52006DC0839

Έκθεση τησ Επιτροπησ προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων που θεσπίζονται με την οδηγία 2002/2/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών /* COM/2006/0839 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 20.12.2006

COM(2006) 839 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων που θεσπίζονται με την οδηγία 2002/2/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Περαιτέρω πληροφορίες για τη Γενική Διεύθυνση Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο, στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/food/index_en.htm

Πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία περί ζωοτροφών είναι διαθέσιμες στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/food/food/animalnutrition/index_en.htm

© Ευρωπαϊκές Κοινότητες, 2006

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή εφόσον γίνεται μνεία της πηγής.

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων που θεσπίζονται με την οδηγία 2002/2/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών

1. ΣΥΝΟΨΗ

Το άρθρο 15α της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ[1] ορίζει ότι, με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνει από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων που θεσπίζονται με την οδηγία 2002/2/ΕΚ[2], η οποία τροποποιεί την οδηγία 79/373/ΕΟΚ, συνοδευόμενη από προτάσεις για τη βελτίωση αυτών των μέτρων.

Εικοσιτέσσερα κράτη μέλη ανταποκρίθηκαν στο αίτημα των υπηρεσιών της Επιτροπής για υποβολή πληροφοριών. Η παρούσα έκθεση ασχολείται με την εφαρμογή των μέτρων που θεσπίζονται με την οδηγία 2002/2/ΕΚ:

Πρώτον, η ένδειξη του αριθμού της παρτίδας αναφοράς στην ετικέτα έγινε υποχρεωτική. Τα κράτη μέλη εφάρμοσαν το μέτρο αυτό χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Κρίνεται ότι βελτιώνει σημαντικά την ιχνηλασιμότητα. Δεύτερον, η οδηγία επιτρέπει εξαιρέσεις από τη διάταξη που ορίζει ότι τα στοιχεία της επισήμανσης πρέπει να περιλαμβάνονται στο πεδίο που προορίζεται γι’ αυτά. Ορισμένα στοιχεία της υποχρεωτικής επισήμανσης μπορούν να αποτυπώνονται εκτός αυτού του πεδίου. Τα κράτη μέλη εφάρμοσαν το μέτρο αυτό χωρίς να παρατηρηθούν ιδιαίτερα προβλήματα. Η Επιτροπή δεν διαθέτει αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το βαθμό στον οποίο οι παραγωγοί σύνθετων ζωοτροφών επωφελήθηκαν από την εν λόγω ευελιξία. Δεν αναφέρθηκαν προβλήματα από τις αρχές ελέγχου ή τους καταναλωτές.

Η υποχρεωτική ένδειξη των ποσοτήτων πρώτων υλών ζωοτροφών, περιλαμβανομένης της επιτρεπόμενης ανοχής, δημιούργησε μια ανάμικτη κατάσταση: η εφαρμογή της αναφοράς του ποσοστού ανακαλέστηκε με απόφαση των εθνικών δικαστηρίων σε πολλά κράτη μέλη, ύστερα από αιτήματα των παρασκευαστών σύνθετων ζωοτροφών και σε αναμονή της πρωτόδικης απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Σε ένα κράτος μέλος, η ανάκληση αφορούσε μόνο εταιρείες που είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη. Μια άλλη ομάδα κρατών μελών αποφάσισε να δείξει ελαστικότητα κατά τη διενέργεια επίσημων ελέγχων, έως και να μην επιβάλλει κυρώσεις στους υπεύθυνους επιχειρήσεων σε περιπτώσεις παράβασης των υποχρεώσεων ποσοτικής σήμανσης. Η πλειονότητα αυτών των κρατών μελών μετέφερε την υποχρέωση ανοιχτής δήλωσης ύστερα από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2005. Έτσι, υπήρξε μια ομάδα κρατών μελών που μετέφερε και εφάρμοσε τις διατάξεις της «ανοιχτής δήλωσης» άμεσα· αυτά τα κράτη μέλη προβλέπουν την επιβολή προστίμων σε περίπτωση που διαπιστώνεται μη συμμόρφωση. Τα εν λόγω κράτη μέλη αναφέρουν θετική εξέλιξη όσον αφορά τη συμμόρφωση και δεν έχουν λάβει παράπονα από παραγωγούς σύνθετων ζωοτροφών.

