52007SC0619

Σύσταση Αποφασησ του Συμβουλίου για την κατάργηση της απόφασης 2003/89/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γερμανία /* SEC/2007/0619 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 16.5.2007

SEC(2007) 619 τελικό

Σύσταση

ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την κατάργηση της απόφασης 2003/89/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γερμανία

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Ιστορικο

Το άρθρο 104 της Συνθήκης ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και καθορίζει μια διαδικασία για τον εντοπισμό και τη διόρθωσή τους. Η διαδικασία υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων (ΔΥΕ) προσδιορίζεται περαιτέρω στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου για την «επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος»[1], ο οποίος εντάσσεται στο σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 2 της Συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τη δημοσιονομική πειθαρχία με βάση δύο κριτήρια, συγκεκριμένα: α) κατά πόσο το προβλεπόμενο ή υφιστάμενο δημοσιονομικό έλλειμμα υπερβαίνει την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ (εκτός εάν είτε ο δείκτης του δημόσιου ελλείμματος έχει σημειώσει ουσιαστική και συνεχή πτώση και έχει φτάσει σε επίπεδο παραπλήσιο της τιμής αναφοράς· είτε, εναλλακτικά, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι απλώς έκτακτη και προσωρινή και ο δείκτης παραμένει κοντά στην τιμή αναφοράς)· και β) κατά πόσο το δημόσιο χρέος υπερβαίνει την τιμή αναφοράς του 60% του ΑΕΠ (εκτός εάν ο δείκτης του δημοσίου χρέους μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό).

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που προσαρτάται στη Συνθήκη, η Επιτροπή παρέχει τα στοιχεία για την εφαρμογή της ΔΥΕ. Στο πλαίσιο της εφαρμογής του εν λόγω πρωτοκόλλου, τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν στοιχεία σχετικά με τα δημόσια ελλείμματα και το δημόσιο χρέος και άλλες συναφείς μεταβλητές δυο φορές το χρόνο, δηλαδή πριν από την 1η Απριλίου και πριν από την 1η Οκτωβρίου, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού ΕΚ αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου[2],[3].

Στις 19 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για τη Γερμανία εγκρίνοντας έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 3 της Συνθήκης, βάσει προβλεπόμενου γενικού δημόσιου ελλείμματος 3.8 % του ΑΕΠ και δημοσίου χρέους 60,9% του ΑΕΠ το 2002[4]. Στις 21 Ιανουαρίου 2003, το Συμβούλιο αποφάσισε, ύστερα από σύσταση της Επιτροπής, ότι στη Γερμανία υφίστατο υπερβολικό έλλειμμα (άρθρο 104, παράγραφος 6 της Συνθήκης)[5]. Ταυτόχρονα και επίσης έπειτα από σύσταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο απηύθυνε στη Γερμανία συστάσεις βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 7 ώστε να θέσει τέλος στην κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος έως το 2004 το αργότερο[6].

Στις 18 Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή θεώρησε ότι τα μέτρα που έλαβε η Γερμανία ήταν ανεπαρκή και ενέκρινε σύσταση για το Συμβούλιο ώστε να λάβει απόφαση αντίστοιχα και να καλέσει τη Γερμανία να λάβει μέτρα ώστε να διορθώσει το υπερβολικό έλλειμμα (βάσει των άρθρων 104 παράγραφος 8 και 104 παράγραφος 9 αντίστοιχα). Σε αυτή τη δεύτερη σύστασή της η Επιτροπή πρότεινε την παράταση της προθεσμίας για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος ως το 2005. Στις 25 Νοεμβρίου 2003, το Συμβούλιο αποφάσισε να μη δώσει συνέχεια στις συστάσεις της Επιτροπής, αλλά αντίθετα ενέκρινε συμπεράσματα με τα οποία απηύθυνε συστάσεις στη Γερμανία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος το 2005 το αργότερο, διευκρινίζοντας ότι, λαμβανομένων υπόψη των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Γερμανία αναστελλόταν η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ). Στις 13 Ιουλίου 2004 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατάργησε αυτά τα συμπεράσματα[7].

Στις 14 Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή ενέκρινε ανακοίνωση προς το Συμβούλιο, το οποίο συμπέρανε ότι, ενόψει των εξαιρετικών περιστάσεων που δημιουργούσαν τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 25 Νοεμβρίου 2003 και η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2004, η κατάλληλη προθεσμία για τη διόρθωση του ελλείμματος έπρεπε να είναι το 2005. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Γερμανία μέχρι τη στιγμή εκείνη ευθυγραμμιζόταν με τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματός της ως το 2005 και ότι, συνεπώς, ενώ η δημοσιονομική κατάσταση παρέμενε εύθραυστη, δεν απαιτούνταν περαιτέρω πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της ΔΥΕ[8]. Στα συμπεράσματά του της 18ης Ιανουαρίου 2005, το Συμβούλιο συμφώνησε με τα συμπεράσματα της Επιτροπής και επιβεβαίωσε ότι σε συνεργασία με την Επιτροπή, ήταν «έτοιμο να λάβει μέτρα δυνάμει της ΔΥΕ, εφόσον χρειαζόταν».

