15.1.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 10/96


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της εξέλιξης των χρηματοπιστωτικών αγορών»

(2008/C 10/23)

Στις 17 Ιανουαρίου 2007, και σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του Εσωτερικού Κανονισμού της, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση για τις «Οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της εξέλιξης των χρηματοπιστωτικών αγορών».

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή», στο οποίο ανατέθηκαν οι προπαρασκευαστικές εργασίες για το θέμα, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 4 Σεπτεμβρίου 2007 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. DERRUINE.

Κατά την 438η σύνοδο ολομέλειας, της 26ης και 27ης Σεπτεμβρίου 2007 (συνεδρίαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2007), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 115 ψήφους υπέρ, 25 ψήφους κατά και 13 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συστάσεις

Ενημέρωση, διαφάνεια και προστασία των επενδυτών και των καταναλωτών

1.1

Είναι σημαντικό να επινοηθούν στατιστικά εργαλεία τα οποία θα καθιστούν δυνατή μια καλύτερη απεικόνιση της αγοράς των αντισταθμιστικών κεφαλαίων (hedge funds) και των ιδιωτικών μετοχικών κεφαλαίων (private equities) καθώς και δείκτες σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση (corporate governance), όλα αυτά δε εναρμονισμένα, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

1.2

Προκειμένου να αρθεί η αυξανόμενη καχυποψία έναντι ενός μέρους του χρηματοπιστωτικού τομέα, να περιοριστεί ο κίνδυνος συστημικών διαταραχών προερχόμενων από ανάληψη υπερβολικών κινδύνων (κυρίως χρέωσης) και να επιβληθεί η τήρηση του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων ειδών επενδύσεων, θα πρέπει να εφαρμοστούν κανόνες προληπτικής εποπτείας στα αντισταθμιστικά κεφάλαια και στα ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια (μια «Επιτροπή της Βασιλείας ΙΙΙ»).

1.3

Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή, σύμφωνα με το σχέδιο δράσης της για τον εκσυγχρονισμό του εταιρικού δικαίου και της εταιρικής διακυβέρνησης, να υποβάλει το ταχύτερο δυνατόν τη νομοθετική της πρόταση που αποβλέπει στην ενίσχυση των πληροφοριών που παρέχουν οι θεσμικοί επενδυτές σχετικά με την πολιτική που ακολουθούν στα θέματα των επενδύσεων και της ψηφοφορίας (1).

1.4

Για να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών που τοποθετούν τα χρήματά τους σε εταιρείες επενδύσεων ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου (ή εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών — private equity funds), απαιτείται τροποποίηση της οδηγίας ΟΣΕΚΑ (2), ώστε να καλύπτει, επίσης, τους εν λόγω φορείς και να τους επιβάλλει υποχρεώσεις μεγαλύτερης διαφάνειας. Οι υποσχέσεις για υψηλές αποδόσεις αποτελούν, βέβαια, παράγοντα ελκυστικότητας, ενδέχεται, όμως, ο τελικός επενδυτής να αγνοεί τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται.

1.5

Η Επιτροπή θα όφειλε να ενθαρρύνει και να συνεχίσει, μαζί με τα ενδιαφερόμενα μέρη (τράπεζες, ενώσεις καταναλωτών, δημόσιες αρχές, προμηθευτές υπηρεσιών κλπ.), τις πρωτοβουλίες για τη βελτίωση του επιπέδου πληροφόρησης και κυρίως κατανόησης εκ μέρους των καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι οποίοι γενικά δεν έχουν πάντοτε την απαιτούμενη χρηματοπιστωτική παιδεία και, κατά συνέπεια, επίγνωση των κινδύνων (3).

1.6

Στις εισηγμένες επιχειρήσεις οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο εξαγοράς, των οποίων όμως ο κύκλος εργασιών ή ο αριθμός των εργαζομένων υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο όριο, θα έπρεπε να επιβάλλεται πάντοτε η υποχρέωση να δημοσιεύουν ορισμένες τουλάχιστον πληροφορίες, όταν αποσύρονται από το χρηματιστήριο και, συνεπώς, δεν υπόκεινται πλέον στις συνδεόμενες με αυτό υποχρεώσεις δημοσίευσης.

Διαχείριση και διαφοροποίηση των κινδύνων

1.7

Θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο να επιβληθεί μια διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου των επενδεδυμένων κεφαλαίων, ιδίως στην περίπτωση των προγραμμάτων αποταμίευσης για μισθωτούς, σύμφωνα με ήδη υπάρχοντα πρότυπα (βλ. και σημείο 1.2).

1.8

Η αμερικανική κρίση με τα δάνεια υψηλού κινδύνου επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς των χρηματοπιστωτικών αγορών και στην ΕΕ. Σε περίπτωση ευρωπαϊκής τραπεζικής κρίσης, είναι πιθανόν ότι οι δαπάνες που θα προκύψουν θα οφείλονται κυρίως στην κατάτμηση της εποπτείας, η οποία θα επιβράδυνε την οποιαδήποτε κατάλληλη αντίδραση. Βάσει της αρχής της επικουρικότητας, οι μεγάλες τράπεζες θα πρέπει να υπόκεινται σε εποπτεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ΕΟΚΕ καλεί αυτές τις τράπεζες, καθώς και την Επιτροπή και την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (CEBS) να διαβουλευθούν προκειμένου να διατυπώσουν τις προϋποθέσεις και να ορίσουν τα κριτήρια για τον εντοπισμό των σχετικών τραπεζών.

1.9

Στην περίπτωση της διαχείρισης κατ' ανάθεση, η οποία παρέχει τη δυνατότητα διαφοροποίησης του διαχειριστικού κινδύνου, θα μπορούσε να παραταθεί η διάρκεια της διαχειριστικής θητείας, ώστε να προκρίνεται μια πιο μακροπρόθεσμη προσέγγιση και να περιορίζεται η κερδοσκοπία που υπερβαίνει την πρόκριση συναλλαγών (αρμπιτράζ), προκειμένου να περιοριστεί η στρέβλωση λόγω κοντόφθαλμης αντιμετώπισης και ο ανταγωνισμός με βάση την απόδοση μέσω κερδοσκοπικών συμπεριφορών των φορέων παροχής υπηρεσιών διαχείρισης.

1.10

Τα γραφεία χρηματοδοτικής διαβάθμισης — τα οποία είναι εν προκειμένω κριτής και κρινόμενος, υπό την έννοια ότι βοηθούν τις επενδυτικές τράπεζες να ορίσουν, να αξιολογήσουν, και να τοποθετήσουν — θα πρέπει να υπόκεινται σε μεγαλύτερη διαφάνεια.

Εναρμόνιση χρηματοπιστωτικής στρατηγικής και ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου

1.11

Η χορήγηση φορολογικών ελαφρύνσεων θα μπορούσε να ενθαρρύνει τα συνταξιοδοτικά ιδρύματα που ακολουθούν μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική να εντάξουν την ποιότητα και την κοινωνική ευθύνη στην επενδυτική τους πολιτική (4). Οι κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις αντιπροσωπεύουν σήμερα ένα μικρό μόνο ποσοστό της πολιτικής αυτής (5).

1.12

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνήσουν ώστε η αρχή της κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων να εφαρμόζεται στο σύνολο των ενδιαφερομένων μερών, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών επενδύσεων, οι οποίες ασκούν επιρροή στις επιχειρήσεις στις οποίες εμπλέκονται και τις οποίες συχνά διαχειρίζονται. Σχετικά με το σημείο αυτό, η ΕΟΚΕ διερωτάται κατά πόσον οι εταιρείες χαρτοφυλακίου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με την ενημέρωση/διαβούλευση των εργαζομένων (6) και ζητά, σε περίπτωση που δεν καλύπτονται, να επανεξεταστεί η οδηγία.

1.13

Συμπληρωματικά, η οδηγία σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων (7) θα έπρεπε να εκσυγχρονισθεί ώστε να καλύπτεται η μεταβίβαση επιχειρήσεων η οποία πραγματοποιείται διαμέσου της μεταβίβασης των μετοχών της. Έτσι, θα τηρείται καλύτερα το δικαίωμα των εργαζομένων στην πληροφόρηση και τη διαβούλευση.

1.14

Στις στατιστικές που αφορούν τους μισθούς (ίσως μάλιστα και τα εισοδήματα) θα πρέπει το δείγμα να κατανέμεται τουλάχιστον σε πεμπτημόρια, ώστε να αξιολογείται καλύτερα η επίδραση της μισθολογικής πολιτικής επί της σταθερότητας των τιμών.

1.15

Οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος αποτελούν βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου. Συνιστούν επίσης πρωταρχικό στόχο των ιδιωτικών μετοχικών κεφαλαίων, τα οποία επιλεγούν μοχλευμένες εξαγορές επιχειρήσεων, δεδομένου ότι οι ΥΚΩ δημιουργούν σημαντικές χρηματικές ροές, κατέχουν θέση (σχεδόν) μονοπωλιακή και έχουν χαμηλά χρέη και υψηλό λειτουργικό κόστος. Προκειμένου να αποτραπούν τυχόν προβλήματα για τους καταναλωτές και τους πολίτες, ή η τυχόν βλάβη της συνοχής που επιφέρουν οι ΥΚΩ, η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει το αίτημά της, να προσδιορισθούν σε κοινοτικό επίπεδο οι κοινές βασικές αρχές τις οποίες οφείλουν να τηρούν όλες οι ΥΚΩ. Οι αρχές αυτές θα πρέπει να θεσπισθούν σε μία οδηγία πλαίσιο και, εφόσον απαιτείται, σε επιμέρους οδηγίες ανά τομέα (8).

