52008PC0078

Πρόταση οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης /* COM/2008/0078 τελικό - CNS 2008/0035 */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 14.2.2008

COM(2008) 78 τελικό

2008/0035 (CNS)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1) Πλαίσιο της πρότασης

- Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Οι διατάξεις της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992 σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης[1] πρέπει να αναθεωρηθούν για να ληφθεί υπόψη η καθιέρωση του συστήματος παρακολούθησης της διακίνησης των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (εφεξής: «EMCS»). Το EMCS δημιουργήθηκε με βάση την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16 ης Ιουνίου 2003 για την εισαγωγή της πληροφορικής στη διακίνηση και στους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης [2] .

Ως εκ τούτου πρέπει, κυρίως, να προσαρμοστούν οι διατάξεις που αφορούν τις μετακινήσεις υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ώστε οι μετακινήσεις αυτές να μπορούν να καλύπτονται από τις διαδικασίες που προβλέπονται από το νέο σύστημα. Οι αλλαγές για το σκοπό αυτό θα παράσχουν ένα απλουστευμένο και χωρίς έντυπα περιβάλλον για το εμπόριο, και συγχρόνως θα επιτρέψουν στις αρχές που είναι υπεύθυνες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης να εφαρμόζουν μεθόδους ελέγχου πιο ολοκληρωμένες, ταχύτερες και βασισμένες στον κίνδυνο (πρβλ. τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη της απόφασης 1152/2003/ΕΚ).

Εκτός από τις νέες αυτές διατάξεις, κρίνονται αναγκαίες και άλλες τροποποιήσεις των κανόνων που καθορίζονται στην οδηγία 92/12/ΕΟΚ, όπως:

- η ενημέρωση της διατύπωσης της οδηγίας, με βάση τα νέα νομοθετικά πρότυπα,

- η ανασύνταξη του κειμένου για να ενισχυθεί η λογική διάρθρωση και να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις που έχασαν το νόημά τους με το χρόνο,

- να ληφθούν υπόψη η εξέλιξη της νομοθεσίας και οι νέες νομικές έννοιες,

- η απλούστευση και ο εκσυγχρονισμός των διαδικασιών για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ούτως ώστε να μειωθούν οι σχετικές με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης υποχρεώσεις των επαγγελματιών, και ιδίως όσων ασκούν διασυνοριακές επιχειρηματικές δραστηριότητες, χωρίς να θίγονται οι έλεγχοι στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

Λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της έκτασης αυτών των αλλαγών, η οδηγία 92/12/ΕΟΚ πρέπει να αντικατασταθεί εξ ολοκλήρου.

Το νέο κείμενο που προτείνεται περιλαμβάνει επίσης το βασικό μέρος μιας προηγούμενης πρότασης, η οποία υποβλήθηκε για την τροποποίηση των άρθρων 7 έως 10 της εν λόγω οδηγίας και η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο COM(2004)227[3].

- Γενικό πλαίσιο

Η οδηγία 92/12/ΕΟΚ διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τα γενικά θέματα που συνδέονται με την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Η αναθεώρηση αυτής της νομοθεσίας θα αυξήσει την ασφάλεια δικαίου για τους επαγγελματίες και θα τους επιτρέπει, καθώς και στις διοικήσεις, να επωφελούνται περισσότερο από τις δυνατότητες που παρέχουν οι διαδικασίες ΤΠ.

Οι συζητήσεις στο πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής για τροποποίηση των άρθρων 7 έως 10 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (που περιλαμβάνεται στο έγγραφο COM/2004/227) διακόπηκαν τον Ιανουάριο του 2005, εν αναμονή περισσότερων νομοθετικών εξελίξεων, καθώς και πρωτοβουλιών για την αναθεώρηση και την επικαιροποίηση της οδηγίας. Η εν λόγω πρόταση ενσωματώνεται τώρα στο κεφάλαιο V του νέου κειμένου που υποβάλλεται. Έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις για να βελτιωθεί η διατύπωση και η διάρθρωση του κειμένου, και για να εναρμονιστούν οι διατάξεις αυτές με τις άλλες αλλαγές που αφορούν την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής.

- Ισχύουσες διατάξεις στον τομέα της πρότασης

Το κείμενο που υποβάλλεται θα αντικαταστήσει την οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992 σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

- Συνάφεια με τις άλλες πολιτικές και τους στόχους της Ένωσης

Η παρούσα πρόταση είναι σύμφωνη με τις κυριότερες πολιτικές και τους στόχους τη Ένωσης. Επιδιώκει τη βελτίωση των ισχυόντων κανόνων και την προσαρμογή τους στις σημερινές συνθήκες. Σκοπός της είναι η απλούστευση των διαδικασιών και η αύξηση της διαφάνειας του ενδοκοινοτικού εμπορίου, κυρίως με μία διαδικασία στην οποία η κυκλοφορία των προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής πραγματοποιείται στο πλαίσιο του EMCS. Η νέα αυτή διαδικασία διευκολύνει επίσης την εφαρμογή από τις εθνικές διοικήσεις των διαδικασιών παρακολούθησης με βάση τον κίνδυνο.

2) Διαβουλεύσεις των ενδιαφερόμενων μερών και εκτίμηση των επιπτώσεων

- Διαβουλεύσεις των ενδιαφερόμενων μερών

Στις 20 Ιανουαρίου 2006, η Επιτροπή άρχισε διαβουλεύσεις σε απευθείας σύνδεση στο δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης. Η περίοδος των διαβουλεύσεων έληξε στις 30 Απριλίου 2006.

Οι διαβουλεύσεις βασίζονταν σε έγγραφο το οποίο περιείχε πληροφορίες σχετικά με το ισχύον νομικό πλαίσιο και διάφορες πτυχές της προσεχούς μεταρρύθμισης. Κατά τις διαβουλεύσεις τονίστηκε η ανάγκη να αναθεωρηθεί η κοινοτική νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ώστε να παράσχει την απαραίτητη νομική βάση για το EMCS. Το έγγραφο περιείχε επίσης μια επισκόπηση των λοιπών τροποποιήσεων που θα μπορούσαν να εξεταστούν στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθεώρησης.

Ελήφθησαν συνολικά 73 συνεισφορές. Από αυτές, 20 προέρχονταν από εθνικές και ευρωπαϊκές ομοσπονδίες ή ενώσεις, 52 από επιχειρήσεις και μία από ημικυβερνητική οργάνωση λιανικής. Οι περισσότεροι από αυτούς που απάντησαν ήταν της γνώμης ότι οι ισχύουσες διατάξεις πρέπει να αναθεωρηθούν και να επικαιροποιηθούν και, κυρίως, ότι η λειτουργία του EMCS πρέπει να ενταχθεί στους εφαρμοστέους κανόνες.

- Συγκέντρωση και χρησιμοποίηση των εκτιμήσεων εμπειρογνωμόνων

Η πρόταση καταρτίστηκε σε στενή συνεργασία με ομάδα εργασίας ειδικών υπό την αιγίδα της επιτροπής ειδικών φόρων κατανάλωσης (η οποία συγκροτήθηκε δυνάμει της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ). Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διεξήγαγαν ορισμένες διμερείς συζητήσεις με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για να προωθήσουν την εξέταση της πρότασης.

- Εκτίμηση των επιπτώσεων

Από τα νέα στοιχεία που περιλαμβάνει η πρόταση αυτή το βασικότερο είναι οι νομικοί κανόνες που διασφαλίζουν την εφαρμογή του EMCS. Οι απορρέουσες επιπτώσεις πρέπει να αποδοθούν κυρίως όχι στο προτεινόμενο εδώ κείμενο, αλλά στην απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ, βάσει της οποίας αποφασίστηκε η δημιουργία του EMCS. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το νέο σύστημα απλουστεύει, κυρίως, την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής και διευκολύνει τους ενδεδειγμένους ελέγχους εκ μέρους των κρατών μελών.

Στο μέτρο που η παρούσα πρόταση ενσωματώνει τις αλλαγές που προτάθηκαν στο έγγραφο COM(2004)227, στο εν λόγω έγγραφο υπάρχει ήδη λεπτομερής ανάλυση αυτών των τροποποιήσεων.

3) Νομικά στοιχεία της πρότασης

- Σύνοψη της προτεινόμενης δράσης

Να εισαχθεί η νομική βάση για τη χρήση του EMCS μαζί με ορισμένες ακόμη τροποποιήσεις που αποσκοπούν στη μεγαλύτερη διαφάνεια της φορολογίας των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Η πρόταση περιλαμβάνει την προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση των άρθρων 7-10 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (COM/2004/227).

- Νομική βάση

Άρθρο 93 της Συνθήκης.

- Αρχή της επικουρικότητας

Η αρχή της επικουρικότητας εφαρμόζεται εφόσον η πρόταση δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

Σκοπός της πρότασης είναι να αντικαταστήσει την οδηγία 92/12/ΕΟΚ από διατάξεις που επιτελούν την ίδια λειτουργία, δηλαδή να διασφαλίσει την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον ιδιαίτερο τομέα των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Η αρχή της επικουρικότητας τηρείται, δεδομένου ότι αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς με ενέργειες των κρατών μελών και μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο.

- Αρχή της αναλογικότητας

Η πρόταση συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας για τον ακόλουθο λόγο.

Η οδηγία που προτείνεται πρόκειται να αντικαταστήσει την οδηγία 92/12/ΕΟΚ, θεσπίζοντας διατάξεις που επιδιώκουν τον ίδιο στόχο, λαμβανομένου υπόψη του τρέχοντος τεχνικού και νομικού πλαισίου. Όπως η οδηγία 92/12/ΕΟΚ, δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς στον ιδιαίτερο τομέα των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

- Επιλογή των μέσων

Προτεινόμενα μέσα: οδηγία.

Η πρόταση συνίσταται στην αντικατάσταση της ισχύουσας οδηγίας 92/12/ΕΟΚ από οδηγία η οποία εκπληρώνει την ίδια λειτουργία. Στην περίπτωση αυτή δεν ενδείκνυται άλλο μέσο από την οδηγία.

4. Δημοσιονομικές επιπτώσεις

Η έγκριση της πρότασης δεν θα έχει κανένα αντίκτυπο στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Οποιαδήποτε σχετική επίπτωση, όσον αφορά την εφαρμογή του EMCS, απορρέει από την απόφαση 1152/2003/ΕΚ.

5. Συμπληρωματικές πληροφορίες

- Κατάργηση της ισχύουσας νομοθεσίας

Με την έγκριση της πρότασης θα καταργηθεί η ισχύουσα νομοθεσία, δηλαδή η οδηγία 92/12/ΕΟΚ. Προβλέπεται μεταβατική περίοδος κατά την οποία τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν ακόμη την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής με βάση συνοδευτικά έγγραφα σε έντυπη μορφή, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.

- Λεπτομερής εξήγηση της πρότασης

Η παρακάτω λεπτομερής εξήγηση κάθε άρθρου ξεχωριστά εστιάζεται στις διατάξεις που είναι νέες ή που άλλαξαν ουσιαστικά σε σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Οι πίνακες αντιστοιχίας που είναι προσαρτημένοι στην πρόταση νέας οδηγίας πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αντιστοιχία των νέων διατάξεων με τις ισχύουσες διατάξεις της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

Κεφάλαιο I: Γενικές διατάξεις

Το άρθρο 1 αναφέρεται στη φύση του ειδικού φόρου κατανάλωσης ως φόρου επί της κατανάλωσης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Σε ειδικές οδηγίες θα περιληφθούν ο ορισμός των διαφόρων προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ο οποίος είναι απαραίτητος για τον ακριβή προσδιορισμό των προϊόντων που διέπονται από τις διατάξεις αυτής της οδηγίας), η δομή του ειδικού φόρου κατανάλωσης που πρέπει να εφαρμόζεται (π.χ. ανά εκατόλιτρο, ανά βαθμό αλκοόλης, ανά 1000 τεμάχια, κλπ.), το πεδίο εφαρμογής των ενδεχόμενων εξαιρέσεων, καθώς και οι ελάχιστοι συντελεστές δασμού που πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη.

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 αντιστοιχεί στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Ωστόσο, στο στοιχείο α) προστέθηκε η λέξη «εξόρυξη» για να αποσαφηνιστεί ότι η άμεση εξόρυξη από το έδαφος καλύπτεται επίσης από τη λέξη «παραγωγή», όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας[4].

Τα άρθρα 3 παράγραφος 1 και 3 παράγραφος 2 ορίζουν ότι οι διατυπώσεις για την εισαγωγή ή την εξαγωγή που καθορίζονται από τις ισχύουσες κοινοτικές τελωνειακές διατάξεις εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών στην εισαγωγή από τα εδάφη που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 τα οποία αποτελούν τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, αλλά δεν εμπίπτουν στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Οι διατυπώσεις αυτές εφαρμόζονται ήδη στα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης δυνάμει των άρθρων 275 και 279 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας[5]. Ωστόσο, για να είναι σαφείς αυτές οι καταστάσεις, θα ήταν σκόπιμο να περιληφθούν και αυτές οι διατάξεις στην παρούσα οδηγία.

