυνατότητες που προσφέρει το ηλεκτρονικό χρήμα ,όπως αναμενόταν πριν από οκτώ χρόνια, όταν εγκρίθηκε η οδηγία 2000/46/ΕΚ για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (εφεξής «οδηγία για το ηλεκτρονικό χρήμα»)[1].

Από την αξιολόγηση της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας[2] προκύπτει ότι ορισμένες από τις διατάξεις της παρεμπόδισαν μάλλον την ανάπτυξη της αγοράς ηλεκτρονικού χρήματος, παρακωλύοντας την τεχνολογική καινοτομία. Από τα ποσοτικά στοιχεία περί του μικρού αριθμού των ιδρυμάτων που διαθέτουν πλήρη άδεια λειτουργίας ως ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ή περί του περιορισμένου όγκου του εκδοθέντος ηλεκτρονικού χρήματος προκύπτει ότι η χρήση ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχει γίνει λάβει ακόμη την αναμενόμενη ώθηση στα περισσότερα κράτη μέλη.

Τώρα πλέον, που έχει θεσπιστεί ένα σύγχρονο και συνεκτικό νομικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες πληρωμών σε κοινοτικό επίπεδο με την έκδοση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (εφεξής «οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών»)[3] , καθίσταται επιτακτική η ανάληψη περαιτέρω δράσης για την προώθηση της διαμόρφωσης μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς όσον αφορά τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού χρήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η παρούσα πρόταση της Επιτροπής εστιάζει στον εκσυγχρονισμό των διατάξεων της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα, με ειδική μνεία στο καθεστώς προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, εξασφαλίζοντας έτσι συνοχή με το αντίστοιχο καθεστώς που ισχύει για τα ιδρύματα πληρωμών, δυνάμει της οδηγίας για τις υπηρεσίες πληρωμών. Στόχος της είναι να επιτρέψει τον σχεδιασμό νέων, καινοτόμων και ασφαλών υπηρεσιών ηλεκτρονικού χρήματος, να διευκολύνει την πρόσβαση νέων παραγόντων στην αγορά και να προωθήσει τον ουσιαστικό και αποτελεσματικό ανταγωνισμό μεταξύ όλων των συμμετεχόντων στην αγορά. Η καινοτομία στην αγορά πληρωμών θα έχει απτά οφέλη για τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις και την ευρωπαϊκή οικονομία γενικότερα. Οι δημιουργικές λύσεις θα συμβάλουν στην ταχύτερη εκτέλεση των πληρωμών και θα προωθήσουν την ευχρηστία και την εμφάνιση νέων λειτουργιών στην ηλεκτρονική κοινωνία του 21ου αιώνα.

Γενικό πλαίσιο

Ο τωρινός όγκος του ηλεκτρονικού χρήματος είναι ανεπαρκής, κυρίως διότι ο αριθμός των νεοεισερχομένων στην αγορά πληρωμών μετά την έκδοση της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα δεν ήταν ο προσδοκώμενος. Κατά συνέπεια, στα περισσότερα κράτη μέλη, το ηλεκτρονικό χρήμα δεν θεωρείται ακόμη αξιόπιστη λύση έναντι των μετρητών. Το πλήρες δυναμικό της αγοράς ηλεκτρονικού χρήματος παραμένει ανεκμετάλλευτο, εφόσον δεν σημειώθηκε σημαντική αύξηση των καταναλωτικών δαπανών και ώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Τον Αύγουστο του 2007, η ποσότητα ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία ανερχόταν μόνο σε 1 δισεκατομμύριο ευρώ, σε σύγκριση με τα 637 δισεκατομμύρια ευρώ σε μετρητά. Στα τέλη του 2007 αναφέρθηκαν 20 ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και 127 οντότητες που λειτουργούσαν με εξαιρέσεις.

Η ισχύουσα επί του παρόντος οδηγία για το ηλεκτρονικό χρήμα εκδόθηκε με αφορμή την εμφάνιση νέων κατηγοριών προπληρωμένων μέσων πληρωμής, στο πλαίσιο των ταχύτατων αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στο επιχειρηματικό περιβάλλον και συνδέονται με την επανάσταση στην τεχνολογία των πληροφοριών. Η οδηγία για το ηλεκτρονικό χρήμα επεδίωξε το άνοιγμα της αγοράς όσον αφορά την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, μέσω της σύστασης «ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος» τα οποία διέπονται από ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας. Στόχος της ήταν η δημιουργία σαφούς νομικού πλαισίου το οποίο θα συνέβαλε στην ενίσχυση της ενιαίας αγοράς και θα τόνωνε τον ανταγωνισμό, ενώ ταυτόχρονα θα εξασφάλιζε προσήκον επίπεδο προληπτικής εποπτείας. Ωστόσο, ορισμένες εγγενείς αδυναμίες δεν της επέτρεψαν να έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι εν λόγω αδυναμίες εντοπίστηκαν στην αξιολόγηση της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα. Αφορούν κατά κύριο λόγο την ανεπάρκεια του νομικού πλαισίου και του καθεστώτος προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος δυνάμει της ισχύουσας οδηγίας.

Η πρώτη κατηγορία προβλημάτων αφορά την ασάφεια του ορισμού του ηλεκτρονικού χρήματος και του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, γεγονός που προκαλεί νομική αβεβαιότητα και παρεμποδίζει την ανάπτυξη της αγοράς. Η δεύτερη κατηγορία αφορά την ανακολουθία του νομικού πλαισίου, με ένα δυσανάλογο καθεστώς προληπτικής εποπτείας, μη συνεκτικές εξαιρέσεις και διαδικασίες διαβατηρίου, καθώς και την εφαρμογή κανόνων πρόληψης της νομιμοποίησης χρημάτων από παράνομες δραστηριότητες στις υπηρεσίες ηλεκτρονικού χρήματος. Αυτή η γενική νομική ανακολουθία θα ενταθεί όταν έχουν πλέον μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο οι διατάξεις της οδηγίας για τις υπηρεσίες πληρωμών (μέχρι τον Νοέμβριο του 2009), καθώς ορισμένες από τις απαιτήσεις που προβλέπονται για το καθεστώς προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων πληρωμών διαφέρουν σημαντικά από αυτές που ισχύουν επί του παρόντος για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος (π.χ. τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος διέπονται σήμερα από την αρχή της αποκλειστικότητας των δραστηριοτήτων, ενώ τα ιδρύματα πληρωμών δεν θα διέπονται από την εν λόγω αρχή).

Οι υπηρεσίες πληρωμών παρέχονταν πάντοτε από τράπεζες οι οποίες διέπονταν από τις κοινοτικές οδηγίες για τον τραπεζικό τομέα. Οι εν λόγω οδηγίες τροποποιήθηκαν το 2006 και αντικαταστάθηκαν από την οδηγία 2006/48/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ)[4] και την οδηγία 2006/49/ΕΚ για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ)[5] (εφεξής «οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων»).

