19.11.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 279/23


Πρόοδος που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την ισότητα ευκαιριών και την εξάλειψη των διακρίσεων στην ΕΕ

P6_TA(2008)0212

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Μαΐου 2008 σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την ισότητα ευκαιριών και την εξάλειψη των διακρίσεων στην ΕΕ (μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ) (2007/2202(INI))

(2009/C 279 E/05)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Απαγόρευση των διακρίσεων και ίσες ευκαιρίες για όλους — Στρατηγική-πλαίσιο» (COM(2005)0224),

έχοντας υπόψη το άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη την οδηγία του Συμβουλίου 2000/43/ΕΚ, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (1),

έχοντας υπόψη την οδηγία του Συμβουλίου 2000/78/EC, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (2),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2000/43/ΕΚ της 29ης Ιουνίου 2000 περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (COM(2006)0643),

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής (Ιούλιος 2007) σχετικά με την ανάπτυξη της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων στην Ευρώπη, στην οποία συγκρίνονται οι επιδόσεις των 25 κρατών μελών στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων,

έχοντας υπόψη τις εθνικές εκθέσεις για την εφαρμογή της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων και τις θεματικές εκθέσεις που έχει συντάξει το δίκτυο νομικών εμπειρογνωμόνων στον τομέα της εξάλειψης των διακρίσεων για τη στήριξη του έργου της Επιτροπής, δίκτυο το οποίο συγκρότησε η Επιτροπή για την παροχή ανεξάρτητης ενημέρωσης και συμβουλών επί των σχετικών εξελίξεων στα κράτη μέλη,

έχοντας υπόψη τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων,

έχοντας υπόψη την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία,

έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Πρωτόκολλο αριθ. 12 αυτής,

έχοντας υπόψη την ειδική έρευνα του Ευρωβαρομέτρου της Επιτροπής, του Ιανουαρίου 2007, για τις διακρίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

έχοντας υπόψη ότι το 2007 ανακηρύχθηκε Ευρωπαϊκό Έτος Ίσων Ευκαιριών για Όλους και το 2008 Ευρωπαϊκό Έτος Διαπολιτισμικού Διαλόγου,

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0159/2008),

A.

εκτιμώντας ότι το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και του κράτους δικαίου, αρχές που έχουν από κοινού τα κράτη μέλη, και εκτιμώντας ότι είναι σημαντικό οι πολιτικές δηλώσεις σχετικά με την καταπολέμηση των διακρίσεων να συνδυάζονται με την σταδιακή ανάπτυξη και την πλήρη και ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας και των πολιτικών, ιδίως όσον αφορά τις οδηγίες που απαγορεύουν τις διακρίσεις και τα σχέδια που προωθούν την ισότητα,

Β.

εκτιμώντας ότι το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, και ότι η προώθηση της ισότητας και της εξάλειψης των διακρίσεων σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα των νόμων και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Γ.

εκτιμώντας ότι η απασχόληση είναι μια από τις βασικές απαιτήσεις για κοινωνική ένταξη, αλλά ότι τα επίπεδα ανεργίας σε πολλές ομάδες, και κυρίως στις ομάδες των γυναικών, των μεταναστών, των ατόμων με αναπηρία, των εθνοτικών μειονοτήτων, των ηλικιωμένων και των νέων, καθώς και όσων διαθέτουν μεμονωμένα ή μη αναγνωρισμένα προσόντα, παραμένουν απαράδεκτα υψηλά· εκτιμώντας ότι ακόμη υψηλότερη είναι η ανεργία στα άτομα που υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις,

Δ.

εκτιμώντας ότι η κοινοτική νομοθεσία δεν διέπει επί του παρόντος τις διακρίσεις στους περισσότερους τομείς αρμοδιότητας της Κοινότητας, και οι οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ παρέχουν διαφορετικά επίπεδα προστασίας, γεγονός που δημιουργεί κενά στην προστασία κατά των διακρίσεων με επίπτωση επί της απασχόλησης,

Ε.

εκτιμώντας ότι η έρευνα της Επιτροπής με θέμα την ανάπτυξη νομοθεσίας κατά των διακρίσεων στην Ευρώπη επιβεβαιώνει ότι, σε εθνικό επίπεδο, επικρατεί ανομοιογένεια στην νομοθεσία των κρατών μελών, με αποτέλεσμα η προστασία κατά των διακρίσεων να παρέχεται με διαφορετικούς τρόπους και να ελλείπει κοινή μέθοδος εφαρμογής, γεγονός που έχει οδηγήσει σε έλλειψη αρμονίας ως προς την εφαρμογή των οδηγιών και σε κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν επαρκώς τα δικαιώματά τους,

ΣΤ.

