52007DC0255




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 16.5.2007

COM(2007) 255 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΤΟΥ 2007 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

(εκπονήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης κατόπιν αιτήματος της Κύπρου) {SEC(2007) 623}

ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης, τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια, ή όποτε το ζητήσει κράτος μέλος με παρέκκλιση, η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη μέλη στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Η παρούσα έκθεση εκπονήθηκε ως ανταπόκριση στο αίτημα που υπέβαλε η Κύπρος στις 13 Φεβρουαρίου 2007. Λεπτομερέστερη αξιολόγηση της κατάστασης της σύγκλισης στην Κύπρο παρέχεται σε τεχνικό παράρτημα της παρούσας έκθεσης [SEC(2007) 623].

Το περιεχόμενο των εκθέσεων που εκπονούνται από την Επιτροπή και την ΕΚΤ διέπεται από το άρθρο 121 παράγραφος 1 της συνθήκης. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι οι εκθέσεις περιλαμβάνουν εξέταση της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής τράπεζας, με τα άρθρα 108 και 109 της Συνθήκης καθώς και με το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της ΕΚΤ. Οι εκθέσεις αυτές πρέπει, επίσης, να εξετάζουν εάν έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός διατηρήσιμης σύγκλισης στο σχετικό κράτος μέλος με γνώμονα την επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης (σταθερότητα τιμών, δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, μακροπρόθεσμα επιτόκια) και λαμβάνοντας υπόψη διάφορους άλλους παράγοντες που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 121 παράγραφος 1. Τα τέσσερα κριτήρια σύγκλισης αποσαφηνίζονται περαιτέρω σε πρωτόκολλο που προσαρτάται στη συνθήκη (Πρωτόκολλο αριθ. 21 για τα κριτήρια σύγκλισης).

Η παρούσα έκθεση λαμβάνει υπόψη μόνον τις περιοχές που ελέγχει η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο Πρωτόκολλο αριθ. 10, που προσαρτήθηκε στην Πράξη Προσχώρησης του 2003, όπως έγινε και στην περίπτωση όλων των άλλων σχετικών διαδικασιών (π.χ. ΔΥΕ (???), στρατηγική της Λισσαβώνας, συμμετοχή στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) ΙΙ).

Η εξέταση της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας , περιλαμβανομένων των καταστατικών των εθνικών κεντρικών τραπεζών, με τα άρθρα 108 και 109 της συνθήκης και το καταστατικό του ΕΣΚΤ απαιτεί αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης (άρθρο 101 της συνθήκης ΕΚ) και την απαγόρευση της προνομιακής πρόσβασης (άρθρο 102 της συνθήκης ΕΚ), συνοχή με τους στόχους του ΕΣΚΤ (άρθρο 105 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ), ανεξαρτησία των εθνικών τραπεζών (άρθρο 108 της συνθήκης ΕΚ) και ένταξη των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο ΕΣΚΤ (διάφορα άρθρα της συνθήκης ΕΚ και του καταστατικού του ΕΣΚΤ).

Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών ορίζεται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 121 παράγραφος 1 της συνθήκης ως: η «επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας των τιμών […] καταδεικνύεται από ένα ποσοστό πληθωρισμού που προσεγγίζει το αντίστοιχο ποσοστό των τριών, το πολύ, κρατών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών ».

Το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει περαιτέρω ότι «το κριτήριο για τη σταθερότητα των τιμών […] σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο, που δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών, περισσότερο από 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Για τους σκοπούς του κριτηρίου σταθερότητας των τιμών, ο πληθωρισμός μετράται βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή σε συγκρίσιμη βάση, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στους εθνικούς ορισμούς». Η απαίτηση της διατηρησιμότητας σημαίνει ότι οι ικανοποιητικές επιδόσεις ως προς τον πληθωρισμό θα πρέπει ουσιαστικά να μπορούν να αποδοθούν στην εξέλιξη του κόστους των εισροών και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη των τιμών κατά διαρθρωτικό τρόπο, και όχι στην επιρροή προσωρινών παραγόντων. Συνεπώς, η εξέταση της σύγκλισης περιλαμβάνει την αξιολόγηση των διαρθρωτικών παραγόντων που επηρεάζουν τον πληθωρισμό και των μεσοπρόθεσμων προοπτικών. Εξετάζεται επίσης κατά πόσο η χώρα είναι πιθανό να επιτύχει την οριζόμενη τιμή αναφοράς κατά τους προσεχείς μήνες[1]. Η τιμή αναφοράς του πληθωρισμού υπολογίστηκε σε 3.0 % τον Μάρτιο του 2007[2] και τα κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις ήταν η Φινλανδία, η Πολωνία και η Σουηδία.

