23.2.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 39/1 |
ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ
της 15ης Φεβρουαρίου 2007
κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με οκτώ προτάσεις για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/49/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή
(CON/2007/4)
(2007/C 39/01)
Εισαγωγή και νομική βάση
Στις 29 και 31 Ιανουαρίου 2007 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αιτήματα να διατυπώσει τη γνώμη της σχετικά με οκτώ προτάσεις οδηγιών (1) που εμπίπτουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα (εφεξής «προτάσεις»). Οι εν λόγω προτάσεις σκοπούν κυρίως στην τροποποίηση των διατάξεων επιτροπολογίας οκτώ υφιστάμενων οδηγιών προκειμένου να ενσωματωθούν σε αυτές διατάξεις σχετικά με μία νέα διαδικασία επιτροπολογίας («κανονιστική διαδικασία με έλεγχο») κατόπιν της εκδόσεως της απόφασης 2006/512/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για την τροποποίηση της απόφασης 1999/468/ΕΚ περί καθορισμού των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (2), και να καταργηθούν οι διατάξεις των ως άνω οδηγιών που προβλέπουν χρονικό περιορισμό για τη μεταβίβαση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή (οι αποκαλούμενες «ρήτρες λήξης ισχύος»). Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ να διατυπώσει τη γνώμη της βασίζεται στο άρθρο 105 παράγραφος 4 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη περίοδος του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
1. Παρατηρήσεις
1.1 |
Η ΕΚΤ επικροτεί τη νέα συμφωνία σχετικά με τη διαδικασία επιτροπολογίας, η οποία επετεύχθη μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και η οποία έχει μεγάλη σημασία για την αδιάλειπτη λειτουργία της διαδικασίας Lamfalussy. |
1.2 |
Δεν υπάρχουν ειδικές παρατηρήσεις εκ μέρους της ΕΚΤ όσον αφορά τις εν λόγω προτάσεις, οι οποίες συνάδουν με την κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την εισαγωγή της νέας «κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο» στο πλαίσιο της διαδικασίας επιτροπολογίας (3). |
1.3 |
Λαμβάνοντας υπόψη τον σημαντικό ρόλο που επιτελούν τα εκτελεστικά μέτρα στο πλαίσιο της νομοθεσίας της ΕΕ στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η ΕΚΤ επιθυμεί, με την ευκαιρία αυτή, να υπογραμμίσει τη σημασία του συμβουλευτικού ρόλου που διαθέτει βάσει του άρθρου 105 παράγραφος 4 της Συνθήκης, το οποίο απαιτεί να ζητείται η γνώμη της «για κάθε προτεινόμενη κοινοτική πράξη που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της». Όπως πρόσφατα επισημάνθηκε (4), «η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι προτεινόμενες πράξεις επιπέδου 2 αποτελούν “προτεινόμενες κοινοτικές πράξεις” κατά την έννοια του άρθρου 105 παράγραφος 4 της Συνθήκης» (5). Συνεπώς, η διάταξη της Συνθήκης που απαιτεί να ζητείται η γνώμη της ΕΚΤ για κάθε προτεινόμενη κοινοτική πράξη που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της εμπεριέχει την υποχρέωση να ζητείται η γνώμη της και όσον αφορά τις εν λόγω εκτελεστικές πράξεις (6). |
Φρανκφούρτη, 15 Φεβρουαρίου 2007.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ
Jean-Claude TRICHET
(1) 1) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/49/ΕΚ για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, όσον αφορά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [COM(2006) 90l τελικό]. 2) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων, όσον αφορά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [COM(2006) 902 τελικό]. 3) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όσον αφορά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [COM(2006) 906 τελικό]. 4) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2004/109/ΕΚ για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά όσον αφορά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [COM(2006) 909 τελικό]. 5) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί την οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [COM(2006) 910 τελικό]. 6) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή [COM(2006) 911 τελικό]. 7) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς), όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή [COM(2006) 913 τελικό]. 8) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή [COM(2006) 916 τελικό].
(2) ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11.
(3) Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την απόφαση του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για την τροποποίηση της απόφασης 1999/468/ΕΚ περί καθορισμού των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (2006/512/ΕΚ), (ΕΕ C 255 της 21.10.2006, σ. 1).
(4) Γνώμη CON/2006/57 της ΕΚΤ, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής περί της εφαρμογής της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τη διευκρίνιση ορισμένων ορισμών.
(5) Στο πλαίσιο της διαδικασίας Lamfalussy, οι εκτελεστικές πράξεις αναφέρονται ως «πράξεις επιπέδου 2».
(6) Η παράλειψη της διαβούλευσης μεταξύ των κοινοτικών οργάνων αποτέλεσε αντικείμενο αρκετών αποφάσεων του Δικαστηρίου. Όσον αφορά την υποχρέωση διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βλέπε απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980 στην υπόθεση 138/79, Roquette Frères/Συμβούλιο, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ σ. 313 και απόφαση της 5ης Ιουλίου 1995 στην υπόθεση C-21/94, Κοινοβούλιο/Συμβούλιο, Συλλογή 1995 σ. I-1827, σημείο 17. Όσον αφορά την υποχρέωση της Ανωτάτης Αρχής να ζητά τη γνώμη του Συμβουλίου και της Συμβουλευτικής Επιτροπής βάσει της συνθήκης ΕΚΑΧ, βλέπε απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 1954 στην υπόθεση 1/54, Γαλλία/Ανωτάτη Αρχή, Συλλογή 1954 — 1964 σ. 1 και απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 1954 στην υπόθεση 2/54 Ιταλία/Ανωτάτη Αρχή, Συλλογή 1954-1964, σ. 5, η οποία επιβεβαιώνεται με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 1955 στην υπόθεση 6/54, Κάτω Χώρες/Ανωτάτη Αρχή, Συλλογή 1954-1964, σ. 13. Όσον αφορά το άρθρο 105 παράγραφος 4 της Συνθήκης, στην υπόθεση C-11/00 Επιτροπή/Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Συλλογή 2003, σ. I-7147, ο γενικός εισαγγελέας Jacobs τόνισε ότι: «Η διαβούλευση με την ΕΚΤ για προτεινόμενα μέτρα του τομέα της αρμοδιότητάς της αποτελεί διαδικαστικό βήμα, που επιβάλλεται από διάταξη της Συνθήκης, που είναι αναμφισβήτητα ικανό να επηρεάσει το περιεχόμενο των λαμβανομένων μέτρων. Η παράλειψη συμμορφώσεως προς τον όρο αυτό είναι, νομίζω, ικανή να οδηγήσει στην ακύρωση των ληφθέντων μέτρων» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 3ης Οκτωβρίου 2002, σημείο 131).