Δίκαια φορολογία

1.16

Όπως ήδη έχουν πράξει ορισμένες χώρες, ή το πράττουν επί του παρόντος, θα ήταν σκόπιμο να μελετηθούν, με τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, κανόνες βάσει των οποίων θα περιοριστεί η δυνατότητα φορολογικής απαλλαγής των τόκων επί του χρέους, σε περίπτωση εξαγοράς μιας επιχείρησης.

1.17

Στο πλαίσιο των εργασιών που έχουν ήδη αναληφθεί υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ και για να συνεχίσει η καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού που προέρχεται από τους φορολογικούς παραδείσους, θα έπρεπε να εξεταστεί το ενδεχόμενο τροποποίησης των φορολογικών διατάξεων, ούτως ώστε, στην πράξη, ο τόπος από τον οποίο ο διαχειριστής διευθύνει πράγματι τις δραστηριότητές του να καθορίζει τη φορολογητέα βάση των αντισταθμιστικών κεφαλαίων, δεδομένου ότι πρόκειται συνήθως για μεγάλες πόλεις των χωρών του ΟΟΣΑ. Ακόμη, ο εφαρμοστέος φορολογικός συντελεστής δεν θα έπρεπε να είναι εκείνος που ισχύει για την υπεραξία, αλλά εκείνος που εφαρμόζεται για τα κανονικά εισοδήματα.

1.18

Δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός αποφάσεων για ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμες επενδύσεις λαμβάνονται σε φορολογικούς παραδείσους (εξωχώρια), η ΕΟΚΕ καλεί το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΚΤ να εξετάσουν το ενδεχόμενο δράσης βάσει του άρθρου 59 της συνθήκης (9).

1.19

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι πρέπει να ενισχυθεί ο συντονισμός των φορολογικών πολιτικών με τον ορισμό ελαχίστων ορίων, ιδιαίτερα για τις διάφορες μορφές φορολόγησης των κεφαλαίων. Η πολιτική αυτή δικαιολογείται από την διττή μέριμνα ευθυδικίας και οικονομικής αποτελεσματικότητας.

2.   Εισαγωγή

2.1

Την τελευταία εικοσιπενταετία, η παγκόσμια οικονομία υπέστη ριζικές αλλαγές. Μολονότι, γενικά, αρκούμαστε να αποδίδουμε το φαινόμενο αυτό στην παγκοσμιοποίηση, ωστόσο δεν αντιλαμβανόμαστε επαρκώς την χρηματοπιστωτική της διάσταση και τη δημιουργία μιας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς.

2.2

Έτσι, μολονότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι υπεύθυνοι για την χάραξη της πολιτικής συνεχίζουν να εστιάζουν την προσοχή στον δείκτη του ΑΕγχΠ, ωστόσο κρίνεται απαραίτητο να τεθούν τα πράγματα σε μια προοπτική για την κατανόηση της πραγματικότητας. Το 2002, το παγκόσμιο ΑΕγχΠ ανερχόταν σε 32 τρις δολάρια και μολονότι το ποσό αυτό φαίνεται αστρονομικό, είναι ασήμαντο σε σχέση με το σύνολο των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών εκτός ΑΕγχΠ (1 123 τρις), που αντιπροσωπεύουν τριακονταπενταπλάσια αξία!

Η παγκόσμια οικονομική σφαίρα (σε τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, 2002)

Συναλλαγές και παραγωγή

 

Νόμισμα διακανονισμού

 

Συναλλαγές σε παράγωγα

699

ΗΠΑ (δολάρια)

405,7

Συναλλαγές σε συνάλλαγμα

384,4 (10)

Ζώνη ευρώ (ευρώ)

372,9

Χρηματοπιστωτικές συναλλαγές

39,3

Ιαπωνία (γιέν)

192,8

Συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών

(παγκόσμιο ΑΕγχΠ)

32,3

Άλλες νομισματικές ζώνες

183,6

Σύνολο (διατραπεζικές συναλλαγές)

1 155

Σύνολο (διατραπεζικός διακανονισμός)

1 155,0

Πηγή: François Morin, «Le Nouveau mur de l'argent: Essai sur la finance globalisée», 2006.

2.3

Οι θεσμικοί επενδυτές αποτελούν την «αιχμή του δόρατος» της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης. Η εμφάνισή τους συνοδεύεται από τη διάδοση των αγγλοσαξονικών πρακτικών της εταιρικής διακυβέρνησης (corporate governance) (προστασία των μειοψηφούντων μετόχων, υποχρεώσεις διαφάνειας, δραστηριοποίηση των θεσμικών επενδυτών κατά τις γενικές συνελεύσεις και μεταβολή της σχέσης επενδυτών-διαχειριστών-εργαζομένων) και την εμφάνιση παραγώγων πιστωτικών προϊόντων, των νέων αυτών χρηματοπιστωτικών μέσων που επιτρέπουν τη διασπορά του κινδύνου που εθεωρείτο εγγενής σε ορισμένες αξίες. Οι μεταβολές αυτές είτε έγιναν δεκτές είτε επιταχύνθηκαν χάρη στις νέες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας.

2.4

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι οι θεσμικοί επενδυτές, υπό την ευρεία έννοια, εφαρμόζουν στρατηγικές οι οποίες διαφέρουν σε συνάρτηση με τον χρονικό ορίζοντα της επένδυσης. Ενώ ορισμένοι από αυτούς επιδίδονται σε συναλλαγές εξισορροπητικής κερδοσκοπίας (αρμπιτράζ) οι οποίες τείνουν προς τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, άλλοι θεσμικοί επενδυτές, όπως π.χ. τα συνταξιοδοτικά ταμεία, οφείλουν να ανταποκρίνονται σε πολύ μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις. Η ίδια ονομασία μπορεί επίσης να καλύπτει πολύ διαφορετικές πρακτικές. Για παράδειγμα, ορισμένες εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών εξειδικεύονται στην μοχλευμένη εξαγορά (leveraged buy-out) επενδύοντας σε μια επιχείρηση για μια περίοδο 3 έως 5 ετών, ενώ κάποιες άλλες δρουν ως «επιχειρηματικοί άγγελοι» συμβάλλοντας με κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου σε καινοτόμες ΜΜΕ και μπορούν να δεσμευθούν για μια περίοδο που ανέρχεται έως και σε δεκαπέντε έτη (11).

 

Διάρκεια διατήρησης

 

Μετοχών

Ομολόγων

Hedge funds (αντισταθμιστικά κεφάλαια)

1 μήνα έως 5 μήνες

1 μήνα έως 5 μήνες

Άλλες εταιρείες επενδύσεων

9 μήνες έως 1 έτος

1 μήνα έως 6 μήνες

Ασφάλειες

1 2/3 έτη έως 3 1/3 έτη

6 μήνες έως 2

Formula

έτη

Νοικοκυριά

3 έως 5 έτη

8 μήνες έως 4 έτη

Πηγή: Natixis, «L'effet de la présence des hedge funds sur l'équilibre des marchés financiers», Recherche économique, No 2007-2004.

2.4.1

Ωστόσο, οι εν λόγω φορείς μπορεί να διατηρούν στενές σχέσεις μεταξύ τους. Για παράδειγμα, το 24 % των κεφαλαίων που συγκέντρωσαν το 2005 οι εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών προήρχετο από τον τομέα των συνταξιοδοτικών ταμείων, το 18 % από τον τομέα των εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών και το 11 % από τον ασφαλιστικό τομέα (12). Μια από τις πλέον σημαντικές λειτουργίες των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου και άλλων επιχειρήσεων διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων συνίσταται, όλο και περισσότερο, στην προσφορά υπηρεσιών διαχείρισης στα συνταξιοδοτικά ταμεία και τις ασφάλειες, διαμέσου εντολής.

2.5

Οι θεσμικοί επενδυτές, οι οποίοι είχαν ήδη σημειώσει μια σχετική ανάπτυξη στις αγγλοσαξονικές χώρες εδώ και 20 έτη, άρχισαν βαθμιαία να ενδιαφέρονται και για τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Εταιρείες επενδύσεων δημιουργήθηκαν και στα διάφορα κράτη μέλη. Σήμερα, το ήμισυ των περιουσιακών στοιχείων που τελούν υπό συλλογική διαχείριση ελέγχεται από αμερικανούς επενδυτές.

2.6

Υπολογίζεται ότι σήμερα οι θεσμικοί επενδυτές αντιπροσωπεύουν το 80 % των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Γι' αυτό, τα επενδυτικά εγχειρήματα που είναι αντίθετα προς εκείνα των μεγάλων επενδυτικών οργανισμών δεν θεωρούνται ρεαλιστικά. Εξάλλου, είναι, επίσης, οι κυριότεροι κάτοχοι μετοχών σε διασυνοριακό επίπεδο. Μια σφυγμομέτρηση του Ευρωβαρόμετρου (φθινόπωρο 2005) έδειξε ότι μόνο 1 % των νοικοκυριών κατείχε μετοχές επιχείρησης από μια άλλη χώρα και το 3 % μόνο προέβλεπε να αγοράσει ξένες μετοχές! Εξάλλου, λίγα μόνο νοικοκυριά συμμετέχουν ενεργά στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων, ενώ η παρουσία των θεσμικών επενδυτών εδώ και ορισμένα έτη είναι πιο έντονη και αποφασιστική.

