22.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 184/23


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 17/2008

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 6 Ιουνίου 2008

για την έκδοση της οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση των οδηγιών 1999/35/ΕΚ και 2002/59/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/C 184 E/03)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών (2),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η ασφάλεια στις θαλάσσιες μεταφορές στην Ευρώπη πρέπει να διατηρηθεί γενικώς σε υψηλό επίπεδο και να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να μειωθεί ο αριθμός των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών.

(2)

Η ταχεία διεξαγωγή της τεχνικής διερεύνησης των ναυτικών ατυχημάτων βελτιώνει την ασφάλεια στην θάλασσα επειδή συμβάλλει στην πρόληψη της επανάληψης τέτοιων ατυχημάτων που έχουν ως αποτέλεσμα απώλεια ανθρωπίνων ζωών, απώλεια πλοίων και ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

(3)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το ψήφισμά του της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα (4), ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση οδηγίας σχετικά με την έρευνα των ναυτικών ατυχημάτων.

(4)

Το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982 (εφεξής: UNCLOS) θεσπίζει το δικαίωμα των παράκτιων κρατών να διερευνούν τα αίτια οποιουδήποτε ναυτικού ατυχήματος εντός των χωρικών του υδάτων το οποίο ενδέχεται να παρουσιάζει κίνδυνο για τη ζωή ή το περιβάλλον, να αφορά τις αρχές έρευνας και διάσωσης παράκτιου κράτους ή να το επηρεάζει καθ' οποιονδήποτε τρόπο.

(5)

Το άρθρο 94 της UNCLOS ορίζει ότι το κράτος σημαίας φροντίζει για τη διεξαγωγή έρευνας από ή ενώπιον προσώπου ή προσώπων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για ορισμένα ατυχήματα ή περιστατικά στην ανοικτή θάλασσα.

(6)

Ο κανονισμός I/21 της διεθνούς σύμβασης περί ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (εφεξής: σύμβαση SOLAS 74), η διεθνής σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η διεθνής σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 καθορίζουν την ευθύνη που υπέχει το κράτος σημαίας για τη διενέργεια ερευνών για τα ατυχήματα και για τη διαβίβαση των σχετικών πορισμάτων στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ).

(7)

Ο κώδικας για την εφαρμογή των υποχρεωτικών πράξεων του ΙΜΟ που επισυνάφθηκε στο ψήφισμα Α.973(24) της Συνέλευσης του ΙΜΟ, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, υπενθυμίζει την υποχρέωση κάθε κράτους σημαίας να εξασφαλίζει ότι οι έρευνες για την ασφάλεια στη θάλασσα διενεργούνται από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη διερεύνηση θεμάτων που σχετίζονται με ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά. Ο εν λόγω κώδικας απαιτεί επίσης από κάθε κράτος σημαίας να είναι έτοιμο να διαθέσει για τη διερεύνηση πρόσωπα με τα κατάλληλα προσόντα για το σκοπό αυτό, ανεξαρτήτως από την τοποθεσία που συνέβη το ατύχημα ή το περιστατικό.

(8)

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κώδικας για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, ο οποίος εγκρίθηκε με το ψήφισμα Α.849(20) της Συνέλευσης του IMO της 27ης Νοεμβρίου 1997 (εφεξής: κώδικας του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών), ο οποίος προβλέπει την εφαρμογή κοινής προσέγγισης για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών και για τη συνεργασία μεταξύ των κρατών ώστε να εντοπίζονται οι συντελεστές που προκαλούν ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη το ψήφισμα της Συνέλευσης του ΙΜΟ A.861(20), της 27ης Νοεμβρίου 1997, και το ψήφισμα MSC.163(78) της επιτροπής για την ασφάλεια στη θάλασσα του ΙΜΟ, της 17ης Μαΐου 2004, τα οποία περιέχουν ορισμό για το όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδίου.

(9)

Κατά τη διεξαγωγή διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας έπειτα από ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις Κατευθυντήριες γραμμές για τη δίκαιη μεταχείριση των πληρωμάτων σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος που επισυνάφθηκαν στο ψήφισμα A. 987(24) της Συνέλευσης του IMO και του Διευθύνοντος οργάνου του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, ή κάθε άλλη σχετική με τον ανθρώπινο παράγοντα σύσταση ή πράξη εκδοθείσα από οικείο διεθνή οργανισμό, στο μέτρο που εφαρμόζεται στις τεχνικές διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας.

(10)

Σύμφωνα με την οδηγία 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση τακτικών δρομολογίων από οχηματαγωγά ro-ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη (5), απαιτείται από τα κράτη μέλη να ορίζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων νομικών τους συστημάτων, το νομικό καθεστώς που θα επιτρέψει σε αυτά και σε οιοδήποτε άλλο ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να συμμετέχουν, να συνεργάζονται ή, όπου προβλέπεται στο πλαίσιο του κώδικα για την έρευνα ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, να διεξάγουν οιαδήποτε διερεύνηση ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού στο οποίο εμπλέκεται οχηματαγωγό ro-ro ή ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος.

(11)

Σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης (6), απαιτείται από τα κράτη μέλη να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του κώδικα του IMO για την έρευνα των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, και να εξασφαλίζουν ότι τα πορίσματα της έρευνας δημοσιεύονται, το συντομότερο δυνατό, μετά την περάτωσή της.

(12)

Η αμερόληπτη διεξαγωγή της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας σχετικά με ατυχήματα και περιστατικά στα οποία εμπλέκονται σκάφη της θαλάσσιας ναυσιπλοΐας, ή άλλα σκάφη σε λιμένες ή άλλες οριοθετημένες θαλάσσιες περιοχές, έχει ύψιστη σημασία για την διαπίστωση των πραγματικών περιστάσεων και αιτίων του ατυχήματος ή του περιστατικού. Η έρευνα αυτή, επομένως, θα πρέπει να διενεργείται από πρόσωπα ειδικευμένα για τη διενέργεια διερευνήσεων υπό τον έλεγχο ανεξάρτητου οργανισμού ή φορέα, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων.

(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους όσον αφορά τις εξουσίες των αρμόδιων για τη δικαστική έρευνα αρχών και σε συνεργασία με τις αρχές αυτές, όταν ενδείκνυται, να εξασφαλίζουν ότι δίνεται στους υπεύθυνους για την τεχνική έρευνα η δυνατότητα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.

(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το νομικό τους σύστημα επιτρέπει σε αυτά, καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να συμμετέχουν ή να συνεργάζονται στη διερεύνηση ατυχημάτων με βάση τις διατάξεις του κώδικα του ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών.

(15)

Ένα κράτος μέλος επιτρέπεται να αναθέτει σε άλλο κράτος μέλος το καθήκον του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό (εφεξής: «διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας»), ή συγκεκριμένα καθήκοντα στο πλαίσιο μιας τέτοιας έρευνας, κατόπιν κοινής συμφωνίας.

(16)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να μην χρεώνουν τις δαπάνες για συνδρομή που ζητείται στο πλαίσιο διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας στις οποίες συμμετέχουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Σε περιπτώσεις που ζητείται η συνδρομή κράτους μέλους το οποίο δεν εμπλέκεται στη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμφωνούν όσον αφορά την επιστροφή των δαπανών με τις οποίες αυτό επιβαρύνθηκε.

