52006DC0334




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 29.6.2006

COM(2006) 334 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

για την αναθεώρηση του πλαισίου των κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών {SEC(2006) 816}{SEC(2006) 817}

Με την παρούσα ανακοίνωση και το συνοδευτικό έγγραφο των υπηρεσιών της Επιτροπής δρομολογείται δημόσια διαβούλευση σχετικά με το μέλλον του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, η οποία θα διαρκέσει έως τις 27 Οκτωβρίου 2006. Βλ.http://ec.europa.eu./information_society/policy/ecomm/tomorrow/index_en.htm

Ενδεχόμενα σχόλια, με βάση το σχεδιότυπο που διατίθεται στον παραπάνω URL, πρέπει να αποστέλλονται με ηλε-ταχυδρομείο στη διεύθυνση

infso - 2006review@ec.europa.eu

Τα σχόλια θα δημοσιευτούν, εκτός εάν ζητηθεί ειδικά η τήρηση του απορρήτου. Παρακαλείστε να αναφέρετε το όνομα ενός αρμοδίου στον οργανισμό σας για τυχόν ερωτήσεις σχετικά με την συμβολή σας. Βεβαίωση παραλαβής αποστέλλεται με ηλε-ταχυδρομείο, κατά κανόνα εντός 2 εργάσιμων ημερών. Σε περίπτωση που δεν λάβετε απόδειξη επικοινωνείστε με:

Policy Development Unit (B1)DG Information Society and MediaB-1049 BrusselsBelgiumTel + 32 2 296 8633

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κατά την πορεία της παρούσας διαβούλευσης πραγματοποιείται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων. Βλ. http://ec.europa.eu./information_society/policy/ecomm/info_centre/documentation/public_consult/privacy_statement/index_en.htm

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

για την αναθεώρηση του πλαισίου των κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (Κείμενο που ενδιαφέρει τον ΕΟΧ)

Σύνοψη

Η παρούσα ανακοίνωση αφορά την πρακτική εφαρμογή των πέντε οδηγιών που συνιστούν το πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως απαιτείται στις εν λόγω οδηγίες. [1] Επίσης, με την παρούσα ανακοίνωση η Επιτροπή δρομολογεί δημόσια διαβούλευση σχετικά με το μέλλον του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και των οποίων ζητεί τον σχολιασμό έως τις 27 Οκτωβρίου 2006. Εξηγείται ο τρόπος με τον οποίο το εν λόγω πλαίσιο ανταποκρίθηκε στους στόχους που είχε θέσει και εντοπίζονται πεδία όπου επιβάλλονται αλλαγές. Οι προτεινόμενες αλλαγές εξετάζονται στο σχετικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής. Σύμφωνα με τις αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας ρυθμιστικού πλαισίου, αξιοποιήθηκε η ευκαιρία για να διατυπωθούν προτάσεις σχετικά με τον περιορισμό του διοικητικού φόρτου και την κατάργηση παρωχημένων μέτρων. Στην συναφή με το παρόν εκτίμηση του αντίκτυπου περιλαμβάνεται το ευρύτερο φάσμα επιλογών που εξετάστηκαν πριν από τη διατύπωση των συμπερασμάτων που παρουσιάζονται στο παρόν. Λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια που θα λάβει, η Επιτροπή θα καταρτίσει προτάσεις νομοθετικού χαρακτήρα για την τροποποίηση του πλαισίου, τις οποίες θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενες όπως έχει οριστεί από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις του αντίκτυπου.

Ιστορικό

Μία από τις κύριες προκλήσεις για την Ευρώπη[2], στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατηγικής για την ανάπτυξη και την απασχόληση, είναι η δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου πληροφοριών, με ανοιχτή και ανταγωνιστική εσωτερική αγορά. Οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες στηρίζουν το σύνολο της οικονομίας και σε κοινοτικό επίπεδο διέπονται από πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων που τέθηκε σε ισχύ το 2003. Στόχοι του πλαισίου είναι η προώθηση του ανταγωνισμού, η εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και το όφελος χρηστών και καταναλωτών. Το πλαίσιο έχει σχεδιαστεί λαμβάνοντας υπόψη τη σύγκλιση, υπό την έννοια ότι πραγματεύεται αγορές και όχι τεχνολογίες. Οι αγορές ορίζονται σύμφωνα με τις αρχές της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, βάσει γενικών θεωρήσεων προσφοράς και ζήτησης, ενώ είναι ανεξάρτητες από μεταβολές της υποκείμενης τεχνολογίας. Το πλαίσιο προβλέπει σταδιακή άρση των κανονιστικών ρυθμίσεων αφότου εδραιωθεί ο ανταγωνισμός. Οι αγορές όπου η Επιτροπή θεωρεί ότι η κανονιστική ρύθμιση είναι αιτιολογημένη, καθώς και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό τους, απαριθμούνται σε σύσταση της Επιτροπής[3], σύσταση που επίσης υπάγεται στη διαδικασία επανεξέτασης[4]. Η συνολική αυτή προσέγγιση παρέχει στο κανονιστικό πλαίσιο τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στη μεταβαλλόμενη τεχνολογία και στις συνθήκες της αγοράς.

Με δεδομένα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κινητής περιαγωγής στην Κοινότητα, η Επιτροπή θα προτείνει κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου αυτού θέματος. Θα ληφθεί επίσης υπόψη κατά την επανεξέταση της σύστασης για τις σχετικές αγορές.

