Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο - Έκθεση 1985-2005 για την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού καθεστώτος ασφάλισης ασθένειας υπέρ των πρώην εκτάκτων ή συμβασιούχων υπαλλήλων που παραμένουν άνεργοι μετά τη λήξη των καθηκόντων τους σε ένα από τα θεσμικά όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ. άρθρα 28α και 96 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Κ.Λ.Π). {SEC(2007) 13} /* COM/2007/0004 τελικό */
[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ | Βρυξέλλες, 16.1.2007 COM(2007) 4 τελικό ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Έκθεση 1985-2005 για την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού καθεστώτος ασφάλισης ασθένειας υπέρ των πρώην εκτάκτων ή συμβασιούχων υπαλλήλων που παραμένουν άνεργοι μετά τη λήξη των καθηκόντων τους σε ένα από τα θεσμικά όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ. άρθρα 28α και 96 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Κ.Λ.Π). {SEC(2007) 13} ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Έκθεση 1985-2005 για την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού καθεστώτος ασφάλισης ασθένειας υπέρ των πρώην εκτάκτων ή συμβασιούχων υπαλλήλων που παραμένουν άνεργοι μετά τη λήξη των καθηκόντων τους σε ένα από τα θεσμικά όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ. άρθρα 28α και 96 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Κ.Λ.Π). ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ 4 ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 5 I. ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ 6 A. Νομικές αναφορές 6 B. Συνοπτική παρουσίαση των καθεστώτων χρηματικών απολαβών που έχουν θεσπίσει οι διάφοροι κανονισμοί 6 II. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ – 1985-2005 8 A. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις 8 B. Ανακεφαλαιωτική κατάσταση ανά πενταετή χρονική περίοδο – 1985-2005 8 Γ. Ετήσιοι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες των δαπανών και των εσόδων κατά τη χρονικήπερίοδο 2000-2005 10 1. Χρονική περίοδος 2000-2002 10 2. Χρονική περίοδος 2003-2005 10 Δ. Ετήσιος ανακεφαλαιωτικός πίνακας των δαπανών και εσόδων σε σχετικούς όρους (ποσοστά % σε σχέση με τα ετήσια σύνολα) για τη χρονική περίοδο 2000-2005. 11 E. Εξέλιξη του μέσου κόστους φακέλου – 2000-2005 11 ΣΤ. Σχόλια 12 III. ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΒΑΛΟΝΤΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥΣ – 2000-2005 13 A. Ετήσιος ανακεφαλαιωτικός πίνακας του αριθμού εκτάκτων /συμβασιούχων υπαλλήλων εν υπηρεσία στις 31/12 κατά τη χρονική περίοδο 2000-2005. Κατανομή ανά βαθμό. 13 B. Ετήσιος ανακεφαλαιωτικός πίνακας του αριθμού ανέργων (που έχουν λάβει επίδομα ανεργίας για τον Δεκέμβριο του αναφερόμενου έτους) κατά τη χρονική περίοδο 2000-2005. Κατανομή ανά βαθμό. 14 Γ. Ανακεφαλαίωση των συνόλων των πινάκων που περιλαμβάνονται στα σημεία Α και Β (σε ποσοστό %) σε σχέση με τον αντίστοιχο συνολικό πληθυσμό 15 Δ. Πίνακας του αριθμού διεκπεραιωθέντων φακέλων (τουλάχιστον μια υπολογισθείσα παροχή κατά το αναφερόμενο έτος). Κατανομή ανά θεσμικό όργανο. 16 E. Στοιχεία του αριθμού ανέργων (που έχουν λάβει επίδομα ανεργίας για τουλάχιστον μια παροχή κατά τη διάρκεια του αναφερόμενου έτους). Ανά χώρα κατοικίας κατά τη χρονική περίοδο 2000-2005. 17 ΣΤ. Ανάλυση της χρονικής διάρκειας των συμβάσεων των ΕΥ και των ΣΥ που έχουν λάβει επίδομα ανεργίας. Κατανομή ανά θεσμικό όργανο. 18 Ζ. Ανάλυση της χρονικής διάρκειας χορήγησης του επιδόματος ανεργίας – Κατανομή ανά θεσμικό όργανο. 19 H. Σχόλια 20 IV. ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ (ΕΤΗ 2004 και 2005) 22 A. Εξηγήσεις 22 B. Ανάλυση του μέσου κόστους ανά παροχή 22 Γ. Ανάλυση των εισφορών που έχουν καταβληθεί στο ταμείο ανεργίας 23 Δ. Ανάλυση της χρονικής διάρκειας των συμβάσεων – Κατανομή ανά θεσμικό όργανο 23 E. Ανάλυση της χρονικής διάρκειας χορήγησης του επιδόματος – Κατανομή ανά θεσμικό όργανο 24 ΣΤ. Σχόλια 25 V. ΤΕΛΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 26 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα έκθεση ανταποκρίνεται στo αίτημα του Συμβουλίου όπως αυτó αναφέρεται στο άρθρο 28α παράγραφος 11 και στο άρθρο 96 παράγραφος 11 του Κ.Λ.Π. Η παρούσα έκθεση παρουσιάζει τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ταμείου ανεργίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από την ίδρυση του, το 1985. Πρόκειται για την πρώτη παρουσίαση των στοιχείων αυτών. Κατά το παρελθόν, υπήρξαν πραγματικά προβλήματα λειτουργίας και ισορροπίας του συστήματος. Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν πλεονάσματα. Τα αποθέματα που υπάρχουν σήμερα μπορούν εύκολα να καλύψουν μερικά χρόνια ελλειμματικής λειτουργίας. Στο μέλλον, φαίνεται να ενδείκνυται η εκπόνηση μιας ειδικής μελέτης σχετικά με την εξέλιξη του πληθυσμού των εκτάκτων και συμβασιούχων υπαλλήλων και σχετικά με την επίδρασή τους στον αριθμό των αναμενόμενων ανέργων. Τούτο θα παράσχει τη δυνατότητα αξιολόγησης της ισορροπίας του ταμείου μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ώστε να καταστεί δυνατή, κατά περίπτωση, η λήψη των επιβαλλόμενων μέτρων από πλευράς εσόδων (επίπεδο των εισφορών) ή/και από πλευράς δαπανών (δικαιώματα παροχών). Τα πρώτα στοιχεία που αφορούν το τροποποιηθέν σύστημα (το οποίο θεσπίστηκε με την ισχύουσα μεταρρύθμιση μετά τον Μάιο 2004) αφήνουν μάλλον να διαφανεί μια αντίστοιχη -αν όχι και ακόμα σταθερότερη ισορροπία- απ’ ό,τι στο αρχικό σύστημα. Θα πρέπει αμέσως να προστεθεί ότι το τροποποιηθέν σύστημα θα αποκτήσει τον κανονικό ρυθμό του μετά από ορισμένα χρόνια (2007-2008). Ο επιλέξιμος για κοινοτικό επίδομα ανεργίας πληθυσμός έχει διπλασιαστεί από την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης, δεδομένου ότι έχει προστεθεί η κατηγορία των συμβασιούχων υπαλλήλων η οποία αντικαθιστά σχεδόν πλήρως την κατηγορία των επικουρικών υπαλλήλων. Προκύπτει, ως εκ τούτου, ότι ο πληθυσμός των προς διαχείριση ανέργων υπάρχει κίνδυνος να αυξηθεί αισθητά. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν σκόπιμο να υπάρξει μεταξύ των εθνικών διοικήσεων και της Επιτροπής συχνότερη ανταλλαγή των κατάλληλων δεδομένων δια της ηλεκτρονικής οδού. Τούτο θα πρέπει να πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε για τις χώρες όπου σημαντικός αριθμός πρώην υπαλλήλων έχουν εγγραφεί ως αιτούντες απασχόληση. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ - Η παρούσα έκθεση έχει ως στόχο να παράσχει πληροφορίες όσο το δυνατόν πιο ακριβείς και κατάλληλες για την χρονική περίοδο 1985-2005. Δεν έχει ούτε ως στόχο ούτε ως επιδίωξη να παράσχει προβλέψεις σχετικά με την ισορροπία του συστήματος μελλοντικά. Η προβληματική αυτή θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο άλλου εγγράφου. - Απ’ το 1985 έως το 1998, η λογιστική του ταμείου τηρείτο σε BEF. Για υπάρξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δυνατότητα σύγκρισης, καθώς και ομοιογένεια στην έκθεση, τα ποσά της εν λόγω περιόδου μετατράπηκαν σε ευρώ με τη σταθερή ισοτιμία του 1,00 ευρώ = BEF 40,3399. - Η έκθεση αφορά κυρίως τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ταμείου ανεργίας για τους πρώην έκτακτους υπαλλήλους (ΕΥ) και τους συμβασιούχους υπαλλήλου (ΣΥ). Στην έκθεση αυτή λαμβάνονται υπόψη για ένα συγκεκριμένο έτος όλες οι δαπάνες και τα έσοδα του έτους αυτού, ακόμα και αν έχουν καταχωριστεί λογιστικά κατά προηγούμενα ή επόμενα έτη. Η κατάσταση αυτή επιτρέπει να μελετηθεί η ισορροπία του κοινοτικού συστήματος ασφάλισης ανεργίας. - Μια συνοπτική παρουσίαση της λογιστικής κατάστασης , που αντικατοπτρίζει τις λογιστικές καταχωρίσεις για το ταμείο όπως αυτές έχουν ιστορικά καταγραφεί, περιλαμβάνεται στα παραρτήματα ΙΙΙ (τρέχον λογαριασμός που έχει ανοιχθεί στα βιβλία της Επιτροπής) και IV (χρηματοοικονομικές επενδύσεις των πλεονασμάτων) της παρούσας έκθεσης. - Μεταξύ 1994 και 1999, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ο.Κ.Ε.) και η Επιτροπή των Περιφερειών (Ε.τ.Π.) ανέθεσαν ορισμένα διοικητικά και άλλα καθήκοντα σε ένα κοινό οργανωτικό φορέα (Κ.Ο.Φ.). Το προσωπικό που διορίστηκε στον φορέα αυτό κατέβαλε εισφορές και έτυχε κάλυψης από το κοινοτικό συμπληρωματικό σύστημα ασφάλισης ανεργίας. Τα έσοδα και οι δαπάνες σχετικά με το πρώην προσωπικό του φορέα αυτού κατανεμήθηκαν ισότιμα μεταξύ της Ο.Κ.Ε. και της Ε.τ.Π. - Θα πρέπει να σημειωθεί ότι «η μεταρρύθμιση» που εφαρμόστηκε από την 01/05/2004 επηρέασε σημαντικά τα έσοδα και τις δαπάνες του ταμείου. Στο κεφάλαιο IV πραγματοποιείται ανάλυση για τη χρονική περίοδο 2004-2005 με διάκριση μεταξύ των φακέλων όπου εφαρμόζεται η παλαιά ρύθμιση και εκείνων όπου εφαρμόζεται η νέα ρύθμιση. Υπολογίζεται ένα μέσο κόστος ανά είδος φακέλων. - Η προαναφερθείσα «μεταρρύθμιση» εισάγοντας τους συμβασιούχους υπαλλήλους θέσπισε μια νέα κατηγορία προσωπικού η οποία καταβάλλει εισφορές στο σύστημα ασφάλισης ανεργίας και τυγχάνει κάλυψης απ' αυτό επηρεάζοντας την ισορροπία του. - Η «μεταρρύθμιση» επίσης είχε ως συνέπεια μεγάλος αριθμός έκτακτων υπαλλήλων που κατείχαν μόνιμες θέσεις (έκτακτοι υπάλληλοι με σύμβαση αορίστου χρόνου) -κυρίως υπαγόμενοι στην έρευνα- να μονιμοποιηθούν. Εκ του γεγονότος αυτού εξέλιπε για το ταμείο μια σημαντική πηγή εσόδων (βλέπε Επιτροπή για τα έτη 2003-2004-2005). - Προς αντιμετώπιση των αναγκών των μελλοντικών δικαιούχων κοινοτικών συμπληρωματικών επιδομάτων ανεργίας, εκπονήθηκε ένας οδηγός όπου αναφέρονται σαφώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελλοντικών δικαιούχων. Ταυτόχρονα, ο οδηγός αυτός περιλαμβάνει πρακτικές οδηγίες και γενικές πληροφορίες που παρέχουν τη δυνατότητα ορθής και συστηματικής διαχείρισης των φακέλων, και τούτο τόσο υπέρ του ενδιαφερόμενου όσο και υπέρ των θεσμικών οργάνων. I. ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ A. Νομικές αναφορές - Άρθρο 28α του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Κ.Λ.Π.) το οποίο θεσπίστηκε με το άρθρο 33 του κανονισμού αριθ.2799/85 του Συμβουλίου, της 27/09/1985 (ΕΕ L-265 της 08/10/1985)· όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό αριθ. 723/2004 του Συμβουλίου, της 22/03/2004 (ΕΕ L-124 της 27/04/2004). - Κανονισμός αριθ. 91/88 της Επιτροπής, της 13/01/1988, που καθορίζει τις διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 28α του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L-11 της 15/01/1989). - Ρύθμιση της Επιτροπής της 14/07/1988, μετά από κοινή συμφωνία που διαπιστώθηκε από τον πρόεδρο του δικαστηρίου στις 04/07/1989 για τον καθορισμό των λεπτομερειών εκτέλεσης των διατάξεων σχετικά με τη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας στους έκτακτους υπαλλήλους, κατ’ εκτέλεση του άρθρου 28α παράγραφος 10 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κανονισμός αριθ. 2458/98 του Συμβουλίου, της 12/11/1998 (ΕΕ L-307 της 17/11/1998) για την εισαγωγή του ευρώ. - Ανακοίνωση αριθ. 1999/C 60/09 της Επιτροπής προς τα άλλα όργανα σχετικά με τη μετατροπή σε ευρώ των ποσών που αναφέρονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης (ΕΕ C-60 της 03/02/1999). - Άρθρο 96 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Κ.Λ.Π..) το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό αριθ. 723/2004 του Συμβουλίου, της 22/03/2004 (ΕΕ L-124 της 27/04/2004). - Άρθρο 5 του παραρτήματος του Κ.Λ.Π. που θεσπίζεται με τον κανονισμό αριθ. 723/2004 του Συμβουλίου της 22/03/2004 (ΕΕ L-124 της 27/04/2004). - Τα ποσά που τυγχάνουν ετήσιας αναπροσαρμογής (πρβλ. ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών) τροποποιήθηκαν τελευταία από τον κανονισμό (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2104/2005 του Συμβουλίου, της 20ης Δεκεμβρίου 2005 (ΕΕ L-337 της 22/12/2005). B. Συνοπτική παρουσίαση των καθεστώτων χρηματικών απολαβών που έχουν θεσπίσει οι διάφοροι κανονισμοί Παρατηρήσεις: 1. Μια λεπτομερέστερη περιγραφή των καθεστώτων χρηματικών απολαβών περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της παρούσας έκθεσης. 2. Προβλέπεται μια μεταβατική περίοδος για τις συμβάσεις που άρχισαν να ισχύουν πριν από την 01/05/2004 και οι οποίες λήγουν μετά την ημερομηνία αυτή. Το αρχικό σύστημα –που εφαρμόστηκε από το 1985 μέχρι τον Απρίλιο 2004– προβλέπει κάλυψη κατά κινδύνων ανεργίας για τους έκτακτους υπαλλήλους (ΕΥ) των οποίων λήγουν τα καθήκοντα. Τα κοινοτικά επιδόματα ανεργίας είναι συμπληρωματικά των εθνικών κοινωνικών παροχών τις οποίες μπορεί να διεκδικήσει ο πρώην υπάλληλος. Το δικαίωμα θεμελιώνεται για 24 μήνες, αφότου ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι έχει εργαστεί τουλάχιστον 6 μήνες ως έκτακτος υπάλληλος. Το ύψος των συμπληρωματικών κοινοτικών επιδομάτων ανεργίας περιορίζεται από ένα κατώτατο και ένα ανώτατο όριο. Αυτό το κατώτατο και ανώτατο όριο δεν αναπροσαρμόστηκαν ποτέ με την πάροδο των ετών. Το σύστημα -υπό μορφή πραγματικού ταμείου- χρηματοδοτείται από τις εισφορές των υπαλλήλων και του εργοδότη. Το τροποποιηθέν σύστημα –που εφαρμόζεται από τον Μάιο 2004– προβλέπει επίσης κάλυψη κατά των κινδύνων ανεργίας για τη νέα κατηγορία συμβασιούχων υπαλλήλων (ΣΥ). Το δικαίωμα πλέον περιορίζεται στο ένα τρίτο της χρονικής περιόδου που ο υπάλληλος έχει πραγματικά παράσχει υπηρεσίες ως ΕΥ ή ως ΣΥ με ανώτατο όριο τους 36 μήνες. Το ανώτατο όριο (που εφαρμόζεται μόνο από τον 7ο μήνα ανεργίας), καθώς και το κατώτατο όριο αξιολογήθηκαν εκ νέου και θα αποτελούν πλέον αντικείμενο ετήσιας αναπροσαρμογής (πρβλ. τις αποδοχές). II. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ – 1985-2005 A. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις Τα ποσά που αναφέρονται ως «επιδόματα ανεργίας» περιλαμβάνουν συστηματικά το βασικό επίδομα ανεργίας, όλα τα οικογενειακά επιδόματα και το αποτέλεσμα μετά την εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή (μόνο για το προηγούμενο σύστημα), αφαιρουμένων όλων των κοινωνικών παροχών που εισπράττονται σε εθνικό επίπεδο (επιδομάτων ανεργίας, οικογενειακών επιδομάτων, επιδομάτων ασθένειας, επιδομάτων εγκυμοσύνης, κλπ.). Όσον αφορά τις εισφορές στο R.C.A.M. (Κοινό καθεστώς ασφάλισης ασθένειας) αυτές βαρύνουν εξολοκλήρου το κοινοτικό σύστημα ασφάλισης ανεργίας (βλ. επίσης παράρτημα Ι). Δεν υπάρχουν, κατά συνέπεια, εισφορές του υπαλλήλου στο RCAM οι οποίες πρέπει να αφαιρεθούν από τα κοινοτικά επιδόματα ανεργίας. B. Ανακεφαλαιωτική κατάσταση ανά πενταετή χρονική περίοδο – 1985-2005 Παρατηρήσεις : (α) Δεν είναι διαθέσιμα για τη χρονική περίοδο 1985-1999, χρηματοοικονομικά στοιχεία για τις δαπάνες (επιδόματα ανεργίας και εισφορές στο Κοινό καθεστώς ασφάλισης ασθένειας - RCAM) για κάθε έτος, κατανεμημένα ανά θεσμικό όργανο. Γι’ αυτό τον λόγο αναφέρονται τα σύνολα των αντιστοίχων επιδομάτων ανεργίας λογιστικά καταχωρισμένων