2.7

Η παρούσα γνωμοδότηση πραγματεύεται, εν πρώτοις, τις επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στα χρηματιστήρια, δεδομένου ότι αναπτύσσουν δραστηριότητα στις χρηματιστηριακές αγορές. Γενικά, πρόκειται για μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, δεδομένου ότι ασκούν αποφασιστική επιρροή στην απασχόληση και τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων, οι «μεταλλαγές» που τις επηρεάζουν θίγουν το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας:

δημιουργούν 1 θέση απασχόλησης στις 3 στην Ευρώπη και 1 στις 2 στις ΗΠΑ·

εκπροσωπούνται κυρίως στις εξορυκτικές βιομηχανίες, τις μεταφορές και τηλεπικοινωνίες και τις υπηρεσίες προς τις επιχειρήσεις, δηλαδή σε κλάδους νευραλγικής σημασίας·

επηρεάζουν, επίσης, τον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ, διαμέσου των σχέσεων υπεργολαβίας και της χρηματοοικονομικής συμμετοχής.

3.   Σύγκλιση των συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης (13)

3.1

Γενικά, διακρίνονται δυο σύνολα φορέων και πρακτικών που επηρεάζουν τον τρόπο διαχείρισης, διοίκησης, ή ελέγχου των επιχειρήσεων, τις σχέσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, καθώς και τους στόχους που ανατίθενται στις επιχειρήσεις (εταιρική διακυβέρνηση).

Το αγγλοσαξονικό πρότυπο χαρακτηρίζεται από επιχειρήσεις με μεγάλη διασπορά των μετοχών τους και με θεσμικούς επενδυτές οι οποίοι έχουν έντονη παρουσία έστω και εάν δεν εμπλέκονται στην διαχείριση των επιχειρήσεων. Μολονότι κάθε επενδυτής δεν διαθέτει συνήθως περισσότερο από το 3 % του συνόλου των μετοχών, οι επενδυτές ασκούν επιρροή διαμέσου της πώλησης των μετοχών τους ή της απλής εξαγγελίας πώλησης. Το σύστημα αυτό είναι χαρακτηριστικό των χωρών με μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων εισηγμένων στο χρηματιστήριο.

Το πρότυπο της ηπειρωτικής Ευρώπης και της πλειονότητας των υπόλοιπων χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ιαπωνία, χαρακτηρίζεται από την παρουσία μετόχων που κατέχουν δέσμες μετοχών της τάξης του 10 έως 20 % του συνόλου των μετοχών, πράγμα που τους διασφαλίζει αποτελεσματικό έλεγχο. Οι επενδυτές αυτοί είναι το κράτος, τράπεζες, ή άλλες επιχειρήσεις. Εμπλέκονται άμεσα στη διαχείριση των επιχειρήσεων. Αντίθετα προς το προηγούμενο πρότυπο, οι εργαζόμενοι εμπλέκονται σε έναν ορισμένο βαθμό στη διαχείριση των υποθέσεων της επιχείρησης, με ακραίο παράδειγμα τη συναπόφαση (Mitbestimmung) στη Γερμανία.

3.2

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, διαπιστώθηκε σύγκλιση του προτύπου της ηπειρωτικής Ευρώπης προς το αγγλοσαξονικό πρότυπο. Μεταξύ των λόγων της σύγκλισης αυτής μπορούν να αναφερθούν: η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία, ιδίως όσον αφορά τις χρηματιστηριακές υπεραξίες, οι οποίες οδήγησαν τις τράπεζες να πωλήσουν τη συμμετοχή τους σε βιομηχανικές επιχειρήσεις, η υποχρέωση που επέβαλε το αμερικανικό υπουργείο Εργασίας στους θεσμικούς επενδυτές να ασκούν το δικαίωμα ψήφου τους (1988 και 1994), η οικονομική ζωτικότητα των ΗΠΑ τη δεκαετία του '90 που ερχόταν σε αντίθεση προς τη σχετική ύφεση των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης, η εισαγωγή μεγάλων επιχειρήσεων σε πολλά χρηματιστήρια, οι νέοι διεθνείς λογιστικοί κανόνες κ.ά.

3.3

Ωστόσο, παραμένει μια ορισμένη ποικιλομορφία όσον αφορά τις εθνικές/περιφερειακές μορφές καπιταλισμού η οποία οφείλεται:

στην εθνική ποικιλομορφία των οικονομικών φορέων από απόψεως δικαίου, πολιτικής και νοοτροπίας, καθώς και χορήγησης των πόρων·

στην αλληλεξάρτηση των αγορών κεφαλαίων και εργασίας, των νομικών ρυθμίσεων και των κανόνων που ρυθμίζουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων·

στο κόστος μετάβασης σε ένα άλλο σύστημα, δεδομένου ότι η μεταβολή ενός από τα στοιχεία που αναφέρονται προηγουμένως θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή του συνόλου.

4.   Οικονομικές συνέπειες

4.1

Η άνθιση των θεσμικών επενδυτών είχε ως αποτέλεσμα τον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τη διαφοροποίηση του κινδύνου των χαρτοφυλακίων, προσφέροντας την επαγγελματική πείρα των ομάδων διαχείρισης. Επενδύοντας τη συγκεντρωμένη αποταμίευση των νοικοκυριών, τα διαθέσιμα κεφάλαια αυξήθηκαν με αποτέλεσμα μεγαλύτερη διαφοροποίηση, πράγμα που μείωσε τον ατομικό κίνδυνο των ιδιωτών. Οι ΟΣΕΚΑ (οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες) προσφέρουν πρόσβαση σε μια δυνητικά αυξημένη αποδοτικότητα των κεφαλαίων σε ιδιώτες με περιορισμένα οικονομικά μέσα και περιορισμένη γνώση της αγοράς. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις και τη δημόσια διοίκηση, η συγκέντρωση των κεφαλαίων στα χέρια των θεσμικών επενδυτών μείωσε το κόστος διαπραγμάτευσης χάρη στην ύπαρξη ενός ενιαίου συνομιλητή.

4.2

Οι θεσμικοί επενδυτές, οποιαδήποτε και εάν είναι η φύση τους [αντισταθμιστικά κεφάλαια (hedge funds), συνταξιοδοτικά ταμεία, τράπεζες και ασφάλειες, ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια (private equities) …], διαχειρίζονται τα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία 300 εκατομμυρίων νοικοκυριών περίπου, που συγκεντρώνονται ουσιαστικά στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία (14). Στόχος τους είναι η μεγιστοποίηση της απόδοσης της αποταμίευσης των εντολέων τους, σε συνάρτηση με το επίπεδο κινδύνου που οι εντολείς αυτοί είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν.

4.3

Από πλευράς καταναλωτών και νοικοκυριών, το αυξανόμενο μερίδιο των επενδύσεων σε εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου επί του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών συνεπάγεται, εξ ορισμού, μεγαλύτερη έκθεση της περιουσίας των νοικοκυριών στους κινδύνους της αγοράς (15).

4.4

Εκτός από τους ΟΣΕΚΑ και τις ασφάλειες, το ευρύ κοινό γνωρίζει καλά τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Προβάλλονται ως μια από τις λύσεις οι οποίες επιτρέπουν την ελάφρυνση των συνεπειών της γήρανσης του πληθυσμού. Είναι δυο ειδών: καθορισμένων παροχών ή καθορισμένων εισφορών. Στην πρώτη περίπτωση, τον κίνδυνο αναλαμβάνει ο εργοδότης· στη δεύτερη, ο τελικός αποταμιευτής. Μολονότι τα τελευταία χαρακτηρίζονται από μια δομή περιουσιακών στοιχείων με μεγαλύτερο κίνδυνο, σημειώνουν ανάπτυξη γιατί οι εργοδότες επιδιώκουν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο που δημιουργούν οι μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις τους και οι εργαζόμενοι έλκονται ολοένα και περισσότερο από μορφές αποταμίευσης που προσφέρουν υψηλότερη αποδοτικότητα και δικαιώματα που μπορούν να μεταφέρονται ευκολότερα μεταξύ εργοδοτών (16).

4.5

Τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων τους την αναλαμβάνουν τα ίδια τα ταμεία, συχνά όμως την αναθέτουν (εν μέρει ή εν όλω) σε αμοιβαία κεφάλαια ή άλλες επιχειρήσεις διαχείρισης. Ως εκ τούτου, ο χρονικός ορίζοντας επένδυσης θεωρητικά μεν είναι μακρύς, αλλά η επίδοση της διαχείρισης κρίνεται βραχυπρόθεσμα, με βάση αποκλειστικά την απόδοση. Τούτο εξηγεί γιατί η αναλογία των μετοχών στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκε σημαντικά και συνέβαλε στην αύξηση της τιμής των περιουσιακών στοιχείων.

