7.10.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 242/20


Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής [COM (2005) 649 final]

(2006/C 242/14)

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη

Τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 286,

Το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 8,

Την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών,

Τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και ιδίως το άρθρο 41,

Την αίτηση γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 την οποία έλαβε στις 29 Μαρτίου 2006 από της Επιτροπή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:

Ι.   Εισαγωγή

Διαβούλευση με τον ΕΕΠΔ

1.

Η πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής διαβιβάσθηκε από την Επιτροπή στον ΕΕΠΔ με επιστολή της 29ης Μαρτίου 2006. Σύμφωνα με τον ΕΕΠΔ, η παρούσα γνωμοδότηση θα πρέπει να αναφέρεται στο προοίμιο του κανονισμού.

Η πρόταση στο πλαίσιό της

2.

Ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει την παρούσα πρόταση, στο βαθμό που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της είσπραξης των αξιώσεων διατροφής εντός της ΕΕ. Η πρόταση έχει ευρύ πεδίο εφαρμογής, δεδομένου ότι αφορά θέματα σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία. Η παρούσα γνωμοδότηση περιορίζεται στις διατάξεις που επηρεάζουν την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ιδίως σε εκείνες που αφορούν τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών που διευκολύνουν τον εντοπισμό του υπόχρεου και την εκτίμηση των περιουσιακών του στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν τον δικαιούχο (κεφάλαιο VIII και παράρτημα V).

3.

Ειδικότερα, η πρόταση προβλέπει τον ορισμό εθνικών κεντρικών αρχών για τη διευκόλυνση της είσπραξης αξιώσεων διατροφής μέσω της ανταλλαγής σχετικών πληροφοριών. Ο ΕΕΠΔ συμφωνεί ότι η ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων θα επιτρέπεται στο βαθμό που είναι αναγκαία για τον εντοπισμό των υπόχρεων και την εκτίμηση των περιουσιακών τους στοιχείων και των εισοδημάτων τους, ενώ θα τηρούνται πλήρως οι απαιτήσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (αιτιολογική σκέψη 21). Ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει επομένως τη μνεία (αιτιολογική σκέψη 22) του σεβασμού του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου, και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, όπως ορίζονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.

Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση προβλέπει μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τον υπόχρεο και τον δικαιούχο των υποχρεώσεων διατροφής, με σκοπό τη διευκόλυνση του προσδιορισμού και της είσπραξης αξιώσεων διατροφής. Για το σκοπό αυτό ορίζονται εθνικές κεντρικές αρχές για την εξέταση των αιτήσεων πληροφοριών που υποβάλλονται από τις εθνικές δικαστικές αρχές (άλλων κρατών μελών) και για τη συλλογή προσωπικών δεδομένων από διάφορες εθνικές διοικητικές υπηρεσίες και αρχές προκειμένου να ικανοποιηθούν οι αιτήσεις αυτές. Η συνήθης διαδικασία είναι η εξής: ο δικαιούχος καταθέτει αίτηση μέσω δικαστηρίου, η εθνική κεντρική αρχή, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, αποστέλλει αίτηση στις κεντρικές αρχές του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση (μέσω του ειδικού εντύπου του Παραρτήματος V), οι κεντρικές αυτές αρχές συλλέγουν τις απαιτούμενες πληροφορίες και αποστέλλουν απάντηση στην αιτούσα κεντρική αρχή, η οποία εν συνεχεία παρέχει τις πληροφορίες στο αιτούν δικαστήριο.

5.

Ο ΕΕΠΔ στην παρούσα γνωμοδότηση προωθεί το σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, εξασφαλίζοντας παράλληλα την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων μηχανισμών που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της είσπραξης των διασυνοριακών αξιώσεων διατροφής.

6.

Από αυτή την προοπτική, επιβάλλεται κατ'αρχάς η ανάλυση του πλαισίου της πρότασης, με την ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των υποχρεώσεων διατροφής. Πράγματι, οι υποχρεώσεις διατροφής είναι εξαιρετικά σύνθετες, διότι αφορούν μεγάλη ποικιλία περιπτώσεων: οι αξιώσεις μπορούν να αφορούν τέκνα, συζύγους ή διαζευγμένους συζύγους, ή ακόμη γονείς ή πάππους. Επιπλέον, οι αξιώσεις διατροφής βασίζονται σε εν εξελίξει και μεταβαλλόμενες καταστάσεις και η διαχείρισή τους μπορεί να ανατίθεται τόσο σε ιδιωτικούς όσο και σε δημόσιους φορείς. (1)

7.

Ο σύνθετος αυτός χαρακτήρας, ο οποίος επιβεβαιώνεται από την Αξιολόγηση Επιπτώσεων της Επιτροπής, (2) εντείνεται αν ληφθούν υπόψη οι τεράστιες διαφορές στον τομέα αυτόν μεταξύ των 25 κρατών μελών. Πράγματι, οι ουσιαστικοί και δικονομικοί κανόνες διαφέρουν ευρέως σε ζητήματα που αφορούν τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων διατροφής, την αξιολόγηση και τη διάρκειά τους, τις ερευνητικές εξουσίες των δικαστηρίων, κ.λπ.

8.