Η συνθήκη αναφέρεται στο κριτήριο της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην τρίτη περίπτωση του άρθρου 121 ως «την τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος επί δύο τουλάχιστον χρόνια, χωρίς υποτίμηση έναντι του νομίσματος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους».

Το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει ότι: «Το κριτήριο της συμμετοχής στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος (…) σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος χωρίς σοβαρή ένταση κατά τα δύο, τουλάχιστον, τελευταία έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του νομίσματος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους με δική του πρωτοβουλία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα».

Η σχετική διετής περίοδος για την αξιολόγηση της σταθερότητας της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην παρούσα έκθεση καλύπτει το διάστημα από τις 27 Απριλίου 2005 έως τις 26 Απριλίου 2007.

Το κριτήριο σύγκλισης σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση προσδιορίζεται στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 121 παράγραφος 1 της συνθήκης ως «η σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών· αυτό καταδεικνύεται από την επίτευξη δημοσιονομικής κατάστασης χωρίς υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα κατά την έννοια του άρθρου 104 παράγραφος 6». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης αυτό σημαίνει ότι «κατά τη στιγμή της εξέτασης δεν έχει ληφθεί απόφαση του Συμβουλίου για το κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 6 της συνθήκης, όσον αφορά την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος ».

Η τέταρτη περίπτωση του άρθρου 121 παράγραφος 1 της συνθήκης προβλέπει ότι η «διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος και της συμμετοχής του στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, αντανακλάται στα επίπεδα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων ». Το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει περαιτέρω ότι «το κριτήριο σύγκλισης των επιτοκίων (…) σημαίνει ότι, το υπό παρατήρηση κράτος μέλος, κατά το διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση, έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν υπερβαίνει περισσότερο από 2 εκατοστιαίες μονάδες εκείνο των τριών το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών. Τα επιτόκια υπολογίζονται βάσει μακροπρόθεσμων ομολόγων του δημοσίου ή συγκρίσιμων χρεογράφων λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των εθνικών ορισμών ».

Το επιτόκιο αναφοράς υπολογίσθηκε σε 6,4 % τον Μάρτιο του 2007.

Το άρθρο 121 της συνθήκης απαιτεί επίσης την εξέταση και άλλων παραγόντων που συνδέονται με την οικονομική ολοκλήρωση και τη σύγκλιση. Οι πρόσθετοι αυτοί παράγοντες περιλαμβάνουν την ολοκλήρωση της χρηματοπιστωτικής αγοράς και της αγοράς προϊόντων, την εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα και άλλων δεικτών τιμών. Οι τελευταίοι αυτοί δείκτες καλύπτονται στην εξέταση της σταθερότητας των τιμών.

Στην έκθεση σύγκλισης του Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Κύπρος ικανοποιούσε τρία από τα κριτήρια σύγκλισης (σταθερότητα τιμών, δημοσιονομική κατάσταση και μακροπρόθεσμα επιτόκια). Εν αναμονή της έγκρισης του νομοσχεδίου για την τροποποίηση των νόμων περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου του 2002 και του 2003, η κυπριακή νομοθεσία, ειδικότερα ο νόμος περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, θεωρήθηκε ότι δεν ήταν πλήρως συμβιβάσιμη με το άρθρο 109 της συνθήκης και το καταστατικό του ΕΣΚΤ όσον αφορά την ένταξη της κεντρικής τράπεζας στο ΕΣΚΤ κατά τον χρόνο της εισαγωγής του ευρώ.

Συμβατότητα της νομοθεσίας

Όλες οι εκκρεμούσες ασυμβατότητες τακτοποιήθηκαν με νόμο για την τροποποίηση των νόμων περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου του 2002 και του 2003, ο οποίος ψηφίσθηκε από το κοινοβούλιο της χώρας στις 15 Μαρτίου 2007. Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ την ημέρα της έκδοσής του, ενώ ορισμένες διατάξεις αυτού θα τεθούν σε ισχύ την ημερομηνία της εισαγωγής του ευρώ στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω νόμος κατήργησε ή τροποποίησε μια σειρά άρθρων προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι αντίστοιχοι ρόλοι και αρμοδιότητες που ανατίθενται με τη συνθήκη ΕΚ στην ΕΚΤ, το ΕΣΚΤ και το Συμβούλιο της ΕΚ.