4.6

Η σύγκλιση των προτύπων της εταιρικής διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών, με τη μεγαλύτερη δραστηριοποίηση από πλευράς θεσμικών επενδυτών και με τους κανόνες αποδοτικότητάς τους, οδήγησε τις μεγάλες επιχειρήσεις να μεγιστοποιήσουν με κάθε θυσία την απόδοση (μερίσματα και υπεραξίες) των αξιών τους. Τα κριτήρια που αφορούν την ικανότητα δημιουργίας μελλοντικών ταμειακών ροών ή την φύση της εταιρικής σχέσης που προέκρινε το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο περιήλθαν σε δεύτερη μοίρα.

4.7

Έτσι, δημιουργήθηκε μια νέα δυναμική διακυβέρνησης. Σκοπός είναι η πρωτόβουλη πρόκληση μεταβολών των στρατηγικών με στόχο τη συνεχή δημιουργία αξίας για τους μετόχους μάλλον, παρά η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο επίπεδο, η οποία μπορεί έτσι να τεθεί σε κίνδυνο: επαναγορά ιδίων μετοχών από την εταιρεία (shares buyback) με στόχο τη διόγκωση του δείκτη καθαρής αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων· συγχωνεύσεις/εξαγορές, οι οποίες ορισμένες φορές δεν υπακούουν σε καμιά βιομηχανική λογική· μείωση της σφαίρας δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης και της ενσωμάτωσης εργασιών στη δραστηριότητα του ομίλου με στόχο την διαφοροποίηση του επενδυτικού χαρτοφυλακίου· μετεγκαταστάσεις· μείωση του προσωπικού και ευελιξία των συμβάσεων εργασίας προκειμένου να μειωθούν τα πάγια έξοδα ή να μετατραπούν σε μεταβλητά (17).

4.8

Γενικά, η απαίτηση για υψηλό ποσοστό απόδοσης του μετοχικού κεφαλαίου σε πραγματικές τιμές, από 10 έως 20 % ανάλογα με τον κλάδο, έχει αποσταθεροποιητικά μακροοικονομικά αποτελέσματα: μια τόσο υψηλή αποδοτικότητα συνεπάγεται αύξηση των κερδών σημαντικά υψηλότερη της αύξησης του ΑΕγχΠ. Το γεγονός αυτό, μαζί με άλλους παράγοντες (μετανάστευση, μετεγκαταστάσεις, μεγαλύτερη διείσδυση των εισαγωγών κ.ά.), συνέβαλε σε αύξηση του σχετικού μεριδίου του πλούτου που καρπώνονται οι κάτοχοι κεφαλαίων. Πράγματι, διαπιστώνεται μια νέα κατανομή της προστιθέμενης αξίας στις ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής, του ΟΟΣΑ και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, το μερίδιο των μισθών, ως εκατοστιαίο ποσοστό επί του ΑΕγχΠ για τον μέσο όρο της ΕΕ των 15, μειώθηκε από 71,5 %, που ήταν τη δεκαετία του 1980, σε 66,7 % το 2004. Αυτή η μετατόπιση 5 σχεδόν εκατοστιαίων μονάδων του ΑΕγχΠ αντιστοιχεί σε ανάλογη αύξηση των εισοδημάτων από κεφάλαια (των κερδών).

4.8.1

Οι μακροοικονομικές συνέπειες αυτής της μεταβολής της κατανομής του πλούτου είναι αντιπληθωριστικές: αυξάνουν τη συνολική αποταμίευση, καθώς όμως η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων αυξάνει βραδέως, η ζήτησή τους είναι αδύναμη πράγμα που δεν ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν. Εξάλλου, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος των κερδών αναδιανέμεται στους μετόχους (μερίσματα και αυξήσεις κεφαλαίου ειδικού σκοπού) δημιουργείται πλεονασματική ρευστότητα και το φαινόμενο αυτό αυτοτροφοδοτείται.

4.8.2

Από την άλλη πλευρά, καθώς οι κυριότερες χώρες του ΟΟΣΑ ανταγωνίζονται για την προσέλκυση άμεσων αλλοδαπών επενδύσεων — οι οποίες τονώνονται χάρη στην πλεονασματική ρευστότητα, αλλά ανακόπτονται από την επιβράδυνση του δυναμισμού της δικής τους εγχώριας αγοράς — έχουν ξεκινήσει πολιτικές μείωσης των φόρων οι οποίες ενδέχεται να επιβαρύνουν τη δημοσιονομική τους κατάσταση, εκτός και εάν επιτευχθεί περιορισμός των δημοσίων δαπανών με εξαίρεση τις κοινωνικές δαπάνες (πρβλ. δημογραφική γήρανση).

4.8.3

Ακόμη, δεδομένου ότι οι τόκοι επί του χρέους εκπίπτουν από το φόρο σε πολλές χώρες, οι μοχλευμένες εξαγορές (leveraged buy-out) ισοδυναμούν κατά κάποιον τρόπο με επιδότηση, εκ μέρους των δημοσίων αρχών, των συναλλαγών των εταιρειών επιχειρηματικών συμμετοχών, οι οποίες διαθέτουν έτσι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Πέρα από το ζήτημα του αθέμιτου ανταγωνισμού έναντι άλλων οικονομικών φορέων, οι οποίοι δεν καταφεύγουν σε τέτοιου είδους πρακτικές, οι μοχλευμένες εξαγορές έχουν επιπτώσεις επί των δημόσιων οικονομικών. Μια μελέτη του υπουργείου φορολογίας της Δανίας (18) προβλέπει ότι, εάν όλες οι υπόλοιπες παράμετροι παραμείνουν ίδιες, οι απώλειες αυτές θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν, στη χώρα αυτή, το 25 % των συνολικών εσόδων από τη φορολογία των επιχειρήσεων για την προσεχή διετία. Ανάλογη κατάσταση επικρατεί στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και της ζώνης του ευρώ που υπόκεινται στα δημοσιονομικά κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

4.8.4

Όσο για τις αμοιβές των διαχειριστών κεφαλαίων, το 20 % επί των κερδών που υπερβαίνουν κάποιο όριο, το οποίο χρεώνουν συνήθως ως συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίας (carried interest), φορολογείται συνήθως με τον συντελεστή που εφαρμόζεται για την υπεραξία — που είναι κατώτερος — και όχι με τον συντελεστή φορολογίας των κανονικών εισοδημάτων — που είναι υψηλότερος. Το γεγονός αυτό δεν δικαιολογείται, δεδομένου ότι η προσωπική τους συμβολή περιορίζεται σε ένα περιθωριακό και μόνον μερίδιο του κεφαλαίου. Η κατάσταση αυτή θέτει ένα πρόβλημα ίσης φορολογικής αντιμετώπισης των ατόμων αυτών και των λοιπών εργαζομένων, οι οποίοι φορολογούνται περισσότερο.

4.9

Την τελευταία δεκαετία δεν εξελίχθηκε μόνο η φύση και η στρατηγική των επιχειρήσεων αλλά και ο ρόλος του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου: πριν μια δεκαετία, ρόλος του προέδρου του Δ.Σ. ήταν η διαχείριση της επιχείρησης και των περιουσιακών της στοιχείων για λογαριασμό των διαφόρων ενδιαφερομένων μερών. Σήμερα, η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι πρόεδροι των Δ.Σ. είναι να δημιουργήσουν καθαρά αποτελέσματα για τους επενδυτές. Το 1995, το ποσοστό των αναγκαστικών αποχωρήσεων λόγω αποτελεσμάτων που οι μέτοχοι έκριναν ανεπαρκή ως απόδοση, ανήλθε στο ύψιστο ιστορικά επίπεδο. Απολύθηκαν για τον λόγο αυτόν τέσσερις φορές περισσότεροι πρόεδροι Δ.Σ. από ό,τι πριν δέκα χρόνια. Περισσότερες από μία επιχείρηση στις επτά άλλαξαν πρόεδρο του Δ.Σ., ενώ, δέκα χρόνια πριν, η σχετική αναλογία ήταν μία στις ένδεκα. Συντομεύθηκε, επίσης, η διάρκεια της θητείας των προέδρων του Δ.Σ.. Αυτή η ολοένα και ταχύτερη εναλλαγή στη θέση του προέδρου του Δ.Σ. μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, δεδομένου ότι «η εφαρμογή των απαραίτητων μεταβολών στις επιχειρήσεις συνήθως απαιτεί τρία με τέσσερα χρόνια».

4.9.1

Κατά συνέπεια, καθώς πολλά διοικητικά συμβούλια αντιμετωπίζουν δυσκολίες για να βρουν υποψηφίους για την αντικατάσταση των προέδρων τους που απολύονται, προκαλείται, λόγω αλυσιδωτών αντιδράσεων, νέα αύξηση των αμοιβών των προέδρων του Δ.Σ., αφενός επειδή οι νέοι εργοδότες τους θέλουν να τους δελεάσουν προκειμένου να εγκαταλείψουν την παλιά τους θέση και, αφετέρου, επειδή οι νυν εργοδότες τους προσπαθούν να τους κρατήσουν. Ωστόσο, η συντριπτική πλειονότητα των θεσμικών επενδυτών κρίνει υπερβολικά υψηλό το επίπεδο των αμοιβών των διευθυντικών στελεχών (90 %) και πιστεύει ότι δεν έχουν θετική επίδραση στην επίδοση των επιχειρήσεων (78 %) (19).

