52007DC0033

Ανακοίνωση τησ Επιτροπήσ - Τομεακή έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 1/2003, σχετικά με τις λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες (τελική έκθεση) {SEC(2007) 106} /* COM/2007/0033 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 31.1.2007

COM(2007) 33 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Τομεακή έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 1/2003, σχετικά με τις λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες (τελική έκθεση)

{SEC(2007) 106}

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Τομεακή έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 1/2003, σχετικά με τις λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες (τελική έκθεση)

1. Στις 13 Ιουνίου 2005 η Επιτροπή ξεκίνησε έρευνα σχετικά με τις λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες. Η νομική βάση του εφαρμοζόμενου μέσου στις τομεακές έρευνες είναι το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει τη διεξαγωγή έρευνας σε συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας ή σε συγκεκριμένα είδη συμφωνιών σε διάφορους τομείς, εφόσον η τάση που παρατηρείται στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για περιστολή ή νόθευση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς. Το παρόν έγγραφο είναι η τελική έκθεση της έρευνας σχετικά με τις λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες [1].

1. Εισαγωγή

2. Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας γνώρισε σημαντική ανάπτυξη και διαφοροποίηση. Σήμερα απασχολεί άμεσα περισσότερους από τρία εκατομμύρια εργαζόμενους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες – που ορίζονται ως υπηρεσίες που παρέχονται σε καταναλωτές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) – εξακολουθούν να αποτελούν τον σημαντικότερο επί μέρους τομέα των τραπεζικών δραστηριοτήτων, ο οποίος αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 50% της συνολικής δραστηριότητας στην ΕΕ από άποψη ακαθάριστου εισοδήματος. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, κατά το 2004, οι λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες παρήγαγαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακαθάριστο εισόδημα 250-275 δισεκατ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με το 2% περίπου του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ[2].

3. Ο ευρωπαϊκός τομέας των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών παρέχει ζωτικής σημασίας υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της αποταμίευσης, του δανεισμού και των πληρωμών σε καταναλωτές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Εντούτοις, ορισμένοι δείκτες, όπως ο κατακερματισμός της αγοράς, η ανελαστικότητα των τιμών και η έλλειψη κινητικότητας των πελατών, δείχνουν ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών στην ΕΕ ίσως δεν λειτουργεί αποτελεσματικά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε, βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1/2003[3], να ξεκινήσει τη διεξαγωγή έρευνας στον τομέα των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών[4] και συγκεκριμένα όσον αφορά το διασυνοριακό ανταγωνισμό.

4. Η τομεακή έρευνα εντάσσεται στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο του προγράμματος δράσης της Λισσαβώνας και θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στη λευκή βίβλο σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες 2005-2010[5], στην οποία η Επιτροπή υπογράμμισε την σημασία της στενής αλληλεπίδρασης μεταξύ της πολιτικής για την εσωτερική αγορά και της πολιτικής του ανταγωνισμού. Επίσης, ορίστηκε ως προτεραιότητα η δημιουργία ενός ανταγωνιστικότερου περιβάλλοντος μεταξύ των φορέων παροχής υπηρεσιών, ιδίως εκείνων που δραστηριοποιούνται στις λιανικές αγορές. Η επίτευξη των στόχων αυτών θα παράσχει τη δυνατότητα στους ευρωπαίους καταναλωτές να επωφεληθούν πλήρως από την εσωτερική αγορά. Η τομεακή έρευνα σχετικά με τις λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες συμβάλλει στο εν λόγω πρόγραμμα δράσης, διερευνώντας σε βάθος τη λειτουργία της αγοράς, τονίζοντας τις πιθανές αδυναμίες της αγοράς και εντοπίζοντας τις περιπτώσεις στις οποίες μπορούν οι αδυναμίες αυτές να αντιμετωπιστούν με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και, ενδεχομένως, με άλλα μέτρα.

5. Για να ενισχυθεί η ανάπτυξη μιας ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και για να αξιοποιηθούν όλα τα δυνητικά οφέλη από το ευρώ, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος καθιερώνει έναν ενιαίο χώρο πληρωμών σε ευρώ (SEPA). Το σχέδιο SEPA αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης αγοράς υπηρεσιών πληρωμής, η οποία υπόκειται σε πραγματικό ανταγωνισμό και στην οποία δεν θα υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ των διασυνοριακών και των εθνικών πληρωμών εντός της ζώνης ευρώ. Η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υποστηρίζουν ένθερμα το σχέδιο αυτό και συνεργάζονται στενά με τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο για την ανάπτυξη του SEPA.

2. Βασικα πορισματα της Τομεακησ Ερευνασ στις Τραπεζικεσ Υπηρεσιεσ για το ευρυ συναλλακτικο κοινο

6. Η τομεακή έρευνα έχει εντοπίσει ορισμένα συμπτώματα που υποδηλούν ότι ο ανταγωνισμός ενδέχεται να μην λειτουργεί δεόντως σε ορισμένους τομείς των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι αγορές εξακολουθούν να είναι κατακερματισμένες με βάση τα εθνικά σύνορα και ο κατακερματισμός αυτός περιλαμβάνει τις υποδομές των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών, όπως τα συστήματα πληρωμών και τα μητρώα δανειοληπτών.

7. Οι διαφορές στη δομή των αγορών μπορούν να αιτιολογήσουν τις διαφορές στην συμπεριφορά και τις επιδόσεις του τραπεζικού τομέα μεταξύ κρατών μελών. Τούτο εκφράζεται για παράδειγμα, όπως προκύπτει από την έρευνα, με μεγάλη ποικιλία περιθωρίων κέρδους, τιμών και μεθόδων πώλησης μεταξύ των κρατών μελών. Αντίθετα, από την έρευνα προέκυψαν αποδεικτικά στοιχεία σύγκλισης τιμών και πολιτικών των τραπεζών σε διάφορα κράτη μέλη. Η υψηλή κερδοφορία θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας και θετικών μακροοικονομικών συνθηκών ή πολλών άλλων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης αποτελεσματικότητας των τραπεζικών εργασιών. Εντούτοις, σε ορισμένα κράτη μέλη, ο συνδυασμός συνεχούς υψηλής κερδοφορίας, υψηλής συγκέντρωσης στην αγορά και ενδείξεων ύπαρξης εμποδίων στην είσοδο στην αγορά δημιουργούν ανησυχίες ως προς την ικανότητα των τραπεζών να εκμεταλλεύονται την ισχύ στην αγορά σε βάρος των καταναλωτών και των μικρών επιχειρήσεων.

