52007DC0131

Τριτη έκθεση τησ Επιτροπησ προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 797/2004 του Συμβουλίου για τις ενέργειες βελτίωσης των συνθηκών παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων μελισσοκομίας {SEC(2007) 368} /* COM/2007/0131 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 23.3.2007

COM(2007) 131 τελικό

ΤΡΙΤΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 797/2004 του Συμβουλίου για τις ενέργειες βελτίωσης των συνθηκών παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων μελισσοκομίας {SEC(2007) 368}

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Εισαγωγή 3

2. Παγκόσμια κατάσταση 3

2.1. Παραγωγή 3

2.2. Εμπόριο 4

2.2.1. Εξαγωγές 4

2.2.2. Εισαγωγές 4

3. Κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση 4

3.1. Ισοζύγιο εφοδιασμού 4

3.2. Απογραφή (πίνακας 9) 5

3.3. Κατανάλωση και προώθηση των μελισσοκομικών προϊόντων 6

4. Εφαρμογή των προγραμμάτων μελιού 6

4.1. Προβλέψεις δαπανών 6

4.2. Εκτέλεση των δαπανών (πίνακες 16 έως 18 – γραφική παράσταση 12) 8

4.3. Στόχος 9

4.3.1. Ειδικοί στόχοι 9

4.3.2. Προτάσεις των κρατών μελών 9

5. Συστάσεις του ίδιου του τομέα 11

6. Συμπέρασμα 11

Στην παρούσα έκθεση είναι συνημμένο ένα έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (στα γαλλικά) το οποίο περιλαμβάνει τους πίνακες και τα ποσά στα οποία αναφέρεται.

1. Εισαγωγή

Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 797/2004 του Συμβουλίου για τις ενέργειες βελτίωσης των συνθηκών παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων μελισσοκομίας[1] προβλέπει ότι η Επιτροπή πρέπει να υποβάλλει κάθε τρία χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Η παρούσα έκθεση αποτελεί εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης.

Τον Ιανουάριο του 2004 η δεύτερη έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1221/97 του Συμβουλίου[2] συνοδευόταν από μια πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που είχε στόχο να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του εν λόγω κανονισμού. Λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης ομοιότητας των γεωργικών προγραμμάτων από τον ένα χρόνο στον άλλο, κρίθηκε σκόπιμη η εκπόνηση εθνικών προγραμμάτων τριετούς διάρκειας.

Για τον λόγο αυτό καταργήθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1221/97 και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 797/2004. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 917/2004 της Επιτροπής[3] σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνουν τα μελισσοκομικά προγράμματα, την ημερομηνία κοινοποίησής τους, την κλείδα κατανομής της κοινοτικής συγχρηματοδότησης καθώς και τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνουν οι μελέτες της διάρθρωσης του τομέα.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού, τα κράτη μέλη κοινοποίησαν τις μελέτες τους σχετικά με τη διάρθρωση του τομέα (περιλαμβανομένης και απογραφής των κυψελών).

Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα κράτη μέλη εκπόνησαν μελισσοκομικό πρόγραμμα γεγονός που δείχνει το ενδιαφέρον τους και τις ανάγκες του ευρωπαϊκού μελισσοκομικού τομέα.

2. Παγκόσμια κατάσταση

Η περιφέρεια με τη μεγαλύτερη παραγωγή μελιού στον κόσμο είναι η Ασία ακολουθούμενη από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική (πίνακας 1). Η Αργεντινή είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο μπροστά από την Κίνα ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας.

2.1. Παραγωγή

Η παγκόσμια παραγωγή μελιού ανήλθε στους 1.381.000 τόνους το 2005 (πίνακας 1). Κατά την περίοδο 2001–2005 η παγκόσμια παραγωγή αυξήθηκε κατά 9,2%. Από το 1996 έχει αυξηθεί κατά 25% (γραφική παράσταση 1).

Από το 2004, ως συνέπεια της διεύρυνσης προς τα 10 νέα κράτη μέλη, η ΕΕ έχει γίνει ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο. Το 2005, η ΕΕ παρήγαγε 174.000 τόνους μελιού (πίνακας 2), (δηλαδή το 13% της παγκόσμιας παραγωγής), ενώ η Κίνα σταθεροποιήθηκε στη θέση του μεγαλύτερου παραγωγού παγκοσμίως με την παραγωγή της να ανέρχεται στους 305.000 τόνους, που σημαίνει αύξηση κατά 20% από το 2001. Οι άλλοι κυριότεροι παραγωγοί είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αργεντινή με την παραγωγή τους να ανέρχεται στους 85.000 τόνους για κάθε μια απ’ αυτές.

Τα δύο νέα κράτη μέλη της ΕΕ είναι επίσης σημαντικοί παραγωγοί μελιού (19.000 τόνους παράγει η Ρουμανία και 8.000 τόνους η Βουλγαρία).

