52006DC0342

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο - Επανεξέταση των παρεκκλίσεων που περιέχονται στα παραρτήματα II και III της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου, οι οποίες λήγουν στα τέλη του 2006 /* COM/2006/0342 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 30.06.2006

COM(2006) 342 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Επανεξέταση των παρεκκλίσεων που περιέχονται στα παραρτήματα II και III της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου, οι οποίες λήγουν στα τέλη του 2006

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Επανεξέταση των παρεκκλίσεωνπου περιέχονται στα παραρτήματα II και III της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου,οι οποίες λήγουν στα τέλη του 2006

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Εισαγωγή 3

2. Αξιολόγηση των παρεκκλίσεων 4

2.1. Παρεκκλίσεις οι στόχοι των οποίων έχουν ληφθεί υπόψη μέσω της ευελιξίας που προσφέρουν οι γενικές διατάξεις της οδηγίας για την φορολόγηση της ενέργειας 5

2.1.1. Διαφοροποίηση των συντελεστών βάσει του άρθρου 5 6

2.1.2. Η ειδική περίπτωση των δημοσίων συγκοινωνιών 7

2.1.3. Φορολογική διαφοροποίηση για ορισμένα ενεργειακά προϊόντα (ιδίως άρθρα 15 και 16) 7

2.1.4. Φορολογική διαφοροποίηση για εμπορικές/βιομηχανικές και επιχειρηματικές χρήσεις 8

2.2. Παρεκκλίσεις ανταποκρινόμενες σε στόχους που δεν έχουν ληφθεί υπόψη στις γενικές διατάξεις της οδηγίας 9

2.2.1. Καύσιμα χρησιμοποιούμενα στις ιδιωτικές πτήσεις αναψυχής 9

2.2.2. Καύσιμα χρησιμοποιούμενα στα ιδιωτικά σκάφη αναψυχής 10

2.2.3. Χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια 12

2.2.4. Παρεκκλίσεις περιφερειακής εφαρμογής 14

2.2.5. Άλλες παρεκκλίσεις 14

3. Συμπεράσματα 15

Εισαγωγη

Η φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας στην Κοινότητα διέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου[1] σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολόγησης των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (εφεξής “οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας” ή "η οδηγία"). Η οδηγία αυτή καθορίζει ποια είναι τα φορολογητέα προϊόντα, ποιες χρήσεις τους φορολογούνται και ποιοι είναι οι ελάχιστοι συντελεστές φορολόγησης κάθε προϊόντος ανάλογα με τη χρήση του, ως καύσιμο λειτουργίας για ορισμένους βιομηχανικούς και εμπορικούς σκοπούς, ή για σκοπούς θέρμανσης. Καθορίζει επίσης ορισμένες υποχρεωτικές απαλλαγές από τους συνήθεις κανόνες φορολόγησης και επιπλέον περιέχει ευρύ φάσμα προαιρετικών διατάξεων, οι οποίες παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές φορολόγησης ή φοροαπαλλαγές για ορισμένους πολιτικούς σκοπούς.

Επίσης, στα παραρτήματα II και III, η οδηγία περιέχει άλλες 127 παρεκκλίσεις, οι οποίες επιτρέπουν στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ή φοροαπαλλαγές για διάφορα προϊόντα και σκοπούς[2]. Ορισμένες από τις παρεκκλίσεις έχουν ήδη λήξει, ενώ άλλες 111 πρόκειται να λήξουν στις 31 Δεκεμβρίου 2006.

Οι περισσότερες από τις παρεκκλίσεις του παραρτήματος II της οδηγίας για την φορολόγηση της ενέργειας είχαν επιτραπεί αρχικά βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της οδηγίας 92/81/EΟΚ του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή[3] (εφεξής "η οδηγία για τα πετρελαιοειδή")·οι παρεκκλίσεις παρατάθηκαν για τελευταία φορά το 2001[4] και ενσωματώθηκαν (με ελάσσονος σημασίας τροποποιήσεις) στην οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας εν όψει της λήξης τους, στις περισσότερες περιπτώσεις, στα τέλη του 2006. Παρόμοιο σχέδιο έχει τεθεί σε εφαρμογή στο παράρτημα III της οδηγίας για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Κοινότητα το 2004[5].

Στην παρούσα ανακοίνωση αναλύονται οι παρεκκλίσεις που λήγουν στα τέλη του 2006, βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και του άρθρου 18α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας[6]. Για την εκπόνηση της παρούσας ανακοίνωσης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής επανεξέτασαν λεπτομερώς όλες τις παρεκκλίσεις σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Με βάση την επανεξέταση αυτή, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στις γενικές διατάξεις της οδηγίας (πέραν των παραρτημάτων II και III) λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι περισσότερες καταστάσεις που απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση. Παρά ταύτα, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να κρίνουν με δική τους ευθύνη, και με βάση την παρούσα ανακοίνωση, εάν επιθυμούν να παρατείνουν κάποια από τις παρεκκλίσεις κάνοντας χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει η νέα νομική βάση (άρθρο 19).

Aξιολογηση των παρεκκλισεων

Οι παρεκκλίσεις των παραρτημάτων II και III, οι οποίες λήγουν στα τέλη του 2006, μπορούν να χωρισθούν σε τέσσερεις κατηγορίες[7]:

1. Παρεκκλίσεις που αφορούν περιπτώσεις εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας

Η κατηγορία αυτή αφορά τα μη ορυκτά ενεργειακά προϊόντα· το άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας εξαιρεί του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας τις χρήσεις τους. Οι (πέντε) σχετικές παρεκκλίσεις δεν χρειάζεται να εξετασθούν περαιτέρω.

2. Παρεκκλίσεις που έχουν καταστεί παρωχημένες

Από τις διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, προέκυψε ότι τουλάχιστον 8 παρεκκλίσεις δεν εφαρμόζονται πλέον, καίτοι είχε επιτραπεί στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις παρεκκλίσεις αυτές έως τα τέλη του 2006. Κρίνεται ότι οι παρεκκλίσεις δεν ανταποκρίνονται πλέον σε συγκεκριμένες πολιτικές ανάγκες. Ούτε για τις παρεκκλίσεις αυτές χρειάζεται ιδιαίτερη πολιτική ανάλυση.