8. Οι έρευνες στον εν λόγω τομέα εντόπισαν πολλούς παράγοντες που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν ότι τα προαναφερθέντα συμπτώματα αντικατοπτρίζουν ένα πρόβλημα ανταγωνισμού. Πρώτον, o τραπεζικός κλάδος χαρακτηρίζεται από ποικίλους πιθανούς φραγµούς εισόδου στην αγορά. Οι φραγμοί αυτοί ενδέχεται να συνίστανται σε απαιτήσεις δικτύων και τυποποίησης όσον αφορά ορισμένες υποδομές, ή να είναι φραγμοί κανονιστικής φύσεως ή να αφορούν συμπεριφορές. Από άποψη πολιτικής ανταγωνισμού, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν οι φραγµοί εισόδου που συνδέονται με συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα, οι φραγμοί πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, οι οποίοι ενδέχεται να προκύψουν από κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – π.χ. από δεσπόζον δίκτυο – ή από συντονισμένες πρακτικές από υπάρχοντες ανταγωνιστές προκειμένου να αποκλείσουν νεοεισερχόμενους.

9. Δεύτερον, η ίδια η παροχή λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών δημιουργεί ένα πεδίο επίσημης συνεργασίας μεταξύ παραγόντων της αγοράς. Ενδέχεται να απαιτηθούν ορισμένα είδη συνεργασίας (π.χ. δημιουργία και λειτουργία κοινών προτύπων και πλατφορμών υπηρεσιών) έτσι ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα. Εντούτοις, εάν η συνεργασία επεκταθεί στις στρατηγικές ή τις πολιτικές των τραπεζών για τις τιμές και τις πωλήσεις, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αθέμιτη σύμπραξη και να περιορίσει τον ανταγωνισμό και/ή να αποκλείσει τρίτους.

10. Κατά τη μελέτη αγοράς και την επακόλουθη δημόσια διαβούλευση που διεξήχθη στο πλαίσιο της έρευνας, οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να τονίσουν, εμπιστευτικά, τυχόν φραγµούς εισόδου στην αγορά και προβλήματα ανταγωνισμού που αντιμετώπισαν. Ελάχιστες τράπεζες επέλεξαν να παράσχουν στοιχεία, μολονότι ορισμένες επισήμαναν σημαντικά προβλήματα πρόσβασης που αντιμετώπισαν ως αλλοδαποί νεοεισερχόμενοι.

11. Η τομεακή έρευνα εντόπισε προβλήματα ανταγωνισμού στους ακόλουθους τομείς: (1) συστήματα πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων καρτών πληρωμών· (2) μητρώα δανειοληπτών· (3) συνεργασία μεταξύ τραπεζών· και (4) καθορισμός τιμών και χάραξη πολιτικών. Κατά συνέπεια, απαιτείται ενδεχομένως η λήψη μέτρων από τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές, σε στενή συνεργασία με τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, έτσι ώστε να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός σε αρκετά κράτη μέλη.

2.1. Συστήματα πληρωμών

2.1.1. Συστήματα καρτών πληρωμών

12. Ο ευρωπαϊκός τομέας των καρτών πληρωμών αποτελεί το μέσο με το οποίο πραγματοποιείται σημαντικό μέρος των πωλήσεων στην Ευρώπη. Ο συνολικός όγκος των πωλήσεων που πραγματοποιούνται μέσω καρτών στην ΕΕ αντιπροσώπευε κατά το 2005 ποσό ύψους 1 350 δισεκατ. ευρώ[6].

13. Η τομεακή έρευνα εντόπισε πολλά και σημαντικά προβλήματα ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά στον τομέα των πληρωμών με κάρτα[7], τα οποία επιβεβαιώνουν την ανάγκη να εφαρμοστεί αυστηρά η νομοθεσία περί ανταγωνισμού, στο πλαίσιο στενής συνεργασίας με εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για θέματα ανταγωνισμού. Η Επιτροπή έχει ήδη λάβει μέτρα σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση της MasterCard[8] και εκείνη της Groupement des Cartes Bancaires[9].

2.1.1.1. Σημαντικές αποκλίσεις στις προμήθειες για τις κάρτες στην ΕΕ.

14. Οι ουσιαστικές αποκλίσεις όσον αφορά τις προμήθειες που επιβαρύνουν τους εμπόρους, τα τέλη χρήσης στους κατόχους καρτών και τις διατραπεζικές προμήθειες (πολυμερείς διατραπεζικές προμήθειες) από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, υπογραμμίζουν τον κατακερματισμό της αγοράς. Κατά το 2004, οι διατραπεζικές προμήθειες στις πιστωτικές κάρτες των δικτύων Visa και MasterCard στην Πορτογαλία ήταν υπερδιπλάσιες σε σχέση με εκείνες στην Σλοβακία. Παράλληλα, οι προμήθειες που επιβάλλονται στους εμπόρους για τον ίδιο τύπο καρτών στην Πορτογαλία και στην Τσεχική Δημοκρατία ήταν υπερτριπλάσιες σε σχέση με εκείνες στην Φινλανδία και την Ιταλία. Μολονότι τα κράτη μέλη έχουν κατά κανόνα αρκετά διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο, οι διαφορές του μεγέθους αυτού θα μπορούσαν να αιτιολογηθούν από την ύπαρξη εμποδίων στον ανταγωνισμό.

15. Οι διαπιστωθείσες πολυμερείς διατραπεζικές προμήθειες δημιουργούν προβλήματα ανταγωνισμού, ιδίως σε ορισμένες χώρες. Τα δίκτυα καρτών πληρωμών ισχυρίζονται ότι, δεδομένης της συνήθους διάταξης των μηχανισμών πληρωμής με κάρτα[10], οι φορείς έκδοσης καρτών επιβαρύνονται κατά κανόνα με τα βασικά έξοδα του συστήματος πληρωμών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων εισπράτονται από το φορέα προσέλκυσης υπό μορφή προμηθειών που επιβαρύνουν τους εμπόρους. Κατά συνέπεια, τα δίκτυα καρτών πληρωμών ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να αποκατασταθεί η ισορροπία ως προς το κόστος, μέσω ενός μηχανισμού διατραπεζικής προμήθειας, δηλαδή με την καταβολή τέλους από τους φορείς προσέλκυσης στους φορείς έκδοσης καρτών. Εντούτοις, αποδεικνύεται ότι τα περισσότερα δίκτυα εθνικών χρεωστικών καρτών προβλέπουν αισθητά χαμηλότερες (ή ακόμα και μηδενικές) διατραπεζικές προμήθειες σε σχέση με τις προμήθειες διεθνών δικτύων για συναλλαγές με κάρτα χρέωσης, με αποτέλεσμα να είναι κατά κανόνα χαμηλότερες οι προμήθειες που επιβαρύνουν τους εμπόρους.