Το ηλεκτρονικό χρήμα μπορεί να εκδοθεί από ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος (τα οποία, για τους σκοπούς της οδηγίας περί κεφαλαιακών απαιτήσεων, θεωρούνται πιστωτικά ιδρύματα «ειδικού σκοπού»), τα οποία διέπονται από την οδηγία για το ηλεκτρονικό χρήμα. Τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία διέπονται από την οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων, μπορούν επίσης να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα στο πλαίσιο της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα. Οι πάροχοι που επιθυμούν να εκδώσουν ηλεκτρονικό χρήμα έχουν συνεπώς επί του παρόντος δύο επιλογές:

- ή να υποβάλουν αίτηση για άδεια λειτουργίας ως ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δυνάμει της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα, ή

- ή να υποβάλουν αίτηση για άδεια λειτουργίας ως αμιγώς πιστωτικά ιδρύματα.

Η οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών παρέχει τη νομική βάση για τη δημιουργία μιας κοινοτικής ενιαίας αγοράς πληρωμών. Αποσκοπεί στην εδραίωση μιας σύγχρονης και ολοκληρωμένης δέσμης κανόνων που θα εφαρμόζεται σε όλες τις υπηρεσίες πληρωμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα κράτη μέλη οφείλουν να την εφαρμόσουν το αργότερο μέχρι την 1η Νοεμβρίου 2009. Δυνάμει του τίτλου II της οδηγίας για τις υπηρεσίες πληρωμών, δημιουργήθηκε μια νέα κατηγορία παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, τα «ιδρύματα πληρωμών». Τα εν λόγω ιδρύματα διέπονται από ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας, το οποίο διαφέρει από το καθεστώς που ισχύει για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και τα πιστωτικά ιδρύματα. Πάντως, τα ιδρύματα πληρωμών απαγορεύεται να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα. Απαγορεύεται ακόμη να δέχονται καταθέσεις από χρήστες υπηρεσιών πληρωμών· τους επιτρέπεται όμως να χρησιμοποιούν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από χρήστες υπηρεσιών πληρωμών μόνο για την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών που απαριθμούνται στο παράρτημα της οδηγίας για τις υπηρεσίες πληρωμών. Η δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος δεν περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας για τις υπηρεσίες πληρωμών, αλλά περιέχεται σιωπηρά σε μία από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Συνέπεια με άλλες πολιτικές και στόχους της Κοινότητας

Η προσέγγιση συνάδει με τις πολιτικές και τους στόχους περί δημιουργίας μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και συμβάλλει στη διαμόρφωση ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ (Single Euro Payments Area - SEPA). Είναι συνεπής με την ατζέντα της Λισσαβόνας, καθώς η αναθεώρηση της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα θα προωθήσει την τεχνολογική καινοτομία και θα τονώσει την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Διαβούλευση με τουσ ενδιαφερόμενουσ και εκτιμηση επιπτώσεων

Διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους

Μέθοδοι διαβούλευσης, βασικοί τομείς-στόχοι και γενικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων

Δυνάμει της ρήτρας αναθεώρησης της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα (άρθρο 11), η Επιτροπή ξεκίνησε, τον Ιανουάριο του 2005, σχετική αξιολόγηση. Για την εκπόνηση της εν λόγω αξιολόγησης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής προέβησαν σε δημόσια διαβούλευση τον Ιούλιο του 2005. Βασιζόμενες στη μελέτη αξιολόγησης και τη δημόσια διαβούλευση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δημοσίευσαν τον Ιούλιο του 2006 έγγραφο εργασίας τους με θέμα την αναθεώρηση της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα[6].

Πραγματοποιήθηκαν τακτικές διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους παράγοντες όσον αφορά τους στόχους και το περιεχόμενο της πρότασης. Την αναθεώρηση της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα συζήτησαν από τον Δεκέμβριο του 2007 έως τον Ιούνιο του 2008 δύο ομάδες εμπειρογνωμόνων σε θέματα λιανικών πληρωμών, η ομάδα κυβερνητικών εμπειρογνωμόνων για τα συστήματα πληρωμών και η ομάδα εμπειρογνωμόνων αγοράς για τα συστήματα πληρωμών. Ακόμη, οργανώθηκαν τακτικές διμερείς συζητήσεις με τα κράτη μέλη, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον κλάδο πληρωμών (τράπεζες, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και παρόχους κινητών υπηρεσιών πληρωμών), οργανώσεις καταναλωτών, κτλ.

Συνοπτική παρουσίαση των απαντήσεων και του τρόπου με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη

Τα βασικά πορίσματα της έκθεσης αξιολόγησης και της δημόσιας διαβούλευσης παρουσιάζονται συνοπτικά στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με θέμα την αναθεώρηση της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2006[7]. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες τάχθηκαν υπέρ της αναθεώρησης της οδηγίας, υποστηρίζοντας ότι ορισμένες διατάξεις παρεμποδίζουν ενδεχομένως την ανάπτυξη της αγοράς ηλεκτρονικού χρήματος.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναθεώρησης, οι ενδιαφερόμενοι εξέφρασαν την ανησυχία ότι η ισχύουσα οδηγία δεν εξασφαλίζει νομική βεβαιότητα λόγω της ασάφειας του ορισμού του ηλεκτρονικού χρήματος και του πεδίου εφαρμογής της.

Επιπλέον, από την έκθεση αναθεώρησης προέκυψε ότι οι υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις, καθώς και ορισμένοι άλλοι περιορισμοί (π.χ. όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος) και οι απαιτήσεις που επιβάλλει η οδηγία για το ηλεκτρονικό χρήμα, παρεμπόδισαν την ανάπτυξη της αγοράς ηλεκτρονικού χρήματος.

Οι βασικές συνεισφορές στη δημόσια διαβούλευση είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο: http://circa.europa.eu/Public/irc/markt/markt_consultations/library?l=/financial_services/e-money_directive&vm=detailed&sb=Title.

Συλλογή και χρήση εμπειρογνωμοσύνης

Κατά την κατάρτιση της παρούσας πρότασης, η Επιτροπή κατέφυγε σε μεγάλο βαθμό σε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, ενώ πολύτιμη υπήρξε, από την άποψη αυτή, η εκπόνηση μελέτης αξιολόγησης από εξωτερικούς συμβούλους, η συμβολή των δημόσιων διαβουλεύσεων, καθώς και η συνεισφορά των δύο ομάδων εμπειρογνωμόνων. Πραγματοποιήθηκε επίσης ειδική συνάντηση με τον κλάδο του ηλεκτρονικού χρήματος και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Εκτίμηση επιπτώσεων

Εξετάστηκαν πολλές λύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που παρεμποδίζουν την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικού χρήματος και για την επίτευξη των καθορισμένων στόχων. Τα δύο βασικά προβλήματα, όπως αναφέρεται στην ενότητα 3, οφείλονται σε ζητήματα που σχετίζονται με:

1. τον ορισμό του ηλεκτρονικού χρήματος και το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για το ηλεκτρονικό χρήμα·

2. την ανεπάρκεια του νομικού πλαισίου (καθεστώς προληπτικής εποπτείας, εξαιρέσεις και κανόνες πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες).

Μετά από μια πρώτη λεπτομερή εξέταση των διαφόρων επιλογών πολιτικής σε σχέση με τους στόχους πολιτικής, αξιολογήθηκαν πέντε βασικές επιλογές: 1) να μην αναληφθεί ουδεμία ενέργεια· 2) να εκδοθεί ένα απλό καθοδηγητικό σημείωμα· 3) να εφαρμοστεί στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος το καθεστώς προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων πληρωμών· 4) να εφαρμοστεί ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος· και 5) να καταργηθεί η οδηγία για το ηλεκτρονικό χρήμα.