Τέλος, η οδηγία ορίζει ότι οι παραγωγοί ζωοτροφών πρέπει να συνεργάζονται με τις αρχές ελέγχου. Τα κράτη μέλη εφάρμοσαν το μέτρο αυτό στο πλαίσιο της οδηγίας 2002/2/ΕΚ ή το είχαν ήδη συμπεριλάβει στην εθνική τους νομοθεσία προγενέστερα. Αυτή η βασική αρχή αποτελεί πλέον μέρος της γενικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα.

Στην παρούσα έκθεση δεν περιέχονται προτάσεις για τη βελτίωση των προαναφερθέντων μέτρων. Οι σχετικές επιλογές περιλαμβάνονται σε μια αξιολόγηση αντικτύπου που καλύπτει ολόκληρο τον τομέα της επισήμανσης ζωοτροφών, η οποία διενεργείται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Με την ολοκλήρωση της εργασίας αυτής, η νομοθετική πρόταση που θα προκύψει προγραμματίζεται να υποβληθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2007.

2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκοπός της έκθεσης

Το άρθρο 15α της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ ορίζει ότι:

«Το αργότερο την 6η Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, βάσει των πληροφοριών που έλαβε από τα κράτη μέλη, έκθεση για την εφαρμογή του καθεστώτος που θεσπίζεται με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία ι) και ιβ) και παράγραφος 5 στοιχείο δ), καθώς και το άρθρο 5γ και το άρθρο 12 δεύτερο εδάφιο, ιδίως όσον αφορά την αναγραφή των ποσοτήτων πρώτων υλών, υπό τη μορφή ποσοστών βάρους, στην επισήμανση των σύνθετων ζωοτροφών, συμπεριλαμβανομένης της επιτρεπόμενης ανοχής, καθώς και τυχόν προτάσεις για τη βελτίωση αυτών των διατάξεων.»

Η Επιτροπή ζήτησε από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις πληροφορίες αυτές και έλαβε απάντηση από τα εικοσιτέσσερα εξ αυτών.

Ιστορικό

Μια σειρά κρίσεων όσον αφορά τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές (ΣΕΒ, διοξίνη, κλπ.), στα τέλη της δεκαετίας του '90 κατέδειξε τις αδυναμίες στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της νομοθεσίας για τα τρόφιμα στην ΕΕ. Αυτό οδήγησε την Επιτροπή να συμπεριλάβει στις πολιτικές της προτεραιότητες την προώθηση ενός υψηλού επιπέδου ασφάλειας των τροφίμων (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ελσίνκι 1999). Σε συνέχεια αυτού, στη λευκή βίβλο για την ασφάλεια των τροφίμων, της 12.01.2000 (COM (1999) 719 τελικό), περιέχονται προτάσεις για τη μετατροπή της πολιτικής της ΕΕ για τα τρόφιμα σε έναν προορατικό, δυναμικό, συνεκτικό και εκτενή μηχανισμό, με έμφαση σε 84 επιμέρους μέτρα.

Η νέα στρατηγική έπρεπε να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι ο τομέας των τροφίμων γεωργικής προέλευσης έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα για το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας. Επίσης, η αλυσίδα παραγωγής τροφίμων γίνεται όλο και πιο σύνθετη, ενώ η διεύρυνση της Ένωσης δημιούργησε πρόσθετες προκλήσεις για την εσωτερική αγορά, από πλευράς προϊόντων που θα προέρχονται από όλα τα κράτη μέλη και θα είναι ασφαλή και υψηλής ποιότητας.