4.9.2

Μολονότι οι επιχειρήσεις φαίνεται ότι αποφεύγουν πλέον τα συστήματα επιλογής μετοχών (stock options), που στο παρελθόν έχουν οδηγήσει σε συγκρούσεις συμφερόντων και σε θορυβώδη σκάνδαλα, η κοινή γνώμη θεωρεί απαράδεκτη την πρακτική που συνίσταται στη χορήγηση «χρυσών αλεξίπτωτων» και άλλων αμοιβών σε προέδρους Δ.Σ. οι οποίοι δεν πέτυχαν να βελτιώσουν την επίδοση της επιχείρησής τους (από άποψη ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης).

5.   Συνοχή/κοινωνικές ανισότητες

5.1

Από τη μία πλευρά, μολονότι τα υψηλά μερίσματα τα οποία καταβάλλονται στους μετόχους δικαιολογούνταν στο παρελθόν λόγω του κινδύνου που συνεπάγονταν οι συναλλαγές στις οποίες επενδύονταν τα κεφάλαιά τους, η βάση του επιχειρήματος αυτού υπονομεύεται σοβαρά από τις εξελίξεις των προσφάτων ετών.

5.1.1

Πράγματι, η ευθύνη των μετόχων περιορίζεται αποκλειστικά στην εισφορά τους και η διαπραγματευσιμότητα των περιουσιακών τους στοιχείων — η οποία συνδέεται με την αυξανόμενη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών και χρηματιστηριακών αγορών χάρη στην παγκοσμιοποίησή τους και στην εφαρμογή των νέων τεχνολογιών — μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθενται ενώ ταυτόχρονα τους προσφέρει μια άνευ προηγουμένου ικανότητα εξόδου και διαφοροποίησης.

5.2

Από την άλλη πλευρά, «οι οικονομολόγοι διαπίστωσαν μια εποχικότητα των οικονομικών απολύσεων οι οποίες κορυφώνονται τον Ιανουάριο και τον Ιούνιο, δηλαδή την εποχή της κατάρτισης και της αναθεώρησης των ετησίων προϋπολογισμών στις επιχειρήσεις. Συμπέραναν ότι οι εν λόγω απολύσεις απέβλεπαν περισσότερο στη βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων παρά σε βιομηχανικές αναγκαιότητες» (20).

5.2.1

Εξάλλου, η εξατομίκευση των συμβάσεων εργασίας και των αμοιβών είναι στην ημερήσια διάταξη καθώς και η αύξηση του αριθμού των συμβάσεων εργασίας άτυπης μορφής, όπως π.χ. οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και οι συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης, που στοχεύουν στη μετατροπή μέρους των παγίων μισθολογικών εξόδων σε μεταβλητά έξοδα και, σε τελευταία ανάλυση, σε αύξηση των κερδών και, κατά συνέπεια, σε αύξηση των μερισμάτων ανά μετοχή. Το 1992, το 25,4 % των εργαζομένων απασχολούνταν βάσει συμβάσεως ορισμένου χρόνου ή μερικής απασχόλησης. Το 2005, η αναλογία αυτή ανήλθε στο 33 %. Ο ρυθμός αύξησης αυτού του είδους συμβάσεων επισφαλούς απασχόλησης ήταν ταχύτερος του ρυθμού δημιουργίας θέσεων απασχόλησης καθ' όλη την περίοδο αυτή (εκτός από το 2005) και, όσον αφορά τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, το 33 % μόνο εξ αυτών καταλήγει σε συμβάσεις αορίστου χρόνου (ενώ το 22 % σε διακοπή της απασχόλησης και το 39 % σε άλλη σύμβαση του ιδίου είδους) (21).

5.2.2

Το αποτέλεσμα είναι ότι δημιουργούνται νέοι κίνδυνοι για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις:

οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν σ' αυτούς τους μετακινούμενους εργαζόμενους οι οποίοι, με τη σειρά τους, δεν επενδύουν την ενέργειά τους, δεδομένου ότι οι δεσμοί τους με την επιχείρηση είναι ασθενέστεροι και φοβούνται ότι δεν θα αντλήσουν απτά οφέλη από τυχόν επαγγελματική κατάρτιση (22)  (23)·

στην κοινωνία της γνώσης, οι ανθρώπινοι πόροι εξειδικεύονται ολοένα και περισσότερο ανά συγκεκριμένη επιχείρηση και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα σε άλλες επιχειρήσεις (δηλ. δεν μπορούν πραγματικά να μεταφερθούν από μια επιχείρηση σε μια άλλη) (24)·

οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δεν μπορούν να εντοπίσουν τους συνομιλητές στους οποίους πρέπει να απευθυνθούν στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου, δεδομένου ότι ο «διευθυντής» τους έχει καταλήξει να είναι μια απρόσωπη, κυμαινόμενη και κατακερματισμένη ομάδα μετόχων·

οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε μια κατάσταση ανταγωνισμού μεταξύ τους:

σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της έντονης κινητικότητας του παραγωγικού κεφαλαίου και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και του διπλασιασμού του αριθμού των εργαζομένων που συμμετέχουν στην οικονομία μετά την κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού και, κυρίως, μετά την είσοδο της Κίνας και της Ινδίας στο διεθνές προσκήνιο·

σε εθνικό επίπεδο, λόγω του επιπέδου ανεργίας, του πολλαπλασιασμού των θέσεων απασχόλησης κακής ποιότητας που αυξάνει την αξία των θέσεων απασχόλησης υψηλής ποιότητας και του παραδόξου της επαγγελματικής κατάρτισης: αφενός, γίνεται πολύς λόγος για την ανάγκη κατάρτισης και για την αναντιστοιχία των δεξιοτήτων έναντι των αναγκών της αγοράς και, αφετέρου, σχεδόν ένας στους τρεις εργαζόμενους θεωρεί ότι είναι υπερκαταρτισμένος σε σχέση με τις δεξιότητες που απαιτεί η επαγγελματική του δραστηριότητα, ενώ στους λιγότερο καταρτισμένους εργαζόμενους και στους προσωρινούς δεν προσφέρεται επαρκής κατάρτιση·

ο ανταγωνισμός αυτός εντείνεται ακόμη περισσότερο καθώς η κινητικότητα των εργαζομένων περιορίζεται σχετικά λόγω της διατήρησης μεταβατικών περιόδων στις νομοθεσίες που αφορούν την οικονομική μετανάστευση, σύμφωνα με τις οποίες η πρόσβαση ενός αλλοδαπού στην αγορά εργασίας εξαρτάται από την έλλειψη εργατικών χεριών σε ορισμένα επαγγέλματα (πολιτικοί περιορισμοί) ή από την απουσία πραγματικής προόδου όσον αφορά τη δυνατότητα μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, από την άνοδο των τιμών των ακινήτων (κοινωνικοοικονομικοί περιορισμοί), ή από την ανεπάρκεια των γλωσσικών γνώσεων (πολιτισμικοί περιορισμοί).

5.2.3

Πρέπει να επιτευχθεί νέα ισορροπία μεταξύ των μετόχων και των εργαζομένων. Εκτός από την παραμόρφωση της κατανομής του ΑΕγχΠ μεταξύ «κεφαλαίου» και «εργασίας» και από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως, η έλλειψη ισορροπίας αντικατοπτρίζεται, επίσης, στους ταχύτατους ρυθμούς με τους οποίους αναπτύχθηκαν χρηματοπιστωτικές και χρηματιστηριακές αγορές τα τελευταία έτη, ενώ, αντιστρόφως, η εργατική νομοθεσία εξελίχθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, μη διασφαλίζοντας, δηλαδή, στους εργαζόμενους, επαρκή προστασία (τόσο από απόψεως συμβάσεων όσο και από απόψεως συνεχούς κατάρτισης (25)). Τούτο εξηγεί το γεγονός ότι η ευελιξία (και μεγαλύτερη προσωρινότητα) της εργασίας καθίσταται πραγματική μεταβλητή προσαρμογής για τις επιχειρήσεις.

Εξέλιξη ανά κοινωνικό «υπο-πρότυπο»

 

 

Χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση/ΑΕγχΠ

Προστασία των εργαζομένων

Μέσος όρος

Χώρα

1990

2003

1990

2003

Αγγλοσαξονικό πρότυπο

ΗΒ, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία

54

119

0,63

0,73

Σκανδιναβικό πρότυπο

Φινλανδία, Δανία, Σουηδία

28

85

2,71

1,89

Ηπειρωτικό πρότυπο

Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Κάτω Χώρες

30

59

2,79

2,30

Μεσογειακό πρότυπο

Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα

16

57

3,67

2,61

Ιαπωνικό πρότυπο

 

98

70

2,10

1,84

ΣΗΜ.: Δεν υπάρχουν δεδομένα για τα νέα κράτη μέλη.

Η προστασία των εργαζομένων ορίζεται βάσει του δείκτη «EPL version 1» ο οποίος υπολογίστηκε (για τα έτη 1990, 1998 και 2003) από τον ΟΟΣΑ. Καλύπτει τη ρύθμιση περί προστασίας των κανονικών και προσωρινών θέσεων απασχόλησης. Στην κλίμακα προστασίας, όσο ο δείκτης πλησιάζει το 0, τόσο μικρότερο βαθμό προστασίας παρέχει η νομοθεσία στους εργαζομένους (ο δείκτης EPL version 2 περιλαμβάνει και πληροφορίες σχετικά με τις συλλογικές απολύσεις, δεν φτάνει όμως πίσω μέχρι το 1990).

