30.8.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 224/124


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/EΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών»

COM(2007) 747 τελικό — 2007/0267 (CNS)

(2008/C 224/28)

Στις 18 Δεκεμβρίου 2007 το Συμβούλιο αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την

«Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/EΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών».

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 30 Απριλίου 2008, με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. ROBYNS DE SCHNEIDAUER.

Κατά την 445η σύνοδο ολομελείας της 28ης και 29ης Μαϊου 2008 (συνεδρίαση της 29ης Μαϊου 2008), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική υιοθέτησε με 98 ψήφους υπέρ, και 3 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

Συμπεράσματα και συστάσεις

1.

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προσαρμόσει τους κανόνες περί απαλλαγής των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών προϊόντων από τον ΦΠΑ στις απαιτήσεις της ενιαίας αγοράς. Εκφράζει την ιδιαίτερη ικανοποίησή της όσον αφορά τόσο τη σχετική συνεργασία με τους άμεσα ενδιαφερομένους (1) όσο και την ανοικτή διαβούλευση που διενεργήθηκε μέσω του διαδικτύου. Εντούτοις, ενόψει των μελλοντικών αναθεωρήσεων του ΦΠΑ, η ΕΟΚΕ συνιστά την άμεση συμμετοχή στη νομοθετική διαδικασία όλων των άμεσα ενδιαφερομένων.

2.

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι οι προτάσεις συνιστούν ένα αποφασιστικό βήμα προς ένα σύγχρονο και ανταγωνιστικότερο πλαίσιο ΦΠΑ για τις ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ θα επιθυμούσε μία αναλυτικότερη νομοθετική προσέγγιση προκειμένου να υπερκερασθούν οι εναπομένουσες ερμηνευτικές δυσχέρειες και τα προβλήματα, τα οποία παραμένουν ανεπίλυτα. Πρέπει να επισημανθεί δεόντως ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να ενεργεί πολύ προσεκτικά κατά την εκπόνηση της νομοθεσίας περί ΦΠΑ για τις ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Τα συμφέροντα των δύο κλάδων και των πελατών τους, ιδίως των ιδιωτών καταναλωτών, δεν θα πρέπει να διακυβεύονται. Πέραν του γεγονότος ότι οι δύο συγκεκριμένοι τομείς έχουν καίρια σημασία για την καλή λειτουργία της οικονομίας και δημιουργούν πολυάριθμες θέσεις εργασίας για πολλούς ευρωπαίους πολίτες, πρόκειται επίσης για ένα πολύ τεχνικό ζήτημα, το οποίο δεν αφήνει περιθώρια για εικασίες. Δεδομένου ότι ένας από τους κυριότερους στόχους είναι η αύξηση της ασφάλειας δικαίου και η μείωση του διοικητικού φόρτου για τους οικονομικούς φορείς και τις εθνικές φορολογικές αρχές, το νόημα της διατύπωσης θα πρέπει να είναι προφανές.

3.

Όσον αφορά το ζήτημα της ουδετερότητας του ΦΠΑ, η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την εισαγωγή των ρυθμίσεων επιμερισμού του κόστους και την επέκταση του δικαιώματος επιλογής της φορολόγησης. Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι, με τη σωστή διατύπωση και εφαρμογή, τα εν λόγω μέσα θα μειώσουν τις επιπτώσεις που έχει ο συγκαλυμμένος ΦΠΑ στο κόστος των παρόχων ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο θα βελτιωθούν η αποδοτικότητα και η ανταγωνιστικότητα του τομέα, αλλά θα επέλθουν επίσης θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη διατήρησή τους εντός της ΕΕ. Δεδομένου ωστόσο του στόχου να δημιουργηθεί περισσότερη ουδετερότητα του ΦΠΑ και ίσοι όροι ανταγωνισμού για τον ασφαλιστικό και χρηματοπιστωτικό κλάδο, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές προκλήσεις. Απαιτούνται κυρίως περαιτέρω αποσαφήνιση και αυστηρότεροι ορισμοί όσον αφορά μία σειρά από εξαιρέσεις και έννοιες, όπως αυτής του «συγκεκριμένου και ουσιώδους χαρακτήρα» των απαλλασσόμενων υπηρεσιών, καθώς επίσης του πεδίου εφαρμογής των απαλλασσόμενων υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Μία αποδεκτή λύση θα αποτελούσε η επέκταση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων περί επιμερισμού του κόστους σε όσο το δυνατόν περισσότερους φορείς και η αποφυγή αθέμιτων διαφορών μεταξύ των κρατών μελών κατά την εφαρμογή του δικαιώματος επιλογής της φορολόγησης. Τέλος, απαιτείται να εξετασθεί με ποιόν τρόπο θα αποφευχθεί η επιβολή ΦΠΑ, επιπλέον των άλλων παρόμοιων φόρων για τις υπηρεσίες εκείνες, οι οποίες υπόκεινται σε ειδικούς τοπικούς φόρους, όπως κυρίως οι φόροι επί των ασφαλίστρων, και στις οποίες θα επιβάλλεται ΦΠΑ εφόσον οι πάροχοί τους προβούν σε χρήση του δικαιώματος επιλογής της φορολόγησης. Διαφορετικά, τα συμφέροντα των καταναλωτών θα τεθούν σε κίνδυνο.

Αιτιολογία

1.   Προς μια πιο ανταγωνιστική ενιαία αγορά για τις ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2)

1.1

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία περί ΦΠΑ, οι πελάτες των περισσότερων χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ. Ωστόσο, αυτό δημιουργεί αδικαιολόγητα εμπόδια για την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης, ανοικτής, αποτελεσματικής και ανταγωνιστικής ενιαίας αγοράς για τις εταιρείες ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Υπάρχουν δύο κύρια προβλήματα (3).