Η μεγάλη ποικιλία των υποχρεώσεων διατροφής αντικατοπτρίζεται ήδη σε ορισμένες διατάξεις της πρότασης. Παραδείγματος χάρη, η αιτιολογική σκέψη 11 και το άρθρο 4 παράγραφος 4 αναφέρονται ρητά σε υποχρεώσεις διατροφής όσον αφορά ανήλικο τέκνο, ενώ η αιτιολογική σκέψη 17 και το άρθρο 15 διακρίνουν μεταξύ των υποχρεώσεων όσον αφορά τέκνα, ευάλωτους ενήλικες, συζύγους και πρώην συζύγους και άλλα είδη υποχρεώσεων διατροφής.

9.

Οι προαναφερόμενες εκτιμήσεις θα λαμβάνονται επίσης δεόντως υπόψη και κατά την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προστασία προσωπικών δεδομένων, ιδίως κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας της ανταλλαγής πληροφοριών. Πράγματι, τα διάφορα είδη υποχρεώσεων διατροφής μπορούν να συνεπάγονται διαφορετικές εξουσίες των εθνικών δικαστηρίων να ζητούν πληροφορίες, ενδέχεται δε να καθορίζουν επίσης τα είδη των προσωπικών δεδομένων τα οποία μπορούν να υφίστανται επεξεργασία και να ανταλλάσσονται σε συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η παρούσα πρόταση δεν αποβλέπει στην εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής.

Η επιλογή συγκεντρωτικού συστήματος

10.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η πρόταση προβλέπει σύστημα βάσει του οποίου οι πληροφορίες ανταλλάσσονται έμμεσα μέσω των εθνικών κεντρικών αρχών και όχι απευθείας μέσω των δικαστηρίων. Η επιλογή αυτή δεν είναι ουδέτερη από απόψεως προστασίας των δεδομένων και θα πρέπει να αιτιολογηθεί δεόντως. Πράγματι, οι πρόσθετες μεταφορές πληροφοριών μεταξύ δικαστηρίων και κεντρικών αρχών, καθώς και η προσωρινή αποθήκευση πληροφοριών από τις κεντρικές αρχές αυξάνουν τους κινδύνους για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

11.

Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι η Επιτροπή, όταν αξιολογεί τις διάφορες επιλογές πολιτικής, θα πρέπει να εξετάζει συγκεκριμένα και πιο αναλυτικά — τόσο στην προκαταρκτική της μελέτη για την αξιολόγηση των επιπτώσεων όσο και κατά την εκπόνηση της πρότασης — τις επιπτώσεις που συνεπάγεται για την προστασία των προσωπικών δεδομένων η κάθε μια από τις δυνατές επιλογές και τις ενδεχόμενες διασφαλίσεις. Ειδικότερα, όσον αφορά την παρούσα πρόταση, είναι βασικό οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη δραστηριότητα των κεντρικών αρχών να προσδιορίζουν επακριβώς τα καθήκοντά τους και να περιγράφουν με σαφήνεια τη λειτουργία του συστήματος.

ΙΙ.   Η σχέση με το ισχύον νομικό πλαίσιο προστασίας των δεδομένων

12.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι η παρούσα πρόταση δεν θα πρέπει απλώς να λαμβάνει υπόψη το σύνθετο χαρακτήρα των εθνικών διατάξεων περί υποχρεώσεων διατροφής, αλλά θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζει την πλήρη συμμόρφωση προς την ισχύουσα εθνική νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, η οποία έχει θεσπισθεί σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

13.

Πράγματι, η πρόταση προβλέπει κανόνες σχετικά με την πρόσβαση των εθνικών κεντρικών αρχών σε προσωπικά δεδομένα τα οποία φυλάσσονται από διάφορες εθνικές διοικητικές υπηρεσίες και αρχές. Τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα — τα οποία έχουν συλλεγεί από διάφορες αρχές για σκοπούς που δεν αφορούν την είσπραξη των αξιώσεων διατροφής — συλλέγονται από τις εθνικές κεντρικές αρχές και κατόπιν διαβιβάζονται στην αιτούσα δικαστική αρχή κράτους μέλους μέσω της ορισθείσας κεντρικής αρχής του κράτους αυτού. Από απόψεως προστασίας των δεδομένων, εξ αυτού ανακύπτουν διάφορα ζητήματα: η μεταβολή του σκοπού της επεξεργασίας, οι νομικοί λόγοι επεξεργασίας από τις εθνικές κεντρικές αρχές, και ο ορισμός των κανόνων προστασίας των δεδομένων που ισχύουν για την περαιτέρω επεξεργασία εκ μέρους των δικαστικών αρχών.

Μεταβολή του σκοπού της επεξεργασίας

14.

Μεταξύ των βασικών αρχών της προστασίας των προσωπικών δεδομένων είναι η αρχή του περιορισμού του σκοπού. Πράγματι, σύμφωνα με την αρχή αυτή τα προσωπικά δεδομένα «πρέπει να συλλέγονται για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και η μεταγενέστερη διαδικασία τους να συμβιβάζεται με τους σκοπούς αυτούς» (άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ).

15.

Ωστόσο, η μεταβολή του σκοπού επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων θα μπορούσε να αιτιολογηθεί με βάση το άρθρο 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, το οποίο προβλέπει κάποιες εξαιρέσεις από τη γενική αυτή αρχή. Ειδικότερα, το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο στ) — άσκηση επίσημης εξουσίας — ή στοιχείο ζ) — η προστασία των υποκειμένων των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων — θα μπορούσε να αιτιολογήσει εν προκειμένω εξαίρεση από την αρχή του περιορισμού του σκοπού και να επιτρέψει στις εθνικές αυτές διοικητικές υπηρεσίες και αρχές να διαβιβάσουν τα ζητούμενα προσωπικά δεδομένα στην εθνική κεντρική αρχή.