Από τα πραγματικά στοιχεία που υπέβαλε η Επιτροπή (Eurostat) ύστερα από προσωρινή κοινοποίηση από τη Γερμανία το Φεβρουάριο του 2006, προκύπτει ότι το γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα παρέμεινε πάνω από το 3% του ΑΕΠ το 2005. Στις 14 Μαρτίου 2006, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού ΕΚ αριθ. 1467/97, το Συμβούλιο αποφάσισε αμέσως, με βάση σύσταση της Επιτροπής να ειδοποιήσει τη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 9 της Συνθήκης[9], να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος την οποία κρίνει αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση του υπερβολικού ελλείμματος « το συντομότερο δυνατό και το αργότερο ως το 2007 .» Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο διατύπωσε τη σύσταση ότι «τα έτη 2006, 2007, η Γερμανία πρέπει να διασφαλίσει σωρευτική βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου αποτελέσματός της, μη υπολογιζομένων έκτακτων και προσωρινών μέτρων, κατά τουλάχιστο μία εκατοστιαία μονάδα». Το Συμβούλιο ζήτησε από τη Γερμανία να υποβάλει έκθεση στην οποία να περιγράφονται τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με την απόφασή του έως την προθεσμία της 14 Ιουλίου 2006 και να υποβάλει περαιτέρω τακτικές εκθέσεις προόδου στη συνέχεια. Επίσης κάλεσε τη Γερμανία να «λάβει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου για διαρθρωτικά ισοσκελισμένο προϋπολογισμό συνεχίζεται, με τη μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος κατά τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ ετησίως μετά τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.»

Πίνακας 1: Διαρθρωτική προσαρμογή που ενέκρινε το Συμβούλιο στις 14 Μαρτίου 2006

% του ΑΕΠ, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά | 2005 | 2006 | 2007 |

Υπόλοιπο γενικής κυβέρνησης | -3,3 | έλλειμμα ελαφρώς > 3 | έλλειμμα σαφώς < 3 |

Μεταβολή του διαρθρωτικού υπολοίπου | Σωρευτική βελτίωση τουλάχιστον κατά μία εκατοστιαία μονάδα |

π.υ.: Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ (%) | 0,9 | 1,5 | κοντά στο 1 |

Σημείωση : διαρθρωτικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα = κυκλικά προσαρμοσμένο αποτέλεσμα πλην έκτακτων και λοιπών προσωρινών μέτρων

Πηγή : Ανακοίνωση του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 10 παράγραφο 9 στη Γερμανία, στην οποία αναφέρεται η πρόβλεψη των υπηρεσιών της Επιτροπής του φθινοπώρου του 2005 και στην οποία περιλαμβάνονται επακόλουθες αξιολογήσεις (όπως η ενδιάμεση πρόβλεψη των υπηρεσιών της Επιτροπής της 21ης Φεβρουαρίου 2006).

Μετά την υποβολή της έκθεσης εφαρμογής από τη Γερμανία στις 5 Ιουλίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 19 Ιουλίου 2006, ανακοίνωση με την οποία πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι η Γερμανία είχε λάβει μέτρα που σηματοδοτούσαν επαρκή πρόοδο προς την κατεύθυνση της διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος εντός των προθεσμιών που είχε θέσει το Συμβούλιο και ότι δεν απαιτούνταν προς το παρόν περαιτέρω ενέργειες στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος[10]. Στη συνεδρίασή του της 10ης Οκτωβρίου 2006, το Συμβούλιο συμμερίστηκε την άποψη αυτή.

Βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 12 της Συνθήκης, η απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος καταργείται όταν, κατά την άποψη του Συμβουλίου, το εν λόγω υπερβολικό έλλειμμα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει διορθωθεί.

2. Η πορεια του ελλειμματοσ εωσ το 2006

Το Συμβούλιο στήριξε την απόφασή του για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γερμανία στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας του Δεκεμβρίου του 2002, σύμφωνα με το οποίο το γενικό δημόσιο έλλειμμα ανερχόταν στο 3,7 % του ΑΕΠ το 2002. Η οικονομική του αξιολόγηση οδήγησε το Συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η Γερμανία απολάμβανε μια σχετικά έντονη οικονομική ανάπτυξη, η πρόοδος που επετεύχθη στον τομέα της σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών ήταν περιορισμένη, αφήνοντας μικρά μόνον περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επιβράδυνση του οικονομικού κύκλου. Το δημόσιο χρέος προβλεπόταν να αυξηθεί σε 60,9 % του ΑΕΠ έως το 2002, ελαφρώς πάνω από την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ.