3. Παρεκκλίσεις που χρησιμοποιούνται σήμερα, των οποίων όμως οι στόχοι έχουν ληφθεί υπόψη μέσω της ευελιξίας που προσφέρουν οι γενικές διατάξεις της οδηγίας

Σε πολλές περιπτώσεις (οι οποίες μέχρι τώρα καλύπτονται από παρεκκλίσεις) τα κράτη μέλη μπορούν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υιοθετήσουν ειδική φορολογική πολιτική με βάση διάφορα άρθρα της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας (με την επιφύλαξη των διατάξεων της συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων). Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, θα χρειασθεί αναπροσαρμογή των πολιτικών αυτών προκειμένου να συμβαδίζουν πλήρως με την οδηγία.

4. Παρεκκλίσεις που ανταποκρίνονται σε στόχους που δεν έχουν ληφθεί υπόψη στις γενικές διατάξεις της οδηγίας

Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει άλλες 35 παρεκκλίσεις, οι οποίες εξακολουθούν μεν να εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη αλλά δεν θα έχουν ως νομική βάση την οδηγία μετά τη λήξη τους. Οι παρεκκλίσεις αυτές καλύπτουν μειωμένους συντελεστές φορολόγησης και φοροαπαλλαγές:

- για τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στα ιδιωτικά αεροσκάφη αναψυχής (10 περιπτώσεις),

- για τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στα ιδιωτικά σκάφη αναψυχής (6 περιπτώσεις),

- για τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια που επαναχρησιμοποιούνται ως καύσιμα, είτε απευθείας μετά την ανάκτησή τους είτε μετά την ανακύκλωσή τους, και όταν η επαναχρησιμοποίησή τους είναι δασμολογητέα (11 περιπτώσεις),

- για συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές (6 περιπτώσεις),

- για διαφόρους άλλους λόγους (2 περιπτώσεις).

Οι κατηγορίες (3) και (4) θα αξιολογηθούν διεξοδικότερα στα επόμενα δύο τμήματα.

Παρεκκλίσεις των οποίων οι στόχοι έχουν ληφθεί υπόψη μέσω της ευελιξίας που προσφέρουν οι γενικές διατάξεις της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας

Οι γενικές διατάξεις της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας είναι αρκετά ευέλικτες ώστε να συνυπολογίζονται οι περισσότεροι στόχοι που επιδιώκουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των παρεκκλίσεων που υπάρχουν. Όντως, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές τα κράτη μέλη δύνανται να καταφεύγουν σε φορολογική διαφοροποίηση υπό φορολογικό έλεγχο για συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς[8]. Ωστόσο, η οδηγία τελείως απλά απαιτεί να τηρούνται[9] τα ελάχιστα επίπεδα φορολόγησης (και επομένως οι υποκείμενοι κοινοτικοί στόχοι). Φορολογική μείωση κάτω των ελάχιστων επιπέδων ή πλήρης φοροαπαλλαγή επιτρέπεται από την οδηγία μόνον σε ορισμένες περιπτώσεις – ιδίως όταν αυτό είναι δεόντως δικαιολογημένο, κυρίως για συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς λόγους.

Η θέση αυτή, σύμφωνα με την οποία πρέπει κατά κανόνα να τηρούνται τα ελάχιστα επίπεδα φορολόγησης, ανταποκρίνεται στους στόχους της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας, και συγκεκριμένα στο στόχο να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη[10]. Κάθε γενική διάταξη της οδηγίας πρέπει να εξετάζεται με βάση αυτό το υπόβαθρο. Παραδείγματος χάριν, το γεγονός ότι κάποιοι στόχοι οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής ενδέχεται να δικαιολογούν φορολογικές διαφοροποιήσεις για εθνικούς λόγους (βλ. άρθρο 5, τρίτο και τέταρτο εδάφιο), δεν σημαίνει ότι είναι άνευ σημασίας τα θέματα που αφορούν την εσωτερική αγορά ή το περιβάλλον (τα οποία αντικατοπτρίζονται στα ελάχιστα επίπεδα φορολόγησης).

Στη συνέχεια, η Επιτροπή παρουσιάζει συνοπτικά το ευρύ φάσμα επιλογών φορολογικής διαφοροποίησης που επιτρέπεται από την οδηγία και σχετίζονται με τον σκοπό της παρούσας επανεξέτασης.

Διαφοροποίηση των συντελεστών σύμφωνα με το άρθρο 5

Βάσει του άρθρου 5, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συντελεστές συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο (ιδίως με την περιβαλλοντική πολιτική) και ότι τηρούνται τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπονται στην οδηγία. Μεταξύ άλλων, το άρθρο αναφέρει τις εξής περιπτώσεις[11]:

Διαφοροποίηση των συντελεστών βάσει της ποιότητας του προϊόντος (άρθρο 5 πρώτο εδάφιο)

Η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι στις διάφορες κατηγορίες του ιδίου προϊόντος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα διάφορα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά του, αλλά σε κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση πρέπει να περιορίζεται σε επίπεδα φορολόγησης ανώτερα των ελάχιστων επιπέδων που ισχύουν.

Διαφοροποίηση των συντελεστών για ορισμένους τύπους χρήσης (άρθρο 5 τρίτο εδάφιο)

Με βάση αυτή τη διάταξη, για τα οχήματα τοπικών δημοσίων συγκοινωνιών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα ταξί, τα ασθενοφόρα και τα οχήματα των ενόπλων δυνάμεων, της δημόσιας διοίκησης, τα οχήματα για πρόσωπα με ειδικές ανάγκες και τα οχήματα αποκομιδής απορριμμάτων, ισχύουν χαμηλότεροι συντελεστές φορολόγησης (άνω των ελαχίστων ορίων), τους οποίους τα κράτη μέλη εφαρμόζουν συνήθως για συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς (συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής πολιτικής)[12].

Η ειδική περίπτωση των δημοσίων συγκοινωνιών

Όσον αφορά τις δημόσιες συγκοινωνίες εν γένει, η οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας περιέχει διατάξεις, οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν στην προώθηση των δυνατοτήτων περιβαλλοντικού και κοινωνικού οφέλους που προσφέρουν οι δημόσιες συγκοινωνίες, δεδομένου ότι κάθε μεταφορικό μέσο έχει διαφορετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Βάσει του άρθρου 5, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν διαφοροποιημένους συντελεστές φορολόγησης (μέχρι τα ελάχιστα επίπεδα) για τα καύσιμα που προορίζονται για τα οχήματα των τοπικών δημόσιων συγκοινωνιών και τα ταξί. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν επίσης πλήρως από τη φορολογία τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών με τα μεταφορικά μέσα που ορίζει το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας (σιδηρόδρομος, μετρό, τραμ και τρόλεϊ). Ακόμη, το άρθρο 7 παράγραφος 2 περιέχει προαιρετική διάταξη, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να διαφοροποιήσουν τους συντελεστές φορολόγησης του πετρελαίου κίνησης (πετρέλαιο εσωτερικής καύσης) που χρησιμοποιείται για εμπορικούς και μη σκοπούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης των λεωφορείων[13] έναντι των ιδιωτικών αυτοκινήτων.