16. Η ανάλυση των σχετικών με την αγορά δεδομένων που προέκυψαν από την έρευνα καταδεικνύει ότι η έκδοση καρτών και μόνο (δηλαδή χωρίς διατραπεζική προμήθεια) παράγει κέρδη σε είκοσι κράτη μέλη[11]. Επί του παρόντος συζητείται κατά πόσον οι μηχανισμοί των πολυμερών διατραπεζικών προμηθειών είναι πρακτικά απαραίτητοι ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής λειτουργίας των δικτύων καρτών πληρωμών· εφόσον δε οι εν λόγω πολυμερείς διατραπεζικές προμήθειες είναι αναγκαίες, είναι σκόπιμο να διευκρινιστούν οι όροι τους οποίους θα πρέπει απαραιτήτως να πληρούν.

2.1.1.2. Διαρθρωτικά εμπόδια στα δίκτυα καρτών πληρωμών

17. Σε πολλά κράτη μέλη, η σύναψη συμβάσεων για τις συναλλαγές που υλοποιούνται με Visa και/ή MasterCard πραγματοποιείται από μονοπωλιακό φορέα. Οι εν λόγω φορείς προσέλκυσης ενεργούν ως κοινές επιχειρήσεις ήδη εγκατεστημένων τραπεζών που εκδίδουν παράλληλα κάρτες στην εν λόγω αγορά. Η κατάσταση αυτή μπορεί να παράσχει τη δυνατότητα στους εκδίδοντες κάρτες να ασκήσουν σημαντική ισχύ στην αγορά και, επομένως, συνεπάγεται την επιβολή μη ανταγωνιστικών προμηθειών στους εμπόρους.

2.1.1.3. Ρυθμίσεις σχετικές με την πρόσβαση και τη διακυβέρνηση

18. Στα διεθνή δίκτυα (Visa και MasterCard), καθώς και σε εθνικά συστήματα καρτών πληρωμών στο Βέλγιο, τη Δανία, την Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία και την Ισπανία, οι κανόνες ένταξης στο σύστημα πληρωμών με κάρτες προβλέπουν το δικαίωμα έκδοσης και προσέλκυσης εμπόρων από πιστωτικά και/ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ή από μια οντότητα ελεγχόμενη άμεσα από τα εν λόγω ιδρύματα. Μολονότι θα μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι η προϋπόθεση αυτή αιτιολογείται για λόγους εποπτείας ή χρηματοοικονομικής σταθερότητας, περιορίζει ωστόσο την συμμετοχή εμπόρων και μεταπωλητών στις δραστηριότητες έκδοσης και προσέλκυσης, υπονομεύοντας ως εκ τούτου τον ανταγωνισμό μεταξύ δικτύων στις εν λόγω χώρες. Ανάλογοι προβληματισμοί δημιουργούνται όσον αφορά την πρόσβαση σε υποδομές[12]. Στην Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες και την Πορτογαλία, οι κανόνες των εθνικών συστημάτων απαιτούν την επιτόπια παρουσία ξένου ανταγωνιστή, μέσω της δημιουργίας τοπικού υποκαταστήματος και/ή θυγατρικής. Η απαίτηση αυτή αυξάνει το κόστος της εισόδου ξένου ανταγωνιστή, γεγονός που ενδέχεται να περιορίσει τον ανταγωνισμό μεταξύ δικτύων.

19. Σύμφωνα με ορισμένες ρυθμίσεις σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης στο γαλλικό και το ισπανικό εθνικό σύστημα καρτών πληρωμών, καθώς και στα δίκτυα Visa και MasterCard, τα συνδεδεμένα μέλη υποχρεούνται να ανακοινώνουν ευαίσθητες επιχειρηματικές πληροφορίες στα βασικά μέλη, χωρίς αμοιβαία κοινοχρησία δεδομένων. Τούτο υπονομεύει την ανταγωνιστική θέση συνδεδεμένων μελών και μειώνει την ασκούμενη από βασικά μέλη ανταγωνιστική πίεση.

2.1.1.4. Κανόνες δικτύου και προμήθειες μελών

20. Οι φορείς προσέλκυσης εφαρμόζουν την πρακτική της μείξης[13] για τα ανταγωνιστικά προϊόντα, τόσο στα εγχώρια όσο και στα διεθνή συστήματα καρτών πληρωμών. Φορείς προσέλκυσης στη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Δανία, την Ουγγαρία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία αναφέρουν πλήρη (100%) μείξη όσον αφορά τις συνδρομές που καταβάλλουν οι έμποροι για τις κάρτες Visa και MasterCard, ενώ στην Ισπανία, την Σουηδία και τη Μάλτα, η πρακτική της μείξης αναφέρεται σε περισσότερες από το 60% των περιπτώσεων. Τα πορίσματα της έρευνας επισημαίνουν ότι η μείξη των τιμών ενδέχεται να αποδυναμώσει τον ανταγωνισμό των τιμών μεταξύ δικτύων, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την καταβολή υψηλότερων προμηθειών από τους λιανοπωλητές.

21. Οι κανόνες της από κοινού προώθησης σήματος[14] τους οποίους εφαρμόζουν ορισμένα δίκτυα, δύνανται επίσης να εμποδίσουν ή τουλάχιστον να δυσχεράνουν την είσοδο νέων ανταγωνιστών. Η απαγόρευση της από κοινού προώθησης σήματος με δίκτυα που θεωρούνται ανταγωνιστικά και με άλλους φορείς εκτός των τραπεζών ενδέχεται να περιορίσει τον ανταγωνισμό μεταξύ δικτύων, καθώς και μεταξύ τραπεζικών και άλλων ιδρυμάτων.