5.2.4

Μολονότι η κατοχή μετοχών από τους εργαζόμενους έχει αναπτυχθεί, ωστόσο δεν μπορεί να διορθώσει την κατάσταση, δεδομένου ότι αφορά κυρίως και κατά τρόπο δυσανάλογο (εάν ληφθεί υπόψη το ποσοστό τους επί του συνόλου των εργαζομένων) τους εργαζόμενους με τις υψηλότερες αποδοχές (κατά κανόνα, τα ανώτερα στελέχη).

5.2.5

Δεδομένου ότι τα οικονομικά συστήματα διαμορφώνονται από την ιστορία (βλ. σημείο 2.3), γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η σύγκλιση των προτύπων της εταιρικής διακυβέρνησης (βλ. σημεία 3.1 και 3.2) στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν είχε ιδιαίτερα εμφανείς συνέπειες όσον αφορά την καταπολέμηση της ανεργίας, μολονότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο στηρίζεται σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς, η οποία προϋποθέτει μια προσέγγιση εταιρικής σχέσης με την ευρεία έννοια, η οποία υπερβαίνει τα συμφέροντα των μετόχων και μόνο.

5.3

Εδώ και πολλά έτη, έχουμε εισέλθει σε μια φάση πολιτικής σοβαρού περιορισμού μισθών (26) υπό την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού που εντείνεται και υπό την επίδραση των κανόνων περί αποδοτικότητας. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό δεν αφορά όλες τις κοινωνικο-επαγγελματικές τάξεις.

5.3.1

Συνεπώς, όπως γίνεται και στις ΗΠΑ (27), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έπρεπε να βελτιώσουν τα στατιστικά τους στοιχεία κατανέμοντάς τα σε πεμπτημόρια (τουλάχιστον) (28), ώστε να εντοπίζονται καλύτερα οι κατηγορίες ατόμων (πολύ υψηλόμισθοι, πολύ χαμηλόμισθοι, ενδιάμεσες κατηγορίες) τις οποίες αφορά η αύξηση του συνολικού μισθολογικού κόστους — και γενικότερα των εισοδημάτων —, προκειμένου να εκτιμηθούν καλύτερα οι κίνδυνοι που απειλούν τη σταθερότητα των τιμών λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι διάφορες πληθυσμιακές ομάδες δεν έχουν την αυτή ροπή προς κατανάλωση (29) (βλ. επίσης σημείο 4.8.4).

6.   Ε&Α και καινοτομία

6.1

Δεδομένου ότι οι θεσμικοί επενδυτές έχουν μια τάση μιμητισμού κατά τη λήψη των επενδυτικών αποφάσεών τους, υπάρχει κίνδυνος υπερεπενδύσεων σε ορισμένους τομείς και, ταυτόχρονα, υπο-επενδύσεων σε άλλους, καθώς καταδεικνύεται από την χρηματιστηριακή κρίση του 2000-2001.

6.2

Το παράδειγμα των σκανδιναβικών χωρών δείχνει ότι είναι δυνατός ο συνδυασμός υψηλών κοινωνικών και τεχνολογικών επιδόσεων με ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο βασίζεται περισσότερο στο τραπεζικό σύστημα παρά στο χρηματιστηριακό.

6.3

Όσο για τις εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών (private equities), κάποιες φορές εξασφαλίζουν τα κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου τα οποία είναι απαραίτητα για την έναρξη νέων δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις μικρού μεγέθους (start-ups). Η πρακτική αυτή, όμως, συρρικνώνεται εδώ και ορισμένα χρόνια (το 2003, αντιπροσώπευε λιγότερο από το 10 % των επενδύσεών τους) (30). Αντίθετα η δραστηριότητα των εταιρειών αυτών (private equities) εστιάζεται ολοένα και περισσότερο γύρω από τα buy-outs, δηλαδή την εξαγορά επιχειρήσεων (το 2003, ανήρχοντο σε περισσότερο του 60 %) (βλέπε κεφάλαιο «Αποτέλεσμα μόχλευσης και συστημικοί κίνδυνοι»). Εξάλλου, η τάση αυτή είναι απίθανο να τονώσει τις επενδύσεις, δεδομένου ότι, λόγω του κινδύνου της δραστηριότητας αυτής, προτεραιότητα των εταιρειών επιχειρηματικών συμμετοχών (private equities) θα είναι περισσότερο η εξόφληση και η απόδοση των μετοχών παρά η μακροπρόθεσμη επένδυση.

6.4

Εκτός από την Ε&Α, οι αποκαλούμενες «σιωπηρές» αλληλεπιδράσεις (31) αποτελούν ολοένα και πιο σημαντικό παράγοντα ανταγωνιστικότητας για το σύνολο των επιχειρήσεων. Οι σιωπηρές αλληλεπιδράσεις σημαίνουν ανταλλαγή πληροφοριών, διατύπωση απόψεων, συντονισμό και παρακολούθηση άλλων δραστηριοτήτων και συνδυάζουν διάφορες μορφές γνώσεων κατά τις συναλλαγές (αγαθά, υπηρεσίες και πληροφορίες) με τους άλλους εργαζόμενους, με τους πελάτες και με τους προμηθευτές. Οι εργαζόμενοι που αναπτύσσουν δεξιότητες του είδους αυτού αντιπροσωπεύουν σήμερα το 25 έως 50 % του εργατικού δυναμικού.

6.4.1

Οι επιχειρήσεις, εάν επιθυμούν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους, δεν πρέπει πλέον να υπολογίζουν στην τυποποίηση της εργασίας των εργαζομένων που απασχολούν ή στην αντικατάστασή τους από μηχανές. Αντίθετα, πρέπει να άρουν τους οργανωτικούς φραγμούς, να δημιουργήσουν ένα κλίμα εμπιστοσύνης στο προσωπικό, καθώς και μεταξύ του προσωπικού και των επιχειρήσεων και να του επιτρέπουν να λαμβάνει αποφάσεις και να επικοινωνεί γρήγορα και εύκολα. Συνεπώς, η ισχύς μιας επιχείρησης έγκειται στις συλλογικές ειδικές γνώσεις της συγκεκριμένης επιχείρησης, οι οποίες αποκτώνται με την πάροδο του χρόνου.

6.4.2

Οι επιχειρήσεις διαθέτουν σήμερα μεγάλα περιθώρια χειρισμών προκειμένου να βελτιώσουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων που εμπλέκονται σε σιωπηρές αλληλεπιδράσεις, πράγμα που ισχύει λιγότερο για τους λοιπούς εργαζομένους. Τούτο αντικατοπτρίζεται στις μεγάλες διαφορές επίδοσης στους τομείς όπου αυτό το είδος θέσεων απασχόλησης είναι σημαντικό. Ο τομεακός κοινωνικός διάλογος μπορεί να διαδραματίσει εδώ σημαντικό ρόλο διευκολύνοντας την ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ επιχειρήσεων, ιδίως στο πλαίσιο σεμιναρίων και μελετών.

6.4.3

Αυτή η έμφαση στις ειδικές δεξιότητες μιας συγκεκριμένης επιχείρησης θέτει ερωτήματα όσον αφορά την ασφάλεια με ευελιξία, η οποία προϋποθέτει μάλλον μια γενική κατάρτιση προκειμένου να βρει ο εργαζόμενος απασχόληση σε μια άλλη επιχείρηση, η οποία ενδεχομένως να δραστηριοποιείται σε έναν τομέα διαφορετικό από εκείνο τον οποίο εγκατέλειψε.

7.   Αποτέλεσμα μόχλευσης και συστημικοί κίνδυνοι

7.1

Οι εξαγορές (buy-outs) που πραγματοποιούν ορισμένα είδη εταιρειών επιχειρηματικών συμμετοχών (private equities) είναι δραστηριότητες κερδοσκοπικής φύσης οι οποίες βασίζονται στη χρέωση και στη δυνατότητα χρησιμοποίησης των κερδών που θα δημιουργήσουν οι στοχευόμενες επιχειρήσεις για την επιστροφή του δανείου και τη δημιουργία σημαντικής υπεραξίας εντός πέντε ετών.

7.2

Το 1995, οι συναλλαγές αυτές στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης ανήρχοντο σε 0,6 % του ΑΕγχΠ και το 2005 σε όχι λιγότερο από 3 % (32). (Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα ποσοστά αυτά είναι αντίστοιχα 1 και 7 %). Οι εξαγορές αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο όγκο (70 %) της δραστηριότητας των εταιρειών επιχειρηματικών συμμετοχών, ενώ η παροχή κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου παρουσιάζει φθίνουσα τάση (5 % το 2005).

7.2.1

Το δεύτερο εξάμηνο του 2006, οι κεντρικές τράπεζες (ΕΚΤ, Τράπεζα της Αγγλίας) και οι οίκοι αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (Standard and Poor's) πολλαπλασίασαν τα σήματα κινδύνου έναντι του αναβρασμού που γνώρισε ο τομέας (500 δις δολάρια ΗΠΑ), ο οποίος, το 2005, συγκέντρωσε 70 δις δολάρια περισσότερο από το προηγούμενο έτος. Άλλοτε αναφέρονταν σε ένα συστημικό κίνδυνο οφειλόμενο στη μεγάλη άνοδο του χρέους των επιχειρήσεων και άλλοτε στην αύξηση των junk bonds (ομολόγων υψηλού κινδύνου) που είχαν ανέλθει σε επικίνδυνα επίπεδα.