Από το 3,7 % του ΑΕΠ το 2002, το έλλειμμα αυξήθηκε ακόμη σε 4,0 % το 2003 και στη συνέχεια μειώθηκε στο 3,2 % το 2005. Δεν υπήρχαν αρκετά περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μέση πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,5 % ετησίως κατά την περίοδο εκείνη. Επιπλέον, μια σειρά φορολογικών περικοπών, που εγκρίθηκαν την περίοδο 1999/2000 και εφαρμόστηκαν έως το 2005, επιβάρυναν τον προϋπολογισμό. Ο δείκτης εσόδων προς το ΑΕΠ μειώθηκε από το 44,4 % το 2002 σε 43,5 % το 2005. Μέτρα αντιστάθμισης στην πλευρά των δαπανών εφαρμόστηκαν μόνο με κάποια καθυστέρηση. Μέτρα τα οποία μείωσαν ιδιαίτερα το δείκτη δαπανών προς ΑΕΠ από 48,1 σε 46,8 % κατά την ίδια περίοδο ήταν ο περιορισμός των μισθών του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με μείωση του προσωπικού, η μεταρρύθμιση του συστήματος δημόσιας υγείας το 2004, η μείωση των επιδοτήσεων και των επενδύσεων αλλά και το γεγονός ότι η χαμηλή αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα μείωσε τις συνταξιοδοτικές δαπάνες. Η Γερμανία προσέφυγε σε μικρό βαθμό σε περιστασιακά μέτρα[11]. Ακόμη και αν το κυκλικά προσαρμοσμένο αποτέλεσμα είχε μειωθεί από 3½ % του ΑΕΠ το 2002 σε 2¼ % το 2005, το ονομαστικό έλλειμμα του προϋπολογισμού παρέμενε πάνω από το 3 % του ΑΕΠ το 2005 (βλέπε πίνακα 2).

Στο πλαίσιο της πρόβλεψης για πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,4 % το 2006, το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας που υποβλήθηκε το Φεβρουάριο του 2006 στόχευε σε έλλειμμα 3,3 % του ΑΕΠ το 2006. Ενώ οι γερμανικές αρχές είχαν εκτιμήσει το έλλειμμα σε 2,1 % του ΑΕΠ στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας του Νοεμβρίου του 2006, τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από την Επιτροπή (Eurostat) ύστερα από την έκθεση από τη Γερμανία πριν από την 1η Απριλίου 2007 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου δείχνουν ότι το έλλειμμα στην πραγματικότητα ανερχόταν στο 1,7 % του ΑΕΠ το 2006, δηλαδή πολύ κάτω από την τιμή αναφοράς του[12],[13].

Το ήμισυ περίπου αυτής της απροσδόκητης βελτίωσης του δημοσιονομικού αποτελέσματος οφείλεται σε κυκλικούς παράγοντες (το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε στην πράξη κατά 2,7 %). Ωστόσο, βελτιώθηκε επίσης το διαρθρωτικό έλλειμμα από 2½ % του ΑΕΠ το 2005 σε 1½ % του ΑΕΠ το 2006. Η κύρια συμβολή στο καλύτερο διαρθρωτικό αποτέλεσμα προέρχεται επίσης από την πλευρά των εσόδων. Οι άμεσοι φόροι, ιδίως εκείνοι που συνδέονται με τα κέρδη, απέφεραν σημαντικά μεγαλύτερα έσοδα από ό,τι προβλεπόταν βάσει των οικονομικών εξελίξεων. Ως εκ τούτου, οι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά περισσότερο από μισή εκατοστιαία μονάδα το 2006 σε σύγκριση με το 2005. Ο υψηλότερος δείκτης φορολογίας δεν είναι συνεπώς αποτέλεσμα των πρόσφατων διακριτικών μέτρων φορολογικής πολιτικής, αλλά οφειλόταν εν μέρει σε πληρωμές καθυστερούμενων φορολογικών οφειλών και σε πρόωρες καταβολές των άμεσων φόρων, και είναι έτσι, σε κάποιο βαθμό, αντιστάθμιση του σχετικά χαμηλού δείκτη άμεσης φορολογίας του παρελθόντος.

Επιπλέον, η γενική δημόσια δαπάνη κρατήθηκε υπό αυστηρό έλεγχο το 2006, αυξανόμενη μόνο κατά 0,6 % και επομένως κάπως λιγότερο από ό,τι ήταν ο στόχος. Η συγκράτηση της δαπάνης του 2006 είναι το αποτέλεσμα των προαναφερόμενων μέτρων που εγκρίθηκαν από το 2002 και μετά, ιδίως όσον αφορά τους μισθούς και τις επιδοτήσεις του δημόσιου τομέα, τα οποία συνέχισαν να φέρουν αποτέλεσμα το 2006. Επιπλέον, η έντονη οικονομική ανάκαμψη οδήγησε σε μείωση των δαπανών για την αγορά εργασίας. Καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της συγκράτησης των δαπανών περιλαμβανόταν στην αναλογία δαπανών σε περίπου 46 % του ΑΕΠ όπως στοχοθετήθηκε στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας του Φεβρουαρίου του 2006, η περαιτέρω μείωση σε 45,7 % οφειλόταν κυρίως στο υψηλότερο από το αναμενόμενο ΑΕΠ.

