19.8.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 211/17


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: «Προς μία κοινή ενεργειακή πολιτική»

(2008/C 211/05)

Στις 27 Σεπτεμβρίου 2007, και σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του Εσωτερικού Κανονισμού της, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να προβεί στην κατάρτιση γνωμοδότησης με θέμα:

«Προς μία κοινή ενεργειακή πολιτική».

Το ειδικευμένο τμήμα «Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές και κοινωνία των πληροφοριών» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 4 Απριλίου 2008, με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. BUFFETAUT.

Κατά την 444η σύνοδο ολομέλειάς της, της 22ας και 23ης Απριλίου 2008 (συνεδρίαση της 23ης Απριλίου 2008), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 173 ψήφους υπέρ και 13 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Το ζήτημα του ενεργειακού εφοδιασμού, της διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας και της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα αποτελέσει, κατά τα προσεχή έτη, ένα από τα κύρια θέματα από τα οποία θα εξαρτηθεί το μέλλον της Ευρώπης, η ισορροπία στον κόσμο και ο αγώνας κατά της αλλαγής του κλίματος.

1.2

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων ενώπιον της διεθνούς αντιπαράθεσης που έχει προκύψει σήμερα εξαιτίας του αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση ενεργειακών πόρων και για την τιθάσευση της κλιματικής αλλαγής, διότι επιτρέπει τη διαμόρφωση της απαιτούμενης «κρίσιμης μάζας» χάρη στην οποία μπορεί να διασφαλιστεί η άσκηση μιας πραγματικής πολιτικής επιρροής στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων.

1.3

Επιδοκιμάζει την εισαγωγή του τίτλου XΧ —που είναι αφιερωμένος στην ενέργεια— στο σχέδιο Συνθήκης της Λισσαβώνας, χάρη στον οποίο θα ενισχυθεί η νομική βάση της δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα αυτό.

1.4

Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει την καθοριστική σημασία που έχει η έρευνα και η ανάπτυξη στον τομέα της βιώσιμης παραγωγής ενέργειας και του περιβάλλοντος και τονίζει ότι προέχει να διασφαλιστεί η ορθή κατανομή των πόρων. Είναι σκόπιμο να μελετηθεί με διορατικότητα η προώθηση πηγών ενέργειας και τεχνολογιών ενέργειας και μείωσης των εκπομπών δεν αναμένεται να επιτύχουν μία οικονομική ισορροπία, έτσι ώστε να αποφευχθεί η σπατάλη των δημόσιων πόρων σε επιδοτήσεις για τεχνολογίες χωρίς μέλλον. Είναι σκόπιμο αντιθέτως να διατεθούν οι πόροι στην έρευνα για την ανάπτυξη τεχνικών, οι οποίες κρίνονται από την επιστημονική κοινότητα ότι έχουν μέλλον. Επί παραδείγματι, οι τεχνικές που επιτρέπουν τον περιορισμό στο ελάχιστο ή την παγίδευση των εκπομπών αερίων του φαινομένου θερμοκηπίου, την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, τις τεχνολογίες «καθαρού άνθρακα», τα αυτοκίνητα με κινητήρες ηλεκτρικής ή εναλλακτικής πρόωσης, την προώθηση με συμπιεσμένο αέρα, ή με την τεχνολογία των στοιχείων καυσίμου, την ηλιακή ενέργεια, την αποτελεσματικότητα της ανάκτησης ενέργειας από απόβλητα., την πυρηνική σύντηξη, τον απεμπλουτισμό των πυρηνικών αποβλήτων, κλπ.

1.5

Εξαίρει επίσης τη σημασία της ενεργειακής απόδοσης των εξοπλισμών και των κτηρίων.

1.6

Κρίνει απαραίτητο να τεθεί σε εφαρμογή, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μία πραγματική πολιτική αγορών, ώστε να καταστεί δυνατό να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις που ασκούν οι παραγωγοί —οι οποίοι συχνά είναι δυναμικά οργανωμένοι— και συνιστά οι ενεργειακές πολιτικές και οι θέσεις που λαμβάνουν διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΠΟΕ, ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και ο ΟΟΣΑ να συντονίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

1.7

Εξαίρει τη σημασία της διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού και συνιστά την υιοθέτηση μιας εποικοδομητικής, πλην συνετής στάσης ως προς τις εταιρικές σχέσεις με τη Ρωσία και τις δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας.

1.8

Τονίζει ότι θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί η δυνατότητα επαναπροώθησης των προγραμμάτων πυρηνικής ενέργειας στις χώρες όπου υφίσταται συναίνεση ως προς το θέμα και να ενισχυθεί η έρευνα στον τομέα της επανεπεξεργασίας αποβλήτων. Ενθαρρύνει επίσης την ανάπτυξη της έρευνας στον τομέα της πυρηνικής σύντηξης στο πλαίσιο του 7ου ερευνητικού προγράμματος πλαίσιο της Euratom και μέσω της πρωτοβουλίας του ΙΤΕR.

1.9

Θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η συνεργασία και ο συντονισμός στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, της εκπροσώπησης και της ανάληψης δράσης σε επίπεδο διεθνών οργανισμών, να αναπτυχθεί η πολιτική γειτονίας στον τομέα της ενέργειας και να εξεταστεί το ενδεχόμενο της χάραξης, συν τω χρόνω, μιας κοινής πολιτικής στον τομέα αυτό η οποία να στηρίζεται, ενδεχομένως, σε ίδια όργανα. Θεωρεί ότι η εμπορική άνθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που σημειώνεται σε όλα τα κράτη μέλη καταδεικνύει το ενδιαφέρον των πολιτών για το θέμα αυτό. Δεδομένου δε ότι η κατάσταση αυτή συμπίπτει με την καινοτομία της κοινής πολιτικής ενέργειας που καθορίζεται στη συνθήκη της Λισσαβώνας, μπορεί να αποτελέσει μία ευκαιρία στρατηγικής σημασίας για τη γενικότερη αποδοχή και την ανάπτυξή της.