εκτιμώντας ότι η ασυνεπής εφαρμογή των πολιτικών κατά των διακρίσεων στα κράτη μέλη συμβάλλει στη μη εφαρμογή στην πράξη των κοινοτικών οδηγιών που απαγορεύουν τις διακρίσεις, καθώς φαίνεται από εκθέσεις όπως η έκθεση της Ευρωπαϊκής Ομάδας Εμπειρογνωμόνων με τίτλο: «Καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης: η νομοθεσία σε 15 κράτη μέλη της ΕΕ»,

Ζ.

εκτιμώντας ότι, με το από 5 Δεκεμβρίου 2007 ψήφισμά του σχετικά με τη συνέχεια του Ευρωπαϊκού Έτους Ίσων Ευκαιριών για Όλους (2007) (3), το Συμβούλιο κάλεσε τα κράτη μέλη και την Επιτροπή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, να στηρίξουν και ενισχύσουν την ενσωμάτωση των θεμάτων που σχετίζονται με την αναπηρία σε όλες τις σχετικές πολιτικές,

Η.

εκτιμώντας ότι, συνεπώς, η Επιτροπή δικαίως κίνησε διαδικασίες κατά αρκετών κρατών μελών και ότι πρέπει να συνεχίσει να το πράττει όποτε χρειάζεται,

1.

καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν δεόντως υπόψη, στη νομοθετική τους πρακτική, τους διάφορους λόγους διακρίσεων που ορίζει το άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

2.

υπενθυμίζει ότι οι οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ ορίζουν ελάχιστες απαιτήσεις και πρέπει να αποτελούν τη βάση επί της οποίας οικοδομείται πιο ολοκληρωμένη συνεκτική κοινοτική πολιτική κατά των διακρίσεων·

3.

εκφράζει ανησυχία για τις ελλείψεις που χαρακτηρίζουν την μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή των οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ εκ μέρους μερικών κρατών μελών, καθώς και για την έλλειψη πληροφόρησης των πολιτών της ΕΕ όσον αφορά τις δυνατότητες επανόρθωσης σε περιπτώσεις διάκρισης·

4.

εκφράζει τη λύπη του, διότι στις οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ δεν εμπίπτουν διαφορές στη μεταχείριση λόγω σωματικών κριτηρίων, όπως το ύψος ή το χρώμα της επιδερμίδας, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση σε θέσεις εργασίας στις οποίες δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των σωματικών αυτών χαρακτηριστικών και της ικανότητας που απαιτείται για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών·

5.

καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι, ως αποτέλεσμα της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο όλων των διατάξεών τους, οι οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ θα έχουν μεταφερθεί πλήρως, ορθώς και αποτελεσματικώς και θα εφαρμοσθούν επαρκώς, καθώς και ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών, θα δικαιολογούνται αντικειμενικά τυχόν εξαιρέσεις·

6.

καλεί τις αρμόδιες κοινοτικές, εθνικές και τοπικές αρχές να βελτιώσουν το συντονισμό των προσπαθειών τους όσον αφορά την εφαρμογή· ζητεί ενιαία προσέγγιση της καταπολέμησης των διακρίσεων που θα λαμβάνει υπόψη και θα καλύπτει ταυτόχρονα όλα τα αίτια διακρίσεων·

7.

τονίζει ότι είναι ουσιώδης ο ρόλος των δημοσίων αρχών για την προώθηση της ισότητας και την πρόληψη των διακρίσεων με τη χάραξη της πολιτικής τους, με την παροχή των υπηρεσιών τους και με τις πρακτικές τους απασχόλησης·

8.

ζητεί από την Επιτροπή να δεσμευτεί να διεξαγάγει ουσιαστική επανεξέταση της εφαρμογής των οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ καθώς και να εκδώσει ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την εφαρμογή ούτως ώστε να διασφαλίσει την πλήρη και ορθή εφαρμογή από τα κράτη μέλη· καλεί, ειδικότερα, την Επιτροπή να αξιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη ερμήνευσαν τις εξαιρέσεις των άρθρων 6 και 8 κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο· υπενθυμίζει ότι η εφαρμογή και των δύο οδηγιών προαπαιτεί σειρά μηχανισμών και στρατηγικών, μεταξύ των οποίων η συμμόρφωση, η ενεργός συμμετοχή και η επιβολή, καθώς και η αποτελεσματική ανταλλαγή καλών πρακτικών·

9.

