23.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 45/17


Παραπλανητικές πρακτικές των εταιρειών έκδοσης καταλόγων

P6_TA(2008)0608

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με τις παραπλανητικές πρακτικές των εταιρειών έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων (αναφορές 0045/2006, 1476/2006, 0079/2003, 0819/2003, 1010/2005, 0052/2007, 0306/2007, 0444/2007, 0562/2007 και άλλες) (2008/2126(INI))

(2010/C 45 E/04)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τις αναφορές 0045/2006, 1476/2006, 0079/2003, 0819/2003, 1010/2005, 0052/2007, 0306/2007, 0444/2007, 0562/2007 και άλλες,

έχοντας υπόψη τις προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής Αναφορών σχετικά με την αναφορά 0045/2006 και άλλες,

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (κωδικοποίηση) (1),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2005 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (2),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών («κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών») (3),

έχοντας υπόψη την οδηγία 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (4),

έχοντας υπόψη τη μελέτη με τίτλο «Παραπλανητικές πρακτικές “εταιρειών έκδοσης καταλόγων” στο πλαίσιο της ισχύουσας και της μελλοντικής νομοθεσίας της εσωτερικής αγοράς με στόχο την προστασία των καταναλωτών και των ΜΜΕ» (IP/A/IMCO/FWC/2006-058/LOT4/C1/SC6), που ανατέθηκε από την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών,

έχοντας υπόψη το άρθρο 192, παράγραφος 1 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A6-0446/2008),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο έχει λάβει περισσότερες από 400 αναφορές από μικρές επιχειρήσεις (που αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνο τμήμα τους), οι οποίες ισχυρίζονται ότι έχουν πέσει θύματα παραπλανητικής διαφήμισης από εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων και έχουν υποστεί εξαιτίας τους ψυχολογική πίεση, αισθήματα ενοχής, ντροπής, απογοήτευσης και οικονομική ζημία,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις καταγγελίες αυτές αποτυπώνεται μια διαδεδομένη και συντονισμένη παραπλανητική επιχειρηματική πρακτική την οποία ακολουθούν ορισμένες εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων, πλήττοντας χιλιάδες επιχειρήσεις που διαθέτουν διασυνοριακή οργάνωση και κατ' επέκταση δραστηριοποιούνται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και πέρα από αυτή, με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις αυτές, και λαμβάνοντας υπόψη την απουσία διοικητικού μηχανισμού ή νομικού μέσου που να επιτρέπει την αποτελεσματική και ουσιαστική διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών επιβολής του νόμου,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο παραπλανητικός χαρακτήρας των πρακτικών αυτών καθίσταται περισσότερο έκδηλος, σε περίπτωση που η μορφή τους είναι ηλεκτρονική και διαδίδονται μέσω του Διαδικτύου (βλ. αναφορά αριθ. 0079/2003),