2.   Εισαγωγή: γιατί είναι απαραίτητη μία ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική

2.1   Μία δύσκολη, από γεωστρατηγική άποψη, κατάσταση

2.1.1

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι η διεθνής ζήτηση ενέργειας θα αυξηθεί κατά 55 % έως το 2030.

2.1.2

Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη ως προς τα στερεά καύσιμα, τα πετρελαϊκά προϊόντα, και το φυσικό αέριο, η δε εξάρτηση προβλέπεται ότι θα επιταθεί ακόμη περισσότερο κατά τα επόμενα έτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται κατά 80 % από στερεά καύσιμα, οι δε ενεργειακές εισαγωγές της προβλέπεται ότι θα έχουν ανέλθει από 50 % σε 70 % έως το 2030.

2.1.3

Οι γνωστοί πετρελαιοφόροι πόροι προβλέπεται ότι θα αρχίσουν να μειώνονται από το 2040 και μετά, στο μεταξύ, εντούτοις, άλλοι πόροι που δεν αξιοποιούνται αυτοί τη στιγμή θα καταστούν, στο μέλλον, εκμεταλλεύσιμοι από οικονομική άποψη λόγω της αυξανόμενης ζήτησης και της εξέλιξης των σχετικών τεχνικών.

2.1.4

Η μετάβαση προς άλλες μορφές ενέργειας είναι αναπόφευκτη, θα είναι όμως δύσκολη. Η υφήλιος έχει ήδη γνωρίσει μία φορά τέτοιου είδους μεταλλαγές, κυρίως στον 19ο αιώνα, όταν σημειώθηκε η μετάβαση από τα καύσιμα από βιομάζα (κυρίως από ξυλεία) στον άνθρακα και, στην συνέχεια, στο πετρέλαιο. Σήμερα ωστόσο δεν διαθέτουμε ακόμη επαρκή μέσα εκμετάλλευσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ώστε να βιώσουμε μία μετατόπιση ανάλογη με αυτήν που συνέβη στον 19ο αιώνα.

2.1.5

Οι σημερινές δυσκολίες οφείλονται σε πολλούς παράγοντες: στην ενεργειακή πυκνότητα, στις εκτάσεις που είναι απαραίτητες για την παραγωγή βιοκαυσίμων (γεγονός που είναι ζημιογόνο για άλλες δραστηριότητες, κυρίως δε αγροτικές), στον κυμαινόμενο και δύσκολα προβλέψιμο χαρακτήρα των ροών (π.χ. του αέρα, της ηλιακής ενέργειας, της παλίρροιας), που απαιτεί διεξοδικό προγραμματισμό όσον αφορά τις δυνατότητες αποθήκευσης, και στην γεωγραφική κατανομή των ανανεώσιμων πόρων ενέργειας. Όσο δε για την πυρηνική ενέργεια, ακόμη και εάν αποφασιζόταν να υιοθετηθεί μία εξαιρετικά φιλόδοξη πολιτική εκσυγχρονισμού των υφιστάμενων πυρηνικών σταθμών και δημιουργίας νέων, η διεθνής πυρηνική βιομηχανία δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στη σχετική ζήτηση.

2.1.6

Από την άλλη πλευρά, οι ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης την αναγκάζουν σήμερα να βρίσκεται σε κατάσταση σημαντικής εξάρτησης. Αυτή τη στιγμή, το 50 % των ενεργειακών αναγκών της καλύπτεται από εισαγωγές, η δε εξάρτησή της αυτή αναμένεται να φθάσει το 70 % έως το 2030. Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, το ποσοστό εξάρτησης της Ευρώπης θα ανέλθει, τότε, στο 90 % όσον αφορά το πετρέλαιο και στο 70 % όσον αφορά το φυσικό αέριο!

2.1.7

Τον Μάρτιο του 2006, το Συμβούλιο της ΕΕ προέβη σε ανάλυση της κατάστασης, η οποία αποδείχθηκε ανησυχητική, καθώς έχει ως εξής:

η κατάσταση των αγορών φυσικού αερίου και πετρελαίου είναι δύσκολη·

η Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνει ολοένα περισσότερο την ενεργειακή της εξάρτηση·

οι τιμές της ενέργειας είναι ασταθείς και συνεχώς αυξάνονται (έχουν μάλιστα αυξηθεί ακόμη περισσότερο από την στιγμή που διεξήχθη η ανάλυση)·

η διεθνής ζήτηση ενέργειας αυξάνεται επίσης·

υφίστανται κίνδυνοι από την άποψη της ασφάλειας του εφοδιασμού·

η αλλαγή του κλίματος συνεπάγεται απειλές·

η πρόοδος όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση και την χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι αργή·

είναι απαραίτητο να αυξηθεί η διαφάνεια στις αγορές ενέργειας και να επιδιωχθεί η ολοκλήρωση και η διασύνδεση των εθνικών αγορών ενέργειας στο πλαίσιο της ελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας·

οι δράσεις που αναλαμβάνονται στον τομέα της ενέργειας δεν συντονίζονται επαρκώς, χρειάζεται δε να πραγματοποιηθούν σημαντικές επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές.

Οι ανησυχητικές αυτές διαπιστώσεις οδήγησαν στην διατύπωση των προτάσεων που περιλαμβάνει η νέα δέσμη μέτρων για την ενέργεια. Τα μέτρα αυτά αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, μία απάντηση στις προκλήσεις που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν.