1.2

Το πρώτο έγκειται στο γεγονός ότι οι ορισμοί για τις απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες είναι παρωχημένοι. Επιπλέον, δεν υπάρχει ούτε σαφής διάρθρωση μεταξύ των φορολογητέων υπηρεσιών και εκείνων που απαλλάσσονται από την καταβολή φόρου, ούτε μία αποδεκτή σε κοινοτικό επίπεδο πρακτική για τον καθορισμό του ΦΠΑ εισροών που μπορεί να ανακτηθεί. Ως εκ τούτου, η απαλλαγή δεν εφαρμόζεται ομοιόμορφα από τα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε ουσιαστική αύξηση του αριθμού των υποθέσεων που υποβάλλονται στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Είναι επομένως απαραίτητο να καλυφθεί το νομοθετικό κενό και να αποσαφηνισθούν οι κανόνες που διέπουν την απαλλαγή των ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών από τον ΦΠΑ. Οπως έχει υπόψη η Επιτροπή, είναι φρόνιμο να ληφθούν υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

1.3

Το δεύτερο πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη ουδετερότητας του ΦΠΑ. Οι πάροχοι των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών αδυνατούν γενικά να ανακτήσουν τον ΦΠΑ, τον οποίο καταβάλλουν κατά την αγορά των προϊόντων και των υπηρεσιών, τα οποία χρειάζονται για τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους («ΦΠΑ εισροών»). Ως προς το σημείο αυτό διαφέρουν από τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, για τις οποίες ο ΦΠΑ εισροών δεν συνιστά έξοδο: αντίθετα πρόκειται περί ενός φόρου, τον οποίον εισπράττουν από τους καταναλωτές (εξ' ού ο όρος «φόρος κατανάλωσης») και τον οποίο στη συνέχεια καταβάλλουν στο κράτος, χωρίς να επηρεάζεται το δικό τους εισόδημα. Ενώ ο ΦΠΑ αποτελεί μία σημαντική πηγή εσόδων για τις φορολογικές αρχές των κρατών μελών, οι επιχειρήσεις υφίστανται κλιμακωτές επιπτώσεις. Ο «συγκαλυμμένος» μη ανακτήσιμος ΦΠΑ ανάγεται σε στοιχείο κόστους των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών προϊόντων και στο τέλος αυξάνει γενικά το κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών για τους καταναλωτές (4).

1.4

Στο πλαίσιο της γενικότερης τάσης προς την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών χρηματιστηριακών αγορών, όπως επίσης του παγκόσμιου αγώνα δρόμου για την αύξηση της αποδοτικότητας και της ανταγωνιστικότητας, οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές εταιρείες υιοθετούν νέα επιχειρηματικά πρότυπα. Αυτό τους επιτρέπει να συγκεντρώνουν ή να αναθέτουν ορισμένες καίριες επικουρικές λειτουργίες και λειτουργίες υποστήριξης στα αποκαλούμενα «κέντρα αριστείας», τα οποία επιτελούν τις λειτουργίες αυτές σε οριζόντιο επίπεδο για τις ομάδες επιχειρήσεων. Μέσω αυτού του είδους των επιχειρηματικών προτύπων επιτυγχάνεται ιδιαίτερα η αποτελεσματική χρήση της τεχνογνωσίας και των επενδύσεων, η οποία αποφέρει προϊόντα υψηλότερης ποιότητας σε χαμηλότερο κόστος. Ωστόσο, έτσι ανακύπτει το πρόβλημα δημιουργίας συμπληρωματικού κόστους, όταν οι υπηρεσίες αυτές χρεώνονται με ΦΠΑ, τον οποίο καταβάλλουν οι οικονομικοί και ασφαλιστικοί φορείς. Κατ' αυτόν τον τρόπο προκαλούνται οι κλιμακωτές επιπτώσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως.

1.5

Στόχος της αναθεώρησης της νομοθεσίας περί ΦΠΑ είναι η παροχή μιας ενημερωμένης και ενιαίας εφαρμογής των κανόνων ΦΠΑ, δημιουργώντας μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και μειώνοντας το διοικητικό φόρτο για τους οικονομικούς φορείς και τις διοικήσεις. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος της ουδετερότητας του ΦΠΑ, η πρόταση (οδηγία ΦΠΑ) καλεί τους χρηματοπιστωτικούς και ασφαλιστικούς οργανισμούς να μειώσουν το κόστος του μη εκπεστέου ΦΠΑ, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν την παροχή υπηρεσιών με ΦΠΑ. Η πρόταση αποβλέπει επιπλέον στην αποφυγή δημιουργίας μη ανακτήσιμου ΦΠΑ μέσω της αποσαφήνισης και της επέκτασης της απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τις ρυθμίσεις επιμερισμού του κόστους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με διασυνοριακό χαρακτήρα.

2.   Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: νομοθετική προσέγγιση  (5)

2.1

Η έκτη οδηγία ΦΠΑ (77/388/EΚ) αποτέλεσε για περισσότερα από 30 χρόνια το θεμέλιο του κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου για τον ΦΠΑ. Εξαιτίας εντούτοις πολλαπλών τροποποιήσεων κατέστη πολύπλοκη και δύσκολα προσβάσιμη στους ενδιαφερομένους. Την 1η Ιανουαρίου 2007 τέθηκε σε ισχύ η νέα οδηγία της ΕΚ για τον ΦΠΑ (2006/112/ΕΚ), με την οποία ενισχύθηκε η σαφήνεια, ο ορθολογισμός και η απλούστευση, χωρίς ωστόσο να υπάρξουν αλλαγές επί της ουσίας.

2.2

Στο πλαίσιο της εκστρατείας της για τον εκσυγχρονισμό και την απλούστευση των φορολογικών κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε μια άλλη τροποποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας για τον ΦΠΑ το Νοέμβριο του 2007 (6). Οι προτάσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της στρατηγικής της Επιτροπής για την απλούστευση του ρυθμιστικού πλαισίου (άρθρο 66 της COM (2006) 690). Οι νέοι ορισμοί αποσκοπούν επίσης στη δημιουργία μεγαλύτερης συνεκτικότητας με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς (π.χ. επενδυτικά κεφάλαια, πιστοληπτική ικανότητα, παράγωγα προϊόντα).