2.2. Εμπόριο

Το παγκόσμιο εμπόριο αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο περίπου της συνολικής παραγωγής μελιού.

2.2.1. Εξαγωγές

Οι παγκόσμιες εξαγωγές μελιού ανήλθαν στους 325.000 τόνους το 2005 (πίνακας 3). Η Αργεντινή εξήγαγε 108.000 τόνους το 2005 και είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας (άνω του 30% του παγκόσμιου εμπορίου). Οι εξαγωγές της αυξήθηκαν περισσότερο από 40% σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Οι εξαγωγές της Κίνας, η οποία ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας, έχουν μειωθεί σημαντικά από το 2001 (88.000 τόνοι το 2005 έναντι 107.000 τόνων το 2001).

Ορισμένες νέες χώρες εξαγωγής μελιού, όπως π.χ. η Ινδία, αύξησαν τις εξαγόμενες ποσότητές τους (από 3.000 τόνους το 2001 σε 17.000 τόνους το 2005). Αντίθετα, η Βραζιλία μείωσε σημαντικά τις εξαγωγές της κυρίως για υγειονομικούς λόγους (από 21.000 τόνους το 2004 σε 6.000 τόνους το 2005). Από το 2006 η Βραζιλία δεν επιτρέπεται πλέον να εξάγει προς την ΕΕ. Η Τουρκία επίσης μείωσε σημαντικά τις εξαγωγές της.

2.2.2. Εισαγωγές

Η κυριότερη εισαγωγική αγορά παραμένει η αγορά της ΕΕ η οποία απορρόφησε περίπου το 45% του εισαγόμενου μελιού στον κόσμο το 2005 με 155.000 τόνους (πίνακας 4). Η Βόρεια Αμερική είναι ο άλλος μεγάλος εισαγωγέας (114.000 τόνοι). Η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο απορρόφησαν το 70% περίπου του συνόλου των εισαγωγών της ΕΕ κατά το 2005 (πίνακας 6).

Οι παγκόσμιες εισαγωγές αυξάνονται κανονικά από τα τέλη της δεκαετίας του 70 λόγω της αύξησης της κατανάλωσης φυσικών και διαιτητικών προϊόντων, της προσπάθειας ορισμένων δυναμικών επιχειρηματιών να προωθήσουν τα ειδικά ή τα φτηνά μέλια, συνήθως υπό την μορφή μιγμάτων, καθώς και λόγω της αύξησης της βιομηχανικής χρησιμοποίησης του μελιού.

3. Κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση

3.1. Ισοζύγιο εφοδιασμού

Η ΕΕ είναι ελλειμματική όσον αφορά το μέλι και είναι αναγκασμένη να εισάγει συνήθως το ήμισυ του μελιού που καταναλώνει. Κατά την περίοδο 2004/05 σημείωσε βαθμό αυτάρκειας μόλις 54,2% (πίνακας 5). Ο βαθμός αυτάρκειας της ΕΕ έχει ωστόσο βελτιωθεί μετά τη διεύρυνσή της σε 25 μέλη, δεδομένου ότι πριν από τη διεύρυνση ανερχόταν σε 45%.

Οι τρεις κυριότεροι παραγωγοί μελιού στην ΕΕ είναι η Ισπανία, η Γερμανία και η Ουγγαρία με 32.000, 26.000 και 19.500 τόνους αντίστοιχα κατά την περίοδο 2004/05. Η παραγωγή των 10 κρατών μελών που προσχώρησαν το 2004 ανέρχεται στους 43.000 τόνους, δηλαδή στο 25% της συνολικής παραγωγής της ΕΕ. Οι κυριότεροι παραγωγοί απ’ αυτά τα κράτη μέλη είναι η Ουγγαρία και η Πολωνία.

Η ΕΕ εισάγει περίπου 150.000 τόνους μελιού ετησίως. Η Αργεντινή παραμένει ο κυριότερος προμηθευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με 71.000 τόνους (δηλαδή το 50% περίπου των συνολικών κοινοτικών εισαγωγών κατά το 2005) ακολουθούμενη από το Μεξικό και τη Βραζιλία (γραφική παράσταση 5 – πίνακας 6). Οι εισαγωγές όμως από το Μεξικό μειώνονται από το 2000 παρά τη δασμολογική ποσόστωση των 30.000 τόνων με μειωμένους δασμούς.

Οι εισαγωγές από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία υπερβαίνουν ελαφρώς τους 10.000 τόνους.

Το 2005, οι κοινοτικές εξαγωγές προς τις τρίτες χώρες υπερέβησαν ελαφρώς τους 6.000 τόνους, δηλαδή το 3,5% της παραγωγής (πίνακας 7). Ο κυριότερος προορισμός αυτών των εξαγωγών είναι η Ελβετία (1.500 τόνοι περίπου κατά το 2005).