2.1.8

Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει συνεπώς να αντιμετωπίσουν ένα διπλό πρόβλημα: αφενός, το γεγονός ότι οι παραδοσιακοί πόροι σπανίζουν ολοένα περισσότερο και, αφετέρου, την προβληματική γεωγραφική κατανομή τους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται σε χώρες πολιτικά ασταθείς οι οποίες θα μπορούσαν ακριβώς να χρησιμοποιήσουν τους πόρους αυτούς προκειμένου να ασκήσουν πιέσεις στις εξαρτώμενες από αυτούς χώρες, πράγμα που, άλλωστε, έχει ήδη συμβεί.

2.2   Αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση το κατάλληλο πλαίσιο;

2.2.1

Πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά ανεξαιρέτως όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι όμως προφανές ότι οι διάσπαρτες μεμονωμένες δράσεις αποτελούν παράγοντα αδυναμίας ενώπιον παραγωγών οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, είναι καλά οργανωμένοι.

2.2.2

Συνεπώς, τα κράτη μέλη έχουν συμφέρον να προβάλουν ένα κοινό μέτωπο και να χρησιμοποιήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένα αποτελεσματικό μέσο που θα τους επιτρέψει να χαράξουν μία κοινή ενεργειακή πολιτική η οποία θα έχει ως βάση και ως στόχο μία καλύτερα ελεγχόμενη κατανάλωση και μία διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού.

2.2.3

Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει την κατάλληλη διάσταση για να το επιτύχει, καθώς και τα απαραίτητα θεσμικά μέσα. Είναι σε θέση να αναπτύσσει υπερεθνικές πολιτικές, να συντονίζει τις εθνικές πολιτικές, να διασφαλίζει μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συνοχή στον τομέα της ενέργειας και, συν τοις άλλοις, να αναπτύσσει μία ενεργειακή πολιτική έναντι τρίτων χώρων.

2.2.4

Να προσθέσουμε, τέλος, ότι μετά την καταψήφιση της συνταγματικής Συνθήκης για την Ευρώπη και με βάση πλέον τη δυναμική της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η υιοθέτηση μιας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής θα μπορούσε, ταυτόχρονα, να αποτελέσει παράγοντα συσπείρωσης και να αποδείξει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει σαφή χρησιμότητα.

2.3   Ένα νομικό πλαίσιο το οποίο θα ήταν σκόπιμο να εξελιχθεί

2.3.1

Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει ίδιες αρμοδιότητες στον τομέα της ενέργειας. Η εκχώρηση αυτή της αρμοδιότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μία από τις σημαντικές καινοτομίες του σχεδίου Συνθήκης της Λισσαβώνας.

2.3.2

Είναι γεγονός ότι όταν ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η ΕΚΑΕ, αφενός, και η ΕΚΑΧ, αφετέρου, κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των ζητημάτων που άπτονταν της ενέργειας την εποχή εκείνη.

2.3.3

Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ανέλαβε ποτέ καμία δράση στον τομέα της ενέργειας;

2.3.4

Σαφώς όχι, αφού ανέπτυξε, αφενός, με βάση το άρθρο 308 της Συνθήκης ΕΚ, μία πραγματική ενεργειακή πολιτική και, αφετέρου, με βάση το άρθρο 154 της Συνθήκης ΕΚ, μία πολιτική στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων ενέργειας (βλ. την απόφαση αριθ. 1364/2006/ΕΚ). Τέλος, οι κανόνες της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού διέπουν επίσης και την αγορά του τομέα της ενέργειας (οδηγία 2003/55/ΕΚ για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου· οδηγία 2003/54/ΕΚ για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας· οδηγία 90/377/ΕΚ η οποία τροποποιήθηκε από την οδηγία 93/87/ΕΟΚ για την διαφάνεια των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας). Τα πρώτα αποτελέσματα του ανοίγματος αυτού των αγορών και της κατάργησης των κρατικών μονοπωλίων οδήγησαν ορισμένες φορές στην διατύπωση ανησυχιών όσον αφορά το ύψος των τιμών της ενέργειας, στην πραγματικότητα όμως η αύξηση των τιμών η οποία σημειώθηκε οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην αύξηση, σε διεθνή κλίμακα, της ζήτησης πόρων που είναι πλέον περιορισμένοι, ορισμένοι δε από τους οποίους πρόκειται μάλιστα να εξαφανιστούν.

2.3.5

Στα πιο πάνω κείμενα, είναι σκόπιμο να προστεθούν τα κείμενα της Επιτροπής που σχετίζονται, όχι τόσο με αυτή καθαυτή την νομοθετική πρόταση, αλλά με το λεγόμενο «ενδοτικό δίκαιο»: Πράσινη βίβλος «Προς μία ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού» (28 Νοεμβρίου 2000)· Ανακοίνωση «Ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού» (26 Ιουνίου 2002)· Πράσινη βίβλος για την ενεργειακή απόδοση — «Περισσότερα αποτελέσματα με λιγότερα μέσα», σχέδιο δράσης για την περίοδο 2007-2012 (19 Οκτωβρίου 2006)· Ανακοίνωση για το Παγκόσμιο Ταμείο Ενεργειακής Απόδοσης και Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (6 Οκτωβρίου 2006).