τονίζει με έμφαση ότι οι εφαρμοστέες κυρώσεις στις περιπτώσεις παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται στο πλαίσιο της μεταφοράς των οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές·

10.

ζητεί από την Επιτροπή να παρακολουθήσει προσεκτικά τη μεταφορά των οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, καθώς και τη συμμόρφωση προς τη νομοθεσία που προκύπτει από τη μεταφορά αυτή, και να συνεχίσει να ασκεί πίεση στα κράτη μέλη, με την κίνηση διαδικασιών επί παραβάσει και επί παραλείψει, ούτως ώστε να τηρήσουν τις νομικές υποχρεώσεις τους μεταφέροντας πλήρως στο εθνικό τους δίκαιο τις οδηγίες αυτές το ταχύτερο δυνατό· φρονεί ότι η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου θα πρέπει να παίξει ρόλο στην συνεχή παρακολούθηση των υποχρεώσεων των κρατών μελών που απορρέουν από τις οδηγίες αυτές·

11.

υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/78/EΚ επιτρέπει μόνο εξαιρέσεις στο βαθμό που αυτό είναι, αντικειμενικά, απαραίτητο για την καλή άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων· καλεί την Επιτροπή να ερμηνεύσει αυστηρώς το εν λόγω άρθρο και τα κράτη μέλη να παραπέμπουν στο Δικαστήριο όταν επιτρέπουν έναν πολύ ευρύ ορισμό στην εθνική τους νομοθεσία·

12.

ζητεί τη διενέργεια ετήσιας αξιολόγησης της εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογής, ως τμήματος της ανοικτής μεθόδου συντονισμού, καθώς και ευρεία αναθεώρηση της εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας ανά πενταετία ως τμήματος της κοινωνικής ατζέντας· πιστεύει ότι οι ανεξάρτητοι φορείς οι οποίοι ασχολούνται με ζητήματα καταπολέμησης των διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένου του δικτύου νομικών εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, καθώς και οι μη κυβερνητικές οργανώσει (ΜΚΟ) που εκπροσωπούν δυνητικά θύματα διακρίσεων, θα πρέπει να συμμετέχουν στην εν λόγω ετήσια αξιολόγηση και ότι θα πρέπει να ληφθούν απτά μέτρα για την ενίσχυση της ικανότητας των ΜΚΟ να προσφέρουν πληροφορίες και υποστήριξη προς τα θύματα και να συμβάλλουν εποικοδομητικά στην ετήσια αξιολόγηση·

13.

φρονεί ότι η μη συμπερίληψη στην οδηγία 2000/78/ΕΚ διάταξης η οποία να επισημαίνει την ανάγκη ευρέων ορισμών της αναπηρίας έχει αποκλείσει ορισμένες κατηγορίες ατόμων με αναπηρία από τη νομική προστασία που παρέχει η οδηγία· καλεί επομένως την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εγκρίνουν επειγόντως ευρείς ορισμούς της αναπηρίας, έτσι ώστε να διευκολύνουν την εναρμόνιση της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων, η οποία θα πρέπει να βασίζεται στη Σύμβαση ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία·

14.

φρονεί ότι η έλλειψη προσδιορισμού της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά των διακρίσεων είχε ως αποτέλεσμα να εγκριθούν σε μερικά κράτη μέλη βραχύτατες προθεσμίες, γεγονός που μπορεί να εμποδίσει την άσκηση αγωγής από τα θύματα·

15.

φρονεί ότι οι σχετικές με την οικογενειακή κατάσταση εξαιρέσεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ έχουν περιορίσει την προστασία που προσφέρει η οδηγία από τις διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού·

16.

παροτρύνει τα κράτη μέλη να προωθήσουν αποτελεσματικότερα την εφαρμογή των δικαιωμάτων των πολιτών της ΕΕ που απορρέουν από τις οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, και καλεί την Επιτροπή, τα κράτη μέλη, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους εργοδότες, καθώς και όλους τους κυβερνητικούς και μη παράγοντες να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να βελτιωθεί η συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω οδηγίες και να εξασφαλιστεί η πρόσβαση των θυμάτων διακρίσεων σε σειρά δικηγορικών βοηθημάτων, ούτως ώστε να μπορούν να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα που έχουν βάσει των οδηγιών· σημειώνει ότι, συχνά, το βάρος της προσφυγής κατά του φερομένου ως δράστη της διάκρισης πέφτει στα θύματα, τα οποία συχνά δεν έχουν καμία υποστήριξη εκ μέρους των δημόσιων αρχών και καμία πρόσβαση σε νομική αρωγή· καλεί τα κράτη μέλη να εξουσιοδοτήσουν τους ανεξάρτητους αρμόδιους φορείς τους να προσφέρουν αποτελεσματική βοήθεια στα θύματα διακρίσεων·

17.