Τιμή εισαγωγής

Η μέση τιμή εισαγωγής στην ΕΕ έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το 2003, από 2,31 ευρώ σε 1,29 ευρώ το κιλό (βλ. πίνακα 8α). Η τιμή αυτή είναι χαμηλή αλλά αντίστοιχη προς την τιμή των αρχών της δεκαετίας του 2000 (πριν από την απαγόρευση της εισαγωγής κινέζικου μελιού). Το 2003 οι τιμές ήταν πάρα πολύ υψηλές λόγω του γεγονότος ότι το κινέζικο μέλι, το οποίο κόστιζε λιγότερο από 1 ευρώ το κιλό, δεν ήταν διαθέσιμο στην κοινοτική αγορά, πρώτη ζώνη των παγκόσμιων εισαγωγών.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το έτος 2006, οι τιμές εισαγωγής έχουν αυξηθεί ελαφρώς (1,34 ευρώ το κιλό).

Τιμή εξαγωγής

Η μέση τιμή εξαγωγής κοινοτικού μελιού μειώνεται επίσης από το 2004, αλλά εξακολουθεί να είναι σχετικά υψηλή. Η μέση τιμή, που είναι 3,63 ευρώ το κιλό (βλ. πίνακα 8β), είναι σαφώς υψηλότερη από αυτή του εισαγόμενου μελιού. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ευρωπαϊκό μέλι είναι συχνά καλύτερης ποιότητας με ειδικά και εξεζητημένα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (μονοανθή μέλια).

3.2. Απογραφή (πίνακας 9)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 797/2004, τα κράτη μέλη κοινοποίησαν, μαζί με τα προγράμματά τους, μελέτες σχετικά με τη διάρθρωση του τομέα. Δεδομένου ότι τα προγράμματα είναι τριετή από το 2004, τα ποσά της απογραφής κοινοποιούνται στην Επιτροπή κάθε τρία χρόνια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποίησαν τα κράτη μέλη, ο συνολικός αριθμός των μελισσοκόμων στην Κοινότητα ανέρχεται σε 593.000, εκ των οποίων οι 17.986 θεωρούνται επαγγελματίες (τουλάχιστον 150 κυψέλες).

Ο συνολικός αριθμός των κυψελών ανέρχεται σε 11.631.300, εκ των οποίων 4.321.901 ανήκουν σε επαγγελματίες μελισσοκόμους. Με άλλα λόγια το 3% των μελισσοκόμων κατέχει το 40% περίπου των κυψελών. Ο αριθμός των κυψελών έχει αυξηθεί κατά 2.754.091 από το 2003. Η αύξηση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στη διεύρυνση της ΕΕ, δεδομένου ότι ο αριθμός των κυψελών που απεγράφησαν στα 10 νέα κράτη μέλη ανέρχεται σε 2.870.872 κυψέλες. Η αύξηση του αριθμού των κυψελών είναι περίπου ανάλογη με την αύξηση της παραγωγής (+ 26% περίπου).

Τα κράτη μέλη με το μεγαλύτερο αριθμό κυψελών είναι η Ισπανία, η Ελλάδα, η Γαλλία και η Ιταλία. Από τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 η Πολωνία και η Ουγγαρία διαθέτουν το μεγαλύτερο αριθμό κυψελών.

Με βάση το δείκτη επαγγελματισμού, η Ισπανία παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό επαγγελματιών (76%), ακολουθούμενη από την Ελλάδα.

Σε απόλυτους αριθμούς, οι περισσότεροι επαγγελματίες μελισσοκόμοι βρίσκονται σε πέντε κράτη μέλη: στην Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ουγγαρία.

3.3. Κατανάλωση και προώθηση των μελισσοκομικών προϊόντων

Η ετήσια κατανάλωση μελιού ανά κάτοικο ανερχόταν σε 0,7 κιλά κατά το 2005. Δεν έχει παρατηρηθεί αισθητή αύξηση κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών.

Τα κράτη μέλη με τη μεγαλύτερη κατανάλωση μελιού είναι η Ελλάδα (1,7 κιλά ετησίως ανά κάτοικο) ακολουθούμενη από την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ισπανία.

Για να μπορέσει το μέλι κοινοτικής προέλευσης να αντιμετωπίσει καλύτερα τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, τα μελισσοκομικά προϊόντα κατέστησαν για πρώτη φορά επιλέξιμα για ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης των γεωργικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 422/2005 της Επιτροπής[4].

Βασικός στόχος των ενεργειών αυτών είναι η ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με την ποικιλία, τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και τις συνθήκες παραγωγής των κοινοτικών μελισσοκομικών προϊόντων και η διευκόλυνση της εκ μέρους τους κατανόησης της σχετικής επισήμανσης.

4. Εφαρμογή των προγραμμάτων μελιού

4.1. Προβλέψεις δαπανών

Δαπάνες ανά κράτος μέλος

Όπως προβλέπει το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 917/2004, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα προγράμματά τους στην Επιτροπή κάθε τρία χρόνια. Τα κοινοποιούμενα προγράμματα πρέπει να περιλαμβάνουν το εκτιμώμενο κόστος και το σχέδιο χρηματοδότησης.