Ως κεντρικό στοιχείο του νέου νομοθετικού πλαισίου, η προσέγγιση «από το αγρόκτημα στο τραπέζι» καλύπτει όλα τα στάδια της τροφικής αλυσίδας. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων ζωοτροφών, οι αγρότες και οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών. Η διαφάνεια σε ό,τι αφορά την επισήμανση των ζωοτροφών αποτελεί ακόμη μια σημαντική αρχή της νέας νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές, που έχει σχεδιαστεί για την αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές.

Η οδηγία 79/373/ΕΟΚ, πριν τροποποιηθεί από την οδηγία 2002/2/ΕΚ, προέβλεπε μια ευέλικτη εφαρμογή της υποχρέωσης δήλωσης, περιορισμένης στην ένδειξη των πρώτων υλών ζωοτροφών χωρίς να αναφέρεται η ποσότητά τους, σε ζωοτροφές για παραγωγικά ζώα, διατηρώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα δήλωσης κατηγοριών πρώτων υλών ζωοτροφών αντί των ίδιων των πρώτων υλών.

Έχοντας υπόψη ότι η ασφάλεια των τροφίμων ζωικής προέλευσης ξεκινά από την ασφάλεια των ζωοτροφών, η λευκή βίβλος για την ασφάλεια των τροφίμων εντόπιζε ως προτεραιότητα την τροποποίηση της οδηγίας για τις σύνθετες ζωοτροφές (δράση αριθ. 24). Η σχετική πρόταση της Επιτροπής κατέληξε στην έκδοση της οδηγίας 2002/2/ΕΚ, που σχεδιάστηκε για να εξασφαλίζεται η όσο το δυνατόν αρτιότερη πληροφόρηση των αγροτών σχετικά με τη σύνθεση και τη χρήση ζωοτροφών. Για τη βελτίωση της διαφάνειας και της ιχνηλασιμότητας, η οδηγία 2002/2/ΕΚ επιβάλλει τη λεγόμενη «ανοιχτή δήλωση»:

- απαρίθμηση όλων των πρώτων υλών ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται στις σύνθετες ζωοτροφές με βάση τις ειδικές τους ονομασίες, με ένδειξη, κατά φθίνουσα σειρά, των ποσοστών ανά βάρος, με ανοχή +/- 15% της δηλούμενης τιμής·

- παροχή των ακριβών ποσοστών ανά βάρος, κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή.

Τα κράτη μέλη έπρεπε να μεταφέρουν τα μέτρα αυτά έως τις 6 Μαρτίου 2003 και να τα εφαρμόσουν το αργότερο έως τις 6 Νοεμβρίου 2003.

Θέματα

Η θέσπιση της «ανοιχτής δήλωσης» αμφισβητήθηκε ιδιαίτερα, διότι οι παραγωγοί σύνθετων ζωοτροφών ήταν αντίθετοι με τη γνωστοποίηση της σύνθεσης των προϊόντων τους.

Με πρωτοβουλία της βιομηχανίας ζωοτροφών, πολλά εθνικά δικαστήρια υπέβαλαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αιτήσεις έκδοσης προδικαστικής απόφασης[3], οι οποίες εστιάζονταν κυρίως στο κύρος της οδηγίας 2002/2/ΕΚ.