(17)

Σύμφωνα με τον κανονισμό V/20 της συμβάσεως SOLAS 74, τα επιβατηγά πλοία και τα λοιπά πλοία εκτός των επιβατηγών ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 3000 GT, τα οποία έχουν κατασκευαστεί από την 1η Ιουλίου 2002 και μετά, πρέπει να φέρουν όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδίου ως βοήθημα για την έρευνα ατυχημάτων. Δεδομένης της σημασίας του στο πλαίσιο της εκπόνησης πολιτικής για την πρόληψη των ναυτικών ατυχημάτων, ο εν λόγω εξοπλισμός πρέπει να καταστεί υποχρεωτικός στα πλοία που εκτελούν εσωτερικά ή διεθνή δρομολόγια και καταπλέουν σε λιμένες της Κοινότητας.

(18)

Τα δεδομένα που παρέχονται από σύστημα καταγραφής δεδομένων ταξιδίου, καθώς και από άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, μπορούν να χρησιμεύσουν αναδρομικώς, έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό για τη διερεύνηση των αιτίων του, και προληπτικώς, για την απόκτηση γνώσεων σχετικά με τις περιστάσεις που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε τέτοια συμβάντα. Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα δεδομένα αυτά, όταν είναι διαθέσιμα, χρησιμοποιούνται καταλλήλως για τους δύο αυτούς σκοπούς.

(19)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (εφεξής: «ο Οργανισμός») οφείλει να συνεργάζεται με τα κράτη μέλη για την ανάπτυξη τεχνικών λύσεων και την παροχή τεχνικής βοήθειας σε συνάρτηση με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Σε θέματα διερεύνησης ατυχημάτων ο Οργανισμός έχει συγκεκριμένο καθήκον να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής στην ανάπτυξη κοινής μεθοδολογίας για την έρευνα ναυτικών ατυχημάτων δυνάμει συμφωνημένων διεθνών αρχών, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα διαφορετικά νομικά συστήματα των κρατών μελών.

(20)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, ο Οργανισμός διευκολύνει τη συνεργασία στηρίζοντας τα κράτη μέλη σε δραστηριότητες που αφορούν διερευνήσεις και στην ανάλυση υφιστάμενων εκθέσεων έρευνας για ατυχήματα.

(21)

Οι συστάσεις ασφαλείας, οι οποίες συνιστούν αποτέλεσμα διερεύνησης θεμάτων ασφαλείας, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τα κράτη μέλη.

(22)

Δεδομένου ότι ο σκοπός της τεχνικής διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας είναι η πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, τα συμπεράσματα και οι συστάσεις ασφαλείας ουδόλως θα πρέπει να περιλαμβάνουν απόδοση ευθυνών ή καθορισμό υπαιτιότητας.

(23)

Δεδομένου ότι ο σκοπός της παρούσας οδηγίας, ήτοι η βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα στην Κοινότητα και, με τον τρόπο αυτό, ο περιορισμός του κινδύνου ναυτικών ατυχημάτων στο μέλλον, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και επομένως είναι δυνατόν, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

(24)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8).

(25)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί την οδηγία αυτή, προκειμένου να εισαγάγει τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών συμβάσεων, πρωτοκόλλων, κωδίκων και ψηφισμάτων και να εγκρίνει ή να τροποποιεί την κοινή μεθοδολογία για τη διερεύνηση ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο την οποία προβλέπει το άρθρο 5α της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ.

(26)

Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (9), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, και να δημοσιοποιούν τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας προς τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο,

ΕΞΕΔΩΣAN ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα και η πρόληψη της ρύπανσης από πλοία, και επομένως ο περιορισμός του κινδύνου ναυτικών ατυχημάτων στο μέλλον, μέσω:

α)

της διευκόλυνσης της ταχείας διεξαγωγής των ερευνών για θέματα ασφάλειας και της κατάλληλης ανάλυσης έπειτα από ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά προκειμένου να διαπιστωθούν τα αίτια που τα προκάλεσαν, και

β)

της εξασφάλισης έγκαιρης και ακριβούς αναφοράς για τα αποτελέσματα των ερευνών θεμάτων ασφάλειας και της υποβολής προτάσεων για διορθωτικά μέτρα.

2.   Διερευνήσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν συνδέονται με τον καθορισμό της υπαιτιότητας ή με την απόδοση ευθυνών. Πάντως, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο οργανισμός ή ο φορέας που διενεργεί την έρευνα (εφεξής: οργανισμός διερευνήσεων) δεν αποφεύγει να υποβάλει πλήρη αναφορά όσον αφορά τα αίτια του ατυχήματος ή του περιστατικού, για τον λόγο ότι από τα πορίσματα θα μπορούσε να προκύψει σφάλμα ή υπαιτιότητα.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά:

α)

στα οποία εμπλέκεται πλοίο που φέρει τη σημαία κράτους μέλους, ή

β)

τα οποία συμβαίνουν εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης ή των εσωτερικών υδάτων των κρατών μελών, όπως ορίζονται στην UNCLOS, ή

γ)

τα οποία αφορούν άλλα ουσιαστικά συμφέροντα των κρατών μελών.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά που αφορούν μόνο:

α)

πολεμικά και οπλιταγωγά πλοία και άλλα πλοία την κυριότητα ή τη διαχείριση των οποίων έχει κράτος μέλος και τα οποία χρησιμοποιούνται μόνο για την παροχή δημόσιων μη εμπορικών υπηρεσιών·

β)

μη μηχανοκίνητα πλοία, ξύλινα πλοία πρωτόγονης κατασκευής, θαλαμηγούς και σκάφη αναψυχής που δεν χρησιμοποιούνται εμπορικά, εκτός αν είναι επανδρωμένα ή πρόκειται να επανδρωθούν με πλήρωμα και μεταφέρουν περισσότερους από 12 επιβάτες για εμπορικούς σκοπούς·

γ)

σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας που πλέουν σε εσωτερικές πλωτές οδούς·

δ)

αλιευτικά σκάφη μήκους μικρότερου των 15 μέτρων·

ε)

μόνιμες υπεράκτιες μονάδες γεώτρησης.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

1.

Ως «κώδικας του ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών» νοείται ο κώδικας για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών που επισυνάφθηκε στο ψήφισμα Α.849(20) της συνέλευσης του ΙΜΟ, της 27ης Νοεμβρίου 1997, στην επικαιροποιημένη του εκδοχή.

2.

Για τους ακόλουθους όρους ισχύουν οι ορισμοί που περιέχονται στον κώδικα του ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών:

α)

«ναυτικό ατύχημα»,

β)

«πολύ σοβαρό ατύχημα»,

γ)

«ναυτικό περιστατικό»,

δ)

«διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό»,

ε)

«κύριο κράτος διερεύνησης»,

στ)

«ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος».

3.

Οι όροι «οχηματαγωγό ro-ro» και «ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος» νοούνται σύμφωνα με τους ορισμούς που περιέχονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 1999/35/ΕΚ.

4.

Ο όρος «όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδίου» (VDR) νοείται σύμφωνα με τον ορισμό που περιλαμβάνεται στο ψήφισμα A.861(20) της συνέλευσης του ΙΜΟ και MSC.163(78) της επιτροπής για την ασφάλεια στη θάλασσα του ΙΜΟ.

5.

Ως «σύσταση ασφαλείας» νοείται οποιαδήποτε πρόταση προερχόμενη:

α)

είτε από οργανισμό διερευνήσεων του κράτους που διενεργεί ή είναι κύριο κράτος της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας και βασίζεται σε πληροφορίες που προέκυψαν από τη διερεύνηση, είτε, κατά περίπτωση,

β)

από την Επιτροπή, που ενεργεί βάσει συνοπτικής ανάλυσης δεδομένων.