16.

Παρά ταύτα, σύμφωνα με το άρθρο 13 της προαναφερόμενης οδηγίας οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει να είναι αναγκαίες και να βασίζονται σε νομοθετικά μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι είτε ο προτεινόμενος κανονισμός — λόγω της άμεσης εφαρμογής του — θα θεωρηθεί επαρκής για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 13, ή τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν ειδική νομοθεσία. Εν πάση περιπτώσει, ο ΕΕΠΔ εισηγείται θερμά να προβλεφθεί στην πρόταση ρητή και σαφής υποχρέωση για τις οικείες εθνικές διοικητικές υπηρεσίες και αρχές να παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες στις εθνικές κεντρικές αρχές. Έτσι θα εξασφαλισθεί ότι η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων από τις εθνικές διοικητικές υπηρεσίες στις εθνικές κεντρικές αρχές θα είναι σαφώς αναγκαία για τη συμμόρφωση προς νομική υποχρέωση στην οποία υπάγονται οι οικείες εθνικές διοικητικές αρχές, και άρα θα βασίζεται στο άρθρο 7 στοιχείο γ) της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Νομικοί λόγοι επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τις εθνικές κεντρικές αρχές

17.

Ανάλογες εκτιμήσεις θα γίνουν σε σχέση με τους νομικούς λόγους στους οποίους βασίζεται η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από τις εθνικές κεντρικές αρχές. Πράγματι, ο ορισμός ή η σύσταση των αρχών αυτών σύμφωνα με την πρόταση συνεπάγεται ότι αυτές θα είναι υπεύθυνες για τη συλλογή, οργάνωση και περαιτέρω διαβίβαση προσωπικών δεδομένων.

18.

Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από τις εθνικές κεντρικές αρχές θα μπορούσε να βασισθεί στο άρθρο 7 στοιχείο γ) ή ε) της οδηγίας 95/46/ΕΚ, εφόσον η επεξεργασία αυτή θα είναι απαραίτητη για λόγους συμμόρφωσης προς τις νομικές υποχρεώσεις (που ορίζονται από την οδηγία) στις οποίες υπάγονται οι εθνικές κεντρικές αρχές ή για την εκτέλεση δημοσίου καθήκοντος το οποίο τους έχει ανατεθεί.

Επεξεργασία εκ μέρους των δικαστικών αρχών και εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ

19.

Όσον αφορά την περαιτέρω επεξεργασία εκ μέρους των δικαστικών αρχών, θα ληφθεί υπόψη η νομική βάση του κανονισμού. Πράγματι, τα άρθρα 61 και 67 ΣΕΚ έχουν υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Αυτό σημαίνει ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ, από το οποίο εξαιρούνται δραστηριότητες εκτός κοινοτικού δικαίου, καλύπτει τον τομέα αυτόν μόνο από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Επομένως, αφού ο τομέας αυτός δεν καλυπτόταν από την οδηγία όταν θεσπίστηκε, είναι πιθανό ότι οι κανόνες περί προστασίας των δεδομένων δεν έχουν υλοποιηθεί πλήρως από όλα τα κράτη μέλη σε σχέση με τις δραστηριότητες των αρμόδιων για υποθέσεις αστικού δικαίου δικαστικών αρχών — απαιτούνται ακόμη πολλά βήματα προτού ολοκληρωθεί η εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων περί προστασίας δεδομένων, ιδίως στον οικείο τομέα. Εν τω μεταξύ, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε στην υπόθεση Österreichischer Rundfunk  (3) ότι η οδηγία 95/46/ΕΚ έχει εκτεταμένο πεδίο και ότι δεν επιτρέπονται παρά συγκεκριμένες εξαιρέσεις από τις βασικές της αρχές. Επιπλέον, το Δικαστήριο καθόρισε κατάλογο κριτηρίων τα οποία είναι κρίσιμα και όσον αφορά αυτή την πρόταση. Ειδικότερα, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η παρέμβαση στη σφαίρα του ιδιωτικού βίου, όπως είναι οι εξαιρέσεις από τις αρχές προστασίας των δεδομένων που βασίζονται σε στόχο δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να είναι αναλογική, αναγκαία, προβλεπόμενη από το νόμο και προβλέψιμη.

20.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι θα ήταν ιδιαίτερα σκόπιμη η ρητή διευκρίνιση ότι έχουν πλήρη εφαρμογή οι κανόνες περί προστασίας των δεδομένων που απορρέουν από την οδηγία 95/46/ΕΚ. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με την προσθήκη ειδικής παραγράφου στο άρθρο 48, το οποίο επί του παρόντος ρυθμίζει τις σχέσεις και τις ενδεχόμενες συγκρούσεις με άλλες κοινοτικές πράξεις, αλλά δεν αναφέρει την οδηγία 95/46/ΕΚ.

Η νομική βάση της πρότασης

21.

Η προτεινόμενη νομική βάση αποτελεί ευκαιρία για την επανάληψη ορισμένων παρατηρήσεων που έχουν ήδη γίνει σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις. (4)

22.