Αποφάσεις που αφορούν κανονιστικές ρυθμίσεις εκδίδονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ), αλλά η εσωτερική αγορά διασφαλίζεται μέσω μηχανισμού επανεξέτασης σε κοινοτική κλίμακα (γνωστός ως ‘διαδικασία του άρθρου 7’), ο οποίος συμβάλλει στη συνοχή της εκ των προτέρων κανονιστικής ρύθμισης σε ολόκληρη την ΕΕ. Η Επιτροπή υπέβαλε έκθεση σχετικά με τη λειτουργία της εν λόγω διαδικασίας το Φεβρουάριο του 2006[5].

Εκτός από την ‘οικονομική’ κανονιστική ρύθμιση που περιγράφηκε παραπάνω, με το κανονιστικό πλαίσιο επιδιώκεται η προστασία του καταναλωτή μέσω καθορισμού νομικών υποχρεώσεων στα πεδία της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων, της καθολικής υπηρεσίας και των δικαιωμάτων των χρηστών. Το κανονιστικό πλαίσιο δεν πραγματεύεται τις υπηρεσίες περιεχομένου, οι οποίες υπάγονται σε άλλους κανόνες σε κοινοτική κλίμακα, παρέχει όμως στις ΕΡΑ εξουσίες για την αντιμετώπιση μη ανταγωνιστικών αγορών σε περιπτώσεις όπου υπηρεσίες περιεχομένου είναι δεσμοποιημένες (παρέχονται μαζί) με υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Αξιολόγηση του πλαισίου - Επίτευξη στόχων

Εξέλιξη της αγοράς

Οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες συνεχίζουν την επιτυχή πορεία τους στην ΕΕ. Μετά από το πλήρες άνοιγμα των αγορών στον ανταγωνισμό, το 1998, οι χρήστες και οι καταναλωτές επωφελήθηκαν από ευρύτερη επιλογή, χαμηλότερες τιμές και καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες. Οι κινητές υπηρεσίες επέτυχαν μεγάλο ποσοστό διείσδυσης· παρατηρείται ταχεία αύξηση των ευρυζωνικών επικοινωνιών. Η συνολική οικονομική ανάπτυξη με βάση τα έσοδα συνεχίζει να είναι ισχυρή στον τομέα, υπερβαίνοντας το ρυθμό αύξησης της οικονομίας στην ΕΕ. Το 2005 η αξία του τομέα των ΤΠΕ ανήλθε σε 614 δις €, σύμφωνα με την 11η έκθεση εφαρμογής που εκπόνησε η Επιτροπή, όπου παρέχονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω εξελίξεις[6]. Οι ΤΠΕ συμβάλλουν επίσης μακροοικονομικά στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του συνόλου της ευρωπαϊκής οικονομίας, συντελούν επομένως στην ανάπτυξη και την δημιουργία απασχόλησης.

Διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους

Οι απαντήσεις στην ‘πρόσκληση για υποβολή ιδεών’[7] της Επιτροπής ήταν γενικά θετικές ως προς τον αντίκτυπο του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων, μολονότι ορισμένοι θεώρησαν ότι είναι πολύ νωρίς για να συναχθούν οριστικά συμπεράσματα. Ομάδες καταναλωτών και από τον κλάδο τάχθηκαν υπέρ της προσέγγισης που υιοθετήθηκε για το πλαίσιο, μολονότι διατύπωσαν κριτική όσον αφορά την υλοποίηση του. Διάφοροι ενδιαφερόμενοι υποστήριξαν ότι, ακόμα και εάν ορισμένες πτυχές χρειάζονται επικαιροποίηση, το κανονιστικό πλαίσιο είχε ως αποτέλεσμα την επίτευξη σθεναρότερης κανονιστικής ρύθμισης. Πολλοί άλλοι ζήτησαν απλούστευση των διαδικασιών επανεξέτασης της αγοράς και επικρότησαν ευρύτερα τις νέες θεσμικές ρυθμίσεις για την εναρμόνιση του ραδιοφάσματος[8].

Νεοεισερχόμενοι, καλωδιακοί φορείς εκμετάλλευσης, πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών και παραγωγοί λογισμικού και εξοπλισμού επισήμαναν ότι το πλαίσιο κατέστησε δυνατή την ανάπτυξη ανταγωνισμού και καινοτομίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, διευκολύνοντας τις επενδύσεις και την ευρυζωνική διείσδυση. Η πλειονότητα των κατεστημένων φορέων θεώρησε, ωστόσο, ότι η εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση παρεμπόδισε νέες επενδύσεις και ότι πρέπει να καταργηθεί σταδιακά έως το 2015.

Καινοτομία, επενδύσεις και ανταγωνισμός

Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στον τομέα αυτό κατά τα τελευταία έτη ήταν στο ίδιο αν όχι σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι σε άλλες περιφέρειες του κόσμου (45 δις € το 2005)[9]. Τόσο οι νεοεισερχόμενοι όσο και οι κατεστημένοι φορείς, ανταποκρινόμενοι στον ανταγωνισμό, επενδύουν στην επέκταση και αναβάθμιση υποδομής σταθερών και ασύρματων δικτύων με σκοπό την παροχή καινοτόμων υπηρεσιών. Οι νεοεισερχόμενοι επενδύουν περισσότερο από ό,τι οι κατεστημένοι φορείς, αναλογικά με τον κύκλο εργασιών τους. Οι επενδύσεις μπορούν να αποδώσουν σε διάφορα καθεστώτα κανονιστικής ρύθμισης, κύρια κινητήρια δύναμη παραμένει όμως ο ανταγωνισμός. Σύμφωνα με μελέτη που ανέθεσε η Επιτροπή, χώρες που εφήρμοσαν το κοινοτικό πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων με τρόπο αποτελεσματικό και ευνοϊκό για τον ανταγωνισμό επέτυχαν να προσελκύσουν τις περισσότερες επενδύσεις. [10].