Κατόπιν αξιολόγησης των επιλογών πολιτικής, ως προσφορότερη λύση κρίθηκε η εναρμόνιση με την οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών, όπως προτείνουν η επιλογή 3 και η επιλογή 4. Αμφότερες αναμένεται να επηρεάσουν θετικά την ανάληψη της αγοράς ηλεκτρονικού χρήματος από την άποψη του κυκλοφορούντος ηλεκτρονικού χρήματος (πιθανή αύξηση έως 10 δισεκατομμύρια ευρώ) και του αριθμού των ιδρυμάτων (έως 120 ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος).

Τα βασικά πλεονεκτήματα της επιλογής 4 είναι η ύπαρξη ειδικού καθεστώτος προληπτικής εποπτείας ανάλογου προς τους κινδύνους που αφορούν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και η διατήρηση των ισχυουσών επί του παρόντος απαιτήσεων αναφοράς εκ μέρους των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος προκειμένου να διασφαλίζεται η παρακολούθηση της αγοράς. Το μειονέκτημα της εν λόγω πολιτικής επιλογής είναι η αύξηση του διοικητικού φόρτου, η οποία είναι πάντως ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

Το πλεονέκτημα της επιλογής πολιτικής 3, που προτείνει την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων πληρωμών, είναι η μείωση του διοικητικού φόρτου καθώς δεν απαιτείται υποβολή εκθέσεων. Το βασικό μειονέκτημά της είναι ότι περιπλέκει την παρακολούθηση της αγοράς. Επιπλέον, το εν λόγω καθεστώς προληπτικής εποπτείας συνδέεται έμμεσα με τους κινδύνους που αφορούν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος μέσω του όγκου πληρωμών, καθώς το ηλεκτρονικό χρήμα χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής.

Η επιλογή πολιτικής 1 («ουδεμία ενέργεια») ή της πολιτικής 2 («έκδοση καθοδηγητικού σημειώματος») θα συμβάλει στη διατήρηση της πολυπλοκότητας του νομικού πλαισίου μετά τη μεταφορά της οδηγίας για τις υπηρεσίες πληρωμών στα εθνικά δίκαια το 2009 και θα παρεμποδίσει την περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς. Η επιλογή πολιτικής 5 («κατάργηση της οδηγίας») θα επιφέρει νομική αβεβαιότητα και θα παρεμποδίσει την ανάπτυξη νέων υπηρεσιών ηλεκτρονικού χρήματος.

Η εκτίμηση επιπτώσεων της Επιτροπής είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο:

http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/impact/docs/SEC_2008_..._1_en.pdf.

Νομικές πτυχές της προτασησ

Συνοπτική παρουσίαση της προτεινόμενης δράσης

Η νέα πρόταση έχει εντελώς καινούργια δομή. Δεδομένης της επιθυμητής εναρμόνισης με την οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών και της τροποποίησης όλων των διατάξεων, η ισχύουσα επί του παρόντος οδηγία για το ηλεκτρονικό χρήμα θα καταργηθεί και θα αντικατασταθεί από τη νέα πρόταση.

Οι σημαντικότερες αλλαγές που θα επιφέρει η πρόταση είναι οι ακόλουθες:

Άρθρα 1 και 2 : Αποσαφήνιση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας και του ορισμού του ηλεκτρονικού χρήματος

Η ισχύουσα οδηγία προκαλεί νομική αβεβαιότητα ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων και παρεμποδίζει την ανάπτυξη νέων και καινοτόμων υπηρεσιών. Η έκθεση αναθεώρησης κρίνει αναγκαία την αποσαφήνιση των ορισμών του «ηλεκτρονικού χρήματος» και του «ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος» προκειμένου να καταστεί σαφές ποιες κατηγορίες επιχειρήσεων αφορά η οδηγία και ποιες υπηρεσίες διέπονται από την οδηγία 2007/64/ΕΚ. Προτείνεται ένας ουδέτερος και απλούστερος από τεχνικής άποψης ορισμός του «ηλεκτρονικού χρήματος».

Άρθρα 3, 6, 7 και 9 : Επανεξέταση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας

Επί του παρόντος, το καθεστώς προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος συνδέεται στενά με το καθεστώς προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων δυνάμει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Βάσει της ποιοτικής εκτίμησης των κινδύνων που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της εκτίμησης του αντικτύπου, η Επιτροπή φρονεί ότι οι ισχύουσες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας είναι υπερβολικές σε σχέση με τον κίνδυνο της δραστηριότητας. Προκειμένου να διευκολύνει την ενδεχόμενη μελλοντική ενσωμάτωση των διατάξεων της προαναφερθείσας οδηγίας στην οδηγία 2007/64/ΕΚ και δεδομένης της στενής διασύνδεσης μεταξύ ηλεκτρονικού χρήματος και ηλεκτρονικών πληρωμών, είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί απόλυτη συνάφεια μεταξύ του καθεστώτος που ισχύει για τα ιδρύματα πληρωμών και του καθεστώτος που ισχύει για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος. Στην πρόταση έχουν γίνει επομένως οι ακόλουθες προσαρμογές:

Εφαρμογή των ποιοτικών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας δυνάμει του Τίτλου II της οδηγίας 2007/64/ΕΚ στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος (άρθρο 3). Τούτο περιλαμβάνει τη διαδικασία έκδοσης αδειών λειτουργίας της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος οφείλουν να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αίτηση συνοδευόμενη, μεταξύ άλλων, από πρόγραμμα δραστηριοτήτων, επιχειρηματικό σχέδιο, στοιχεία τεκμηρίωσης του αρχικού κεφαλαίου και οργανωτικό πλαίσιο. Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν το ίδρυμα εάν η αίτησή του έγινε δεκτή η απερρίφθη.

Μείωση της απαίτησης περί αρχικού κεφαλαίου από 1 εκατομμύριο ευρώ σε 125.000 ευρώ (άρθρο 6). Το αρχικό κεφάλαιο θεωρείται υπερβολικό και δυσανάλογο σε σχέση με τον κίνδυνο της υπηρεσίας. Το ανωτέρω υψηλό αρχικό κεφάλαιο θεωρείται μείζον εμπόδιο για μικρότερες επιχειρήσεις (κυρίως ιδρύματα τα οποία λειτουργούν με εξαιρέσεις) που επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση λειτουργίας ως ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

Αντικατάσταση των τρεχουσών απαιτήσεων περί μόνιμου κεφαλαίου με νέες μεθόδους υπολογισμού που θα βασίζονται στη φύση και στους κινδύνους των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος (άρθρο 7).