Με βάση τις επίσημες αυτές κοινοποιήσεις, κατανέμονται οι διαθέσιμοι κοινοτικοί πόροι σε συνάρτηση με το κοινοτικό μελισσοκομικό κεφάλαιο που προβλέπεται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 917/2004. Το ποσοστό κυψελών κάθε κράτους μέλους στο σύνολο των κυψελών όλων των κρατών μελών ισούται με το ανώτατο θεωρητικό ποσοστό των πιστώσεων που δικαιούται κάθε κράτος μέλος πριν από την κατανομή των μη ζητηθέντων ποσών με βάση τις προβλέψεις δαπανών.

Για την περίοδο 2004–2006 (πίνακας 9), το κράτος μέλος που εδικαιούτο θεωρητικά το μεγαλύτερο ποσοστό πόρων ήταν η Ισπανία (21,2% ) ακολουθούμενη από την Ελλάδα (11,9%), τη Γαλλία (9,9%), την Ιταλία (9,5%), την Πολωνία (8,2%), κλπ. Χάρη στα ποσά που δεν ζητήθηκαν από ορισμένα κράτη μέλη, δύο από αυτά έλαβαν μεγαλύτερο ποσοστό πιστώσεων από τον προϋπολογισμό σε σύγκριση με το θεωρητικό τους ποσοστό. Πρόκειται για την Ιταλία (13,7% των πιστώσεων του προϋπολογισμού με ποσοστό κυψελών 9,4%) και την Ουγγαρία (8,2% των πιστώσεων του προϋπολογισμού με ποσοστό κυψελών 7,5%).

Για τα προγράμματα του 2005, τρία κράτη μέλη (η Ισπανία, η Ελλάδα και η Ιταλία) απορροφούν το 47% περίπου των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων. Πέντε κράτη μέλη, δηλαδή τα προαναφερόμενα μαζί με τη Γαλλία και την Ουγγαρία, απορροφούν το 64% των πόρων ενώ διαθέτουν μόνο το 60% των κυψελών. Είναι λοιπόν σαφές ότι τα κράτη μέλη με το μεγαλύτερο αριθμό κυψελών είναι αυτά που ζητούν περισσότερο να χρησιμοποιούν τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα.

Ούτε η τροποποίηση του κανονισμού του Συμβουλίου του 2004, ούτε η διεύρυνση δεν τροποποίησαν ουσιαστικά τη χρησιμοποίηση του προϋπολογισμού. Μειώθηκε ωστόσο το θεωρητικό ποσοστό ορισμένων κρατών μελών όπως η Ισπανία, της οποίας το ποσοστό από 27% το 2003 μειώθηκε στο 21% για τα προγράμματα της περιόδου 2005–2007. Οι συνολικές πιστώσεις του προϋπολογισμού αυξήθηκαν φυσικά λόγω της διεύρυνσης (από 16,5 εκατ. ευρώ σε 23 εκατ. ευρώ), αλλά αυτό δεν επηρέασε τις πιστώσεις του προϋπολογισμού που διετέθησαν στην Ισπανία σε απόλυτους όρους. Αντίθετα, παρά τη μείωση του θεωρητικού ποσοστού, οι προβλέψεις δαπανών αυξήθηκαν (από 4.377.000 ευρώ το 2003 σε 4.890.000 ευρώ το 2005).

Δαπάνες ανάλογα με το είδος της ενέργειας

Οι πίνακες 11, 12 και 13 περιλαμβάνουν τις προβλέψεις δαπανών με βάση το είδος της ενέργειας για κάθε κράτος μέλος κατά την περίοδο 2005–2007.

Αξίζει να σημειωθεί ότι με την τροποποίηση του κανονισμού του Συμβουλίου το 2004, καθιερώθηκε ένα νέο είδος ενέργειας: η βοήθεια για την ανασύσταση του μελισσοκομικού κεφαλαίου.

Το 2005 και το 2006, το μεγαλύτερο μέρος των προβλέψεων δαπανών εξακολουθεί να καταλαμβάνει η καταπολέμηση της βαρρόας (33 έως 35%, δηλαδή πάνω από 8 εκατ. ευρώ), ακολουθούμενη από την τεχνική βοήθεια (26%, δηλαδή 6 εκατ. ευρώ περίπου), τον εξορθολογισμό της νομαδικής μελισσοκομίας (19%, δηλαδή περίπου 4,5 εκατ. ευρώ), τις αναλύσεις του μελιού (8%, δηλαδή 1,8 εκατ. ευρώ περίπου), την ανασύσταση του μελισσοκομικού κεφαλαίου (6 έως 7%, δηλαδή 1,5 εκατ. ευρώ) και τέλος την εφαρμοσμένη έρευνα (5%, δηλαδή 1 εκατ. ευρώ περίπου).

Σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, διαπιστώνεται σχετικά μεγάλη μείωση των ποσών που διατίθενται για την καταπολέμηση της βαρρόας, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να είναι η περισσότερο χρησιμοποιούμενη ενέργεια. Η ενέργεια αυτή απορρόφησε πάνω από το 42% του προϋπολογισμού κατά την περίοδο 2001-2002. Αυτό οφείλεται κυρίως στην καθιέρωση του μέτρου ανασύστασης του μελισσοκομικού κεφαλαίου και στην αύξηση των δαπανών για τις αναλύσεις του μελιού.

- Η καταπολέμηση της βαρρόας προβλέπεται απ’ όλα τα προγράμματα χωρίς εξαίρεση.

- Τα μέτρα τεχνικής βοήθειας προβλέπονται από τα προγράμματα σχεδόν όλων των κρατών μελών. Το κράτος μέλος με τις σημαντικότερες προβλέψεις δαπανών γι΄αυτή την ενέργεια είναι η Ιταλία (πάνω από 1 εκατ. ευρώ), ενώ η Ισπανία προβλέπεται να δαπανήσει λίγο παραπάνω από το 10% του προϋπολογισμού της γι’ αυτή την ενέργεια.

- Ο εξορθολογισμός της νομαδικής μελισσοκομίας προβλέπεται από τα προγράμματα 15 κρατών μελών, στα οποία περιλαμβάνονται όλες οι χώρες της Νότιας Ευρώπης (εκείνες που παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό επαγγελματισμού και τη μεγαλύτερη ποικιλία μελιφόρων φυτών με διαφορετικές περιόδους ανθοφορίας).

Διαπιστώνεται ότι η Ισπανία δαπανά άνω του 40% του προϋπολογισμού της για τον εξορθολογισμό της νομαδικής μελισσοκομίας, ποσοστό που αντιπροσωπεύει το 50% περίπου όλων των κοινοτικών δαπανών γι’ αυτή την ενέργεια.

- Οι αναλύσεις μελιού προβλέπονται από τα προγράμματα 20 κρατών μελών. Η Αυστρία, η Πολωνία και η Ισπανία είναι οι κυριότεροι χρήστες.

- Η ενέργεια ανασύστασης του μελισσοκομικού κεφαλαίου, παρά την πρόσφατη καθιέρωσή της, προκάλεσε το ενδιαφέρον 15 κρατών μελών. Η Γαλλία είναι αυτή που ζήτησε τη μεγαλύτερη ενίσχυση, η οποία υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ. Αυτό οφείλεται στην ιδιαίτερη ευαισθησία σχετικά με το θέμα της μείωσης των μελισσών.

- Τέλος, οι ενέργειες υπέρ της εφαρμοσμένης έρευνας αποτελούν μέρος 15 εθνικών προγραμμάτων. Οι σχετικές αιτήσεις από την Ιταλία και τη Γαλλία αντιπροσωπεύουν το 50% όλων των αιτήσεων.

4.2. Εκτέλεση των δαπανών (πίνακες 16 έως 18 – γραφική παράσταση 12)

Η εκτέλεση των προγραμμάτων μελιού πρέπει να ολοκληρώνεται πριν από τις 31 Αυγούστου κάθε έτους και οι σχετικές πληρωμές πρέπει να πραγματοποιούνται μέχρι τις 15 Οκτωβρίου το αργότερο.

Το 2006, το προσωρινό ποσοστό εκτέλεσης των δαπανών των προγραμμάτων των κρατών μελών αντιπροσωπεύει το 82,5% του συνόλου των προβλεπόμενων δαπανών, το οποίο υποδηλώνει ότι δαπανήθηκαν 19 εκατ. ευρώ περίπου επί συνόλου 23 εκατ. ευρώ. Επειδή ορισμένες δαπάνες μπορούν να κοινοποιηθούν αργότερα από τα κράτη μέλη, το τελικό ποσοστό χρησιμοποίησης για τα προγράμματα του 2006 αναμένεται να είναι υψηλότερο. Για τα προγράμματα του 2004 που προηγήθηκαν της διεύρυνσης της ΕΕ, το ποσοστό χρησιμοποίησης ανήλθε σε 84%. Για τα προγράμματα του 2005, τα οποία ήταν τα πρώτα τα οποία εκτελέστηκαν με το τριετές σύστημα, το ποσοστό αυτό ήταν ελαφρά μειωμένο (78%). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα νέα κράτη μέλη δεν είχαν εμπειρία σ’ αυτά τα προγράμματα και χρειάστηκε σε ορισμένες περιπτώσεις πολύς χρόνος για την καθιέρωση των εθνικών διοικητικών και νομοθετικών διαδικασιών. Εξάλλου, το ποσοστό χρησιμοποίησης στα περισσότερα απ’ αυτά τα κράτη μέλη βελτιώθηκε αισθητά το 2006. Αυτό αφορά ιδίως την Ουγγαρία και την Πολωνία. Δείχνει επίσης την ευκολία χρησιμοποίησης των προγραμμάτων. Μπορούμε λοιπόν να ελπίζουμε ότι θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο το ποσοστό χρησιμοποίησης για τα προγράμματα του 2007.