2.3.6

Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέτασε διεξοδικά τα θέματα που άπτονται της ενέργειας, η δράση της ωστόσο βασιζόταν σε μία νομική βάση σχετικά επισφαλή, το άρθρο 308 ΕΚ, την λεγόμενη «ρήτρα ευελιξίας», η οποία ορίζει: «Αν ενέργεια της Κοινότητας θεωρείται αναγκαία για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους της στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς και δεν προβλέπονται από την παρούσα συνθήκη οι προς το σκοπό αυτόν απαιτούμενες εξουσίες, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει ομοφώνως τις κατάλληλες διατάξεις». Εξέτασε επίσης το θέμα κατά τρόπον έμμεσον, κάνοντας χρήση συγκεκριμένα των κανόνων που ισχύουν στην εσωτερική αγορά, τον ανταγωνισμό και το περιβάλλον. Φαινομενικώς τουλάχιστον, το εγχείρημα ήταν μάλλον τεχνικού και νομοθετικού παρά πολιτικού χαρακτήρα.

2.3.7

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεδομένης της μείζονος σημασίας που έχει λάβει το ζήτημα της ενέργειας, τόσο για την καθημερινότητα των ευρωπαίων, όσο και για τον οικονομικό βίο και την σταθερότητα στον κόσμο, το σχέδιο Συνθήκης της Λισσαβώνας περιλαμβάνει το άρθρο 176 σχετικά με την ενέργεια, που προσδιορίζει τους στόχους της Ένωσης στον ενεργειακό τομέα «λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθεί και να βελτιωθεί το περιβάλλον» και «σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών».

2.3.8

Στο πλαίσιο της μελλοντικής συνθήκης, η ευρωπαϊκή πολιτική ενέργειας θα επιδιώξει:

την διασφάλιση της λειτουργίας της αγοράς ενέργειας·

την διασφάλιση της ασφάλειας του εφοδιασμού·

την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης και της εξοικονόμησης ενέργειας, καθώς και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας·

την προώθηση της διασύνδεσης των δικτύων.

2.3.9

Η ευθύνη για την πολιτική αυτή θα είναι κοινή, για δε τη λήψη αποφάσεων θα ισχύει το σύστημα της ειδικής πλειοψηφίας, εκτός από τον τομέα των φορολογικών θεμάτων για τα οποία θα απαιτείται ομοφωνία. Μολαταύτα, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 176 Α, σημείο 2, διευκρινίζει ότι «το δικαίωμα ενός κράτους μέλους να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων του, τις επιλογές του μεταξύ των διαφόρων πηγών ενέργειας και τη γενικότερη δομή του εφοδιασμού του σε ενέργεια» δεν επηρεάζεται από τα μέτρα που λαμβάνονται για την επίτευξη των στόχων, οι οποίοι καθορίζονται στην πρώτη παράγραφο του εν λόγω νέου άρθρου.

2.3.10

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαθέτει συνεπώς αρμοδιότητες, πράγμα που αποτελεί το πρώτο μέσο που απαιτείται για την ανάληψη πιο ισχυρής και σαφούς δράσης. Το μέσο όμως αυτό θα είναι αρκετό ή θα χρειαστεί να γίνουν περισσότερα σε θεσμικό επίπεδο; Πριν ωστόσο το μέσο αυτό προσδιοριστεί, είναι σκόπιμο να χαραχθούν πολιτικές, οι δε πολιτικές αυτές ενδέχεται να εξελιχθούν υπό την συνδυασμένη επίδραση των εξωτερικών περιορισμών και της εξέλιξης των υπηρεσιών και των τεχνικών.

3.   Τι είδους πολιτικές;

3.1

Οι ευρωπαϊκές ενεργειακές πολιτικές χρειάστηκε, μέχρι σήμερα, να λαμβάνουν υπόψη οικονομικές επιταγές και/ή τις επιταγές που είχαν σχέση με την βιώσιμη ανάπτυξη: την βούληση ελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας με τη βοήθεια οδηγιών και της πολιτικής για τις επιχειρήσεις δικτύων, της πολιτικής για την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, της πολιτικής για την προώθηση και την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δράσεων για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, κλπ.

3.2

Κατά κάποιο τρόπο, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διέθετε μέχρι σήμερα ίδια αρμοδιότητα στον τομέα της ενέργειας προσέγγισε το ζήτημα κατά τρόπο κάπως έμμεσο, κάνοντας συγκεκριμένα χρήση των κανόνων που είχαν σχέση με την εσωτερική αγορά, τον ανταγωνισμό και το περιβάλλον. Η προσέγγιση αυτή είχε, φαινομενικά τουλάχιστον, πιο τεχνικό και νομικό παρά πολιτικό χαρακτήρα.

3.3

Αυτό δεν την εμπόδισε, όπως είδαμε ήδη, να αναπτύξει σημαντική νομοθετική δραστηριότητα και να χαράξει κατευθυντήριες γραμμές στον τομέα της ενέργειας. Εξάλλου, δημοσίευσε πρόσφατα (19.9.2007) μία σειρά νομοθετικών προτάσεων που τροποποιούν τα ισχύοντα κείμενα (τροποποίηση του κανονισμού σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας· πρόταση κανονισμού για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας· τροποποίηση της οδηγίας σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου· τροποποίηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας).

3.4

Εάν η Συνθήκη της Λισσαβώνας κυρωθεί ως έχει, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το πολιτικής φύσεως αυτό πρόβλημα κατά τρόπο πιο σαφή και πιο άμεσο. Εντούτοις, η διασφάλιση της νομικής αρμοδιότητας δεν συνεπάγεται αυτόματα την άρση όλων των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών. Όλοι γνωρίζουν ότι υφίστανται εξαιρετικά ποικίλες εθνικές επιλογές, ιδιαίτερα στην περίπτωση της πυρηνικής ενέργειας, Στο διάστημα που μεσολάβησε από την άτυπη ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής του Hampton Court, το Συμβούλιο της ΕΕ έθεσε τις βάσεις μιας πραγματικής ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της ενέργειας η οποία συνίσταται στην υποβολή μιας νέας δέσμης μέτρων που κατάρτισαν από κοινού η ΓΔ «Ενέργεια» και η ΓΔ «Περιβάλλον».