Άρθρα 8 και 9 : Δραστηριότητες και απαιτήσεις διασφάλισης

Επί του παρόντος, δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 4 της οδηγίας, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος απαγορεύεται να αναπτύσσουν άλλες δραστηριότητες εκτός της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος και στενά συνδεόμενων υπηρεσιών. Αυτός ο περιορισμός δραστηριοτήτων δεν είναι συμβατός με την προσέγγιση της μη αποκλειστικότητας που ισχύει για τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία, δυνάμει της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, μπορούν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες υπηρεσιών μη πληρωμών (π.χ. λιανικό εμπόριο ή δραστηριότητες στον τομέα των τηλεπικοινωνιών). Θα πρέπει να υιοθετηθεί μια περισσότερο συνεκτική προσέγγιση. Οι δραστηριότητες των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος δεν πρέπει να περιορίζονται αναγκαστικά στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και, συνεπώς, στις περιπτώσεις ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος υβριδικού χαρακτήρα θα πρέπει να ισχύουν απαιτήσεις διασφάλισης όπως αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

Άρθρο 5 : Δυνατότητα εξαργύρωσης

Πρέπει να αποσαφηνιστεί η εφαρμογή των απαιτήσεων εξαργύρωσης (της δυνατότητας δηλαδή που έχει ο καταναλωτής να ανακτά πάντοτε το ηλεκτρονικό του χρήμα μέσω μεταφοράς πίστωσης ή σε μετρητά), με ειδική μνεία στην εφαρμογή τους στις κινητές τηλεπικοινωνίες. Οι καταναλωτές πρέπει να διαθέτουν ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα να εξαργυρώνουν πάντοτε χρηματικά ποσά και μάλιστα ατελώς, εάν η εξαργύρωση αφορά το σύνολο του ποσού. Σε περίπτωση εξαργύρωσης μέρους του ποσού, πριν από τη λήξη της σύμβασης, ο εκδότης μπορεί να επιβάλει στον κάτοχο επιβάρυνση η οποία θα πρέπει όμως να είναι ανάλογη με το κόστος της διαδικασίας.

Άρθρο 10 : Εξαίρεση

Σύμφωνα με την έκθεση αναθεώρησης θα πρέπει να επιτευχθεί ισορροπία ανάμεσα στη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά, στην εξασφάλιση κατάλληλων εγγυήσεων και στην αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Επιβάλλεται ακόμη η παροχή κινήτρων σε ιδρύματα που λειτουργούν με εξαιρέσεις αλλά που σκοπεύουν να μετατραπούν σε αμιγή ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος. Προτείνεται η εναρμόνιση του καθεστώτος εξαιρέσεων που ισχύει για το ηλεκτρονικό χρήμα με το προβλεπόμενο στο άρθρο 26 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ καθεστώς. Η αλλαγή αυτή θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της θέσπισης λιγότερο αυστηρών απαιτήσεων εισόδου των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος στην αγορά.

Άρθρο 16 : Κανόνες περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

Δεδομένης της χαμηλής κατά μέσο όρο αξίας των συναλλαγών με ηλεκτρονικό χρήμα, η εφαρμογή όλων ανεξαιρέτως των απαιτήσεων εξακρίβωσης της ταυτότητας των συναλλασσόμενων και τήρησης αρχείων δύναται να θεωρηθεί δυσανάλογη, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού διοικητικού τους κόστους για τον κλάδο πληρωμών, σε ένα χαμηλής αξίας ηλεκτρονικό ή κινητό πλαίσιο πληρωμών. Η ισχύουσα οδηγία δεν περιέχει συγκεκριμένες διατάξεις για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Πάντως, η οδηγία 2005/60/ΕΚ έχει θεσπίσει ένα απλουστευμένο σύστημα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη το οποίο ισχύει για το ηλεκτρονικό χρήμα, ενώ παρόμοιο σύστημα προβλέπει και ο κανονισμός περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών. Προτείνεται η εναρμόνιση των εν λόγω χαμηλών ποσών με τα προβλεπόμενα ποσά στα άρθρα 34 και 53 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και, επομένως, η αύξηση των κατώτατων ποσών που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχείο δ) της οδηγίας 2005/60/ΕΚ. Με το μέτρο αυτό θα αποφευχθεί η διπλή εξακρίβωση των στοιχείων σε περιπτώσεις λογαριασμών. Επιπλέον, τα συνοδευτικά μέτρα που θα λάβει ο κλάδος θα συμβάλουν στον περιορισμό των κινδύνων. Αυτό θα είναι συμβατό με το σύστημα αυτορρύθμισης που ισχύει στον τομέα των πληρωμών (π.χ. SEPA).

Άρθρο 17 : Τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ

Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δεν θα δέχονται καταθέσεις. Η αποδοχή καταθέσεων θα εξακολουθήσει να είναι μονοπώλιο των πιστωτικών ιδρυμάτων. Πάντως, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος θα πρέπει να θεωρούνται «χρηματοδοτικά ιδρύματα» για τους σκοπούς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ περί κεφαλαιακών απαιτήσεων. Αλλαγές επήλθαν στο άρθρο 4 παράγραφος 5 και στο παράρτημα Ι της οδηγίας περί κεφαλαιακών απαιτήσεων προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στα προαναφερθέντα και να διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα συνεχίσουν να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα.

Νομική βάση

Η νομική βάση της πρότασης είναι το άρθρο 47 παράγραφος 2 και το άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ.

Αρχή της επικουρικότητας

Η αρχή της επικουρικότητας τηρείται. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, ανάληψη δράσης σε κοινοτικό επίπεδο επιβάλλεται μόνο όταν τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση από μόνα τους να επιτύχουν επαρκώς τους επιδιωκόμενους στόχους.

Η οδηγία 2000/46/ΕΚ έχει διαμορφώσει μια εναρμονισμένη ενιαία αγορά όσον αφορά την παροχή ηλεκτρονικού χρήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξακολουθούν, ωστόσο, να υπάρχουν ορισμένα εμπόδια τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι, από την ίδια του τη φύση, καθολικό ζήτημα και οι εθνικές λύσεις από μόνες τους θα παρεμποδίσουν την ανάπτυξη της αγοράς ηλεκτρονικού χρήματος. Απαιτείται κοινή για όλη την Ευρωπαϊκή Κοινότητα προσέγγιση διότι οι εφαρμοστέοι κανόνες και αρχές πρέπει να είναι ομοιογενείς σε όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να εξασφαλίζεται νομική βεβαιότητα και ίσοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά.

Αρχή της αναλογικότητας

Η πρόταση σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, καθώς αποσκοπεί στην πλήρη εναρμόνιση αποκλειστικά και μόνο των ζητημάτων τα οποία είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των εμποδίων που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς ηλεκτρονικού χρήματος και τα οποία εντοπίστηκαν κατά την ανοιχτή διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους.

Όλες οι προτεινόμενες διατάξεις εξετάστηκαν βάσει του κριτηρίου της αναλογικότητας και υπήρξαν αντικείμενο εντατικών διαβουλεύσεων ώστε να διασφαλιστεί η ενδεδειγμένη και ανάλογη νομοθετική ρύθμιση. Αυτό είναι εμφανές στους κανόνες προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και στις ρήτρες εξαίρεσης και δυνατότητας εξαργύρωσης.

Επιλογή μέσων

Εξακολουθεί να απαιτείται ρυθμιστική παρέμβαση για τη διαμόρφωση του αναγκαίου νομικού πλαισίου που θα εναρμονίζει την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος στον αναγκαίο βαθμό έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η υγιής και συνετή λειτουργία αυτών των ιδρυμάτων και ιδίως η χρηματοοικονομική τους ακεραιότητα. Η Επιτροπή προτείνει να χρησιμοποιηθεί το ίδιο μέσο (δηλαδή οδηγία) για τον σκοπό αυτό.