22. Επίσης, η απαγόρευση να χρεώνουν οι έμποροι στους πελάτες συμπληρωματικά τέλη[15] χρήσης, σε πολλά δίκτυα ενδέχεται να εμποδίσει την ανάπτυξη αποτελεσματικότερων μέσων πληρωμής, δεδομένου ότι τα πραγματικά έξοδα αποκρύπτονται στους καταναλωτές μέσω διασταυρούμενων επιχορηγήσεων.

23. Ενώ οι συνδρομές για τις τράπεζες ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό στα δίκτυα της ΕΕ, τα συστήματα πληρωμών σε ορισμένα κράτη μέλη (π.χ. το Βέλγιο, τη Δανία και τη Φινλανδία) επιβάλλουν ιδιαίτερα υψηλές συνδρομές, αποθαρρύνοντας ως εκ τούτου άμεσα τους νεοεισερχόμενους να ενταχθούν στον κύκλο των μελών. Από την ανάλυση του επιπέδου των συνδρομών των μελών προκύπτει ότι το σημαντικό ύψος των συνδρομών ένταξης/μελών δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να αιτιολογηθεί μόνο από το μέγεθος της συγκεκριμένης χώρας.

2.1.1.5. Προτιμησιακές διμερείς συμφωνίες για τα τέλη

24. Συνάπτοντας και εφαρμόζοντας προτιμησιακές συμφωνίες για διατραπεζικές προμήθειες, οι μονοπωλιακοί φορείς, που ασκούν συγχρόνως δραστηριότητες έκδοσης και προσέλκυσης, ενδέχεται να έχουν εμποδίσει εμμέσως την πρόσβαση σε νέους ανταγωνιστές, μη εφαρμόζοντας τους ίδιους ευνοϊκούς όρους για νεοεισερχόμενους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος εισόδου τους. Διμερείς προτιμησιακές συμφωνίες στον τομέα των προμηθειών[16] (διατραπεζικές προμήθειες 'on-us') εφαρμόζονται τουλάχιστον στην Πορτογαλία, το Βέλγιο, την Αυστρία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Μετά από τη δημοσίευση της ενδιάμεσης έκθεσης της Επιτροπής για τις κάρτες πληρωμών, τον Απρίλιο του 2006, οι τράπεζες στις περισσότερες από τις εν λόγω χώρες άρχισαν να επανεξετάζουν τις συμφωνίες τους για τις διατραπεζικές προμήθειες και το γεγονός αυτό θεωρήθηκε από την Επιτροπή ως πρώτη θετική εξέλιξη στις εν λόγω αγορές.

25. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και την Φινλανδία η ύπαρξη διμερών συμφωνιών συμψηφισμού μεταξύ τοπικών τραπεζών καθιστά δυσχερέστερη την πρόσβαση στην αγορά. Κατά κανόνα, οι νεοεισερχόμενοι χρειάζονται, για τον συμψηφισμό των συναλλαγών, μια χορηγό τράπεζα, η οποία συνήθως δεν είναι πρόθυμη να βοηθήσει δυνητικούς ανταγωνιστές.

2.1.2. Άλλα συστήματα πληρωμών εκτός από τις κάρτες πληρωμών

26. Η πρόσβαση στα συστήματα συμψηφισμού και διακανονισμού είναι αναγκαία για κάθε τράπεζα που εξετάζει το ενδεχόμενο να εισχωρήσει στην αγορά των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών και προτίθεται να προσφέρει στους πελάτες της βασικές τραπεζικές υπηρεσίες, όπως λογαριασμούς όψεως. Οι φορείς λειτουργίας των εδραιωμένων υποδομών είναι δυνητικά σε θέση να δημιουργήσουν εμπόδια πρόσβασης, τα οποία δύνανται να λάβουν ποικίλες μορφές:

- Διαφορετικές κατηγορίες μελών και ειδικές απαιτήσεις για τα άμεσα μέλη: στα εθνικά συστήματα συμψηφισμού γίνεται διαχωρισμός μεταξύ διαφόρων κατηγοριών μελών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εν λόγω ρυθμίσεις συμμετοχής ενδέχεται να νοθεύσουν τους όρους υπό τους οποίους τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι μέλη ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ή υπό τους οποίους τα δυνητικά νέα μέλη θα μπορούν να ανταγωνίζονται τους ήδη εγκατεστημένους φορείς.

- Η απαίτηση ‘να είναι τράπεζα’: τα περισσότερα συστήματα συμψηφισμού δέχονται μόνο τις τράπεζες. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να συμβάλλει στη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, αλλά θα μπορούσε να εμποδίσει την είσοδο φορέων που δεν είναι τράπεζες στα συστήματα πληρωμών, ιδίως εφόσον υπάρχουν άλλοι αποτελεσματικοί τρόποι για να διασφαλιστεί η οικονομική αξιοπιστία.

- Συνδρομές μελών και δομή των τελών: σε ορισμένα κράτη μέλη, η δομή των εξόδων των συστημάτων πληρωμών – π.χ. το επίπεδο της συνδρομής μέλους και τα τέλη που καταβάλλονται ανά συναλλαγή – θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στον ανταγωνισμό νέων ή μικρών σε μέγεθος παραγόντων στην αγορά των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών.

- Ανάγκη προσαρμογής στα διάφορα εθνικά πρότυπα: οι φορείς παροχής υπηρεσιών πληρωμής πρέπει να εφαρμόζουν αφενός διαφορετικές τεχνικές προδιαγραφές προκειμένου να εισχωρήσουν σε διαφορετικά εθνικά συστήματα πληρωμών, και αφετέρου μια διαδικασία επαλήθευσης και πιστοποίησης. Σε ορισμένα συστήματα, τούτο μπορεί να απαιτήσει ακόμα και δώδεκα μήνες και συνεπάγεται υψηλό κόστος.

- Διατραπεζικές προμήθειες για μεταφορές πιστώσεων και άμεση χρέωση: στα κράτη μέλη στα οποία υπάρχουν συμφωνίες για τις διατραπεζικές προμήθειες, οι επιβαρύνσεις αυτές ενδέχεται να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων μέσων πληρωμής, καθώς και ανταγωνισμό για την παροχή υπηρεσιών πληρωμής στους πελάτες. Ο ανταγωνισμός μεταξύ μέσων πληρωμής ενδέχεται να νοθευτεί εφόσον οι τράπεζες έχουν συμφέρον να προωθήσουν τη χρήση των μέσων πληρωμής που συνεπάγονται υψηλές διατραπεζικές προμήθειες.