Άρθρο 4

Καθεστώς των διερευνήσεων θεμάτων ασφάλειας

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν, στο πλαίσιο των νομικών τους συστημάτων, το νομικό καθεστώς της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, προκειμένου οι έρευνες να διεξάγονται όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα και ταχύτερα.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία τους και, όταν ενδείκνυται, μέσω συνεργασίας με τις αρμόδιες για τη δικαστική έρευνα αρχές, ότι οι διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας:

α)

είναι ανεξάρτητες από δικαστικές ή άλλες παράλληλες έρευνες που διενεργούνται για να καθοριστεί η υπαιτιότητα ή να αποδοθούν ευθύνες, και

β)

δεν παρακωλύονται, αναβάλλονται ή καθυστερούν αδικαιολόγητα εξαιτίας αυτών των ερευνών.

2.   Οι κανόνες που καλούνται να θεσπίσουν τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν, σύμφωνα με το πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 10, διατάξεις οι οποίες προβλέπουν:

α)

τη συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή κατά τη διεξαγωγή από άλλο κύριο κράτος μέλος διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ή την ανάθεση σε άλλο κράτος μέλος του καθήκοντος του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού σύμφωνα με το άρθρο 7, και

β)

τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των οικείων οργανισμών διερευνήσεων στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 5

Υποχρέωση διερεύνησης

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι ο οργανισμός διερευνήσεων που αναφέρεται στο άρθρο 8 αναλαμβάνει τη διερεύνηση ασφάλειας μετά από πολύ σοβαρό ναυτικό ατύχημα:

α)

στο οποίο εμπλέκεται πλοίο το οποίο φέρει τη σημαία του, ανεξαρτήτως από τον τόπο όπου συνέβη το ατύχημα,

β)

το οποίο συμβαίνει στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ή στα εσωτερικά του ύδατα, όπως αυτά ορίζονται στην UNCLOS, ανεξαρτήτως από τη σημαία του πλοίου ή των πλοίων που εμπλέκονται στο ατύχημα ή,

γ)

για το οποίο είναι ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο το κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του τόπου του ατυχήματος και της σημαίας του πλοίου ή των πλοίων που εμπλέκονται.

2.   Επιπλέον, ο οργανισμός διερευνήσεων αποφασίζει εάν πρέπει να διενεργηθεί διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας έπειτα από οιοδήποτε άλλο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό.

Για την απόφασή του, ο οργανισμός διερευνήσεων λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα του ατυχήματος ή του περιστατικού, τον τύπο του σκάφους ή και του φορτίου που αφορά, και την πιθανότητα τα ευρήματα της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας να χρησιμεύσουν στην πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων ή περιστατικών.

3.   Το πεδίο εφαρμογής και οι πρακτικές διευθετήσεις για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας καθορίζονται από τον οργανισμό διερευνήσεων του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης σε συνεργασία με τους αντίστοιχους οργανισμούς άλλων ουσιαστικώς ενδιαφερόμενων κρατών, κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας και με στόχο την πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων και περιστατικών.

4.   Κατά τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας τηρούνται οι αρχές της κοινής μεθοδολογίας για τη διερεύνηση ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, που αναπτύχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ε), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002. Η Επιτροπή εγκρίνει ή τροποποιεί τη μεθοδολογία αυτή για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο την οποία προβλέπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη αναπτύσσουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις διαδικασίες και τις βέλτιστες πρακτικές των διερευνήσεων θεμάτων ασφάλειας προς χρήση κατά την εφαρμογή της κοινής μεθοδολογίας. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές ενημερώνονται τακτικά προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η πείρα που αποκτάται κατά τη διεξαγωγή διερευνήσεων θεμάτων ασφάλειας.

5.   Η διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας αρχίζει όσο το δυνατόν ταχύτερα έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό.

Άρθρο 6

Υποχρέωση γνωστοποίησης

Στο πλαίσιο του νομικού του συστήματος, κάθε κράτος μέλος απαιτεί να γνωστοποιείται αμέσως στον οργανισμό διερευνήσεων, από τις αρμόδιες αρχές ή/και τα εμπλεκόμενα μέρη, κάθε ατύχημα και περιστατικό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 7

Κύριο και συμμετέχον κράτος σε διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας

1.   Τα κράτη μέλη αποφεύγουν να διενεργούν παραλλήλως διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας για το ίδιο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό. Απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου το οποίο θα μπορούσε να παρακωλύσει, αναβάλει ή καθυστερήσει αδικαιολόγητα τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Σε περιπτώσεις διερεύνησης θεμάτων ασφαλείας στις οποίες εμπλέκονται δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, τα εν λόγω κράτη μέλη συνεργάζονται με στόχο να συμφωνήσουν ταχέως ποιο εξ αυτών θα είναι το κύριο κράτος μέλος διερεύνησης. Καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να συμφωνήσουν επί των διαδικασιών διερεύνησης. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, άλλα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη έχουν ίδια δικαιώματα και πρόσβαση σε μάρτυρες και αποδεικτικά στοιχεία, όπως το κράτος μέλος που διεξάγει τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας. Το κράτος μέλος που διεξάγει τη διερεύνηση οφείλει να λάβει υπόψη του την άποψή τους.

2.   Ανεξαρτήτως της παραγράφου 1, έκαστο κράτος μέλος παραμένει υπεύθυνο για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας και για το συντονισμό με άλλα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, μέχρις ότου συμφωνηθεί αμοιβαίως το κύριο κράτος διερεύνησης.

3.   Χωρίς να απαλλάσσεται των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του διεθνούς δικαίου, ένα κράτος μέλος δύναται, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, να αναθέσει σε άλλο κράτος μέλος, κατόπιν κοινής συμφωνίας, το καθήκον του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ή συγκεκριμένα καθήκοντα στο πλαίσιο της έρευνας.

4.   Όταν ένα ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό αφορά οχηματαγωγό ro-ro ή ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος, τη διαδικασία διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας κινεί το κράτος μέλος στα χωρικά ή εσωτερικά ύδατα του οποίου, όπως ορίζονται με την UNCLOS, συμβαίνει το ατύχημα ή το περιστατικό ή, εάν συμβαίνει σε άλλα ύδατα, το τελευταίο κράτος μέλος το οποίο επισκέφθηκε το οχηματαγωγό ή το σκάφος. Το κράτος αυτό είναι υπεύθυνο για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας και για το συντονισμό με άλλα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη μέλη έως ότου συμφωνηθεί αμοιβαίως το κύριο κράτος διερεύνησης.

Άρθρο 8

Οργανισμοί διερεύνησης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας εκτελούνται υπό την ευθύνη αμερόληπτου μόνιμου οργανισμού και από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη διερεύνηση θεμάτων που σχετίζονται με ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά.

Προκειμένου να διεξάγει αμερόληπτα τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, ο οργανισμός διερευνήσεων πρέπει να έχει οργάνωση, νομική δομή και διαδικασία λήψης αποφάσεων ανεξάρτητη από οποιοδήποτε μέρος του οποίου τα συμφέροντα θα συγκρούονταν ενδεχομένως με τα καθήκοντα που του ανατίθενται.

Τα περίκλειστα κράτη μέλη των οποίων τη σημαία δεν φέρουν πλοία ή σκάφη θα ορίσουν ανεξάρτητο σημείο επαφής για τη συνεργασία σε διερεύνηση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

2.   Ο οργανισμός διερευνήσεων εξασφαλίζει ότι κάθε πρόσωπο που εκτελεί διερευνήσεις διαθέτει γνώσεις και πρακτική εμπειρία για θέματα που αφορούν τα συνήθη καθήκοντα διερεύνησης. Επιπλέον, ο οργανισμός διερευνήσεων εξασφαλίζει την ταχεία πρόσβαση στην κατάλληλη εμπειρογνωμοσύνη, όταν χρειάζεται.