Ο συσχετισμός μεταξύ επενδύσεων σε ευρυζωνική τεχνολογία και ανταγωνισμού στις υποδομές κατέστη σαφής. Χώρες με ισχυρό ανταγωνισμό μεταξύ κατεστημένων και καλωδιακών φορέων εκμετάλλευσης τείνουν να παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά ευρυζωνικής διείσδυσης[11].

Οι επενδύσεις που απαιτούνται για τον εκσυγχρονισμό των δικτύων είναι σημαντικές στον εν λόγω τομέα, το ίδιο όμως ισχύει και για την εξοικονόμηση λειτουργικών εξόδων χάρη στον εξορθολογισμό και τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας[12]. Ορισμένοι ζήτησαν ‘κανονιστική αυτοσυγκράτηση’ για την ενθάρρυνση των επενδύσεων σε νέα υποδομή δικτύων, ωστόσο δεν τεκμηριώνεται επαρκώς ότι σε περιόδους ρυθμιστικής ‘αποχής’ προκύπτουν νέες επενδύσεις, με απουσία άλλων παραγόντων, όπως ο ανταγωνισμός.

Από το πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων προκύπτουν ενδείξεις ότι οι πρόσφατα αναδυόμενες αγορές δεν πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ανάρμοστης κανονιστικής ρύθμισης.[13] Η Επιτροπή θεωρεί ως αναδυόμενες αγορές όσες είναι τόσο νέες και ταχέως κινούμενες ώστε να καθίσταται πρόωρη η απόφαση σχετικά με το κατά πόσο καλύπτουν τα τρία κριτήρια για την εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση, τα οποία προσδιορίζονται στην σύσταση[14]. Αφότου, ωστόσο, οι αγορές καταστούν ωριμότερες, εφόσον καλύπτουν τα κριτήρια αυτά, το πλαίσιο παρέχει στους ρυθμιστικούς φορείς σημαντικό βαθμό ευελιξίας για την επιβράβευση καινοτόμων και ριψοκίνδυνων επενδύσεων[15]. Πράγματι, στο πλαίσιο αναγνωρίζεται ρητά ότι είναι απαραίτητο να παρέχεται στις ρυθμιστικές αρχές δυνατότητα για ικανοποιητική ανάκτηση δαπανών για υφιστάμενα στοιχεία του ενεργητικού, καθώς και την ενδεδειγμένη ανταμοιβή της καινοτομίας και νέων, επισφαλών επενδύσεων απαιτώντας από τις ΕΡΑ να λάβουν «υπόψη…την αρχική επένδυση του κατόχου της ευκολίας, έχοντας υπόψη τους συναφείς με την υλοποίηση της επένδυσης κινδύνους»[16]

Σύνοψη

Υπάρχει περιθώριο για σημαντική βελτίωση στον τρόπο διαχείρισης του ραδιοφάσματος. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι με αποτελεσματικότερη διαχείριση του ραδιοφάσματος θα αναπτυχθεί πλήρως το δυναμικό του, συμβάλλοντας στην προσφορά καινοτόμων, ποικίλων και οικονομικά προσιτών υπηρεσιών στους ευρωπαίους πολίτες και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών βιομηχανιών ΤΠΕ. Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι - εφόσον εφαρμόζονται πλήρως και αποτελεσματικά - οι αρχές και τα ευέλικτα εργαλεία στο πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων συνιστούν τα πλέον ενδεδειγμένα μέσα για την ενθάρρυνση των επενδύσεων, της καινοτομίας και την εξέλιξη της αγοράς. Υπάρχουν μολοντούτο περιθώρια ώστε η Επιτροπή και οι ΕΡΑ να παρέχουν κατευθύνσεις σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των κανόνων, ώστε να αυξάνεται η προβλεψιμότητα προς όφελος των ενδιαφερομένων.

Τεχνολογία και εξέλιξη της αγοράς

Το ζητούμενο για την παρούσα επανεξέταση είναι να εξασφαλιστεί ότι το κανονιστικό πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων θα συνεχίσει να εξυπηρετεί τις ανάγκες του τομέα για την επόμενη δεκαετία.