Πρώτον, η νομική βάση επιτρέπει στο Συμβούλιο να αποφασίζει τη μεταφορά του τομέα αυτού με ομόφωνη απόφαση στη διαδικασία συναπόφασης. Και στο σημείο αυτό, ο ΕΕΠΔ εκδηλώνει την προτίμησή του για την τελευταία διαδικασία, η οποία παρέχει μεγαλύτερες εγγυήσεις για την πλήρη συμμετοχή όλων των θεσμικών οργάνων και για την πλήρη συνεκτίμηση του θεμελιώδους δικαιώματος για προστασία των προσωπικών δεδομένων.

23.

Δεύτερον, σε αυτόν τον τομέα το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΣΕΕ, εξακολουθεί να έχει περιορισμένες αρμοδιότητες, ιδίως όσον αφορά την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων. Αυτό απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια στη διατύπωση των διατάξεων αυτής της πρότασης, και όσον αφορά θέματα σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, με σκοπό την εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού.

Πιθανές μελλοντικές ανταλλαγές προσωπικών δεδομένων με τρίτες χώρες

24.

Η σημερινή πρόταση δεν προβλέπει ανταλλαγές προσωπικών δεδομένων με τρίτες χώρες, αλλά στο επεξηγηματικό υπόμνημα προβλέπεται ρητά διεθνής συνεργασία. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθούν οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για μία νέα συνολική Σύμβαση της Διάσκεψης της Χάγης για το Διεθνές Ιδιωτικό Δίκαιο όσον αφορά την ικανοποίηση των αξιώσεων διατροφής σε διεθνές επίπεδο.

25.

Εξυπακούεται ότι η διεθνής αυτή συνεργασία ενδέχεται να θέσει τα θεμέλια των μηχανισμών ανταλλαγής προσωπικών δεδομένων με τρίτες χώρες. Εν προκειμένω, ο ΕΕΠΔ θα ήθελε να τονίσει εκ νέου ότι αυτές οι ανταλλαγές θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο αν η τρίτη χώρα εξασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας προσωπικών δεδομένων ή αν η μεταφορά εμπίπτει στο πεδίο μίας εκ των παρεκκλίσεων που ορίζει η οδηγία 95/46/ΕΚ.

ΙΙΙ.   Περιορισμός σκοπού

26.

Στο πλαίσιο αυτής της πρότασης, θα δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη βασική αρχή του περιορισμού του σκοπού.

27.

Πράγματι, ενώ οι κεντρικές εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούν να εκτελούν κανονικά τα καθήκοντά τους με την επεξεργασία σχετικών πληροφοριών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης αξιώσεων διατροφής, δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών για ασυμβίβαστους σκοπούς.

28.

Στο σημερινό κείμενο, ο ορισμός και ο περιορισμός του σκοπού ρυθμίζεται στα άρθρα 44 και 46.

29.

Το άρθρο 44 καθορίζει τους ειδικούς σκοπούς για τους οποίους οι πληροφορίες θα παρέχονται από τις εθνικές διοικητικές υπηρεσίες και αρχές στις οικείες κεντρικές αρχές: εντοπισμός του υπόχρεου, εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, προσδιορισμός του εργοδότη του υπόχρεου και προσδιορισμός των τραπεζικών λογαριασμών του υπόχρεου.

30.

Ο ΕΕΠΔ τονίζει ότι είναι βασικός ο πλήρης και ακριβής καθορισμός των σκοπών για τους οποίους τα προσωπικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία. Από την προοπτική αυτή, θα καθορισθεί καλύτερα ο σκοπός του «εντοπισμού του υπόχρεου». Πράγματι, όσον αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής, ο εντοπισμός του υπόχρεου θα θεωρηθεί ότι αφορά εντοπισμό με ορισμένο βαθμό βεβαιότητας (π.χ. διαμονή, κέντρο συμφερόντων, κατοικία, τόπος εργασίας) — όπως προσδιορίζεται στο Παράρτημα V, το οποίο αναφέρεται στη διεύθυνση του υπόχρεου — και όχι τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται ο υπόχρεος σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (όπως, π.χ. προσωρινός εντοπισμός μέσω γεωγραφικού εντοπισμού ή δεδομένων GPRS). Η χρήση των τελευταίων αυτών δεδομένων αποκλείεται. Επιπλέον, μία διευκρίνιση της έννοιας του εντοπισμού θα συνέβαλε επίσης στην οριοθέτηση των ειδών προσωπικών δεδομένων τα οποία θα μπορούσαν να υποβληθούν σε επεξεργασία σύμφωνα με αυτή την πρόταση (βλ. παρακάτω σημεία 35-37).

31.

Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει επίσης ότι η πρόταση προβλέπει επίσης τη δυνατότητα ανταλλαγής προσωπικών δεδομένων που αφορούν τον δικαιούχο [βλ. άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο α) i)]. Ο ΕΕΠΔ υποθέτει ότι αυτού του είδους οι πληροφορίες συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία με σκοπό την εκτίμηση της οικονομικής επιφάνειας του δικαιούχου, η οποία μπορεί ενίοτε να έχει σημασία για την αξιολόγηση αξίωσης διατροφής. Εν πάση περιπτώσει, είναι βασικό να ορίζονται επακριβώς και ρητώς στην πρόταση οι σκοποί για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία τα δεδομένα σχετικά με τον δικαιούχο.