Για να αποτραπεί η επανάληψη των διαδικασιών, το άρθρο 3 παράγραφος 3 ορίζει ότι για τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο πλαίσιο διαδικασίας ή καθεστώτος αναστολής, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την παραγωγή, τη μεταποίηση και την κατοχή, καθώς και τη μεταφορά υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης δεν ισχύουν.

Το άρθρο 4 προβλέπει ορισμένους νέους ή κατά πολύ τροποποιημένους ορισμούς και διατηρεί ορισμένους από τους παλιούς. Οι ορισμοί που περιέχουν κανονιστικές διατάξεις, όπως η υποχρέωση κατοχής άδειας, μεταφέρθηκαν στα αντίστοιχα κανονιστικά τμήματα.

Τα άρθρα 5 και 6 προβλέπουν πότε εφαρμόζονται η παρούσα οδηγία και οι ειδικές οδηγίες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Για να υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια, η διάρθρωση αυτών των διατάξεων ευθυγραμμίστηκε με τη διάρθρωση που χρησιμοποιείται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ.

Σε σύγκριση με την οδηγία 92/12/ΕΟΚ, το Γιβραλτάρ προστέθηκε στον κατάλογο των εδαφών στο άρθρο 5 παράγραφος 3 (εδάφη που δεν αποτελούν τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας στο οποίο δεν εφαρμόζονται η παρούσα οδηγία και οι ειδικές οδηγίες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης), για να εκλείψει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με το εάν, με βάση την πράξη προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, οι κοινοτικές διατάξεις για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης εφαρμόζονται και στο Γιβραλτάρ. Επιπλέον, στο άρθρο 5 παράγραφος 4 που αφορά τις Καναρίους Νήσους προστέθηκε η φράση «με την επιφύλαξη της λήψης μέτρων προσαρμογής λόγω της άκρως περιφερειακής τους θέσης», για να εναρμονιστεί η παράγραφος αυτή με το άρθρο 5 παράγραφος 5 σχετικά με τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα.

Κεφάλαιο II: Γένεση της οφειλής ειδικού φόρου κατανάλωσης

Στο άρθρο 7 παράγραφος 1 , το οποίο αντικαθιστά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, διαγράφηκε η αναφορά στα ελλείμματα, δεδομένου ότι η ύπαρξη ελλειμμάτων στο πλαίσιο καθεστώτος αναστολής δασμού συνιστά αυτομάτως θέση σε ανάλωση όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2. Στο άρθρο 7 παράγραφος 2, το οποίο αντικαθιστά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, οι αναφορές σε «αντικανονικές» ενέργειες που συνιστούν θέση σε ανάλωση διαγράφηκαν, δεδομένου ότι οι ενέργειες που συνιστούν θέση σε ανάλωση θα πρέπει να καλύπτουν και τις κανονικές και τις αντικανονικές ενέργειες.

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 7 παράγραφος 2 περιλαμβάνει ελαφρώς τροποποιημένο ορισμό της εισαγωγής προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ο οποίος επί του παρόντος ευρίσκεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 δεύτερο και τρίτο εδάφιο της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

Το άρθρο 7 παράγραφος 4 προβλέπει ότι τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν θεωρείται ότι έχουν τεθεί σε ανάλωση σε περίπτωση ολικής καταστροφής ή ανεπανόρθωτης απώλειας, περιλαμβανομένης της απώλειας που εξαρτάται από τη φύση των προϊόντων. Η διάταξη αυτή αντικαθιστά και απλουστεύει το άρθρο 14 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Σύμφωνα με τη φύση του ειδικού φόρου κατανάλωσης ως φόρου επί της κατανάλωσης προϊόντων που υπόκεινται σ’ αυτούς τους φόρους, προϋπόθεση για την εφαρμογή του προτεινόμενου κανόνα αποτελεί το εάν τα προϊόντα που υπάγονται σε καθεστώς αναστολής καταστράφηκαν και/ή μπορούν ακόμη να χρησιμοποιηθούν και, επομένως, τέθηκαν πράγματι σε ανάλωση και είναι διαθέσιμα. Σε σύγκριση με την ισχύουσα νομοθεσία, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει πλέον να αιτιολογήσουν την ύπαρξη ελλειμμάτων, σε περίπτωση τυχαίων περιστατικών ή ανωτέρας βίας. Μία ακόμη σημαντική διαφορά με το άρθρο 14 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ είναι ότι, σε περίπτωση ενδοκοινοτικής κυκλοφορίας υπό καθεστώς αναστολής, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 4 αποφασίζει το κράτος μέλος όπου λαμβάνει χώρα η καταστροφή ή η απώλεια των προϊόντων και όχι το κράτος μέλος προορισμού.

Το άρθρο 8 δεύτερο εδάφιο διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίσουν επίσης τις διαδικασίες επιστροφής και διαγραφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Η παρούσα διάταξη (άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ) αναφέρεται μόνο στις διατάξεις για την επιβολή και την είσπραξη των φόρων.

Το άρθρο 9 αντικαθιστά και απλουστεύει το άρθρο 20 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, προβλέποντας κανόνες για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για την είσπραξη των ειδικών φόρων κατανάλωσης σε περίπτωση παρατυπιών που σημειώνονται κατά την κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής. Το άρθρο 9 παράγραφος 3 ορίζει τον όρο «παρατυπία» ως την περίπτωση στην οποία η κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν λήγει σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο ή μέρος των σχετικών προϊόντων δεν διέπονται από την τελευταία αυτή διάταξη. Επιπλέον, ο όρος «παράβαση» αφαιρέθηκε, δεδομένου ότι ο όρος «παρατυπία» καλύπτει και τις παραβάσεις. Η αρχή που θεσπίζεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης οφείλεται στο κράτος μέλος όπου διαπράχθηκε η παρατυπία καλύπτεται ήδη από το νέο άρθρο 8 και δεν πρέπει να επαναληφθεί εδώ. Επομένως, το άρθρο 9 παράγραφος 1 αναφέρεται μόνο στην περίπτωση στην οποία δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο τόπος στον οποίο διαπράχθηκε η παρατυπία και διατυπώνει ως γενικό κανόνα ότι σ’ αυτή την περίπτωση η θέση των προϊόντων σε ανάλωση λογίζεται ότι πραγματοποιείται στο κράτος μέλος αποστολής. Η περίπτωση αυτή περιλαμβάνει και την περίπτωση στην οποία η παρατυπία διαπιστώνεται σε άλλο κράτος μέλος από το κράτος μέλος αποστολής, η οποία σήμερα καλύπτεται από το άρθρο 20 παράγραφος 2 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Επίσης περιλαμβάνει την περίπτωση στην οποία τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν φθάνουν στον προορισμό τους, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

Το άρθρο 10 ορίζει τους όρους επιστροφής ή διαγραφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, εκτός από αυτούς που διευκρινίζονται στις περιπτώσεις των άρθρων 31 παράγραφος 4 και 34 παράγραφος 7, και αντικαθιστά το άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Σε σύγκριση με τις τελευταίες διατάξεις, οι οποίες καλύπτουν μόνο μία ειδική περίπτωση, η πρόταση διατυπώνει ως γενική αρχή ότι τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίσουν τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις έγκρισης της επιστροφής ή διαγραφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Η επιστροφή ή διαγραφή δεν θα πρέπει, ωστόσο, να είναι δυνατή στις περιπτώσεις που αυτό θα επέτρεπε την ανάλωση με απαλλαγή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης άλλων από αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 11. Η πολύπλοκη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ μπορεί να καταργηθεί, δεδομένου ότι καθίσταται άνευ αντικειμένου όταν θα αρχίσει να εφαρμόζεται το σύστημα EMCS.

Τα άρθρα 11 και 12 περιλαμβάνουν τις διατάξεις σχετικά με τις απαλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 και 1α της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Η διαδικασία του άρθρου 23 παράγραφος 2 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ δεν περιλαμβάνεται στην πρόταση. Δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ και μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της πρότασης.

Το άρθρο 13 προβλέπει ένα καθεστώς για τα καταστήματα αφορολόγητων, το οποίο επιτρέπει σ’ αυτά τα καταστήματα που ευρίσκονται σε αεροδρόμιο ή θαλάσσιο λιμάνι να πωλούν προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής σε ταξιδιώτες που ταξιδεύουν αεροπορικώς ή με πλοίο με προορισμό τρίτο έδαφος ή τρίτη χώρα. Καταρχήν, δεν υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά την ποσότητα ή την αξία των προϊόντων που μπορούν να αγοραστούν, αλλά τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν αυτές τις ποσότητες, για να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση.

Κεφάλαιο III: Παραγωγή, μεταποίηση και κατοχή

Τα άρθρα 14 και 15 αντιστοιχούν στα άρθρα 11 έως 13 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

Κεφάλαιο IV: Κυκλοφορία των προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής

Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει τις βασικές διατάξεις και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στην κυκλοφορία των προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής βάσει του EMCS.

Το άρθρο 16 προβλέπει τη δυνατότητα κυκλοφορίας των προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής και απαριθμεί τους διάφορους προορισμούς κυκλοφορίας και τα διάφορα σενάρια κυκλοφορίας. Η παράγραφος 1 στοιχείο β) προβλέπει τη δυνατότητα έναρξης της κυκλοφορίας στον τόπο εισαγωγής υπό την ευθύνη εγγεγραμμένου αποστολέα. Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι μπορεί να συνεχιστεί η μεταφορά σε τόπο άμεσης παράδοσης, ο οποίος αναφέρεται υπό την ευθύνη του αποθηκευτή φόρου ή του εγγεγραμμένου παραλήπτη.

Το άρθρο 17 περιέχει τις διατάξεις σχετικά με την εγγύηση που πρέπει να παρέχεται για την κάλυψη του κινδύνου της κυκλοφορίας των προϊόντων τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής. Σε σύγκριση με το άρθρο 15 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, η παράγραφος 1 προβλέπει ένα πολύ ευρύτερο κύκλο προσώπων στα οποία επιτρέπεται να ενεργούν ως εγγυητές, ώστε να μπορούν οι επιχειρήσεις να εναρμονίζουν καλύτερα τη φορολογική ευθύνη με την εμπορική ευθύνη της κυκλοφορίας.

Το άρθρο 18 , το οποίο αντικαθιστά το άρθρο 16 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, περιέχει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με τις μεταφορές που προορίζονται για εγγεγραμμένο παραλήπτη ή προσωρινό εγγεγραμμένο παραλήπτη (ο οποίος καλείται αντίστοιχα «εγγεγραμμένος επαγγελματίας» και «μη εγγεγραμμένος επαγγελματίας» στην οδηγία 92/12/ΕΟΚ). Οι διατάξεις σχετικά με το απαιτητό και την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης αφαιρέθηκαν από το άρθρο αυτό και περιλήφθηκαν στο άρθρο 7. Οι διατάξεις σχετικά με τους προσωρινούς εγγεγραμμένους παραλήπτες προσαρμόστηκαν ώστε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του EMCS, οι άδειες των επιχειρήσεων αυτών θα περιληφθούν στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2004 για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης[6].

Το άρθρο 19 καθορίζει πότε θεωρείται ότι αρχίζει η κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και πότε περατώνεται. Αυτό είναι απαραίτητο για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής των διαφόρων κανόνων που αφορούν την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής. Επίσης προβλέπει τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο η ευθύνη για τα προϊόντα μεταφέρεται προς και από τον υπεύθυνο για την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής.

Το άρθρο 20 παράγραφος 1 προβλέπει ότι η κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα υπό καθεστώς αναστολής μόνο εάν πραγματοποιείται βάσει ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου (εφεξής «e-AD»). Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι το e-AD υποβάλλεται από τον αποστολέα που χρησιμοποιεί το μηχανοργανωμένο σύστημα που αναπτύχθηκε σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ (εφεξής «μηχανοργανωμένη διαδικασία»). Το e-AD αντικαθιστά το τρέχον έγγραφο που συνοδεύει το έγγραφο που προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Οι παράγραφοι 3 έως 6 περιγράφουν τα διάφορα στάδια από τα οποία πρέπει να περάσει το e-AD και προβλέπουν, ιδίως, την απόδοση ενός ενιαίου Διοικητικού Κώδικα Αναφοράς (ΔΚΑ) ο οποίος πρέπει να είναι διαθέσιμος καθόλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας.