Διαφοροποίηση της φορολογίας για ορισμένα ενεργειακά προϊόντα (ιδίως άρθρα 15 και 16)

Η οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας περιέχει επίσης διάφορες προαιρετικές διατάξεις, οι οποίες επιτρέπουν στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ευνοϊκή φορολογική πολιτική σε ορισμένα προϊόντα, όταν αυτό δικαιολογείται, παραδείγματος χάριν για περιβαλλοντικούς λόγους (ιδίως βάσει των άρθρων 15 και 16). Συχνά, οι διατάξεις αυτές θέτουν προϋποθέσεις και εφαρμόζονται μόνον σε ειδικές χρήσεις του προϊόντος.

Οι αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας για τα πετρελαιοειδή είχαν και πάλι αρκετά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και έτσι με την πάροδο του χρόνου[14] χορηγήθηκαν αρκετές παρεκκλίσεις στα κράτη μέλη.

Το φυσικό αέριο ήταν φορολογητέο με βάση την οδηγία για τα πετρελαιοειδή μόνον εφόσον χρησιμοποιούταν ως καύσιμο κίνησης. Στην περίπτωση αυτή, ο συντελεστής φορολόγησής του ήταν ο ίδιος με εκείνον ισοδυνάμου καυσίμου κίνησης, π.χ. του υγραερίου. Σε αρκετά κράτη μέλη ωστόσο είχαν χορηγηθεί, για το φυσικό αέριο ή/και το υγραέριο, παρεκκλίσεις με βάση την οδηγία για τα πετρελαιοειδή. Αντίστοιχη γενική διάταξη στην οδηγία για την ενέργεια είναι το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο θ), σύμφωνα με το οποίο, υπό φορολογικό έλεγχο, “το φυσικό αέριο και το υγραέριο που χρησιμοποιούνται ως προωθητικό” μπορούν να τύχουν φοροαπαλλαγής ή μειωμένης φορολογίας. Το μεθάνιο, το οποίο εν γένει χρησιμοποιείται ως προωθητικό, αναφέρεται σε αρκετές παρεκκλίσεις αλλά όχι στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο θ) της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας, μπορεί όμως να ενταχθεί στο άρθρο 16, με τις προϋποθέσεις που καθορίζει το εν λόγω άρθρο. Εάν κριθεί ότι η οδηγία δεν προωθεί επαρκώς τα οφέλη που προσφέρει το μεθάνιο για το περιβάλλον, θα μπορούσε να αναπροσαρμοσθεί παραδείγματος χάριν το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο θ).

Η οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας ορίζει ευνοϊκούς ελάχιστους συντελεστές στην Κοινότητα (καίτοι μάλλον χαμηλούς) για όλες τις φορολογητέες χρήσεις του φυσικού αερίου. Ταυτόχρονα, προσφέρει στο άρθρο 15 αρκετές δυνατότητες ακόμη πιο ευνοϊκής μεταχείρισης του φυσικού αερίου, όταν αυτό χρησιμοποιείται για θέρμανση, λαμβανομένου υπόψη ότι το φυσικό αέριο δεν ήταν φορολογητέο με βάση το προηγούμενο νομικό πλαίσιο. Οι ίδιες δυνατότητες ισχύουν και για άλλα προϊόντα που φορολογήθηκαν πρόσφατα, όπως είναι η ηλεκτρική ενέργεια, ο άνθρακας και τα στερεά καύσιμα. Οι διατάξεις αυτές προβλέφθηκαν σε περίπτωση που τα κράτη μέλη συναντούσαν δυσκολίες να προσαρμοσθούν στη νέα κατάσταση.

Τέλος, όσον αφορά τα βιοκαύσιμα ή άλλα μείγματα καυσίμων επωφελή για το περιβάλλον, τη βιομάζα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εν γένει, τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας προβλέπουν αναλυτικό πλαίσιο για την εφαρμογή ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης, εάν η χρήση των προϊόντων αυτών αποβεί φορολογητέα με βάση την οδηγία.

Φορολογική διαφοροποίηση για εμπορικές/βιομηχανικές και επιχειρηματικές χρήσεις

Πολλές παρεκκλίσεις στην οδηγία για τα πετρελαιοειδή αφορούσαν τη μειωμένη φορολόγηση ή την φοροαπαλλαγή για τα φορολογητέα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ή τις επιχειρήσεις εν γένει. Τα θέματα αυτά πραγματεύεται διεξοδικά η οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας, η οποία περιέχει πολυάριθμες διατάξεις που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν πιο ευνοϊκή μεταχείριση στις επιχειρήσεις όταν χρειάζεται, παραδείγματος χάριν, για λόγους ανταγωνιστικότητας.

Παραδείγματος χάριν για τη χρήση των καυσίμων θέρμανσης , το άρθρο 5 επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν διαφοροποιημένη φορολόγηση μεταξύ επιχειρηματικής και μη επιχειρηματικής χρήσης των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας με χαμηλότερους κατώτατους φορολογικούς συντελεστές, όταν προορίζονται για επιχειρηματική χρήση. Όσον αφορά τη χρήση ως καύσιμο κίνησης , το άρθρο 7 παράγραφος 2 επιτρέπει να διαφοροποιούν την εμπορική από τη μη εμπορική χρήση πετρελαίου εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό. Το άρθρο 8 καθορίζει αισθητά χαμηλότερα επίπεδα φορολόγησης για τα καύσιμα κίνησης που χρησιμοποιούνται για ορισμένους γεωργικούς, εμπορικούς και βιομηχανικούς σκοπούς. Επίσης, το άρθρο 17 επιτρέπει στα κράτη μέλη να χορηγούν πλήρη ή μερική φοροαπαλλαγή ή μειώσεις του ειδικού φόρου κατανάλωσης που ισχύει για τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες συνθήκες. Ακόμη, για ορισμένες πολύ ειδικές χρήσεις ενεργειακών προϊόντων στη βιομηχανία υπάρχουν ιδιαίτερες διατάξεις στο άρθρο 21 της οδηγίας (ιδίως στην τρίτη παράγραφο).