2.2. Μητρώα δανειοληπτών

27. Η ανοικτή και προσιτή οικονομικά πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας δεδομένα σχετικά με τις πιστώσεις αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για τις τράπεζες που επιθυμούν να παράσχουν βασικά προϊόντα στο πλαίσιο των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών, όπως ενυπόθηκα δάνεια, καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Εντούτοις, σε πολλά κράτη μέλη δεν υπάρχουν ευρέως διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τις πιστώσεις, είτε για κανονιστικούς λόγους, είτε λόγω της περιορισμένης ανάπτυξης των αγορών δεδομένων για τις πιστώσεις[17].

28. Επιπλέον, από τα στοιχεία που προέκυψαν στο πλαίσιο της τομεακής έρευνας συνάγεται ότι ορισμένες πτυχές της διαχείρισης των μητρώων δανειοληπτών σε ορισμένα κράτη μέλη ενδέχεται να είναι ασύμβατες με τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα μητρώα δανειοληπτών τα οποία κατέχουν και διαχειρίζονται μεταξύ τους ως κοινές επιχειρήσεις οι εγχώριες τράπεζες, παρέχουν πρόσβαση σε δεδομένα με μη αμερόληπτο τρόπο, γεγονός που αποθαρρύνει τους δυνητικούς ανταγωνιστές να εισχωρήσουν στην τραπεζική αγορά.

2.3. Συνεργασία μεταξύ τραπεζών

29. Οι τράπεζες που παρέχουν λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες συνεργάζονται σε πολλούς τομείς, όπως στην τυποποίηση και τις υποδομές, ή στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών. Οι τράπεζες καταθέσεων ταμιευτηρίου και οι συνεταιριστικές τράπεζες έχουν παραδοσιακά ακόμα πιο στενούς δεσμούς συνεργασίας. Οι εν λόγω ειδικές κατηγορίες τραπεζών καλύπτουν σημαντικό μέρος των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών στην Ευρώπη και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλά κράτη μέλη, όπως στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αυστρία, την Ιταλία και την Ισπανία. Εντούτοις, η ιδιοκτησιακή και εταιρική δομή, το επίπεδο συνεργασίας και οι ειδικές ρυθμιστικές διατάξεις καθώς και εκείνες που αφορούν την προληπτική εποπτεία ποικίλλουν ιδιαίτερα έντονα μεταξύ κρατών μελών[18]. Είναι συνεπώς αδύνατη η ενιαία αξιολόγηση.

30. Στο μέτρο που οι τράπεζες καταθέσεων ταμιευτηρίου και οι συνεταιριστικές τράπεζες εξακολουθούν να είναι ανεξάρτητες από νομική άποψη, έχουν την τάση να συνεργάζονται σε διάφορους τομείς, διαχειριζόμενες, για παράδειγμα, τις δικές τους υποδομές πληρωμής, έχοντας κοινό σύστημα διαχείρισης των κινδύνων και προστασίας των καταθέσεων, ή ακόμα έχοντας κοινή επιχειρηματική και εμπορική στρατηγική, συμπεριλαμβανομένου του κοινού εμπορικού σήματος. Ορισμένες τράπεζες καταθέσεων ταμιευτηρίου και/ή συνεταιριστικές τράπεζες εφαρμόζουν την περιφερειακή ή εδαφική αρχή, ορίζοντας μια καθορισμένη γεωγραφική περιοχή για τις δραστηριότητες μιας συγκεκριμένης τράπεζας που παρέχει λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες.

31. Η συνεργασία μεταξύ τραπεζών μπορεί να δημιουργήσει οικονομικά πλεονεκτήματα καθώς και οφέλη για τους καταναλωτές. Τούτο συμβαίνει συνήθως όταν οι συνεργαζόμενες τράπεζες είναι ΜΜΕ και δεν κατέχουν από κοινού σημαντικό μερίδιο αγοράς. Εντούτοις, σε περίπτωση συνεργασίας ανεξάρτητων τραπεζών που κατέχουν αθροιστικά σημαντική θέση στην αγορά, με στόχο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του μεταξύ τους ανταγωνισμού ή τον αποκλεισμό νεοεισερχόμενων στην αγορά, είναι δυνατόν να παρακωλύεται ο ουσιαστικός ανταγωνισμός. Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή θα μπορούσε να προβεί σε περισσότερο εμπεριστατωμένη ανάλυση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ενδεχόμενα προβλήματα ανταγωνισμού, τα οποία προκλήθηκαν από τον συντονισμό που υπερβαίνει τα όρια του απολύτως απαραίτητου για την επίτευξη τυχόν ευνοϊκών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων.

32. Επομένως, σε περίπτωση που ανακύψουν προβλήματα ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει εάν η διαπιστωθείσα αντιανταγωνιστική συμπεριφορά προκλήθηκε ή διατηρήθηκε από νομοθετικές διατάξεις ή άλλα εθνικά μέτρα.

2.4. Καθορισμός τιμών και χάραξη πολιτικών

33. Οι αποφάσεις των πελατών των τραπεζών περιορίζονται επίσης λόγω της ασυμμετρίας της πληροφόρησης και του υψηλού κόστους μεταστροφής. Η ασυμμετρία της πληροφόρησης ποικίλλει ανάλογα με την πολυπλοκότητα των πωλούμενων προϊότων και τη διαφάνεια που χαρακτηρίζει τις τιμές. Η χαρακτηριζόμενη από σαφήνεια και διαφάνεια πληροφόρηση των καταναλωτών μπορεί να συμβάλλει στον περιορισμό των προβλημάτων πληροφόρησης. Επιπλέον, οι αρχές πολλών κρατών μελών καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να γνωρίσουν καλύτερα οι καταναλωτές τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

34. Το υψηλό κόστος μεταστροφής περιορίζει επίσης την κινητικότητα των πελατών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι κάποιο επίπεδο κόστους μεταστροφής μη οικονομικού χαρακτήρα είναι αναπόφευκτο για προϊόντα όπως οι λογαριασμοί όψεως, στα οποία η διοικητική επιβάρυνση της μεταστροφής – και ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές – μπορεί να τους αποθαρρύνει να αλλάξουν πάροχο υπηρεσιών. Εντούτοις, από την έρευνα προέκυψε ότι ορισμένες τράπεζες δημιουργούν τεχνητά εμπόδια (π.χ. συνδεόμενες πωλήσεις[19] τραπεζικών προϊόντων ή επιβολή υψηλών εξόδων κλεισίματος), τα οποία αυξάνουν το κόστος μεταστροφής για τους καταναλωτές και, κατά συνέπεια, μειώνουν την ένταση του ανταγωνισμού.