Οι παράγραφοι 7 και 8 θεσπίζουν αντίστοιχα ειδικές διατάξεις σχετικά με τη δυνατότητα ακύρωσης ενός e-AD πριν από την έναρξη της κυκλοφορίας και αλλαγής του προορισμού της κυκλοφορίας.

Το άρθρο 21 επιτρέπει να συμπληρώνονται σε μεταγενέστερο στάδιο τα στοιχεία για το υποβαλλόμενο e-AD (μόνο για τα ενεργειακά προϊόντα).

Το άρθρο 22 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στον αποστολέα να κατανέμει την κυκλοφορία ενεργειακών προϊόντων.

Τα άρθρα 23 και 24 προβλέπουν τη χρήση ηλεκτρονικής «απόδειξης παραλαβής» ή «δήλωσης εξαγωγής», ώστε να αποδεικνύεται ότι η κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης περατώθηκε δεόντως, και περιγράφουν τα διάφορα στάδια από τα οποία πρέπει να περάσει. Οι εκθέσεις αυτές αντικαθιστούν το έντυπο του συνοδευτικού εγγράφου που πρέπει να επιστρέφεται στον αποστολέα για την εκκαθάριση, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 19 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

Το άρθρο 25 παράγραφος 2 ορίζει ότι, εάν δεν υπάρχουν οι ηλεκτρονικές αποδείξεις που αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα, μπορεί να παρέχεται άλλη απόδειξη ότι η κυκλοφορία περατώθηκε δεόντως. Η απόδειξη αυτή είναι επί του παρόντος ήδη αποδεκτή από τα κράτη μέλη με βάση τη συμφωνία που επήλθε στην Επιτροπή Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης. Για να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου, η δυνατότητα αυτή πρέπει να περιληφθεί στην οδηγία.

Το άρθρο 26 θεσπίζει τις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται όταν το μηχανοργανωμένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο. Η παράγραφος 1 αφορά την υποβολή του e-AD και η παράγραφος 2 τη δήλωση που πρέπει να υποβάλει ο αποστολέας σε περίπτωση αλλαγής του προορισμού και κατανομής της κυκλοφορίας.

Το άρθρο 27 ανταποκρίνεται στην ανάγκη να προβλεφθεί μεγαλύτερη εναρμόνιση των διαδικασιών, σε σύγκριση με την ισχύουσα νομοθεσία, ούτως ώστε το EMCS να εκπληρώνει ορθά τη λειτουργία του. Προτείνεται να θεσπίσει η νέα οδηγία τα βασικά στοιχεία της διαδικασίας, αλλά ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες να προβλέπονται στις διατάξεις εφαρμογής.

Το άρθρο 28 επιτρέπει στα κράτη μέλη να απλουστεύσουν τις διαδικασίες για την κυκλοφορία προϊόντων που πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου στο έδαφός τους.

Το άρθρο 29 επιτρέπει την απλούστευση των διατυπώσεων για την κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών όσον αφορά τις συχνές και τακτικές μετακινήσεις μεταξύ ορισμένων οικονομικών φορέων. Η διάταξη αυτή αντικαθιστά το άρθρο 19 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, το οποίο αναφέρεται μόνο στη διαδικασία εκκαθάρισης του συνοδευτικού εγγράφου. Το άρθρο 29 επεκτείνει τη δυνατότητα απλούστευσης των διατυπώσεων στην υποβολή του e-AD δεδομένου ότι μόνο η απλούστευση της εκκαθάρισης δεν έχει νόημα στο πλαίσιο του EMCS. Το άρθρο 29 παράγραφος 3 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να απλουστεύσουν τις διαδικασίες για την κυκλοφορία μέσω σταθερών αγωγών, οι οποίες επί του παρόντος περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2719/92 της Επιτροπής της 11ης Σεπτεμβρίου 1992 περί συνοδευτικού διοικητικού εγγράφου για την κυκλοφορία, βάσει καθεστώτος αναστολής προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης[7].

Κεφάλαιο V: Κυκλοφορία και φορολογία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μετά τη θέση σε ανάλωση

Το παρόν κεφάλαιο αντικαθιστά τα άρθρα 7 έως 10 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ και επαναλαμβάνει την παλαιότερη πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση των άρθρων αυτών, η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο COM(2004)227 της 2ας Απριλίου 2004. Λεπτομερής ανάλυση του παρόντος κεφαλαίου υπάρχει στην αιτιολογική έκθεση του εγγράφου COM(2004)227.

Το κεφάλαιο V προβλέπει τρεις διαφορετικές περιπτώσεις όσον αφορά τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία κατέχονται και/ή κυκλοφορούν μεταξύ κρατών μελών μετά τη θέση σε ανάλωση.

- Το άρθρο 30 αφορά την κυκλοφορία προϊόντων που αποκτούν ιδιώτες. Το άρθρο αυτό αντικαθιστά τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ και αντιστοιχεί στα σημεία 2 και 3 του άρθρου 1 της πρότασης που περιλαμβάνεται στο έγγραφο COM(2004)227.

- Τα άρθρα 31 έως 33 αφορούν προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε κράτος μέλος και βρίσκονται στην κατοχή προσώπου για εμπορικούς σκοπούς σε άλλο κράτος μέλος. Τα άρθρα αυτά αντικαθιστούν το άρθρο 7 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ και αντιστοιχούν στο άρθρο 1 σημείο 1 της πρότασης που περιλαμβάνεται στο έγγραφο COM(2004)227.

- Το άρθρο 34 προβλέπει τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στις πωλήσεις που πραγματοποιούνται από επαγγελματία ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη, άμεσα ή έμμεσα, για τη μεταφορά των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ιδιώτη εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος (τις λεγόμενες «πωλήσεις εξ αποστάσεως»). Το άρθρο αυτό αντικαθιστά το άρθρο 10 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ και αντιστοιχεί στο άρθρο 1 σημείο 4 της πρότασης που περιλαμβάνεται στο έγγραφο COM(2004)227.

Το άρθρο 35 προβλέπει παρόμοια μεταχείριση της καταστροφής ή απώλειας προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία μεταφέρονται μεταξύ κρατών μελών μετά τη θέση σε ανάλωση, καθώς και για την καταστροφή ή απώλεια που επέρχεται κατά την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής.

Το άρθρο 36 προβλέπει τα ίδια όσον αφορά την αντιμετώπιση των παρατυπιών. Οι διατάξεις αυτές αντιστοιχούν στο άρθρο 1 σημείο 5 της πρότασης που περιλαμβάνεται στο έγγραφο COM(2004)/227.

Κεφάλαιο VI: Διάφορα

Το άρθρο 37 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιβάλλουν στο έδαφός τους τη χρησιμοποίηση φορολογικών επισημάτων. Σε σχέση με το άρθρο 21 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, η πρώτη παράγραφος συμπληρώθηκε προκειμένου να αποσαφηνιστεί ότι τα φορολογικά επισήματα ή τα αναγνωριστικά σήματα μπορεί να είναι αναγκαία επίσης όταν προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μεταφέρονται σε κράτος μέλος εκτός καθεστώτος αναστολής, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 31 και 34 της πρότασης. Επιπλέον το άρθρο 37 περιέχει ορισμένα στοιχεία τα οποία διευκρινίζουν, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-374/06, BATIG , ότι τα επισήματα αυτά δεν πρέπει να προκαλούν διπλή φορολογική επιβάρυνση, άμεσα ή έμμεσα. Η τελευταία παράγραφος του άρθρου 21 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ δεν έχει περιληφθεί στην πρόταση, διότι η χρήση του e-AD υπονοείται από την αναφορά στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 34.

Το άρθρο 38 επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν τους μικρούς οινοπαραγωγούς από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια III και IV.

Το άρθρο 39 αντιστοιχεί στο άρθρο 23 παράγραφος 5 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

Κεφάλαιο VII: Τελικές διατάξεις

Το άρθρο 40 αφορά την επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης η οποία ορίζεται ως ρυθμιστική επιτροπή δυνάμει των διατάξεων της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων αύξησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[8]. Το άρθρο 41 προβλέπει ότι η εν λόγω επιτροπή εξετάζει, επίσης, όλα τα θέματα που θέτει ο πρόεδρός της για τη συζήτηση της εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων περί ειδικού φόρου κατανάλωσης.

Το άρθρο 42 ορίζει ότι η ισχύουσα οδηγία 92/12/ΕΟΚ καταργείται από την 1η Απριλίου 2009, ημερομηνία που προβλέπεται για την έναρξη εφαρμογής του μηχανοργανωμένου συστήματος. Το άρθρο 43 προβλέπει ότι για μεταβατική περίοδο, η οποία λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2009, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη συνέχιση εφαρμογής ορισμένων από τις διατάξεις που αφορούν την εφαρμογή διαδικασίας που βασίζεται στη χρήση χαρτιού για την παρακολούθηση της κυκλοφορίας των προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής δυνάμει της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Οι μεταφορές που άρχισαν δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ πρέπει να χρησιμοποιούν τις διατυπώσεις για την εκκαθάριση της κυκλοφορίας, όπως προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία.

2008/0035 (CNS)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93,

την πρόταση της Επιτροπής[9],

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[10],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[11],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992 σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης[12] τροποποιήθηκε ουσιαστικά αρκετές φορές. Δεδομένου ότι πρέπει να γίνουν και άλλες τροποποιήσεις, θα πρέπει, για λόγους σαφήνειας, να αντικατασταθεί.

(2) Οι όροι επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα προϊόντα που καλύπτει η οδηγία 92/12/ΕΟΚ, εφεξής «προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης», πρέπει να είναι εναρμονισμένοι ώστε να διασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(3) Πρέπει να διευκρινιστούν τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία και να γίνεται αναφορά για το σκοπό αυτό στην οδηγία 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 1992 για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά[13], στην οδηγία 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 1992 για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα αλκοολούχα ποτά και την αλκοόλη[14], στην οδηγία 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 1995 περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών[15], στην οδηγία 92/79/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 1992 για την προσέγγιση των φόρων στα τσιγάρα[16], στην οδηγία 92/80/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 1992 για την προσέγγιση των φόρων στα βιομηχανοποιημένα καπνά εκτός των τσιγάρων[17] και στην οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας[18].

(4) Τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης είναι να δυνατόν να υπόκεινται σε άλλους έμμεσους φόρους για ειδικούς σκοπούς. Σ’ αυτή την περίπτωση, ωστόσο, και για να μην διακυβευθεί η χρησιμότητα των κοινοτικών κανόνων που αφορούν τους έμμεσους φόρους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμμορφωθούν με ορισμένα βασικά στοιχεία αυτών των κανόνων.

(5) Για να διασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία, η φορολογία των προϊόντων εκτός αυτών που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν θα πρέπει να προκαλεί διατυπώσεις κατά τη διέλευση των συνόρων.

(6) Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η εφαρμογή των διατυπώσεων όταν τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μεταφέρονται από τα εδάφη τα οποία καθορίζονται ως τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, αλλά εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σε εδάφη τα οποία ορίζονται επίσης κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά στα οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία.

(7) Δεδομένου ότι τα καθεστώτα αναστολής δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα[19] προβλέπουν κατάλληλα μέτρα παρακολούθησης, ενώ τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης διέπονται από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, δεν είναι απαραίτητη η χωριστή εφαρμογή ενός συστήματος παρακολούθησης των ειδικών φόρων κατανάλωσης για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης υπάγονται σε κοινοτικό τελωνειακό καθεστώς αναστολής ή σχετική ρύθμιση.

(8) Δεδομένου ότι, για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η έννοια και οι προϋποθέσεις σχετικά με το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης πρέπει να ταυτίζονται σε όλα τα κράτη μέλη, είναι απαραίτητο να καταστεί σαφές σε κοινοτικό επίπεδο πότε τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τίθενται σε ανάλωση.

(9) Δεδομένου ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης αποτελεί φόρο επί της κατανάλωσης ορισμένων προϊόντων, δεν θα πρέπει να βαρύνει τα υποκείμενα σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης προϊόντα τα οποία έχουν καταστραφεί ή έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη απώλεια, ανεξάρτητα από τις περιστάσεις της καταστροφής ή της απώλειας.

(10) Τα καθεστώτα είσπραξης και επιστροφής του φόρου έχουν επίπτωση στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και, επομένως, θα πρέπει να ακολουθούν κριτήρια που δεν δημιουργούν διακρίσεις.

(11) Σε περίπτωση παρατυπίας, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης πρέπει να οφείλεται στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε η παρατυπία η οποία οδήγησε στη θέση σε ανάλωση. Όταν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί πού πραγματοποιήθηκε η θέση σε ανάλωση, πρέπει να καθοριστεί ένας τόπος στον οποίο θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε η θέση σε ανάλωση. Για λόγους ασφάλειας δικαίου και για να αποφεύγεται η διπλή φορολογία, θα πρέπει να καθορίζεται ένα μόνο κράτος μέλος για το σκοπό αυτό.