Τελικά, το ονομαστικό έλλειμμα έχει μειωθεί πολύ κάτω από την τιμή αναφοράς της Συνθήκης, ένα χρόνο πριν από την προθεσμία που έθεσε το Συμβούλιο. Επιπλέον, το Συμβούλιο είχε ζητήσει βελτίωση του διαρθρωτικού αποτελέσματος τουλάχιστον κατά μία εκατοστιαία μονάδα το 2006 και το 2007 αθροιστικά. Ήδη το 2006, το διαρθρωτικό αποτέλεσμα βελτιώθηκε κατά σχεδόν μία εκατοστιαία μονάδα.

3. Προβλεψεισ για το ελλειμμα για το 2007 και μετα

Στο πλαίσιο της δυναμικής αναμενόμενης πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,5 % το 2007, η πρόβλεψη των υπηρεσιών της Επιτροπής της άνοιξης του 2007 είναι ότι το έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω σε 0,6 % του ΑΕΠ στις τρέχουσες πολιτικές. Οι γερμανικές αρχές είχαν προβλέψει ότι το έλλειμμα θα ανέλθει σε 1,6% του ΑΕΠ στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας του Νοεμβρίου του 2006. Με βάση τη βελτίωση της μακροοικονομικής κατάστασης και το μικρότερο από το αναμενόμενο το 2006 έλλειμμα, η πρόβλεψη του ελλείμματος αναθεωρήθηκε στο 1,2 % του ΑΕΠ με την κοινοποίηση του Απριλίου του 2007.

Όπως και κατά το προηγούμενο έτος, περίπου κατά το ήμισυ η βελτίωση του κρατικού ισοζυγίου είναι διαρθρωτική, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των υπηρεσιών της Επιτροπής. Ορισμένα μέτρα, τα περισσότερα από τα οποία εγκρίθηκαν στις αρχές του 2006, συμβάλλουν στην εξυγίανση. Η αύξηση του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ από 16% σε 19% αναμένεται να αυξήσει τα έσοδα κατά περίπου 1% του ΑΕΠ. Ο συντελεστής εισφοράς στο σύστημα συνταξιοδότησης αυξήθηκε από 19,5% σε 19,9%, ενώ οι ασφαλιστικοί οργανισμοί του δημόσιου τομέα προβλέπεται να αυξήσουν τους συντελεστές εισφοράς κατά μέσο όρο κατά ½ εκατοστιαία μονάδα. Αφετέρου, το ποσοστό εισφοράς της ασφάλειας ανεργίας μειώθηκε από 6,5% σε 4,2%, έτσι ώστε η συνολική επιβάρυνση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης θα μειωθεί. Όπως και το 2006, οι φόροι που συνδέονται με το κέρδος φαίνεται να συνεχίζουν την έντονη ανάπτυξή τους. Όμως με την επιφύλαξη του θετικού οικονομικού περιβάλλοντος, πλούσιες σε έσοδα φορολογικές βάσεις όπως μισθοί και ημερομίσθια εξαπλώνονται κάπως λιγότερο δυναμικά από ό,τι το ονομαστικό ΑΕΠ, έτσι ώστε - παρά την αύξηση του ποσοστού ΦΠΑ- το φορολογικό βάρος αναμένεται να μειωθεί. Το ποσοστό δαπανών αναμένεται να μειωθεί κατά περισσότερο από μία εκατοστιαία μονάδα, αντανακλώντας ακόμα μία φορά τη συγκράτηση μισθών του δημόσιου τομέα και τις μειωμένες δαπάνες που συνδέονται με την αγορά εργασίας, οι οποίες προκύπτουν από μέτρα που έχουν ήδη εφαρμοστεί, όπως η μειωμένη περίοδος παροχών για τους αποδέκτες μεγαλύτερης ηλικίας και οι ευνοϊκές εξελίξεις της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, οι δημόσιες επενδύσεις προβλέπεται να σημειώσουν άνοδο, με βάση τις καλύτερες δημοσιονομικές θέσεις σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης. Καθώς δεν θα υπάρχει προσφυγή σε περιστασιακά μέτρα, το διαρθρωτικό έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί κατά ¾ εκατοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.

Με βάση την παραδοχή των αμετάβλητων πολιτικών, το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης προβλέπεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής να μειωθεί περαιτέρω σε 0,3% του ΑΕΠ το 2008, αν και οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη συνεχιζόμενη ευνοϊκή οικονομική συγκυρία. Η συνέχιση των αποτελεσμάτων εξυγίανσης των μέτρων που ήδη ισχύουν θα αντισταθμιστούν πολύ περισσότερο από το δημοσιονομικό αντίκτυπο της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης της φορολογίας των εταιριών, για την οποία η κυβέρνηση υπέβαλε το Μάρτιο του 2007 νομοσχέδιο, ανερχόμενα σε περισσότερο από 0,3% του ΑΕΠ κατά το πρώτο έτος.