2.3

Η παρούσα πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, προβλέπει τροποποιήσεις των άρθρων 135 (1) α) έως ζ) και 137 (1) α) και (2) της οδηγίας ΦΠΑ (2006/112/EΚ). Η εν λόγω πρόταση συνοδεύεται από μία πρόταση κανονισμού (7) (κανονισμός ΦΠΑ) που αποτελείται από διατάξεις εφαρμογής των σχετικών άρθρων της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας για τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες. Απαριθμεί τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες διαχείρισης και διαμεσολάβησης, οι οποίες μπορούν να τύχουν ή όχι απαλλαγής από τον ΦΠΑ, καθώς επίσης τις υπηρεσίες, οι οποίες έχουν τον συγκεκριμένο και ουσιώδη χαρακτήρα μίας απαλλασσόμενης υπηρεσίας και επομένως μπορούν να τύχουν αυτοτελούς απαλλαγής. Δεδομένης της πολυπλοκότητας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και των ασφαλιστικών αγορών, καθώς και της συνεχούς ανάπτυξης νέων προϊόντων, η ως άνω απαρίθμηση είναι ενδεικτική.

3.   Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη και εκτίμηση των επιπτώσεων  (8)

3.1

Από το 2004 έως το 2007 πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβη στην ανάθεση εκπόνησης ανεξάρτητης μελέτης· τα αποτελέσματα τόσο των διαβουλεύσεων, όσο και της μελέτης επιβεβαίωσαν την ανάγκη αναθεώρησης της νομοθεσίας περί ΦΠΑ για τον χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό κλάδο. Οι επιλογές που εξετάσθηκαν περιγράφονται εκτενώς στο έγγραφο εκτίμησης των επιπτώσεων (9) της ΓΔ TAXUD.

3.2

Το 2004 πραγματοποιήθηκε στο Δουβλίνο ένα σεμινάριο Fiscalis για τις εθνικές φορολογικές αρχές των κρατών μελών. Στο σεμινάριο αναλύθηκαν οι διάφοροι προβληματικοί τομείς για τις επιχειρήσεις, και ιδίως οι εξελίξεις της παγκόσμιας και της εσωτερικής αγοράς, οι οποίες δικαιολογούν το φαινόμενο της εξωτερικής ανάθεσης. Στη διάρκεια του 2005 εντατικοποιήθηκε ο διάλογος με τους κύριους ενδιαφερόμενους φορείς. Υπήρξαν τακτικές επαφές με αντιπροσωπευτικές ομάδες, όπως με την Ομοσπονδία Ευρωπαϊκών Τραπεζών (FBE), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων (CEA), το Διεθνές Γραφείο Ασφαλιστών και Αντασφαλιστών (BIPAR), την Ευρωπαϊκή Ένωση Διαχείρισης Κεφαλαίων και Περιουσιακών Στοιχείων (EFAMA), καθώς επίσης με επαγγελματίες συμβούλους και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

3.3

Μετά το πρώτο σεμινάριο Fiscalis, η ΓΔ TAXUD ανέθεσε την εκπόνηση μελέτης σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των οικονομικών επιπτώσεων της απαλλαγής των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών από τον ΦΠΑ (10). Η τελική έκθεση, η οποία παρουσιάσθηκε στην Επιτροπή το Νοέμβριο του 2006, κατέληξε μεταξύ άλλων στα εξής συμπεράσματα (11):

α)

οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί στην ΕΕ είναι λιγότερο κερδοφόροι από τους αντίστοιχους στις υψηλά ανεπτυγμένες οικονομικές περιοχές, όπως λ.χ. στις ΗΠΑ. Oι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί στην ΕΕ πάσχουν εξαιτίας του ενσωματωμένου — μη ανακτήσιμου και κλιμακωτού — ΦΠΑ. Τούτο έχει ως συνέπεια την αύξηση των εξόδων τους,

β)

αποδεικνύεται ότι εξαιτίας των αποκλίσεων που παρατηρούνται στα κράτη μέλη όσον αφορά την ερμηνεία της οδηγίας ΦΠΑ για τις απαλλασσόμενες και μη χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σημαντική ανασφάλεια δικαίου κατά τη λήψη αποφάσεων εμπορικού χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό φαίνεται να αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα όταν λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με τι μπορεί να ανατεθεί σε τρίτους και τι όχι,

γ)

οι διαφορές που παρατηρούνται κατά την ερμηνεία των αποφάσεων του ΔΕΚ και κατά τον υπολογισμό των ποσοστών ανάκτησης θεωρούνται αιτίες στρέβλωσης, οι οποίες συμβάλλουν στην έλλειψη ουδετερότητας του ΦΠΑ. Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σημερινή μεταχείριση των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών θα καταστεί μεσοπρόθεσμα «πηγή αθέμιτου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος» και θα «αναχαιτίσει τη δημιουργία μίας ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών».

3.4

Η επακόλουθη σειρά διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη και τη ΓΔ MARKT κατέληξε στην εκπόνηση ενός βασικού εγγράφου, του εγγράφου εργασίας TAXUD 1802/06, το οποίο συζητήθηκε με τους ενδιαφερομένους και τα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια του συνεδρίου φορολογίας που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες τον Μάιο του 2006. Στο έγγραφο αυτό περιγράφονται τα βασικά προβλήματα που εντοπίσθηκαν και τα πιθανά τεχνικά μέτρα για την αντιμετώπισή τους.