7.2.2

Πρόκειται για ένα δίλημμα για τις νομισματικές αρχές διότι οποιαδήποτε αύξηση των επιτοκίων η οποία θα ανέκοπτε αυτή τη δραστηριότητα θα σήμαινε το τέλος των επιχειρήσεων που επιβιώνουν σήμερα χάρη στη συνολική πλεονασματική ρευστότητα.

7.2.3

Τα buy-outs θέτουν δύο άλλα ερωτήματα εντελώς διαφορετικής φύσης τα οποία, όμως, είναι εξίσου σημαντικά:

Όταν οι συναλλαγές διενεργούνται διαμέσου εταιρείας χαρτοφυλακίου, δεν είναι εφαρμοστέα η οδηγία σχετικά με την ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα είναι λιγότερη συμμετοχή των εν λόγω εργαζομένων, οι οποίοι ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες στην Ευρώπη.

Διαμέσου των μοχλευμένων εξαγορών (leveraged buy-outs), οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου μπορούν να εκπροσωπηθούν, εξ ονόματος της εταιρείας που αποκτήσαν, στο διοικητικό συμβούλιο ενός μεγάλου ευρωπαϊκού ομίλου ο οποίος δραστηριοποιείται σε έναν ζωτικής σημασίας κλάδο, όπως, για παράδειγμα, η αεροδιαστημική βιομηχανία. Δεδομένου ότι ορισμένες εταιρείες επενδύσεων αμερικανικής προέλευσης διατηρούν ιδιαίτερα στενούς δεσμούς με την πολιτική εξουσία και τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, η τεχνολογική, στρατιωτική και πολιτική ανεξαρτησία της ΕΕ τίθεται σε κίνδυνο εφόσον η συμμετοχή σε ένα διοικητικό συμβούλιο επιτρέπει πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες (33).

7.3

Γενικά, διαφόρων ειδών στρεβλώσεις διογκώνουν τεχνητά την μέση απόδοση που εμφανίζουν οι εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών. Επειδή δεν δεσμεύονται από καμία υποχρέωση δημοσιοποίησης στοιχείων, από τις εταιρείες αυτές, μόνον εκείνες που έχουν τις καλύτερες επιδόσεις δημοσιοποιούν τα αποτελέσματά τους, ενώ οι εταιρείες επενδύσεων που εξαφανίζονται λόγω κακών αποτελεσμάτων αποσύρονται από τις βάσεις δεδομένων. Μια μελέτη του ομίλου Citygroup επισημαίνει ότι, εάν ληφθούν υπόψη τα στοιχεία αυτά, η απόδοση, υπολογιζόμενη σε δεκαετή περίοδο, είναι κατώτερη από ένα «καλάθι» μετοχών μεσαίας κεφαλαιοποίησης (mid-cap). Εάν συνυπολογιστούν, μάλιστα, τα έξοδα διαχείρισης και το κόστος της τοποθέτησης σε τέτοιου είδους στοιχεία του ενεργητικού, μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα, οι προβαλλόμενες αποδόσεις περιορίζονται ακόμη περισσότερο (34).

7.4

Τα αντισταθμιστικά κεφάλαια (hedge funds) συγκροτούν μια αγορά που υπερβαίνει το 1,5 τρις δολαρίων. Τα κεφάλαια αυτά δεν είναι νέο φαινόμενο, έλαβαν, όμως ιδιαίτερα σημαντικές διαστάσεις την τελευταία εικοσαετία. Ο κλάδος υφίσταται πιέσεις εκ μέρους επενδυτών, όπως π.χ. τα συνταξιοδοτικά ταμεία, για να καταστεί πιο διαφανής. Ως απάντηση στις πιέσεις αυτές αναπτύχθηκε πρόσφατα ένα σύστημα κατάταξης της πιστοληπτικής ικανότητας και του κινδύνου από διάφορους οίκους αξιολόγησης.

7.4.1

Με τη σειρά τους και λόγω του κολοσσιαίου χρηματοπιστωτικού τους βάρους, τα εν λόγω κεφάλαια ασκούν σημαντική επιρροή στις χρηματοπιστωτικές, χρηματιστηριακές και νομισματικές αγορές. Το θέμα αυτό αξίζει να εξεταστεί σε βάθος:

Οι αμερικανικές, αγγλικές και ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές επανέλαβαν πρόσφατα την ανησυχία τους ότι οι επενδυτικές τράπεζες θα μπορούσαν να επιτρέψουν στα αντισταθμιστικά κεφάλαια (hedge funds) να αυξήσουν την δανειοληπτική τους ικανότητα χρησιμοποιώντας σχετικά μη ρευστοποιήσιμες εγγυήσεις, η αξία των οποίων θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να σημειώσει κατακόρυφη πτώση σε περίπτωση χρηματοπιστωτικής κρίσης. Διερωτώνται, επίσης, σχετικά με τα εξωχώρια (offshore) μέσα τα οποία, χρησιμοποιώντας το αποτέλεσμα μόχλευσης, επιτρέπουν στις αμερικανικές τράπεζες να δανειοδοτούν τα αντισταθμιστικά κεφάλαια (hedge funds) πέραν των νομίμων ορίων.

Τα αντισταθμιστικά κεφάλαια (hedge funds) δραστηριοποιούνται, επίσης, στον χώρο του αρμπιτράζ επιτοκίων (carry trade), δηλαδή των συναλλαγών κατά τις οποίες οι επενδυτές δανείζονται κεφάλαια σε νόμισμα χαμηλού επιτοκίου (όπως το γιέν ή το ελβετικό φράγκο) και τα επενδύουν σε νόμισμα υψηλότερου επιτοκίου (δολάριο Αυστραλίας). Ολοένα και περισσότερες τράπεζες — μεταξύ των οποίων η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών — και οικονομολόγοι είναι πεπεισμένοι ότι η δραστηριότητα αυτή, η οποία είναι πολύ επικερδής για τα αντισταθμιστικά κεφάλαια (hedge funds), είναι παράγοντας που ερμηνεύει την αδυναμία του γιεν, το οποίο τον Ιανουάριο έφθασε τη χαμηλότερη τιμή του (για την τελευταία τετραετία) έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Μια αιφνίδια μεταστροφή του ενδιαφέροντος για το ιαπωνικό γιεν (ως συνέπεια της ανόδου των επιτοκίων στην Ιαπωνία λόγω της ευρωστίας της ιαπωνικής οικονομίας) θα μπορούσε να καταλήξει σε χρηματοπιστωτική κρίση. Η Barclays Capital θεωρεί ότι το κερδοσκοπικό αρμπιτράζ επιτοκίων (carry trade) έχει φθάσει το υψηλότερο επίπεδό του από την εποχή της ρωσικής κρίσης του 1998.

7.5

Τα παράγωγα προϊόντα επιτρέπουν στις τράπεζες να εξουδετερώνουν τους κινδύνους του ισολογισμού τους μετατρέποντάς τους σε πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών. Με τον τρόπο αυτό, ο κίνδυνος διασπείρεται αλλά επεκτείνεται στην οικονομία, σε φορείς οι οποίοι ενδεχομένως να μην υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας.

7.5.1

Εάν η στατιστική πιθανότητα μείζονος χρηματοπιστωτικής κρίσης με συστημικό αντίκτυπο έχει μειωθεί με το πέρασμα του χρόνου, μια κρίση παραμένει πιθανή και οι ζημίες θα είναι ακόμη πιο σημαντικές από ό,τι στο παρελθόν, κυρίως λόγω των στενότερων δεσμών μεταξύ ιδρυμάτων και αγορών, οι οποίοι απορρέουν από τις χρηματοπιστωτικές καινοτομίες που οδήγησαν σε καλύτερη ολοκλήρωση των αγορών και από τις συγχωνεύσεις/εξαγορές στον τραπεζικό και τον ασφαλιστικό κλάδο (35).

7.5.2

Λόγω του αποτελέσματος μόχλευσης το οποίο πολλαπλασιάστηκε τα τελευταία έτη και το οποίο, εξ ορισμού, δεν αντικατοπτρίζεται στον ισολογισμό, είναι αδύνατο να εκτιμηθούν τα εμπλεκόμενα στην πράξη ποσά και ο κίνδυνος στον οποίο εκτίθεται το οικονομικό σύστημα.

Βρυξέλλες, 26 Σεπτεμβρίου 2007

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Δημήτρης ΔΗΜΗΤΡΙΆΔΗΣ


(1)  Βλ. γνωμοδότηση CESE 89/2007 «Αναθεώρηση της Ενιαίας Αγοράς», CESE — INT/332 (ΕΕ C 93 της 27.4.2007, σ. 25).

(2)  Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3-18).

(3)  Καθώς προέκυψε κατά τη διάσκεψη που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Μάρτιο του 2007 με θέμα «Increasing financial capability». Η έκθεση Sandler που υποβλήθηκε στον υπουργό Οικονομικών του ΗΒ Gordon Brown, αναπτύσσει ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις.

(4)  Βλέπε ειδικότερα τις εργασίες που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της χρηματοδοτικής πρωτοβουλίας του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEPFI) και τη σχετική έκθεση «A legal framework for the integration of environmental, social and governance issues into institutional investment» (2005).