ανησυχεί για το χαμηλό επίπεδο ευαισθητοποίησης των πολιτών των κρατών μελών όσον αφορά την κατά των διακρίσεων νομοθεσία και καλεί την Επιτροπή, τα κράτη μέλη, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους εργοδότες να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να ανυψωθεί αυτό το επίπεδο ευαισθητοποίησης· υπενθυμίζει ότι οι οδηγίες επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση πληροφόρησης των πολιτών ως προς τις σχετικές διατάξεις των οδηγιών με κάθε πρόσφορο μέσο·

18.

συνιστά στα κράτη μέλη να διενεργήσουν ανεξάρτητες επανεξετάσεις των προληπτικών και επανορθωτικών μέτρων κατά των διακρίσεων και της αποτελεσματικότητας της προστασίας κατά της θυματοποίησης, και να διασφαλίσουν ότι οι επίσημοι και οι ανεπίσημοι φορείς που συμμετέχουν στην πρόληψη των διακρίσεων και στηρίζουν τα θύματα των διακρίσεων χρηματοδοτούνται επαρκώς· συνιστά να συμπεριλάβει η Επιτροπή αξιολογήσεις από ομοτίμους στην παρακολούθηση που διενεργεί·

19.

συνιστά στα κράτη μέλη να εφοδιάσουν τους ανεξάρτητους φορείς που προωθούν την ίση μεταχείριση με τους αναγκαίους πόρους και αρμοδιότητες, ούτως ώστε να μπορέσουν να επιτελέσουν αποτελεσματικά και ανεξάρτητα τα καθήκοντά τους, συμπεριλαμβανομένης της παροχής έγκυρης εμπειρογνωμοσύνης για όλες τις μορφές διάκρισης και κατάλληλης υποστήριξης στα θύματα των διακρίσεων· παροτρύνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι οι αρμοδιότητες των φορέων αυτών καλύπτουν όλες τις μορφές διακρίσεων, και καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει προδιαγραφές με τις οποίες θα παρακολουθεί και εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και ανεξαρτησία αυτών των φορέων·

20.

συνιστά στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή να εφοδιάσουν με τους αναγκαίους πόρους και αρμοδιότητες τις ΜΚΟ που εκπροσωπούν ομάδες που υφίστανται διακρίσεις και που παίζουν ενεργό ρόλο στην πληροφόρηση των πολιτών και στην παροχή νομικής αρωγής σε θέματα διακρίσεων·

21.

καλεί τα κράτη μέλη να συνεργάζονται με τους αρμόδιους κοινωνικούς εταίρους για την παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας·

22.

τονίζει ότι, πάντως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα θύματα των διακρίσεων θα υποβοηθούνται αυτοδικαίως στις νομικές διαδικασίες, εν ανάγκη και με δημόσια χρηματοδότηση διά των συστημάτων νομικής αρωγής·

23.

ζητεί από την Επιτροπή να στηρίζει πρακτικά και αποτελεσματικά την έγκριση μέτρων από τα κράτη μέλη μέσω του προγράμματος Progress και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για στήριξη προγραμμάτων που προωθούν την ισότητα ευκαιριών και την εξάλειψη των διακρίσεων·

24.

συστήνει, προς επίτευξη αποτελεσματικότερου επιπέδου προστασίας, να προσφέρουν τα κράτη μέλη στις ενώσεις, στους οργανισμούς και στις λοιπές νομικές οντότητες, τη δυνατότητα να μετέχουν σε δικαστικές αγωγές, ακόμη και εξ ονόματος θυμάτων ή υπέρ αυτών·

25.

παροτρύνει τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να διασφαλίσουν την ισότητα μεταχείρισης και ευκαιριών στις πολιτικές απασχόλησης και κοινωνικής ένταξης, και, ιδίως, να αντιμετωπίσουν τους σοβαρούς φραγμούς που θέτουν οι διακρίσεις κατά τις διαδικασίες πρόσληψης·

26.

συνιστά στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι ενώσεις, οι οργανισμοί και οι λοιπές νομικές οντότητες μπορούν να παρεμβαίνουν εξ ονόματος ενός ή περισσοτέρων εναγόντων σε οιαδήποτε δικαστική διαδικασία για την επιβολή της εφαρμογής των οδηγιών·

27.