3.5

Όπως είδαμε, η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλησε, κατ' αρχάς να κάνει χρήση των μηχανισμών της αγοράς, δεδομένου ότι επιθυμία της ήταν να δημιουργήσει μία ανταγωνιστική αγορά —η οποία προβλεπόταν ότι θα είναι πιο αποτελεσματική— και να διασφαλίσει, χάρη στα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας, την ύπαρξη μιας διασυνδεδεμένης αγοράς,

3.6

Άλλη πρόθεσή της ήταν η προώθηση της ενεργειακής απόδοσης, κυρίως στους τομείς με τον μεγαλύτερο αριθμό καταναλωτών: στη θέρμανση και στον κλιματισμό των κτηρίων, στις βιομηχανίες μεταποίησης, στις μεταφορές.

3.7

Είναι γνωστό ότι ο φιλόδοξος στόχος που έχει θέσει το σχέδιο δράσης για την περίοδο 2007-2012 (Οκτώβριος 2006) είναι η ετήσια κατανάλωση ενέργειας να περιοριστεί, έως το 2020, κατά 20 %, πράγμα που ισοδυναμεί με εξοικονόμηση ενεργειακής έντασης κατά 1,5 % ετησίως έως το 2020.

3.8

Επίσης, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Και στην περίπτωση αυτή, ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εξαιρετικά φιλόδοξος δεδομένου ότι επιδιώκεται οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να καταλήξουν να αντιπροσωπεύουν, έως το 2020, το 20 % του συνόλου της καταναλωθείσας ενέργειας, ενώ πρέπει επίσης να οριστεί και ένας ελάχιστος δεσμευτικός στόχος, τα βιοκαύσιμα να αντιπροσωπεύουν το 10 % (βλ. τον «Χάρτη πορείας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» της 10ης Ιανουαρίου 2007).

3.9

Ωστόσο, οι πηγές αυτές ενέργειας έχουν μέχρι σήμερα αρκετά μειονεκτήματα έναντι των ορυκτών καυσίμων: έχουν χαμηλότερη ενεργειακή πυκνότητα, καταλαμβάνουν χώρο (βλ. τα φωτοβολταϊκά πεδία), η παραγωγή τους δεν είναι σταθερή, ενώ δεν πρέπει φυσικά να λησμονείται και το κόστος των σχετικών τεχνολογιών. Συνεπώς, παρόλον ότι τα σχετικά μειονεκτήματα ως προς το κόστος μειώνονται σταθερά, αυτό σημαίνει ότι η μετάβαση προς τις τεχνολογίες αυτές θα είναι κατά πάσα πιθανότητα προοδευτική και μακρά εκτός εάν τύχει μεγαλύτερης πολιτικής και χρηματοδοτικής στήριξης και ότι όλες οι νέες πηγές ενέργειας απαιτούν την διεξαγωγή σοβαρών μελετών του αντίκτυπου (βλ. το άρθρο του Vaclav Smit, 21st century energy: Some sobering thoughts, OECD Observer, τεύχος 258-259, Δεκέμβριος 2006).

3.10

Στον τομέα της ενέργειας για τις μεταφορές, η Επιτροπή έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προώθηση των βιοκαυσίμων καθώς και για τα στοιχεία καυσίμου και το υδρογόνο. Ο προβλεπόμενος βαθμός ανάπτυξης των βιοκαυσίμων εγείρει ωστόσο ορισμένα προβλήματα Πράγματι, τα στοιχεία καυσίμου είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί μετατροπείς ενέργειας οι οποίοι επιτρέπουν τον σημαντικό περιορισμό της παραγωγής αερίων του θερμοκηπίου και των ρύπων. Ωστόσο, οι τεχνολογίες αυτές δεν προβλέπεται να εξασφαλίσουν ταχέως την εμπορική βιωσιμότητά τους.

3.11

Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή πρότεινε, στο πλαίσιο, αφενός, του 7ου προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα και, αφετέρου, μιας κοινής τεχνικής πρωτοβουλίας με σκοπό την ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, την υιοθέτηση κανονισμού για τη σύσταση της κοινής επιχείρησης «Κυψέλες καυσίμου και υδρογόνο» [COM(2007) 571 τελικό], με σκοπό την εφαρμογή προγράμματος ερευνητικών δραστηριοτήτων, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης στον τομέα αυτό.

3.12

Προκειμένου να αναπτυχθεί η αγορά υδρογονοκίνητων μηχανοκίνητων οχημάτων, η Επιτροπή υπέβαλε επίσης κανονισμό για την έγκριση τύπου των εν λόγω οχημάτων [COM(2007) 593 τελικό] ώστε οι κανόνες να μην διαφέρουν από κράτος μέλος σε κράτος μέλος, πράγμα που θα έθετε εμπόδια στην διάδοση της εν λόγω τεχνολογίας.

4.   Οι προσανατολισμοί αυτοί είναι απαραίτητοι — είναι όμως επαρκείς;

4.1

Η ζήτηση ενέργειας ορυκτής προέλευσης θα παραμείνει μεγάλη και ζωτικής σημασίας. Κατά συνέπεια, ο σχετικός προβληματισμός θα πρέπει αναπόφευκτα να λάβει υπόψη το αδιαμφισβήτητο αυτό γεγονός και να μην απολέσει το ρεαλιστικό πνεύμα όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

4.2

Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να χαράξουν μία συντονισμένη πολιτική έναντι των χωρών που διαθέτουν ορυκτά καύσιμα στο πλαίσιο του «πνεύματος αλληλεγγύης» για το οποίο κάνει λόγο η Συνθήκη της Λισσαβώνας. Η υιοθέτηση μιας αγοραστικής πολιτικής θα ήταν και αυτή ιδιαίτερα χρήσιμη, αλλά εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες.