κατά το αναφερόμενο έτος. Όσον αφορά τις εισφορές στο RCAM, πρόκειται κανονικά για δαπάνες για κάθε αναφερόμενο έτος. (β) Για να εξασφαλιστεί η συνοχή και η συγκρισιμότητα για όλη την χρονική περίοδο που καλύπτει η παρούσα έκθεση, στον ακόλουθο πίνακα τηρείται επίσης η ίδια προσέγγιση για τα έτη 2000 έως 2004 και 2005. Αυτή η πρακτική παρέχει μια σωστή εικόνα σχετικά με την ισορροπία του συστήματος κατά τα 21 πρώτα έτη της λειτουργίας του. (γ) Τα στοιχεία που αναφέρονται κατωτέρω έχουν συγκεντρωθεί συνολικά ανά πενταετή χρονική περίοδο (με εξαίρεση το 2005 το οποίο αναφέρεται χωριστά). Λεπτομερής ανάλυση ανά έτος για τις πενταετείς αυτές περιόδους περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος εγγράφου. (δ) Στο κατώτερο τμήμα του πίνακα εμφαίνεται η εξέλιξη των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του ταμείου (σε τρέχοντα λογαριασμό στη λογιστική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και σε λογαριασμούς επενδύσεων που διαχειρίζεται η ΓΔ ECFIN). Πρόκειται για τη λογιστική κατάσταση στις 31/12 της αναφερόμενης περιόδου. Το ετήσιο αποτέλεσμα αντικατοπτρίζεται βέβαια στην αύξηση ή μείωση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. 1) Πίνακας [pic] 2) Γραφική παράταση [pic] Γ. Ετήσιοι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες των δαπανών και των εσόδων κατά τη χρονική περίοδο 2000-2005 Για την εν λόγω χρονική περίοδο, πρόκειται για δεδομένα σχετικά με «επιδόματα ανεργίας» που έχουν καταβληθεί για κάθε τα έτος. Οι διαφορές μεταξύ των πινάκων που περιλαμβάνονται στο σημείο ΙΙ.B. (και στο παράρτημα II) και εκείνων στο σημείο II.Γ. οφείλονται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει άμεση ηλεκτρονική σύνδεση μεταξύ του προγράμματος υπολογισμού των κοινοτικών επιδομάτων ανεργίας (που έχει δημιουργηθεί στο Access) και τις ίδιες τις πληρωμές. Υπάρχουν, κατά συνέπεια, και υπολογισμοί που πραγματοποιούνται εκτός προγράμματος. Τα δεδομένα που αναφέρονται στο σημείο αυτό αποτελούν τις καλύτερες δυνατές προσεγγίσεις όσον αφορά την κατανομή των δαπανών ανά θεσμικό όργανο. Κρίνεται ωστόσο σκόπιμο να βασιστεί κανείς στα δεδομένα των πινάκων που αναφέρονται στο σημείο αυτό για να αξιολογήσει την πραγματική ισορροπία του συστήματος. 1. Χρονική περίοδος 2000-2002 [pic] 2. Χρονική περίοδος 2003-2005 [pic] Δ. Ετήσιος ανακεφαλαιωτικός πίνακας των δαπανών και εσόδων σε σχετικούς όρους (ποσοστά % σε σχέση με τα ετήσια σύνολα) για τη χρονική περίοδο 2000-2005. Βάσει των δεδομένων υπό Γ : [pic] E. Εξέλιξη του μέσου κόστους φακέλου – 2000-2005 [pic]Το μέσο κόστος υπολογίζεται ως ακολούθως: Το σύνολο των δαπανών (επιδόματα ανεργίας + εισφορές στο RCAM) διαιρείται δια του συνολικού αριθμού των παροχών. Μια παροχή μπορεί να ορισθεί ως δικαίωμα κοινοτικού επιδόματος ανεργίας που συνδέεται με έναν σαφώς καθορισμένο ημερολογιακό μήνα. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να είναι πλήρες (30/30ά) ή μερικό (και, ως εκ τούτου, κλασματικό). Τούτο εξαρτάται από το περιεχόμενο των δικαιολογητικών που πρέπει να υποβληθούν κάθε μήνα. Έτσι λαμβάνεται το μέσο κόστος ανά μήνα ενός επιδόματος ανεργίας κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους. Στον πίνακα περιλαμβάνεται ο συνολικός αριθμός των χορηγηθεισών παροχών – κατανεμημένων ανά θεσμικό όργανο – κατά τη διάρκεια καθενός από τα αναφερόμενα έτη. Μια λεπτομερέστερη ανάλυση σχετικά με το μέσο κόστος των επιδομάτων ανεργίας για τα έτη 2004 και 2005 περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο IV του παρόντος εγγράφου. ΣΤ. Σχόλια - Αν ληφθούν υπόψη όλα τα έσοδα και οι δαπάνες του συστήματος, προκύπτει ότι αυτό ήταν ελλειμματικό κατά τη διάρκεια 4 ετών (1991, 2000, 2001 και 2004) της λειτουργίας του. Αν δεν ληφθούν υπόψη τα έσοδα που προέρχονται από τόκους από χρηματοοικονομικές επενδύσεις των πλεονασμάτων, και για τα έτη 1990 και 2002, σημειώνεται επίσης έλλειμμα. - Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το 2005 παρουσιάζει σημαντικό πλεόνασμα: άνω του 11% σε σχέση με τα έσοδα (αφαιρουμένων των τόκων). - Τα συνολικά σημερινά περιουσιακά στοιχεία ύψους 9,2 εκατ. ευρώ είναι επαρκή για να χρηματοδοτήσουν: - περισσότερο από ενάμιση έτος δαπανών (έτος αναφοράς 2005 : 5,9 εκατ. ευρώ) - 6 φορές το μεγαλύτερο λειτουργικό ετήσιο έλλειμμα που έχει ποτέ σημειωθεί (1,46 εκατ. ευρώ το 2001 χωρίς έσοδα προερχόμενα από τόκους). - Στον πίνακα του σημείου Γ. εμφαίνεται σαφέστατα η συστηματική έλλειψη ισορροπίας μεταξύ δαπανών και εσόδων για την ΟΚΕ. Το συνολικό κόστος των επιδομάτων ανεργίας που έχουν καταβληθεί σε πρώην υπαλλήλους προερχόμενους από το εν λόγω θεσμικό όργανο υπερβαίνει κατά πολύ τις αντίστοιχες εισφορές. Όσον αφορά τα έσοδα που προέρχονται από τους Οργανισμούς και τις Υπηρεσίες σε σχέση με τις δαπάνες για τους πρώην υπαλλήλους, διαπιστώνεται αντίστροφη κατάσταση. Οι παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία επί του αριθμού των καταβαλόντων εισφορές και των δικαιούχων (βλέπε σημείο III.