3.5

Από τις 9 Μαΐου 2006 έως τις 9 Ιουνίου 2006 διενεργήθηκε ανοικτή διαβούλευση μέσω του διαδικτύου. Η Επιτροπή έλαβε 82 απαντήσεις (12). Οι παρεμβάσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων κατά τη δημόσια διαβούλευση για τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες οδήγησαν σε τρία βασικά συμπεράσματα. Πρώτον, οι λύσεις που ενδεχομένως πρόκειται να επιλεγούν για τον εκσυγχρονισμό της φορολογικής μεταχείρισης ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, θα πρέπει να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και σαφήνεια και στην μείωση των διοικητικών δαπανών για τους παρόχους, τους υπεργολάβους, τους διαμεσολαβητές και τους καταναλωτές. Δεύτερον, οι οικονομικοί φορείς του ασφαλιστικού κλάδου και οι αντίστοιχοι του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών συμμερίζονται ουσιαστικά τις ίδιες ανησυχίες, οφείλουν εντούτοις να κατατάξουν κατά σειρά προτεραιότητας τα μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίσουν διαφορετικά τα εν λόγω ζητήματα. Τρίτον, τα συμφέροντα των οικονομικών φορέων για υπηρεσίες «επιχειρήσεων προς επιχειρήσεις» (B2B) διαφέρουν αισθητά από τα συμφέροντα όσον αφορά τις υπηρεσίες «επιχειρήσεων προς καταναλωτές» (B2C).

3.6

Τον Ιούνιο του 2007 δημοσιεύθηκαν στον δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης τα έγγραφα εργασίας που περιείχαν τα πρώτα νομοθετικά σχέδια. Οι νομοθετικές προτάσεις συζητήθηκαν εκτενώς με όλους τους ενδιαφερομένους κατά τη διάρκεια πολλών συνεδριάσεων. Στις 31 Ιουλίου 2007 διοργανώθηκε μία σύσκεψη στρογγυλής τραπέζης για τον ΦΠΑ με συμμετοχή των ενδιαφερομένων. Στις 28 Νοεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε και ανακοίνωσε τις αναφερθείσες προτάσεις, όπως επίσης την εκτίμηση των επιπτώσεων.

3.7

Στην εκτίμηση των επιπτώσεων, η ΓΔ ΤAXUD απαριθμεί τις αναμενόμενες επιπτώσεις της πρότασης όσον αφορά την ιδιωτική κατανάλωση, την κατανάλωση των επιχειρήσεων, τις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές εταιρείες και τις εθνικές φορολογικές αρχές. Η εκτίμηση αυτή (13) βασίστηκε κυρίως στα αποτελέσματα της μελέτης για την κατανόηση των οικονομικών επιπτώσεων της απαλλαγής των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών από τον ΦΠΑ. Ανάλογα με διάφορους παράγοντες — όπως ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ, η υφιστάμενη μεταχείριση των ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η αλληλεξάρτηση με άλλους φόρους, όπως τους φόρους μισθωτών υπηρεσιών, ο αντίκτυπος στο κόστος της κοινωνικής ασφάλισης και της ασφάλισης κατά του κινδύνου ανεργίας, κλπ. — οι δημοσιονομικές συνέπειες αναμένεται να διαφέρουν ανά κράτος μέλος. Ωστόσο, με βάση τη μελέτη της Price Waterhouse Coopers (14) μπορούν να αναφερθούν οι εξής προσδοκίες (15):

3.7.1

Δημοσιονομικές επιπτώσεις στην ιδιωτική και επιχειρηματική κατανάλωση : επί του παρόντος, οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ. Η ευρύτερη πρόσβαση στο δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αυξάνει το τελικό κόστος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για τους καταναλωτές. Για τις υπηρεσίες χρηματοοικονομικών συναλλαγών, ο μη ανακτήσιμος ΦΠΑ αποτελεί μέρος της τιμής των προϊόντων ως «συγκαλυμμένος φόρος». Το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης θα αφαιρεί αυτόν τον συγκαλυμμένο φόρο και θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να γίνουν πιο αποδοτικές και ως εκ τούτου να προσφέρουν τα προϊόντα τους σε χαμηλότερο κόστος. Η ίδια λογική ισχύει για τις ρυθμίσεις επιμερισμού του κόστους. Πρόκειται όμως μόνο για μια υπόθεση που βασίζεται στην εμπειρία του δικαιώματος επιλογής της φορολόγησης σε χώρες όπως το Βέλγιο. Πρόσθετες εργασίες θα πραγματοποιηθούν για την περαιτέρω εκτίμηση των πραγματικών επιπτώσεων του δικαιώματος επιλογής της φορολόγησης στα επιχειρηματικά πρότυπα και στο κόστος των χρηματοπιστωτικών προϊόντων σε διάφορα τμήματα της αγοράς. Οι ιδιώτες καταναλωτές λιανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θα πρέπει να επωφελούνται από την ευνοϊκότερη επιλογή και να μη θίγεται το συμφέρον τους από την εφαρμογή του ΦΠΑ σε άλλα τμήματα της αγοράς.

3.7.1.1

Για τις επιχειρήσεις, το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης είναι ιδιαίτερα απίθανο να έχει αρνητικές συνέπειες, καθώς μπορούν κατά κανόνα να ανακτήσουν τον ΦΠΑ εισροών. Οι πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις για τους ιδιώτες, στην απίθανη περίπτωση που το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης εφαρμόζεται στις συναλλαγές B2C, είναι λιγότερο σαφείς. Δεδομένου ότι ο ιδιώτης καταναλωτής δεν μπορεί να αφαιρέσει τον ΦΠΑ, ενδέχεται να προκύψει πρόβλημα παράλληλης φορολόγησης ιδίως όσον αφορά την πληρωμή ασφαλίστρων. Σήμερα, στα ασφάλιστρα αυτά επιβάλλονται εθνικοί φόροι και οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις, εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος ότι οι εθνικές φορολογικές αρχές δεν μπορούν να επιβάλλουν ΦΠΑ στις ασφαλιστικές υπηρεσίες. Ωστόσο, το ενδεχόμενο αποτέλεσμα εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές εταιρείες θα χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης σε περιβάλλον B2C.