4.3

Την επίσημη διαχείριση της αγοράς πετρελαίου έχει ο ΟΠΕΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές, εάν τα 27 κράτη μέλη παρουσίαζαν ενιαίο μέτωπο, θα είχαν εννοείται μεγαλύτερο βάρος από ό,τι καθένα ξεχωριστά, κυρίως δε μάλιστα εφόσον πρόκειται για ορισμένες από τις χώρες με την μεγαλύτερη βιομηχανική ανάπτυξη και, κατ' επέκταση, για μεγάλες καταναλώτριες ενέργειας. Πρέπει να μην λησμονείται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσωπεύει μία ολοκληρωμένη αγορά περίπου ενός δισεκατομμυρίου καταναλωτών.

4.4

Ένα αγοραστικό μέτωπο αυτού του είδους έχει τη δυνατότητα να διαθέτει πραγματική πολιτική δύναμη ενώπιον του καρτέλ των παραγωγών πετρελαίου, ενώ όσον αφορά το φυσικό αέριο, η κατάσταση είναι διαφορετική δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, το φαινόμενο αυτό της ύπαρξης συμπράξεων δεν υφίσταται.

4.5

Όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού, η διαφοροποίηση είναι μία αναγκαιότητα. Στον τομέα αυτό, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη επαφών με την Ρωσία, ένα μεγάλο ευρωπαϊκό έθνος — τουλάχιστον εξίσου απαραίτητη όσο και με τον ΟΠΕΚ. Ταυτόχρονα, θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής μιας πολιτικής εφοδιασμού σε συνεργασία με τις δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας.

4.6

Πάντοτε στον τομέα των ορυκτών καυσίμων, θα ήταν ευκταία η ανάπτυξη εναλλακτικών τομέων, κυρίως με βάση τον άνθρακα. Η έρευνα με αντικείμενο τον «καθαρό άνθρακα» σημειώνει σημαντική πρόοδο και θα πρέπει να επιταχυνθεί προκειμένου να μην επιδεινωθεί η θέρμανση του πλανήτη με μια νέα αύξηση της χρήσεως του άνθρακα. Θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα μεγάλο ευρωπαϊκό πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα αυτόν, ιδιαίτερα μάλιστα εφόσον η Ευρώπη παραμένει μία ήπειρος πλούσια σε άνθρακα και ο πόρος αυτός έχει σαφώς πιο περιορισμένο κόστος από το πετρέλαιο στην διεθνή αγορά. Μολαταύτα, οι τρόποι εξόρυξης άνθρακα εξακολουθεί να είναι ζήτημα ιδιαιτέρως ευαίσθητο. Είναι γνωστό πόσο δύσκολο και μάλιστα επικίνδυνο είναι το επάγγελμα του ανθρακωρύχου. Θα πρέπει να επιδειχθεί ιδιαίτερη προσοχή στις συνθήκες εργασίας, στην ασφάλεια και στην υγεία στον χώρο εργασίας του τομέα αυτού.

4.7

Τα μεταχειρισμένα ελαστικά αυτοκινήτων θα μπορούσαν εξίσου να χρησιμοποιηθούν ως πηγή ανανεώσιμης ενέργειας, εφόσον διασφαλισθεί η παγίδευση των αερίων καύσεως. Από πολλές δεκαετίες ήδη λειτουργούν σε πολλά κράτη σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού που τροφοδοτούνται με ελαστικά.

4.8

Οι τεχνικές αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα εξελίσσονται, εξακολουθούν όμως να είναι δύσκολες και με υψηλό κόστος, υπάρχει πάντοτε δε ο κίνδυνος διαρροών, π.χ. στην περίπτωση ρωγμών στα πετρώματα ή σεισμών καθώς και της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων. Διάφορες γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ που βρίσκονται στο στάδιο επεξεργασίας εξετάζουν εμπεριστατωμένα τα σχετικά θέματα..

4.9

Εκτός από τα ορυκτά καύσιμα, υπάρχει επίσης ένας άλλος τοπικός πόρος σε μεγάλη, σε υπερβολικά μεγάλη, μάλιστα, ποσότητα: τα απόβλητα. Τα απόβλητα που παράγει η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονται σε δισεκατομμύρια τόνους. Η ανακύκλωση και η επαναχρησιμοποίηση των υλικών των αποβλήτων θεωρείται συνήθως ως η καλύτερη χρήση των αποβλήτων εφόσον μειώνει την ζήτηση για πρωτογενή υλικά όλων των ειδών και αποτρέπει την παραγωγή αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου που συνδέεται με τις περισσότερες μορφές διάθεσης των αποβλήτων. Στις περιπτώσεις όμως που αυτό δεν είναι δυνατόν, θα πρέπει οπωσδήποτε να εξεταστεί η χρησιμοποίηση των αποβλήτων ως πηγής ενέργειας. Και στον τομέα αυτό, θα ήταν σκόπιμο να ενθαρρυνθεί η έρευνα και ανάπτυξη προκειμένου να διασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή ενεργειακή απόδοση με ταυτόχρονη μείωση, στον μέγιστο βαθμό, των εκπομπών αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου και άλλων εκπομπών ρύπων.