Το 2005, 14 κράτη μέλη χρησιμοποίησαν πάνω από το 80% του διαθέσιμου προϋπολογισμού τους έναντι 13 κρατών μελών το 2006 (το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί).

Ένας από τους μεγαλύτερους δικαιούχους, η Ισπανία, χρησιμοποίησε το 95% του προϋπολογισμού της το 2005 και περίπου το 80% το 2006, η Ελλάδα χρησιμοποίησε πάνω από το 80% (παρά τη μείωση του εθνικού προϋπολογισμού) και η Ιταλία και η Γαλλία πάνω από το 90%. Όσον αφορά τα 10 νέα κράτη μέλη, διαπιστώνεται γενικά ότι το ποσοστό χρησιμοποίησης των προγραμμάτων αυξήθηκε αισθητά από το 2005 μέχρι το 2006. Για παράδειγμα, το ποσοστό χρησιμοποίησης στην Ουγγαρία αυξήθηκε από 29% σε 88% και στην Πολωνία από 51% σε πάνω από 72%, γεγονός που είναι πολύ ενθαρρυντικό όσον αφορά τη δυνατότητα βέλτιστης χρησιμοποίησης των προγραμμάτων στην ΕΕ των 27.

Μόνο ένα κράτος μέλος, η Σλοβακία, δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει καθόλου τα ποσά που έλαβε.

4.3. Στόχος

Όλα τα μέτρα που προτείνουν τα κράτη μέλη με τα εθνικά τους προγράμματα είναι επιλέξιμα υπό τον όρο ότι αποσκοπούν αποκλειστικά στην επίτευξη των στόχων του ενός ή του άλλου επιλέξιμου μέτρου.

4.3.1. Ειδικοί στόχοι

Η τεχνική βοήθεια έχει ως στόχο την αύξηση της παραγωγής και τη προώθηση της εμπορίας με την εφαρμογή καλύτερων τεχνικών. Τα μαθήματα και οι άλλες ενέργειες επιμόρφωσης των μελισσοκόμων και των υπευθύνων ενώσεων ή συνεταιρισμών αφορούν τομείς όπως είναι η εκτροφή, η πρόληψη των ασθενειών και οι συνθήκες συγκομιδής, συσκευασίας, μεταφοράς και εμπορίας.

Η καταπολέμηση της βαρρόας έχει ως στόχο τη μείωση των δαπανών που προκαλούνται από την εφαρμογή μέτρων αγωγής στις κυψέλες ή για την κάλυψη ενός μέρους αυτών των δαπανών. Η εν λόγω ασθένεια οφείλεται σε παράσιτα, προκαλεί μείωση των αποδόσεων και απώλεια αποικιών, εάν δεν εφαρμοστεί καμία αγωγή. Η αποδυνάμωση των αποικιών λόγω της βαρρόας αποτελεί έναν από τους λόγους εμφάνισης συναφών ασθενειών. Η βαρρόα δεν μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως και η αγωγή των κυψελών με εγκεκριμένα προϊόντα είναι ο μόνος τρόπος αποφυγής των συνεπειών αυτής της ασθένειας.

Ο εξορθολογισμός της νομαδικής μελισσοκομίας έχει ως στόχο τη διαχείριση των μετακινήσεων των κυψελών εντός του κοινοτικού εδάφους καθώς και τη χωροταξική κατανομή των θέσεων στις περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση μελισσοκόμων κατά την περίοδο της ανθοφορίας. Στη διαχείριση της νομαδικής μελισσοκομίας μπορούν να συμβάλλουν, μεταξύ άλλων μέτρων, η κατάρτιση μητρώου νομαδικής μελισσοκομίας, η πραγματοποίηση επενδύσεων σε εξοπλισμό και η σύνταξη χαρτών με τις περιοχές μελιφόρων φυτών.

Τα μέτρα ενίσχυσης των αναλύσεων του μελιού έχουν ως στόχο τη βελτίωση της εμπορίας του. Η χρηματοδότηση των αναλύσεων που αφορούν τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του μελιού ανάλογα με τη βοτανική προέλευση δίνουν στο μελισσοκόμο τη δυνατότητα να αποκτήσει ακριβείς γνώσεις σχετικά με την ποιότητα του μελιού και έτσι να αξιοποιήσει καλύτερα το προϊόν του στην αγορά.

Η ανασύσταση του μελισσοκομικού κεφαλαίου επιτρέπει, χάρη στη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που ευνοούν την παραγωγή βασιλισσών ή την αγορά μελισσοσμηνών, την αντιστάθμιση των απωλειών μελισσών και κατά συνέπεια των απωλειών παραγωγής.