35. Από τα δεδομένα της έρευνας προκύπτει ότι η κινητικότητα των πελατών στις αγορές λογαριασμών όψεως είναι γενικά χαμηλή. Ο υψηλός βαθμός ικανοποίησης των πελατών δύναται να αιτιολογήσει εν μέρει τα χαμηλά επίπεδα κινητικότητας. Εντούτοις, η ανάλυση των στοιχείων της έρευνας καταδεικνύει επίσης ότι οι τράπεζες έχουν ενδεχομένως μεγαλύτερα περιθώρια να καταλάβουν σημαντική θέση στην αγορά όταν οι πελάτες παρουσιάζουν χαμηλότερο βαθμό κινητικότητας.

36. Οι τιμές των λιανικών τραπεζικών προϊόντων ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κρατών μελών. Εντούτοις, από την έρευνα προέκυψαν στοιχεία ότι σε εθνική κλίμακα υπάρχει συγκλίνουσα συμπεριφορά όσον αφορά τις τιμές και τις πολιτικές για τα βασικά προϊόντα στο πλαίσιο των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών. Για τους λογαριασμούς όψεως, η εν λόγω συγκλίνουσα συμπεριφορά παρατηρείται όσον αφορά τον καθορισμό πολλών παραμέτρων συμπεριλαμβανομένων των εξόδων διαχείρισης των λογαριασμών, των επιβαρύνσεων για το κλείσιμο λογαριασμών, των τελών για υπηρεσίες σχετικές με τις αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές (ΑΤΜ) και των προσαυξήσεων υπερημερίας.

37. H συνδεόμενη πώληση προϊόντων είναι ένας επιπλέον τομέας στον οποίο οι τράπεζες, στην πλειονότητα των κρατών μελών, επιδεικνύουν συγκλίνουσα συμπεριφορά. Οι συνδεόμενες πωλήσεις ενδέχεται να αποδυναμώσουν τον ανταγωνισμό στον τομέα των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών, αυξάνοντας τo κόστος μεταστροφής, μειώνοντας το βαθμό διαφάνειας όσον αφορά τις τιμές και αποθαρρύνοντας την είσοδο νέων φορέων (ιδίως προμηθευτών με μία και μόνη σειρά προϊόντων). Η μελέτη αγοράς που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της έρευνας καταδεικνύει ότι, στην πλειονότητα των κρατών μελών, οι περισσότερες[20] τράπεζες συνδέουν την χορήγηση ενυπόθηκων δανείων, προσωπικών δανείων ή δανείων σε ΜΜΕ με το άνοιγμα ενός λογαριασμού όψεως. Επιπλέον, όταν η μεγαλύτερη τράπεζα ενός κράτους μέλους συνδέει τις πωλήσεις των προϊόντων της, η πλειονότητα των ανταγωνιστών της επιλέγει, σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας, να την ακολουθήσει.

3. Πιθανα επομενα βηματα

38. Βασιζόμενη στα στοιχεία που προέκυψαν από την τομεακή έρευνα, η Επιτροπή συνιστά τη λήψη μιας δέσμης μέτρων για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τομέα των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς των καρτών πληρωμών.

3.1. Εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού

39. Η εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας μπορεί να παράσχει τη δυνατότητα να αντιμετωπιστούν πολλά προβλήματα ανταγωνισμού τα οποία εντοπίστηκαν κατά τη διενέργεια της τομεακής έρευνας. Οι τομείς στους οποίους θα μπορούσε ενδεχομένως να αναληφθεί δράση περιλαμβάνουν πρωτίστως τα εμπόδια πρόσβασης, τους κανόνες που εισάγουν διακρίσεις, τη δομή των τελών και τις σχετικές με τη διακυβέρνηση ρυθμίσεις σε ορισμένα δίκτυα καρτών πληρωμών, καθώς και τα συστήματα συμψηφισμού και διακανονισμού.

40. Δεύτερον, η λήψη αναγκαστικών μέτρων θα μπορούσε επίσης να είναι ενδεδειγμένη σε περιπτώσεις που είναι υψηλές οι διατραπεζικές προμήθειες και οι προμήθειες που καταβάλλουν οι έμποροι σε ορισμένα δίκτυα καρτών πληρωμών.

41. Τρίτον, η Επιτροπή ενδέχεται να συλέξει συμπληρωματικά στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει εάν η συνεργασία μεταξύ τραπεζών καταθέσεων ταμιευτηρίου και/ή συνεταιριστικών τραπεζών που κατέχουν σημαντική θέση στην αγορά περιορίζουν αισθητά τον ανταγωνισμό, είτε μεταξύ τους, είτε με άλλους πραγματικούς η δυνητικούς ανταγωνιστές.

42. Τέταρτον, ορισμένες μορφές συνδεόμενων πωλήσεων προϊόντων από ορισμένες τράπεζες ενδέχεται να μην συνάδουν με τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις που η εν λόγω πρακτική αποτελεί κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στις συγκεκριμένες αγορές προϊόντων.

43. Τέλος, η εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας ενδέχεται επίσης να είναι ενδεδειγμένη για την αντιμετώπιση των εμποδίων πρόσβασης και των κανόνων που εισάγουν διακρίσεις όσον αφορά τα μητρώα δανειοληπτών.

44. Η ενδεχόμενη εφαρμογή διαδικασιών επιβολής θα απαιτούσε την πλήρη εξέταση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε περίπτωσης, με παράλληλη διαβούλευση με τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές.

3.2. Κανονιστικά και αυτορρυθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση προβλημάτων ανταγωνισμού

3.2.1. Συστήματα πληρωμών

3.2.1.1. Ενιαίος χώρος πληρωμών σε ευρώ (SEPA)

45. Πολλά από τα εμπόδια στον ανταγωνισμό τα οποία έχει εντοπίσει η τομεακή έρευνα ενδέχεται να αντιμετωπιστούν με τη δημιουργία του ευεργετικού για τον ανταγωνισμό SEPA (ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ). Όσον αφορά τα δίκτυα καρτών πληρωμών, ο SEPA προσφέρει τη δυνατότητα κατάργησης πολλών περιοριστικών κανόνων. Η Επιτροπή θα φροντίσει ιδιαίτερα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι περιορισμοί όσον αφορά την από κοινού προώθηση σήματος δεν χρησιμοποιούνται για τον κατακερματισμό των αγορών[21].