καλεί τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Υπηρεσία Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Επιτροπής, να συλλέγουν, να συστηματοποιούν και να δημοσιεύουν σε τακτά χρονικά διαστήματα ολοκληρωμένα, ακριβή, συγκρίσιμα, αξιόπιστα και χωριστά στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις διακρίσεις, και να τα δημοσιεύουν κατά τρόπον ώστε να γίνονται εύκολα κατανοητά από τους πολίτες και να καθιστούν δυνατές πιο αποτελεσματικές ανταλλαγές βέλτιστων πρακτικών· τονίζει την ανάγκη διάθεσης επαρκών πόρων για την επίτευξη του σκοπού αυτού και τη σημασία που έχει η ανάπτυξη τρόπων συλλογής στοιχείων για τις διακρίσεις σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων ·

28.

ζητεί τη θέσπιση ολοκληρωμένων εθνικών σχεδίων δράσης κατά των διακρίσεων κάθε μορφής·

29.

χαιρετίζει το ενδιαφέρον της Επιτροπής για τη συλλογή στοιχείων για την ισότητα, καθώς και για τη δημοσίευση του ευρωπαϊκού εγχειριδίου για τα στοιχεία αυτά· ζητεί από την Επιτροπή να μελετήσει προσεκτικά τα διάφορα νομικά ζητήματα και παραμέτρους όσον αφορά το ζήτημα της συλλογής δεδομένων και να υποβάλει προτάσεις για τη βελτίωση της καταγραφής των περιπτώσεων διάκρισης και για κοινές προδιαγραφές όσον αφορά τη συλλογή δεδομένων· συνιστά να συνεχίσει η Επιτροπή να παρέχει νομική κατάρτιση σε δικαστές, δικηγόρους, συνδικαλιστικές οργανώσεις και ΜΚΟ, ούτως ώστε να ενισχυθούν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των οδηγιών, και να διενεργεί επίσης περισσότερες έρευνες και αναλύσεις των επιπτώσεων της νομοθεσίας μεταφοράς των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο·

30.

εκφράζει την ικανοποίησή του για το ενδιαφέρον της Επιτροπής για το ζήτημα των πολλαπλών διακρίσεων, μεταξύ άλλων με τη δρομολόγηση σχετικής μελέτης· καλεί την Επιτροπή να εγκρίνει ισορροπημένο ορισμό της πολλαπλής διάκρισης και να εξετάσει και να παράσχει δεδομένα σχετικά με τις πολλαπλές διακρίσεις και τα εγκλήματα μίσους· καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει διατάξεις που προορίζονται ειδικά για την καταπολέμηση των πολλαπλών διακρίσεων σε οιαδήποτε νομοθεσία εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ, και των οποίων θα είναι δυνατή η επίκληση για έναν ή περισσότερους από τους λόγους διακρίσεων·

31.

τονίζει τη σημασία δικτύωσης μεταξύ των ομάδων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων σε ευρωπαϊκό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο·

32.

καλεί τα κράτη μέλη να επανεξετάσουν την εθνική νομοθεσία τους και να εξετάσουν το ενδεχόμενο ακύρωσης όσων πράξεων είναι ασύμβατες με το άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ·

33.

θεωρεί ότι η οδηγία 2000/43/ΕΚ αποτελεί το θεμέλιο επάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί εκτεταμένο πλαίσιο κατά των διακρίσεων, με μέτρα που σχετίζονται με την απαγόρευση των διακρίσεων που βασίζονται στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή· τονίζει, ωστόσο, ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προβληματικές πτυχές που έχουν ήδη επισημανθεί και οι δυσκολίες που συνάντησαν τα κράτη μέλη κατά την αποτελεσματική μεταφορά και εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας·

34.

τονίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να καταρτίσει κοινό, ευρωπαϊκής κλίμακας ορισμό της εννοίας της θετικής δράσεως, ή τουλάχιστον να εργαστεί για την επίτευξη συναίνεσης στο θέμα αυτό, διαλύοντας έτσι τους μύθους που περιβάλλουν την έννοια αυτή και την εφαρμογή της σε ορισμένα κράτη μέλη, δεδομένης ιδίως της αποτελεσματικότητάς της όσον αφορά την επιτυχή αντιμετώπιση των διακρίσεων και την επίτευξη ισοδύναμων αποτελεσμάτων σε ορισμένα κράτη μέλη·

35.