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι τα ενεργειακά προϊόντα και η ηλεκτρική ενέργεια, όταν δεν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα όπως στην περίπτωση της βιομηχανικής κατεργασίας, επί τούτου δεν έχουν περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 4.

Παρεκκλίσεις ανταποκρινόμενες σε στόχους που δεν έχουν ληφθεί υπόψη στις γενικές διατάξεις της οδηγίας

Ορισμένες παρεκκλίσεις στα παραρτήματα II και III ανταποκρίνονται σε στόχους, οι οποίοι δεν έχουν ληφθεί υπόψη στις γενικές διατάξεις της οδηγίας, διότι αφορούν ειδικά πολιτικά θέματα συγκεκριμένων κρατών μελών. Η Επιτροπή κατά κανόνα παραδέχεται ότι είναι αναπόφευκτο κάποιες ανάγκες των κρατών μελών να μην περιλαμβάνονται εξ ολοκλήρου στο εναρμονισμένο κοινοτικό νομικό πλαίσιο και ότι, κατά συνέπεια, θα χρειασθούν ίσως παρεκκλίσεις που θα επιτρέπουν στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να προσαρμοσθούν βαθμιαία με το κοινοτικό δίκαιο.

Για το σκοπό αυτό, η οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας περιλαμβάνει το άρθρο 19, το οποίο μοιάζει πολύ με το άρθρο 8 παράγραφος 4 της οδηγίας για τα πετρελαιοειδή, αλλά με αυστηρότερους όρους. Το Συμβούλιο μπορεί να επιτρέψει στα κράτη μέλη να εισάγουν φοροαπαλλαγές ή μειώσεις του φόρου για ειδικούς πολιτικούς λόγους. Τα προγράμματα αυτά πρέπει πάντως πρώτα να εξετάζονται για να εξασφαλίζεται ότι είναι σύμφωνα με τις κοινοτικές πολιτικές, με βάση μεταξύ άλλων την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τον θεμιτό ανταγωνισμό και τις κοινοτικές πολιτικές υγείας, περιβάλλοντος, ενέργειας και μεταφορών.

Με αυτά τα δεδομένα, πραγματοποιήθηκε η επανεξέταση ορισμένων παρεκκλίσεων που ακολουθεί.

Καύσιμα χρησιμοποιούμενα στα ιδιωτικά αεροσκάφη αναψυχής

Το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας ορίζει ότι τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τη φορολογία ενεργειακά προϊόντα που διατίθενται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για τις αεροπορικές μεταφορές εκτός των ιδιωτικών πτήσεων αναψυχής[15]. Η διάταξη αυτή τέθηκε σε ισχύ για πρώτη φορά το 1993 με βάση το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας για τα πετρελαιοειδή. Οι ιδιωτικές πτήσεις αναψυχής δεν υπόκεινταν λοιπόν σε υποχρεωτική φοροαπαλλαγή όπως συνέβαινε για τις εμπορικές πτήσεις, ούτε υπήρχε όντως γι’αυτές κάποιο προαιρετικό φορολογικό πλεονέκτημα με βάση τις οδηγίες. Είχε επιτραπεί σε δέκα συνολικά κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τους κανόνες αυτούς για ειδικούς πολιτικούς λόγους.

Θέματα κοινοτικών πολιτικών

Για να αποκτήσουν οι κοινοτικές πολιτικές μεταφορών, περιβάλλοντος και φορολογίας μεγαλύτερη συνοχή, η Επιτροπή, ήδη από το 1996[16], πρότεινε για πρώτη φορά την κατάργηση των παρεκκλίσεων αυτών. Έτσι η Επιτροπή άρχισε τη βαθμιαία κατάργηση εννέα παρεκκλίσεων το 2000, δηλώνοντας ότι οι παρεκκλίσεις αυτές έπρεπε να λήξουν με την επικείμενη τότε έναρξη ισχύος της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας ή, εν πάση περιπτώσει, ότι έπρεπε να λήξουν το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2002[17]. Η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται για ποιο λόγο πρέπει να αλλάξει άποψη επί του θέματος. Οι παρεκκλίσεις αυτές δημιουργούν αναταράξεις στην εσωτερική αγορά, δεν ανταποκρίνονται με ακρίβεια στα αρνητικά εξωτερικά κόστα των μεταφορών και επιπλέον αντιτίθενται στις επιλογές στις οποίες προέβη το Συμβούλιο με την υιοθέτηση της οδηγίας.

Επιχειρήματα των κρατών μελών

Ορισμένα κράτη μέλη προβάλλουν το επιχείρημα ότι η λήξη της παρέκκλισης αυτής θα επιφέρει τις εξής δυσμενείς συνέπειες:

- υψηλό κόστος συμμόρφωσης για τον τομέα (λόγω της αναγκαίας νέας υποδομής με την οποία θα εξασφαλίζεται διαχωρισμός στην πώληση μεταξύ φορολογητέου και αφορολόγητου καυσίμου)·

- υψηλό διοικητικό κόστος για τη συμμόρφωση·

- κίνδυνος ανάπτυξης "τουρισμού" με σκοπό την αγορά φθηνότερων καυσίμων·

- αρνητικές συνέπειες στον τομέα των ιδιωτικών πτήσεων αναψυχής.

Η Επιτροπή κρίνει ότι εν γένει τα επιχειρήματα αυτά δεν ευσταθούν. Η φορολόγηση των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στα ιδιωτικά αεροσκάφη αναψυχής άρχισε καταρχήν το 1993. Τα κράτη μέλη είχαν στη διάθεσή τους έως σήμερα αρκετό χρόνο για να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας. Από πρακτική άποψη, η εισαγωγή της φορολόγησης δεν αναμένεται να δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα, διότι ούτως ή άλλως στα ελαφρά αεροσκάφη χρησιμοποιείται διαφορετικός τύπος καυσίμων από εκείνο για τα αεριωθούμενα ή τα εμπορικά αεροσκάφη.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι θα δημιουργηθεί ίσως αύξηση του διοικητικού φόρτου ή του διοικητικού κόστους λόγω της μετάβασης στο νέο καθεστώς φορολόγησης. Ωστόσο, εάν γίνουν δεκτά τα εν λόγω επιχειρήματα, αυτό θα σήμαινε ότι οι παρεκκλίσεις θα έπρεπε να διατηρηθούν επ’άπειρον, αντίθετα με την γενική πολιτική αρχή ότι οι παρεκκλίσεις πρέπει να είναι περιορισμένης διάρκειας και να αποβλέπουν στην αντιμετώπιση των δυσκολιών που συναντώνται όταν εφαρμόζεται νέα νομοθεσία.