32.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει ικανοποίηση για το άρθρο 46, και ιδίως την παράγραφο 2, όσον αφορά την περαιτέρω χρήση πληροφοριών που συλλέγονται από τις εθνικές κεντρικές αρχές. Πράγματι, η διάταξη καθιστά σαφές ότι οι πληροφορίες που διαβιβάζονται από τις κεντρικές αρχές στα δικαστήρια μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο από δικαστήριο και μόνο για τη διευκόλυνση της είσπραξης αξιώσεων διατροφής. Η δυνατότητα διαβίβασης των πληροφοριών αυτών στις αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων ή στις αρμόδιες για την εκτέλεση απόφασης αρχές είναι επίσης αναλογική.

IV.   Αναγκαιότητα και αναλογικότητα των προσωπικών δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία

33.

Σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να είναι επαρκή, σχετικά με την περίπτωση και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς της συλλογής ή της περαιτέρω επεξεργασίας των [άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ)]. Επιπλέον, η επεξεργασία τους πρέπει να είναι απαραίτητη, μεταξύ άλλων, για τη συμμόρφωση προς νομική υποχρέωση ή για την εκτέλεση καθήκοντος στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος ή της άσκησης επίσημης εξουσίας [άρθρο 7 στοιχεία γ) και ε)].

34.

Αντιθέτως, η παρούσα πρόταση καθορίζει ελάχιστη ποσότητα πληροφοριών στις οποίες θα έχουν πρόσβαση οι κεντρικές αρχές, μέσω μη περιοριστικού καταλόγου εθνικών διοικητικών υπηρεσιών και αρχών. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 οι πληροφορίες περιλαμβάνουν «τουλάχιστον» εκείνες που διαθέτουν οι αρμόδιες διοικήσεις και αρχές στα κράτη μέλη, στους ακόλουθους τομείς: φόροι και τέλη, κοινωνική ασφάλιση, μητρώα πληθυσμού, μητρώα ιδιοκτησίας, ταξινόμηση αυτοκινήτων οχημάτων και κεντρικές τράπεζες.

35.

Ο ΕΕΠΔ τονίζει την ανάγκη ακριβέστερου καθορισμού τόσο της φύσης των προσωπικών δεδομένων που μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό όσο και των αρχών στις βάσεις δεδομένων των οποίων επιτρέπεται η πρόσβαση.

36.

Κατά πρώτον, τα είδη των προσωπικών δεδομένων στα οποία επιτρέπεται η πρόσβαση σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό πρέπει να είναι περιορισμένα. Το άρθρο 44 παράγραφος 2 θα πρέπει να προβλέπει σαφώς καθορισμένο ανώτατο — και όχι μόνο κατώτατο — όριο της ποσότητας πληροφοριών στις οποίες μπορεί να επιτραπεί πρόσβαση. Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ εισηγείται την ανάλογη τροποποίηση του άρθρου 44 παράγραφος 2, είτε με τη διαγραφή του όρου «τουλάχιστον» είτε με τον κατ'άλλο τρόπο περιορισμό των πληροφοριών που μπορούν να διαβιβάζονται σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό.

37.

Ο περιορισμός θα πρέπει να αφορά όχι μόνο τις αρχές, αλλά και τα είδη δεδομένων τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία. Πράγματι, τα προσωπικά δεδομένα τα οποία τηρούνται από τις αρχές που απαριθμούνται στην παρούσα πρόταση μπορούν να διαφέρουν ευρέως ανάλογα με το κράτος μέλος. Σε μερικά κράτη μέλη, φερ'ειπείν, τα μητρώα πληθυσμού περιέχουν μέχρι και δακτυλικά αποτυπώματα. Επιπλέον, λόγω της ολοένα μεγαλύτερης διασύνδεσης των βάσεων δεδομένων, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι δημόσιες αρχές «τηρούν» ολοένα αυξανόμενο όγκο προσωπικών δεδομένων τα οποία ενίοτε προέρχονται από βάσεις δεδομένων που ελέγχονται από άλλες δημόσιες αρχές η ιδιωτικούς φορείς. (5)

38.

Άλλος σημαντικός προβληματισμός αφορά ειδικές κατηγορίες δεδομένων. Πράγματι, η παρούσα πρόταση θα μπορούσε να οδηγήσει στη συλλογή ευαίσθητων δεδομένων. Παραδείγματος χάρη, οι πληροφορίες που παρέχονται από ιδρύματα κοινωνικής ασφάλισης μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να αποκαλύπτουν συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση ή κατάσταση υγείας. Τα προσωπικά αυτά δεδομένα είναι όχι απλώς ευαίσθητα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι απαραίτητα για τη διευκόλυνση της είσπραξης των αξιώσεων διατροφής. Επομένως, η επεξεργασία των ευαίσθητων δεδομένων θα πρέπει κατ' αρχήν να εξαιρείται, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Ωστόσο, στις περιπτώσεις εκείνες που η επεξεργασία σχετικών ευαίσθητων δεδομένων είναι αναγκαία για λόγους ουσιαστικού δημοσίου συμφέροντος, μπορούν να προβλέπονται εξαιρέσεις από την γενική απαγόρευση στο εθνικό δίκαιο ή με απόφαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, υπό την αίρεση της πρόβλεψης κατάλληλων διασφαλίσεων (άρθρο 8 παράγραφος 4 της οδηγίας 95/46/ΕΚ).