(12) Εκτός από τις περιπτώσεις επιστροφής που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν, εφόσον το επιτρέπουν οι σκοποί της παρούσας οδηγίας, να επιστρέφουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που έχει καταβληθεί για προϊόντα που υπόκεινται σε αυτόν το φόρο τα οποία τέθηκαν σε ανάλωση.

(13) Οι κανόνες και οι όροι που ισχύουν για τις παραδόσεις που απαλλάσσονται από την καταβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης πρέπει να παραμείνουν εναρμονισμένοι. Για τις απαλλασσόμενες παραδόσεις σε οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, πρέπει να χρησιμοποιείται πιστοποιητικό απαλλαγής.

(14) Πρέπει να καθοριστούν σαφώς οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπονται οι πωλήσεις αφορολόγητων ειδών σε ταξιδιώτες που αναχωρούν από το έδαφος της Κοινότητας.

(15) Δεδομένου ότι πρέπει να πραγματοποιούνται έλεγχοι στις μονάδες παραγωγής και αποθήκευσης, ώστε να διασφαλίζεται η είσπραξη της φορολογικής οφειλής, είναι απαραίτητο να διατηρηθεί ένα καθεστώς αποταμίευσης, που υπόκειται σε έγκριση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, προκειμένου να διευκολύνονται οι έλεγχοι αυτοί.

(16) Πρέπει να καθοριστούν οι υποχρεώσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται οι εγκεκριμένοι αποθηκευτές και επαγγελματίες που δεν έχουν την ιδιότητα του εγκεκριμένου αποθηκευτή.

(17) Τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης θα πρέπει να είναι δυνατόν, προτού τεθούν σε ανάλωση, να κυκλοφορούν μέσα στην Κοινότητα υπό καθεστώς αναστολής, και η κυκλοφορία αυτή θα πρέπει να επιτρέπεται από μία φορολογική αποθήκη προς διάφορους προορισμούς, ιδίως προς άλλη φορολογική αποθήκη, αλλά και προς τόπους ισοδύναμους για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

(18) Επίσης πρέπει να επιτρέπεται η κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής από τον τόπο εισαγωγής τους προς αυτούς τους προορισμούς και, επομένως, θα πρέπει να υπάρχει διάταξη σχετικά με την ιδιότητα του προσώπου που αποστέλλει τα προϊόντα από αυτόν τον τόπο εισαγωγής.

(19) Για να διασφαλίζεται η πληρωμή του ειδικού φόρου κατανάλωσης σε περίπτωση μη εκκαθάρισης της κυκλοφορίας προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τα κράτη μέλη πρέπει να απαιτούν εγγύηση, η οποία μπορεί να παρέχεται από οποιονδήποτε από τους βασικούς παράγοντες που εμπλέκονται στην κυκλοφορία, υπό τους όρους που καθορίζουν τα κράτη μέλη.

(20) Για να διασφαλιστεί η είσπραξη των φόρων με τους συντελεστές που ορίζονται από τα κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθούν την κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και επομένως πρέπει να προβλεφθεί ένα σύστημα παρακολούθησης αυτών των προϊόντων.

(21) Για το σκοπό αυτό, πρέπει να χρησιμοποιείται το μηχανοργανωμένο σύστημα που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Ιουνίου 2003 για την εισαγωγή της πληροφορικής στη διακίνηση και στους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης[20]. Η εφαρμογή αυτού του συστήματος, σε αντίθεση με το σύστημα που βασίζεται στη χρήση χαρτιού, επιταχύνει τις αναγκαίες διατυπώσεις και διευκολύνει την παρακολούθηση της κυκλοφορίας των προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής.

(22) Πρέπει να θεσπιστεί η διαδικασία με την οποία οι επαγγελματίες ενημερώνουν τις φορολογικές αρχές των κρατών μελών σχετικά με τα φορτία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία αποστέλλονται ή παραλαμβάνονται. Πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η κατάσταση ορισμένων παραληπτών που δεν είναι συνδεδεμένοι με το μηχανοργανωμένο σύστημα, αλλά οι οποίοι μπορούν να παραλαμβάνουν προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία κυκλοφορούν υπό καθεστώς αναστολής.

(23) Για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής, πρέπει να διευκρινιστούν οι όροι έναρξης και λήξης της κυκλοφορίας, καθώς και ο τρόπος εκτέλεσης των καθηκόντων.

(24) Πρέπει να καθοριστούν οι διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν το μηχανοργανωμένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο.

(25) Πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν ειδικό καθεστώς όταν η κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής διεξάγεται πλήρως στο έδαφός τους, ή να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες με άλλα κράτη μέλη οι οποίες να επιτρέπουν την απλούστευση.

(26) Η αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται μέσω του Διαδικτύου καθώς και η κατάργηση των πωλήσεων αφορολόγητων ειδών σε πρόσωπα που ταξιδεύουν μέσα στην Κοινότητα είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη χρήση των διατάξεων της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ σχετικά με τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις, τόσο τις εμπορικές όσο και τις ιδιωτικές, προϊόντων για τα οποία ο ειδικός φόρος κατανάλωσης είχε ήδη καταβληθεί σε ένα κράτος μέλος. Πρέπει να αποσαφηνιστούν οι φορολογικοί και διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με την κυκλοφορία των προϊόντων για τα οποία ο ειδικός φόρος κατανάλωσης έχει ήδη καταβληθεί σε ένα κράτος μέλος.

(27) Δυνάμει της αρχής που διέπει την ενιαία αγορά, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης πρέπει να καταβάλλεται στο κράτος μέλος στο οποίο αποκτώνται τα προϊόντα που υπόκεινται σ’ αυτό το φόρο, εφόσον αποκτώνται από ιδιώτες για δικές τους ανάγκες και μεταφέρονται από τους ίδιους. Η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται επίσης σχετικά με τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης για την προσωπική χρήση ενός ιδιώτη τα οποία μεταφέρονται από τρίτο μέρος για λογαριασμό του ιδιώτη, εφόσον οι συναλλαγές αυτές είναι καθαρά ιδιωτικές. Για λόγους προστασίας της υγείας, η αρχή αυτή δεν πρέπει, ωστόσο, να επεκταθεί και να καλύπτει τα βιομηχανοποιημένα καπνά που μεταφέρονται για λογαριασμό ιδιώτη.

(28) Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αρχή φορολόγησης στο κράτος μέλος απόκτησης εφαρμόζεται επίσης στα προϊόντα που αποστέλλονται από έναν ιδιώτη σε άλλον χωρίς άμεση ή έμμεση καταβολή αντιτίμου.

(29) Εάν, μετά τη θέση τους σε ανάλωση σε ένα κράτος μέλος, τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης παραμένουν σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να καθοριστεί εάν ο ειδικός φόρος κατανάλωσης οφείλεται στο δεύτερο κράτος μέλος. Για τους σκοπούς αυτούς, πρέπει, συγκεκριμένα, να διευκρινιστεί η έννοια «εμπορικοί λόγοι».

(30) Τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία αγοράζονται από πρόσωπα τα οποία δεν είναι εγκεκριμένοι αποθηκευτές, και τα οποία αποστέλλονται ή μεταφέρονται άμεσα ή έμμεσα από τον πωλητή ή για λογαριασμό του, πρέπει να υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο κράτος μέλος προορισμού και θα πρέπει να προβλεφθεί μια διαδικασία την οποία θα πρέπει να ακολουθεί ο πωλητής.

(31) Για να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ κρατών μελών και η διπλή φορολογία σε περιπτώσεις στις οποίες προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε ένα κράτος μέλος κυκλοφορούν στο εσωτερικό της Κοινότητας, πρέπει να προβλεφθούν οι περιπτώσεις στις οποίες προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, μετά τη θέση τους σε ανάλωση, αποτελούν το αντικείμενο παρατυπιών.

(32) Ελλείψει ενός κοινού συστήματος είσπραξης των φόρων, τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να προβλέπουν ότι τα προϊόντα που τίθενται σε ανάλωση φέρουν φορολογικά ή εθνικά αναγνωριστικά επισήματα. Ωστόσο, η χρήση αυτών των επισημάτων δεν πρέπει να προκαλεί εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Δεδομένου ότι η χρήση αυτών των επισημάτων δεν πρέπει να προκαλεί διπλή φορολογική επιβάρυνση, άμεσα ή έμμεσα, πρέπει να καταστεί σαφές ότι το ποσό που καταβάλλεται ή αποτελεί αντικείμενο εγγύησης για την απόκτηση αυτών των επισημάτων πρέπει να επιστρέφεται, να διαγράφεται ή να αποδεσμεύεται από το κράτος μέλος το οποίο εκδίδει τα επισήματα, εφόσον ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός και εισπράττεται σε άλλο κράτος μέλος.

(33) Η εφαρμογή των συνήθων απαιτήσεων σχετικά με την κυκλοφορία και την παρακολούθηση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης θα μπορούσε να προκαλέσει δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση στους μικρούς οινοπαραγωγούς. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να απαλλάσσουν αυτούς τους παραγωγούς από ορισμένες υποχρεώσεις.

(34) Πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, όσον αφορά τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία χρησιμοποιούνται για τον ανεφοδιασμό των πλοίων και αεροσκαφών, δεν έχει βρεθεί ακόμη κοινή ικανοποιητική λύση.

(35) Τα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[21].

(36) Για να μπορέσουν να προσαρμοστούν στο ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου για την κυκλοφορία των προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να τύχουν μεταβατικής περιόδου κατά την οποία η κυκλοφορία αυτή μπορεί να συνεχίσει να πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των διατυπώσεων που προβλέπονται από την οδηγία 92/12/ΕΟΚ.

(37) Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διασφάλιση κοινού καθεστώτος σχετικά με ορισμένες πτυχές των ειδικών φόρων κατανάλωσης, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, λόγω των διαστάσεών του και των επιπτώσεων, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης που εισπράττονται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση των κάτωθι προϊόντων, εφεξής «προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης»:

(1) ενεργειακά προϊόντα και ηλεκτρική ενέργεια που καλύπτονται από την οδηγία 2003/96/ΕΚ,

(2) αλκοόλη και αλκοολούχα ποτά που καλύπτονται από τις οδηγίες 92/83/ΕΟΚ και 92/84/ΕΟΚ,

(3) βιομηχανοποιημένα καπνά που καλύπτονται από τις οδηγίες 95/59/ΕΚ, 92/79/ΕΟΚ και 92/80/ΕΟΚ .

Άρθρο 2

1. Σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπόκεινται:

α) η παραγωγή, περιλαμβανομένης της εξόρυξης, προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο έδαφος της Κοινότητας,

β) η εισαγωγή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο έδαφος της Κοινότητας.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν άλλους φόρους στα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης για ειδικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι φόροι αυτοί τηρούν τους κοινοτικούς κανόνες φορολόγησης που ισχύουν για τις ανάγκες των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του φόρου προστιθέμενης αξίας όσον αφορά τον καθορισμό της φορολογικής βάσης, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου.

3. Τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα να επιβάλλουν:

α) φόρους σε προϊόντα άλλα από τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης,

β) φόρους στις παροχές υπηρεσιών που δεν έχουν χαρακτήρα φόρου επί του κύκλου εργασιών, περιλαμβανομένων εκείνων που έχουν σχέση με προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Ωστόσο, η είσπραξη αυτών των φόρων, δεν μπορεί, κατά τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, να συνεπάγεται διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.

Άρθρο 3

1. Οι διατυπώσεις που θεσπίζονται από τις κοινοτικές τελωνειακές διατάξεις για την εισαγωγή προϊόντων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας ισχύουν κατ’ αναλογία κατά την είσοδο των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην Κοινότητα από έδαφος που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

2. Οι διατυπώσεις που θεσπίζονται από τις κοινοτικές τελωνειακές διατάξεις για την εξαγωγή προϊόντων από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία κατά την εξαγωγή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης από την Κοινότητα σε έδαφος που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

3. Τα κεφάλαια III και IV δεν ισχύουν για τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο πλαίσιο τελωνειακής διαδικασίας ή καθεστώτος αναστολής.