επισημαίνει ότι η Επιτροπή προτίθεται ίσως να προτείνει νομοθεσία που να απαγορεύει τις διακρίσεις όσον αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες για κάποιους αλλά όχι για όλους τους λόγους· υπενθυμίζει στην Επιτροπή τη δέσμευσή της να προτείνει ολοκληρωμένη οδηγία που να καλύπτει λόγους όπως η αναπηρία, η ηλικία, η θρησκεία και η πίστη καθώς και ο γενετήσιος προσανατολισμός, ώστε να συμπληρωθεί η δέσμη των νομοθετημάτων για την καταπολέμηση των διακρίσεων, δυνάμει του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ, όπως προβλέπεται στο πρόγραμμα εργασίας της για το 2008· επαναλαμβάνει ότι θα ήταν ευκταίο από πολιτικής, κοινωνικής και νομικής απόψεως να σταματήσει η ιεράρχηση της προστασίας κατά των διαφόρων λόγων διάκρισης· πιστεύει ακράδαντα ότι είναι άσκοπο να απαγορευθούν οι διακρίσεις σε έναν τομέα, ενώ θα επιτρέπονται σε άλλον·

36.

αναμένει με ενδιαφέρον την ανάπτυξη του κοινοτικού ορισμού της αναπηρίας, που θα επιτρέψει στα άτομα με αναπηρία από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση να διαθέτουν τα ίδια δικαιώματα οπουδήποτε κι αν βρίσκονται εντός της ΕΕ·

37.

φρονεί ότι οιαδήποτε νέα προτεινόμενη οδηγία για την καταπολέμηση των διακρίσεων, κατά το άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ, πρέπει να απαγορεύει πάσης μορφής διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των άμεσων και έμμεσων διακρίσεων σε όλους τους τομείς που εμπίπτουν ήδη στις οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, τις διακρίσεις λόγω επαφών με συγκεκριμένες ομάδες, τις διακρίσεις λόγω προφανούς συμμετοχής σε προστατευόμενη ομάδα, καθώς και την παρενόχληση· φρονεί ότι οιαδήποτε προτροπή σε διακριτική μεταχείριση θα πρέπει να θεωρείται διάκριση και ότι η αδικαιολόγητη αδυναμία να βρεθεί λογική διευθέτηση πρέπει να θεωρείται μορφή διάκρισης· πιστεύει ότι η οδηγία θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν υπάρχει ιεράρχηση μεταξύ των διαφόρων μορφών διάκρισης και ότι όλες αυτές πρέπει να καταπολεμηθούν με την ίδια ένταση· τονίζει ότι κάθε νέα προτεινόμενη νομοθεσία πρέπει να αντικατοπτρίζει δεόντως όλες τις ιδιαιτερότητες των διαφορετικών σχετικών λόγων·

38.

πιστεύει με σθένος ότι το πεδίο εφαρμογής της νέας πρότασης οδηγίας για καταπολέμηση των διακρίσεων κατά την έννοια του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ πρέπει να διευρυνθεί ώστε να καλύπτει όλους τους τομείς που εμπίπτουν στην κοινοτική αρμοδιότητα, όπως η εκπαίδευση, η δια βίου μάθηση, η κοινωνική προστασία, συμπεριλαμβανομένης και της κοινωνικής ασφάλισης, η στέγαση και η υγειονομική περίθαλψη, εικόνες ομάδων που υφίστανται διακρίσεις στα μέσα ενημέρωσης και τη διαφήμιση, η πρακτική πρόσβαση των ατόμων με αναπηρίες στην ενημέρωση, οι τηλεπικοινωνίες, οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες, οι τρόποι μεταφοράς και οι δημόσιοι χώροι, τα κοινωνικά πλεονεκτήματα και η πρόσβαση και προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών που είναι διαθέσιμα στο κοινό· πιστεύει περαιτέρω ότι η νέα οδηγία πρέπει επίσης να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών ως προς την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και την προσαγωγή καθώς και τους εργασιακούς όρους (4), ώστε να αποβεί συνεπής προς την προστασία από διακρίσεις κατά των λοιπών ομάδων·

39.

είναι απόλυτα πεπεισμένο ότι για την καταπολέμηση των διακρίσεων πρέπει να επιτευχθεί ολιστική προσέγγιση της ευαισθητοποίησης του κοινού, αρχίζοντας από τα σχολικά προγράμματα·

40.

καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί η μελλοντική νομοθεσία δυνάμει του άρθρου 13 να ενσωματώνει περαιτέρω διατάξεις για να προωθηθεί η εφαρμογή των αρχών της μη διάκρισης και της ισότητας χωρίς να εξαρτάται από την υποβολή καταγγελίας των μεμονωμένων θυμάτων· πιστεύει ότι η διερεύνηση αυτή θα πρέπει να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο η μελλοντική νομοθεσία μπορεί να δημιουργεί υποχρεώσεις θέσπισης θετικών δράσεων και/ή θετικών υποχρεώσεων για την προαγωγή της ισότητας, και να διασυνδέει τις σχετικές με την εξάλειψη των διακρίσεων και την ισότητα υποχρεώσεις προς την εθνική πολιτική για τις δημόσιες συμβάσεις·

41.

θεωρεί ότι διαφορές στη μεταχείριση λόγω ιθαγένειας ή γλώσσας, οι οποίες ούτε αιτιολογούνται αντικειμενικά και λογικά από θεμιτό στόχο ούτε επιτυγχάνονται με κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ενδέχεται να συνιστούν έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, κατά παράβαση της οδηγίας 2000/43/ΕΚ·

42.

εκτιμά ότι οι διακρίσεις πρέπει επίσης να θεωρούνται ότι παρεμποδίζουν τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες —ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων— και έτσι αποτελούν εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· καλεί την Επιτροπή να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αναθεωρήσουν τις μεταβατικές τους διατάξεις που ρυθμίζουν την πρόσβαση στις αγορές εργασίας τους με σκοπό να εξαλειφθούν εν προκειμένω οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών·

43.

θεωρεί ότι οι κοινότητες μειονοτήτων, και συγκεκριμένα η κοινότητα των Ρομά, χρειάζονται ειδική κοινωνική προστασία, δεδομένου ότι τα προβλήματα εκμετάλλευσης, διακρίσεων και αποκλεισμού που τους αφορούν έχουν οξυνθεί στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της στέγασης, της απασχόλησης και των δικαιωμάτων των γυναικών, μετά τις πρόσφατες διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

44.

συνιστά, όσον αφορά την πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση των παιδιών που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και των παιδιών των Ρομά και τον αδικαιολόγητο χαρακτηρισμό τους ως παιδιών με αναπηρία, να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων που απαντάται στον τομέα της εκπαίδευσης·

45.

τονίζει ότι η νομοθεσία είναι αποτελεσματική μόνον εάν έχουν οι πολίτες γνώση των δικαιωμάτων τους και εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια· πιστεύει, επομένως, ότι η νέα πρόταση οδηγίας προς καταπολέμηση των διακρίσεων κατά την έννοια του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ πρέπει επίσης να προβλέπει τρόπους αντιμετώπισης και επιβολής, και συνιστά να συσταθούν από τα κράτη μέλη ένας ή περισσότεροι ανεξάρτητοι και αποτελεσματικοί φορείς αρμόδιοι για την προαγωγή της ίσης μεταχείρισης και την καταπολέμηση των διαφόρων μορφών διακρίσεων, που θα έχουν ως αποστολή να καλύπτουν όλους τους λόγους διάκρισης δυνάμει του άρθρου 13 και όλους τους τομείς που διέπει η οδηγία 76/207/ΕΟΚ· πιστεύει ότι η αρμοδιότητα αυτών των φορέων θα πρέπει να καλύπτει την παροχή ανεξάρτητης συνδρομής στα θύματα διακρίσεων, ώστε να μπορούν να δίνουν συνέχεια στις περί διακρίσεων καταγγελίες τους, τη διενέργεια ανεξάρτητων ερευνών σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων και τη διατύπωση συστάσεων επί κάθε θέματος που σχετίζεται με τέτοιες διακρίσεις·

46.

ζητεί να συμπεριληφθεί σε οιαδήποτε μελλοντική νομοθεσία που θα βασίζεται στο άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ, υποχρέωση διαβούλευσης και συμμετοχής των ΜΚΟ, των ανεξάρτητων ειδικευμένων περί ισότητας φορέων και των αντιπροσωπευτικών εθνικών οργανώσεων όσον αφορά την κατάρτισή της, την διαδικασία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο και την παρακολούθηση της εφαρμογής της·

47.

πιστεύει ότι η νέα οδηγία πρέπει να περιλαμβάνει την υποχρέωση των κρατών μελών να ενσωματώνουν την ισότητα σε κάθε σχεδιασμό, κατάρτιση πολιτικής και ανάπτυξη προγραμμάτων στους τομείς που διέπει η οδηγία, ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πρέπει να είναι οργανωμένοι και συστηματικοί στην εκ μέρους τους προσέγγιση του θέματος της ισότητας και ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πρέπει να προβαίνουν σε προσαρμογές και να παρέχουν ειδική μεταχείριση ώστε να εξασφαλίζουν ότι τα μέλη μειονοτικών ομάδων που αντιμετωπίζουν ανισότητες θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στην παρεχόμενη υπηρεσία και να ωφεληθούν από αυτήν·

48.

