52007PC0259




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 16.5.2007

COM(2007) 259 τελικό

2007/0092 (CNS)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από τη Μάλτα την 1η Ιανουαρίου 2008

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Στις 3 Μαΐου 1998, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία, η Αυστρία και η Φινλανδία πληρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 1999. Η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο έκαναν χρήση των ρητρών εξαίρεσης και, συνεπώς, δεν αξιολογήθηκαν από το Συμβούλιο. Η Ελλάδα και η Σουηδία θεωρήθηκαν από το Συμβούλιο ως κράτη μέλη με παρέκκλιση. Στις 19 Ιουνίου 2000, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η Ελλάδα πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2001. Οι χώρες που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 (Τσεχική Δημοκρατία, Εσθονία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβενία και Σλοβακία) έγιναν κράτη με παρέκκλιση κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 της αντίστοιχης Πράξης Προσχώρησης. Στις 11 Ιουλίου 2006, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η Σλοβενία πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2007. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία, που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 2007, έγιναν κράτη μέλη με παρέκκλιση κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 της αντίστοιχης Πράξης Προσχώρησης.

Tο άρθρο 122 παράγραφος 2 καθορίζει τις διαδικασίες για την κατάργηση των παρεκκλίσεων. Οι διαδικασίες αυτές κινούνται τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια, ή όποτε το ζητήσει κράτος μέλος με παρέκκλιση. Σύμφωνα με τις εν λόγω διαδικασίες, η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οφείλουν να υποβάλουν έκθεση προς το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 1 σχετικά με την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη μέλη με παρέκκλιση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Βασιζόμενη στην έκθεσή της και σε εκείνη της ΕΚΤ, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο πρόταση απόφασης του Συμβουλίου περί κατάργησης της παρέκκλισης για τα κράτη μέλη που πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις.

Όλες οι χώρες με παρέκκλιση αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή και την ΕΚΤ το 2006. Στις 27 Φεβρουαρίου 2007, η Μάλτα υπέβαλε αίτημα για νέα αξιολόγηση της σύγκλισης με σκοπό την εισαγωγή του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2008 σε περίπτωση κατάργησης της παρέκκλισης. Ανταποκρινόμενες στο αίτημα αυτό, η Επιτροπή και η ΕΚΤ εκπόνησαν εκθέσεις σύγκλισης για τη Μάλτα.

Η έκθεση σύγκλισης που συνέταξε η Επιτροπή για τη Μάλτα εγκρίθηκε από το Σώμα των Επιτρόπων στις 16 Μαΐου 2007. Η ΕΚΤ ενέκρινε τη δική της έκθεση την ίδια ημέρα. Οι εκθέσεις περιλαμβάνουν εξέταση της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας της Μάλτας, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής της κεντρικής τράπεζας, με τα άρθρα 108 και 109 της συνθήκης και το καταστατικό του ΕΣΚΤ. Στις εκθέσεις εξετάζεται επίσης η επίτευξη υψηλού βαθμού διατηρήσιμης σύγκλισης με γνώμονα την ικανοποίηση των κριτηρίων σύγκλισης και λαμβάνονται υπόψη διάφοροι άλλους παράγοντες που προβλέπονται στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 121 παράγραφος 1.

Στην έκθεση σύγκλισης, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Μάλτα έχει επιτύχει υψηλό βαθμό διατηρήσιμης σύγκλισης.

Με βάση την έκθεσή της και εκείνη της ΕΚΤ, η Επιτροπή ενέκρινε τη συνημμένη πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για την κατάργηση της παρέκκλισης αναφορικά με τη Μάλτα, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2008.

2007/0092 (CNS)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από τη Μάλτα την 1η Ιανουαρίου 2008

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 122 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

την έκθεση της Επιτροπής[1],

την έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[2],

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

τη συζήτηση του θέματος στο Συμβούλιο, συνερχόμενο σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Το Συμβούλιο, το οποίο συνήλθε στις 3 Μαΐου 1998 στις Βρυξέλλες, σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, αποφάσισε ότι το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Φινλανδία πληρούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 1999[3].

(2) Το Συμβούλιο αποφάσισε στις 19 Ιουνίου 2000 ότι η Ελλάδα πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 2001[4]. Το Συμβούλιο αποφάσισε στις 11 Ιουλίου 2006 ότι η Σλοβενία πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 2007[5].

(3) Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Πρωτοκόλλου σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι δεν σκόπευε να προχωρήσει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ την 1η Ιανουαρίου 1999. Η γνωστοποίηση αυτή δεν έχει μεταβληθεί. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Πρωτοκόλλου σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη, και με την απόφαση που λήφθηκε το Δεκέμβριο του 1992 στο Εδιμβούργο από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων, η Δανία γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι δεν θα συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ. Η Δανία δεν ζήτησε να κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

(4) Με την απόφαση 1998/317/ΕΚ, η Σουηδία τυγχάνει παρέκκλισης κατά την έννοια του άρθρου 122 της Συνθήκης. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της Πράξης Προσχώρησης[6], η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβενία και η Σλοβακία τυγχάνουν παρέκκλισης κατά την έννοια του άρθρου 122 της Συνθήκης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της αντίστοιχης Πράξης Προσχώρησης[7], η Βουλγαρία και η Ρουμανία τυγχάνουν παρέκκλισης, κατά την έννοια του άρθρου 122 της Συνθήκης.