Άρθρο 4

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και των διατάξεων εφαρμογής της, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1) «καθεστώς αναστολής» , φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην παραγωγή, μεταποίηση, κατοχή και κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία δεν καλύπτονται από τελωνειακή διαδικασία ή καθεστώς αναστολής, με αναστολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης,

(2) «τελωνειακή διαδικασία ή καθεστώς αναστολής» , οποιοδήποτε από τα καθεστώτα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 σχετικά με την τελωνειακή επιτήρηση στην οποία υπόκεινται τα μη κοινοτικά προϊόντα κατά την είσοδό τους στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, την προσωρινή εναπόθεση, τις ελεύθερες ζώνες ή ελεύθερες αποθήκες, καθώς και οποιοδήποτε από τα καθεστώτα που αναφέρονται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού,

(3) «κράτος μέλος» και «έδαφος κράτους μέλους» , το έδαφος κάθε κράτους μέλους της Κοινότητας στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη, σύμφωνα με το άρθρο 299 της Συνθήκης, με εξαίρεση τα εδάφη που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 ή 3,

(4) «Κοινότητα» και «έδαφος της Κοινότητας» , τα εδάφη των κρατών μελών όπως ορίζονται στο σημείο (3).

Άρθρο 5

1. Η παρούσα οδηγία και οι οδηγίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 ισχύουν στο έδαφος της Κοινότητας.

2. Η παρούσα οδηγία και οι οδηγίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν ισχύουν στα κάτωθι εδάφη που αποτελούν μέρος του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας:

α) Κανάριοι Νήσοι,

β) γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα,

γ) Νήσοι Άαλαντ,

δ) Αγγλονορμαδικές Νήσοι.

3. Η παρούσα οδηγία και οι οδηγίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν ισχύουν στα κάτωθι εδάφη τα οποία δεν αποτελούν μέρος του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας:

α) Νήσος Ελιγολάνδη,

β) έδαφος του Μπίζινγκεν,

γ) Θέουτα,

δ) Μελίλια,

ε) Λιβίνιο,

στ) Καμπιόνε ντ' Ιτάλια,

ζ) τα ιταλικά ύδατα της Λίμνης του Λουγκάνο,

η) Γιβραλτάρ.

4. Η Ισπανία μπορεί να γνωστοποιήσει με δήλωσή της ότι η παρούσα οδηγία και οι οδηγίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 εφαρμόζονται στις Καναρίους Νήσους –με την επιφύλαξη της λήψης μέτρων προσαρμογής λόγω της άκρως περιφερειακής τους θέσης– για όλα ή ορισμένα από τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1, με έναρξη εφαρμογής την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την κατάθεση της δήλωσης.

5. Η Γαλλία μπορεί να γνωστοποιήσει με δήλωσή της ότι η παρούσα οδηγία και οι οδηγίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 εφαρμόζονται στα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα –με την επιφύλαξη της λήψης μέτρων προσαρμογής λόγω της άκρως περιφερειακής τους θέσης– για όλα ή ορισμένα από τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1, με έναρξη εφαρμογής την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την κατάθεση της δήλωσης.

6. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν τη διατήρηση, στην Ελλάδα, του ειδικού καθεστώτος του Αγίου Όρους, όπως είναι κατοχυρωμένο από το άρθρο 105 του Ελληνικού Συντάγματος.

Άρθρο 6

1. Λαμβανομένων υπόψη των συμβάσεων και συνθηκών που έχουν συνάψει αντίστοιχα με τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία και την Κύπρο, το Πριγκιπάτο του Μονακό, η Νήσος του Μαν, ο Άγιος Μαρίνος και οι ζώνες κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ακρωτήρι και τη Δεκέλια δεν θεωρούνται τρίτες χώρες για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι η κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης από ή προς:

α) το Πριγκιπάτο του Μονακό, αντιμετωπίζεται ως κυκλοφορία από ή προς τη Γαλλία,

β) τη Νήσο του Μαν, αντιμετωπίζεται ως κυκλοφορία από ή προς το Ηνωμένο Βασίλειο,

γ) τον Άγιο Μαρίνο, αντιμετωπίζεται ως κυκλοφορία από ή προς την Ιταλία,

δ) τις ζώνες κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ακρωτήρι και τη Δεκέλια, αντιμετωπίζεται ως κυκλοφορία από ή προς την Κύπρο.

3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι η κυκλοφορία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης από ή προς το Jungholz και το Mittelberg (Kleines Walsertal) αντιμετωπίζεται ως κυκλοφορία από ή προς τη Γερμανία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Γένεση της οφειλής ειδικού φόρου κατανάλωσης

τμήμα 1 χρόνος και τόπος όπου καθίσταται απαιτητός ο φόρος

Άρθρο 7

1. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση.

Η θέση σε ανάλωση καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4.

2. Ως θέση σε ανάλωση νοείται:

α) η έξοδος προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης από καθεστώς αναστολής,

β) η παραγωγή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης εκτός καθεστώτος αναστολής.

γ) η εισαγωγή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), η εισαγωγή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης λαμβάνει χώρα όταν τα εν λόγω προϊόντα εισέρχονται στο έδαφος της Κοινότητας χωρίς να υπόκεινται σε τελωνειακή διαδικασία ή καθεστώς αναστολής ή όταν αυτά παύουν να καλύπτονται από τελωνειακή διαδικασία ή καθεστώς αναστολής.

Ωστόσο, εάν τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τεθούν, αμέσως μετά την εισαγωγή, σε καθεστώς αναστολής, τότε δεν θεωρείται ότι τίθενται σε ανάλωση.

3. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο (ii) και στο άρθρο 16 παράγραφος 2, θεωρείται ότι τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης έχουν τεθεί σε ανάλωση κατά την παραλαβή τους από τον εγγεγραμμένο παραλήπτη ή κατά την άμεση παράδοσή τους.

4. Η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, περιλαμβανομένης της απώλειας που εξαρτάται από τη φύση των προϊόντων, δεν θεωρείται θέση σε ανάλωση.

Η απώλεια ή καταστροφή των εν λόγω προϊόντων αποδεικνύονται κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές.

Κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, τα προϊόντα θεωρείται ότι έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν από οποιονδήποτε.

5. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τους κανόνες και τους όρους σύμφωνα με τους οποίους προσδιορίζονται οι απώλειες που εξαρτώνται από τη φύση των προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

Άρθρο 8

Οι όροι υπό τους οποίους ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός καθώς και ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι αυτοί που ισχύουν τη στιγμή κατά την οποία ο φόρος καθίσταται απαιτητός στο κράτος μέλος όπου το προϊόν τίθεται σε ανάλωση.

Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης εισπράττεται και, κατά περίπτωση, επιστρέφεται ή διαγράφεται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζει κάθε κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις ίδιες διαδικασίες τόσο στα εθνικά προϊόντα όσο και στα προϊόντα προέλευσης άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 9

1. Όταν σημειώνεται παρατυπία, κατά την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής, η οποία προκαλεί τη θέση σε ανάλωση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο τόπος θέσης σε ανάλωση, θεωρείται ότι έλαβε χώρα στο κράτος μέλος αποστολής.

Ωστόσο, εάν, πριν από τη λήξη τριετίας από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει η κυκλοφορία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1, διαπιστωθεί σε ποιο κράτος μέλος έλαβε πράγματι χώρα η θέση σε ανάλωση, το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής.

Εάν ο ειδικός φόρος κατανάλωσης έχει εισπραχθεί από το κράτος μέλος αποστολής, επιστρέφεται ή διαγράφεται αμέσως μόλις αποδειχθεί ότι εισπράχθηκε από το άλλο κράτος μέλος.

2. Εάν δεν είναι γνωστός ο χρόνος θέσης σε ανάλωση, θεωρείται ότι η θέση σε ανάλωση λαμβάνει χώρα τη στιγμή κατά την οποία τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης αποστέλλονται.

3. Κατά την έννοια της παραγράφου 1, ως παρατυπία νοείται η περίπτωση στην οποία η κυκλοφορία δεν λήγει σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

τμήμα 2 επιστροφή και διαγραφή

Άρθρο 10

Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 4 και στο άρθρο 34 παράγραφος 7, τα κράτη μέλη δύνανται, κατόπιν αιτήματος εμπόρου στα πλαίσια του επιτηδεύματός του, να προβλέπουν ότι τα υποκείμενα σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης προϊόντα τα οποία έχουν τεθεί σε ανάλωση μπορούν να τύχουν επιστροφής ή απαλλαγής των εν λόγω φόρων, εφόσον η επιστροφή ή διαγραφή δεν οδηγεί σε εξαιρέσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 11.

τμήμα 3 εξαιρέσεις

Άρθρο 11

1. Τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, περιλαμβανομένων αυτών που έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση, απαλλάσσονται από την καταβολή του φόρου εφόσον προορίζονται:

α) για παράδοση στα πλαίσια διπλωματικών ή προξενικών σχέσεων,

β) για διεθνείς οργανισμούς που αναγνωρίζονται από τις αρχές της χώρας υποδοχής και για τα μέλη των οργανισμών αυτών, εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις διεθνείς συμβάσεις για την ίδρυσή τους ή από τις συμφωνίες για την έδρα τους,

γ) για τις δυνάμεις κάθε κράτους που συμμετέχει στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο εκτός από τις δυνάμεις του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι απαιτητός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, εφόσον προορίζονται για χρήση από τις δυνάμεις αυτές ή από το πολιτικό προσωπικό που τις συνοδεύει, ή για τον εφοδιασμό των λεσχών ή των κυλικείων τους,

δ) για τις ένοπλες δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου που σταθμεύουν στην Κύπρο σύμφωνα με τη συνθήκη εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας της 16ης Αυγούστου 1960, για χρήση από τις εν λόγω ένοπλες δυνάμεις ή από το πολιτικό προσωπικό που τις συνοδεύει ή για εφοδιασμό των λεσχών ή των κυλικείων τους,

ε) για κατανάλωση στα πλαίσια συμφωνίας που συνάπτεται με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, εφόσον αυτή η συμφωνία γίνεται δεκτή ή επιτρέπεται να υπαχθεί σε καθεστώς απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.

2. Οι απαλλαγές υπόκεινται στις προϋποθέσεις και στα όρια που καθορίζονται από το κράτος μέλος υποδοχής. Τα κράτη μέλη δύνανται να εγκρίνουν την απαλλαγή με επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης.

Άρθρο 12

Με την επιφύλαξη του άρθρου 20 παράγραφος 1, τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία κυκλοφορούν υπό καθεστώς αναστολής για να παραδοθούν σε παραλήπτη που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 συνοδεύονται από πιστοποιητικό απαλλαγής.

Σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, η Επιτροπή αποφασίζει για τη μορφή και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού απαλλαγής.

Άρθρο 13

1. Τα κράτη μέλη δύνανται να απαλλάσσουν από την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης τα υποκείμενα στο φόρο αυτό προϊόντα τα οποία προέρχονται από τα πρατήρια αφορολόγητων ειδών και τα οποία μεταφέρονται στις προσωπικές αποσκευές των ταξιδιωτών που μεταβαίνουν σε τρίτο έδαφος ή σε τρίτη χώρα αεροπορικώς ή δια θαλάσσης.

2. Τα προϊόντα τα οποία πωλούνται πάνω σε αεροπλάνο ή πλοίο κατά τη διάρκεια της πτήσης ή του πλου προς τρίτο έδαφος ή τρίτη χώρα αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο με τα προϊόντα τα οποία πωλούνται από τα καταστήματα αφορολόγητων ειδών.

3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση.

4. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «τρίτα εδάφη» , τα εδάφη που απαριθμούνται στο άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3,

β) «πρατήριο αφορολόγητων ειδών» , κάθε κατάστημα που βρίσκεται μέσα σε αερολιμένα ή λιμένα και πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζουν οι αρμόδιες δημόσιες αρχές, κατ’ εφαρμογήν ιδίως της παραγράφου 3,

γ) «ταξιδιώτης που μεταβαίνει σε τρίτο έδαφος ή σε τρίτη χώρα» , κάθε επιβάτης κάτοχος αεροπορικού εισιτηρίου ή εισιτηρίου θαλάσσιας διαδρομής, στο οποίο ως άμεσος προορισμός αναφέρεται αερολιμένας ή λιμένας τρίτους εδάφους ή τρίτης χώρας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Παραγωγή, μεταποίηση και κατοχή

Άρθρο 14

1. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τις δικές του ρυθμίσεις σχετικά με την παραγωγή, μεταποίηση και κατοχή των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, με την επιφύλαξη της παρούσας οδηγίας.

2. Η παραγωγή, η μεταποίηση και η κατοχή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα υπό καθεστώς αναστολής, μόνο εάν οι δραστηριότητες αυτές διεξάγονται σε εγκαταστάσεις εγκεκριμένες σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εγκρίνουν ως «φορολογικές αποθήκες» τις εγκαταστάσεις οι οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή, τη μεταποίηση και την κατοχή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, καθώς και για την παραλαβή ή αποστολή τους, στο πλαίσιο καθεστώτος αναστολής.

Άρθρο 15

1. Η σύσταση και λειτουργία μιας φορολογικής αποθήκης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εφεξής «εγκεκριμένος αποθηκευτής», προϋποθέτει την άδεια των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών όπου ευρίσκεται η φορολογική αποθήκη.

Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας δεν μπορεί να απορριφθεί με μοναδική αιτιολογία ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και προτίθεται να εκμεταλλευτεί τη φορολογική αποθήκη μέσω αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος στο κράτος μέλος που έχει χορηγήσει την άδεια.

Η άδεια καλύπτει τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 3.

2. Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής υποχρεούται:

α) να παρέχει, ενδεχομένως, εγγύηση η οποία να καλύπτει τον κίνδυνο που περικλείει η παραγωγή, η μεταποίηση και η κατοχή των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης,

β) να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που έχει ορίσει το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται η φορολογική αποθήκη,

γ) να τηρεί, για κάθε φορολογική αποθήκη, λογιστικά βιβλία των αποθεμάτων και των μετακινήσεων των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης,

δ) να εισάγει στη φορολογική αποθήκη του, μόλις φθάνουν, όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία κυκλοφορούν υπό καθεστώς αναστολής,

ε) να αποδέχεται κάθε έλεγχο ή απογραφή των αποθεμάτων.

Οι όροι για την εγγύηση που αναφέρεται στο στοιχείο α) καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο εκδίδεται η άδεια της φορολογικής αποθήκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής

τμήμα 1 γενικά

Άρθρο 16

1. Τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μπορούν να κυκλοφορούν υπό καθεστώς αναστολής στο έδαφος της Κοινότητας:

α) από μία φορολογική αποθήκη προς έναν από τους επόμενους προορισμούς:

(i) άλλη φορολογική αποθήκη,

(ii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού, υπό τους όρους που καθορίζουν οι εν λόγω αρχές, να παραλαμβάνει τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και κυκλοφορούν υπό καθεστώς αναστολής τα οποία έχουν αποσταλεί από άλλο κράτος μέλος, εφεξής ο «εγγεγραμμένος παραλήπτης»,

(iii) τόπο όπου τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης εγκαταλείπουν το έδαφος της Κοινότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1,

(iv) παραλήπτη που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, όταν τα προϊόντα αποστέλλονται από άλλο κράτος μέλος,

β) από τον τόπο εισαγωγής προς οποιονδήποτε από τους προορισμούς που αναφέρονται στο στοιχείο α), όταν τα εν λόγω προϊόντα αποστέλλονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής, υπό τους όρους που καθορίζουν οι αρχές αυτές, εφεξής ο «εγγεγραμμένος αποστολέας».

2. Κατά παρέκκλιση από τα σημεία (i) και (ii) της παραγράφου 1 στοιχείο α), το κράτος μέλος προορισμού δύναται, υπό τους όρους που καθορίζει, να επιτρέπει στα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης να διακινούνται υπό καθεστώς αναστολής προς τόπο άμεσης παράδοσης που βρίσκεται στο έδαφός του, όταν ο τόπος αυτός έχει οριστεί από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή στο κράτος μέλος προορισμού ή από τον εγγεγραμμένο παραλήπτη.

Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής και ο εγγεγραμμένος παραλήπτης παραμένουν υπεύθυνοι για την υποβολή της απόδειξης παραλαβής που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν για την κυκλοφορία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης με μηδενικό συντελεστή τα οποία δεν έχουν τεθεί σε ανάλωση.

Άρθρο 17

1. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής απαιτούν, υπό τους όρους που καθορίζουν, οι κίνδυνοι της κυκλοφορίας υπό καθεστώς αναστολής να καλύπτονται από εγγύηση, την οποία μπορούν να παρέχουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α) ο εγκεκριμένος αποθηκευτής αποστολής,

β) ο εγγεγραμμένος αποστολέας,

γ) ο μεταφορέας,

δ) ο κάτοχος των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης,

ε) ο παραλήπτης.

2. Η εγγύηση ισχύει σε όλη την Κοινότητα.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους τρόπους παροχής της εγγύησης.

3. Το κράτος μέλος αποστολής μπορεί να εξαιρέσει από την υποχρέωση παροχής εγγύησης την κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής:

α) εφόσον πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου στο έδαφός του,

β) εφόσον συμφωνούν τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, την κυκλοφορία ενεργειακών προϊόντων εντός της Κοινότητας δια θαλάσσης ή μέσω σταθερού αγωγού.

Άρθρο 18

1. Ο εγγεγραμμένος παραλήπτης δεν δύναται να κατέχει ή να αποστέλλει προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής.

Ο εγγεγραμμένος παραλήπτης πρέπει να συμμορφώνεται με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α) να εγγυάται την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης υπό τους όρους που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού,

β) να τηρεί λογιστικά στοιχεία σχετικά με τις παραδόσεις προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης,

γ) να καταχωρεί αμελλητί στα λογιστικά στοιχεία, μόλις φθάσουν, τα προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία κυκλοφορούν υπό καθεστώς αναστολής,

δ) να αποδέχεται οποιονδήποτε έλεγχο και την απογραφή των αποθεμάτων.

2. Για τον έμπορο που παραλαμβάνει μόνο περιστασιακά προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, η άδεια που αναφέρεται στο σημείο (ii) του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο α) περιορίζεται σε μία συγκεκριμένη ποσότητα προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σε ένα μόνο αποστολέα και σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Ο εγγεγραμμένος παραλήπτης που είναι εξουσιοδοτημένος για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου πρέπει να συμμορφώνεται με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α) εγγυάται την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης υπό τους όρους που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού,

β) αποδέχεται κάθε έλεγχο που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού να βεβαιωθούν ότι τα προϊόντα έχουν πράγματι παραληφθεί.

Άρθρο 19

1. Η κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής θεωρείται ότι αρχίζει όταν τα προϊόντα εγκαταλείπουν τη φορολογική αποθήκη αποστολής ή τον τόπο εισαγωγής.

2. Η κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής θεωρείται ότι περατώνεται όταν ο παραλήπτης παραλάβει τα προϊόντα ή, στην περίπτωση που αναφέρεται στο σημείο (iii) του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν τα προϊόντα εγκαταλείψουν το έδαφος της Κοινότητας.

τμήμα 2 διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται κατά την κυκλοφορια προϊοντων τα οποια υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής

Άρθρο 20

1. Η κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα υπό καθεστώς αναστολής μόνο εάν λαμβάνει χώρα υπό την κάλυψη ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου το οποίο καταρτίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο αποστολέας υποβάλλει ένα σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής χρησιμοποιώντας το μηχανοργανωμένο σύστημα που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ, εφεξής «το μηχανοργανωμένο σύστημα».

3. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής ελέγχουν ηλεκτρονικά εάν τα στοιχεία που αναφέρονται στο σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου είναι πλήρη και ακριβή.

Εάν τα στοιχεία αυτά είναι πλήρη και ακριβή, αποδίδουν στο έγγραφο έναν ενιαίο διοικητικό κωδικό αναφοράς.

Διαβιβάζουν το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο που περιλαμβάνει το διοικητικό κωδικό αναφοράς στον αποστολέα.

4. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία (i), (ii) και (iv) του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής διαβιβάζουν το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού, οι οποίες το προωθούν στον παραλήπτη εφόσον ο παραλήπτης είναι εγκεκριμένος αποθηκευτής ή εγγεγραμμένος παραλήπτης.

Όταν τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης προορίζονται για εγκεκριμένο αποθηκευτή στο κράτος μέλος αποστολής, οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους του διαβιβάζουν απευθείας το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο.

5. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο σημείο (iii) του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής διαβιβάζουν το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου υποβάλλεται η διασάφηση εξαγωγής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 161 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2913/92, εφεξής το «κράτος μέλος εξαγωγής», εάν το εν λόγω κράτος μέλος είναι διαφορετικό από το κράτος μέλος αποστολής.

6. Ο αποστολέας γνωστοποιεί τον διοικητικό κωδικό αναφοράς στο πρόσωπο που συνοδεύει τα προϊόντα.

Ο κωδικός είναι διαθέσιμος σε όλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας υπό καθεστώς αναστολής.

7. Ο αποστολέας μπορεί να ακυρώσει το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο εφόσον η κυκλοφορία δεν έχει αρχίσει σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1.

8. Ο αποστολέας μπορεί να τροποποιήσει τον προορισμό κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας υπό καθεστώς αναστολής, να παρουσιάσει νέο προορισμό ο οποίος πρέπει να είναι ένας από τους προορισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία (i), (ii) ή (iii) ή, ενδεχομένως, στο άρθρο 16 παράγραφος 2.

Άρθρο 21

Στην περίπτωση κυκλοφορίας δια θαλάσσης ή μέσω εσωτερικών πλωτών οδών υπό καθεστώς αναστολής ενεργειακών προϊόντων τα οποία προορίζονται για παραλήπτη ο οποίος δεν είναι οριστικά γνωστός κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο αποστολέας υποβάλλει το σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής μπορούν να επιτρέπουν στον αποστολέα να παραλείψει από το έγγραφο αυτό τα στοιχεία που αφορούν τον παραλήπτη.

Όταν τα στοιχεία αυτά γίνουν γνωστά, ο αποστολέας τα διαβιβάζει αμέσως στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής.

Άρθρο 22

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αποστολής μπορεί να επιτρέπει, υπό τους όρους που καθορίζει το εν λόγω κράτος μέλος, στον αποστολέα να διαιρέσει, μέσω του μηχανοργανωμένου συστήματος, σε δύο ή περισσότερα μέρη την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής των ενεργειακών προϊόντων, εφόσον δεν μεταβάλλεται η συνολική ποσότητα των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι η κατανομή αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο έδαφός τους.

Άρθρο 23

1. Κατά την παραλαβή των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε οποιονδήποτε από τους προορισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία (i), (ii) ή (iv) ή στο άρθρο 16 παράγραφος 2, ο παραλήπτης υποβάλλει αμέσως, μέσω του μηχανοργανωμένου συστήματος, απόδειξη παραλαβής τους, εφεξής η «απόδειξη παραλαβής», στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού.

Οι αρχές αυτές παρέχουν στους παραλήπτες που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 τη βοήθεια που είναι απαραίτητη για την υποβολή απόδειξης παραλαβής μέσω του μηχανοργανωμένου συστήματος.

2. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού ελέγχουν ηλεκτρονικά εάν τα στοιχεία που αναφέρονται στην απόδειξη παραλαβής είναι πλήρη και ακριβή, και στη συνέχεια επιβεβαιώνουν στον παραλήπτη την καταχώρησή της και τη διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής.

3. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής διαβιβάζουν την απόδειξη παραλαβής στον αποστολέα. Όταν ο τόπος αποστολής και προορισμού ευρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους διαβιβάζουν την απόδειξη παραλαβής απευθείας στον αποστολέα.

Άρθρο 24

1. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο (iii), συμπληρώνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής μία δήλωση, εφεξής «δήλωση εξαγωγής», με βάση το πιστοποιητικό που εκδίδει το τελωνείο εξόδου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 793 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής[22], ή το τελωνείο όπου πραγματοποιούνται οι διατυπώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, το οποίο βεβαιώνει ότι τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης εγκατέλειψαν το έδαφος της Κοινότητας.

2. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής ελέγχουν ηλεκτρονικά εάν τα στοιχεία που προκύπτουν από το πιστοποιητικό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι πλήρη και ακριβή και, εάν το κράτος μέλος αποστολής είναι διαφορετικό από το κράτος μέλος εξαγωγής, διαβιβάζουν την έκθεση εξαγωγής στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής.

3. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής διαβιβάζουν τη δήλωση εξαγωγής στον αποστολέα.

Άρθρο 25

1. Η απόδειξη παραλαβής ή δήλωση εξαγωγής αποδεικνύουν ότι η κυκλοφορία περατώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

2. Εάν δεν υπάρχει η απόδειξη παραλαβής ή η έκθεση εξαγωγής, καθώς και σε περίπτωση που το μηχανοργανωμένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο, η περάτωση της κυκλοφορίας υπό καθεστώς αναστολής μπορεί να αποδειχθεί με θεώρηση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προορισμού, με βάση κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία ότι τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης που απεστάλησαν έχουν φθάσει στον αναφερόμενο προορισμό ή, στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο (iii), με θεώρηση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το τελωνείο εξόδου, οι οποίες βεβαιώνουν ότι τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης εγκατέλειψαν το έδαφος της Κοινότητας.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, κατάλληλο αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί ένα έγγραφο που υποβάλλεται από τον παραλήπτη και το οποίο περιέχει τα ίδια στοιχεία με την απόδειξη παραλαβής.

Άρθρο 26

1. Εάν το μηχανοργανωμένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο, την κυκλοφορία των προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής μπορεί να αρχίσει εγκεκριμένος αποθηκευτής ή εγγεγραμμένος αποστολέας, υπό τους εξής όρους:

α) τα προϊόντα συνοδεύονται από έντυπο το οποίο περιέχει τα ίδια στοιχεία με το σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2,

β) πρέπει να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής τη στιγμή της αποστολής.

Όταν αποκατασταθεί το σύστημα και είναι διαθέσιμο, ο αποστολέας υποβάλλει αμελλητί σχέδιο ηλεκτρονικού διοικητικού εγγράφου. Το έγγραφο αυτό αντικαθιστά το έντυπο έγγραφο που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου αμέσως μόλις καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 3 και εφαρμόζεται η διαδικασία σχετικά με το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο.

Μέχρις ότου το ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο υποβληθεί σε διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3, η κυκλοφορία θεωρείται ότι πραγματοποιείται υπό καθεστώς αναστολής βάσει του εντύπου εγγράφου.

2. Εάν το μηχανοργανωμένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 8 ή στο άρθρο 22 μπορεί να κοινοποιήσει εγκεκριμένος αποθηκευτής ή εγγεγραμμένος αποστολέας χρησιμοποιώντας άλλα μέσα επικοινωνίας. Για το σκοπό αυτό ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής όταν αρχίσει η αλλαγή προορισμού ή η κατανομή της κυκλοφορίας.

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Μέχρις ότου οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής πραγματοποιήσουν τον απαραίτητο ηλεκτρονικό έλεγχο και διαβιβάσουν το αντίστοιχο ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο στον αποστολέα, θεωρείται ότι η κυκλοφορία ή οι σχετικές μετακινήσεις πραγματοποιούνται υπό καθεστώς αναστολής βάσει των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

3. Η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, να καθορίσει τους κανόνες και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται στις περιπτώσεις στις οποίες το μηχανοργανωμένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο.

Άρθρο 27

Η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, μέτρα για να καθοριστούν:

(1) η διάρθρωση και το περιεχόμενο των μηνυμάτων που πρέπει να ανταλλάσσουν για τους σκοπούς των άρθρων 20 έως 24 τα πρόσωπα και οι αρμόδιες αρχές που αφορά η κυκλοφορία προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής και οι σχετικές αρμόδιες αρχές μεταξύ τους,

(2) οι κανόνες και οι διαδικασίες όσον αφορά τις ανταλλαγές μηνυμάτων που αναφέρονται στο σημείο (1).

τμήμα 3 απλουστευμένες διαδικασίες

Άρθρο 28

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν απλουστευμένες διαδικασίες όσον αφορά την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής η οποία πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου στο έδαφός τους.

Άρθρο 29

Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μπορούν, κατόπιν συμφωνίας, να θεσπίσουν απλουστευμένες διαδικασίες για τους σκοπούς των ακόλουθων μετακινήσεων υπό καθεστώς αναστολής:

(1) συχνές και τακτικές μετακινήσεις μεταξύ ορισμένων οικονομικών φορέων σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη,

(2) συχνές και τακτικές μετακινήσεις μεταξύ ορισμένων οικονομικών φορέων σε ένα κράτος μέλος μέσω άλλου κράτους μέλους,

(3) μετακινήσεις μέσω σταθερών αγωγών μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Κυκλοφορία και φορολόγηση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μετά τη θέση σε ανάλωση

τμήμα 1 απόκτηση από ιδιώτες

Άρθρο 30

1. Για τα προϊόντα τα οποία αποκτούν ιδιώτες για προσωπική τους χρήση και τα οποία μεταφέρουν αυτοπροσώπως από ένα κράτος μέλος σε άλλο, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης εισπράττονται μόνο στο κράτος μέλος όπου τα προϊόντα αυτά αποκτώνται.

Όσον αφορά τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, εκτός των βιομηχανοποιημένων καπνών, που αποκτώνται από ιδιώτες, το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις μεταφοράς των προϊόντων για λογαριασμό τους.

Η φορολόγηση στο κράτος μέλος απόκτησης εφαρμόζεται επίσης στα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία αποστέλλονται από έναν ιδιώτη σε άλλον χωρίς άμεση ή έμμεση καταβολή αντιτίμου.

2. Για να προσδιορίσουν κατά πόσο τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1 προορίζονται για προσωπική χρήση, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

α) την εμπορική ιδιότητα του κατόχου των προϊόντων και τους λόγους για τους οποίους τα κατέχει,

β) τον τόπο όπου βρίσκονται τα προϊόντα ή, ανάλογα με την περίπτωση, το χρησιμοποιούμενο τρόπο μεταφοράς,

γ) οποιοδήποτε έγγραφο σχετικό με τα προϊόντα,

δ) τη φύση των προϊόντων,

ε) την ποσότητα των προϊόντων.

τμήμα 2 κατοχή σε άλλο κράτος μέλος

Άρθρο 31

1. Σε περίπτωση κατά την οποία προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε κράτος μέλος βρίσκονται στην κατοχή προσώπου για εμπορικούς σκοπούς σε άλλο κράτος μέλος, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης εισπράττονται στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος.

Ως εμπορικοί σκοποί νοούνται όλοι οι σκοποί εκτός των προσωπικών αναγκών των ιδιωτών, οι οποίες καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1, εάν τα βιομηχανοποιημένα καπνά δεν μεταφέρονται από τους εν λόγω ταξιδιώτες, θεωρείται ότι κατέχονται για εμπορικούς σκοπούς.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 36, σε περίπτωση κατά την οποία προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε κράτος μέλος κυκλοφορούν στο εσωτερικό της Κοινότητας, τα προϊόντα αυτά δεν θεωρείται ότι κατέχονται για εμπορικούς σκοπούς μέχρις ότου φτάσουν στο κράτος μέλος προορισμού, υπό την προϋπόθεση ότι κυκλοφορούν βάσει των διατυπώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και γ) , ή αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 34 παράγραφος 4 στοιχεία α), β) και γ), ανάλογα με την περίπτωση.

3. Τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία βρίσκονται επί πλοίου ή αεροσκάφους που πραγματοποιεί θαλάσσια ταξίδια ή πτήσεις μεταξύ δύο κρατών μελών και τα οποία δεν διατίθενται προς πώληση όταν το πλοίο ή το αεροσκάφος βρίσκεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους δεν θεωρείται ότι βρίσκονται στο εν λόγω κράτος μέλος για εμπορικούς σκοπούς.

4. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στο κράτος μέλος όπου έλαβε χώρα η θέση σε ανάλωση επιστρέφονται ή διαγράφονται στις περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού διαπιστώνουν ότι καθίστανται απαιτητοί οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης.

Άρθρο 32

1. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, υπόχρεος να καταβάλει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης είναι το πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκονται τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή για λογαριασμό του οποίου κατέχονται τα εν λόγω προϊόντα.

Ωστόσο, εάν τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης βρίσκονται στην κατοχή προσώπου με σκοπό την παράδοσή τους σε επαγγελματία ή οργανισμό δημοσίου δικαίου εγκατεστημένο στο κράτος μέλος κατοχής, υπόχρεος να καταβάλει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης είναι ο εν λόγω επαγγελματίας ή οργανισμός.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές εξουσιοδοτούν τον πωλητή, μετά από αίτησή του, να αντικαταστήσει το σχετικό επαγγελματία ή οργανισμό δημοσίου δικαίου ως υπόχρεος για την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης, υπό την προϋπόθεση ότι ο πωλητής πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 34 παράγραφος 4.

2. Στην περίπτωση στην οποία το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ή για λογαριασμό του οποίου βρίσκονται στην κατοχή άλλου, δεν είναι εγκατεστημένο στο κράτος μέλος κατοχής, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 34 παράγραφος 4.

3. Στις περιπτώσεις, εκτός αυτών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο και στην παράγραφο 2, ο υπόχρεος να καταβάλει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης οφείλει να εκπληρώνει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α) να καταθέτει, πριν από την αποστολή των εμπορευμάτων, δήλωση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού και να εγγυάται την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης,

β) να εξασφαλίζει ότι κατά την κυκλοφορία τους μεταξύ κρατών μελών, τα προϊόντα συνοδεύονται από ένα έγγραφο, εφεξής «συνοδευτικό έγγραφο»,

γ) να καταβάλλει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο κράτος μέλος προορισμού σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το εν λόγω κράτος μέλος,

δ) να αποδέχεται κάθε έλεγχο που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού για να εξακριβώσουν ότι πραγματοποιήθηκε η παραλαβή των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και ότι καταβλήθηκαν οι οφειλόμενοι ειδικοί φόροι κατανάλωσης.

4. Η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, διατάξεις που καθορίζουν τη μορφή και το περιεχόμενο του συνοδευτικού εγγράφου.

Άρθρο 33

1. Σε περίπτωση κατά την οποία προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε κράτος μέλος πρέπει να μεταφερθούν σε προορισμό που βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος μέσω του εδάφους άλλου κράτους μέλους, ισχύουν οι ακόλουθες ρυθμίσεις:

α) η κυκλοφορία πρέπει να πραγματοποιηθεί με βάση το συνοδευτικό έγγραφο και να ακολουθήσει την κατάλληλη διαδρομή,

β) ο αποστολέας οφείλει να υποβάλει, πριν από την αποστολή των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, δήλωση στις αρμόδιες αρχές του τόπου αναχώρησης,

γ) ο παραλήπτης οφείλει να βεβαιώνει την παραλαβή των εμπορευμάτων σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τις αρμόδιες αρχές του τόπου προορισμού,

δ) ο αποστολέας και ο παραλήπτης υποχρεούνται να δέχονται κάθε έλεγχο που επιτρέπει στις φορολογικές αρχές των χωρών τους να διαπιστώνουν την πραγματική παραλαβή των εμπορευμάτων.

2. Όταν προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης κυκλοφορούν συχνά και τακτικά υπό τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν, με διμερείς διοικητικές συμφωνίες, να επιτρέπουν απλουστευμένη διαδικασία.

τμήμα 3 πώληση εξ αποστάσεως

Άρθρο 34

1. Τα προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε κράτος μέλος, τα οποία αγοράζονται από πρόσωπα που ενεργούν ως ιδιώτες και τα οποία αποστέλλονται ή μεταφέρονται σε άλλο κράτος μέλος άμεσα ή έμμεσα από τον πωλητή ή για λογαριασμό του υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο κράτος μέλος προορισμού.

2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά την παράδοση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

3. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης του κράτους μέλους προορισμού καθίσταται απαιτητός από τον πωλητή.

4. Ο πωλητής πρέπει να εκπληρώνει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α) να εγγράφεται στα φορολογικά μητρώα των φορολογικών αρχών του κράτους μέλους αποστολής των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης,

β) να εγγυάται, πριν από την αποστολή των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης σε φορολογική υπηρεσία η οποία έχει ορισθεί ειδικά από το κράτος μέλος προορισμού για τους σκοπούς της πώλησης εξ αποστάσεως,

γ) να αναγράφει στα εμπορικά έγγραφα που συνοδεύουν την αποστολή των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τον αριθμό φορολογικού μητρώου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 τρίτο εδάφιο,

δ) μετά την πάροδο περιόδου την οποία καθορίζει κάθε κράτος μέλος, να διαβιβάζει στη φορολογική υπηρεσία που αναφέρεται στο στοιχείο β) έγγραφο που περιλαμβάνει τις ποσότητες υποκείμενων σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης προϊόντων τα οποία παρέδωσε κατά την περίοδο αυτή.

5. Το κράτος μέλος προορισμού καθορίζει τους όρους για τον υπολογισμό της εγγύησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο β).

Κατά την κατάθεση της εγγύησης, ο πωλητής οφείλει να προσκομίζει το έγγραφο καταχώρησης στα φορολογικά μητρώα που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο α).

Το κράτος μέλος προορισμού παρέχει στη συνέχεια στον πωλητή αριθμό φορολογικού μητρώου.

6. Το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο δ) πρέπει να θεωρείται από τις φορολογικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο α) και, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από τα διοικητικά και εμπορικά έγγραφα που απαιτούνται από το κράτος μέλος προορισμού.

Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καταβάλλεται σύμφωνα με τη διαδικασία που έχει θεσπίσει το κράτος μέλος προορισμού.

7. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που καταβλήθηκαν στο πρώτο κράτος μέλος επιστρέφονται ή διαγράφονται, κατόπιν αιτήσεως του πωλητή, εφόσον αυτός έχει ακολουθήσει τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο 4.

Σε περίπτωση που ο πωλητής είναι εγκεκριμένος αποθηκευτής, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν απλούστευση της διαδικασίας επιστροφής ή διαγραφής.