Στις 6 Δεκεμβρίου 2005[4], το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα που υποβλήθηκαν κατά του κύρους της οδηγίας, υποστηρίζοντας την υπερασπιστική θέση των θεσμικών οργάνων. Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε έγκυρη τη νομική βάση της οδηγίας (άρθρο 152 παράγραφος 4 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ: μέτρα που έχουν ως άμεσο στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας). Ανάλογα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ισχύ της δήλωσης περιεκτικότητας με ανοχή +/- 15%. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ακύρωσε την ειδική απαίτηση πληροφόρησης των καταναλωτών, ύστερα από αίτημά τους, σχετικά με το ακριβές ποσοστό ανά βάρος για κάθε πρώτη ύλη ζωοτροφών που χρησιμοποιείται σε σύνθετη ζωοτροφή διότι κρίθηκε αντίθετη με την αρχή της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 της συνθήκης ΕΚ, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη Συνθήκη ή από δράσεις των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας. Επιπλέον, η Επιτροπή ενέκρινε στις 27 Ιουνίου 2006 πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διόρθωση της οδηγίας 2002/2/ΕΚ, για να διαγραφεί η διάταξη που κρίθηκε άκυρη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, έτσι ώστε να εναρμονιστεί η νομοθεσία με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Η πρόταση αυτή βρίσκεται στο στάδιο της πρώτης ανάγνωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ως εκ τούτου, η διάταξη σχετικά με τα ακριβή ποσοστά ανά βάρος που πρέπει να ανακοινώνονται ύστερα από αίτημα του καταναλωτή (άρθρο 5 παράγραφος 1 σημείο i)) δεν καλύπτεται από την παρούσα έκθεση.

3. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

3.1. Ένδειξη του αριθμού της παρτίδας αναφοράς (άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ι)):

Εικοσιδύο κράτη μέλη ανέφεραν ότι εφάρμοσαν το εν λόγω μέτρο χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Θεωρούν ότι η διάταξη αυτή είναι πολύ σημαντική όσον αφορά την ιχνηλασιμότητα των σύνθετων ζωοτροφών. Στο μεταξύ, η ιχνηλασιμότητα αποτελεί απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 18 της γενικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα[5], στο παράρτημα II του κανονισμού για την υγιεινή των ζωοτροφών[6] και τα άρθρα 4 έως 8 του κανονισμού για την ιχνηλασιμότητα και τη σήμανση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών[7]. Η ικανότητα ιχνηλάτησης σύνθετων ζωοτροφών ένα βήμα εμπρός και ένα βήμα πίσω στην αλυσίδα διανομής αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι εμπειρίες όσον αφορά την απαίτηση αυτή είναι αναμφίβολα θετικές.

3.2. Αναγραφή ορισμένων ενδείξεων εκτός του πεδίου που προορίζεται για τις ενδείξεις επισήμανσης:

Άρθρο 5 παράγραφος 5 στοιχείο δ): «Η ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας, η καθαρή ποσότητα, ο αριθμός αναφοράς της παρτίδας καθώς και ο αριθμός έγκρισης ή καταχώρισης μπορούν να αναγράφονται εκτός του τετραγωνιδίου που προορίζεται για τις ενδείξεις επισήμανσης που προβλέπονται στην παράγραφο 1· στην περίπτωση αυτή, οι προαναφερόμενες ενδείξεις συνοδεύονται από την ένδειξη του σημείου όπου αναγράφονται.»

Η διάταξη αυτή παρέχει στον παραγωγό σύνθετων ζωοτροφών τη δυνατότητα να αναγράφει την ελάχιστη διατηρησιμότητα, την καθαρή ποσότητα, τον αριθμό της παρτίδας αναφοράς και τον αριθμό έγκρισης ή καταχώρισης σε σημεία της συσκευασίας που ενδείκνυνται για την αναγραφή παρόμοιων πληροφοριών. Αυτό εξαρτάται τόσο από το σχεδιασμό της συσκευασίας όσο και από τον τύπο του εξοπλισμού συσκευασίας που χρησιμοποιείται. Πρακτικά, η ελάχιστη διατηρησιμότητα ή/ και ο αριθμός της παρτίδας αναφοράς μπορούν να αποτυπώνονται στο κάτω μέρος ή σε μια γωνία ενός σάκκου κατά τη διαδικασία συσκευασίας.

Εικοσιδύο κράτη μέλη ανέφεραν ότι εφάρμοσαν το μέτρο αυτό χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.