(5) Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ιδρύθηκε την 1η Ιουλίου 1998. Το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα αντικαταστάθηκε από ένα μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, η δημιουργία του οποίου συμφωνήθηκε με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1997, για τη θέσπιση ενός μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης[8]. Οι διαδικασίες για τη δημιουργία του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΜΣΙ ΙΙ) καθορίστηκαν στη συμφωνία της 1ης Σεπτεμβρίου 1998 μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών εκτός της ζώνης ευρώ για τη θέσπιση των λειτουργικών διαδικασιών του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης[9].

(6) Το άρθρο 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης ορίζει τις διαδικασίες για την κατάργηση της παρέκκλισης των σχετικών κρατών μελών. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια, ή όποτε το ζητήσει κράτος μέλος με παρέκκλιση, η Επιτροπή και η ΕΚΤ υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 121 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Στις 27 Φεβρουαρίου 2007, η Μάλτα υπέβαλε επίσημο αίτημα αξιολόγησης της σύγκλισης.

(7) Η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των καταστατικών των εθνικών κεντρικών τραπεζών, προσαρμόζεται δεόντως προκειμένου να εξασφαλιστεί συμφωνία με τα άρθρα 108 και 109 της Συνθήκης και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ. Οι εκθέσεις της Επιτροπής και της ΕΚΤ παρέχουν λεπτομερή αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της νομοθεσίας της Μάλτας με τα άρθρα 108 και 109 της Συνθήκης και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ.

(8) Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, που προβλέπεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση της Συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από την εξέταση, που δεν υπερβαίνει περισσότερο από 1,5 εκατοστιαίες μονάδες εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών. Για τους σκοπούς του κριτηρίου της σταθερότητας των τιμών, ο πληθωρισμός μετράται βάσει των εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου[10]. Για την αξιολόγηση του κριτηρίου της σταθερότητας των τιμών, ο πληθωρισμός ενός κράτους μέλους έχει μετρηθεί ως ποσοστό της μεταβολής του αριθμητικού μέσου 12 μηνιαίων δεικτών ως προς τον αριθμητικό μέσο των 12 μηνιαίων δεικτών της προηγούμενης περιόδου. Κατά την ετήσια περίοδο που έληξε τον Μάρτιο του 2007, τα τρία κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών ήταν η Φινλανδία, η Πολωνία και η Σουηδία, με ποσοστά πληθωρισμού, αντιστοίχως, 1,3 τοις εκατό, 1,5 τοις εκατό και 1,6 τοις εκατό. Στις εκθέσεις της Επιτροπής και της ΕΚΤ λήφθηκε υπόψη τιμή αναφοράς η οποία υπολογίστηκε ως ο απλός αριθμητικός μέσος των ποσοστών πληθωρισμού των τριών κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών συν 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Στη βάση αυτή, η τιμή αναφοράς για την ετήσια περίοδο που έληξε τον Μάρτιο του 2007 ήταν 3,0 τοις εκατό.

(9) Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στο άρθρο 121 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση της Συνθήκης σημαίνει ότι, κατά τη στιγμή της εξέτασης, δεν έχει ληφθεί απόφαση του Συμβουλίου για το κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 6 της Συνθήκης όσον αφορά την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος.

(10) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στο άρθρο 121 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το κριτήριο της συμμετοχής στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση της Συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ) του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος χωρίς σοβαρή ένταση κατά τα δύο, τουλάχιστον, έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του νομίσματος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους με δική του πρωτοβουλία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Από την 1η Ιανουαρίου 1999, ο ΜΣΙ ΙΙ παρέχει το πλαίσιο για την αξιολόγηση της ικανοποίησης του κριτηρίου της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Κατά την εξέταση της εκπλήρωσης του εν λόγω κριτηρίου στις εκθέσεις τους, η Επιτροπή και η ΕΚΤ εξέτασαν τη διετή περίοδο που έληξε στις 26 Απριλίου 2007.

(11) Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στο άρθρο 121 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 τέταρτη περίπτωση της Συνθήκης σημαίνει ότι το υπό παρατήρηση κράτος μέλος, επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση, έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών, περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες. Για τους σκοπούς του κριτηρίου σύγκλισης των επιτοκίων χρησιμοποιήθηκαν συγκρίσιμα επιτόκια δεκαετών κρατικών ομολόγων. Προκειμένου να εξετασθεί αν πληρούται το κριτήριο των επιτοκίων, στις εκθέσεις της Επιτροπής και της ΕΚΤ ελήφθη υπόψη τιμή αναφοράς που υπολογίσθηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο όρο των ονομαστικών μακροπρόθεσμων επιτοκίων των τριών κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών συν 2 εκατοστιαίες μονάδες. Στη βάση αυτή, η τιμή αναφοράς για την ετήσια περίοδο που έληξε τον Μάρτιο 2007 ήταν 6,4 τοις εκατό.