4.10

Είναι σκόπιμο η νομοθεσία και η νομολογία να εξελιχθεί ως προς το θέμα αυτό, δεδομένου ότι η ενεργειακή αξιοποίηση αποτελεί έννοια που δεν έχει αναγνωριστεί στο πλαίσιο αυτό. Ωστόσο, μία θετική εξέλιξη υπήρξε η αναθεωρημένη πρόταση οδηγίας-πλαισίου σχετικά με τα απόβλητα, η οποία συζητείται αυτή τη στιγμή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

4.11

Τέλος, κάποια στιγμή θα τεθεί αναπόφευκτα και το ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας. Θα είναι δύσκολο να επιτύχουμε μία μείωση κατά 20 % των εκπομπών αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου έως το 2020, δίχως να εξετάσουμε το ενδεχόμενο μιας δυναμικής επαναπροώθησης των προγραμμάτων πυρηνικών σταθμών νέας γενεάς για τα κράτη μέλη που αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν αυτό το είδος ενέργειας. Τα αλλά κράτη θα πρέπει να βελτιώσουν τις πολιτικές τους έναντι των ανανεώσιμων ενεργειών.

4.12

Είναι σαφώς γνωστές οι μεγάλες προκλήσεις που θέτει η ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα από την άποψη της ασφάλειας, της προστασίας και της διαχείρισης των αποβλήτων. Μπορούμε όμως όντως να τις αποφύγουμε;

4.13

Η επιλογή των πηγών ενέργειας εγείρει πολεμικές, καμία όμως από αυτές δεν αναφέρεται στα υπέρ και τα κατά της πυρηνικής ενέργειας. Στην πραγματικότητα ωστόσο υφίσταται μία πραγματική ρήξη, σε επίπεδο ΕΕ, όσον αφορά την πυρηνική ενέργεια η οποία δείχνει σαφώς ότι η επιλογή της πηγής ενέργειας θα πρέπει να επαφίεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των κρατών μελών.

4.14

Η Ευρώπη διαθέτει ένα αποτελεσματικό μέσο: την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενεργείας. Η ΕΕ πρέπει να εκμεταλλευτεί το γεγονός αυτό προκειμένου να εξακολουθήσει να είναι πρωτοπόρος από τεχνική άποψη, να διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητά της, να περιορίσει την ενεργειακή της εξάρτηση και να ενισχύσει της προσπάθειές της και την διεθνή συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, της προστασίας και της μη διάδοσης των πυρηνικών. Επίσης, θα μπορούσε ενδεχομένως να εξεταστεί το ενδεχόμενο να δοθούν στην ΕΚΑΕ νέες κατευθύνσεις.

4.15

Μία από τις μείζονες προκλήσεις είναι η έρευνα με αντικείμενο την πυρηνική σύντηξη. Το 7ο Ερευνητικό Πρόγραμμα-Πλαίσιο για την ΕΚΑΕ διαθέτει πόρους ύψους 2,75 δισ. ευρώ περίπου, τα δύο τρία σχεδόν των οποίων προορίζονται για την διεξαγωγή έρευνας στον τομέα της ενέργειας σύντηξης. Η προτεραιότητα αυτή πρέπει να ενθαρρυνθεί και να διατηρηθεί διότι ο έλεγχος της τεχνολογίας αυτής θα συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην διευκόλυνση της διαχείρισης των αποβλήτων, δεδομένου ότι χάρη σε αυτήν η διάρκεια ζωής τους θα περιοριζόταν σημαντικά. Η λειτουργία του ITER στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί καίριο γεγονός στο πλαίσιο αυτό.

4.16

Όσον αφορά την προώθηση των οχημάτων, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να δείξει ενδιαφέρον για τα υβριδικά αυτοκίνητα που λειτουργούν με ηλιακή ενέργεια, με τη βοήθεια στοιχείων καυσίμου ή που κινούνται χάρη στην τεχνολογία συμπιεσμένου αέρα. Πρόκειται για έναν ακόμη τομέα στον οποίο η έρευνα και η ανάπτυξη εξελίσσονται, ένας δε Γάλλος μηχανικός κατασκεύασε ένα όχημα πολύ οικονομικό το οποίο μπορεί να φθάσει την ταχύτητα των 150 χλμ/ώρα, η παραγωγή του οποίου αναμένεται να αρχίσει στους προσεχείς μήνες. Η περίφημη ινδική εταιρεία Tata αγόρασε ήδη τα δικαιώματά εκμετάλλευσής του για την Ινδία.

4.17

Επ' αυτού, η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει τις προγενέστερες συστάσεις της σχετικά με την προβληματική των ενεργειακών πόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίες στηρίζουν και ενισχύουν τη θέση που διατυπώνεται στην παρούσα γνωμοδότηση

5.   Τί μέσα χρειάζονται;

5.1

Η χάραξη πολιτικών και η θέση προτεραιοτήτων αποτελούν στοιχεία καθοριστικής σημασίας, παράλληλα, ωστόσο, είναι απαραίτητο να υπάρχουν διαθέσιμα τα πολιτικά και νομικά μέσα που θα επιτρέψουν την θέση σε εφαρμογή τους. Από την άποψη αυτή, οι διατάξεις της Συνθήκης της Λισσαβώνας —εάν αυτή κυρωθεί— θα αρκέσουν ή θα χρειαστεί να αναληφθούν περαιτέρω δράσεις;

5.2

Η έκκληση προς τα κράτη μέλη να επιδείξουν πνεύμα αλληλεγγύης στον τομέα της ενέργειας αποτελεί σαφώς μία εξαιρετική πρωτοβουλία και ο καθορισμός τεσσάρων αξόνων για την πολιτική αυτή αποτελεί μία καινοτομία αναμφισβήτητα ευπρόσδεκτη, παρά το γεγονός ότι αυτοί καθαυτοί οι άξονες δεν είναι ιδιαίτερα καινοτόμοι.