Συγκεκριμένα πρόκειται για διατάξεις περί νομισματικής πολιτικής, νομισματικών πράξεων και μέσων του ΕΣΚΤ, διεξαγωγής συναλλαγματικών πράξεων και έκδοσης τραπεζογραμματίων και κερμάτων.

H νομοθεσία στην Κύπρο, ειδικότερα ο νόμος για την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της συνθήκης ΕΚ και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ.

Σταθερότητα τιμών

Τήρηση της τιμής αναφοράς

Το μέσο ποσοστό πληθωρισμού της Κύπρου σε δωδεκάμηνη βάση υπήρξε χαμηλότερο της τιμής αναφοράς από τον Αύγουστο του 2005. Το μέσο ποσοστό πληθωρισμού στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του δωδεκαμήνου έως τον Μάρτιο του 2007 ήταν 2,0%, δηλαδή χαμηλότερο της τιμής αναφοράς του 3,0%, και είναι πιθανό να διατηρηθεί κάτω από την τιμή αναφοράς κατά τους προσεχείς μήνες[3].

Υποκείμενοι παράγοντες και διατηρησιμότητα

Η Κύπρος είχε ανέκαθεν σχετικά χαμηλά, αν και ορισμένες φορές ευμετάβλητα, ποσοστά πληθωρισμού, γεγονός που αντανακλούσε την ευαισθησία της μικρής και ανοικτής οικονομίας της στις εξωτερικές διαταραχές των τιμών. Ο πληθωρισμός Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) ήταν 2,6% κατά μέσο όρο την περίοδο 1999-2006. Ωστόσο, ο πληθωρισμός κορυφώθηκε σε 6% περίπου την άνοιξη του 2000 και για δεύτερη φορά τον χειμώνα του 2003. Στην πρώτη περίπτωση αυτό οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος σε υψηλότερα επίπεδα τιμών στους τομείς της ενέργειας και των τροφίμων, ενώ στη δεύτερη κατά κύριο λόγο σε αυξήσεις του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, συνδεόμενες με την προσχώρηση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2006, αλλά μειώθηκε κατόπιν σε 1,4% τον Μάρτιο του 2007, αντικατοπτρίζοντας ως επί το πλείστον τις μεταβολές των τιμών στους τομείς της ενέργειας και των τροφίμων.

Ο πληθωρισμός ΕνΔΤΚ χωρίς τις τιμές ενέργειας και ακατέργαστων τροφίμων υπήρξε συγκρατημένος, διατηρούμενος κάτω από 1% κατά μέσο όρο από το 2004. Ο συγκρατημένος βασικός πληθωρισμός σημαίνει ότι οι υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις ήταν περιορισμένες, μέσα σε ένα πλαίσιο αρνητικού παραγωγικού κενού και συγκρατημένων αυξήσεων του ανά μονάδα εργατικού κόστους (μεταξύ 1 και 2% ετησίως από το 2004). Οι μισθολογικές πιέσεις τα τελευταία χρόνια, μέσα σε ένα πλαίσιο στενότητας στην αγορά εργασίας, μετριάσθηκαν από την αυξανόμενη αναλογία ξένων εργαζομένων στο εργατικό δυναμικό και την υποδειγματική μισθολογική πειθαρχία τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Η πραγματική ισοτιμία της κυπριακής λίρας ήταν σταθερή την περίοδο 2005-2006, παραμένοντας έτσι ουδέτερη έναντι των τιμών των εισαγομένων προϊόντων.

Ο πληθωρισμός αναμένεται ότι θα διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα κατά τους επόμενους μήνες, κυρίως, χάρη στο ευνοϊκό αποτέλεσμα βάσης των τιμών του πετρελαίου, στις χαμηλότερες τιμές ρουχισμού και υποδημάτων και στη μείωση των ειδικών φόρων για τα αυτοκίνητα. Η πορεία του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα θα εξαρτηθεί, κατά μεγάλο μέρος, από την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας και άλλων εισαγόμενων προϊόντων καθώς και από τη συγκράτηση τυχόν πιέσεων από πλευράς μισθών και ζήτησης, μέσα σε ένα πλαίσιο έντονων κυκλικών συνθηκών και σύγκλισης των επιτοκίων και των απαιτήσεων για αποθεματικά. Η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ για τα τρόφιμα, τα φαρμακευτικά προϊόντα και τα εστιατόρια που συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων έναντι της ΕΕ, καθώς οι ισχύουσες παρεκκλίσεις λήγουν στα τέλη του 2007, αναμένεται ότι θα έχει σημαντικό (περίπου μία εκατοστιαία μονάδα) στον πληθωρισμό. Μολονότι ο αντίκτυπος αυτός προβλέπεται ότι θα είναι προσωρινός, δεν αποκλείεται να υπάρξουν ορισμένες δευτερογενείς συνέπειες, ιδίως λόγω της συμπερίληψης των αυξήσεων του ΦΠΑ στον δείκτη κόστους ζωής.