Η εφαρμοσμένη έρευνα σε θέματα ποιοτικής βελτίωσης του μελιού και η διάδοση των αποτελεσμάτων τους μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών.

4.3. 2. Προτάσεις των κρατών μελών

Τα περισσότερα κράτη μέλη, ανταποκρινόμενα σε σχετικό αίτημα της Επιτροπής, της διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εφαρμογή των προγραμμάτων.

Τα κράτη μέλη είναι γενικά ικανοποιημένα από τον τρόπο διαχείρισης αυτών των προγραμμάτων και δεν υπεβλήθησαν πολλά αιτήματα για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 797/2004. Το γεγονός ότι τα προγράμματα είναι τριετούς διάρκειας θεωρείται ως βελτίωση που επιτρέπει την πρόβλεψη και τον σχεδιασμό ορισμένων μέτρων. Αυτό που ζητούν συνήθως τα κράτη μέλη είναι να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά την αναπροσαρμογή των προγραμμάτων.

Η δυνατότητα τροποποίησης του περιεχομένου των προγραμμάτων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους προβλέπεται από τον κανονισμό εφαρμογής (ΕΚ) αριθ. 917/2004. Το άρθρο 6 προβλέπει όντως ότι το ποσό που διατίθεται για καθένα από τα έξι επιλέξιμα μέτρα μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί κατά 20% το πολύ χωρίς να ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής διαχείρισης. Εάν η τροποποίηση υπερβαίνει αυτό το όριο, μπορεί να γίνει «προσαρμογή» του προγράμματος αφού πρώτα ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής διαχείρισης (άρθρο 7).

Οι άλλες προτάσεις των κρατών μελών αφορούσαν κυρίως τα εξής:

- Προσθήκη και άλλων ενεργειών με στόχο την αύξηση της κατανάλωσης μελιού.Τα επιλέξιμα μέτρα να αποτελούν αντικείμενο λεπτομερούς περιγραφής.

Επειδή το μέλι προστέθηκε στον κατάλογο των προϊόντων που είναι επιλέξιμα για ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης των γεωργικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή πιστεύει ότι είναι σκόπιμο να ικανοποιηθεί αυτό το αίτημα. Όμως, η λεπτομερής περιγραφή κάθε επιλέξιμου μέτρου θα μείωνε την ευελιξία αυτών των προγραμμάτων, ενώ τα κράτη μέλη ζητούν να αυξηθεί. Κάθε πρόγραμμα και κατά συνέπεια κάθε προτεινόμενο μέτρο αποτελεί αντικείμενο ανάλυσης εκ μέρους της Επιτροπής και το κυριότερο κριτήριο επιλεξιμότητας είναι να διασφαλιστεί ότι κάθε μέτρο που γίνεται αποδεκτό εξυπηρετεί αποκλειστικά την επίτευξη ενός από τους στόχους των μέτρων που προβλέπει ο κανονισμός. Δεν είναι συνεπώς επιθυμητός ένας πλήρης κατάλογος «αποδεκτών» δράσεων για κάθε μέτρο.

- Ορισμένα κράτη μέλη ζητούν να διευρυνθούν και προς άλλα μελισσοκομικά προϊόντα (βασιλικός πολτός, γύρις κλπ) τα μέτρα ενίσχυσης των εργαστηρίων ανάλυσης των φυσικοχημικών χαρακτηριστικών του μελιού.

Λόγω του περιορισμένου προϋπολογισμού φαίνεται ότι δεν μπορεί να δοθεί προτεραιότητα σ’ αυτό το αίτημα, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των ποσοτήτων που διατίθενται στο εμπόριο. Τα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας μπορούν να αντέξουν ευκολότερα απ’ ό,τι το μέλι το κόστος αυτών των αναλύσεων.

- Καταπολέμηση των άλλων ασθενειών των μελισσών εκτός της βαρρόας. Πρέπει να γίνει σαφές ότι το καθεστώς αυτό δεν έχει ως στόχο τη δημιουργία υγειονομικής πολιτικής στον εν λόγω τομέα. Ο λόγος που οι ασθένειες οι οποίες έχουν σχέση με τη βαρρόα κρίθηκαν ως μη επιλέξιμες για τα μελισσοκομικά προγράμματα κατά τη μεταρρύθμιση του 2004 ήταν η αποφυγή οποιασδήποτε σύγχυσης με την κτηνιατρική πολιτική.

- Μεταφορά στο επόμενο έτος των δαπανών που δεν έχουν εκτελεστεί μέχρι τις 31 Αυγούστου του τρέχοντος οικονομικού έτους. Η μεταφορά αυτή δεν είναι ούτε επιθυμητή ούτε εφικτή λαμβανομένης υπόψη της αρχής του ενιαυσίου του προϋπολογισμού. Η μεταφορά αυτή θα εμπεριείχε τον κίνδυνο να μη γίνει καλή χρήση των προγραμμάτων κατά το πρώτο και το δεύτερο έτος.