5.3

Δικαιολογημένα εντούτοις πιστεύεται ότι η σοβαρότητα των προκλήσεων που τίθενται σε διεθνή κλίμακα όσον αφορά την ενέργεια απαιτεί μία πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση.

5.4

Δεν εμφανίζεται η Συνθήκη της Λισσαβώνας, π.χ., εξαιρετικά διστακτική στον τομέα αυτό, μολονότι, όντως, μία κοινή πολιτική στον τομέα της ενέργειας που θα είχε την στήριξη ενός ειδικού θεσμικού πλαισίου —όπως συνέβη παλαιότερα με την ΕΚΑΧ κι όπως συμβαίνει σήμερα με την ΕΚΑΕ— δεν είναι ακόμη μία εφικτή;

5.5

Στον διεθνή αγώνα δρόμου που έχει αρχίσει στον τομέα της ενέργειας, οι ανταγωνιστές έχουν ηπειρωτικές διαστάσεις. Το κοινοτικό πλαίσιο εξασφαλίζει, είναι η αλήθεια, μεγαλύτερο βάρος στην ΕΕ, η σύσταση, ωστόσο, μιας ειδικής αρχής, η οποία θα αναλάμβανε ακριβώς την ανάπτυξη της σχετικής με την ενέργεια «διπλωματίας», την παρακολούθηση της αγοραστικής πολιτικής, την χάραξη και την χρηματοδότηση προγραμμάτων-πλαισίων υπέρ της έρευνας και ανάπτυξης, θα μπορούσε κατά πάσα πιθανότητα να συμβάλει στο να καταστεί η Ευρώπη μείζων πρωταγωνιστής στο μεγάλο παγκόσμιο ενεργειακό αυτό «παιχνίδι» οι αποφάσεις του οποίου θα είχαν βαρύτητα, πράγμα που τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιτύχουν σε μεμονωμένη βάση.

5.6

Σήμερα, η κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ποικιλομορφία των εθνικών προσεγγίσεων, η οποία οφείλεται αναμφισβήτητα στο γεγονός ότι, μετά το πρώτο πετρελαϊκό σοκ του 1973, κάθε κράτος μέλος θέλησε να διασφαλίσει, από την πλευρά του, τον ενεργειακό του εφοδιασμό. Είναι πολυάριθμες οι περιπτώσεις που καταδεικνύουν την διασπορά αυτή προσπαθειών και τις διαφορές των προσεγγίσεων.

5.7

Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διαφωνιών που θα κατέληγαν στον να επισκιαστεί ο ρόλος της Ευρώπης, είναι απαραίτητο η ΕΕ να χαράξει μία μείζονα ενεργειακή πολιτική, πλήρως ολοκληρωμένη με την πολιτική στον τομέα της κλιματικής αλλαγής, όπου η Ευρώπη εννοεί να διαδραματίσει τον ηγετικό της ρόλο στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων. Η πολιτική αυτή θα ήταν σκόπιμο να βασιστεί σε έναν στενό συντονισμό των προσπαθειών των διεθνών οργανισμών —όπως ο ΠΟΕ, ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και ο ΟΟΣΑ— κάθε φορά που τίθενται επί τάπητος θέματα που έχουν σχέση με την ενέργεια. Παράλληλα, θα πρέπει να συντονιστούν οι ενεργειακές πολιτικές και, πιο συγκεκριμένα, να υιοθετηθεί μία πραγματική αγοραστική πολιτική, καθώς και μία βολονταριστική πολιτική διασύνδεσης των δικτύων η οποία να μην έχει πλέον μόνον εμπειρικό χαρακτήρα. Τέλος, στην δεδομένη στιγμή, η πολιτική αυτή συντονισμού, συναίνεσης και κοινών σχεδίων, θα μπορούσε να έχει την στήριξη συγκεκριμένων οργάνων, ώστε να βοηθηθεί η Ευρώπη στο έργο της αντιμετώπισης της ενεργειακής πρόκλησης. Θα έχει όμως το θάρρος να το κάνει;

Βρυξέλλες, 23 Απριλίου 2008.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Δημήτρης ΔΗΜΗΤΡΙΆΔΗΣ


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

της γνωμοδότησης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Η ακόλουθη τροπολογία που έλαβε τουλάχιστον το ένα τέταρτο των ψήφων, απορρίφθηκε κατά τη συζήτηση:

Σημείο 4.11

Να τροποποιηθεί ως εξής:

Τέλος, κάποια στιγμή θα τεθεί αναπόφευκτα και το ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το θέμα αυτό στο πλαίσιο της αποκλειστικής τους δικαιοδοσίας. Δεν είναι δυνατόν να επιθυμούμε μία μείωση κατά 2 0 % των εκπομπών αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου έως το 2020, δίχως να εξετάσουμε το ενδεχόμενο μιας δυναμικής επαναπροώθησης των προγραμμάτων πυρηνικών σταθμών νέας γενεάς.

Αιτιολογία:

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην οποία λειτουργούν σήμερα 10 εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας, υιοθέτησε πρόγραμμα το οποίο προβλέπει έως το 2020 τη μείωση των εκπομπών του CO2 κατά περίπου 40 % με ταυτόχρονη εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας. Μήπως ο εισηγητής (και η ΕΟΚΕ) αμφισβητεί τη σοβαρότητα αυτού του προγράμματος;

Αποτέλεσμα ψηφοφορίας

Ψήφοι υπέρ: 46 Ψήφοι κατά: 103 Αποχές: 27