3.   Οι δραστηριότητες που ανατίθενται σε οργανισμό διερευνήσεων επιτρέπεται να επεκτείνονται στη συγκέντρωση και ανάλυση δεδομένων που αφορούν την ασφάλεια στη θάλασσα, ιδιαιτέρως για προληπτικούς λόγους, καθόσον οι δραστηριότητες αυτές δεν επηρεάζουν την αμεροληψία ή δεν συνεπάγονται ευθύνη σε θέματα κανονιστικά, διοικητικά ή τυποποίησης.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των νομικών τους συστημάτων, ότι επιτρέπεται στα πρόσωπα που εκτελούν τις διερευνήσεις είτε των οικείων οργανισμών διερευνήσεων ή οποιουδήποτε άλλου οργανισμού διερευνήσεων στον οποίο έχει ανατεθεί διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, και όταν ενδείκνυται σε συνεργασία με τις αρμόδιες για τη δικαστική έρευνα αρχές:

α)

να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε σχετική περιοχή ή τόπο ατυχήματος, καθώς και σε οποιοδήποτε πλοίο, ναυάγιο ή κατασκευή, συμπεριλαμβανομένων φορτίων, εξοπλισμού ή συντριμμιών·

β)

να εξασφαλίζουν την άμεση καταγραφή αποδεικτικών στοιχείων και την ελεγχόμενη αναζήτηση και απομάκρυνση υπολειμμάτων ναυαγίου, συντριμμιών ή άλλων κατασκευαστικών στοιχείων ή ουσιών προκειμένου να εξεταστούν ή να αναλυθούν·

γ)

να απαιτούν την εξέταση ή την ανάλυση των στοιχείων που αναφέρονται στο στοιχείο β), και να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων ή αναλύσεων·

δ)

να έχουν ελεύθερη πρόσβαση, να αντιγράφουν και να χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες και καταγεγραμμένα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων του VDR που αφορούν το πλοίο, το ταξίδι, το φορτίο, το πλήρωμα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αντικείμενο, κατάσταση ή περίσταση·

ε)

να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα εξετάσεων που διενεργήθηκαν στα πτώματα θυμάτων ή δοκιμών που διενεργήθηκαν σε δείγματα τα οποία λήφθηκαν από τα πτώματα των θυμάτων·

στ)

να ζητούν και να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα εξετάσεων που έγιναν σε ανθρώπους που εμπλέκονται στην λειτουργία του πλοίου ή οποιοδήποτε άλλου εμπλεκόμενου προσώπου, ή στα αποτελέσματα δοκιμών που διενεργήθηκαν σε δείγματα τα οποία λήφθηκαν από αυτούς·

ζ)

να θέτουν ερωτήσεις σε μάρτυρες χωρίς να παρίσταται οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα μπορεί να θεωρηθεί ότι θα εμποδίσουν τη διενέργεια της διερεύνησης·

η)

να λαμβάνουν φακέλους επιθεωρήσεων και σχετικές πληροφορίες που διαθέτει το κράτος σημαίας, οι πλοιοκτήτες, οι νηογνώμονες ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό μέρος, εφόσον τα μέρη αυτά ή οι αντιπρόσωποί τους είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος·

θ)

να ζητούν τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών των οικείων κρατών, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρητών του κράτους σημαίας και του κράτους λιμένα, των αξιωματικών της ακτοφυλακής, της υπηρεσίας εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, των ομάδων αναζήτησης και διάσωσης, των πλοηγών και του λοιπού λιμενικού προσωπικού ή ναυτικών.

5.   Ο οργανισμός διερευνήσεων πρέπει να είναι σε θέση να κινητοποιείται αμέσως μόλις του κοινοποιείται ατύχημα και να έχει στη διάθεσή του επαρκείς πόρους για να ανταποκρίνεται με ανεξαρτησία στα καθήκοντά του. Το καθεστώς των προσώπων που εκτελούν τις διερευνήσεις εξασφαλίζει την απαραίτητη ανεξαρτησία τους.

6.   Ο οργανισμός διερευνήσεων επιτρέπεται να συνδυάζει τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία με τη διερεύνηση περιστατικών διαφορετικών από ναυτικά ατυχήματα, υπό τον όρο ότι από τις διερευνήσεις αυτές δεν διακυβεύεται η ανεξαρτησία του.

Άρθρο 9

Εμπιστευτικότητα

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των νομικών τους συστημάτων, ότι οι ακόλουθες πληροφορίες παρέχονται αποκλειστικώς και μόνο για τους σκοπούς της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, εκτός εάν η αρμόδια δικαστική αρχή του οικείου κράτους αποφασίσει ότι τα πλεονεκτήματα από την αποκάλυψη των πληροφοριών υπερισχύουν των δυσμενών επιπτώσεων που θα είχε ενδεχομένως η αποκάλυψή τους, εντός του κράτους και διεθνώς, για τη συγκεκριμένη ή για οποιαδήποτε μελλοντική διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας:

α)

όλες οι καταθέσεις μαρτύρων και άλλες δηλώσεις, εξηγήσεις και σημειώσεις που καταγράφηκαν ή παραλήφθηκαν από τον οργανισμό διερευνήσεων κατά την διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας·

β)

στοιχεία που αποκαλύπτουν την ταυτότητα των προσώπων που κατέθεσαν στο πλαίσιο διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας·

γ)

ιατρικά ή προσωπικά δεδομένα προσώπων που εμπλέκονται στο ατύχημα ή περιστατικό.

Άρθρο 10

Πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας το οποίο να παρέχει τη δυνατότητα στους οργανισμούς διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας να συνεργάζονται μεταξύ τους στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι εσωτερικοί κανόνες λειτουργίας του μονίμου πλαισίου συνεργασίας και οι οργανωτικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό αποφασίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 18 παράγραφος 2.

3.   Στο πλαίσιο της μόνιμης συνεργασίας οι οργανισμοί διερεύνησης των κρατών μελών συμφωνούν, συγκεκριμένα, για τους βέλτιστους τρόπους συνεργασίας ούτως ώστε:

α)

να μπορούν οι οργανισμοί διερευνήσεων να χρησιμοποιούν από κοινού εγκαταστάσεις, διευκολύνσεις και εξοπλισμό για τεχνικές διερευνήσεις σε απομεινάρια ναυαγίων και εξοπλισμό πλοίων και άλλα αντικείμενα που αφορούν την διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, όπου συμπεριλαμβάνεται η εξαγωγή και η αξιολόγηση πληροφοριών από VDR και από ηλεκτρονικές συσκευές·

β)

να προσφέρουν σε αλλήλους την τεχνική συνεργασία ή την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων·

γ)

να αποκτούν και να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις αναλύσεις δεδομένων ατυχήματος και να προβαίνουν στις κατάλληλες συστάσεις ασφαλείας σε επίπεδο Κοινότητας·

δ)

να καταστρώνουν από κοινού θεμελιώδεις αρχές για την παρακολούθηση των συστάσεων για την ασφάλεια και για την προσαρμογή των μεθόδων διερεύνησης στις εξελίξεις της τεχνολογίας και της επιστήμης·

ε)

να καταρτίζουν κανόνες εμπιστευτικότητας για την ανταλλαγή, τηρουμένων των εθνικών κανόνων, καταθέσεων μαρτύρων και επεξεργασίας δεδομένων, και άλλων στοιχείων εκ των αναφερομένων στο άρθρο 9, περιλαμβανομένων των σχετικών με τρίτες χώρες·

στ)

να διοργανώνουν, όπου χρειάζεται, κατάλληλες δραστηριότητες για την κατάρτιση προσώπων που εκτελούν διερευνήσεις·

ζ)

να προάγουν τη συνεργασία με οργανισμούς διερευνήσεων από τρίτες χώρες και με τους διεθνείς οργανισμούς διερεύνησης ναυτικών ατυχημάτων σε θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία·

η)

να παρέχουν στους οργανισμούς που διενεργούν διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας κάθε σχετική πληροφορία.