Στις κύριες τεχνολογικές τάσεις που προβλέπονται κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου συγκαταλέγεται η μετάβαση σε δίκτυα εξολοκλήρου Διαδικτυακού Πρωτοκόλλου (IP), η αύξηση χρήσης στις ασύρματες επικοινωνίες και στις ασύρματες πλατφόρμες πρόσβασης (π.χ. 3G, WiFi, WiMAX και δορυφορικές), η εγκατάσταση οπτικών ινών στα τοπικά δίκτυα, καθώς και η μετάβαση στην ψηφιακή τηλεόραση. Πιθανός είναι επίσης και μακρόπνοος αντίκτυπος σε υφιστάμενες αρχιτεκτονικές δικτύου, υπηρεσίες και διατάξεις καταναλωτών. Οι συντελεστές της αγοράς αντιμετωπίζουν πλέον νέους ανταγωνιστές και αναζητούν νέα επιχειρηματικά μοντέλα ενόψει επικείμενων αλλαγών στη σημερινή αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Οι παραπάνω εξελίξεις θα οδηγήσουν σε νέες και καινοτόμες υπηρεσίες για τους χρήστες, ενώ η σημερινή παροχή ‘τριπλών υπηρεσιών’ (φωνητική τηλεφωνία, διαδίκτυο και τηλεόραση) αποτελεί προμήνυμα για άλλες, πολυσύνθετες δέσμες υπηρεσιών. Τα όρια μεταξύ προϊόντων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα παραμείνουν ασαφή· θα εμφανιστούν νέες μορφές κινητών και φορητών διατάξεων με χαρακτηριστικά διαλογικότητας και λειτουργικότητες ραδιοεκπομπής. Η προστασία της ιδιωτικής ζωής και η ασφάλεια θα συνεχίσουν να απασχολούν τους χρήστες.

Το κανονιστικό πλαίσιο έχει μέχρι στιγμής αποδειχθεί ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει νέες τεχνολογίες, όπως η φωνητική τηλεφωνία μέσω του πρωτοκόλλου του διαδικτύου (VoIP), με δυνατότητα υποδοχής και άλλων εξελίξεων, στην τεχνολογία και στην αγορά. Για την αποφυγή ακατάλληλων κανονιστικών ρυθμίσεων πρέπει, ωστόσο, να προσαρμοστούν οι διατάξεις που διέπουν τη διαχείριση των ραδιοεπικοινωνιακών πόρων, που είναι καθοριστικής σημασίας για καινοτόμα ασύρματα προϊόντα και υπηρεσίες και που χρησιμοποιούνται από κοινού με πολλούς άλλους τομείς.

Επισκόπηση των προτεινόμενων αλλαγων

Από το ισχύον πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων έχουν προκύψει σημαντικά οφέλη, χρειάζεται όμως προσοχή σε ορισμένα πεδία ώστε να παραμείνει αποτελεσματικό για την επόμενη δεκαετία. Τα δύο κύρια πεδία αλλαγών είναι:

- εφαρμογή στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες της πολιτικής προσέγγισης της Επιτροπής σχετικά με τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, όπως παρουσιάζεται στην ανακοίνωση του Σεπτεμβρίου του 2005[17];

- περιορισμός των διαδικαστικών επιβαρύνσεων οι οποίες συνδέονται με την επανεξέταση των αγορών που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθμιση.

Εκτός από τις δύο αυτές αλλαγές, στην ανακοίνωση προσδιορίζονται και άλλες, με τις οποίες επιδιώκεται:

- εδραίωση της ενιαίας αγοράς

- ενίσχυση των συμφερόντων καταναλωτών και χρηστών

- βελτίωση της ασφάλειας και

- κατάργηση παρωχημένων διατάξεων.

Στην παρούσα ανακοίνωση και στο σχετικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής υπογραμμίζονται οι κύριες προτεινόμενες αλλαγές. Υπό το φως της δημόσιας διαβούλευσης αυτές μπορούν να προσαρμοστούν περαιτέρω, ιδίως όσες αφορούν τρόπους ενίσχυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της μετάβασης από το μονοπωλιακό καθεστώς στον πλήρη ανταγωνισμό.

Πολλές από τις προτάσεις συνεπάγονται ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ορίζουν στόχους όσον αφορά κανονιστικές ρυθμίσεις, παραχωρώντας στην Επιτροπή την έγκριση λεπτομερών τεχνικών μέτρων για την υλοποίηση των εν λόγω στόχων. Παρέχεται έτσι η δυνατότητα ώστε η εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση να ανταποκρίνεται στις αλλαγές στον τομέα, τηρώντας παράλληλα τους στόχους και τις αρχές που έχουν οριστεί από τον νομοθέτη.

Βελτίωση της προσέγγισης στη διαχείριση ραδιοφάσματος για ηλεκτρονικές επικοινωνίες

Οι υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών χρησιμοποιούν το ραδιοφάσμα από κοινού με άλλους τομείς (αεροναυτιλία, ναυτιλία, διάστημα, άμυνα, γεωσκόπηση κ.λπ.). Προς τούτο απαιτείται να εξισορροπούνται τα εν λόγω συμφέροντα στο ραδιοφάσμα καθώς και να λαμβάνεται υπόψη η ευρωπαϊκή διάσταση.

Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και η σύγκλιση έχουν τονίσει τη σημασία του ραδιοφάσματος ως πολύτιμου πόρου, η διαχείριση του όμως εντός της ΕΕ δεν έχει συμβαδίσει με την εξέλιξη αυτή. Εκτιμάται ότι η συνολική αξία των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που εξαρτώνται από τη χρήση του ραδιοφάσματος στην ΕΕ υπερβαίνει τα 200 δις €, ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό μεταξύ 2% και 2,5% του ετήσιου ευρωπαϊκού ΑΕΠ[18]. Η μεγιστοποίηση του κοινωνικού και οικονομικού δυναμικού από τη χρήση του ραδιοφάσματος είναι ουσιαστικής σημασίας όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής στην πρωτοβουλία i2010, καθώς και στην υποστήριξη της ανανεωμένης στρατηγικής για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Επιπλέον, οι βελτιώσεις στο ισχύον σύστημα διαχείρισης του ραδιοφάσματος σε κοινοτικό επίπεδο θα επιτρέψουν στους φορείς εκμετάλλευσης να αξιοποιήσουν αποτελεσματικότερα την εσωτερική αγορά.

Για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος απαιτείται νέο σύστημα, που να παρέχει τη δυνατότητα συνύπαρξης διάφορων μοντέλων διαχείρισης του ραδιοφάσματος (η παραδοσιακή διοικητική μέθοδος, χωρίς άδεια, καθώς και νέες μέθοδοι βασισμένες στην αγορά), ώστε να προαχθεί η οικονομική και τεχνική αποτελεσματικότητα στη χρήση του πολύτιμου αυτού πόρου. Με βάση κοινούς κοινοτικούς κανόνες, θα μπορούσε να εισαχθεί μεγαλύτερος βαθμός ευελιξίας στη διαχείριση του ραδιοφάσματος, ενθαρρύνοντας τη χρήση γενικών αδειών οποτεδήποτε αυτό είναι εφικτό. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν πρέπει να περιορίζονται αδικαιολόγητα οι ιδιοκτήτες δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος, αλλά, με την επιφύλαξη ορισμένων διασφαλίσεων, να διαθέτουν την ελευθερία παροχής κάθε τύπου υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ουδετερότητα ως προς την υπηρεσία) χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε τεχνολογία ή πρότυπο βάσει κοινών όρων (ουδετερότητα ως προς την τεχνολογία).

Χρησιμοποιώντας κριτήρια που βασίζονται στην οικονομική αποτελεσματικότητα, επιλεγμένες ζώνες συχνοτήτων που έχουν συμφωνηθεί σε κοινοτικό επίπεδο μέσω διαδικασίας επιτροπολογίας, θα μπορούν να διατίθενται για χρήση βάσει γενικών αδειών, ή να αποτελούν αντικείμενο δευτερογενούς εμπορίας σε κοινοτική κλίμακα. Σε κατάλληλες περιπτώσεις, με την εν λόγω διαδικασία θα μπορούσαν επίσης να θεσπίζονται κοινοί όροι αδειοδότησης για τη χρήση του ραδιοφάσματος (βλ. 5.3.3).

Το διοικητικό μοντέλο θα παραμείνει σημαντικό ιδίως όπου θέματα ασφάλειας δικαίου και διαχείρισης των παρεμβολών έχουν προτεραιότητα, καθώς και όπου διακυβεύονται στόχοι δημόσιου συμφέροντος.

Εξορθολογισμός των διαδικασιών ανασκόπησης της αγοράς

Τον Φεβρουάριο του 2006, η Επιτροπή υπέβαλε έκθεση σχετικά με την εμπειρία της από τη διαδικασία του ‘άρθρου 7’[19] και κατέληξε ότι η διαδικασία συνιστά σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση δημιουργίας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Σε συνέχεια της εν λόγω έκθεσης, στην παρούσα ανακοίνωση προτείνεται ο περιορισμός της διοικητικής επιβάρυνσης από τη διαδικασία ανασκόπησης της αγοράς με απλούστευση των απαιτήσεων κοινοποίησης για ορισμένα σχέδια εθνικών μέτρων, δεδομένου ότι στη χρονική στιγμή πλήρους υλοποίησης των εν λόγω αλλαγών, οι ΕΡΑ θα διαθέτουν σημαντικά βελτιωμένη εμπειρία της διαδικασίας.

Η προσέγγιση αυτή συμβαδίζει με το πρόγραμμα βελτίωσης του νομοθετικού έργου της Επιτροπής που αποβλέπει στην επίτευξη των ίδιων στόχων πολιτικής με απλούστερο τρόπο. Οι ρυθμιστικές αρχές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν την αγορά και να πραγματοποιούν διαβουλεύσεις σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα, για ορισμένες όμως αναλύσεις της αγοράς και περιπτώσεις κοινοποίησης δεν θα απαιτείται ο ίδιος βαθμός λεπτομερούς επεξεργασίας. Σε ορισμένες προκαθορισμένες κατηγορίες περιπτώσεων θα εισαχθεί απλουστευμένη διαδικασία κοινοποίησης. Τούτο θα επιτρέψει στην Επιτροπή και στις ΕΡΑ να εστιάσουν σε περιπτώσεις όπου ενδέχεται να προκύψουν σημαντικά προβλήματα.

Βραχυπρόθεσμα, προτείνεται η έκδοση αναθεωρημένης διαδικαστικής σύστασης με σκοπό την έναρξη των απλουστευμένων διαδικασιών κοινοποίησης από το 2007, και, μακροπρόθεσμα, η τροποποίηση του πλαισίου ώστε να καταστεί δυνατή η συγκέντρωση όλων των διαδικαστικών στοιχείων σε ενιαία κανονιστική ρύθμιση.

Εδραίωση της εσωτερικής αγοράς

Για να προσελκύσει επενδύσεις και για να δρέψει τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς, η Ευρώπη πρέπει να αποκτήσει συνεκτική ρυθμιστική προσέγγιση στα 25 κράτη μέλη. Μια ενοποιημένη ενιαία αγορά θα προσφέρει στους κοινοτικούς προμηθευτές ευρεία βάση για την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό σε πεδία όπως οι ασύρματες επικοινωνίες, όπου η οικονομία κλίμακας είναι αποφασιστικής σημασίας. Μολονότι έχει επιτελεστεί πρόοδος, δεν κατέστη ακόμα πραγματικότητα η εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά για ηλεκτρονικές επικοινωνίες και ραιδιοεξοπλισμό[20], προτείνεται επομένως η λήψη περαιτέρω μέτρων.

Επανορθωτικά μέτρα βάσει της διαδικασίας του ‘άρθρου 7’

Με τη διαδικασία του ‘άρθρου 7’ βελτιώθηκε η συνεκτικότητα όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς και την εκτίμηση ‘σημαντικής ισχύος στην αγορά’ εκ μέρους των ΕΡΑ. Η Επιτροπή έχει ωστόσο εντοπίσει την ανάγκη μεγαλύτερης συνεκτικότητας όσον αφορά την εφαρμογή επανορθωτικών μέτρων[21] .

Πολλά από τα σχόλια της Επιτροπής σε σχέδια μέτρων των ΕΡΑ αναφέρονται στην καταλληλότητα των προτεινόμενων επανορθωτικών μέτρων. Η Επιτροπή διερμήνευσε ανησυχίες, ιδίως όσον αφορά επανορθωτικά μέτρα που μόνον εν μέρει αντιμετώπιζαν το εντοπισμένο πρόβλημα ανταγωνισμού[22], μέτρα που φαίνονταν ανεπαρκή[23] και άλλα που ενδεχομένως θα παρείχαν καθυστερημένα τα αποτελέσματά τους. Για να εξασφαλιστούν τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς προτείνεται η επέκταση των εξουσιών βέτο της Επιτροπής ώστε να περιλαμβάνουν και τα προτεινόμενα επανορθωτικά μέτρα.

Προσφυγές

Μείζων δυσχέρεια όσον αφορά την υλοποίηση του πλαισίου συνιστά η δικαστική τακτική να αναβάλλονται κατά κανόνα αποφάσεις ρυθμιστικού χαρακτήρα, παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 της οδηγίας πλαίσιο. Παρουσιάζονται μεγάλες διάφορες στην αντιμετώπιση από τα δικαστήρια του θέματος των ασφαλιστικών μέτρων. Προτείνεται να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της κατά κανόνα αναβολής της λήψης αποφάσεων ρυθμιστικού χαρακτήρα εκ μέρους ορισμένων εθνικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της περιόδου προσφυγής, με τον καθορισμό κριτηρίων ευρωπαϊκής κλίμακας για τη χορήγηση αναβολής αποφάσεων ρυθμιστικού χαρακτήρα.

Κοινή προσέγγιση για την αδειοδότηση υπηρεσιών με πανευρωπαϊκή διάσταση ή με διάσταση εσωτερικής αγοράς

Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι όροι που ισχύουν για τις επιχειρήσεις - συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων χρήσης για αριθμούς και ραδιοσυχνότητες - διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών, δυσχεραίνοντας την εισαγωγή υπηρεσιών με πανευρωπαϊκή κλίμακα ή με κλίμακα εσωτερικής αγοράς.

Για τις υπηρεσίες αυτές προτείνεται να υπάρξει κοινοτική διαδικασία, ώστε να επιτευχθεί συμφωνία σε επίπεδο Κοινότητας σχετικά με όρους και προϋποθέσεις κοινής χρήσης, καθώς επίσης και σχετικά με κοινές μεθόδους αδειοδότησης, ώστε να υπάρξει συντονισμένη εγκατάσταση των υπηρεσιών. Το εν λόγω σύστημα αδειοδότησης θα είναι συμπληρωματικό προς το ισχύον σύστημα και θα χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (π.χ. δορυφορικές υπηρεσίες επικοινωνιών). Η οδηγία περί αδειοδότησης θα τροποποιηθεί ώστε να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα έγκρισης αποφάσεων με την αρωγή συμβουλευτικής επιτροπής, ενώ η παρακολούθηση και επιβολή της συμμόρφωσης με τους όρους περί αδειοδότησης για τις υπηρεσίες αυτές θα συνεχίσει να εξασκείται από τα κράτη μέλη, σε εθνικό επίπεδο. Εφόσον εναρμονιστούν οι αδειοδοτήσεις μέσω του κοινού αυτού μηχανισμού, θα αρκεί μια αδειοδότηση που χορηγείται σε ένα κράτος μέλος για την εξασφάλιση της εγκατάστασης υπηρεσιών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

Άλλες προτεινόμενες αλλαγές

Άλλες αλλαγές που προβλέπονται για την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς αποβλέπουν στα εξής: να εξασφαλιστεί ότι οι χρήστες μπορεί να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχονται σε άλλα κράτη μέλη (π.χ. αριθμοί ατελών κλήσεων)· να ενισχυθεί η ικανότητα των ΕΡΑ να επιβάλουν κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης κανονιστικών υποχρεώσεων· να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής των τεχνικών μέτρων υλοποίησης που μπορεί να λάβει η Επιτροπή, π.χ. σε πεδία όπως η αριθμοδότηση· να εισαχθεί μηχανισμός για έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής μέτρων που έχουν ληφθεί από ΕΡΑ βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας για την πρόσβαση και τη διασύνδεση· να απαιτείται η επανεξέταση υποχρεώσεων ‘μεταφοράς σήματος’ έως συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία· και να καθιερωθεί διαδικασία για τη διευκόλυνση επίτευξης συμφωνίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα σχετικά με κοινές απαιτήσεις για δίκτυα και υπηρεσίες.

Ενίσχυση των δικαιωμάτων καταναλωτών και χρηστών

Ένας από τους κεντρικούς στόχους του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων είναι να επιτευχθούν σημαντικά οφέλη για τους καταναλωτές. Τούτο επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό χάρη στη βελτίωση του ανταγωνισμού για την παροχή εναλλακτικών επιλογών, καινοτόμων υπηρεσιών και οικονομικής αποτελεσματικότητας για τους καταναλωτές. Τα παραπάνω συμπληρώνονται από ειδικά μέτρα για την προστασία των καταναλωτών, όπου συμπεριλαμβάνονται υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας για τη διασφάλιση των αναγκών των χρηστών.

Στις απαντήσεις στην πρόσκληση για σχολιασμό της επανεξέτασης, καθώς και στα σχόλια που παρελήφθησαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης της Επιτροπής αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας,[24] σημειώνεται η ανάγκη για εκ βάθρων προβληματισμό σχετικά με τον ρόλο και την έννοια της καθολικής υπηρεσίας στον εικοστό πρώτο αιώνα, ενώ τίθενται ερωτήματα που αφορούν την ισορροπία μεταξύ κανόνων κλαδικού και οριζόντιου χαρακτήρα για την προστασία των καταναλωτών, αλλά και η σκοπιμότητα της ενιαίας ομοιόμορφης προσέγγισης όσον αφορά την καθολική υπηρεσία στο πλαίσιο της Ένωσης των 25 κρατών μελών. Για τους σκοπούς αυτούς, η Επιτροπή προτίθεται να δημοσιεύσει, το 2007, πράσινο βιβλίο για την καθολική υπηρεσία, ώστε να δρομολογηθεί ευρύτερη συζήτηση.

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της εν λόγω συζήτησης, πολλές από τις διατάξεις της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία συνδέονται με τις παραδοσιακές τηλεφωνικές υπηρεσίες και πρέπει να εκσυγχρονιστούν. Με άλλες προταθείσες αλλαγές θα βελτιωθεί η ποιότητα της πληροφόρησης σχετικά με τα τιμολόγια που διατίθεται στους καταναλωτές, θα δοθεί σε τρίτους η δυνατότητα ανάληψης νομικής δράσης εναντίον των αποστολέων οχληρών και ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων, θα εξασφαλιστεί η διάθεση πληροφοριών εντοπισμού του καλούντος για υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, καθώς και θα διευκολυνθεί η πρόσβαση χρηστών με αναπηρίες σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης.

Βελτίωση της ασφάλειας

Στην πρωτοβουλία i2010, η ασφάλεια προσδιορίζεται ως μία από τις τέσσερις προκλήσεις για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου πληροφορίας. Τα σύγχρονα δίκτυα και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθίστανται απαραίτητα για την καθημερινή ζωή, στις επιχειρήσεις και στο σπίτι. Η διάθεση υπηρεσιών επικοινωνιών μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο εξαιτίας τεχνικής, οργανωτικής ή ανθρώπινης αποτυχίας. Η τάση προς την κατεύθυνση της τεχνολογίας του διαδικτυακού πρωτοκόλλου (ΙΡ) σημαίνει επίσης ότι τα δίκτυα είναι εν γένει περισσότερο ανοιχτά και ευάλωτα από ό,τι κατά το παρελθόν. Η αύξηση των ανεπίκλητων μηνυμάτων, των ιών, του κατασκοπευτικού λογισμικού και άλλων μορφών κακόβουλου λογισμικού, που υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη των χρηστών στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, οφείλονται εν μέρει σε αυτόν τον ανοιχτό χαρακτήρα και εν μέρει στην έλλειψη ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας. Στην ανακοίνωση σχετικά με στρατηγική για την ασφαλή κοινωνία της πληροφορίας (COM(2006) 251) τονίζεται η ανάγκη εξεύρεσης κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ τεχνολογικής ανάπτυξης, αυτορύθμισης και μέτρων κανονιστικής ρύθμισης. Στο πλαίσιο της παρούσας επανεξέτασης προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα κανονιστικής ρύθμισης.

Για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των μεμονωμένων χρηστών στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες προτείνεται σειρά μέτρων: 1) επιβολή ειδικών απαιτήσεων σε παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών για την κοινοποίηση ορισμένων παραβιάσεων της ασφάλειας και την ενημέρωση των χρηστών· 2) εξουσιοδότηση αρμοδίων εθνικών αρχών να απαιτούν τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων ασφάλειας σε υλοποίηση συστάσεων ή αποφάσεων της Επιτροπής· και 3) επικαιροποίηση των διατάξεων περί ακεραιότητας του δικτύου.

Βελτιωμένη κανονιστική ρύθμιση: άρση παρωχημένων διατάξεων

Προτείνεται η κατάργηση των διατάξεων σχετικά με την ελάχιστη δέσμη μισθωμένων γραμμών για την καθολική υπηρεσία, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλες διατάξεις που παρέχουν στις ΕΡΑ τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν προβλήματα στο εν λόγω πεδίο. Αναμένεται επίσης η κατάργηση της οδηγίας για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο[25], δεδομένου ότι, εφόσον όλες οι ΕΡΑ έχουν ολοκληρώσει τις αναλύσεις για τις αγορές αδεσμοποίητης πρόσβασης, ο κανονισμός καθίσταται περιττός και μπορεί να καταργηθεί.