Γ) - Το μέσο κυμαινόμενο κόστος μεταξύ του 2000 και 2003 τείνει μάλλον προς μείωση. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι το ανώτατο και κατώτατο όριο των επιδομάτων ανεργίας δεν έχουν μεταβληθεί από το 1985, που οι εθνικές όμως κοινωνικές παροχές που πρέπει να αφαιρεθούν από τα κοινοτικά δικαιώματα, έχουν ακολουθήσει την εξέλιξη του κόστους ζωής (με συστηματικές τιμαριθμικές αναπροσαρμογές). Το γεγονός ότι τα κοινοτικά οικογενειακά επιδόματα ακολούθησαν επίσης τις τιμαριθμικές αναπροσαρμογές, αντισταθμίζει εν μέρει τη μείωση αυτή. III. ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΒΑΛΟΝΤΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥΣ – 2000-2005 A. Ετήσιος ανακεφαλαιωτικός πίνακας του αριθμού εκτάκτων /συμβασιούχων υπαλλήλων εν υπηρεσία στις 31/12 κατά τη χρονική περίοδο 2000-2005. Κατανομή ανά βαθμό. [pic] Το παράρτημα VI της έκθεσης αυτής περιλαμβάνει την κατανομή των υπαλλήλων που απασχολούνται στους διάφορους Οργανισμούς και Υπηρεσίες. B. Ετήσιος ανακεφαλαιωτικός πίνακας του αριθμού ανέργων (που έχουν λάβει επίδομα ανεργίας για τον Δεκέμβριο του αναφερόμενου έτους) κατά τη χρονική περίοδο 2000-2005. Κατανομή ανά βαθμό. [pic] Γ. Ανακεφαλαίωση των συνόλων των πινάκων που περιλαμβάνονται στα σημεία Α και Β (σε ποσοστό %) σε σχέση με τον αντίστοιχο συνολικό πληθυσμό 1) Πίνακας [pic] 2) Γραφική παράσταση [pic] Δ. Πίνακας του αριθμού διεκπεραιωθέντων φακέλων (τουλάχιστον μια υπολογισθείσα παροχή κατά το αναφερόμενο έτος). Κατανομή ανά θεσμικό όργανο. [pic] Τα στατιστικά αυτά στοιχεία συμπληρώνουν κατά κάποιο τρόπο τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζονται στο σημείο Β. του παρόντος κεφαλαίου. Δείχνουν ακόμη περισσότερο τον πραγματικό διοικητικό φόρτο. Ουσιαστικά, η κατάρτιση νέων φακέλων – ακόμα και αν αυτοί οι φάκελοι θα συνεπάγονται μόνο ορισμένες παροχές προς πληρωμή – αντιπροσωπεύει μια μη αμελητέα διοικητική διαχείριση. Επιπλέον, τα στοιχεία αυτά παρέχουν τον πραγματικό αριθμό αποζημιωθέντων ανέργων για κάθε ένα από τα θεσμικά όργανα. E. Στοιχεία του αριθμού ανέργων (που έχουν λάβει επίδομα ανεργίας για τουλάχιστον μια παροχή κατά τη διάρκεια του αναφερόμενου έτους). Ανά χώρα κατοικίας κατά τη χρονική περίοδο 2000-2005. 1) Πίνακας [pic] 2) Γραφική παράσταση [pic] ΣΤ. Ανάλυση της χρονικής διάρκειας των συμβάσεων των ΕΥ και των ΣΥ που έχουν λάβει επίδομα ανεργίας. Κατανομή ανά θεσμικό όργανο. Πίνακας –ανά έτος (2000-2005)– του συνολικού ποσοστού ανέργων (για τους οποίους έχει υπολογιστεί μια τουλάχιστον παροχή κατά το αναφερόμενο έτος) για τους οποίους η χρονική διάρκεια της ή των συμβάσεων που θεμελίωσαν δικαίωμα καταβολής κοινοτικών συμπληρωματικών επιδομάτων ανεργίας ήταν εντός των αναφερομένων ορίων (ένα έτος ή λιγότερο, δύο έτη ή λιγότερο, κ.λ.π.). [pic] Για λεπτομερέστερη ανάλυση της κατάστασης κατά τα έτη 2004 και 2005, γίνεται αναφορά στο κεφάλαιο IV του παρόντος εγγράφου. Ζ. Ανάλυση της χρονικής διάρκειας χορήγησης του επιδόματος ανεργίας – Κατανομή ανά θεσμικό όργανο. Ο πίνακας περιλαμβάνει –ανά έτος (2000-2005)– τη μέση χρονική διάρκεια χορήγησης του επιδόματος. Με βάση τον αριθμό των ανέργων που αποτέλεσαν αντικείμενο διαχείρισης κατά το αναφερόμενο έτος (για τους οποίους έχει υπολογιστεί τουλάχιστον μια παροχή κατά το έτος αυτό), ο συνολικός αριθμός ημερών κατά τις οποίες χορηγήθηκε επίδομα ανεργίας από τη κατάρτιση του φακέλου μέχρι τις 31/12 του αναφερόμενου έτους διαιρείται δια του αριθμού των φακέλων και κατόπιν δια του 30 για να εξαχθεί μέσος όρος εκφραζόμενος σε «παροχές». Λεπτομερέστερη ανάλυση της κατάστασης κατά τα έτη 2004 και 2005 γίνεται στο κεφάλαιο IV του παρόντος εγγράφου. [pic] H. Σχόλια - Κατά τη διάρκεια πολλών ετών, η Επιτροπή απασχολούσε περισσότερους από τους μισούς από τους έκτακτους υπαλλήλους που υπηρετούσαν στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Ένας από τους λόγους είναι βέβαια ο σημαντικός αριθμός (> 700) συμβάσεων έκτακτου υπαλλήλου «αορίστου χρόνου» που είχαν συναφθεί υπό το καθεστώς της Έρευνας. Από το 2004 και μετά, τα άτομα που απασχολούντο με συμβάσεις αυτού του είδους μονιμοποιήθηκαν, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα η Επιτροπή να απασχολεί ακόμα κατά τα τέλη του 2005 λιγότερο από το ένα τρίτο του συνόλου των εκτάκτων υπαλλήλων. - Ο αριθμός υπαλλήλων που απασχολείται στους Οργανισμούς και τις Υπηρεσίες και αυξάνεται συνεχώς. Το σύνολο του απασχολούμενου προσωπικού από τα όργανα αυτά αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο τμήμα (>1/3) του συνόλου των εκτάκτων υπαλλήλων. - Παράλληλα με το προηγούμενο σημείο, θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο αριθμός οργανισμών και υπηρεσιών αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, κατά τα τελευταία έτη. - Κατά τα έξι τελευταία έτη, ο μεγαλύτερος αριθμός έκτακτων υπαλλήλων εν υπηρεσία είναι του βαθμού A (35 έως 45%), ενώ αντίθετα οι περισσότεροι άνεργοι στους οποίους χορηγείται επίδομα είναι πρώην υπάλληλοι του βαθμού C είναι (επίσης από 35 έως 45%).