Άρθρο 11

Κόστος

1.   Σε περιπτώσεις ερευνών στις οποίες συμμετέχουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αντίστοιχες δραστηριότητες είναι δωρεάν.

2.   Σε περιπτώσεις που ζητείται η συνδρομή κράτους μέλους το οποίο δεν εμπλέκεται στη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, τα κράτη μέλη συμφωνούν όσον αφορά την επιστροφή των δαπανών με τις οποίες αυτό επιβαρύνθηκε.

Άρθρο 12

Συνεργασία με ουσιαστικώς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες

1.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με άλλες ουσιαστικώς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας.

2.   Σε ουσιαστικώς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες, επιτρέπεται, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να συμμετέχουν σε οποιοδήποτε στάδιο της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας που διενεργείται από κύριο κράτος μέλος διερεύνησης, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

3.   Η συνεργασία κράτους μέλους σε διερεύνηση ασφάλειας διεξαγόμενη από ουσιαστικώς ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα δεν θίγει τις απαιτήσεις για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας και τις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Εάν μια ουσιαστικώς ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα διεξάγει, ως κύριο κράτος, διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας στην οποία εμπλέκονται ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι δεν θα διεξαγάγουν παράλληλη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, υπό τον όρο ότι η εν λόγω διερεύνηση διενεργείται από την τρίτη χώρα σύμφωνα με τον κώδικα του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών.

Άρθρο 13

Διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα μέρη τα οποία έχουν σχέση με ατυχήματα και περιστατικά που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε:

α)

να αποθηκεύονται όλες οι πληροφορίες από χάρτες, ημερολόγια πλοίων, ηλεκτρονικές και μαγνητικές καταγραφές και βιντεοταινίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών από VDR και από άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, που αφορούν το χρονικό διάστημα πριν, κατά και μετά το ατύχημα·

β)

να αποτρέπεται η επεγγραφή ή άλλη αλλοίωση αυτών των πληροφοριών·

γ)

να αποτρέπεται η παρέμβαση σε οποιονδήποτε άλλο εξοπλισμό ο οποίος μπορεί ευλόγως να θεωρείται ότι έχει σημασία για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας του ατυχήματος·

δ)

να συλλέγονται και να φυλάσσονται εσπευσμένα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμεύουν για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας.

Άρθρο 14

Εκθέσεις ατυχημάτων

1.   Διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας που διενεργούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία καταλήγουν στη δημοσίευση έκθεσης που υποβάλλεται σε μορφή την οποία ορίζει ο αρμόδιος οργανισμός διερεύνησης και σύμφωνα με τα σχετικά μέρη του παραρτήματος Ι.

Οι οργανισμοί διερεύνησης μπορούν να αποφασίσουν ότι μια έρευνα θεμάτων ασφάλειας, η οποία δεν αφορά πολύ σοβαρό ναυτικό ατύχημα και της οποίας τα ευρήματα δεν έχουν πιθανότητα να χρησιμεύσουν στην πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων και περιστατικών, καταλήγει σε μια απλούστερη μορφή έκθεσης, η οποία δημοσιεύεται.

2.   Οι οργανισμοί διερεύνησης καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να είναι διαθέσιμες στο κοινό εντός 12 μηνών από την ημερομηνία του ατυχήματος ή περιστατικού. Εάν δεν είναι δυνατόν να συνταχθεί μέσα σε αυτό το χρόνο η έκθεση, δημοσιεύεται προσωρινή έκθεση εντός 12 μηνών από την ημερομηνία του ατυχήματος ή περιστατικού.

3.   Ο οργανισμός διερεύνησης του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης αποστέλλει στην Επιτροπή αντίγραφο της τελικής, απλουστευμένης ή προσωρινής έκθεσης. Ο οργανισμός διερεύνησης λαμβάνει υπόψη του ενδεχόμενες παρατηρήσεις της Επιτροπής επί των τελικών εκθέσεων για την βελτίωση της ποιότητας της σύνταξης, κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 15

Συστάσεις ασφαλείας

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συστάσεις ασφαλείας που διατυπώνουν οι οργανισμοί διερεύνησης λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τους παραλήπτες των συστάσεων και, όταν ενδείκνυται, τους δίδεται η κατάλληλη συνέχεια σύμφωνα με την κοινοτική και διεθνή νομοθεσία.

2.   Κατά περίπτωση, ο οργανισμός διερευνήσεων ή η Επιτροπή υποβάλλει συστάσεις ασφαλείας με βάση ανάλυση συνοπτικών δεδομένων.

3.   Σύσταση ασφαλείας επ' ουδενί λόγω περιλαμβάνει τον καθορισμό υπαιτιότητας ή την απόδοση ευθυνών για ατύχημα.

Άρθρο 16

Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης

Ανεξαρτήτως του δικαιώματος του οργανισμού διερευνήσεων κράτους μέλους να προβαίνει ο ίδιος σε έγκαιρη προειδοποίηση, εφόσον κρίνει, σε οποιοδήποτε στάδιο διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ότι χρειάζεται επείγουσα δράση σε επίπεδο Κοινότητας για την πρόληψη του κινδύνου νέου ατυχήματος, ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με την ανάγκη έγκαιρης προειδοποίησης.

Εάν είναι αναγκαίο, η Επιτροπή απευθύνει μήνυμα προειδοποίησης στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών, στη ναυπηγική βιομηχανία και σε οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος.

Άρθρο 17

Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων ναυτικών ατυχημάτων

1.   Δεδομένα σχετικά με ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά αποθηκεύονται και αναλύονται με τη βοήθεια ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που δημιουργείται από την Επιτροπή, υπό την ονομασία Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Πληροφοριών Ναυτικών Ατυχημάτων European Marine Casualty Information Platform (EMCIP).

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις αρχές που θα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στη βάση δεδομένων.

3.   Οι οργανισμοί διερεύνησης των κρατών μελών κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά σύμφωνα με τον μορφότυπο στο παράρτημα ΙΙ. Παρέχουν επίσης στην Επιτροπή τα δεδομένα που προκύπτουν από τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας, σύμφωνα με το σύστημα κανόνων της βάσης δεδομένων EMCIP.

4.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη αναπτύσσουν το σύστημα της βάσης δεδομένων και μέθοδο για την κοινοποίηση δεδομένων εντός του κατάλληλου χρονοδιαγράμματος.

Άρθρο 18

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από πλοία (COSS) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EK, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται δίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 19

Εξουσία τροποποίησης

Η Επιτροπή δύναται να επικαιροποιεί ορισμούς που περιέχονται στην παρούσα οδηγία, καθώς και τις παραπομπές σε πράξεις της Κοινότητας και του ΙΜΟ, ώστε να ευθυγραμμισθούν με τα μέτρα της Κοινότητας ή του ΙΜΟ που έχουν τεθεί σε ισχύ, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των ορίων που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο την οποία προβλέπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.

Η Επιτροπή δύναται επίσης να τροποποιεί τα παραρτήματα σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.

Τροποποιήσεις του κώδικα του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών μπορεί να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.

Άρθρο 20

Πρόσθετα μέτρα

Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία δεν θίγουν καθ' οποιονδήποτε τρόπο την ευχέρεια κράτους μέλους να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για την ασφάλεια στη θάλασσα που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, υπό τον όρο ότι τα μέτρα αυτά δεν παραβιάζουν την παρούσα οδηγία ή ότι επηρεάζουν καθ' οποιονδήποτε τρόπο δυσμενώς την επίτευξη του σκοπού της.