Συνολικά, το υπερβολικό έλλειμμα φαίνεται να έχει διορθωθεί έως το 2006 κατά μόνιμο τρόπο. Η βελτίωση του διαρθρωτικού ισοζυγίου ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να ανέλθει σε ¾ εκατοστιαίων μονάδων το 2007, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα τη σωρευτική βελτίωση 1,5 εκατοστιαίας μονάδας το 2006 και το 2007. Έτσι η Γερμανία φαίνεται να συμμορφώνεται με το αίτημα του Συμβουλίου για βελτίωση του διαρθρωτικού αποτελέσματος τουλάχιστον κατά μία εκατοστιαία μονάδα το 2006 και το 2007 αθροιστικά.

Σύμφωνα με την εαρινή πρόβλεψη για το 2008 των υπηρεσιών της Επιτροπής, με αμετάβλητες πολιτικές των γερμανικών αρχών δεν θα υπάρξει περαιτέρω βελτίωση του διαρθρωτικού αποτελέσματος, ενώ, στην κοινοποίησή του δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 9, το Συμβούλιο είχε καλέσει τη Γερμανία να εξασφαλίσει ότι η δημοσιονομική εξυγίανση προς την κατεύθυνση του μεσοπρόθεσμου στόχου της (MTO) ενός διαρθρωτικά ισοσκελισμένου προϋπολογισμού θα συνεχιζόταν μέσω της μείωσης του διαρθρωτικού ελλείμματος κατά τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ ετησίως, μετά τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος. Στη γνώμη του της 27ης Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με την επικαιροποίηση του προγράμματος σταθερότητας του Νοεμβρίου του 2006[14], το Συμβούλιο ανακοίνωσε ότι το πρόγραμμα δεν σχεδίαζε να επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο στόχο εντός της προγραμματικής περιόδου (η οποία λήγει το 2010). Κάλεσε τη Γερμανία να « επωφεληθεί από την περίοδο ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας την οποία διανύει, να ενισχύσει τη διαρθρωτική προσαρμογή κατά το 2008, συμπεριλαμβανομένου με τη χρήση τυχόν εκτάκτων εσόδων για τη μείωση του ελλείμματος, να συνεχίσει τη δημοσιονομική εξυγίανση για την επίτευξη εν συνεχεία του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, ασκώντας αυστηρό έλεγχο στις δαπάνες και εξασφαλίζοντας, παράλληλα, ότι η εξαγγελθείσα μεταρρύθμιση του συστήματος φορολογίας επιχειρήσεων δεν θα υποθηκεύσει τη δημοσιονομική εξυγίανση.»

4. Εξελιξεισ του χρεουσ και προβλεψεισ

Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από το 60,3 % του ΑΕΠ το 2002 στο 67,9 % το 2005, αλλά σταθεροποιήθηκε το 2006. Η ταχεία αύξηση του ποσοστού του δημόσιου χρέους από την έναρξη της διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος το 2002 και μετά μπορεί να αποδοθεί κυρίως στο δυσμενές αποτέλεσμα «χιονοστιβάδας». Πρόκειται για την αυτόματη αύξηση του ο δείκτης δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, εξαιτίας των επιτοκίων που υπερβαίνουν το ποσοστό ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ. Μόνον το 2006, με υψηλή αύξηση του ΑΕΠ, η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος υπεραντιστάθμισε το αποτέλεσμα «χιονοστιβάδας». Μεταξύ των ετών 2002 και 2006, η αύξηση του χρέους περιορίστηκε μέσω μείωσης των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων – ιδίως μετοχές και δάνεια που χορηγήθηκαν από την κυβέρνηση σε άλλο τομέα – έχοντας έτσι κατά μέσο όρο ως αποτέλεσμα αρνητική προσαρμογή αποθεμάτων-ροών.

Επειδή η αύξηση του ΑΕΠ αναμενόταν να παραμείνει δυναμική, η πρόβλεψη των υπηρεσιών της Επιτροπής της άνοιξης 2007 είναι ότι το ποσοστό χρέους θα μειωθεί το 2007 στο 65,4 % του ΑΕΠ. Παράλληλα με τη μείωση του ελλείμματος, το ποσοστό χρέους θα μειωθεί περαιτέρω σε 63,6 % του ΑΕΠ έως το 2008. Αυτή η μείωση είναι εντονότερη από ό,τι προβλεπόταν στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας του Νοεμβρίου 2006, το οποίο προβλέπει ποσοστό χρέους στο 66½ % για το 2008.