Η Επιτροπή δεν διαθέτει αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το βαθμό που οι παραγωγοί σύνθετων ζωοτροφών επωφελήθηκαν από τη δυνατότητα αυτή, όμως η βιομηχανία εκτιμά ιδιαίτερα αυτή την ευελιξία. Από την άλλη πλευρά, δεν υπήρξαν παράπονα σχετικά με την εν λόγω διάταξη, όσον αφορά τη σαφήνεια και τη διαφάνεια, είτε από τις αρχές ελέγχου είτε από τους κτηνοτρόφους.

3.3. Δήλωση του ποσοστού πρώτων υλών ζωοτροφών με ανοχή +/- 15%:

Άρθρο 5 στοιχείο γ): «1. Ολες οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στη σύνθετη ζωοτροφή απαριθμούνται με την ειδική ονομασία τους.

2. Η απαρίθμηση των πρώτων υλών ζωοτροφών υπόκειται στους ακόλουθους κανόνες:

α) σύνθετες ζωοτροφές που δεν προορίζονται για κατοικίδια ζώα:

i) απαρίθμηση των πρώτων υλών ζωοτροφών με ένδειξη, κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, των ποσοστών βάρους που υπάρχουν στη σύνθετη ζωοτροφή·

ii) όσον αφορά τα παραπάνω ποσοστά, επιτρέπεται ανοχή ± 15 % της δηλούμενης τιμής·

β) σύνθετες ζωοτροφές για κατοικίδια ζώα: κατάλογος των πρώτων υλών ζωοτροφών με ένδειξη της περιλαμβανόμενης ποσότητας ή απαρίθμηση των πρώτων υλών κατά φθίνουσα τάξη βάρους.» (οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 5γ περιέχουν ειδικές διατάξεις για τροφές ζώων συντροφιάς και δεν καλύπτονται από την παρούσα έκθεση)

Στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας 2002/2/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο, έξι εθνικά δικαστήρια κρατών μελών ανέστειλαν την εφαρμογή της ανοιχτής δήλωσης ύστερα από αιτήματα παρασκευαστών σύνθετων ζωοτροφών και σε αναμονή της έκδοσης προδικαστικής απόφασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Σε ένα κράτος μέλος, η αναστολή χορηγήθηκε μόνο για συγκεκριμένες εταιρείες. Σε συνέχεια της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2005, ορισμένα από αυτά τα κράτη μέλη εφάρμοσαν την ανοιχτή δήλωση ή βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο της εφαρμογής της. Σε άλλα κράτη μέλη, η εφαρμογή ακόμη εκκρεμεί. Επομένως, καμία από τις ομάδες αυτές των κρατών μελών δεν έχει πρακτική εμπειρία από τη δήλωση των ποσοστών, όμως παρουσιάστηκαν προβλήματα κατά την προσπάθεια εφαρμογής της.

Τα κράτη μέλη που μετέφεραν άμεσα την ανοιχτή δήλωση έως την οριζόμενη καταληκτική ημερομηνία (6 Μαρτίου 2003) ή πριν από την ημερομηνία προσχώρησης στην ΕΕ, στην περίπτωση των δέκα νέων κρατών μελών, μπορούν να χωριστούν επίσης σε δύο ομάδες:

Λαμβάνοντας υπόψη την αναστολή της διάταξης σε σημαντικά γειτονικά τους κράτη μέλη, με σημαντική εμπορική διακίνηση σύνθετων ζωοτροφών στην επικράτειά τους, τέσσερα κράτη μέλη αποφάσισαν επίσημα να επιδείξουν ελαστικότητα όσον αφορά τους επίσημους ελέγχους, ακόμη και τη μη επιβολή κυρώσεων σε υπεύθυνους επιχειρήσεων σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων ποσοτικής επισήμανσης. Τρία κράτη μέλη δεν ανέστειλαν επίσημα τους ελέγχους σχετικά με τη συμμόρφωση, ανέφεραν όμως είτε ότι, εφαρμόζοντας την προσέγγιση που βασίζεται στον κίνδυνο, διενήργησαν περιορισμένους ελέγχους αφού ο κίνδυνος θεωρήθηκε δευτερεύων, είτε ότι αντιμετώπισαν προβλήματα όσον αφορά την πρακτική εφαρμογή.