(5)  Βλέπε ειδικότερα τις εργασίες που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της χρηματοδοτικής πρωτοβουλίας του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEPFI) και τη σχετική έκθεση «A legal framework for the integration of environmental, social and governance issues into institutional investment» (2005).

(6)  Οδηγία 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα — Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την εκπροσώπηση των εργαζομένων (ΕΕ L 80 της 23.3.2002, σ. 29-34).

(7)  Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16-20).

(8)  Βλ., μεταξύ άλλων Το μέλλον των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, ΕΕ C 309, 16.12.2006.

(9)  «Εάν, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, οι κινήσεις κεφαλαίων, προς ή από τρίτες χώρες προκαλούν ή απειλούν να προκαλέσουν σοβαρές δυσχέρειες στη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, μπορεί να λαμβάνει έναντι τρίτων χωρών μέτρα διασφαλίσεως για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, εφόσον τα μέτρα αυτά είναι απολύτως αναγκαία».

(10)  Εκ των οποίων 8 για διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.

Πηγή: François Morin, «Le Nouveau mur de l'argent: Essai sur la finance globalisée», 2006.

(11)  Παραθέτουμε εδώ, σε απλουστευτική μορφή, ορισμένα χαρακτηριστικά που βοηθούν στην καλύτερη διάκριση μεταξύ αντισταθμιστικών κεφαλαίων (hedge funds) και ιδιωτικών μετοχικών κεφαλαίων (private equities). Οι εταιρείες αντισταθμιστικών κεφαλαίων πραγματοποιούν συναλλαγές με διαπραγματεύσιμα περιουσιακά στοιχεία: μετοχές, αλλά και πρώτες ύλες, παράγωγα πιστωτικών προϊόντων κλπ. Αναπτύσσουν στρατηγικές διαφόρων ειδών για την επίτευξη του στόχου τους, που συνίσταται στην απόλυτη απόδοση. Όταν επενδύουν σε μια επιχείρηση, αρκούνται σε ένα μικρό ποσοστό μετοχών, δραστηριοποιούνται όμως ενεργά προκειμένου να επηρεάζουν τις επιλογές της επιχείρησης. Οι εταιρείες επενδύσεων ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου αποσκοπούν στην άντληση αξίας και ενεργούν κυρίως μέσω εξαγοράς επιχειρήσεων, στηριζόμενες στην χρέωση. Η επιχείρηση, μη όντας πλέον εισηγμένη στο χρηματιστήριο, δεν υπόκειται στις υποχρεώσεις ενημέρωσης. Οι εν λόγω εταιρείες επενδύσεων αποσύρουν τις επενδύσεις τους από την επιχείρηση μετά από κάποια χρόνια, αφού την αναδιαρθρώσουν εκ βάθρων.

(12)  M. Aglieta «The surge in private equity», 2007.

(13)  James Shinn, «Private profit or public purpose? Shallow convergence on the shareholder model», Princeton University, 2001. Οι μελέτες καλύπτουν 14 χώρες: ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Ισπανία, Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν. Roger M. Baker, «Insiders, outsiders, and change in European corporate governance», University of Oxford, 2006.

(14)  J. Peyrelevade, «Le capitalisme total», 2005, σελ. 39-42.

(15)  BIPE, όπ. π., Το μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών που έχουν επενδυθεί σε μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια, ασφάλειες ζωής και συντάξεις, υπερδιπλασιάστηκε στη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία από το 1980 έως το 1998, πλησιάζοντας το 50 % σχεδόν στις δυο πρώτες χώρες και το 66 % στην τρίτη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα προϊόντα αυτά, μολονότι ξεκίνησαν από ένα υψηλότερο επίπεδο, συνέχισαν να αυξάνουν και ανήλθαν από 52 σε 76 %.

(16)  BIPE, «La montée en puissance des investisseurs institutionnels: implications réglementaires. Étude réalisée pour le Sénat français», Ιανουάριος 2003.

(17)  Βλέπε ιδιαίτερα S. M. Bilger και K. F. Hallock «Mass layoffs and CEO turnover», 2005 και Chicago Fed Letter «Assessing the impact of job loss on workers and firms», Απρίλιος 2006.

(18)  Υπουργείο φορολογίας, Δανία, «Status på SKATs kontrolindsats verdrrorende kapitalfondes overtagelse af 7 danske koncerner», Μάρτιος 2007.

(19)  Watson Wyatt, «Corporate directors give executive pay model mixed reviews», Ιούνιος 2006.

(20)  D. Plihon, «Précarité et flexibilité du travail, avatars de la mondialisation du capital», 2006.

(21)  COM(2003) 728 τελικό, «Βελτίωση της ποιότητας της εργασίας: επισκόπηση της πρόσφατης προόδου».

(22)  Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι ανθρώπινοι πόροι θεωρούνται ολοένα και περισσότερο ως παράγοντας που συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα σε μια οικονομία της γνώσης, είναι απορίας άξιο που δεν εκτιμάται ως στοιχείο του ενεργητικού στον ισολογισμό των επιχειρήσεων …

(23)  Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των Συνθηκών Εργασίας, «Fourth European Working Conditions Survey», 2007, σ. 49.

(24)  Βλ. σημείο 6.4 και επόμενα.

(25)  Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των Συνθηκών Εργασίας, «Fourth European Working Conditions Survey», 2007, σ. 49.

(26)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «The contribution of labour cost developments to price stability and competitiveness adjustment in the Euro Area» in Quarterly Report on the Euro Area, volume 6, no 1, 2007.

(27)  Βλ. Τριετείς έρευνες «US Survey of Consumer Finances».

(28)  Κατανομή των εισοδημάτων με αύξουσα τάξη διηρημένη σε 5 μέρη που συμπεριλαμβάνουν τον αυτό αριθμό παρατηρήσεων.

(29)  Πρόσφατες εργασίες συνηγορούν με την άποψη αυτή. Πρέπει να αναφερθεί το έργο των T. Piketty και E. Saez: «The evolution of top incomes: a historical and international Perspective», American Economic Review, 2006.

(30)  Έρευνα της Deutsche Bank, «Private equity in Europe», Ιανουάριος 2005.

(31)  The McKinsey Quarterly, «Competitive advantage from better interactions», 2006, number 2.

(32)  Adrian Blundell-Wignall, «Private Equity Trends and Issues», ΟΟΣΑ, 2007.

(33)  B. Carayon, «Patriotisme économique: de la guerre à la paix économique», 2006, σελ. 119.

(34)  Βουλή των Κοινοτήτων, δημοσιονομική επιτροπή: «Private equity: tenth report of session 2006-07».

(35)  Financial Times, 30 Ιανουαρίου 2007.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Η ακόλουθη τροπολογία η οποία έλαβε το ένα τέταρτο των ψήφων, απορρίφθηκε κατά την συζήτηση (άρθρο 54(3) του Εσωτερικού Κανονισμού).

Σημεία 5.1 και 5.1.1

Να αντικατασταθούν τα σημεία 5.1 και 5.1.1 από το ακόλουθο σημείο 5.1:

«5.1

Από τη μία πλευρά, μολονότι τα υψηλά μερίσματα τα οποία καταβάλλονται στους μετόχους δικαιολογούνταν στο παρελθόν λόγω του κινδύνου που συνεπάγονταν οι συναλλαγές στις οποίες επενδύονταν τα κεφάλαιά τους, η βάση του επιχειρήματος αυτού υπονομεύεται σοβαρά από τις εξελίξεις των προσφάτων ετών.

5.1.1

Πράγματι, η ευθύνη των μετόχων περιορίζεται αποκλειστικά στην εισφορά τους και η διαπραγματευσιμότητα των περιουσιακών τους στοιχείων — η οποία συνδέεται με την αυξανόμενη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών και χρηματιστηριακών αγορών χάρη στην παγκοσμιοποίησή τους και στην εφαρμογή των νέων τεχνολογιών — μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθενται ενώ ταυτόχρονα τους προσφέρει μια άνευ προηγουμένου ικανότητα εξόδου και διαφοροποίησης.»

«5.1

Τα μερίσματα που καταβάλλονται στους μετόχους πρέπει να αντιστοιχούν στα αποτελέσματα που εμφανίζουν οι επιχειρήσεις.»

Αιτιολογία

Τα δύο σημεία, με τη διατύπωση που έχουν στη γνωμοδότηση του τμήματος, φαίνεται να ασκούν υπερβολική κριτική έναντι του ρόλου των μετόχων ως σημαντικών παραγόντων της ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Με την φράση «η ευθύνη των μετόχων περιορίζεται αποκλειστικά στην εισφορά τους», φαίνεται να υποτιμάται ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν οι επενδύσεις στις χρηματοπιστωτικές και τις χρηματιστηριακές αγορές. Η πρόσφατη κρίση των αγορών αυτών διαψεύδει επίσης το επιχείρημα ότι η παγκοσμιοποίηση και η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών μειώνουν τον κίνδυνο. Η μείωση της απόδοσης των μετοχών (των μερισμάτων που διανέμονται στους μετόχους), θα είχε πιθανότατα αρνητικές συνέπειες για την εξέλιξη των χρηματιστηριακών αγορών.

Αποτέλεσμα ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ: 65

Ψήφοι κατά: 70

Αποχές: 13