39.

Ο σημερινός ορισμός των ειδών των προσωπικών δεδομένων στα οποία επιτρέπεται η πρόσβαση των κεντρικών αρχών είναι τόσο γενικός που θα άφηνε περιθώριο ακόμη και για την επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων, όπως δακτυλικά αποτυπώματα ή δεδομένα DNA, στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες τα εν λόγω δεδομένα είναι στην κατοχή των εθνικών διοικήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 44 παράγραφος 2. Όπως έχει ήδη επισημάνει ο ΕΕΠΔ σε άλλες γνωμοδοτήσεις, (6) η επεξεργασία αυτών των δεδομένων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν άριστα για τον εντοπισμό/την αναγνώριση προσώπου, μπορεί να συνεπάγονται ειδικούς κινδύνους και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποκαλύπτουν επίσης ευαίσθητες πληροφορίες για το υποκείμενο των δεδομένων. Επομένως, ο ΕΕΠΔ κρίνει ότι η επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων, τα οποία μπορεί φερ'ειπείν να θεωρούνται αποδεκτά για την απόδειξη γονικής σχέσης, θα ήταν δυσανάλογα για την επιβολή της εφαρμογής υποχρεώσεων διατροφής και δεν θα πρέπει άρα να επιτρέπονται.

40.

Δεύτερον, η αρχή της αναλογικότητας θα πρέπει να καθορίζει κατά περίπτωση τα συγκεκριμένα προσωπικά δεδομένα τα οποία θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο των δυνητικά διαθέσιμων πληροφοριών. Πράγματι, οι εθνικές κεντρικές αρχές και τα δικαστήρια θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων μόνο στο βαθμό που αυτό απαιτείται στη συγκεκριμένη περίπτωση για η διευκόλυνση της εκτέλεσης των υποχρεώσεων διατροφής. (7)

41.

Επομένως, ο ΕΕΠΔ συνιστά να ενισχυθεί αυτός ο έλεγχος αναλογικότητας με την αντικατάσταση, στο άρθρο 44 παράγραφος 1 των όρων «πληροφορίες που διευκολύνουν» από τους όρους «πληροφορίες αναγκαίες για τη διευκόλυνση σε συγκεκριμένη περίπτωση».

42.

Σε άλλες διατάξεις, η αρχή της αναλογικότητας έχει ήδη ληφθεί δεόντως υπόψη. Παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 45 σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει πληροφορίες για τον εντοπισμό του υπόχρεου, δηλαδή πληροφορίες που είναι αυστηρά αναγκαίες για την κίνηση δικαστικής διαδικασίας, ενώ άλλα προσωπικά δεδομένα μπορούν να ζητούνται μόνο βάσει απόφασης εκδιδομένης σε θέματα που αφορούν υποχρεώσεις διατροφής.

43.

Ο ΕΕΠΔ θα ήθελε επίσης να επισημάνει στον νομοθέτη το γεγονός ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο προτεινόμενος κανονισμός δεν περιορίζεται στην είσπραξη αξιώσεων διατροφής για τα τέκνα, αλλά εκτείνεται επίσης σε αξιώσεις διατροφής συζύγων ή διαζευγμένων συζύγων, και στη διατροφή γονέων ή πάππων.

44.

Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει ότι κάθε είδος υποχρέωσης διατροφής μπορεί να απαιτεί διαφορετική ισορροπία συμφερόντων και να καθορίζει με τον τρόπο αυτό το βαθμό στον οποίο η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων είναι αναλογική σε συγκεκριμένη περίπτωση.

V.   Αναλογικότητα σε περιόδους αποθήκευσης

45.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 στοιχείο ε) της οδηγίας 95/46/ΕΚ τα προσωπικά δεδομένα δεν φυλάσσονται για διάστημα μεγαλύτερο του αναγκαίου για τους σκοπούς για τους οποίους συνελέγησαν ή υποβλήθηκαν σε περαιτέρω επεξεργασία. Επομένως, η αναλογικότητα είναι επίσης η βασική αρχή για την αξιολόγηση της χρονικής περιόδου αποθήκευσης των προσωπικών δεδομένων.

46.

Όσον αφορά την αποθήκευση από τις κεντρικές αρχές, ο ΕΕΠΔ εκφράζει ικανοποίηση για το άρθρο 46 παράγραφος 1, σύμφωνα με το οποίο οι πληροφορίες εξαλείφονται αφού διαβιβασθούν στο δικαστήριο.

47.

Όσον αφορά την αποθήκευση από τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων ή την εκτέλεση απόφασης (άρθρο 46 παράγραφος 2), ο ΕΕΠΔ προτείνει οι όροι «μετά τη χρησιμοποίησή της» να αντικατασταθούν από αναφορά στον απαιτούμενο χρόνο για την εκτέλεση, εκ μέρους των οικείων αρχών, των καθηκόντων που έχουν σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συνελέγησαν οι πληροφορίες.

48.