46. Το πλαίσιο του SEPA για τις κάρτες πληρωμών θα παράσχει στους λιανοπωλητές αυξημένες δυνατότητες επιλογής του παρόχου υπηρεσιών προσέλκυσης, διευρύνοντας τον ανταγωνισμό στην εν λόγω αγορά με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης[22].

47. Για τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται να προτείνει τη λήψη νομοθετικών μέτρων. Με την προταθείσα οδηγία της Επιτροπής σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών[23] θα απαγορευθούν οι περιορισμοί της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και σε υποδομές, με βάση το νομικό καθεστώς. Η οδηγία αυτή συζητείται επί του παρόντος στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η εφαρμογή της θα επιτρέψει στους πολίτες να επωφεληθούν από ανταγωνιστικότερες και αποτελεσματικότερες υπηρεσίες πληρωμών. Στο πλαίσιο του SEPA, τα δίκτυα πληρωμών με κάρτα και τα συστήματα συμψηφισμού και διακανονισμού δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να νοθεύουν τον ανταγωνισμό, επιβάλλοντας κανόνες που εισάγουν διακρίσεις και ρυθμίσεις σχετικές με τη διακυβέρνηση.

48. Από κοινού με τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές, η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί την συμβατότητα του πλαισίου SEPA με τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού, σύμφωνα με την απαίτηση του συμβουλίου Ecofin[24].

3.2.2. Μητρώα δανειοληπτών

49. Από την τομεακή έρευνα προέκυψε ότι δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα πλήρως η αρχή της αμοιβαίας και χωρίς διακρίσεις πρόσβασης στα μητρώα δανειοληπτών. Εξακολουθούν επίσης να τίθενται σημαντικά εμπόδια στη διασυνοριακή κοινοχρησία δεδομένων. Η πρόταση οδηγίας για την καταναλωτική πίστη απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν τη διασυνοριακή πρόσβαση στα μητρώα δανειοληπτών, χωρίς να επιβάλλονται διακρίσεις[25]. Η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος τα ζητήματα αυτά όσον αφορά την ευρωπαϊκή αγορά ενυπόθηκων δανείων[26]. Μελλοντικά θα μπορούσε επίσης να αξιολογηθεί η συμβατότητα ενός τέτοιου συστήματος με μια ανοικτή και ανταγωνιστική ευρωπαϊκή πιστωτική αγορά.

50. Οι αρχές που επιθυμούν να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό και την αποτελεσματικότητα των πιστωτικών αγορών, θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων στον τομέα της κοινοχρησίας δεδομένων για τις πιστώσεις, ιδίως για να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής των μητρώων δανειοληπτών. Εντούτοις, το πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων, καθώς και εκείνο της κοινοχρησίας δεδομένων σχετικών με τις πιστώσεις είναι ευαίσθητα θέματα και απαιτούν προσεκτικό έλεγχο από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Σε λίγα κράτη μέλη τα αποτελέσματα της έρευνας δημιούργησαν προβληματισμούς ως προς την ενδεχόμενη μη πλήρη τήρηση των κανόνων για την προστασία των δεδομένων στα μητρώα δανειοληπτών.

3.2.3. Καθορισμός των τιμών και χάραξη των πολιτικών

51. Στον τομέα αυτόν είναι ίσως σκόπιμο να εξεταστούν οι επιπτώσεις των συνδεόμενων πωλήσεων στον ανταγωνισμό, σε συγκεκριμένες αγορές τραπεζικών προϊόντων. Σε μικρό αριθμό κρατών μελών, οι αρχές έχουν θεσπίσει ρυθμίσεις για τον περιορισμό ή την απαγόρευση των συνδεόμενων πωλήσεων προϊόντων στον τομέα των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών.

52. Η Επιτροπή έχει προβεί στη σύσταση ομάδας εμπειρογνωμόνων[27] με σκοπό την εξέταση της κινητικότητας των πελατών όσον αφορά τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Η ομάδα αυτή εξετάζει επί του παρόντος τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν προκειμένου να διευκολυνθεί το άνοιγμα και η αλλαγή τραπεζικών λογαριασμών, τόσο σε τοπική όσο και σε διασυνοριακή κλίμακα, λαμβάνοντας υπόψη τις βέλτιστες πρακτικές στα κράτη μέλη. Η ομάδα εμπειρογνωμόνων θα υποβάλει τις συστάσεις της κατά το πρώτο εξάμηνο του 2007.

4. Συμπέρασμα

53. Η παρούσα τομεακή έρευνα εντόπισε τέσσερα βασικά θέματα που θα πρέπει να παρακολουθούνται από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού :

- ο σχεδιασμός και η λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων πληρωμών με κάρτα·

- τα μητρώα δανειοληπτών·

- η συνεργασία μεταξύ τραπεζών· και

- ο καθορισμός των τιμών και των πολιτικών που εφαρμόζουν οι τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των συνδεόμενων πωλήσεων προϊόντων.

54. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα διστάσει να ασκήσει τις εκτελεστικές αρμοδιότητές της δυνάμει των άρθρων 81, 82 και 86 ΕΚ, προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού στον τομέα των τραπεζικών υπηρεσιών για το ευρύ συναλλακτικό κοινό, καθώς και όσον αφορά τις διάφορες αγορές πληρωμών και ειδικότερα το σχέδιο SEPA. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εξακολουθήσει επίσης να καταβάλλει προσπάθειες και σε άλλους τομείς εκτός της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, έτσι ώστε να αυξηθούν τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς για τους πολίτες της, στον τομέα των τραπεζικών υπηρεσιών για το ευρύ συναλλακτικό κοινό.

[1] Ενδιάμεσες εκθέσεις δημοσιεύθηκαν στις 12 Απριλίου 2006 (κάρτες πληρωμών) και στις 17 Ιουλίου 2006 (τρεχούμενοι λογαριασμοί και συναφείς υπηρεσίες).

[2] Τα στοιχεία αυτά έχουν ληφθεί από την ενδιάμεση έκθεση II της τομεακής έρευνας, σχετικά με τις λιανικές τραπεζικές εργασίες.