Κατά την άποψη της Επιτροπής δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα για τον αποκαλούμενο "τουρισμό" με σκοπό το γέμισμα του ρεζερβουάρ, δηλαδή η στάση των πολιτών να διέρχονται τα σύνορα για να εκμεταλλευθούν τις χαμηλότερες τιμές των καυσίμων σε άλλα κράτη μέλη. Εάν ο τουρισμός αυτός είναι όντως πρόβλημα στο δεδομένο πεδίο, οι παρεκκλίσεις που ισχύουν σήμερα, οι οποίες έχουν περιορισθεί σε 10 στα 25 κράτη μέλη, τείνουν να επιδεινώσουν την κατάσταση αντί να την συγκρατήσουν.

Φαίνεται επομένως ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται πλέον πιο ευνοϊκά η συγκεκριμένη δραστηριότητα σε σύγκριση με άλλες παρόμοιες δραστηριότητες (μεταφορές ή αναψυχή), με την ενσωμάτωση του εξωτερικού κόστους στην φορολόγηση σε μικρότερο ποσοστό.

Καύσιμα χρησιμοποιούμενα στα ιδιωτικά σκάφη αναψυχής

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας (το οποίο αναπαράγει το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας για τα πετρελαιοειδή), τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τη φορολογία τα ενεργειακά προϊόντα που διατίθενται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για τη ναυσιπλοΐα στα ύδατα της Κοινότητας (συμπεριλαμβανομένης της αλιείας), εκτός από την περίπτωση χρησιμοποίησής τους σε ιδιωτικά σκάφη αναψυχής [18]. Συνήθως, τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν την φοροαπαλλαγή και στην εσωτερική ναυσιπλοΐα. Τα ιδιωτικά σκάφη αναψυχής αποκλείονται πάντως ρητά και από τις δύο διατάξεις.

Τα παραρτήματα II και III περιέχουν 6 παρεκκλίσεις συνολικά, οι οποίες επιτρέπουν στα κράτη μέλη για ειδικούς πολιτικούς λόγους να εφαρμόζουν μειωμένους φορολογικούς συντελεστές ή φοροαπαλλαγές στα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στα ιδιωτικά σκάφη αναψυχής. Η Επιτροπή άρχισε να καταργεί βαθμιαία 5 από αυτές τις παρεκκλίσεις με την επανεξέταση των παρεκκλίσεων το 2000.

Θέματα κοινοτικής πολιτικής

Η συλλογιστική που αναπτύχθηκε προηγουμένως όσον αφορά τα ιδιωτικά αεροσκάφη αναψυχής ισχύει και στην ανάλογη περίπτωση των ιδιωτικών σκαφών αναψυχής. Συνεπώς, δεν πρέπει να ανανεωθεί η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στις ανωτέρω δραστηριότητες, έναντι των καυσίμων που χρησιμοποιούνται σε παρόμοιες δραστηριότητες (μεταφορές ή αναψυχή).

Επιχειρήματα των κρατών μελών

Ορισμένα κράτη μέλη προβάλλουν το επιχείρημα ότι η λήξη της παρέκκλισης αυτής θα επιφέρει τις εξής δυσμενείς συνέπειες:

- υψηλό κόστος συμμόρφωσης για τον τομέα (λόγω της αναγκαίας νέας υποδομής με την οποία θα εξασφαλίζεται διαχωρισμός στην πώληση μεταξύ φορολογητέου και αφορολόγητου καυσίμου και, στην περίπτωση ορισμένων τύπων πλοίων, λόγω των δυσχερειών που συνδέονται με τη διττή χρήση του καυσίμου, αφενός, ως καυσίμου θέρμανσης (η οποία ενδεχομένως υπόκειται σε μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης) και αφετέρου, ως προωθητικό)·

- υψηλό διοικητικό κόστος για τη συμμόρφωση·

- κίνδυνος απάτης (ειδικά όταν το καύσιμο χρησιμοποιείται και για θέρμανση και για κίνηση)·

- κίνδυνος ανάπτυξης "τουρισμού" με σκοπό την αγορά φθηνότερων καυσίμων·

- αρνητικές επιπτώσεις στον κλάδο των ιδιωτικών σκαφών αναψυχής.

Η Επιτροπή κρίνει ότι εν γένει τα επιχειρήματα αυτά και πάλι δεν ευσταθούν. Τα περισσότερα κράτη μέλη, στα οποία έχει χορηγηθεί παρέκκλιση, είχαν αρκετό χρόνο έως τώρα στη διάθεσή τους για να προσαρμοσθούν στη νέα κατάσταση, δεδομένου ότι τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στα ιδιωτικά σκάφη αναψυχής ήταν καταρχήν φορολογητέα από το 1993 και ότι η Επιτροπή άρχισε τη βαθμιαία κατάργηση της παρέκκλισης το 2000. Επισημαίνεται επίσης ότι πολύ συχνά οι εγκαταστάσεις τροφοδοσίας καυσίμων των σκαφών αναψυχής βρίσκονται σε διαφορετικό σημείο από τις αντίστοιχες εγκαταστάσεις για τα εμπορικά πλοία (π.χ. από τη μια πλευρά είναι η μαρίνα και από την άλλη ο εμπορικός λιμένας).

Η Επιτροπή αναγνωρίζει και πάλι ότι θα δημιουργηθεί ίσως αύξηση του διοικητικού φόρτου ή του διοικητικού κόστους λόγω της μετάβασης στο νέο καθεστώς φορολόγησης. Ωστόσο, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προηγουμένως στο ίδιο πλαίσιο για τα αεροσκάφη ισχύουν εξίσου στη δεδομένη περίπτωση.

Θα υπάρξει επίσης ενδεχομένως κάποιος κίνδυνος απάτης λόγω της διττής χρήσης του ίδιου καυσίμου στο ίδιο σκάφος (ιδίως στην περίπτωση των πλοίων της εσωτερικής ναυσιπλοΐας). Μπορεί να υποστηριχθεί πάντως ότι παρόμοιοι κίνδυνοι υφίστανται και σε άλλες περιπτώσεις, στις οποίες το ίδιο πρόσωπο χρησιμοποιεί έναν τύπο καυσίμου για σκοπούς διαφορετικούς που συνεπάγονται διαφορετικό ειδικό φόρο κατανάλωσης (π.χ. στη γεωργία). Η πείρα των κρατών μελών όπου δεν έχει χορηγηθεί καμία παρέκκλιση θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη στο θέμα αυτό.