Η Κύπρος ικανοποιεί το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών.

Δημοσιονομική κατασταση

Η Κύπρος δεν αποτελεί επί του παρόντος αντικείμενο απόφασης του Συμβουλίου περί υπερβολικού ελλείμματος, δεδομένου ότι η σχετική απόφαση για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Κύπρο που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 5 Ιουλίου 2004[4] καταργήθηκε με απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2006[5].

Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης κορυφώθηκε σε 6,3% του ΑΕΠ το 2003, αλλά σημείωσε αισθητή μείωση κατά τα επόμενα έτη, και διαμορφώθηκε σε 1,5% το 2006, μετά από μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή το 2004 και το 2005. Στις εαρινές προβλέψεις των υπηρεσιών της Επιτροπής του 2007, προβλέπεται ότι το έλλειμμα θα παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο (1,4% του ΑΕΠ) το 2007.

Στη γνώμη που εξέδωσε για το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης της Κύπρου του Δεκεμβρίου 2006, το Συμβούλιο έκρινε ότι μετά τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος το 2005, η Κύπρος σημείωνε ικανοποιητική πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου (ΜΔΣ) της και ότι η δημοσιονομική στρατηγική του προγράμματος ήταν επαρκής για την εξασφάλιση της επίτευξης του ΜΔΣ ως το 2008. Ταυτόχρονα, το Συμβούλιο καλούσε την Κύπρο να ελέγξει τις δαπάνες για τις συντάξεις του δημοσίου και να εφαρμόσει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στους τομείς των συντάξεων και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ούτως ώστε να βελτιώσει τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών και να υλοποιήσει την πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης που προβλέπεται στο πρόγραμμα.

Κατά τη διάρκεια της επταετούς περιόδου μέχρι το 2006, τόσο ο δείκτης συνολικών εσόδων όσο και ο δείκτης συνολικών δαπανών παρουσίασαν, κατά μέσο όρο, αυξητική τάση. Τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κυρίως χάρη σε ένα συνδυασμό διαρθρωτικών και έκτακτων μέτρων. Τα διαρθρωτικά μέτρα περιελάμβαναν την ευθυγράμμιση των συντελεστών ΦΠΑ με το κοινοτικό κεκτημένο τον Μάιο του 2004 και μέτρα για την αποθάρρυνση της φοροδιαφυγής, ενώ τα έκτακτα μέτρα έλαβαν τη μορφή ενός έκτακτου μερίσματος επί των παρελθόντων κερδών ημικρατικών οργανισμών και παραγραφής φορολογικών οφειλών. Οι τρέχουσες πρωτογενείς δαπάνες αυξήθηκαν κυρίως εξαιτίας αυξήσεων στους μισθούς και στις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Από το 2005 και μετά, η αύξηση των δαπανών περιορίσθηκε με την επιβολή ανώτατου ορίου στα ποσοστά ονομαστικής αύξησης των τρεχουσών πρωτογενών και των κεφαλαιουχικών δαπανών.

Το χρέος της κυβέρνησης διέγραψε ανοδική πορεία μεταξύ 2000 και 2004, ενώ από το 2005 και μετά σημειώνει υποχώρηση. Μειώθηκε σε 65,3 % του ΑΕΠ το 2006, και σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις του 2007 των υπηρεσιών της Επιτροπής, θα συνεχίσει να μειώνεται για να φθάσει το 61,5% περίπου του ΑΕΠ το 2007.

Η Κύπρος ικανοποιεί το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης.

Σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίασ

Η κυπριακή λίρα συμμετέχει στον ΜΣΙ II από τις 2 Μαΐου 2005, δηλαδή συμπληρώνει 24 μήνες συμμετοχής κατά τον χρόνο έγκρισης της παρούσας έκθεσης. Προτού συμμετάσχει στον ΜΣΙ ΙΙ, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου συνέδεσε μονομερώς το νόμισμα της χώρας με το ευρώ περιορίζοντας έτσι τις διακυμάνσεις μέσα σε ένα σχετικά στενό φάσμα. Κατά την περίοδο της αξιολόγησης που δεν καλύπτεται από τη συμμετοχή στο ΜΣΙ ΙΙ (27 Απριλίου – 1 Μαΐου 2005), η κυπριακή λίρα διατηρήθηκε σε επίπεδα που προσέγγιζαν τη μελλοντική κεντρική ισοτιμία. Από τότε που η κυπριακή λίρα εισχώρησε στον ΜΣΙ ΙΙ, η ισοτιμία της κυμάνθηκε σταθερά στο ανώτερο ήμισυ του περιθωρίου διακύμανσης, κοντά στην κεντρική ισοτιμία, χωρίς να υποστεί σοβαρές πιέσεις. Πρόσθετοι δείκτες, όπως η εξέλιξη των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων και των συναλλαγματικών αποθεμάτων, δεν υποδηλώνουν την άσκηση πιέσεων στην συναλλαγματική ισοτιμία.