Η Επιτροπή προτείνει τη θέσπιση οδηγίας αντί κανονισμού, καθώς η πρώτη είναι καταλληλότερη για την καλύτερη εναρμόνιση των υφιστάμενων νομοθεσιών. Είναι επίσης συμβατή με τη φύση του μέσου που είχε επιλεγεί παλαιότερα για την κανονιστική εναρμόνιση του εν λόγω τομέα, καθώς και με άλλα επιλεχθέντα μέσα σε συναφείς τομείς, όπως η οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών.

Δημοσιονομικές επιπτώσεισ

Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Πρόσθετες πληροφορίεσ

Προσομοίωση, δοκιμαστική φάση και μεταβατική περίοδος

Προβλέπεται μεταβατική περίοδος για ορισμένα ήδη υπάρχοντα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙ της οδηγίας.

Απλούστευση

Η πρόταση προβλέπει απλούστευση της νομοθεσίας, απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών των (κοινοτικών ή εθνικών) δημόσιων αρχών και απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών των ιδιωτικών οντοτήτων.

Η εποπτεία των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος θα ακολουθήσει εναρμονισμένη και συνεκτική προσέγγιση, σύμφωνη με την προσέγγιση που ακολουθείται για τα ιδρύματα πληρωμών, με τους ίδιους κανόνες για όλα τα κράτη μέλη. Τούτο θα συμβάλει στην απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών.

Η προσέγγιση της πλήρους εναρμόνισης που υιοθετεί η πρόταση απλουστεύει τις διαδικασίες τις οποίες οφείλουν να ακολουθούν οι ιδιωτικές οντότητες.

Κατάργηση υφιστάμενης νομοθεσίας

Η έγκριση της πρότασης θα οδηγήσει στην κατάργηση υφιστάμενης νομοθεσίας. Η οδηγία θα αντικαταστήσει την οδηγία 2000/46/ΕΚ.

2008/0190 (COD)

Πρόταση για

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της

για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, για την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως την πρώτη και τρίτη πρόταση του άρθρου 47 παράγραφος 2 και το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής[8],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [9],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[10],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

3. Η οδηγία 2000/46/ΕΚ για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος[11] εγκρίθηκε με αφορμή την εμφάνιση νέων προπληρωμένων προϊόντων ηλεκτρονικών πληρωμών αποσκοπώντας στη δημιουργία σαφούς νομικού πλαισίου το οποίο θα ενίσχυε την εσωτερική αγορά και θα τόνωνε τον ανταγωνισμό ενώ ταυτόχρονα θα διασφάλιζε προσήκον επίπεδο προληπτικής εποπτείας.

4. Η Επιτροπή παρουσίασε έκθεση[12] στην οποία τονίζει την ανάγκη αναθεώρησης της οδηγίας 2000/46/ΕΚ καθώς ορισμένες από τις διατάξεις της θεωρείται ότι παρεμποδίζουν τη δημιουργία πραγματικής ενιαίας αγοράς υπηρεσιών ηλεκτρονικού χρήματος.

5. Η οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά[13] έχει θεσπίσει ένα μοντέρνο και συνεκτικό νομικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες πληρωμών, που αφορά, μεταξύ άλλων, τον συντονισμό των εθνικών διατάξεων περί απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για μια νέα κατηγορία παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, τα ιδρύματα πληρωμών.

6. Με στόχο την άρση των εμποδίων που παρακωλύουν την είσοδο στην αγορά και τη διευκόλυνση της ανάληψης και της άσκησης της δραστηριότητας των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, πρέπει να αναθεωρηθούν οι κανόνες που διέπουν τα εν λόγω ιδρύματα ώστε να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

7. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να περιορίζεται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα. Δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε προπληρωμένα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιορισμένη κλίμακα μόνο, είτε διότι επιτρέπουν στον κάτοχο να αγοράζει αγαθά ή υπηρεσίες μόνο στην επαγγελματική στέγη του εκδότη ή εντός περιορισμένου δικτύου παρόχων υπηρεσιών που έχουν συνάψει απευθείας εμπορική συμφωνία με κάποιον επαγγελματία εκδότη, είτε διότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την απόκτηση περιορισμένου φάσματος αγαθών ή υπηρεσιών. Ένα μέσο πρέπει να θεωρείται ότι χρησιμοποιείται εντός «περιορισμένου δικτύου» όταν μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών σε συγκεκριμένο κατάστημα ή σε συγκεκριμένη αλυσίδα καταστημάτων, ή για την αγορά περιορισμένου φάσματος αγαθών ή υπηρεσιών, ανεξαρτήτως της γεωγραφικής τοποθεσίας του σημείου πώλησης. Παραδείγματα τέτοιων μέσων είναι οι κάρτες που εκδίδουν διάφορα καταστήματα, οι κάρτες για την πληρωμή των καυσίμων, οι κάρτες μέλους, οι κάρτες για τις δημόσιες συγκοινωνίες και τα δελτία σίτισης. Δεν πρέπει να εξαιρούνται τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιούνται για αγορές σε καταστήματα εμπόρων οι οποίοι περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένους καταλόγους καθώς τα μέσα αυτά σχεδιάζονται ειδικά για ένα δίκτυο παρόχων υπηρεσιών που διαρκώς μεγαλώνει. Τέλος, η οδηγία δεν πρέπει να ισχύει στις περιπτώσεις καταβολής χρημάτων για την αγορά ψηφιακών αγαθών ή υπηρεσιών, όπου, λόγω της φύσης του αγαθού ή της υπηρεσίας, ο φορέας εκμετάλλευσης τους προσδίδει πραγματική αξία π.χ. με τη μορφή ευκολιών πρόσβασης, έρευνας ή διανομής, υπό τον όρο ότι το εν λόγω αγαθό ή η συγκεκριμένη υπηρεσία μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο μέσω ψηφιακής συσκευής, όπως το κινητό τηλέφωνο ή ο υπολογιστής.

8. Θα πρέπει να διατυπωθεί σαφής ορισμός του ηλεκτρονικού χρήματος προκειμένου να καταστεί ουδέτερος από τεχνικής άποψης. Ο εν λόγω ορισμός θα πρέπει να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εκδίδει προπληρωμένη αποθηκευμένη αξία έναντι χρηματικών ποσών.

9. Ο ορισμός θα πρέπει να καλύπτει το ηλεκτρονικό χρήμα το οποίο είτε περιέχεται σε κάποια συσκευή πληρωμής που ανήκει στον κάτοχο είτε είναι αποθηκευμένο σε κάποιον απομακρυσμένο διακομιστή και το διαχειρίζεται ο κάτοχος μέσω λογαριασμού πληρωμών με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών. Ο εν λόγω ορισμός θα πρέπει να είναι επαρκώς ευρύς ώστε να μην παρεμποδίζει την τεχνολογική καινοτομία και να καλύπτει όχι μόνο όλα τα διαθέσιμα επί του παρόντος στην ηλεκτρονική αγορά συστήματα ηλεκτρονικού χρήματος αλλά και εκείνα που ενδέχεται να αναπτυχθούν στο μέλλον.