[3] Βλ.: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/site/en/oj/2003/l_001/l_06420060304en00600062.pdf

[4] Βλ.: http://ec.europa.eu/comm/competition/antitrust/others/sector_inquiries/financial_services/decision_retailbanking_en.pdf

[5] Βλ.: http://europa.eu.int/comm/internal_market/finances/docs/white_paper/white_paper_el.pdf

[6] Η εκτίμηση αυτή αναφέρεται αποκλειστικά στις συναλλαγές σε σημεία πώλησης . Δεν περιλαμβάνονται οι συναλλαγές μέσω αυτόματων ταμειολογιστικών μηχανών (ATM).

[7] Η τρέχουσα ανάλυση δεν καλύπτει τις συναλλαγές μέσω ATM.

[8] Υπόθεση COMP/34579.

[9] Υπόθεση COMP/38606.

[10] Στην ενδιάμεση έκθεση Ι σχετικά με τις κάρτες πληρωμών περιγράφεται ο συνήθης μηχανισμός πληρωμής με κάρτα.

[11] Η Πορτογαλία, η Λετονία, η Εσθονία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ιταλία έχουν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, τα υψηλότερα επίπεδα αποδοτικότητας των δραστηριοτήτων έκδοσης (με μικτό περιθώριο κέρδους σε σχέση με το κόστος τουλάχιστον 60%) πιστωτικών καρτών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα έσοδα από διατραπεζικές προμήθειες.

[12] Η απαίτηση να είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ενδέχεται ωστόσο να μην ισχύει πλέον όταν εφαρμοστεί η προτεινόμενη οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών.

[13] ‘Μικτή’ είναι μια πρακτική των τραπεζών προσέλκυσης να χρεώνουν τις επιχειρήσεις μια συνολική τιμή για την αποδοχή καρτών διαφόρων ειδών και/ή εκδοδεισών από διάφορα δίκτυα, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των επιπέδων των διατραπεζικών προμηθειών.

[14] Ο ορισμός της 'από κοινού προώθησης σήματος' ενδέχεται να ποικίλλει από το ένα δίκτυο καρτών στο άλλο. Κατά κανόνα, εμφανίζεται ο λογότυπος ενός δικτύου καρτών και ένας δεύτερος λογότυπος (άλλου δικτύου ή μη τραπεζικού οργανισμού) στην εμπρόσθια όψη της κάρτας.

[15] Τα 'συμπληρωματικά τέλη' αναφέρονται στην επιλογή των εμπόρων να ζητούν ένα επιπλέον ποσό για τη χρήση ακριβότερων μέσων πληρωμής.

[16] Οι συναλλαγές στο πλαίσιο προτιμησιακών συμφωνιών για τις προμήθειες είναι επίσης γνωστές ως συναλλαγές “on-us”, δηλαδή συναλλαγές στις οποίες ο φορέας έκδοσης και ο φορέας προσέλκυσης είναι ο ίδιος ή ανήκουν στον ίδιο όμιλο. Αντίθετα, οι συναλλαγές “off-us” είναι εκείνες στις οποίες οι εν λόγω δύο φορείς είναι διαφορετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

[17] Είναι σαφές ότι η κατάρτιση και η λειτουργία των μητρώων δανειοληπτών πρέπει να συμφωνούν πλήρως με τη νομοθεσία των κρατών μελών σχετικά με την προστασία δεδομένων. Εντούτοις, η πλήρης εκτίμηση του συγκεκριμένου θέματος δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της έρευνας.

[18] Για παράδειγμα, οι τράπεζες καταθέσεων ταμιευτηρίου εξακολουθούν να είναι κρατικές και/ή να τις διαχειρίζεται το δημόσιο σε ορισμένα κράτη μέλη όπως στη Γερμανία και το Λουξεμβούργο, καθώς και, σε μεγάλο βαθμό, στην Ισπανία. Έχουν πλήρως ιδιωτικοποιηθεί σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως στα νέα κράτη μέλη, έχουν αναδιοργανωθεί υπό μορφή συνεταιριστικού ομίλου (Γαλλία), ή αποτελούν υβριδικές δομές στις οποίες οι ιδιωτικές και τράπεζες καταθέσεων ταμιευτηρίου συνυπάρχουν με κρατικές (Αυστρία, Ιταλία). Εξάλλου, οι συνεταιριστικές τράπεζες βασίζονται κατά κανόνα στην αρχή σύμφωνα με την οποία παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες στους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να κατέχουν (ή να πωλούν) έναν αριθμό μετοχών ο οποίος επιτρέπει τον έλεγχο.

[19] Πραγματοποιούνται συνδεόμενες πωλήσεις όταν μια τράπεζα συνδέει την αγορά ενός προϊόντος (π.χ. ενός ενυπόθηκου δανείου) με την αποδοχή ενός άλλου χωριστού προϊόντος (π.χ. λογαριασμού όψεως).

[20] Ο όρος ‘πλειονότητα των τραπεζών’ καλύπτει τις τράπεζες οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής και των οποίων το σωρευτικό μερίδιο αγοράς υπερβαίνει το 50%.

[21] Τούτο μπορεί, για παράδειγμα, να συμβεί εάν ένα διεθνές σύστημα καρτών θεωρήσει ένα άλλο σύστημα ανταγωνιστικό απλώς και μόνο διότι αποφάσισε να ασκήσει τις δραστηριότητές του εκτός του κράτους μέλους προέλευσής του .

[22] Θα πρέπει να υπενθυμιστεί το γεγονός ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, οι λιανοπωλητές λαμβάνουν επί του παρόντος μόνο μία ‘προσφορά’ από ένα μονοπωλιακό φορέα παροχής υπηρεσιών προσέλκυσης (για λεπτομέρειες βλ. παράγραφο [17]).

[23] Βλ.: http://ec.europa.eu/internal_market/services/index_en.htm

[24] Βλ. συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τον SEPA (ενιαίο χώρο πληρωμών σε ευρώ), 10 Οκτωβρίου 2006: http://www.consilium.europa.eu/ueDocs/COUNCIL-LIVE/20061010_14209_6.PDF

[25] Βλ. http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/fina_serv/cons_directive/2ndproposal_en.pdf. Οι σχετικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 8.

[26] Η πράσινη βίβλος της Επιτροπής για τα ενυπόθηκα δάνεια, η οποία δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2005, διατίθεται στον ιστότοπο: http://ec.europa.eu/internal_market/finservices-retail/home-loans/integration_en.htm#greenpaper

[27] Βλ.: http://ec.europa.eu/internal_market/finservices-retail/baeg_en.htm