Όσον αφορά το επιχείρημα για τον "τουρισμό" με σκοπό την αγορά φθηνότερων καυσίμων, πρέπει να επισημανθεί ότι μόνον έξι κράτη μέλη εφαρμόζουν σήμερα την παρέκκλιση. Από την άποψη της εσωτερικής αγοράς, εάν όντως υπάρχουν κάποιες στρεβλώσεις, είναι πολύ πιθανό να έχουν προκληθεί από την ίδια την παρέκκλιση παρά από τη μη εφαρμογή της. Τέλος, μολονότι η λήξη της παρέκκλισης θα οδηγήσει ενδεχομένως σε αύξηση των τιμών, αυτό είναι η αναγκαία συνέπεια της εξομοίωσης της συγκεκριμένης δραστηριότητας με άλλες παρόμοιες (βλ. τη συλλογιστική σε άλλες κοινοτικές πολιτικές που εκτίθεται ακριβώς παραπάνω, όπως στα ανάλογα σημεία στο 2.2.1 ανωτέρω).

Χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια

Τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια συνίστανται κυρίως σε χρησιμοποιημένα λιπαντικά από οχήματα και κινητήρες ή σε χρησιμοποιημένα υδραυλικά έλαια και είναι, από τη φύση τους, επικίνδυνα. Πρέπει επομένως να συλλέγονται και να υπόκεινται σε επεξεργασία με τον λιγότερο επιβλαβή τρόπο[19]· αφού υποβληθούν σε επεξεργασία μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυρίως είτε ως ενεργειακός πόρος είτε ως πρώτη ύλη. Στην πρώτη περίπτωση, από φορολογική άποψη τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια υπόκεινται στην ίδια φορολογία με τα υπόλοιπα ορυκτέλαια και, συνεπώς, εντάσσονται στο κοινοτικό πλαίσιο ειδικού φόρου κατανάλωσης από το 1993.

Ωστόσο, στο παρελθόν επετράπη σε 11 κράτη μέλη συνολικά, για πολιτικούς λόγους, να απαλλάσσουν από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια που χρησιμοποιούνται και πάλι ως καύσιμο, είτε απευθείας είτε μετά από επεξεργασία ανακύκλωσης στις περιπτώσεις που η επαναχρησιμοποίησή τους είναι φορολογητέα.

Θέματα κοινοτικής πολιτικής

Ένας από τους κύριους στόχους της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας είναι να αντιμετωπίζονται ισότιμα τα διάφορα ανταγωνιστικά προϊόντα, έτσι ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά. Η ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση ορισμένων ενεργειακών προϊόντων μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον παραδείγματος χάριν για περιβαλλοντικούς λόγους. Για τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια δεν υπάρχει πάντως τέτοια δικαιολογία, σήμερα τουλάχιστον. Η Επιτροπή στη “Θεματική Στρατηγική για την πρόληψη της δημιουργίας και την ανακύκλωση των αποβλήτων”, την οποία εξέδωσε το Δεκέμβριο του 2005[20], διευκρίνισε ότι κεντρικός στόχος πρέπει να είναι η πλήρης συλλογή των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων και η επεξεργασία τους σε ελεγχόμενες εγκαταστάσεις και, ταυτόχρονα, η τήρηση των ορίων εκπομπών που καθορίζονται στην κοινοτική νομοθεσία. Η στρατηγική αποβλέπει στη δημιουργία ισότιμων όρων μεταξύ των διαφόρων μεταγενέστερων χρήσεων των συλλεγόμενων ακατέργαστων υλών, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κάθε χρήσης· ευνοεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων τεχνολογιών επεξεργασίας, οι οποίες ανταποκρίνονται κατά τον καλύτερο τρόπο στις ανάγκες της αγοράς και προωθούν την καινοτομία.

Η ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δεν θα συμβάδιζε επομένως με την κοινοτική φορολογική και περιβαλλοντική πολιτική, διότι θα ευνοούσε τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια έναντι άλλων άμεσα ανταγωνιστικών ενεργειακών προϊόντων και ταυτόχρονα θα ευνοούσε τον έναν κύριο τρόπο επεξεργασίας τους έναντι του άλλου τρόπου.

Επιχειρήματα των κρατών μελών

Από τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη διαφάνηκε ότι ορισμένα από αυτά θεωρούν ότι υφίστανται σοβαροί περιβαλλοντικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι υπέρ της φοροαπαλλαγής (χωρίς, ωστόσο, να υπεισέρχονται σε πολλές λεπτομέρειες), και ιδίως οι εξής:

- η φοροαπαλλαγή των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, τα οποία χρησιμοποιούνται ως καύσιμα είτε απευθείας είτε μετά από επεξεργασία τους, ευνοεί τη συλλογή τους·

- η ποσότητα των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δεν είναι αρκετά μεγάλη ώστε να καθίσταται οικονομικά βιώσιμη η συλλογή και η αναγέννησή τους. Η φοροαπαλλαγή για την καύση τους εξασφαλίζει τουλάχιστον την μη ανεξέλεγκτη οριστική διάθεση των ορυκτελαίων.

Η Επιτροπή κρίνει ότι η συλλογιστική αυτή και πάλι δεν δικαιολογεί να ευνοείται μέσω της φορολογίας μια και μόνον πιθανή χρήση της ακατέργαστης ύλης έναντι κάποιας άλλης. Τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί όλον αυτόν τον καιρό δεν επιβεβαιώνουν τη σύνδεση μεταξύ φοροαπαλλαγής και βαθμού επιτυχίας στη συλλογή των ορυκτελαίων, ενώ μάλλον επιβεβαιώνουν ότι η φοροαπαλλαγή ευνοεί τη μια από τις δύο κύριες επεξεργασίες[21].

Πρέπει να επισημανθεί ότι τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια πρέπει ούτως ή άλλως να συλλέγονται και κατόπιν να υποβάλλονται σε επεξεργασία σε ελεγχόμενες εγκαταστάσεις. Τα μέτρα που αποβλέπουν απευθείας στη συλλογή (π.χ. άμεσες επιδοτήσεις, αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού) είναι μάλλον πιο εύστοχο μέσο προς το σκοπό αυτό. Επίσης, από την αύξηση της τιμής των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων φαίνεται ότι υπάρχει αρκετή ζήτηση στην αγορά και ότι, με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια είναι όλο και πιο ελκυστικά ως φθηνή εναλλακτική λύση έναντι άλλων ενεργειακών προϊόντων. Τέλος, επισημαίνεται ότι οι περισσότερες χρήσεις των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων ως καύσιμα (όπως σε τσιμεντοκαμίνους, σε έργα όπου χρησιμοποιούνται ασβεστόλιθοι, σε εργασίες όπου χρησιμοποιείται ο χάλυβας ή σε λατομεία) δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας.