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταγγελλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές συνίστανται συνήθως στην προσέγγιση μιας επιχείρησης από μια εταιρεία έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων, συνήθως μέσω ταχυδρομείου, κατά την οποία ζητείται από την εταιρεία η συμπλήρωση ή η ενημέρωση των στοιχείων επωνυμίας και επικοινωνίας της επιχείρησης, δίνοντάς της τη λανθασμένη εντύπωση ότι θα καταχωρισθεί δωρεάν σε κατάλογο επιχειρήσεων, ενώ η επιχείρηση που υπογράφει ανακαλύπτει αργότερα ότι στην πραγματικότητα έχει υπογράψει, χωρίς να το επιθυμεί, συμβόλαιο, συνήθως δεσμευτικό για τουλάχιστον τρία έτη, για την καταχώρισή της σε κατάλογο επιχειρήσεων με ετήσια χρέωση περίπου 1 000 ευρώ,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα έντυπα που χρησιμοποιούνται σε αυτού του είδους τις πρακτικές είναι συνήθως ασαφή και δυσνόητα, δίνοντας την εσφαλμένη ιδέα ότι πρόκειται για δωρεάν καταχώριση σε κατάλογο επιχειρήσεων, ενώ στην πραγματικότητα παγιδεύουν τις επιχειρήσεις σε ανεπιθύμητα συμβόλαια διαφήμισης σε καταλόγους επιχειρήσεων,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στα κράτη μέλη δεν υφίσταται ούτε συγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία ούτε εθνική νομοθεσία όσον αφορά τις εταιρείες έκδοσης καταλόγων στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη έχουν τη διακριτική ευχέρεια να θεσπίσουν πιο ολοκληρωμένη και φιλόδοξη νομοθεσία,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2006/114/ΕΚ ισχύει και για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, ορίζει δε την «παραπλανητική διαφήμιση» ως «κάθε διαφήμιση που με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέχεται και που, εξαιτίας του απατηλού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική τους συμπεριφορά ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει έναν ανταγωνιστή»· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι οι διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με το τι συνιστά «παραπλάνηση» φαίνεται ότι αποτελούν σημαντικό, από πρακτικής άποψης, εμπόδιο στην καταπολέμηση ανάλογων πρακτικών που ακολουθούν εταιρείες έκδοσης καταλόγων στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2005/29/ΕΚ απαγορεύει την πρακτική της «προσθήκης στο υλικό μάρκετινγκ τιμολογίου ή αντίστοιχου εγγράφου με το οποίο ζητείται πληρωμή και το οποίο παρέχει στον καταναλωτή την εντύπωση ότι έχει ήδη παραγγείλει το προϊόν, ενώ αυτό δεν ισχύει»· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η οδηγία δεν ισχύει για τις παραπλανητικές πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων και, συνεπώς, υπό τη σημερινή της μορφή, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση στην οποία θα μπορούσαν να στηριχθούν για βοήθεια οι αναφέροντες· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η οδηγία δεν απαγορεύει τη θέσπιση ενός συστήματος εθνικών κανόνων για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, το οποίο θα ισχύει σε κάθε περίπτωση εξίσου για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2005/29/ΕΚ δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επεκτείνουν την εφαρμογή της και σε επιχειρήσεις μέσω της εθνικής νομοθεσίας· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η επέκταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικά επίπεδα προστασίας για τις επιχειρήσεις, οι οποίες πέφτουν θύματα παραπλανητικών πρακτικών από εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων σε διάφορα κράτη μέλη,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 ορίζει την «ενδοκοινοτική παράβαση» ως «κάθε ενέργεια ή παράλειψη που είναι αντίθετη με τη νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών […] η οποία βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών που κατοικούν σε κράτος μέλος ή κράτη μέλη άλλα από το κράτος μέλος από το οποίο προήλθε η ενέργεια ή η παράλειψη ή στο οποίο πραγματοποιήθηκε, ή στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υπεύθυνος πωλητής ή προμηθευτής, ή στο οποίο μπορούν να βρεθούν αποδείξεις ή περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται με την ενέργεια ή την παράλειψη»· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η οδηγία δεν ισχύει για τις παραπλανητικές πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων και, συνεπώς, υπό τη σημερινή της μορφή, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για την παροχή συνδρομής στους αναφέροντες,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περισσότεροι αναφέροντες κατονομάζουν τον κατάλογο επιχειρήσεων «European City Guide» (οι δραστηριότητες του οποίου αποτέλεσαν αντικείμενο νομικών και διοικητικών ενεργειών), αλλά αναφέρουν και άλλες εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων όπως η «Construct Data Verlag», η «Deutscher Adressdienst GmbH» και η «NovaChannel»· λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, υπόψη ότι άλλες εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων ακολουθούν νόμιμες επιχειρηματικές πρακτικές,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στο στόχαστρο αυτών των παραπλανητικών επιχειρηματικών πρακτικών βρίσκονται, κυρίως, οι μικρές επιχειρήσεις, αλλά και οι επαγγελματίες ή ακόμη και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, όπως μη κυβερνητικές οργανώσεις, φιλανθρωπικά ιδρύματα, σχολεία, βιβλιοθήκες και τοπικοί κοινωνικοί σύλλογοι, όπως μουσικοί σύλλογοι,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων έχουν συχνά την έδρα τους σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο βρίσκεται το θύμα τους, γεγονός που καθιστά δύσκολη για τα θύματα την αναζήτηση προστασίας από τις εθνικές αρχές λόγω των διαφορετικών ερμηνειών που επικρατούν στα κράτη μέλη σχετικά με το τι θεωρείται παραπλανητικό· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα συχνά δεν λαμβάνουν βοήθεια ούτε από τα εθνικά νομοθετικά πλαίσια ούτε από τις εθνικές αρχές προστασίας των καταναλωτών, οι οποίες τους ενημερώνουν ότι ο νόμος έχει στόχο την προστασία των καταναλωτών και όχι των επιχειρήσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι, καθώς πρόκειται για μικρές επιχειρήσεις, τα θύματα συχνά δεν διαθέτουν τους πόρους για να ασκήσουν αποτελεσματική προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου, και οι μηχανισμοί αυτορρύθμισης για την έκδοση καταλόγων διαδραματίζουν ήσσονα ρόλο, καθώς όσοι εμπλέκονται σε παραπλανητική διαφήμιση δεν τους αποδίδουν τη δέουσα σημασία,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα των πρακτικών αυτών δέχονται ισχυρές πιέσεις από τις ίδιες τις εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων ή ακόμη και από εταιρείες συλλογής οφειλών που προσλαμβάνονται από τις εν λόγω εταιρείες· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα καταγγέλλουν ότι περιέρχονται σε απόγνωση και αισθάνονται πως απειλούνται από τις προσεγγίσεις αυτές, με αποτέλεσμα πολλοί να καταβάλλουν τελικά τα ποσά που τους ζητούνται, παρά τη θέλησή τους, για να αποφύγουν περαιτέρω παρενοχλήσεις,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα που αρνούνται να πληρώσουν σπανίως έχουν οδηγηθεί στα δικαστήρια, με ελάχιστες εξαιρέσεις,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες, κυρίως ενημερωτικής φύσεως, μεταξύ των εταιρειών που ενδέχεται να πληγούν, και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρωτοβουλίες αυτές περιλαμβάνουν την ανταλλαγή πληροφοριών, την παροχή συμβουλών, την ειδοποίηση των κρατικών αρχών επιβολής και σε ορισμένες περιπτώσεις την τήρηση μητρώου καταγγελιών με σκοπό την αντιμετώπιση του προβλήματος,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, από το 2000, η Αυστρία τροποποίησε τον εθνικό της νόμο περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, το τμήμα 28α του οποίου αναφέρει πλέον ότι «απαγορεύεται η διαφήμιση, στον χώρο των επιχειρήσεων και με σκοπό τον ανταγωνισμό, της καταχώρισης σε καταλόγους, όπως χρυσοί οδηγοί, ονομαστικοί κατάλογοι ή παρόμοιοι κατάλογοι, μέσω εντύπων πληρωμής, εντύπων χρηματικής εντολής, τιμολογίων, προσφοράς διόρθωσης ή με παρόμοιο τρόπο, όπως και η άμεση προσφορά τέτοιου είδους καταχωρίσεων χωρίς σαφή και ξεκάθαρη γραπτή επισήμανση ότι η διαφήμιση αυτή αποτελεί αποκλειστικά προσφορά συμβολαίου»,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρακτικές αυτές εφαρμόζονται εδώ και αρκετά χρόνια, έχοντας προκαλέσει σημαντικό αριθμό θυμάτων και έχοντας παραβλάψει και διαταράξει σημαντικά την εσωτερική αγορά,

1.   εκφράζει την ανησυχία του για το καταγγελλόμενο από τους αναφέροντες πρόβλημα, το οποίο φαίνεται πως είναι εκτεταμένο, έχει διασυνοριακό χαρακτήρα και προκαλεί σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, κυρίως στις μικρές επιχειρήσεις·

2.   φρονεί ότι η διασυνοριακή φύση του προβλήματος αυτού επιβάλλει στα κοινοτικά θεσμικά όργανα το καθήκον της παροχής κατάλληλων μέσων προσφυγής στα θύματα, όπως π.χ. η δυνατότητα αποτελεσματικής αμφισβήτησης, ακύρωσης ή καταγγελίας των συμβολαίων που συνάπτονται βάσει παραπλανητικής διαφήμισης, και η δυνατότητα επιστροφής στα θύματα των χρημάτων που έχουν πληρώσει·

3.   καλεί τα θύματα να καταγγέλλουν τις περιπτώσεις εξαπάτησης επιχειρήσεων στις εθνικές αρχές, και καλεί τα κράτη μέλη να παρέχουν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις την τεχνογνωσία που απαιτείται, προκειμένου να τους δίδεται η δυνατότητα να υποβάλλουν καταγγελίες σε κυβερνητικές και μη κυβερνητικές αρχές, διασφαλίζοντας ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας είναι ανοικτοί και ότι τα θύματα γνωρίζουν ότι παρέχονται συμβουλές, έτσι ώστε να μπορούν να ζητούν κατάλληλες συμβουλές προτού πληρώσουν τις χρεώσεις που τους επέβαλαν οι εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές· καλεί τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν και να διατηρούν μια κεντρική βάση δεδομένων για αυτές τις καταγγελίες·

4.   εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι, παρά την ευρεία έκταση που έχουν λάβει οι συγκεκριμένες πρακτικές, η κοινοτική και η εθνική νομοθεσία δεν φαίνεται να είναι επαρκείς για την παροχή σημαντικού μέσου προστασίας και αποτελεσματικών μέσων προσφυγής, ή δεν εφαρμόζονται καταλλήλως σε εθνικό επίπεδο· εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές δεν φαίνονται επίσης ικανές να προσφέρουν μέσα προσφυγής·

5.   επιδοκιμάζει τις προσπάθειες που καταβάλλουν διάφορες ευρωπαϊκές και εθνικές επιχειρηματικές οργανώσεις προκειμένου να ενημερώσουν τα μέλη τους, και τις καλεί να εντείνουν τις προσπάθειές τους σε συνεργασία με οργανώσεις λαϊκής βάσης, ώστε λιγότεροι άνθρωποι να πέφτουν θύματα των παραπλανητικών καταλόγων επιχειρήσεων· εκφράζει την ανησυχία του, διότι ορισμένες από αυτές τις οργανώσεις έχουν ως συνέπεια διωχθεί δικαστικά από παραπλανητικές εταιρείες έκδοσης καταλόγων οι οποίες, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των οργανώσεων για την αύξηση της ευαισθητοποίησης, κατονομάζονται στη βάση εικαζόμενης δυσφήμισης ή συναφών κατηγοριών·

6.   επιδοκιμάζει τη δράση που έχουν αναλάβει ορισμένα κράτη μέλη όπως η Ιταλία, η Ισπανία, οι Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά κυρίως η Αυστρία, προσπαθώντας να εμποδίσουν τις εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων να ακολουθούν παραπλανητικές πρακτικές· θεωρεί, ωστόσο, ότι οι προσπάθειες αυτές εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς και ότι εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη για συντονισμό του ελέγχου σε διεθνές επίπεδο·

7.   καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, σε πλήρη συνεργασία με εθνικές και ευρωπαϊκές οργανώσεις εκπροσώπησης επιχειρήσεων, να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη βελτίωση της ενημέρωσης σχετικά με το πρόβλημα, ώστε περισσότεροι άνθρωποι να διαθέτουν την ενημέρωση και τη γνώση που χρειάζεται για να αποφεύγουν την παραπλανητική διαφήμιση η οποία μπορεί να τους παρασύρει σε ανεπιθύμητα συμβόλαια διαφήμισης·

8.   καλεί την Επιτροπή να ασχοληθεί με το πρόβλημα της εξαπάτησης επιχειρήσεων στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Πράξης για τις μικρές επιχειρήσεις στην Ευρώπη, όπως προτείνεται στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Μια ενιαία αγορά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα», και να συνεργαστεί με το Ευρωπαϊκό Επιχειρηματικό Δίκτυο, το δίκτυο Solvit και τις αντίστοιχες πύλες των ΓΔ ως ένα επιπλέον μέσο παροχής πληροφοριών και συνδρομής όσον αφορά αυτά τα προβλήματα·

9.   εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η οδηγία 2006/114/ΕΚ η οποία ισχύει για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται πως είτε είναι ανεπαρκής και δεν προσφέρει αποτελεσματικά μέσα προσφυγής είτε δεν εφαρμόζεται καταλλήλως από τα κράτη μέλη· ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, έως τον Δεκέμβριο του 2009, έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα και τις πιθανές επιπτώσεις της τροποποίησης της οδηγίας 2006/114/ΕΚ κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να περιλαμβάνεται ένας «μαύρος» ή «γκρι» κατάλογος πρακτικών, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται παραπλανητικές·

10.   υπενθυμίζει ότι, ενώ η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να εφαρμόσει την οδηγία 2006/114/ΕΚ άμεσα κατά προσώπων ή εταιρειών, έχει καθήκον, ως θεματοφύλακας της Συνθήκης, να διασφαλίσει τη δέουσα και αποτελεσματική εφαρμογή της από τα κράτη μέλη· καλεί συνεπώς την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη μεταφέρουν πλήρως και αποτελεσματικά την οδηγία 2005/29/ΕΚ στην εθνική τους νομοθεσία, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία σε όλα τα κράτη μέλη, και να ασκήσει επιρροή στη διαμόρφωση των διαθέσιμων νομικών και διαδικαστικών μέσων, όπως στην περίπτωση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ, η οποία εξασφάλισε την παροχή μέσων στην Αυστρία, την Ισπανία και τις Κάτω Χώρες, εκπληρώνοντας έτσι το καθήκον της ως θεματοφύλακας της Συνθήκης από την άποψη της προστασίας των επιχειρήσεων και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν θίγεται το δικαίωμα της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών·

11.   καλεί την Επιτροπή να εντείνει την παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας 2006/114/ΕΚ, κυρίως στα κράτη μέλη εκείνα όπου είναι γνωστό ότι τηρούν την έδρα τους εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές, αλλά ιδίως στην Ισπανία, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που κατονομάζεται συχνότερα από τους αναφέροντες, και στην Τσεχική Δημοκρατία και τη Σλοβακία, όπου τα δικαστήρια εξέδωσαν απόφαση κατά των θυμάτων, η οποία εγείρει ερωτήματα για την εφαρμογή της οδηγίας 2006/114/ΕΚ στις εν λόγω χώρες· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο με τα πορίσματά της·

12.   εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η οδηγία 2005/29/ΕΚ δεν καλύπτει τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και ότι τα κράτη μέλη εμφανίζονται διστακτικά να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της· σημειώνει, ωστόσο, ότι τα κράτη μέλη δύνανται να επεκτείνουν μονομερώς το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους για τους καταναλωτές στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και τα ενθαρρύνει ενεργά να το πράξουν και επίσης να διασφαλίσουν τη συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, προκειμένου να είναι δυνατή η παρακολούθηση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων αυτού του είδους, στις οποίες συμμετέχουν εταιρείες καταλόγου που είναι εγκατεστημένες εντός της ΕΕ ή σε τρίτη χώρα· ζητεί εξάλλου από την Επιτροπή να υποβάλει, έως τον Δεκέμβριο του 2009, έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα και τις πιθανές επιπτώσεις της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, προκειμένου να καλύπτει συμβόλαια μεταξύ επιχειρήσεων, και ειδικότερα σε ό,τι αφορά το σημείο 21 του Παραρτήματος Ι αυτής·

13.   επιδοκιμάζει το παράδειγμα της Αυστρίας, η οποία θέσπισε ειδική απαγόρευση στην εθνική της νομοθεσία για τους παραπλανητικούς καταλόγους επιχειρήσεων και καλεί την Επιτροπή να προτείνει, δεδομένης της διασυνοριακής φύσης του προβλήματος, νομοθεσία για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, βάσει του αυστριακού μοντέλου, ώστε να απαγορεύει ρητώς τη διαφήμιση σε καταλόγους επιχειρήσεων, επιτρέποντάς τη μόνο εάν οι υποψήφιοι πελάτες ενημερώνονται με σαφή και ξεκάθαρη γραπτή επισήμανση ότι η εν λόγω διαφήμιση αποτελεί απλώς και μόνο προσφορά συμβολαίου έναντι πληρωμής·

14.   σημειώνει ότι η εθνική νομοθεσία αποδεικνύεται συχνά ανεπαρκής για την άσκηση προσφυγής κατά των εταιρειών έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος και, για τον λόγο αυτόν, καλεί την Επιτροπή να διευκολύνει πιο ενεργά τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών προκειμένου να μπορέσουν να παράσχουν πιο αποτελεσματικά μέσα προσφυγής στα θύματα·

15.   εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 δεν ισχύει για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση ως μέσο καταπολέμησης των παραπλανητικών καταλόγων επιχειρήσεων· καλεί την Επιτροπή να προτείνει νομοθεσία για την κατάλληλη επέκταση της εφαρμογής του·

16.   επιδοκιμάζει το παράδειγμα το Βελγίου όπου όσοι πλήττονται από παραπλανητικές πρακτικές δύνανται να χρησιμοποιήσουν ένδικα μέσα στη χώρα διαμονής τους·

17.   σημειώνει ότι η αυστριακή εμπειρία καταδεικνύει ότι το δικαίωμα των θυμάτων να αναλαμβάνουν συλλογική νομική δράση κατά των εταιρειών καταλόγου μέσω επαγγελματικών ενώσεων ή παρόμοιων οργάνων φαίνεται ότι αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο προσφυγής, το οποίο θα μπορούσε να ακολουθηθεί και στις πρωτοβουλίες οι οποίες μελετούνται επί του παρόντος από τη ΓΔ Ανταγωνισμού της Επιτροπής όσον αφορά ενέργειες για ζημίες λόγω παραβίασης των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, και από τη ΓΔ Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών σχετικά με τη συλλογική αποζημίωση των καταναλωτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο·

18.   καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι τα θύματα παραπλανητικής διαφήμισης έχουν στη διάθεσή τους μια σαφώς ορισμένη εθνική αρχή στην οποία θα μπορούν να υποβάλλουν καταγγελία και να προσφεύγουν ακόμα και σε περιπτώσεις όπως οι προκείμενες, όπου τα θύματα της παραπλανητικής διαφήμισης είναι επιχειρήσεις·

19.   καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές βέλτιστων πρακτικών για τους εθνικούς φορείς επιβολής, οι οποίες θα μπορούν να ακολουθούνται σε περίπτωση που τους καταγγέλλονται περιπτώσεις παραπλανητικής διαφήμισης·

20.   καλεί την Επιτροπή να επιδιώξει τη συνεργασία με τρίτες χώρες και με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, ώστε οι εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές και έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα να μην προκαλούν ζημίες σε επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

21.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 21.

(2)  ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22.

(3)  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 51.