Άρθρο 21

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβιάσεις των τεχνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί σε εκτέλεση της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλιστεί η θέση τους σε εφαρμογή. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

Άρθρο 22

Τροποποιήσεις ισχυουσών πράξεων

1.   Το άρθρο 12 της οδηγίας 1999/35/ΕΚ απαλείφεται.

2.   Το άρθρο 11 της οδηγίας 2002/59/EΚ απαλείφεται.

Άρθρο 23

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία έως τις … (11).

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 24

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 25

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 318, 23.12.2006, σ. 195.

(2)  ΕΕ C 229, 22.9.2006, σ. 38.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 25ης Απριλίου 2007 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2008 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ C 104 E, 30.4.2004, σ. 730.

(5)  ΕΕ L 138, 1.6.1999, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 53).

(6)  ΕΕ L 208, 5.8.2002, σ. 10.

(7)  ΕΕ L 208, 5.8.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1891/2006 (ΕΕ L 394, 30.12.2006, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 22.7.2006, σ. 11).

(9)  ΕΕ C 321, 31.12.2003, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 93/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 22, 31.1.2007, σ. 12).

(11)  24 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Πρόλογος

Στο παρόν μέρος καθορίζεται ο αποκλειστικός σκοπός της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ότι η σύσταση ασφαλείας ουδόλως αποτελεί τεκμήριο υπαιτιότητας ή ευθύνης και ότι η έκθεση δεν συντάχθηκε, ως προς το περιεχόμενο και τον τύπο, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για δικαστική δίωξη.

(Η έκθεση δεν θα πρέπει να παραπέμπει σε καταθέσεις μαρτύρων ούτε να συσχετίζει οποιονδήποτε αναφέρεται στην έκθεση με πρόσωπο το οποίο κατέθεσε αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας.)

1.   Περίληψη

Στο μέρος αυτό περιγράφονται εν συντομία τα πραγματικά στοιχεία ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού: τι, πότε, που και πως συνέβη· δηλώνεται επίσης εάν το ατύχημα προκάλεσε θανάτους, τραυματισμούς, ζημίες στο πλοίο, το φορτίο, σε τρίτα μέρη ή στο περιβάλλον.

2.   Τεκμηριωμένες πληροφορίες

Το μέρος αυτό περιλαμβάνει διάφορα επιμέρους τμήματα, όπου παρέχονται επαρκείς πληροφορίες για τις οποίες ο οργανισμός διερεύνησης κρίνει ότι είναι τεκμηριωμένες, αποτελούν ουσιαστική βάση αναλύσεων και διευκολύνουν την κατανόηση.

Τα τμήματα αυτά περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

2.1.

Στοιχεία πλοίου

Σημαία/νηολόγιο·

Ταυτότητα·

Κύρια χαρακτηριστικά·

Ιδιοκτήτης και διαχειριστής·

Κατασκευαστικές λεπτομέρειες·

Ελάχιστη επαρκής επάνδρωση·

Επιτρεπόμενο φορτίο.

2.2.

Στοιχεία ταξιδίου

Λιμένες προσέγγισης·

Τύπος ταξιδίου·

Πληροφορίες σχετικά με το φορτίο·

Επάνδρωση.

2.3.

Πληροφορίες σχετικές με το ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό

Τύπος ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού·

Ημερομηνία και ώρα·

Στίγμα και τόπος ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού·

Εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες περιβάλλοντος·

Εκμετάλλευση σκάφους και τμήμα ταξιδίου·

Θέσεις επί του σκάφους·

Δεδομένα για τον ανθρώπινο παράγοντα·

Επιπτώσεις (για ανθρώπους, πλοίο, φορτίο, περιβάλλον, λοιπές).

2.4.

Εμπλοκή παράκτιας αρχής και μέτρα έκτακτης ανάγκης

Πρόσωπα που εμπλέχθηκαν·

Μέσα που χρησιμοποιήθηκαν·

Ταχύτητα ανταπόκρισης·

Μέτρα που λήφθηκαν·

Επιτευχθέντα αποτελέσματα.

3.   Περιγραφή

Στο μέρος αυτό περιγράφεται το ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό ως αλληλουχία των κατά χρονολογική σειρά συμβάντων πριν, κατά και μετά το ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό, καθώς και ο ρόλος που διαδραμάτισε κάθε παράγοντας (πρόσωπα, υλικό, περιβάλλον, εξοπλισμός ή εξωτερικός παράγοντας). Το χρονικό διάστημα που καλύπτει η περιγραφή εξαρτάται από τη στιγμή που επήλθαν τα συγκεκριμένα τυχαία συμβάντα που συνετέλεσαν άμεσα στο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό. Στο μέρος αυτό περιλαμβάνονται επίσης οιεσδήποτε λεπτομέρειες έχουν σχέση με τη διεξαγόμενη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων εξετάσεων ή δοκιμών.

4.   Ανάλυση

Στο μέρος αυτό περιλαμβάνονται χωριστά τμήματα, στα οποία αναλύεται κάθε τυχαίο συμβάν, με σχόλια που αφορούν τα αποτελέσματα οποιασδήποτε σχετικής εξέτασης ή δοκιμής διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας και σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο για την ασφάλεια που ενδεχομένως έχει ήδη ληφθεί για την πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων.

Τα τμήματα αυτά πρέπει να καλύπτουν ζητήματα όπως:

τυχαία συμβάντα και συνθήκες περιβάλλοντος·

ανθρώπινες εσφαλμένες ενέργειες και παραλείψεις, συμβάντα όπου εμπλέκονται επικίνδυνα υλικά, περιβαλλοντικοί παράγοντες, αστοχίες εξοπλισμού και εξωτερικές επιδράσεις·

παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με λειτουργίες που επιτελούν πρόσωπα, χειρισμούς επί του πλοίου, χερσαία μέτρα διαχείρισης ή με κανονιστικές διατάξεις.

Η ανάλυση και τα σχόλια στην έκθεση καθιστούν δυνατόν να συναχθούν λογικά συμπεράσματα για όλους τους παράγοντες που συνετέλεσαν στο ατύχημα, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων για τους οποίους ήταν ανύπαρκτα ή εκτιμώνται ανεπαρκή μέτρα για την πρόληψη τυχαίου συμβάντος ή/και τα μέτρα που αποσκοπούσαν στην εξάλειψη ή μείωση των επιπτώσεών του.

5.   Συμπεράσματα

Στο μέρος αυτό συνοψίζονται οι παράγοντες που διαπιστώθηκαν ότι συνετέλεσαν στο ατύχημα και τα ελλείποντα ή ανεπαρκή μέτρα πρόληψης ατυχήματος (υλικό, λειτουργίες, σύμβολα ή διαδικασίες) ώστε να αναπτυχθούν μέτρα ασφάλειας για την πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων.

6.   Συστάσεις ασφαλείας

Όπου χρειάζεται, σε αυτό το μέρος της έκθεσης περιλαμβάνονται συστάσεις ασφαλείας που προκύπτουν από την ανάλυση και τα συμπεράσματα και αφορούν συγκεκριμένα θέματα, όπως για παράδειγμα: νομοθεσία, σχεδιασμός, διαδικασίες, επιθεώρηση, διαχείριση, υγεία και ασφάλεια στην εργασία, κατάρτιση, εργασίες επισκευής, συντήρηση, χερσαία συνδρομή και αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

Οι συστάσεις ασφαλείας απευθύνονται σε εκείνους που είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι για την υλοποίηση τους, όπως για παράδειγμα: πλοιοκτήτες, διαχειριστές, αναγνωρισμένοι οργανισμοί, αρχές αρμόδιες για τη ναυσιπλοΐα, υπηρεσίες εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων (VTS), οργανισμοί άμεσης επέμβασης, διεθνείς ναυτιλιακοί οργανισμοί και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, με σκοπό την πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων.