8. Η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, τον τύπο και το περιεχόμενο των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) και δ) και καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στα εμπορικά έγγραφα που προβλέπονται στην ίδια παράγραφο στοιχείο γ).

τμήμα 4 καταστροφή και απώλεια

Άρθρο 35

Σε περίπτωση κατά την οποία τα προϊόντα υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης βάσει του άρθρου 31 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο ή του άρθρου 34 παράγραφος 1, ο φόρος δεν καθίσταται απαιτητός σε περίπτωση ολικής καταστροφής ή ανεπανόρθωτης απώλειας των προϊόντων.

Το άρθρο 7 παράγραφος 4 δεύτερο και τρίτο εδάφιο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία όσον αφορά τα προϊόντα αυτά.

Η εγγύηση που κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή το άρθρο 34 παράγραφος 4 στοιχείο β) αποδεσμεύεται πλήρως ή εν μέρει.

τμήμα 5 παρατυπίες κατά την κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης

Άρθρο 36

1. Εάν τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης κυκλοφορούν σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 και δεν φθάσουν στο κράτος μέλος προορισμού, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός, σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, στο κράτος μέλος όπου περατώθηκε η εν λόγω κυκλοφορία ή όπου τα προϊόντα αποσύρθηκαν από αυτή την κυκλοφορία.

Τους φόρους υποχρεούται να καταβάλει το πρόσωπο που εγγυήθηκε την καταβολή τους σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή το άρθρο 34 παράγραφος 4 στοιχείο β).

Μόλις προσκομιστεί απόδειξη ότι οι αρμόδιες αρχές του σχετικού κράτους μέλους διαπίστωσαν το απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης, το κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση επιστρέφει ή διαγράφει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης· το κράτος μέλος προορισμού αποδεσμεύει την εγγύηση που έχει κατατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή το άρθρο 34 παράγραφος 4 στοιχείο β).

Σε περίπτωση κατά την οποία η κυκλοφορία περατώνεται ή τα προϊόντα εξέρχονται από αυτήν στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση, το κράτος μέλος προορισμού αποδεσμεύει την εγγύηση που έχει κατατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή το άρθρο 34 παράγραφος 4 στοιχείο β).

2. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί πού περατώθηκε η κυκλοφορία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή πού εξήλθαν τα προϊόντα από την κυκλοφορία, το γεγονός αυτό, εφεξής «η παρατυπία», θεωρείται ότι έλαβε χώρα στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση.

Ωστόσο, εάν πριν από τη λήξη της τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία αποστολής των προϊόντων, προσδιοριστεί σε ποιο κράτος μέλος διαπράχθηκε η παρατυπία, το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους θέσης σε ανάλωση.

Μόλις προσκομιστεί απόδειξη της είσπραξης των ειδικών φόρων κατανάλωσης από το άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση διαγράφει ή επιστρέφει τους φόρους που απαίτησε ή εισέπραξε.

3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εάν δεν είναι γνωστό πότε διαπράχθηκε η παρατυπία, θεωρείται ότι διαπράχθηκε κατά το χρόνο αποστολής των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Διάφορα

τμήμα 1 επισήματα

Άρθρο 37

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν να φέρουν τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης φορολογικά επισήματα ή εθνικά αναγνωριστικά σήματα που χρησιμοποιούνται για φορολογικούς σκοπούς όταν τίθενται σε ανάλωση στο έδαφός τους, ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και στο άρθρο 34 παράγραφος 1, όταν εισέρχονται στο έδαφός τους.

2. Κάθε κράτος μέλος που προβλέπει τη χρησιμοποίηση φορολογικών επισημάτων ή εθνικών αναγνωριστικών σημάτων κατά την έννοια της παραγράφου 1 υποχρεούται να τα θέτει στη διάθεση των εγκεκριμένων αποθηκευτών των άλλων κρατών μελών.

3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων που θεσπίζουν προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του παρόντος άρθρου και προκειμένου να προλαμβάνεται οποιαδήποτε φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση, τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα εν λόγω σήματα ή επισήματα να μην δημιουργούν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Όταν τοποθετούνται επισήματα ή σήματα στα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τα ποσά που έχουν καταβληθεί ή για τα οποία έχει συσταθεί εγγύηση προκειμένου να δοθούν τα εν λόγω επισήματα ή σήματα επιστρέφονται, διαγράφονται ή αποδεσμεύονται από το κράτος μέλος που τα έχει χορηγήσει εάν ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός και εισπράττεται σε άλλο κράτος μέλος.

4. Τα κατά την έννοια της παραγράφου 1 φορολογικά επισήματα ή αναγνωριστικά σήματα ισχύουν μόνο στο κράτος μέλος που τα χορήγησε. Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να προβαίνουν σε αμοιβαία αναγνώριση αυτών των (επι)σημάτων.

τμήμα 2μικροί οινοπαραγωγοί

Άρθρο 38

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους μικρούς οινοπαραγωγούς από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια III και IV καθώς και από τις υποχρεώσεις τις σχετικές με την κυκλοφορία και τον έλεγχο. Όταν οι μικροί αυτοί οινοπαραγωγοί πραγματοποιούν οι ίδιοι ενδοκοινοτικές συναλλαγές, ενημερώνουν τις σχετικές αρχές και συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 884/2001 της Επιτροπής[23].

2. Ως «μικροί οινοπαραγωγοί» νοούνται αυτοί που παράγουν κατά μέσο όρο κάτω των 1 000 hl οίνου το χρόνο.

3. Όταν οι μικροί οινοπαραγωγοί απαλλάσσονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο παραλήπτης ενημερώνει, μέσω του εγγράφου που απαιτείται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 884/2001 ή με αναφορά σε αυτό, τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού των παραδόσεων οίνου που έχουν παραληφθεί.

τμήμα 3ανεφοδιασμός των πλοίων και αεροσκαφών

Άρθρο 39

Μέχρι την έκδοση από το Συμβούλιο των κοινοτικών διατάξεων σχετικά με τον ανεφοδιασμό των πλοίων και αεροσκαφών, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν σε ισχύ τις εθνικές διατάξεις τους στον τομέα αυτόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIIΤελικές διατάξεις

Άρθρο 40

1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή, εφεξής η «επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης».

2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε τρεις μήνες.

Άρθρο 41

Πέρα από τα καθήκοντά της βάσει του άρθρου 40, η επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης εξετάζει τα θέματα που θέτει ο πρόεδρος, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε ύστερα από αίτημα αντιπροσώπου κράτους μέλους, σχετικά με την εφαρμογή των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης κοινοτικών διατάξεων.

Άρθρο 42

Η οδηγία 92/12/ΕΟΚ καταργείται με ισχύ από την [1η Απριλίου 2009].

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία λογίζονται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα.

Άρθρο 43

Έως τις [31 Δεκεμβρίου 2009], τα κράτη μέλη αποστολής μπορούν να συνεχίσουν να επιτρέπουν την έναρξη κυκλοφορίας προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής με βάση τις διατυπώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 και στο άρθρο 18 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

Η κυκλοφορία αυτή, καθώς και η εκκαθάρισή της υπόκειται στις διατάξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και στο άρθρο 15 παράγραφος 4 και 5 και στο άρθρο 19 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Το άρθρο 15 παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας εφαρμόζεται σε όλους τους εγγυητές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

Τα άρθρα 20 έως 26 της παρούσας οδηγίας δεν ισχύουν για την κυκλοφορία αυτών των προϊόντων.

Άρθρο 44

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις [28 Φεβρουαρίου 2009], τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των διατάξεων καθώς και έναν πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την [1η Απριλίου 2009].

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις διατάξεις αυτές, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η αναφορά αυτή καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 45

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 46

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, …

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας αντιστοιχίας 1: Οδηγία 92/12/ΕΟΚ > Νέα οδηγία |

Άρθρο οδηγίας 92/12/ΕΟΚ | Νέο άρθρο | Άρθρο οδηγίας 92/12/ΕΟΚ | Νέο άρθρο |

1 | 1 | 15(6) | 21 |

2 | 5, 6 | 16 | 18 |

3(1) | 1 | 17 | - |

3(2) | 2(2) | 18(1) | 20(1), 20(2), 27 |

3(3) | 2(3) | 18(2-6) | - |

4 | 4 | 19 | 20(3-5), 23, 24, 29 |

5(1) | 2(1), 7(2) | 20 | 9 |

5(2) | 7(2) | 21 | 37 |

5(3) | - | 22(1), 22(2) | 10 |

22(3) | 31(4) |

22(4) | 34(7) |

22(5) | - |

6(1) | 7(1), 7(2) | 23(1) | 11 |

23(1α) | 12 |

23(2) | - |

6(2) | 8 | 23(3) | - |

7 | 31, 32, 33 | 23(4) | - |

8 | 30 | 23(5) | 39 |

9 | 30 | 24 | 40, 41 |

10 | 34 | 25 | - |

11 | 14(1), 14(2) | 26 | - |

12 | 15(1) | 26α | - |

13 | 15(2) | 27 | - |

14 | 7(4), 7(5) | 28 | - |

15(1) | 16(1), 16(3) | 29 | 38 |

15(2) | - | 30 | - |

15(3) | 17 | 30α | - |

15(4) | 19(2) | 31 | 44, 45 |

15(5) | 20(8) | 32 | 46 |

.

Πίνακας αντιστοιχίας 2: Νέα οδηγία > Οδηγία 92/12/ΕΟΚ |

Νέο άρθρο | Άρθρο οδηγίας 92/12/ΕΟΚ | Νέο άρθρο | Άρθρο οδηγίας 92/12/ΕΟΚ |

1 | 1, 3(1) | 21 | 15(6) |

2(1-3) | 5(1), 3(2), 3(3) | 22 | Νέο |

3 | Νέο | 23 | 19 |

4 | 4 | 24 | 19 |

5, 6 | 2 | 25 | Νέο |

7(1), 7(2) | 6(1), 5(1), 5(2) | 26 | Νέο |

7(3) | Νέο | 27 | 18(1) |

7(4), 7(5) | 14 | 28 | Νέο |

8 | 6(2) | 29 | 19(2) |

9 | 20 | 30 | 8, 9 |

10 | 22(1), 22(2) | 31, 32, 33 | 7 |

31(4) | 22(3) |

34(7) | 22(4) |

11 | 23(1) | 34 | 10 |

12 | 23(1α) |

13 | Νέο | 35 | Νέο (COM/2004/227) |

14 | 11 | 36 | Νέο (COM/2004/227) |

15 | 12, 13 | 37 | 21 |

16(1), 16(3) | 15(1) | 38 | 29 |

16(2) | Νέο |

17 | 15(3) | 39 | 23(5) |

18 | 16 | 40 | 24(1-3) |

19(1) | Νέο | 41 | 24(4) |

19(2) | 15(4) | 42 | Νέο |

20(1), 20(2) | 18(1) | 43 | Νέο |

20(3-5) | 19 | 44 | 31 |

20(6), 20(7) | Νέο | 45 | 31 |

20(8) | 15(5) | 46 | 32 |

[1] ΕΕ L 76 της 23.3.1992, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/106/ΕΚ(ΕΕ L 359 της 4.12.2004, σ. 30).

[2] ΕΕ L 162 της 1.7.2003, σ. 5.

[3] ΕΕ C 122 της 30.4.2004, σ. 44.

[4] ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/75/ΕΚ(ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 100).

[5] ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1.

[6] ΕΕ L 359 της 4.12.2004, σ. 1.

[7] ΕΕ L 276 της 19.9.1992, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1792/2006 (ΕΕ L 362 της 20.12.2006, σ. 1).

[8] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

[9] ΕΕ C της , σ. .

[10] ΕΕ C της , σ. .

[11] ΕΕ C της , σ. .

[12] ΕΕ L 76 της 23.3.1992, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/106/ΕΚ(ΕΕ L 359 της 4.12.2004, σ. 30).

[13] ΕΕ L 316 της 31.10.1992, σ. 21. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2005.

[14] ΕΕ L 316 της 31.10.1992, σ. 29.

[15] ΕΕ L 291 της 6.12.1995, σ. 40. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2002/10/ΕΚ (ΕΕ L 46 της 16.2.2002, σ. 26).

[16] ΕΕ L 316 της 31.10.1992, σ. 8. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/117/ΕΚ (ΕΕ L 333 της 20.12.2003, σ. 49).

[17] ΕΕ L 316 της 31.10.1992, σ. 10. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/117/ΕΚ.

[18] ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/75/ΕΚ(ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 100).

[19] ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1791/2006 (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 1).

[20] ΕΕ L 162 της 1.7.2003, σ. 5.

[21] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ(ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

[22] ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1.

[23] ΕΕ L 128 της 10.5.2001 σ. 32.