Η δεύτερη ομάδα των κρατών μελών (10) που εφάρμοσε άμεσα την ανοιχτή δήλωση, είτε δεν παρείχε πληροφορίες σχετικά με τις εμπειρίες εφαρμογής της είτε ανέφερε τη διενέργεια κατασταλτικών ελέγχων (5). Στην ομάδα αυτή, από τους ελέγχους διαπιστώθηκε είτε έλλειψη ιδιαίτερων προβλημάτων με τη διάταξη είτε μείωση των ποσοστών απόκλισης από τη συμμόρφωση. Στην τελευταία ομάδα υπήρξε επίσης υποστήριξη από τους χρήστες ζωοτροφών και από το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας ζωοτροφών για την ανοιχτή δήλωση. Επιπλέον, η ομάδα αυτή παρείχε ένα θετικό παράδειγμα άμεσου εντοπισμού μιας εστίας μόλυνσης με αφλατοξίνη, χάρη στην ανοιχτή δήλωση.

Συνοψίζοντας, πολλά κράτη μέλη αναφέρουν προβλήματα με την εν λόγω διάταξη και προτείνουν να εξεταστεί η τροποποίηση της απαίτησης, ορισμένα κράτη μέλη τηρούν ουδέτερη στάση και μια τρίτη ομάδα υποστηρίζει την ανοιχτή δήλωση.

3.4. Απαίτηση για τους παραγωγούς ζωοτροφών να συνεργάζονται με τις αρχές ελέγχου:

Άρθρο 12 παράγραφος 2: « Ορίζουν (τα κράτη μέλη) ότι οι παρασκευαστές σύνθετων ζωοτροφών οφείλουν να θέτουν στη διάθεση των αρχών που διενεργούν τους επίσημους ελέγχους, όταν αυτές το ζητούν, κάθε έγγραφο σχετικό με τη σύνθεση των ζωοτροφών που πρόκειται να τεθούν σε κυκλοφορία, το οποίο επιτρέπει τον έλεγχο της ειλικρίνειας των πληροφοριών που παρέχονται με την επισήμανση .»

Εικοσιδύο από τα κράτη μέλη που απάντησαν εφάρμοσαν το μέτρο αυτό και ορισμένα είχαν ενσωματώσει τη διάταξη αυτή στην εθνική τους νομοθεσία πριν από την έκδοση της οδηγίας 2002/2/ΕΚ. Παράλληλα, η υποχρέωση συνεργασίας ανάμεσα στους υπεύθυνους επιχειρήσεων ζωοτροφών και τις αρχές ελέγχου ορίζεται και στη γενική νομοθεσία για τα τρόφιμα.

Τα κράτη μέλη επεσήμαναν τη σπουδαιότητα παροχής των πληροφοριών που απαιτούνται για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις περί επισήμανσης και την υποχρέωση για τον παραγωγό σύνθετων ζωοτροφών να παρέχει κάθε απαιτούμενη υποστήριξη κατά τη διενέργεια ελέγχων. Η διάταξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών, αφού η γνωστοποίηση του ακριβούς ποσοστού συνθέσεων ύστερα από αίτημα του καταναλωτή κρίθηκε άκυρη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

4. προτασεισ για τη βελτιωση των μετρων

Η αναθεωρημένη στρατηγική της Λισσαβώνας εντοπίζει την απλούστευση ως ενέργεια προτεραιότητας για την ΕΕ. Στοχεύει στην επίτευξη μεγέθυνσης και απασχόλησης στην Ευρώπη και ως εκ τούτου επικεντρώνεται στα στοιχεία εκείνα του κοινοτικού κεκτημένου τα οποία αφορούν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στην ΕΕ. Γενικός της στόχος είναι να συμβάλει στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κανονιστικού περιβάλλοντος που θα ικανοποιεί τα υψηλότερα πρότυπα νομοθέτησης, με σεβασμό στις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η απλούστευση αποσκοπεί στο να διαμορφωθεί η νομοθεσία σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο κατά τρόπο που να επιβάλει λιγότερο φόρτο και να είναι πιο εύκολη η εφαρμογή της, επιτυγχάνοντας έτσι πιο αποτελεσματικά τους επιδιωκόμενους στόχους.

Ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας για τις ζωοτροφές και ιδίως η επισήμανση των ζωοτροφών, αποτελούν μέρος του κυλιόμενου προγράμματος απλούστευσης που επισυνάπτεται στην ανοίνωση της Επιτροπής της 26ης Οκτωβρίου 2005. Το πρόγραμμα προβλέπει συγκεκριμένα τον εκσυγχρονισμό και την αντικατάσταση τεσσάρων οδηγιών για την επισήμανση των ζωοτροφών (και 30 περίπου τροποποιητικών οδηγιών) από έναν κανονισμό. Η τροποποίηση των υφιστάμενων απαιτήσεων για την επισήμανση ζωοτροφών αποτελεί ιδιαίτερο τομέα ενδιαφέροντος.

Βάσει μιας μελέτης στην οποία εντοπίζονται διάφορα θέματα και πολιτικές επιλογές, η Επιτροπή ολοκλήρωσε το πρώτο εξάμηνο του 2006 μια διαβούλευση μέσω του διαδικτύου με τους ενδιαφερομένους, περιλαμβανομένων των εθνικών αρχών. Αυτή τη στιγμή τα αποτελέσματα αξιοποιούνται για τη διενέργεια μιας ολοκληρωμένης αξιολόγησης αντικτύπου, η οποία θα εξετάζει ιδίως τον κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο των επιδιωκόμενων πολιτικών επιλογών. Η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το φθινόπωρο του 2007.

Ως εκ τούτου, η παρούσα έκθεση δεν συνοδεύεται από προτάσεις για τη βελτίωση των μέτρων που θεσπίζονται από την οδηγία 2002/2/ΕΚ.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συνολικά, υπάρχει θετική ανάδραση όσον αφορά

- την ένδειξη του αριθμού της παρτίδας αναφοράς,

- την αναγραφή ορισμένων ενδείξεων εκτός του πεδίου που προορίζεται για τις ενδείξεις επισήμανσης και

- την απαίτηση για τους παραγωγούς ζωοτροφών να συνεργάζονται με τις αρχές ελέγχου.

Όσον αφορά τη δήλωση του ποσοστού πρώτων υλών ζωοτροφών με ανοχή +/- 15%, η κατάσταση ποικίλει:

- Πολλά κράτη μέλη αναφέρουν θετική ανάδραση, όχι μόνο από τις αρχές ελέγχου αλλά και από τις επιχειρήσεις (παραγωγούς σύνθετων ζωοτροφών και κτηνοτρόφους).

- Από την άλλη πλευρά, ένας σημαντικός αριθμός κρατών μελών θεωρεί ότι η διάταξη σχετικά με τη δήλωση των ενώσεων πρέπει να βελτιωθεί.

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει την πρόθεσή της να εκσυγχρονίσει τη νομοθεσία για την επισήμανση και την κυκλοφορία ζωοτροφών και να υποβάλει νομοθετική πρόταση το φθινόπωρο του 2007.

[1] ΕΕ L 86 της 6.4.1979, σ. 30-37. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36–62).

[2] ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 23–25.

[3] Συvεκδικαζόμεvες υπoθέσεις C-453/03, C-11/04, C-12/04 και C-194/04.

[4] ΕΕ C 36 της 11.2.2006, σ. 5.

[5] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων.

[6] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 2005, περί καθορισμού απαιτήσεων για την υγιεινή των ζωοτροφών.

[7] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1830/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την ιχνηλασιμότητα και την επισήμανση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών και την ιχνηλασιμότητα τροφίμων και ζωοτροφών που παράγονται από γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς, και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/18/ΕΚ.