(12) Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στο άρθρο 121 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στην παρούσα αξιολόγηση ικανοποίησης των κριτηρίων σύγκλισης παρέχονται από την Επιτροπή. Η τελευταία παρέσχε τα στοιχεία για την εκπόνηση της παρούσας πρότασης. Τα δημοσιονομικά δεδομένα παρασχέθηκαν από την Επιτροπή μετά την υποβολή εκθέσεων από τα κράτη μέλη μέχρι την 1η Απριλίου 2007, σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1993, για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας[11].

(13) Βάσει των εκθέσεων που υπέβαλαν η Επιτροπή και η ΕΚΤ για την πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά την εκπλήρωση από τη Μάλτα των υποχρεώσεών της για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η Επιτροπή διατυπώνει τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Η εθνική νομοθεσία της Μάλτας, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής τράπεζας, συμβιβάζεται με τα άρθρα 108 και 109 της συνθήκης και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ.

Όσον αφορά την ικανοποίηση από τη Μάλτα των κριτηρίων σύγκλισης που αναφέρονται στις τέσσερις περιπτώσεις του άρθρου 121 παράγραφος 1 της συνθήκης:

- το μέσο ποσοστό πληθωρισμού στη Μάλτα κατά το έτος που έληξε τον Μάρτιο 2007 ανήλθε σε 2,2 τοις εκατό, δηλαδή σε επίπεδο χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς, είναι δε πιθανό να διατηρηθεί κάτω από την εν λόγω τιμή αναφοράς και κατά τους επόμενους μήνες·

- το δημοσιονομικό έλλειμμα της Μάλτας σημείωσε αξιόπιστη και διατηρήσιμη υποχώρηση κάτω από το 3% του ΑΕΠ ενώ ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται προς την κατεύθυνση της τιμής αναφοράς του 60% του ΑΕΠ· ως εκ τούτου η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο να καταργήσει την απόφαση σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Μάλτα·

- η Μάλτα συμμετέχει στον ΜΣΙ ΙΙ από τις 2 Μαΐου 2005· κατά τη διετή περίοδο που έληξε στις 26 Απριλίου 2007, η λίρα Μάλτας (MTL) δεν υπέστη σοβαρές πιέσεις και η Μάλτα δεν έχει υποτιμήσει, με δική της πρωτοβουλία τη διμερή κεντρική ισοτιμία της MTL έναντι του ευρώ·

- κατά την ετήσια περίοδο που έληξε τον Μάρτιο του 2007, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο της Μάλτας κινήθηκε, κατά μέσο όρο, στο 4,3 τοις εκατό δηλαδή σε επίπεδο χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς.

Η Μάλτα έχει επιτύχει υψηλό βαθμό διατηρήσιμης σύγκλισης σε σχέση με τα εν λόγω κριτήρια και πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος υπό τον όρο ότι η απόφαση σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος θα καταργηθεί από το Συμβούλιο.

(14) Το Συμβούλιο, κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, κατήργησε την απόφαση του Συμβουλίου για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στις 5 Ιουνίου 2007[12].

(15) Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, αποφασίζει ποια κράτη μέλη με παρέκκλιση πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος και καταργεί τις παρεκκλίσεις για τα εν λόγω κράτη μέλη,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η Μάλτα πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Η παρέκκλιση υπέρ της Μάλτας, που αναφέρεται το άρθρο 4 της Πράξης Προσχώρησης, καταργείται με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2008.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος[pic][pic][pic]

[1] Η έκθεση εγκρίθηκε στις 16 Μαΐου 2007 – [COM(2007) 258].

[2] Έκθεση που εγκρίθηκε στις 16 Μαΐου 2007.

[3] Απόφαση 1998/317/ΕΚ της 3ης Μαΐου 1998 (ΕΕ L 139 της 11.5.1998, σ. 30).

[4] Απόφαση 2000/427/ΕΚ της 19ης Ιουνίου 2000 (ΕΕ L 167 της 7.7.2000, σ. 19).

[5] Απόφαση 2006/495/ΕΚ του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ L 195 της 15.7.2006, σ. 25).

[6] ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 33.

[7] ΕΕ L 157 της 21.6.2005, σ. 203.

[8] ΕΕ C 236 της 2.8.1997, σ. 5.

[9] ΕΕ C 345 της 13.11.1998, σ. 6, όπως τροποποιήθηκε από τη συμφωνία της 14ης Σεπτεμβρίου 2000 (ΕΕ C 362 της 16.12.2000, σ. 11).

[10] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 1995 για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕΕ L 257 της 27.10.1995, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

[11] ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 7. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2103/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 337 της 22.12.2005, σ. 1).

[12] EE L […], […], p. […].