- Ως επιβεβαίωση του σχολίου που περιλαμβάνεται στο προηγούμενο κεφάλαιο (βλέπε ΙΙ.E.), η αναλογία των ανέργων στους οποίους χορηγείται επίδομα που προέρχονται από την Ο.Κ.Ε υπερβαίνει πολλαπλάσια τον αντίστοιχο αριθμό των εν ενεργεία υπαλλήλων. - Ο αριθμός των ανέργων στους οποίους χορηγείται επίδομα (πρώην συμβασιούχων υπαλλήλων) είναι ακόμα πολύ μικρός για να συναχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα. - Ο αριθμός υπαλλήλων που καταβάλλουν εισφορές και οι οποίοι απασχολούνται στους οργανισμούς και υπηρεσίες υπερβαίνει κατά πολύ τον αριθμό των ανέργων στους οποίους χορηγούνται επιδόματα από τα ίδια αυτά όργανα. Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις δαπάνες και τα έσοδα (βλέπε σημείο ΙΙ.Δ.). Τούτο οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι μεγάλος αριθμός των εν λόγω Οργανισμών και Υπηρεσιών έχουν ιδρυθεί αρκετά πρόσφατα, πράγμα που σημαίνει ότι πολλές από τις συμβάσεις δεν έχουν ακόμη λήξει. - Η διαφορά μεταξύ του αριθμού των ανέργων που λάμβαναν επίδομα ανεργίας τον Δεκέμβριο (βλέπε III.B) και του αριθμού φακέλων των ανέργων που διεκπεραιώθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους δείχνει ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός φακέλων προς διεκπεραίωση. Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία παρέχουν σαφή ένδειξη του πραγματικού διοικητικού φόρτου. - Τα δεδομένα σχετικά με τους τόπου διαμονής των κοινοτικών ανέργων επιβεβαιώνουν ότι περισσότεροι από τους μισούς εγγράφονται ως αιτούντες απασχόλησης στο Βέλγιο. Ο αριθμός αυτός – ο οποίος αυξάνεται συνεχώς (με εξαίρεση το 2005) – δεν παρέχει καμία ένδειξη σχετικά με την ιθαγένεια των ατόμων αυτών. Με άλλα λόγια, τα άτομα που εγγράφονται στο Βέλγιο κατάγονται από όλες τις χώρες μέλη της Ένωσης, και κατά συνέπεια δεν είναι μόνο Βέλγοι. Επιπλέον, αν προστεθούν οι αριθμοί από τις πέντε χώρες όπου εγγράφονται οι περισσότεροι άνεργοι (Βέλγιο, Γαλλία, Ισπανία, Λουξεμβούργο και Ιταλία) φθάνουμε εγγράφονται σε περισσότερο από 80% του συνολικού αριθμού των φακέλων που αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης, Το τμήμα αυτό παρουσιάζεται αρκετά σταθερό κατά τη διάρκεια των έξι τελευταίων ετών. Διαπιστώνεται ότι είναι κυρίως ο πληθυσμός των ανέργων που προέρχονται από τους Οργανισμούς και τις Υπηρεσίες όπου συναντούμε περισσότερα άτομα που εγγράφονται ως αιτούντες απασχόληση σε άλλες χώρες από εκείνες που αναφέραμε προηγουμένως. - Στον πίνακα στο σημείο III.ΣΤ. (διάρκεια των συμβάσεων) μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις: - Η χρονική διάρκεια των συμβάσεων έχει μειωθεί κατά τα τελευταία χρόνια: Έτσι το 2000 περισσότερες από το 75% των συμβάσεων ήταν διάρκειας άνω των 2 ετών. Το 2005, η αναλογία αυτή ήταν μόνο 45%. Είναι ωστόσο πολύ νωρίς για να διαπιστωθεί η επίδραση της μεταρρύθμισης. - Για ακόμα μια φορά, η Ο.Κ.Ε. διαφέρει: Το ήμισυ των συναφθεισών συμβάσεων προκύπτει ότι είναι διάρκειας το πολύ ενός έτους. Έτσι, το 2005, στην Ο.Κ.Ε, αντιστοιχούσε το 8,1% του συνόλου των ανέργων, το δε 4,8% του συνόλου των ανέργων είχαν συνάψει συμβάσεις το πολύ ενός έτους με το εν λόγω όργανο. - Ο πίνακας στο σημείο III.Ζ. (χρονική περίοδος χορήγησης επιδόματος) οδηγεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις: - Κατά το παρελθόν, βάσει του αρχικού συστήματος, η χρονική περίοδος χορήγησης επιδόματος ήταν περίπου ένα έτος. Φαίνεται ότι τα έτη 2000 και 2004 αποτελούν εξαίρεση στην τάση αυτή. Το 2000, πολλοί φάκελοι χρειάστηκε να καταρτιστούν μετά από ανανεώσεις προσωπικού στα ιδιαίτερα γραφεία των Επιτρόπων. Οι φάκελοι αυτοί είχαν καταρτιστεί για βραχεία χρονική περίοδο. Ο λόγος της αισθητά βραχύτερης περιόδου χορήγησης επιδόματος το 2004 δεν είναι ιδιαίτερα σαφής. Διαπιστώνεται ότι το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται πολύ σαφώς κυρίως σε συμβάσεις που προέρχονται από την Επιτροπή. Η επίδραση του τροποποιηθέντος συστήματος δεν είναι ακόμα αισθητή. - Η μείωση της περιόδου χορήγησης επιδόματος το 2005 μπορεί να ερμηνευθεί από την αύξηση του αριθμού ανέργων που έχουν υπαχθεί στο τροποποιηθέν σύστημα το οποίο συνεπάγεται βραχύτερη χρονική περίοδο χορήγησης επιδόματος ανεργίας (1/3 της χρονικής περιόδου παροχής υπηρεσιών). IV. ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ (ΕΤΗ 2004 και 2005) A. Εξηγήσεις Μετά τη θέσπιση της μεταρρύθμισης, τροποποιήθηκαν επίσης και τα συμπληρωματικά κοινοτικά επιδόματα ανεργίας. Οι λεπτομέρειες των τροποποιήσεων αυτών αναφέρονται στο παράρτημα Ι του παρόντος εγγράφου. Κατά μια μεταβατική περίοδο η διάρκεια της οποίας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, θα συνυπάρχουν και τα δύο συστήματα. Οι έκτακτοι υπάλληλοι που έχουν θεμελιώσει δικαιώματα κοινοτικών συμπληρωματικών επιδομάτων ανεργίας λόγω σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου που άρχισε να ισχύει πριν από την 01/05/2004, θα έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν μεταξύ των δύο συστημάτων. Ουσιαστικά, εάν τα άτομα αυτά συνεχίσουν να θεμελιώνουν, χωρίς διακοπή, δικαιώματα μετά την 30/04/2004, θα μπορούν να επιλέξουν ένα από τα δύο συστήματα τη στιγμή που πρέπει να λάβουν τα εν λόγω επιδόματα ανεργίας. Η επιλογή τους είναι αμετάκλητη. B. Ανάλυση του μέσου κόστους ανά παροχή Στον παρακάτω πίνακα εμφαίνεται η ανάλυση του μέσου κόστους ανά παροχή (=μηνιαία καταβαλλόμενο ποσό) για τα διάφορα είδη σύμβασης (εκτάκτων υπαλλήλων – ΕΥ και συμβασιούχων υπαλλήλων – ΣΥ) λαμβανομένου υπόψη του συστήματος που εφαρμόζεται στους αντιστοίχους φακέλους. [pic] Γ. Ανάλυση των εισφορών που έχουν καταβληθεί στο ταμείο ανεργίας Τα δεδομένα που περιλαμβάνει ο παραπάνω πίνακας προέρχονται από το πρόγραμμα καταβολής των αποδοχών (NAP). Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία αφορούν όλα τα θεσμικά όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες μαζί. Για κάθε έναν από τους αναφερόμενους μήνες, ο αριθμός φακέλων για τους οποίους έχει υπολογιστεί ένας μισθός, αναγράφεται ακόμα και αν ο υπολογισμός αυτός έχει πραγματοποιηθεί κατά μεταγενέστερο μήνα. Για τους ίδιους αυτούς φακέλους έχουν προστεθεί οι εισφορές του υπαλλήλου και του εργοδότη για τον συγκεκριμένο μήνα. Ο τρόπος αυτός παρέχει τη δυνατότητα υπολογισμού μιας μέσης εισφοράς ανά υπάλληλο, η οποία είναι συγκρίσιμη μεταξύ των διαφόρων μηνών. [pic] Δ. Ανάλυση της χρονικής διάρκειας των συμβάσεων – Κατανομή ανά θεσμικό όργανο Ο πίνακας –ανά έτος (2004-2005)– περιλαμβάνει το ποσοστό του συνόλου των ανέργων (για τους οποίους έχει υπολογιστεί τουλάχιστον μια παροχή κατά το αναφερόμενο έτος) για τους οποίους η χρονική διάρκεια της ή των συμβάσεων βάσει των οποίων θεμελιώθηκε δικαίωμα καταβολής κοινοτικών συμπληρωματικών επιδομάτων ανεργίας ήταν εντός των αναφερομένων ορίων (ένα έτος ή λιγότερο, δύο έτη ή λιγότερο, κ.λ.π.). [pic] [pic] E. Ανάλυση της χρονικής διάρκειας χορήγησης του επιδόματος – Κατανομή ανά θεσμικό όργανο Ο πίνακας περιλαμβάνει –ανά έτος (2000-2005)– τη μέση χρονική διάρκεια χορήγησης του επιδόματος. Με βάση τον αριθμό των ανέργων που αποτέλεσαν αντικείμενο διαχείρισης κατά το αναφερόμενο έτος (για τους οποίους έχει υπολογιστεί τουλάχιστον μια παροχή κατά το έτος αυτό), ο συνολικός αριθμός ημερών κατά τις οποίες χορηγήθηκε επίδομα ανεργίας από τη κατάρτιση του φακέλου μέχρι τις 31/12 του αναφερόμενου έτους διαιρείται δια του αριθμού των φακέλων και κατόπιν δια του 30 για να εξαχθεί μέσος όρος εκφραζόμενος σε «παροχές». Τα αριθμητικά στοιχεία κατανέμονται επίσης ανά είδος σύμβασης και ανά εφαρμοζόμενο σύστημα. [pic] ΣΤ. Σχόλια - Είναι σαφές ότι το μηνιαίο κόστος –για τους πρώην έκτακτους υπαλλήλους– ενός κοινοτικού συμπληρωματικού επιδόματος ανεργίας είναι αισθητά υψηλότερο από εκείνο που προβλέπεται βάσει του τροποποιηθέντος συστήματος. Ωστόσο, το μέσο κόστος για το 2004 (τροποποιηθέν σύστημα) είναι κατά κάποιο τρόπο στρεβλωμένο εκ του γεγονότος ότι μεγάλος αριθμός δικαιούχων βρίσκονταν ακόμα στο αρχικό εξάμηνο είσπραξης του επιδόματος ανεργίας, όπου το ανώτατο όριο δεν εφαρμόζεται στο βασικό επίδομα ανεργίας. Το 2005, το κόστος αυτό έχει ήδη περιοριστεί ακόμα και αν το νέο σύστημα δεν έχει ακόμα αποκτήσει τον κανονικό του ρυθμό. Θα υπάρξει κατά συνέπεια ακόμα τάση μείωσης. - Το 2005, κατέστη για πρώτη φορά δυνατός ο υπολογισμός του μέσου κόστους μιας παροχής λόγω ανεργίας οφειλόμενης σε πρώην συμβασιούχο υπάλληλο. Ακόμα και αν το κόστος αυτό έχει επίσης στρεβλωθεί προς τα πάνω (βλ. προηγούμενη παράγραφο) είναι ήδη κατά 60% χαμηλότερο από εκείνο της παροχής σε πρώην έκτακτο υπάλληλο. - Όσον αφορά τις εισφορές στο σύστημα, θα πρέπει να γίνουν τα ακόλουθα σχόλια: - Η τροποποίηση της μεθόδου υπολογισμού της εισφοράς προκάλεσε αύξηση κατά περίπου 80% (51,13 τον Απρίλιο 2004, 91,00 το Μάιο 2004). - Το 2005, χρειάζονταν 27,50 έκτακτοι υπάλληλοι εν ενεργεία (εισφορά 88,11 ευρώ/μήνα) για τη χρηματοδότηση ενός μόνο άνεργου πρώην εκτάκτου υπαλλήλου (κόστος 2.420,74 ευρώ/μήνα). Στο αρχικό σύστημα, χρειάζονταν 29,15 υπάλληλοι εν ενεργεία για να χρηματοδοτήσουν έναν άνεργο (εισφορά 51,13 ευρώ/μήνα σε σχέση με ένα μέσο κόστος 1.490,53 ευρώ/μήνα). Η αναλογική σχέση υπό το τροποποιηθέν σύστημα δεν έχει κατά συνέπεια αλλάξει αισθητά· μάλλον υπάρχει τάση μείωσης. - Το 2005, χρειάζονταν 28,60 συμβασιούχοι υπάλληλοι εν ενεργεία (συνεισφορά 35,85 ευρώ/μήνα) για να χρηματοδοτήσουν έναν μόνο άνεργο πρώην συμβασιούχο υπάλληλο (κόστος 1.026,15 ευρώ/μήνα) . - Μπορούμε να συναγάγουμε ότι όσον αφορά τη χρηματοδότηση κάθε κατηγορίας υπαλλήλων έχει μάλλον εξασφαλιστεί ισορροπία. - Όσον αφορά τη διάρκεια των συμβάσεων βάσει των οποίων θεμελιώνεται το δικαίωμα κοινοτικού επιδόματος