Στο μέρος αυτό περιλαμβάνονται επίσης προσωρινές συστάσεις ασφαλείας που ενδεχομένως έχουν ήδη προταθεί, ή κάθε άλλη ενέργεια ασφάλειας που ανελήφθη κατά τη διαδικασία της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας.

7.   Προσαρτήματα

Στον ακόλουθο μη εξαντλητικό κατάλογο, απαριθμούνται πληροφορίες οι οποίες, κατά περίπτωση, επισυνάπτονται στην έκθεση σε χαρτί ή/και σε ηλεκτρονική μορφή:

φωτογραφίες, ταινίες, ηχογραφήσεις, χάρτες, σχεδιαγράμματα·

ισχύοντα πρότυπα·

χρησιμοποιούμενοι τεχνικοί όροι και συντμήσεις·

ειδικές μελέτες ασφάλειας·

διάφορες πληροφορίες.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ Η ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

(Μέρος της ευρωπαϊκής πλατφόρμας πληροφοριών ναυτικών ατυχημάτων)

Σημείωση:

Οι υπογραμμισμένοι αριθμοί υποδηλώνουν ότι τα δεδομένα πρέπει να παρέχονται για κάθε πλοίο σε περίπτωση που στο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό εμπλέκονται περισσότερα του ενός πλοία.

01.

Αρμόδιο κράτος μέλος/αρμόδιο πρόσωπο για επαφές

02.

Κράτος μέλος διερεύνησης

03.

Ρόλος κράτους μέλους

04.

Θιγόμενο παράκτιο κράτος

05.

Πλήθος ουσιαστικώς ενδιαφερόμενων κρατών

06.

Ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη

07.

Κοινοποιών φορέας

08.

Ώρα κοινοποίησης

09.

Ημερομηνία κοινοποίησης

10.

Όνομα πλοίου

11.

Αριθμός IMO/διακριτικό σήμα

12.

Σημαία πλοίου

13.

Τύπος ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

14.

Τύπος πλοίου

15.

Ημερομηνία ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

16.

Ώρα ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

17.

Στίγμα — Γεωγραφικό πλάτος

18.

Στίγμα — Γεωγραφικό μήκος

19.

Τοποθεσία ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

20.

Λιμένας απόπλου

21.

Λιμένας προορισμού

22.

Σύστημα διαχωρισμού της θαλάσσιας κυκλοφορίας (ΣΔΘΚ)

23.

Τμήμα ταξιδίου

24.

Χειρισμός σκάφους

25.

Θέσεις επί του σκάφους

26.

Ανθρώπινα θύματα:

Πλήρωμα

Επιβάτες

Λοιποί

27.

Σοβαροί τραυματισμοί:

Πλήρωμα

Επιβάτες

Λοιποί

28.

Ρύπανση

29.

Ζημίες σκάφους

30.

Ζημίες φορτίου

31.

Λοιπές ζημίες

32.

Σύντομη περιγραφή του ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα πλαίσια της διαδικασίας συναπόφασης (άρθρο 251 ΣΕΚ), το Συμβούλιο κατέληξε στις 7 Ιουνίου 2007 σε πολιτική συμφωνία για το σχέδιο οδηγίας για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση των οδηγιών 1999/35/ΕΚ και 2002/59/ΕΚ (1). Μετά την οριστική διατύπωση από τους Γλωσσομαθείς Νομικούς, το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση στις 6 Ιουνίου 2008.

Λαμβάνοντας τη θέση του, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση στις 25 Απριλίου 2007 (2), καθώς και τις γνώμες της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3) και της Επιτροπής των Περιφερειών (4). Έλαβε επίσης υπόψη τη μελέτη επιπτώσεων που έκανε η Επιτροπή κατά την εξέταση της προτεινόμενης οδηγίας.

Η πρόταση αποσκοπεί στη βελτίωση της ασφάλειας με τη θέσπιση σαφών κανόνων που θα ισχύουν σε όλη την Κοινότητα για τις ανεξάρτητες τεχνικές διερευνήσεις που διεξάγονται μετά από ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά. Στόχος των τεχνικών διερευνήσεων στον ναυτιλιακό τομέα δεν είναι να καθοριστεί τυχόν αστική ή ποινική ευθύνη, αλλά να διαπιστωθούν οι περιστάσεις και να διερευνηθούν τα αίτια ναυτικών ατυχημάτων ή περιστατικών, προκειμένου να αντληθούν όλα τα πιθανά διδάγματα από αυτά. Για την εκπόνηση της πρότασης λήφθηκαν υπόψη οι κανόνες του διεθνούς ναυτικού δικαίου και οι ορισμοί και οι συστάσεις του Κώδικα του ΙΜΟ για τις διερευνήσεις των θαλάσσιων ατυχημάτων και περιστατικών.

ΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Το Συμβούλιο συμφωνεί με τον στόχο και με τα κύρια στοιχεία της πρότασης της Επιτροπής που παρέχουν ένα κατάλληλο μηχανισμό για την αξιοποίηση των εμπειριών μετά από κάθε ατύχημα ή περιστατικό ώστε να προβλεφθούν άλλα ατυχήματα. Η προσέγγιση που υιοθέτησε ωστόσο το Συμβούλιο απαίτησε να γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις στο κείμενο, ιδίως προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία και η διακριτική ευχέρεια των οργανισμών διερευνήσεων.

Τα παρακάτω θέματα θεωρήθηκαν μείζονος σημασίας κατά την εξέταση της προτεινόμενης οδηγίας στα όργανα του Συμβουλίου και αντανακλώνται στην κοινή θέση του Συμβουλίου.

Το Συμβούλιο είναι της άποψης ότι, σε συνάφεια με τη φύση της νομικής πράξης, τα κράτη μέλη και ιδίως οι αντίστοιχοι οργανισμοί τους διερευνήσεων, θα πρέπει να έχουν κάποια ευελιξία και διακριτική ευχέρεια για τη διεξαγωγή διερευνήσεων σε θέματα ασφαλείας. Αντίθετα από την αρχική πρόταση που προέβλεπε υποχρεωτικές διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας για πολύ σοβαρά και σοβαρά ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά, το κείμενο για το οποίο επιτεύχθηκε συμφωνία από το Συμβούλιο περιορίζει την υποχρέωση για διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας σε πολύ σοβαρά ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά και απαιτεί από τον οργανισμό διερευνήσεων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών να αποφασίσει αν θα διεξαγάγει ή όχι διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη σοβαρότητα του ατυχήματος ή του περιστατικού και τα διδάγματα που μπορούν να αποκομισθούν από αυτό. Επιπλέον, κατά την άποψη του Συμβουλίου, δεν υπάρχει ανάγκη να γίνεται ρητή αναφορά σε ψευδείς συναγερμούς ως ειδική κατηγορία περιστατικών που απαιτούν διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας.