3.7.2

Επιπτώσεις στην απασχόληση : είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις δεν αφορούν μόνον το ποσό των εσόδων από τον ΦΠΑ. Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να διασφαλίσει ότι οι λύσεις αναφορικά με τον ΦΠΑ, όπως το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης και οι ρυθμίσεις επιμερισμού του κόστους, θα συμβάλουν στην προσέλκυση και τη διατήρηση καίριων βιομηχανικών κλάδων στα κράτη μέλη. Από τη μια μεριά διασφαλίζεται η άμεση απασχόληση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και στον ασφαλιστικό κλάδο και από την άλλη μεριά δημιουργείται έμμεση απασχόληση στα κράτη μέλη. Η τελευταία μπορεί να δημιουργηθεί σε άλλους κλάδους, όπως στον κλάδο των ΤΠΕ, καθώς επίσης στους υπεργολάβους υπηρεσιών. Περιλαμβάνονται εξάλλου και οι προμηθευτές προϊόντων και υπηρεσιών στους χρηματοπιστωτικούς και ασφαλιστικούς οργανισμούς (π.χ. προμηθευτές υλισμικού, υπηρεσιών ασφάλειας, υπηρεσιών τροφοδοσίας, κατασκευαστικών και κτηματομεσιτικών υπηρεσιών …). Οι προτάσεις θα πρέπει να αποτρέπουν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις από τη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους σε χώρες εκτός ΕΕ. Οι νέοι κανόνες, εάν σχεδιασθούν και υλοποιηθούν αποτελεσματικά, θα δημιουργούν μια ελκυστική πρόταση για τις επιχειρήσεις με στόχο τη συγκέντρωση ή εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων εντός της ΕΕ. Αυτό βασίζεται στην ανάλυση της επιχειρηματικής πρακτικής λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της τοπικής γνώσης και των αλυσίδων ελέγχου. Βέβαια, αυτό δεν εγγυάται προφανώς ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν θα αποφασίσουν στο μέλλον να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους εκτός ΕΕ. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη σωστή ισορροπία μεταξύ ανταγωνιστικότητας και ποιότητας της εργασίας.

3.7.3

Αναμενόμενος αντίκτυπος στις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές εταιρείες: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει ότι η αποσαφήνιση των ορισμών σχετικά με τις απαλλασσόμενες ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα μειώσει το κόστος συμμόρφωσης. Επί του παρόντος οι επιχειρήσεις χρειάζεται να εξακριβώνουν την ερμηνεία της απαλλαγής σε κάθε μεμονωμένο κράτος μέλος και συχνά αναγκάζονται να βασίζονται στην κρίση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αυτό δεν συνεπάγεται μόνον μία σημαντική δαπάνη· συνιστά επιπλέον φραγμό στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Συνεκτική ερμηνεία σημαίνει ότι η ερμηνεία που τυχόν θα εφαρμοσθεί σε ένα κράτος μέλος θα ισχύει και στα υπόλοιπα. Επιπλέον, η ευρύτερη πρόσβαση σε ρυθμίσεις επιμερισμού του κόστους και το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης θα επιτρέψει στις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές εταιρείες να διαχειρίζονται καλύτερα τις επιπτώσεις του μη ανακτήσιμου ΦΠΑ στην εσωτερική δομή του κόστους τους. Κατ'αυτόν τον τρόπο θα αυξηθεί η κερδοφορία των ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών φορέων, ενώ θα τους δοθεί η δυνατότητα να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους στην παγκόσμια αγορά και να μειώσουν το κεφαλαιουχικό κόστος και το κόστος της ασφάλισης προς όφελος της ευρωπαϊκής οικονομίας και των καταναλωτών γενικότερα.

3.7.4

Δημοσιονομικές επιπτώσεις στις εθνικές φορολογικές αρχές : η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι η αύξηση της ασφάλειας δικαίου θα διασφαλίσει τα φορολογικά δικαιώματα των κρατών μελών και θα μειώσει τις δυνατότητες επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού. Επιπλέον, αναμένεται να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τις εθνικές φορολογικές αρχές χάρη στους πιο προφανείς κανόνες απαλλαγής. Εντούτοις, στο πλαίσιο μίας συνεκτικότερης εφαρμογής της απαλλαγής, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι ορισμένα κράτη μέλη θα πρέπει να εξαιρούν κάποιες υπηρεσίες, οι οποίες επί του παρόντος θεωρούνται φορολογούμενες και αντιστρόφως. Ωστόσο, με βάση μια εκτίμηση υψηλού επιπέδου, η Επιτροπή κρίνει ότι το συνολικό αποτέλεσμα των συνεπειών στα έσοδα θα είναι μικρό ή ακόμα και ουδέτερο. Οι περισσότερο επικερδείς χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει να πληρώνουν περισσότερους άμεσους φόρους και αντίστοιχα θα συμβάλλουν στον εκάστοτε εθνικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, ένα μεγάλο τμήμα του ΦΠΑ, το οποίο θεωρητικά θα χάνεται σε περιπτώσεις εφαρμογής ρυθμίσεων επιμερισμού του κόστους, δεν επιβάλλεται σήμερα, καθότι οι επιχειρήσεις ελαχιστοποιούν το κόστος συγκέντρωσης των λειτουργιών μέσω καταλλήλων — αν και πολύπλοκων και δυσχερών από διοικητική άποψη — οργανωτικών μέτρων.