Η Κύπρος ικανοποιεί το κριτήριο της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Μακροπρόθεσμα επιτόκια

Το δωδεκάμηνο που έληξε τον Μάρτιο του 2007 το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο στην Κύπρο ήταν 4,2%, δηλαδή κάτω από την τιμή αναφοράς του 6,4%. Τα μέσα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Κύπρο διατηρήθηκαν κάτω από την τιμή αναφοράς, από τον Νοέμβριο του 2005. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια της Κύπρου, καθώς και οι αποκλίσεις έναντι της ζώνης του ευρώ παρουσίασαν σημαντική μείωση κατά τα τελευταία έτη. Οι μικρές αποκλίσεις των αποδόσεων έναντι εκείνων της ζώνης του ευρώ δείχνουν ότι ο υπολειπόμενος κίνδυνος χώρας που έχουν λάβει υπόψη οι αγορές είναι περιορισμένος.

Η Κύπρος ικανοποιεί το κριτήριο της σύγκλισης των μακροπρόθεσμων επιτοκίων.

Λοιποί παράγοντες

Εξετάστηκαν επίσης πρόσθετοι παράγοντες, όπως η ολοκλήρωση της αγοράς προϊόντων και της χρηματοπιστωτικής αγοράς και η εξέλιξη του ισοζυγίου πληρωμών. Η οικονομία της Κύπρου παρουσιάζει υψηλό βαθμό ολοκλήρωσης με την ΕΕ. Ειδικότερα, οι εμπορικές συναλλαγές και οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) παρουσιάζουν αύξηση, και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου παρουσιάζει υψηλό βαθμό διασύνδεσης με τα χρηματοπιστωτικά συστήματα της ΕΕ και άλλων χωρών όσον αφορά υποκαταστήματα και θυγατρικές ξένων τραπεζών που λειτουργούν στην Κύπρο. Το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κύπρου αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, από 3,2% του ΑΕΠ το 2003 σε 5,9% του ΑΕΠ το 2006. Το συνολικό έλλειμμα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων αυξήθηκε από 1,9% σε 5,9% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντανακλά τις μεγάλες διαφορές στις καθαρές συναλλαγές σε αγαθά και υπηρεσίες. Κατά παράδοση, τα σημαντικά πλεονάσματα στις συναλλαγές σε υπηρεσίες δεν αντισταθμίζουν πλήρως τα πολύ μεγάλα ελλείμματα στις συναλλαγές σε αγαθά και τα αρνητικά ισοζύγια εισοδημάτων. Από πλευράς χρηματοδότησης, οι καθαρές εισροές ΑΞΕ κάλυψαν σημαντικό μέρος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

* * *

Με βάση την αξιολόγησή της όσον αφορά την ικανοποίηση των κριτηρίων σύγκλισης, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Κύπρος έχει επιτύχει υψηλό βαθμό διατηρήσιμης σύγκλισης.

[1] Η πρόβλεψη της τιμής αναφοράς υπόκειται σε σημαντικές αβεβαιότητες λόγω του ότι υπολογίζεται βάσει των προβλέψεων για τον πληθωρισμό στα τρία κράτη μέλη που προβλέπεται ότι θα έχουν τον χαμηλότερο πληθωρισμό κατά την περίοδο που καλύπτουν οι προβλέψεις, αυξάνοντας έτσι το δυνατό περιθώριο σφάλματος.

[2] Η καταληκτική ημερομηνία για τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα έκθεση ήταν η 26η Απριλίου 2007.

[3] Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις των υπηρεσιών της Επιτροπής του 2007, το μέσο ποσοστό πληθωρισμού της Κύπρου σε δωδεκάμηνη βάση θα μειωθεί σε 1,3% τον Δεκέμβριο του 2007, ενώ τη τιμή αναφοράς προβλέπεται ότι θα είναι 2,8%.

[4] 2005/184/EΚ, ΕΕ L 62 της 9.3.2005, σ.19.

[5] 2006/627/EΚ, ΕΕ L 256 της 20.9.2006, σ.13-14.