σημειώνει με ανησυχία ότι, ενώ 19 κράτη μέλη έχουν υπογράψει το Πρωτόκολλο αριθ. 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, μόνο 5 έχουν επικυρώσει το Πρωτόκολλο αυτό·

49.

ζητεί να συνεχιστεί η διαδικασία υπογραφής, σύναψης και κύρωσης της Σύμβασης για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, συμπεριλαμβανομένου του προαιρετικού της Πρωτοκόλλου, και υπενθυμίζει ότι, μετά από την κύρωση της Σύμβασης από την Κοινότητα, κάθε προτεινόμενο κοινοτικό νομοθέτημα κατά των διακρίσεων πρέπει να συμμορφώνεται πλήρως προς τις απαιτήσεις της Σύμβασης· υπενθυμίζει στο Συμβούλιο την έκκληση που διατύπωσε προς την Επιτροπή στο πλαίσιο της άτυπης υπουργικής διάσκεψης για τα άτομα με αναπηρία που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο 2007, με την οποία ζήτησε την θέσπιση ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, από την Επιτροπή να αξιολογήσει την ανάγκη τροποποίησης του παραγώγου κοινοτικού δικαίου ή της προσαρμογής των σχετικών πολιτικών·

50.

τονίζει τη σημασία της οριζόντιας εφαρμογής και ενσωμάτωσης της κατά των διακρίσεων ρήτρας της Συνθήκης της Λισαβόνας αφού τεθεί σε ισχύ, η οποία υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιδιώκει, κατά την κατάρτιση και εφαρμογή των πολιτικών και δραστηριοτήτων της, την καταπολέμηση των διακρίσεων για λόγους φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού·

51.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενσωματώσουν τη διάσταση της ισότητας ευκαιριών και της εξάλειψης των διακρίσεων στην Στρατηγική της Λισαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση, στις κατευθυντήριες γραμμές για την ανοιχτή μέθοδο συντονισμού στο θέμα της κοινωνικής ένταξης, καθώς και στα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα και στους κανονισμούς που διέπουν τα διαρθρωτικά ταμεία· καλεί, κατά συνέπεια, την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναθεωρήσουν τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση, και ιδίως τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση, ούτως ώστε να εξασφαλίσουν και βελτιώσουν την ενσωμάτωση και προβολή της κοινωνικής διάστασης στον επόμενο κύκλο της Στρατηγικής της Λισαβόνας· τονίζει ότι, για να είναι αποτελεσματικές, οι πολιτικές περί ισότητας και εξάλειψης των διακρίσεων θα πρέπει να συνδέονται στενά με κοινωνικές πολιτικές που αναγνωρίζουν σημαντικό ρόλο στους κοινωνικούς εταίρους·

52.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να δώσουν τέλος στις πάσης μορφής διακρίσεις που απορρέουν από τις συμβάσεις εργασίας, εξασφαλίζοντας ίση μεταχείριση για όλους τους εργαζομένους, προστασία της υγείας και της ασφάλειας, διατάξεις σχετικά με το χρόνο εργασίας/ανάπαυσης, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και της εκπροσώπησης, την προστασία από άδικες απολύσεις, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τη συλλογική δράση· τονίζει πόσο σημαντική είναι η πρόσβαση στην επιμόρφωση καθώς και η συνεχής προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων με την κάλυψη των περιόδων εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, των βελτιωμένων δυνατοτήτων μέριμνας, και με τη διατήρηση θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων όπως τα δικαιώματα συνταξιοδότησης, επιμόρφωσης και το επίδομα ανεργίας κατά τη διάρκεια αλλαγών της επαγγελματικής κατάστασης ενός προσώπου, μεταξύ συμβάσεων απασχόλησης και μεταξύ εξηρτημένης και ανεξάρτητης απασχόλησης·

53.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στα κοινοβούλια και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και των υποψηφίων χωρών.


(1)  ΕΕ L 180 της 19.7.2000, σ. 22.

(2)  ΕΕ L 303 της 2.12.2000, σ. 16.

(3)  ΕΕ C 308 της 19.12.2007, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 39 της 14.2.1976, σ. 40.