5. Συμπερασματα

Το γενικό δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε από το ανώτατο επίπεδο του 4,0 % του ΑΕΠ το 2003 στο 1,7 % το 2006, πολύ κάτω από το 3 % του ΑΕΠ της τιμής αναφοράς. Τα μέτρα πίσω από τη μείωση του ελλείμματος είναι κυρίως μόνιμης φύσης, ενώ η κυκλική ανάκαμψη της οικονομίας υποστήριξε τη δημοσιονομική εξυγίανση. Το διαρθρωτικό αποτέλεσμα (το κυκλικά προσαρμοσμένο αποτέλεσμα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα) ως ποσοστό του ΑΕΠ βελτιώθηκε κατά περίπου μία εκατοστιαία μονάδα το 2006. Σύμφωνα με την πρόβλεψη των υπηρεσιών της Επιτροπής της άνοιξης του 2007, το ονομαστικό έλλειμμα αναμένεται να περιοριστεί σε 0,6 % του ΑΕΠ του 2007, υποστηριζόμενο από εκτιμώμενη βελτίωση του διαρθρωτικού αποτελέσματος των ¾ ποσοστιαίων μονάδων το 2007. Συνεπώς, η κατ’εκτίμηση διαρθρωτική βελτίωση το 2006 και το 2007 θα είναι σύμφωνη με τη δημοσιονομική προσπάθεια μίας τουλάχιστον εκατοστιαίας μονάδας όπως συστήθηκε από το Συμβούλιο. Υπό αμετάβλητες πολιτικές, το ονομαστικό έλλειμμα προβλέπεται να ανέλθει στο 0,3 % το 2008. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα έχει φτάσει κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ κατά αξιόπιστο και βιώσιμο τρόπο.

Το επίπεδο ακαθάριστου γενικού δημόσιου χρέους ανήλθε από το 60,3 % του ΑΕΠ το 2002 σε μέγιστο ποσοστό 67,9 % το 2005 αλλά σταθεροποιήθηκε το 2006. Σύμφωνα με την πρόβλεψη των υπηρεσιών της Επιτροπής της άνοιξης του 2007, το ποσοστό χρέους αναμένεται να μειωθεί σε 65,4 % του ΑΕΠ το 2007 και, στη συνέχεια, παράλληλα με τη μείωση του ελλείμματος σε περίπου 63½ % του ΑΕΠ έως το 2008 (υπό αμετάβλητες πολιτικές)· με τον τρόπο αυτό προσεγγίζει την τιμή αναφοράς ακόμη ταχύτερα από ό,τι προβλεπόταν στην πιο πρόσφατη επικαιροποίηση του προγράμματος σταθερότητας.

Από μια συνολική αξιολόγηση, έπεται ότι η κατάσταση υπερβολικού χρέους στη Γερμανία έχει διορθωθεί. Συνεπώς, η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο να καταργήσει την απόφασή του για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γερμανία.

Πίνακας 2: Δημοσιονομικές εξελίξεις, 2002-2008

Σύσταση

ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την κατάργηση της απόφασης 2003/89/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γερμανία

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη :

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 104 παράγραφος 12,

τη σύσταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα :

(1) Με την απόφαση 2003/89/ΕΚ[15] του Συμβουλίου, ύστερα από σύσταση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 6 της Συνθήκης, αποφασίστηκε ότι υφίστατο υπερβολικό έλλειμμα στη Γερμανία. Το Συμβούλιο σημείωσε ότι το γενικό δημόσιο έλλειμα ανερχόταν στο 3,7 % του ΑΕΠ του 2002, υπερβαίνοντας σημαντικά το 3% του ΑΕΠ της τιμής αναφοράς της Συνθήκης, ενώ το ακαθάριστο γενικό δημόσιο έλλειμμα αναμενόταν στο 60,9 % του ΑΕΠ, ελαφρώς μεγαλύτερο από το 60 % του ΑΕΠ της τιμής αναφοράς της Συνθήκης.

(2) Στις 21 Ιανουαρίου 2003, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 7 της Συνθήκης και το άρθρο 3 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος[16] (ΔΥΕ), το Συμβούλιο, βάσει σύστασης της Επιτροπής, απηύθυνε σύσταση στη Γερμανία με σκοπό τον τερματισμό της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος το ταχύτερο δυνατό και ως το 2004 το αργότερο. Η σύσταση δόθηκε στη δημοσιότητα. Όπως αναφέρθηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2004[17], με βάση τις εξαιρετικές περιστάσεις που δημιουργήθηκαν από τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2003 και της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2004[18], το έτος 2005 πρέπει να θεωρηθεί ως η σχετική προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος. Στις 18 Ιανουαρίου 2005, το Συμβούλιο συμφώνησε με τη δήλωση αυτή.

(3) Σύμφωνα με το πρωτόκολλο για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που προσαρτάται στη Συνθήκη, η Επιτροπή παρέχει τα στοιχεία για την εφαρμογή της διαδικασίας. Στο πλαίσιο της εφαρμογής του πρωτοκόλλου αυτού, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιούν τα στοιχεία για τα δημόσια ελλείμματα και το δημόσιο χρέος και άλλες συναφείς μεταβλητές δύο φορές το χρόνο δηλαδή πριν από την 1η Απριλίου και πριν από την 1η Οκτωβρίου, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1993, σχετικά με την εφαρμογή του πρωτοκόλλου για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος [19].