Επίσης όσον αφορά την αποθήκευση εκ μέρους των δικαστικών αρχών, ο ΕΕΠΔ ισχυρίζεται ότι οι πληροφορίες θα είναι διαθέσιμες εφ'όσον χρόνο χρειάζεται για το σκοπό για τον οποίο συνελέγησαν ή υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία. Πράγματι, όσον αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής, καμιά φορά οι πληροφορίες πρέπει να παραμένουν διαθέσιμες για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου ο δικαστής να είναι σε θέση να επανεξετάζει κατά διαστήματα κατά πόσο εξακολουθούν να υφίστανται οι νομικοί λόγοι που αιτιολογούν τις υποχρεώσεις διατροφής και να προβαίνει στην ορθή χρηματική αποτίμηση των υποχρεώσεων αυτών. Πράγματι, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Επιτροπής, στην ΕΕ η αξίωση διατροφής καταβάλλεται επί 8 έτη κατά μέσο όρο. (8)

49.

Για τους λόγους αυτούς, ο ΕΕΠΔ προτιμά ευέλικτη αλλά αναλογική περίοδο αποθήκευσης μάλλον παρά αυστηρό a priori περιορισμό της περιόδου αποθήκευσης σε ένα έτος [όπως προτείνεται σήμερα βάσει του άρθρου 46 παράγραφος 3)], η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί υπερβολικά σύντομη για τους σκοπούς της επεξεργασίας. Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ προτείνει να εξαλειφθεί η ανώτατη περίοδος αποθήκευσης του ενός έτους: οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων για όσο χρόνο χρειάζεται προκειμένου να διευκολυνθεί η είσπραξη της οικείας αξίωσης διατρoφής.

VI.   Ενημέρωση του υπόχρεου και του δικαιούχου

50.

Η υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων αντανακλά μία από τις βασικές αρχές της προστασίας δεδομένων, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 10 και 11 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Επιπλέον, σε αυτή την περίπτωση η ενημέρωση των υποκειμένων δεδομένων έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι η πρόταση θεσπίζει μηχανισμό βάσει του οποίου τα προσωπικά δεδομένα συλλέγονται και χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς σκοπούς, και εν συνεχεία διαβιβάζονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία μέσω δικτύου το οποίο περιλαμβάνει εθνικές διοικήσεις, διάφορες κεντρικές εθνικές αρχές και εθνικά δικαστήρια. Επομένως, ο ΕΕΠΔ τονίζει την ανάγκη έγκαιρης, σφαιρικής και αναλυτικής πληροφόρησης ούτως ώστε το υποκείμενο των δεδομένων να ενημερώνεται κανονικά σχετικά με όλες τις διάφορες μεταφορές δεδομένων και πράξεις επεξεργασίας στις οποίες υποβάλλονται τα προσωπικά δεδομένα που το αφορούν.

51.

Από της απόψεως αυτής, ο ΕΕΠΔ εκφράζει ικανοποίηση για την υποχρέωση ενημέρωσης του υπόχρεου που ορίζεται από το άρθρο 47 της πρότασης. Θα πρέπει ωστόσο να προβλεφθεί στο άρθρο 47 και η σχετική προθεσμία. Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι είναι βασικό να παρέχεται επίσης η κατάλληλη ενημέρωση στο δικαιούχο, σε περίπτωση ανταλλαγής προσωπικών δεδομένων που τον αφορούν.

52.

Η εξαίρεση, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να αναβληθεί η κοινοποίηση προς τον υπόχρεο αν ενδέχεται να αποβεί επιζήμια για την πραγματική είσπραξη αξίωσης διατροφής, είναι αναλογική, λαμβανομένης επίσης υπόψη της μέγιστης διάρκειας αναβολής (όχι πάνω από 60 ημέρες) η οποία ορίζεται στο άρθρο 47.

53.

Μία τελευταία παρατήρηση αφορά το Παράρτημα V το οποίο περιέχει το έντυπο της αίτησης για τη διαβίβαση των πληροφοριών. Το έντυπο αυτό στη σημερινή του μορφή εμφανίζει την ενημέρωση του υπόχρεου ως επιλογή η οποία γίνεται με την επιλογή του κατάλληλου τετραγώνου. Αντιθέτως, η παροχή πληροφοριών θα λάβει τη μορφή επιλογής η οποία ισχύει αυτόματα και θα απαιτείται ειδική ενέργεια (π.χ. η επιλογή του τετραγώνου «μη ενημέρωση») μόνο στις έκτακτες εκείνες περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει προσωρινή αδυναμία παροχής πληροφοριών.

VII.   Συμπεράσματα

54.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει ικανοποίηση για την παρούσα πρόταση, στο βαθμό που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της είσπραξης διασυνοριακών αξιώσεων διατροφής εντός της ΕΕ. Η πρόταση έχει ευρύ πεδίο εφαρμογής και θα εξετασθεί στο συγκεκριμένο της πλαίσιο. Ειδικότερα, ο ΕΕΠΔ συνιστά να ληφθούν δεόντως υπόψη ο πολύπλοκος χαρακτήρας και η ποικιλία των υποχρεώσεων διατροφής, οι ευρείες διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών σε αυτό τον τομέα, και οι υποχρεώσεις προστασίας προσωπικών δεδομένων που απορρέουν από την οδηγία 95/46/ΕΚ.

55.

Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ θεωρεί βασικό να διευκρινισθούν ορισμένες πτυχές της λειτουργίας του συστήματος, όπως η μεταβολή του σκοπού επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, οι νομικοί λόγοι επεξεργασίας από τις εθνικές κεντρικές αρχές, και ο καθορισμός των κανόνων προστασίας δεδομένων που ισχύουν για την περαιτέρω επεξεργασία εκ μέρους των δικαστικών αρχών. Ειδικότερα, η πρόταση θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι η διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από τις εθνικές διοικήσεις στις εθνικές κεντρικές αρχές και η επεξεργασία εκ μέρους των τελευταίων αυτών αρχών και των εθνικών δικαστηρίων διενεργούνται μόνο εφόσον είναι απαραίτητες, σαφώς προσδιορισμένες, και βασίζονται σε νομοθετικά μέτρα, σύμφωνα με τα κριτήρια των κανόνων προστασίας δεδομένων και συμπληρώνονται από την νομολογία του Δικαστηρίου.

56.

Ο ΕΕΠΔ καλεί επίσης τον νομοθέτη να εξετάσει συγκεκριμένα τα ακόλουθα ουσιαστικά σημεία:

Περιορισμός του σκοπού. Έχει βασική σημασία ο πλήρης και ακριβής ορισμός του σκοπού της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων. Απαιτείται επίσης επακριβής και ρητός ορισμός των σκοπών της επεξεργασίας δεδομένων τα οποία αφορούν το δικαιούχο.

Αναγκαιότητα και αναλογικότητα των προσωπικών δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία. Απαιτείται ακριβέστερος προσδιορισμός τόσο της φύσης των προσωπικών δεδομένων τα οποία μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, όσο και των αρχών στις βάσεις δεδομένων των οποίων επιτρέπεται πρόσβαση. Ο περιορισμός θα πρέπει να αφορά όχι μόνο τις αρχές, αλλά και το είδος των δεδομένων τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία. Η πρόταση θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι εθνικές κεντρικές αρχές και τα δικαστήρια έχουν δικαίωμα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων μόνο στο βαθμό που αυτό απαιτείται στη συγκεκριμένη περίπτωση για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των υποχρεώσεων διατροφής. Επιπλέον, για κάθε είδος υποχρέωσης διατροφής μπορεί να απαιτείται διαφορετική ισορροπία συμφερόντων και να καθορίζεται με τον τρόπο αυτό ο βαθμός στον οποίο η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων είναι αναλογική σε συγκεκριμένη περίπτωση.

Ειδικές κατηγορίες δεδομένων. Η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων για το σκοπό της εκτέλεσης υποχρεώσεων διατροφής θα πρέπει κατ'αρχήν να αποκλείεται, εκτός αν διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Η επεξεργασία των βιομετρικών δεδομένων για την εκτέλεση των υποχρεώσεων διατροφής θα ήταν δυσανάλογη και θα πρέπει άρα να απαγορεύεται.

Διαστήματα αποθήκευσης. Ο ΕΕΠΔ προτιμά ευέλικτη αλλά αναλογική περίοδο αποθήκευσης αντί αυστηρού a priori περιορισμού της αποθήκευσης σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η οποία μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αποδειχθεί υπερβολικά σύντομη για τον προβλεπόμενο σκοπό επεξεργασίας.

Ενημέρωση του δικαιούχου και του υπόχρεου. Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται δεόντως με έγκαιρη, σφαιρική και αναλυτική παροχή πληροφοριών σχετικά με όλες τις διάφορες πράξεις μεταφοράς και επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων. Είναι βασικό να παρέχονται επίσης οι κατάλληλες πληροφορίες και στο δικαιούχο, σε περίπτωση ανταλλαγής προσωπικών δεδομένων που τον αφορούν.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2006

Peter HUSTINX

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  Το άρθρο 16 της πρότασης κάνει μνεία των υποχρεώσεων διατροφής που καταβάλλονται από δημόσιες αρχές.

(2)  Έγγραφο εργασίας της Επιτροπής — Αξιολόγηση επιπτώσεων, της 15ης Δεκεμβρίου 2005, σελίδες 4-5.

(3)  Απόφαση της 20ής Μαΐου 2003 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-465/00, C-138/01 και C-139/01.

(4)  Γνωμοδότηση σχετικά με τη φύλαξη δεδομένων της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, σημείο 42, Γνωμοδότηση για την προστασία δεδομένων στον τρίτο πυλώνα της 19ης Δεκεμβρίου 2005, σημείο 11, Γνωμοδότηση για το Σύστημα Πληροφοριών του Σένγκεν ΙΙ της 19ης Οκτωβρίου 2005, παράγραφος 9.

(5)  Βλέπε γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ για την ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει της αρχής της διαθεσιμότητας της 28ης Φεβρουαρίου 2006, σημεία 23-27.

(6)  Γνωμοδότηση για το Σύστημα Πληροφοριών του Σένγκεν ΙΙ της 19ης Οκτωβρίου 2005, παράγραφος 4.1, Γνωμοδότηση για το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις της 23ης Μαρτίου 2005, παράγραφος 3.4.

(7)  Αυτό συμβαίνει επίσης όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα τα οποία παρέχονται από το αιτούν δικαστήριο με σκοπό την αναγνώριση του οικείου υπόχρεου, όπως ορίζεται στο σημείο 4.1 του Παραρτήματος V. Φερ' ειπείν, η παροχή διεύθυνσης των μελών της οικογένειας του υπόχρεου θα είναι αυστηρά περιορισμένη, θα αποφασίζεται κατά περίπτωση και θα εξαρτάται από το είδος της οικείας υποχρέωσης διατροφής.

(8)  Βλ. έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής — Αξιολόγηση επιπτώσεων, της 15ης Δεκεμβρίου 2005, σ. 10.