10. Το καθεστώς προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει να αναθεωρηθεί και να εναρμονιστεί περισσότερο με τους κινδύνους που κρύβουν τα εν λόγω ιδρύματα. Πρέπει επίσης να ευθυγραμμιστεί με το καθεστώς προληπτικής εποπτείας που ισχύει για τα ιδρύματα πληρωμών δυνάμει της οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

11. Η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος δεν συνιστά από μόνη της δραστηριότητα αποδοχής καταθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ, λόγω του ειδικού χαρακτήρα του ηλεκτρονικού χρήματος ως ηλεκτρονικού υποκατάστατου κερμάτων και χαρτονομισμάτων που χρησιμοποιείται για την πληρωμή μικροποσών μόνο και όχι για αποταμίευση. Οι όροι χορήγησης και διατήρησης της άδειας λειτουργίας ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος θα πρέπει να περιλαμβάνουν απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ανάλογες με τους λειτουργικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι οργανισμοί αυτοί στο πλαίσιο της συναφούς με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος δραστηριότητάς τους, ανεξάρτητα από τις λοιπές εμπορικές δραστηριότητες που αναπτύσσει το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος.

12. Πρέπει να προβλέπεται η ύπαρξη αρχικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με μόνιμο κεφάλαιο προκειμένου να προστατεύονται επαρκώς οι καταναλωτές και να διασφαλίζεται η υγιής και συνετή λειτουργία των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος. Δεδομένης της ιδιαιτερότητας του ηλεκτρονικού χρήματος, θα πρέπει να επιτραπεί επιπλέον μέθοδος υπολογισμού του μόνιμου κεφαλαίου, σε συνδυασμό, όμως, με ορισμένο περιθώριο εκτίμησης των αρχών ώστε οι ίδιοι κίνδυνοι να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο για όλους τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Επιπλέον, τα κεφάλαια των πελατών θα πρέπει να διατηρούνται χωριστά από τα κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που προορίζονται για άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος θα πρέπει επίσης να υπόκεινται στις δέουσες απαιτήσεις όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

13. Για λόγους προληπτικής εποπτείας, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος μόνο από δεόντως εξουσιοδοτημένα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, από εξουσιοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα δυνάμει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και, σε ορισμένες περιστάσεις, από εθνικές κεντρικές τράπεζες και άλλες εθνικές αρχές.

14. Πρέπει να είναι εφικτή η εξαργύρωση του ηλεκτρονικού χρήματος ώστε να διατηρείται η εμπιστοσύνη του κομιστή. Η δυνατότητα εξαργύρωσης δεν συνεπάγεται από μόνη της ότι τα εισπραχθέντα έναντι εκδόσεως ηλεκτρονικού χρήματος χρηματικά ποσά πρέπει να θεωρούνται ως καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια για τους σκοπούς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Η εξαργύρωση πρέπει να είναι πάντα εφικτή, οποιαδήποτε στιγμή και στην ονομαστική αξία. Η εξαργύρωση ολόκληρου του ποσού πρέπει να γίνεται πάντοτε ατελώς. Η εξαργύρωση μέρους του ποσού ενδέχεται να επιβαρύνει τον εκδότη με κάποιο κόστος. Συνεπώς, η επιβολή ανάλογου τέλους βάσει του κόστους είναι δυνατή, με την επιφύλαξη βέβαια των εθνικών φορολογικών ή κοινωνικών νομοθετικών διατάξεων καθώς και τυχόν υποχρεώσεων του εκδότη που απορρέουν από άλλη συναφή κοινοτική ή εθνική νομοθεσία, όπως διατάξεις περί πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τυχόν ενέργειες που αφορούν τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ή συγκεκριμένα μέτρα που συνδέονται με την πρόληψη και τη διερεύνηση εγκλημάτων.

15. Παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν από την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της παρούσας οδηγίας τα ιδρύματα με μικρό όγκο πράξεων πληρωμών. Τα απαλλασσόμενα ιδρύματα δεν θα πρέπει να έχουν δυνάμει της παρούσας οδηγίας ούτε το δικαίωμα εγκατάστασης ούτε την ελευθερία παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών, και δεν θα πρέπει να ασκούν εμμέσως τα δικαιώματα αυτά ως μέλη συστήματος πληρωμών. Πάντως, είναι επιθυμητή η καταγραφή των στοιχείων όλων των οντοτήτων που παρέχουν υπηρεσίες ηλεκτρονικού χρήματος, συμπεριλαμβανομένων των απαλλασσόμενων ιδρυμάτων. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εγγράφουν τις οντότητες αυτές στο μητρώο ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, παρότι δεν πληρούν όλες ή ορισμένες από τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας.

16. Χάριν ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να θεσπιστούν μεταβατικές διατάξεις που θα επιτρέψουν στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν αρχίσει να ασκούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους με τους οποίους μεταφέρθηκε στα δίκαια των κρατών μελών η οδηγία 2000/46/ΕΚ να συνεχίσουν τη δραστηριότητα αυτή στο οικείο κράτος μέλος για ορισμένο χρονικό διάστημα. Το εν λόγω διάστημα πρέπει να είναι μεγαλύτερο για οντότητες που κάνουν χρήση των εξαιρέσεων του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/46/ΕΚ.

17. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει νέο ορισμό του ηλεκτρονικού χρήματος του οποίου η έκδοση μπορεί να απολαύει των παρεκκλίσεων των άρθρων 34 και 53 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ· κατά συνέπεια, πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως το απλουστευμένο σύστημα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δυνάμει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας[14].

18. Σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος θεωρούνται πιστωτικά ιδρύματα, παρότι δεν μπορούν ούτε να δεχτούν καταθέσεις από το κοινό ούτε να χορηγήσουν πιστώσεις από τα ποσά που εισπράττουν από το κοινό. Δεδομένου του συστήματος που θεσπίζει η παρούσα οδηγία, κρίνεται αναγκαία η τροποποίηση του ορισμού του πιστωτικού ιδρύματος που περιέχεται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ ώστε τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να μην θεωρούνται πιστωτικά ιδρύματα. Πάντως, θα πρέπει να συνεχίσει να επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα και να εκτελούν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σε ολόκληρη την Κοινότητα, εφόσον απολαμβάνουν αμοιβαίας αναγνώρισης και με την επιφύλαξη του συνεκτικού καθεστώτος προληπτικής εποπτείας που ισχύει στην περίπτωσή τους δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας που διέπει τον τραπεζικό τομέα.

19. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας αντικαθιστούν όλες τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2000/46/ΕΚ· κατά συνέπεια, η τελευταία πρέπει να καταργηθεί.

20. Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη διότι απαιτείται η εναρμόνιση πληθώρας διαφορετικών κανόνων που ισχύουν σήμερα στα νομικά συστήματα των διαφόρων κρατών μελών και, κατά συνέπεια, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης ΕΚ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

21. Θα πρέπει να ελεγχθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Συνεπώς, η Επιτροπή οφείλει να συντάξει έκθεση τρία χρόνια μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στα δίκαια των κρατών μελών.

22. Τα μέτρα εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[15].

23. Ειδικότερα, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίζει εκτελεστικές διατάξεις ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι εξελίξεις της αγοράς. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής φύσεως και αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, συμπληρώνοντάς την με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

24. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και για τη δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος.