- Αγορά κυψελών. Εάν αποδειχθεί ότι το μέτρο αυτό μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη της ανασύστασης του μελισσοκομικού κεφαλαίου, θα μπορούσε να αξιολογηθεί από τις υπηρεσίες της Επιτροπής όταν της κοινοποιηθούν τα προγράμματα.

- Βελτίωση των στατιστικών. Τα κράτη μέλη είναι ήδη υποχρεωμένα να κοινοποιήσουν τα αποτελέσματα της διαρθρωτικής μελέτης του τομέα. Η ετήσια αναθεώρηση των αριθμητικών στοιχείων θα συνεπαγόταν μεγάλο φόρτο εργασίας για τις δημόσιες διοικήσεις, γεγονός που δεν είναι επιθυμητό. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής κοινοποιούν τακτικά στους εμπόρους τις στατιστικές που αφορούν το εμπόριο.

- Δυνατότητα εκτέλεσης έργων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος με τη συνεργασία πολλών κρατών μελών. Η Επιτροπή αναγνωρίζει το ενδιαφέρον αυτών των έργων και διευκρινίζει ότι θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά χωρίς τίποτε να παρεμποδίζει τη συνεργασία πολλών κρατών μελών επί ενός συγκεκριμένου έργου. Όσον αφορά τη χρηματοδότησή τους, κάθε κράτος μέλος που θα συμμετέχει θα πρέπει να συνεισφέρει ανάλογα με τις πιστώσεις που του έχουν διατεθεί. Η επαναδιάθεση των μη ζητηθέντων ποσών γι’ αυτά τα συγκεκριμένα έργα θα ήταν αντίθετη προς την ιδέα της διοικητικής απλοποίησης.

Τέλος, προτάθηκαν και ορισμένα πιο ειδικά μέτρα. Δεν δικαιολογούν όμως την τροποποίηση του κανονισμού. Η επιλεξιμότητα κάθε ειδικού μέτρου θα εξεταστεί κατά την ανάλυση των προγραμμάτων πριν γίνουν αποδεκτά.

5. Συστάσεις του ίδιου του τομέα

Τόσο η βιομηχανία (FEEDEM) όσο και οι παραγωγοί (COPA-COGECA) αναγνωρίζουν ότι τα μελισσοκομικά προγράμματα παρέχουν όντως σημαντική ενίσχυση στον τομέα. Επιμένουν στο ότι πρόκειται για τη μόνη βοήθεια που δίνεται στον τομέα.

Οι ακόλουθες προτάσεις έγιναν από τους παραγωγούς:

- βελτίωση της συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη μέλη και στον κλάδο κατά την εκπόνηση των προγραμμάτων,

- τήρηση καλών στατιστικών,

- ανάπτυξη ερευνητικών προγραμμάτων και βελτίωση του συντονισμού των αποτελεσμάτων,

- μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά τη δυνατότητα τροποποίησης της κατανομής των πιστώσεων του προϋπολογισμού ανά μέτρο κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του προγράμματος,

- να προβλέπεται η δυνατότητα υλοποίησης έργων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος με τη συνεργασία πολλών κρατών μελών.

6. Συμπέρασμα

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 797/2004 φαίνεται να έχει αποφέρει θετικά αποτελέσματα για τον τομέα της μελισσοκομίας τόσο από την άποψη των κρατών μελών όσο και από την άποψη των μελισσοκόμων. Ο τομέας αυτός χαρακτηρίζεται από την ποικιλία των συνθηκών παραγωγής, τη διασπορά και την ανομοιογένεια τόσο των παραγωγών όσο και των εμπόρων.

Τα μέτρα προτεραιότητας αυτού του κανονισμού, παρά την περιορισμένη χρηματοδότησή τους από τον προϋπολογισμό, βελτίωσαν αισθητά την ποιότητα του τομέα. Ο τριετής χαρακτήρας των προγραμμάτων φαίνεται να έχει προσδώσει μεγαλύτερη ευελιξία τόσο στην εκπόνηση όσο και στην εκτέλεσή τους.

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση, η Επιτροπή δεν κρίνει σκόπιμη την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 797/2004. Αντίθετα, η ευελιξία που ζητούν τα περισσότερα κράτη μέλη καθώς και οι παραγωγοί/έμποροι σχετικά με τη δυνατότητα τροποποίησης των προγραμμάτων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, χωρίς να επηρεάζεται το συνολικό ύψος των πιστώσεων του προϋπολογισμού που διατίθεται σε κάθε κράτος μέλος, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο σχεδίου τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 917/2004 της Επιτροπής.

[1] ΕΕ L 125 της 28.4.2004, σ. 1.

[2] COM(2004) 30 τελικό.

[3] ΕΕ L 163 της 30.4.2004, σ. 83.

[4] ΕΕ L 68 της 15.3.2005, σ. 5.