ανεργίας, μόνο το 2005 μπορούν να διαπιστωθούν διαφορές μεταξύ εκείνων στους οποίους εφαρμόζεται το αρχικό σύστημα και εκείνων στους οποίους εφαρμόζεται το τροποποιηθέν σύστημα. Γι' αυτούς τους τελευταίους, οι συμβάσεις φαίνεται ότι ήταν πιο μακράς διάρκειας. Θα πρέπει ωστόσο να επιστηθεί η προσοχή στην τρέχουσα μεταβατική περίοδο: Οι υπάλληλοι που είχαν εργαστεί πριν και μετά την 01/05/2004 έχουν πάντα τη δυνατότητα να επιλέξουν ένα από τα δύο συστήματα· αυτό λοιπόν δεν μπορεί να έχει επίδραση στα αριθμητικά αυτά στοιχεία. - Ο πίνακας που περιλαμβάνεται στο σημείο IV.E. (χρονική διάρκεια χορήγησης του επιδόματος) χρήζει των ακόλουθων σχολίων: - Για το 2004, επιβεβαιώνεται ότι η χρονική περίοδος χορήγησης του επιδόματος είναι αισθητά βραχύτερη για τους ανέργους που προέρχονται από την Επιτροπή. - Ήδη από το 2005 –οπότε ο αριθμός ανέργων (πρώην εκτάκτων υπαλλήλων) που υπάγονται στο τροποποιηθέν σύστημα είναι ήδη σημαντικός– μπορεί να διαπιστωθεί ότι η χρονική περίοδος χορήγησης του επιδόματος για τους φακέλους αυτούς θα είναι προφανώς αισθητά βραχύτερη από ό,τι στο αρχικό σύστημα. - Από τις πρώτες ενδείξεις -ιδιαίτερα μερικές και ατελείς- προκύπτει η ίδια τάση για τους άνεργους πρώην συμβασιούχους υπαλλήλους. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι οι πρώτοι φάκελοι καταρτίστηκαν κατά τη διάρκεια του 2005. V. ΤΕΛΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - Μετά τη μεταρρύθμιση, και κατά συνέπεια με την εισαγωγή των συμβασιούχων υπαλλήλων κυρίως εις αντικατάσταση των επικουρικών υπαλλήλων, ο πληθυσμός που μπορεί να λάβει κάποτε κοινοτικό επίδομα ανεργίας έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Όντως, οι επικουρικοί υπάλληλοι υπάγονται αποκλειστικά σε εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Εκ του γεγονότος αυτού, δεν μπορούν να διεκδικήσουν κοινωνικές παροχές που να προέρχονται από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. - Κατά γενικό κανόνα –για τα τρία τέταρτα του χρόνου ύπαρξής του– το σύστημα συμπληρωματικού κοινοτικού επιδόματος ανεργίας παρουσίασε πλεονάσματα κατά την τρέχουσα λειτουργία του. - Τα αποθέματα που υπάρχουν σήμερα παρέχουν τη δυνατότητα αντιμετώπισης των αναγκών τουλάχιστον κατά τη διάρκεια περίπου 6 ετών ελλειμματικής λειτουργίας. - Θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι συνεχίζει η έλλειψη ισορροπίας μεταξύ των εσόδων που προέρχονται από την Ο.Κ.Ε. και των δαπανών που προκαλούν οι άνεργοι πρώην υπάλληλοι του εν λόγω θεσμικού οργάνου. - Περιστασιακά γεγονότα, όπως η ανανέωση της Επιτροπής, και κατά συνέπεια του προσωπικού των ιδιαιτέρων γραφείων των Επιτρόπων, καθώς και η ανανέωση του προσωπικού των πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές, έχουν με την πάροδο του χρόνου σημαντική επίδραση στην χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος. - Ο αριθμός Οργανισμών και Υπηρεσιών, καθώς και το απασχολούμενο από αυτούς προσωπικό, αυξάνεται συνεχώς, και υπερβαίνει πλέον τον αριθμό των εκτάκτων και συμβασιούχων υπαλλήλων που απασχολεί η Επιτροπή. - Ένας μεγάλος αριθμός κοινοτικών ανέργων είναι συγκεντρωμένος σε ορισμένα κράτη μέλη. Θα ήταν σκόπιμο να εξευρεθούν μέσα για την ανταλλαγή δι' ηλεκτρονικής οδού των αναγκαίων δεδομένων για την εκκαθάριση του κοινοτικού συμπληρωματικού επιδόματος ανεργίας. - Η μεταρρύθμιση και κατά συνέπεια η εφαρμογή του κοινοτικού συμπληρωματικού συστήματος ασφάλισης ανεργίας θα αποκτήσει τον κανονικό του ρυθμό προφανώς το 2007-2008. Ωστόσο, είναι ήδη διαθέσιμα τα πρώτα δεδομένα σχετικά με τη λειτουργική ισορροπία του νέου συστήματος. Απ’ αυτά προκύπτει ότι: - Οι εισφορές που καταβάλλουν οι έκτακτοι υπάλληλοι έχουν σημαντικά αυξηθεί. - Ακόμα και αν το κόστος ενός ανέργου υπό το νέο σύστημα είναι αισθητά υψηλότερο από εκείνο υπό το αρχικό σύστημα, υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις που επιτρέπουν τη διαπίστωση ότι οι σημερινές εισφορές καλύπτουν λίγο-πολύ την ίδια αναλογία δαπανών όπως και στο παρελθόν. - Δεν φαίνεται να προκύπτουν σημαντικές διαφορές από τα συστήματα που εφαρμόζονται στους πρώην έκτακτους υπαλλήλους αφενός ή στους συμβασιούχους αφετέρου, όσον αφορά την κάλυψη των δαπανών από τα έσοδα μεταξύ των δύο κατηγοριών υπαλλήλων, - Παρότι επιβεβαιώνεται μείωση της χρονικής περιόδου χορήγησης επιδόματος ανεργίας, υπό το τροποποιηθέν σύστημα, κατά τα προσεχή έτη (οι πρώτες ενδείξεις τείνουν σαφώς προς αυτή την κατεύθυνση), η ισορροπία του συστήματος φαίνεται ότι είναι πιο εξασφαλισμένη και σταθερή. - Ένα θέμα ανοιχτό εξακολουθεί βεβαίως να είναι η κατάσταση του συστήματος κατά τα έτη 2007-2008, περίοδο κατά την οποία πολλές συμβάσεις συμβασιούχων υπαλλήλων θα λήξουν. - Κρίνεται σκόπιμη μια μελέτη προοπτικών για να προβλεφθεί η ισορροπία του τροποποιηθέντος συστήματος πιο μακροπρόθεσμα και, κατά συνέπεια, να εξεταστεί η ενδεχόμενη ανάγκη μιας αναπροσαρμογής των εισφορών ή/και των δικαιωμάτων.