Επιπλέον, και ακολουθώντας το παράδειγμα του σιδηροδρομικού τομέα (5), το Συμβούλιο κρίνει καλό να τονίσει ότι ο οργανισμός διερευνήσεων θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος όσον αφορά την οργάνωση και τη νομική δομή του και να μην εξαρτάται από αποφάσεις που λαμβάνει άλλο μέρος τα συμφέροντα του οποίου θα μπορούσαν να συγκρούονται με τα έργο που του έχει ανατεθεί, ούτως ώστε να διεξάγει με ανεπηρέαστο τρόπο έρευνες θεμάτων ασφαλείας. Εννοείται ότι κάθε κράτος μέλος συστήνει, σύμφωνα με την διοικητική του οργάνωση, τον οργανισμό διερευνήσεων ως μία δημόσια δομή με τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία όσον αφορά την εσωτερική της λειτουργία. Η δομή αυτή μπορεί να συνδέεται με μία μεγαλύτερη ενότητα όπως ένα υπουργείο ή διοίκηση, αλλά θα πρέπει να ρυθμίζεται από διατάξεις που εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία της, ιδίως από τις άλλες διοικητικές αρχές που είναι δυνατόν να ενδιαφερθούν για κάποιο ναυτικό ατύχημα. Για λόγους αναλογικότητας, τα κράτη μέλη, που δεν έχουν ούτε πλοία ούτε σκάφη που φέρουν δική τους σημαία, θα ορίσουν ανεξάρτητο σημείο επαφής για τη συνεργασία σε διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας για τα οποία είναι ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο το κράτος μέλος.

Σύμφωνα με τις απαιτήσεις που έχει θέσει το κοινοτικό δίκαιο για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας στον αεροπορικό και σιδηροδρομικό τομέα, το Συμβούλιο συμφωνεί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι οι διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας πρέπει να διαφοροποιηθούν από τις ποινικές έρευνες ή άλλες διαδικασίες που αποσκοπούν στον καθορισμό της υπαιτιότητας ή την απόδοση ευθυνών. Το κείμενο της κοινής θέσης ορίζει ότι μοναδικός στόχος των διερευνήσεων δυνάμει αυτής της οδηγίας είναι να ορίσουν τους λόγους του ατυχήματος. Παράλληλα, και σύμφωνα με τον κώδικα ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, ορίζει ότι το όργανο που διενεργεί την έρευνα δεν αποφεύγει να υποβάλει πλήρη αναφορά όσον αφορά τα αίτια του ατυχήματος ή του περιστατικού, για τον λόγο ότι από τα πορίσματα θα μπορούσε να προκύψει σφάλμα ή υπαιτιότητα. Σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει σαφή διάκριση μεταξύ των διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας και των ποινικών ή άλλων ερευνών, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν, ορίζοντας το νομικό καθεστώς της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ότι οι έρευνες μπορούν να διεξάγονται όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα και ταχύτερα και δεν παρακωλύονται ή αναβάλλονται εξαιτίας άλλων ερευνών.

Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το Συμβούλιο περιλαμβάνει στην κοινή του θέση αλιευτικά σκάφη μήκους μικρότερου των 15 μέτρων, και όχι μόνο σκάφη άνω των 24 μέτρων μήκους όπως στην αρχική πρόταση. Αυτό γίνεται για λόγους συνοχής με την κοινή θέση του Συμβουλίου για το σχέδιο οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση τη οδηγίας 2002/59/ΕΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης. Σύμφωνα με το παρόν σχέδιο οδηγίας, τα σκάφη αυτά υποχρεώνονται να είναι εξοπλισμένα με AIS (Αυτόματη Αναγνώριση των Πλοίων) για τη βελτίωση των δυνατοτήτων παρακολούθησης αυτών των πλοίων και της ασφάλειάς τους σε συνθήκες ναυσιπλοϊκής εγγύτητας. Πρέπει συνεπώς να καλύπτονται από την οδηγία όσον αφορά τη διερεύνηση των ατυχημάτων.

Όσον αφορά τη μεθοδολογία της διερεύνησης ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, το Συμβούλιο θεωρεί πρόσφορο να προβλέψει περισσότερη ευελιξία, ορίζοντας συγχρόνως τις βάσεις για μία συνεχή ανταλλαγή εμπειριών. Σε σύγκριση με την αρχική πρόταση, τα κράτη μέλη έχουν περιθώριο εφαρμογής των αρχών της κοινής μεθοδολογίας η οποία έχει αναπτυχθεί με τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα και εγκρίθηκε σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο. Συγχρόνως, με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τη διενέργεια διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα αναπτύσσουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις διαδικασίες και τις βέλτιστες πρακτικές προς χρήση κατά την εφαρμογή της κοινής μεθοδολογίας.

ΙΙΙ.   ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ

Συμφωνώντας για την κοινή του θέση το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις απόψεις που εκφράστηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση της πρότασης. Τα παρακάτω στοιχεία της γνώμης του ΕΚ αντανακλώνται στην κοινή θέση, ορισμένα εν μέρει ή κατ' αρχήν: τροπολογίες 3, 9, 10, 11, 22 και 23.

Ορισμένες άλλες τροπολογίες δεν έγιναν ωστόσο αποδεκτές από το Συμβούλιο. Όσον αφορά τις τροπολογίες 2 και 19, το Συμβούλιο πιστεύει ότι η κοινή μεθοδολογία δεν πρέπει να ασχολείται με πορίσματα διερευνήσεων ασφαλείας αλλά να εστιάζεται μάλλον σε διαδικαστικές πτυχές. Οι τροπολογίες 5 και 8 δεν είναι κατά τη γνώμη του Συμβουλίου συμβατές με την προσέγγισή του στην αρχή της διαφοροποίησης μεταξύ ποινικών και τεχνικών διερευνήσεων. Οι τροπολογίες 7 και 20 δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές διότι το Συμβούλιο πιστεύει ότι δεν ενδείκνυται να ορίσει το Συμβούλιο τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα στην παρούσα οδηγία. Οι τροπολογίες 12 και 13 θα περιορίζουν τις μεθόδους εργασίας του οργανισμού διερευνήσεων ή είναι υπερβολικά δεσμευτικές. Οι τροπολογίες 14 και 26 δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές διότι το Συμβούλιο αποδίδει μεγάλη σημασία στην αρχή της αμεροληψίας του οργανισμού διερευνήσεων και είναι της άποψης ότι κάθε κράτος μέλος πρέπει να συστήσει τον οργανισμό αυτό σύμφωνα με την οικεία του διοικητική δομή. Η τροπολογία 16 δεν συνάδει με την ανάγκη τήρησης του εθνικού δικαίου.

Μία ομάδα άλλων τροπολογιών (4, 6, 15, 17, 18 και 24) απορρίφτηκαν είτε γιατί δεν ήταν εντελώς σαφές είτε γιατί δεν αντιστοιχούν στην προσέγγιση του Συμβουλίου για ένα σύντομο κείμενο.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο πιστεύει ότι το κείμενο της κοινής θέσης είναι κατάλληλο και καλά ισορροπημένο. Συμμερίζεται το στόχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ορισθεί ένα πλαίσιο που θα εξασφαλίζει ταχείς διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας για ναυτικά ατυχήματα ή περιστατικά. Η κοινή θέση περιλαμβάνει ορισμένες από τις τροπολογίες του ΕΚ που εγκρίθηκαν σε πρώτη ανάγνωση.

Το Συμβούλιο επιβεβαιώνει τη δέσμευσή του να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για το κείμενο αυτό προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία το συντομότερο δυνατό.


(1)  Η Επιτροπή διαβίβασε την πρότασή της στις 13 Φεβρουαρίου 2006.

(2)  Έγγρ. 8724/07 CODEC 389 MAR 28 ENV 206 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  CESE 1177/2006 της 13.9.2006 (ΕΕ C 318 της 23.12.2006, σ. 195-201).

(4)  CdR 43/2006 της 15.6.2006 (ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 38).

(5)  Άρθρο 21 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (Οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (ΕΕ L 164 της 30.4.2004).