Άλλες υποψήφιες για κατάργηση διατάξεις είναι οι διατάξεις για τον ευρωπαϊκό χώρο αριθμοδότησης τηλεφωνίας (ETNS) στην οδηγία για την καθολική υπηρεσία, καθώς και διάφορα αλλά παρωχημένα άρθρα που απαριθμούνται στο σχετικό έγγραφο των υπηρεσιών.

συμπέρασμα

Το ισχύον πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων προσέφερε σημαντικά οφέλη, χρειάζεται όμως επεμβάσεις σε ορισμένα πεδία ώστε να παραμείνει αποτελεσματικό για την επόμενη δεκαετία. Οι δύο κύριες προτάσεις είναι να υλοποιηθεί η πολιτική προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, και να περιοριστούν οι πόροι που συνδέονται με την επανεξέταση σχετικών αγορών χάρη σε εξομάλυνση και βελτίωση των διαδικασιών. Άλλες προταθείσες αλλαγές ενδυναμώνουν την εσωτερική αγορά, ενισχύουν τα συμφέροντα των καταναλωτών, βελτιώνουν την ασφάλεια και εν γένει επικαιροποιούν το πλαίσιο.

Στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής περιγράφονται λεπτομερέστερα οι παραπάνω προτάσεις. Στο σχετικό έγγραφο εκτίμησης του αντίκτυπου περιλαμβάνονται αξιολόγηση των εν λόγω αλλαγών, καθώς και άλλων εναλλακτικών δυνατοτήτων που εξετάστηκαν.

[1] Οδηγίες 2002/19/EΚ, 2002/20/EΚ, 2002/21/EΚ, 2002/22/EΚ (ΕΕ L 108 τησ 24.4.2002, σ. 7) και 2002/58/EC (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37). Βλ. επίσης παράρτημα I της εκτίμησης του αντίκτυπου.

[2] COM(2005) 24 της 2.2.2005.

[3] Σύσταση της Επιτροπής για τις σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών οι οποίες υπόκεινται σε εκ των προτέρων ρύθμιση, C(2003)497.

[4] Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τη σύσταση για τις σχετικές αγορές.

[5] COM(2006) 28 της 6.2.2006.

[6] COM(2006) 68 της 20.2.2006.

[7] Οι απαντήσεις διατίθενται στη ηλε-διεύθυνσηhttp://ec.europa.eu/information_society/policy/ecomm/info_centre/documentation/public_consult/review/index_en.htm.

[8] Με την απόφαση για το ραδιοφάσμα, 676/2002/EΚ, παρέχεται δυνατότητα τεχνικής εναρμόνισης των όρων χρήσης του (μέσω της επιτροπής ραδιοφάσματος) συμβουλές στρατηγικού χαρακτήρα για την πολιτική ραδιοφάσματος μέσω της ομάδας πολιτικής για το ραδιοφάσμα.

[9] Βλ. υποσημείωση 6.

[10] London Economics σε συνεργασία με την PricewaterhouseCoopers, μελέτη για την ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα επικοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με ‘An assessment of the Regulatory Framework for Electronic Communications - Growth and Investment in the EU e-communications sector’ (προς δημοσίευση).

[11] Βλ. σχετικό έγγραφο των υπηρεσιών της Επιτροπής, κεφ.2.

[12] ό.π.

[13] Αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας πλαίσιο.

[14] Τα 3 κριτήρια είναι: α) η αγορά υπάγεται σε υψηλούς και μη παροδικούς φραγμούς εισόδου· β) η αγορά διαθέτει χαρακτηριστικά τέτοια ώστε να να μην τείνει με την πάροδο του χρόνου προς αποτελεσματικό ανταγωνισμό· γ) η νομοθεσία περί ανταγωνισμού δεν επαρκεί αφεαυτής να αντιμετωπίσει την αποτυχία της αγοράς (απουσιάζει η εκ των προτέρων ρύθμιση). Βλ. το έγγραφο των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τη σύσταση για τις σχετικές αγορές.

[15] Άρθρο 12 παρ. 2 της οδηγίας για την πρόσβαση .

[16] Ό.π.

[17] COM(2005) 411 της 6.9.2005.

[18] Βλ. τη μελέτη των Analysys et al. ‘Conditions and options in introducing secondary trading of radio spectrum in the European Community’ (2004), σ.12.

[19] Βλ. υποσημείωση 5.

[20] Με την οδηγία 1999/5/EΚ (ΕΕ L 91 της 7.4.1999, σ.10) εναρμονίζονται οι απαιτήσεις για τον εξοπλισμό, αλλά όχι η κατανομή του ραδιοφάσματος.

[21] Βλ. υποσημείωση 5.

[22] Όπως σε περίπτωση όπου τα τέλη τερματισμού κινητών υπόκεινται σε κανονιστική ρύθμιση μόνο για κλήσεις που εκκινούν από κινητά δίκτυα ή από το εξωτερικό, όχι όμως για κλήσεις που εκκινούν από σταθερά δίκτυα.

[23] Π.χ. όπου η ρύθμιση των τιμών δεν βασίζεται στο πλέον ενδεδειγμένο μοντέλο κόστους ή όπου οι επιλογές μοντέλου κόστους και οι κανόνες λογιστικής κόστους επαφίενται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

[24] COM(2005) 203 της 24.5.2005.

[25] ΕΕ L 336, 30.12.2000, σ.4.