(4) Πραγματικά στοιχεία που παρασχέθηκαν από την Επιτροπή (Eurostat) ύστερα από προσωρινή κοινοποίηση από τη Γερμανία το Φεβρουάριο του 2006 έδειξαν ότι το υπερβολικό έλλειμμα δεν είχε διορθωθεί ως το 2005. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 και βάσει σύστασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο, στις 14 Μαρτίου 2006, έλαβε αμέσως απόφαση δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 9 της Συνθήκης να ειδοποιήσει τη Γερμανία να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος που κρίνεται αναγκαία για τη διόρθωση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο έως το 2007. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο ζήτησε από τη Γερμανία να εξασφαλίσει κατά τα έτη 2006 και 2007 πρέπει αθροιστική βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου της μη υπολογιζομένων των έκτακτων και λοιπών προσωρινών μέτρων κατά τουλάχιστον μία εκατοστιαία μονάδα.

(5) Βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 12 της Συνθήκης, μια απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος καταργείται όταν, κατά την άποψη του Συμβουλίου, το εν λόγω υπερβολικό έλλειμμα στο κράτος μέλος έχει διορθωθεί.

(6) Βάσει στοιχείων που παρασχέθηκαν από την Επιτροπή (Eurostat) σύμφωνα με το άρθρο 8ζ παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93 ύστερα από κοινοποίηση εκ μέρους της Γερμανίας πριν από την 1η Απριλίου 2007 και των υπηρεσιών της Επιτροπής της άνοιξης του 2007, εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα :

- το γενικό δημόσιο έλλειμμα, ύστερα από αύξηση από 3,7 % του ΑΕΠ το 2002 στο 4,0 % του ΑΕΠ του 2003, μειώθηκε σε 3,7% του ΑΕΠ του 2004, σε 3,2 % του ΑΕΠ του 2005 και, τέλος, σε 1,7 % του ΑΕΠ το 2006. Το έλλειμμα αυτό είναι χαμηλότερο από το στόχο του 3,3% του ΑΕΠ που τέθηκε στην επικαιροποίηση του προγράμματος σταθερότητας του Φεβρουαρίου του 2006 και πολύ μικρότερο από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ όσον αφορά το έλλειμμα ένα έτος πριν από την προθεσμία που τέθηκε από το Συμβούλιο·

- κατά τα προηγούμενα έτη ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, η Γερμανία δεν είχε δημιουργήσει αρκετά περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών για να αντιμετωπιστεί η εκτεταμένη περίοδος χαμηλής ανάπτυξης μεταξύ 2002 και 2005 με μέση πραγματική αύξηση του ΑΕΠ σε 0,5 % ετησίως. Μια σειρά φορολογικών περικοπών που πραγματοποιήθηκαν έως το 2005, επιβάρυνε περαιτέρω τον προϋπολογισμό, ενώ αντισταθμιστικά μέτρα στην πλευρά των δαπανών εφαρμόστηκαν μόνο με κάποια καθυστέρηση. Τα μέτρα εξυγίανσης περιλάμβαναν συγκράτηση μισθών του δημόσιου τομέα, που συνοδεύονταν από μείωση του προσωπικού, τη μεταρρύθμιση του συστήματος δημόσιας υγείας το 2004, τη μείωση των επιδοτήσεων και των δημόσιων επενδύσεων αλλά και το γεγονός ότι η χαμηλή αύξηση μισθών στον ιδιωτικό τομέα μείωσε τις συνταξιοδοτικές δαπάνες. Περαιτέρω, το 2006, οι άμεσοι φόροι, ιδίως εκείνοι που συνδέονται με τα κέρδη, απέφεραν μεγαλύτερα έσοδα από ό,τι προέβλεπαν οι οικονομικές εξελίξεις. Το κυκλικά προσαρμοσμένο ισοζύγιο βελτιώθηκε από το 2002 και μετά χωρίς προσφυγή σε σημαντικά έκτακτα μέτρα. Ειδικότερα το 2006, το κατ’εκτίμηση διαρθρωτικό ισοζύγιο (π.χ. εξαιρουμένων των έκτακτων και των λοιπών προσωρινών μέτρων) ως ποσοστό του ΑΕΠ βελτιώθηκε κατά περίπου μία εκατοστιαία μονάδα·

- για το 2007, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις του 2007 των υπηρεσιών της Επιτροπής το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 0,6 % του ΑΕΠ, λόγω της συνεχιζόμενης υψηλής αύξησης του ΑΕΠ και, ιδίως, της αύξησης του κανονικού ποσοστού ΦΠΑ 16 % σε 19 % από τον Ιανουάριο του 2007 (δεν προβλέπονται εφάπαξ μέτρα). Στην εαρινή κοινοποίηση 2007, οι γερμανικές αρχές εκτίμησαν το έλλειμμα του 2007 σε 1,2 % του ΑΕΠ. Περαιτέρω, οι υπηρεσίες της Επιτροπής προβλέπουν βελτίωση του διαρθρωτικού αποτελέσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ που ανέρχεται σε ¾ εκατοστιαίες μονάδες το 2007. Έτσι, η Γερμανία φαίνεται να συμμορφώνεται με τη συνιστώμενη βελτίωση του διαρθρωτικού αποτελέσματος τουλάχιστον μίας εκατοστιαίας μονάδας τα έτη 2006 και 2007 αθροιστικά. Για το 2008, σύμφωνα με την εαρινή πρόβλεψη, υπό αμετάβλητες πολιτικές, αναμένεται περαιτέρω μείωση του ελλείμματος σε 0,3 % του ΑΕΠ. Αυτό δείχνει ότι το έλλειμμα έχει μειωθεί κάτω από το 3 % του κατωφλίου του ΑΕΠ κατά αξιόπιστο και βιώσιμο τρόπο. Με αμετάβλητες πολιτικές, το διαρθρωτικό έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί μόνον οριακά το 2008. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί με βάση την ανάγκη να σημειωθεί πρόοδος προς το μεσοπρόθεσμο στόχο για τη δημοσιονομική θέση, που για τη Γερμανία είναι ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός από διαρθρωτική άποψη·

- μετά την αύξηση από 60,3 % του ΑΕΠ το 2002 σε ένα μέγιστο 67,9 % του ΑΕΠ το 2005, το δημόσιο χρέος σταθεροποιήθηκε το 2006 και προβλέπεται να μειωθεί σε 65,4 % του ΑΕΠ το 2007 και σε περίπου 63½ % έως το 2008 (υπό αμετάβλητες πολιτικές) σύμφωνα με την πρόβλεψη των υπηρεσιών της Επιτροπής της άνοιξης του 2007, προσεγγίζοντας έτσι την τιμή αναφοράς ταχύτερα από ό,τι προβλεπόταν στην πλέον πρόσφατη επικαιροποίηση του προγράμματος σταθερότητας.

(7) Κατά την άποψη του Συμβουλίου, το υπερβολικό έλλειμμα στη Γερμανία έχει διορθωθεί και συνεπώς η απόφαση 2003/89/ΕΚ πρέπει να καταργηθεί.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Από τη συνολική αξιολόγηση έπεται ότι η κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος στη Γερμανία έχει διορθωθεί.

Άρθρο 2

Η απόφαση 2003/89/ΕΚ καταργείται.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

[1] ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1056/2005 (ΕΕ L 174 της 7.7.2005, σ. 5).

[2] ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 7. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό ΕΚ αριθ. 2103/2005 (ΕΕ L 337 της 22.12.2005, σ. 1).

[3] Η πιο πρόσφατη κοινοποίηση της Γερμανίας βρίσκεται στη διεύθυνση:

http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page?_pageid=2373,58110711&_dad=portal&_schema=portal.

[4] SEC(2002) 1245.

[5] ΕΕ L 34 της 11.2.2003, σ. 16.

[6] Όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για τη Γερμανία βρίσκονται στον ακόλουθο δικτυακό τόπο: http://ec.europa.eu/economy_finance/about/activities/sgp/edp/edpde_en.htm.

[7] Υπόθεση C-27/04, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, [2004] ECR I-6649 (ΕΕ C 228 της 11.9.2004, σ.16).

[8] Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο: “Η κατάσταση της Γερμανίας και της Γαλλίας σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος μετά την απόφαση του Δικαστηρίου”, 14 Δεκεμβρίου 2004, COM(2004) 813.

[9] ΕΕ L 126 της 13.5.2006, σ. 20.

[10] SEC(2006) 990.

[11] Το 2004, χορηγήθηκε φορολογική αμνηστία, γεγονός, ωστόσο το οποίο αύξησε πολύ λίγο τα έσοδα. Το 2004 και 2005 δόθηκε εντολή στις Landesbanken να ξανακαταβάλουν επιδοτήσεις, ύστερα από αποφάσεις της Επιτροπής.

[12] Eurostat News Release αριθ. 55 της 23ης Απριλίου 2007.

[13] Οι λογαριασμοί της γενικής κυβέρνησης αναθεωρούνται συνήθως για 4 έτη πριν να καταστούν τελικοί. Βάσει της προηγούμενης εμπειρίας, οι στατιστικές ειδικά με το γερμανικό έλλειμμα γενικής κυβέρνησης είναι ιδιαίτερα αξιόπιστες. Συνεπώς, τυχόν μελλοντική (προς τα πάνω ή προς τα κάτω) αναθεώρηση του ποσοστού του ελλείμματος αναμένεται να είναι πολύ μικρή.

[14] ΕΕ C 70 της 27.3.2007, σ. 5.

[15] ΕΕ L 34 της 11.2.2003, σ. 16.

[16] ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1056/2005 (ΕΕ L 174, της 7.7.2005, σ. 5).

[17] Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο: «Η κατάσταση της Γερμανίας και της Γαλλίας σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος μετά την απόφαση του Δικαστηρίου», 14 Δεκεμβρίου 2004, COM(2004) 813.

[18] Υπόθεση C-27/04, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, [2004] ECR I-6649 (ΕΕ C 228 της 11.9.2004, σ.16).

[19] ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ.7. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2103/2005 (ΕΕ L 337 της 22.12.2005, σ. 1).