Παρεκκλίσεις περιφερειακού χαρακτήρα

Κατά το παρελθόν είχε επιτραπεί σε ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειώσεις της φορολογίας ή φοροαπαλλαγές για συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές ή περιφέρειες, οι οποίοι συνδέονταν είτε με την οικονομική ανάπτυξη είτε με περιφερειακές ιδιαιτερότητες (κλίμα, τοποθεσία) των ζωνών αυτών. Επίσης, εφαρμόσθηκαν ορισμένα περιφερειακά προγράμματα για να αποθαρρυνθεί ο αποκαλούμενος "τουρισμός" με σκοπό την αγορά φθηνότερων καυσίμων.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, προκύπτουν δύο κύρια προβλήματα σε σχέση με αυτήν την ομάδα παρεκκλίσεων:

Πρώτον, και αναλόγως της περίπτωσης, υπάρχουν ίσως μέσα απολύτως κατάλληλα (και ενδεχομένως καλύτερα) για να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος, τα οποία βοηθούν π.χ. να παρακαμφθούν μειονεκτήματα από τα οποία πάσχουν ορισμένες περιοχές αλλά δεν θίγουν τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εναρμόνιση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια. Τα μέσα αυτά είναι δυνατόν να συνδέονται με την πολιτική συνοχής.

Δεύτερον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το συμφέρον για μια εσωτερική αγορά ανόθευτου ανταγωνισμού. Η ιδέα των κατώτατων συντελεστών εξυπηρετεί το συμφέρον αυτό· εάν χρειασθεί μπορούν να μειωθούν οι κατώτατοι συντελεστές.

Εν τέλει, μετά από προσεκτική ανάλυσή τους φαίνεται ότι οι συγκεκριμένες παρεκκλίσεις δεν πρέπει να ανανεωθούν.

Άλλες παρεκκλίσεις

Μικρός αριθμός παρεκκλίσεων δεν εμπίπτουν σε καμία διάταξη της οδηγίας. Οι παρεκκλίσεις αυτές προβλέπουν φορολογική μείωση για τη βενζίνη που διανέμεται από ειδικά εξοπλισμένα πρατήρια. Κατά την άποψη της Επιτροπής, δεν δικαιολογείται πλέον η χορήγηση τέτοιων παρεκκλίσεων. Καίτοι το μέτρο χρησίμευσε ενδεχομένως στην ενθάρρυνση εισαγωγής του εξοπλισμού αυτού όταν πρωτοεμφανίστηκε, είναι λογικό να παύσει σταδιακά η εν λόγω παρέκκλιση.

Η ίδια συλλογιστική ισχύει και για μια άλλη παρέκκλιση της ομάδας αυτής, δηλαδή η φοροαπαλλαγή του άνθρακα, του οπτάνθρακα και του λιγνίτη, η οποία έχει ορισθεί ότι θα λήξει στις 1.1.2007. Υπογραμμίζεται ότι η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας από τα ορυκτέλαια σε όλα τα υπόλοιπα ανταγωνιστικά προϊόντα, όπως είναι το φυσικό αέριο, η ηλεκτρική ενέργεια και τα στερεά καύσιμα, υπήρξε η βασική αρχή που οδήγησε στην έκδοση της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε στο 2.1.3 και στο 2.1.4 ανωτέρω, η οδηγία περιέχει παρόλα αυτά αρκετές διατάξεις, οι οποίες επιτρέπουν στα κράτη μέλη να ασκούν πιο ευνοϊκή φορολογική πολιτική για τα προϊόντα που φορολογούνται για πρώτη φορά, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, την οποία μπορούν να εφαρμόζουν χωρίς την εκ των προτέρων έγκριση από το Συμβούλιο .

Συμπερασματα

Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, η Επιτροπή κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

Όταν τα κράτη μέλη μπορούν να επιδιώκουν τους στόχους στους οποίους βασίζονται ορισμένες παρεκκλίσεις σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας (2.1. ανωτέρω), δεν χρειάζεται παράταση και συνεπώς, δεν φαίνεται να χρειάζονται άλλες ενέργειες, εκτός ίσως από κάποιες ήσσονος σημασίας προσαρμογές.[22]

Για τις παρεκκλίσεις που ανταποκρίνονται σε στόχους που δεν έχουν ληφθεί υπόψη στις γενικές διατάξεις της οδηγίας, η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί μέρος του υποβάθρου, με βάση το οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να αξιολογήσουν τη θέση τους, όσον αφορά τη λήξη των παρεκκλίσεων αυτών. Εάν κάποιο μεμονωμένο κράτος μέλος κρίνει ότι για συγκεκριμένους πολιτικούς λόγους εξακολουθεί να χρειάζεται κάποια παρέκκλιση από την οδηγία, μπορεί να υποβάλει σχετικό αίτημα στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας. Τα αιτήματα αυτού του είδους θα αξιολογούνται ανάλογα με την περίπτωση, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, της ανάγκης να εξασφαλισθεί θεμιτός ανταγωνισμός και των κοινοτικών πολιτικών για το περιβάλλον, την ενέργεια και τις μεταφορές (βλ. άρθρο 19 της οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας).

Επίσης, η Επιτροπή θα ήθελε να υπενθυμίσει στα κράτη μέλη ότι όλα τα φορολογικά μέτρα, τα οποία ενδέχεται να συνιστούν κρατική ενίσχυση, πρέπει να κοινοποιούνται εκ των προτέρων στην Επιτροπή, έτσι ώστε να αξιολογούνται με βάση τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις[23]. Σε γενικότερες γραμμές, τα φορολογικά μέσα πρέπει να είναι συμβιβάσιμα με όλες τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης.

Τέλος, η Επιτροπή κρίνει ότι η λήξη των περισσότερων παρεκκλίσεων πρέπει να αποτελέσει επίσης την ευκαιρία για να επιτευχθεί μεγαλύτερη διαφάνεια και συνοχή στη νομοθεσία περί φορολόγησης της ενέργειας, η οποία θα εξασφαλίσει ότι η οδηγία αποτελεί το καλύτερο μέσο στην υπηρεσία των κρατών μελών και της Κοινότητας και των γενικών στόχων για την αειφόρο ανάπτυξη και τη στρατηγική της Λισαβόνας.

[1] Οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283 της 31.10.2003 σ. 51· οδηγία που τροποποιήθηκε τελευταία από τις οδηγίες 2004/74/EΚ και 2004/75/EΚ (ΕΕ L 157 της 30ής Απριλίου 2004, σ. 87 και 100).