3.7.4.1

Παρόλα αυτά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι η εκτίμηση των εν λόγω λύσεων όσον αφορά τον ΦΠΑ είναι δύσκολη, δεδομένου ότι καίριο ρόλο θα διαδραματίσει ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσουν στις αλλαγές οι χρηματοπιστωτικοί και ασφαλιστικοί οργανισμοί. Όσον αφορά τον επιμερισμό του κόστους, η μείωση στην είσπραξη των φόρων εξαρτάται από τους εξής παράγοντες: πρώτον εάν οι ρυθμίσεις ισχύουν ήδη και, δεύτερον, εάν υπόκεινται στον ΦΠΑ ή όχι. Εφόσον οι νέοι κανόνες ενθαρρύνουν τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές εταιρείες να προβούν σε ρυθμίσεις, που στοχεύουν στην αποτελεσματικότητα και τις οποίες δεν θα είχαν διαφορετικά εξετάσει, δεν θα υπάρχει καμία απώλεια του ΦΠΑ. Εάν οι ρυθμίσεις ισχύουν ήδη και υπόκεινται στον ΦΠΑ, γεγονός που είναι ιδιαίτερα απίθανο, τότε ενδέχεται να σημειωθεί απώλεια εσόδων εξαιτίας της ευρύτερης απαλλαγής. Όσον αφορά τις αλλαγές στους κανόνες που διέπουν το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης στις υπηρεσίες «επιχειρήσεων προς επιχειρήσεις» (B2B), αναμένεται μία ενδεχόμενη διαρροή των καθαρών φορολογικών εσόδων, διότι οι επιχειρήσεις πελάτες είναι γενικά σε θέση να ανακτούν τον ΦΠΑ που καταβάλλουν. Από την άλλη πλευρά, η φορολόγηση των υπηρεσιών «επιχειρήσεων προς καταναλωτές» (B2C) θα συμβάλλει θεωρητικά στην αύξηση των φορολογικών εσόδων. Είναι ωστόσο αβέβαιο στην παρούσα φάση κατά πόσο οι επιχειρήσεις θα επιλέξουν τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών προϊόντων σε περιβάλλον B2C. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει πρώτα να είναι σε θέση να αυξήσουν την αποδοτικότητά τους σε επίπεδο που θα τους επιτρέπει να χρεώνουν τον ΦΠΑ σε ιδιώτες χωρίς να αυξάνουν το κόστος για τους εν λόγω πελάτες.

4.   Παρατηρήσεις σχετικά με τις ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες

4.1

Η ΕΟΚΕ παρέχει την πλήρη στήριξή της στο φιλόδοξο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προσαρμόσει τους κανόνες που διέπουν τον ΦΠΑ επί των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών στις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς. Οι προτάσεις αυτές αποβλέπουν σαφώς στην αντιμετώπιση των βασικών τομέων που εμπνέουν ανησυχία για τον χρηματοπιστωτικό και τον ασφαλιστικό κλάδο και τους καταναλωτές τους, η δε επιλεγείσα προσέγγιση, δηλαδή ένα σχέδιο οδηγίας μαζί με μέτρα εφαρμογής σε ένα σχέδιο κανονισμού, φαίνεται να είναι σωστή και ενδεδειγμένη.

4.2

Ωστόσο η ΕΟΚΕ προτρέπει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη να συνεχίσουν το έργο τους για την περαιτέρω αποσαφήνιση ορισμένων ορισμών προκειμένου να εξετασθεί πλήρως το καίριο ζήτημα της μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου. Όσον αφορά τους ορισμούς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η ΕΟΚΕ εκφράζει τις ανησυχίες της σχετικά με τη διατύπωση των προτάσεων, όπως η χορήγηση πιστώσεων που ορίζεται στο σημείο (2) του άρθρου 135 της οδηγίας ΦΠΑ και στο άρθρο 15 του κανονισμού ΦΠΑ. Οι εν λόγω ορισμοί δεν είναι επαρκώς σαφείς και φαίνονται πολύ περιοριστικοί. Επί παραδείγματι, μόνον η«χορήγηση χρηματικού δανείου» ορίζεται γενικότερα χωρίς κατά τα φαινόμενα να αναφέρεται ειδικά στις διάφορες υπαρκτές ή προκύπτουσες λύσεις χρηματοοικονομικής παροχής, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που εμπλέκουν τίτλους. Μόνον η «χορήγηση χρηματικού δανείου» καλύπτεται· ο δανεισμός άλλων στοιχείων, όπως τίτλων, δεν καλύπτεται ρητά, φέρεται ωστόσο να καλύπτεται από άλλες απαλλαγές. Μολοταύτα δεν είναι διόλου σαφές τι καλύπτεται, και από ποιά από τις υπόλοιπες απαλλαγές, όπως λ.χ. στην περίπτωση του δανεισμού τίτλων. Ως εκ τούτου η ΕΟΚΕ συνιστά περαιτέρω αποσαφήνιση του θέματος και παράλληλα να να ληφθούν υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, όπως το έχει ύπόψη η Επιτροπή.

4.3

Η ίδια σύσταση ισχύει για την πρόταση κανονισμού. Η ΕΟΚΕ συνιστά να πραγματοποιηθεί περαιτέρω προσπάθεια προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο κατάλογος παραδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στον κανονισμό είναι απολύτως σαφής και συνεκτικός. Η ΕΟΚΕ κατανοεί μεν ότι στη θεωρία ο κανονισμός δεν περιλαμβάνει διεξοδικούς καταλόγους με ορισμούς, εκφράζει ωστόσο την ανησυχία της αναφορικά τόσο με τον κίνδυνο σύγχυσης, όσο και με τις άγνωστες επιπτώσεις που μπορούν να υποστούν στην πράξη οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, οι οποίες δεν μνημονεύονται ρητά στον κατάλογο.

4.4

Θα πρέπει να δοθεί προσοχή για τη δημιουργία μεγαλύτερης ασφάλειας όσον αφορά τις κατηγορίες των υπηρεσιών πληρωμών, τα παράγωγα, τους τίτλους και τις υπηρεσίες φύλαξης, όπως επίσης το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής ορισμένων ειδικών υπηρεσιών που αφορούν τη διαχείριση επενδυτικών κεφαλαίων. Αναφορικά με τις υπηρεσίες, οι οποίες θεωρούνται ότι διαθέτουν τον ουσιώδη και συγκεκριμένο χαρακτήρα μίας απαλλασσόμενης υπηρεσίας, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι απαιτείται περαιτέρω αποσαφήνιση των εννοιών «ουσιώδης» και «συγκεκριμένος» (16). Οι προτάσεις δεν φαίνεται να παρέχουν πάντα μία επαρκώς σαφή εικόνα των διοικητικών εκείνων ενεργειών, που θεωρούνται πράγματι ότι πληρούν τους όρους «ουσιώδης» και «συγκεκριμένος», ενώ οι κατάλογοι δεν φαίνονται να είναι πάντα πλήρως συνεκτικοί, δεδομένου ότι κάποιες υπηρεσίες που ανήκουν στην ίδια αλυσίδα παραγωγής προστιθέμενης αξίας αντιμετωπίζονται ενίοτε με διαφορετικό τρόπο.

4.5

Στο θέμα της διαμεσολάβησης, χρειάζεται μεγαλύτερη σαφήνεια σε ό,τι αφορά τον ορισμό του «αντισυμβαλλόμενου» και των «τυποποιημένων υπηρεσιών» (17). Η διαμεσολάβηση θα πρέπει εξάλλου να περιληφθεί και στον καθορισμό των υπηρεσιών που είναι «ουσιώδεις» και «συγκεκριμένες» σε μία απαλλασσόμενη υπηρεσία (18). Διαφορετικά, οι διαμεσολαβητές δεν θα δραστηριοποιούνται πλέον με ισότιμους όρους ανταγωνισμού. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξάλλου αντίθετο με την επιδιωκόμενη νέα φιλοσοφία των προτεινόμενων απαλλαγών, η οποία επικεντρώνεται στην παροχή της υπηρεσίας και όχι στο πρόσωπο που την παρέχει ή στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την παροχή της υπηρεσίας.

4.6

Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί σε υπηρεσίες, όπως η παροχή συντάξεων και επιδομάτων, οι οποίες θα επωφεληθούν από την απαλλαγή, υπαγόμενες ωστόσο σε διαφορετικές κατηγορίες απαλλαγής. Ανάλογα με την ύπαρξη ή μη κινδύνου, θα υπαχθούν είτε στην κατηγορία «ασφάλειες» (19) είτε στην κατηγορία «χρηματική κατάθεση» (20). Προκύπτει ωστόσο το πρόβλημα ότι η έννοια των σχετιζόμενων υπηρεσιών (οι υπηρεσίες υποστήριξης) θα αναπτυχθούν χωριστά και κατά διαφορετικό τρόπο (21). Κατά συνέπεια, τα κρίσιμα ενιαία προϊόντα θα πρέπει να υποστηρίζονται από δύο διαφορετικές κατηγορίες ΦΠΑ ουσιωδών και συγκεκριμένων υπηρεσιών, ανάλογα με την κύρια απαλλασσόμενη υπηρεσία στην οποία έχουν καταταχθεί.

4.7

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την επέκταση του δικαιώματος επιλογής της φορολόγησης τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών και την εισαγωγή ρυθμίσεων επιμερισμού του κόστους, ως μέσα για τη μείωση των επιπτώσεων του συγκαλυμμένου ΦΠΑ. Εντούτοις, εκφράζει την ανησυχία της ότι οι πολύ αυστηροί όροι επιλεξιμότητας για επιμερισμό του κόστους, όπως επίσης το περιορισμένο φάσμα υπηρεσιών που μπορούν να παρασχεθούν στο πλαίσιο μίας φορολογικά ουδέτερης ρύθμισης επιμερισμού του κόστους, θα περιορίσουν στην πράξη το πιθανό όφελος των διατάξεων επιμερισμού του κόστους σε ένα πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων.

4.8

Η γενικευμένη καθιέρωση της ομαδοποίησης του ΦΠΑ (έτσι ώστε οι όμιλοι επιχειρήσεων να αντιμετωπίζονται ως ενιαίος φορολογούμενος ΦΠΑ, όπως προβλέπεται στην ισχύουσα Οδηγία ΦΠΑ αλλά μόνον σε εκούσια βάση) με τις κατάλληλες διατάξεις για την καταπολέμηση της κατάχρησης, θα επέτρεπε στις επιχειρήσεις να ενσωματώσουν τις βασικές τους λειτουργίες, χωρίς αυτό να συνεπάγεται επιπλέον ΦΠΑ. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ παραδέχεται ότι επί του παρόντος η στήριξη της υλοποίησης των διατάξεων της ομαδοποίησης του ΦΠΑ δεν είναι ομόφωνη μεταξύ των κρατών μελών, επιφυλάξεις δε εκφράζει και η ίδια η Επιτροπή. Συνεπώς, δεν φαίνεται να αποτελεί λύση βραχυπρόθεσμα.

4.9

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την εισαγωγή ενός γενικευμένου δικαιώματος επιλογής της φορολόγησης, το οποίο επί του παρόντος δεν υφίσταται για τις ασφαλιστικές υπηρεσίες. Τα πλεονεκτήματα της εν λόγω επιλογής είναι σαφή στο περιβάλλον συναλλαγών Β2Β, όπου ο ΦΠΑ ανακτάται από τον πελάτη. Εντούτοις η ΕΟΚΕ εκφράζει την ανησυχία μήπως η νέα αυτή νομοθεσία αποτελέσει την αιτία επιπλέον φορολόγησης, γεγονός που θα έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις στους ιδιώτες καταναλωτές, οι οποίοι δεν μπορούν να ανακτήσουν τον ΦΠΑ. Ανεξάρτητα από το δίκαιο που εφαρμόζεται στις ασφαλιστικές συμβάσεις, στα κράτη μέλη εκείνα στα οποία εντοπίζεται ο κίνδυνος, οι ασφαλιστικές συμβάσεις υπόκεινται σε έμμεσους φόρους και οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις επί των ασφαλίστρων. Το ποσοστό των φόρων αυτών ποικίλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, όπως επίσης μεταξύ των ασφαλιστικών κλάδων (π.χ. ασφάλειες ζωής, ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, κλπ.). Το γεγονός αυτό γεννά πολλά ερωτήματα αναφορικά με την αναγκαιότητα συντονισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ΕΟΚΕ αμφιβάλει ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες θα εφαρμόσουν το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης ιδίως σε αγορές B2C, ενόσω οι εθνικές φορολογικές αρχές επιβάλλουν άλλους φόρους στα ασφάλιστρα. Από την άλλη πλευρά, η ΕΟΚΕ θεωρεί μάλλον απίθανη την κατάργηση εκ μέρους των εθνικών αρχών των φόρων στα ασφάλιστρα, ή έστω τη μείωσή τους σε λογικά επίπεδα, δεδομένου ότι αυτό θα προκαλέσει απώλειες εσόδων για τα κράτη μέλη. Πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να εξετασθεί.

4.10

Όσον αφορά το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης για τις ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η ΕΟΚΕ θα επιθυμούσε επίσης ένα σύστημα, το οποίο θα επέτρεπε στις επιχειρήσεις να επιλέγουν τη φορολόγηση είτε βάσει κάθε συναλλαγής χωριστά ή κάθε πελάτη χωριστά, είτε βάσει προκαθορισμένων κατηγοριών συναλλαγών ή πελατών. Στο ίδιο πλαίσιο, η ΕΟΚΕ θα επιθυμούσε να επιτραπεί στις επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα να ανακτούν καταλλήλως τον ΦΠΑ εισροών που σχετίζεται με το ΦΠΑ εκροών. Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί φορολογική ουδετερότητα του ΦΠΑ στις υπηρεσίες επιχείρησης προς επιχείρηση (B2B). Καίρια ωστόσο σημασία έχει να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαιώματος επιλογής από το 2012, όπως επίσης να μην δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να επιβάλουν διαφορετικούς όρους στη χρήση του δικαιώματος επιλογής του ΦΠΑ. Εάν δεν εφαρμοσθεί το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης με παρόμοιο τρόπο, ενδέχεται να δημιουργηθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών και των οικονομικών φορέων.

Βρυξέλλες, 29 Μαΐου 2008.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Δημήτρης ΔΗΜΗΤΡΙΆΔΗΣ


(1)  Οι ενδιαφερόμενοι είναι οι οικονομικοί και ασφαλιστικοί φορείς, όπως επίσης οι εθνικές φορολογικές αρχές.

(2)  MEMO/07/519, «Modernising VAT rules applied on Financial and Insurance services — Frequently Asked Questions», Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2007, σ. 1-4.

(3)  COM(2007) 747 τελικό, «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου, Αιτιολογική Έκθεση», Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2007, σ. 2-4.

(4)  Battiau P., (2005), «Letter from Brussels. VAT in the Finance Sector», στο The Tax Journal, 28 Νοεμβρίου 2005, σ. 11-14.

(5)  COM(2007) 747, «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου, Αιτιολογική Έκθεση», Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2007, σ. 2-4.

(6)  COM(2007) 747: Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/EΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(7)  COM(2007) 746: Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2006/112/EΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(8)  COM(2007) 747 τελικό, «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου, Αιτιολογική Έκθεση», Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2007, σ. 2-6.

(9)  SEC(2007) 1554, Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής «Έγγραφο που συνοδεύει την Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/EΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών: Εκτίμηση Αντικτύπου», Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2007, σ. 1-61.

(10)  Price Waterhouse Coopers, Tender no Taxud/2005/AO-006, «Study to increase the Understanding of the Economic Effects of the VAT Exemption for Financial and Insurance Services», Βρυξέλλες, 2006, σ. 1-369.

(11)  SEC(2007) 1554, Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής «Έγγραφο που συνοδεύει την Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/EΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών: Εκτίμηση Αντικτύπου», Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2007, σ. 12-13.

(12)  Το έγγραφο της δημόσιας διαβούλευσης (Consultation Paper on modernising Value Added Tax obligations for financial services and insurances) καθώς και μία λεπτομερής περίληψη των απόψεων που εξέφρασαν οι ενδιαφερόμενοι (Summary of results — Public consultation on financial and insurance services) διατίθενται στο διαδίκτυο: http://ec.europa.eu/taxation_customs/common/consultations/tax/article_2447_en.htm

(13)  Price Waterhouse Coopers, Tender no Taxud/2005/AO-006, «Study to increase the Understanding of the Economic Effects of the VAT Exemption for Financial and Insurance Services», Βρυξέλλες, 2006, σ. 162-174.

(14)  Βλέπε υποσημείωση 10.

(15)  MEMO/07/519, «Modernising VAT rules applied on Financial and Insurance services — Frequently Asked Questions», Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2007, σ. 2-4.

(16)  Βλ. άρθρο 135, 1, α) της προτεινόμενης οδηγίας ΦΠΑ, και άρθρο 14, 1 του προτεινόμενου κανονισμού ΦΠΑ.

(17)  Βλ. άρθρο 135 α), (9) της προτεινόμενης οδηγίας ΦΠΑ, και άρθρο 10, 1-2 του προτεινόμενου κανονισμού ΦΠΑ.

(18)  Βλ. άρθρο 135, 1, α) της προτεινόμενης οδηγίας ΦΠΑ.

(19)  Βλ. άρθρο 2, 1 του προτεινόμενου κανονισμού ΦΠΑ.

(20)  Βλ. άρθρο 5, 1, η) του προτεινόμενου κανονισμού ΦΠΑ.

(21)  Βλ. άρθρα 14 και 17 του προτεινόμενου κανονισμού ΦΠΑ.