25. Με την εξαίρεση του άρθρου 5, η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

26. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε υπηρεσίες που βασίζονται σε μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών μόνο στην επαγγελματική στέγη που χρησιμοποιεί ο εκδότης ή στο πλαίσιο εμπορικής συμφωνίας με τον εκδότη, είτε εντός περιορισμένου δικτύου παρόχων υπηρεσιών είτε για περιορισμένο φάσμα αγαθών ή υπηρεσιών.

27. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε υπηρεσίες που παρέχονται μέσω τηλεπικοινωνιακής, ψηφιακής ή πληροφορικής συσκευής, κατά τις οποίες τα αγοραζόμενα αγαθά ή υπηρεσίες παραδίδονται και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν μέσω τηλεπικοινωνιακής, ψηφιακής ή πληροφορικής συσκευής, εφόσον ο φορέας εκμετάλλευσης αυτής της συσκευής δεν ενεργεί μόνο ως μεσάζων μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του προμηθευτή των αγαθών και υπηρεσιών.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

28. ως «ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος» νοούνται τα νομικά πρόσωπα που έχουν άδεια, δυνάμει του Τίτλου ΙΙ της παρούσας οδηγίας, να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα·

29. ως «ηλεκτρονικό χρήμα» νοείται νομισματική αξία αντιπροσωπευόμενη από απαίτηση έναντι του εκδότη, η οποία είναι αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα και έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού, για τον σκοπό της πραγματοποίησης πράξεων πληρωμών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, και γίνεται δεκτή από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν του εκδότη·

30. ως «ηλεκτρονικό χρήμα σε κυκλοφορία» νοείται ο μηνιαίος μέσος όρος των συναφών με το ηλεκτρονικό χρήμα χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του προηγούμενου δωδεκαμήνου·

31. ως «όγκος πληρωμών» νοείται ο μέσος όρος του συνολικού ποσού των πράξεων πληρωμών του προηγούμενου δωδεκαμήνου που πραγματοποιήθηκαν σε μηνιαία βάση.

ΤΙΤΛΟΣ II ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 3 Γενικοί κανόνες προληπτικής εποπτείας

Τα άρθρα 5, 10 ως 15 και 17 ως 25 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

Άρθρο 4 Απαγόρευση έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος

Τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα εφόσον δεν είναι:

32. ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 1·

33. πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

34. πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ) της οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

Άρθρο 5 Δυνατότητα εξαργύρωσης

35. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την εξαργύρωση εκ μέρους των εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος, οποιαδήποτε στιγμή και στην ονομαστική αξία, της νομισματικής αξίας του ηλεκτρονικού χρήματος, κατόπιν αιτήματος του κατόχου του.

36. Η σύμβαση μεταξύ του εκδότη και τον κομιστή ορίζει σαφώς τους όρους εξαργύρωσης.

37. Εάν η εξαργύρωση λαμβάνει χώρα πριν από την ημερομηνία λήξης της σύμβασης, τότε δύναται να καλύπτει μέρος ή το σύνολο του αποθηκευμένου σε ηλεκτρονικό υπόθεμα χρήματος.

38. Εάν η εξαργύρωση λαμβάνει χώρα κατά την ημερομηνία λήξης της σύμβασης, η νομισματική αξία του ηλεκτρονικού χρήματος του κατόχου εξαργυρώνεται ατελώς.

39. Ο εκδότης δύναται να επιβάλει τέλος μόνο σε περίπτωση εξαργύρωσης μέρους ή όλου του ποσού πριν από τη λήξη της σύμβασης. Το ύψος του εν λόγω τέλους αναφέρεται στη σύμβαση και πρέπει να είναι ανάλογο προς το πραγματικό κόστος που βαρύνει τον εκδότη.

Άρθρο 6 Αρχικό κεφάλαιο

40. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να διαθέτουν, κατά τον χρόνο έκδοσης της σχετικής άδειας, αρχικό κεφάλαιο, αποτελούμενο από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφοι α) και β) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, αξίας 125.000 ευρώ τουλάχιστον.

Άρθρο 7 Ίδια κεφάλαια

41. Εκτός από τις απαιτήσεις περί αρχικού κεφαλαίου που αναφέρονται στο άρθρο 6, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να διαθέτουν πάντοτε ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 57 ως 61, 63, 64 και 66 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

42. Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος υπολογίζονται είτε σύμφωνα με μία από τις τρεις μεθόδους (A, B, Γ) που αναφέρονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ είτε σύμφωνα με τη μέθοδο Δ που περιγράφεται στην παράγραφο 3. Η επιλογή της προσήκουσας μεθόδου γίνεται από τις αρμόδιες αρχές βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

43. Μέθοδος Δ: εάν το ηλεκτρονικό χρήμα αντιστοιχεί στο υψηλότερο δυνατό ποσό μεταξύ του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία και του όγκου πληρωμών, τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος ισούνται τουλάχιστον με το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:

α) 5% του μεριδίου του ηλεκτρονικού χρήματος μέχρι 5εκατομμύρια ευρώ·

β) 2,5% του μεριδίου του ηλεκτρονικού χρήματος άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 10 εκατομμύρια ευρώ·

γ) 2% του μεριδίου του ηλεκτρονικού χρήματος άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 100 εκατομμύρια ευρώ·

δ) 1,5% του μεριδίου του ηλεκτρονικού χρήματος άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 250 εκατομμύρια ευρώ·

ε) 1% του μεριδίου του ηλεκτρονικού χρήματος άνω των 250 εκατομμυρίων ευρώ.

44. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, βάσει αξιολόγησης των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, των βάσεων δεδομένων κινδύνου ζημίας και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, να απαιτούν από το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του ανώτερο έως και 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 2, ή να του επιτρέπουν να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του κατώτερο έως 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

45. Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος δεν μπορούν να υπολείπονται του ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 6.

46. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εμποδίσουν την πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων ως ίδια κεφάλαια εφόσον το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ανήκει στον ίδιο όμιλο με άλλο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή ασφαλιστική επιχείρηση. Η παράγραφος αυτή ισχύει επίσης όταν ένα ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ασκεί δραστηριότητες άλλες από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.

Άρθρο 8 Δραστηριότητες

47. Εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος μπορούν να ασκούν κάποια από τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α) παροχή των υπηρεσιών πληρωμών που αναφέρονται στο παράρτημα της οδηγίας 2007/64/ΕΚ·

β) χορήγηση πιστώσεων σχετικών με τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 4, 5 ή 7 του παραρτήματος της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφοι 3 και 5 της εν λόγω οδηγίας·

γ) παροχή λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών που έχουν άμεση σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος·

δ) λειτουργία συστημάτων πληρωμών·

ε) επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, τηρουμένου του ισχύοντος κοινοτικού και εθνικού δικαίου.

48. Η παραλαβή εκ μέρους των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος τυχόν χρηματικών ποσών από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών έναντι ηλεκτρονικού χρήματος δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Η παραλαβή τυχόν χρηματικών ποσών για οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία πληρωμών δεν συνιστά κατάθεση ή άλλο επιστρεπτέο κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ή ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

49. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δεν επιτρέπεται να ασκούν, κατ’ επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Άρθρο 9 Απαιτήσεις διασφάλισης

50. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους απαιτούν από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα οποία αναπτύσσουν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) ενώ, ταυτόχρονα, ασκούν και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες αναφερόμενες στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο ε) να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμών, σε συμφωνία με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφοι 1, 2 και 4 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

51. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα οποία δεν ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες διαφορετικές των υπηρεσιών πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ), να τηρούν και αυτά τις απαιτήσεις διασφάλισης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 10 Προαιρετικές εξαιρέσεις

52. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν ή να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξαιρούν νομικά πρόσωπα από την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους των διαδικασιών και των προϋποθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 6, 7 και 9 της παρούσας οδηγίας, πλην των άρθρων 20, 22, 23 και 24 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, και να τους επιτρέπουν να εγγράφονται στο μητρώο ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α) ο μέσος όρος του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμών του προηγούμενου δωδεκαμήνου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων για τους οποίους αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη, δεν υπερβαίνει τα 3 εκατ. ευρώ μηνιαίως.

β) κανένα από τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση ή τη λειτουργία της επιχείρησης δεν έχει καταδικαστεί για αδικήματα σχετικά με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή άλλα οικονομικά εγκλήματα.

Η απαίτηση που αναφέρεται στο σημείο α) της πρώτης παραγράφου αξιολογείται βάσει του συνολικού όγκου πληρωμών που προβλέπεται στο επιχειρηματικό της σχέδιο, εκτός κι αν οι αρμόδιες αρχές ζητήσουν αναπροσαρμογή του σχεδίου αυτού.

53. Κάθε νομικό πρόσωπο που έχει καταχωρηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 υποχρεούται να διατηρεί τα κεντρικά του γραφεία στο κράτος μέλος στο οποίο ασκεί πραγματικά τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

54. Τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αντιμετωπίζονται ως ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος. Ωστόσο, το άρθρο 10 παράγραφος 9 και το άρθρο 25 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ δεν εφαρμόζονται έναντι αυτών.

55. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι νομικά πρόσωπα καταχωρημένα σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν να ασκούν μόνο ορισμένες από τις δραστηριότητες του άρθρου 8 παράγραφος 1.

56. Τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές κάθε μεταβολή της κατάστασής τους που έχει επίπτωση στους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, εάν έχουν παύσει να τηρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1, 2 και 4, το οικείο πρόσωπο να ζητήσει άδεια εντός 30 ημερολογιακών ημερών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 3. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν, σύμφωνα με το άρθρο 4, στα νομικά πρόσωπα που δεν ζητούν άδεια εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα.

57. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των διατάξεων της οδηγίας 2005/60/ΕΚ ή εθνικών διατάξεων περί πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

ΤΙΤΛΟΣ III ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 11 Μέτρα εφαρμογής

58. Η Επιτροπή δύναται να λάβει τα ακόλουθα μέτρα:

α) μέτρα για την αναπροσαρμογή των ποσών που ορίζονται στο άρθρο 10 λαμβανομένου υπόψη του πληθωρισμού·

β) μέτρα για την ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας·

γ) μέτρα ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι εξελίξεις της αγοράς.

59. Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα οποία αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, ενώ ταυτόχρονα τη συμπληρώνουν, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 12.

Άρθρο 12 Επιτροπή

60. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή πληρωμών που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 85 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

61. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

ΤΙΤΛΟΣ IV ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 13 Πλήρης εναρμόνιση

Τα κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε θεσπίζουν άλλες διατάξεις από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 14 Επανεξέταση

Το αργότερο [τρία χρόνια μετά τη λήξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 18 παράγραφος 1 προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στα εθνικά δίκαια], η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και τις συνέπειες της παρούσας οδηγίας, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, συνοδευόμενη ενδεχομένως από πρόταση επανεξέτασής της.

Άρθρο 15 Μεταβατικές διατάξεις

62. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις διατάξεις εφαρμογής της οδηγίας 2000/46/ΕΚ στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν τα κεντρικά τους γραφεία, πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, να τις συνεχίσουν χωρίς την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 άδεια. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να υποβάλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές προκειμένου οι τελευταίες να μπορέσουν να κρίνουν, μέσα σε διάστημα έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του άρθρου11, εάν τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, εάν όχι, ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση, ή εάν πρέπει να ανακληθεί η άδεια. Όσα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας λαμβάνουν άδεια λειτουργίας και εγγράφονται στο μητρώο. Απαγορεύεται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που δεν συμμορφώνονται εντός έξι μηνών από τη [λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας] να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα.

63. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος λαμβάνουν αυτομάτως άδεια και καταχωρούνται στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 3, εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν ήδη αποδείξεις ότι τηρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 3, 6 και 7. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος πριν από τη χορήγηση της άδειας.

64. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα νομικά πρόσωπα που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους ως οντότητες δυνάμει των εθνικών διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/46/ΕΚ πριν από την [ημερομηνία έγκρισης της πρότασης της Επιτροπής] να τις συνεχίσουν στο εν λόγω κράτος μέλος μέχρι [12 μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στα εθνικά δίκαια], χωρίς να επιδιώξουν να λάβουν άδεια δυνάμει του άρθρου 3. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα οποία, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δεν έχουν λάβει άδεια ούτε εξαίρεση κατά την έννοια του άρθρου 10 να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα.

Άρθρο 16 Τροποποίηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ

65. Το άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχείο δ) της οδηγίας 2005/60/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« δ) το ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/../ΕΚ (*), εφόσον η νομισματική αξία που είναι αποθηκευμένη στο ηλεκτρονικό υπόθεμα, αν αυτό δεν μπορεί να επαναφορτιστεί, δεν υπερβαίνει τα [500 ευρώ], ή εφόσον, αν το ηλεκτρονικό υπόθεμα μπορεί να επαναφορτιστεί, το συνολικό ποσό συναλλαγής για ένα ημερολογιακό έτος δεν υπερβαίνει τα [3.000 ευρώ], εκτός εάν ο κομιστής εξαργυρώσει ποσό [1.000 ευρώ] ή μεγαλύτερο κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος, κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/…/ΕΚ».

(*) ΕΕ

Άρθρο 17 Τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ

66. Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α) Το σημείο 1 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1) «Πιστωτικό ίδρυμα»: επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στην χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό·»

β) Το σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5) «Χρηματοδοτικό ίδρυμα»: επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 έως 12 και 15 του Παραρτήματος I».

67. Το ακόλουθο σημείο 15 προστίθεται στο παράρτημα I:

«15. Έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος».

Άρθρο 18 Κατάργηση

Η οδηγία 2000/46/ΕΚ καταργείται με ισχύ από τις [προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1].

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 19 Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

68. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις , τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις .

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

69. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 20 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει από την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Άρθρο 21

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για την Επιτροπή

Μέλος της Επιτροπής

[1] ΕΕ L 275 της, 27.10.2000, σ. 39.

[2] SEC(2006) 1049, http://ec.europa.eu/internal_market/bank/docs/e-money/working-document_en.pdf.

[3] ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.

[4] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

[5] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

[6] SEC(2006) 1049 της 19.7.2006, http://ec.europa.eu/internal_market/bank/docs/e-money/working-document_en.pdf.

[7] Πρβλ. υποσημείωση 5.

[8] ΕΕ C , σ. .

[9] ΕΕ C , σ. .

[10] ΕΕ C , σ. .

[11] ΕΕ L 275 της 27.10.2000, σ. 39.

[12] SEC(2006) 1049 της 19.7.2006.

[13] ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.

[14] ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

[15] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.