[2] Σημειωτέον ότι βάσει του άρθρου 19 της οδηγίας χορηγήθηκαν τρεις παρεκκλίσεις στη Γαλλία, τη Σουηδία και το ΗΒ από την έναρξη ισχύος της οδηγίας. Οι παρεκκλίσεις αυτές δεν επανεξετάσθηκαν.

[3] Οδηγία 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 1992 για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316 της 31.10.1992)· οδηγία που καταργήθηκε μαζί με την οδηγία 92/82/EΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992 για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων στα πετρελαιοειδή από τις 31 Δεκεμβρίου 2003 με την οδηγία 2003/96/EΚ του Συμβουλίου.

[4] Απόφαση του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς (ΕΕ L 84 της 23ης Μαρτίου 2001, σ. 23).

[5] Οδηγία 2004/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τροποποίηση της οδηγίας 2003/96/ΕΚ σχετικά με τη δυνατότητα για ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόζουν, όσον αφορά τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, προσωρινές απαλλαγές ή μειώσεις των επιπέδων φορολογίας. Επίσης, χορηγήθηκε απευθείας με τη συνθήκη προσχώρησής τους σε δύο νέα κράτη μέλη μεταβατική περίοδος ενός έτους (η μεταβατική περίοδος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας επανεξέτασης).

[6] Η διατύπωση του άρθρου 18 παράγραφος 1 και του άρθρου 18α παράγραφος 1 βασίζεται στη διατύπωση του άρθρου 1 της απόφασης 2001/224/EΚ του Συμβουλίου. Το άρθρο 1 παράγραφος 2 της εν λόγω απόφασης πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένου υπόψη του υπόβαθρου της οδηγίας για τα πετρελαιοειδή, η οποία παρείχε περιορισμένο αριθμό προαιρετικών απαλλαγών ή μειώσεων. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μπορούσαν να επιδιώξουν συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους μόνον με μεμονωμένες παρεκκλίσεις, ιδίως στο πεδίο του περιβάλλοντος. Η κατάσταση αυτή άλλαξε εξαιτίας της έκδοσης της οδηγίας για την φορολόγηση της ενέργειας, η οποία προσφέρει ευρύ φάσμα δυνατοτήτων για τη χορήγηση απαλλαγών ή μειώσεων για συγκεκριμένους πολιτικούς λόγους.

[7] Για λόγους απλούστευσης, η Επιτροπή αναφέρει τα σημεία που καθορίζονται στα παραρτήματα II και III της οδηγίας ως “παρεκκλίσεις”, μολονότι ορισμένα από τα σημεία αυτά δεν αποκλίνουν αναγκαστικά από τις γενικές διατάξεις της οδηγίας (βλ. ιδίως την κατηγορία (3) στη συνέχεια).

[8] Πολλές παρεκκλίσεις που είχαν χορηγηθεί σε κράτη μέλη ενσωματώθηκαν απευθείας στην οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας, η οποία τους επιτρέπει να τις εφαρμόζουν, υπό φορολογικό έλεγχο, χωρίς να χρειάζεται η εκ των προτέρων έγκριση του Συμβουλίου για φορολογικούς λόγους, με την επιφύλαξη όμως των κοινοτικών κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

[9] Το οποίο σημαίνει είτε κοινοτικά κατώτατα όρια φορολόγησης ή σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. άρθρο 5 της οδηγίας) τα κατώτατα όρια φορολόγησης που ορίζει η οδηγία, η οποία καλύπτει επίσης περιπτώσεις στις οποίες χορηγήθηκαν μεταβατικές περίοδοι σε κράτη μέλη για να φθάσουν βαθμιαία τα κοινοτικά κατώτατα όρια.

[10] Η οδηγία (έκτη αιτιολογική σκέψη) αναφέρεται ρητά στο άρθρο 6 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη.

[11] Άλλες περιπτώσεις αναλύονται στο 2.1.4 κατωτέρω.

[12] Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που καταβάλλουν οι φορείς του Δημοσίου δεν επηρεάζει εν γένει τον κρατικό προϋπολογισμό.

[13] Σύμφωνα με την οδηγία νοούνται ως οχήματα μεταφοράς προσώπων, είτε πρόκειται για τακτικά είτε για έκτακτα δρομολόγια, της κατηγορίας M2 ή M3, όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία 70/156/EΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους (ΕΕ L 42 της 23.2.1970, σ. 1· οδηγία που τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/64/EΚ (ΕΕ L 310 της 25ης Νοεμβρίου 2005, σ. 10)).

[14] Οι παρεκκλίσεις αυτές επιτρέπουν στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν προτιμησιακό φορολογικό καθεστώς για το υγραέριο, το μεθάνιο και το φυσικό αέριο, ή τα βιοκαύσιμα.

[15] Ως ιδιωτική πτήση αναψυχής νοείται η χρησιμοποίηση αεροσκάφους από τον ιδιοκτήτη του ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο το χρησιμοποιεί βάσει μισθώσεως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, για μη εμπορικούς σκοπούς, και ειδικότερα όταν δεν πρόκειται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για τις ανάγκες των δημόσιων αρχών”.

[16] COM (1996) 549 της 14ης Noεμβρίου 1996.

[17] COM (2000) 678 της 15ης Νοεμβρίου 2000.

[18] Ως “"ιδιωτικό σκάφος αναψυχής" νοείται οποιοδήποτε σκάφος που χρησιμοποιείται από τον ιδιοκτήτη του ή από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει τη χρήση του δυνάμει μισθώσεως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, για μη εμπορικούς σκοπούς και ειδικότερα όταν δεν πρόκειται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών επ' ανταλλάγματι, ή για τις ανάγκες των δημόσιων αρχών”.

[19] Η κοινοτική πολιτική για τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια χρονολογείται από τη δεκαετία του ’70· στόχος είναι να αποφευχθούν οι επιβλαβείς συνέπειες των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων στο περιβάλλον.

[20] COM (2005) 666 της 21ης Δεκεμβρίου 2005.

[21] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. παραδείγματος χάριν τις τακτικές εκθέσεις για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας περί αποβλήτων (COM (1999) 752 της 10ης Ιανουαρίου 2000, COM (2003) 250 της 11ης Ιουλίου 2003). Νέα έκθεση θα δημοσιευθεί αργότερα εντός του έτους.

[22] Βλ. 2.1.3 ανωτέρω.

[23] Βλ. ιδίως την αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας.