52006DC0248




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 29.5.2006

COM(2006) 248 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ ΜΕ ΤΙΣ ΝΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ - ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΣΧΕΣΗ {SEC(2006) 642}

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ ΜΕ ΤΙΣ ΝΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ - ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΣΧΕΣΗ

1. Εισαγωγη

Η ΕΕ και οι χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού[1] έχουν παράδοση συνεργασίας από τριακονταετίας και πλέον στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης ΕΕ-ΑΚΕ. H μακροχρόνια αυτή σχέση έχει κληροδοτηθεί από την κοινή ιστορία και τις κοινές αξίες, καθώς και από την οικονομική και εμπορική συνεργασία. Οι εξελίξεις που σημειώνονται σήμερα εκατέρωθεν των πλευρών δικαιολογούν την ανανέωση της εταιρικής αυτής σχέσης και τη χάραξη πλήρους στρατηγικής για τις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού. Υπάρχουν, επομένως, επιτακτικοί λόγοι που δικαιολογούν την πρώτη αυτή πρόταση στρατηγικής της ΕΕ για τον Ειρηνικό.

Όσον αφορά την ΕΕ, η αναθεωρημένη συμφωνία του Κοτονού και η ευρωπαϊκή συναίνεση για την ανάπτυξη – τριμερής πολιτική δήλωση που υιοθετήθηκε από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή – έχουν δημιουργήσει νέες βάσεις και έχουν προσδώσει νέα δυναμική στις σχέσεις ΕΕ-Ειρηνικού. Η συμφωνία του Κοτονού ενισχύει την πολιτική διάσταση της συνεργασίας ΕΕ-ΑΚΕ και επιτρέπει να βελτιωθεί ο πολιτικός διάλογος μεταξύ των εταίρων, ενώ η Ευρωπαϊκή Συναίνεση ανάγει την εξάλειψη της φτώχιας, στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης, σε κεντρικό, πρωταρχικό, στόχο, λαμβανομένων υπόψη της σημασίας διασφάλισης πολιτικής συνοχής για την ανάπτυξη και της δημιουργίας συνεργειών μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών - τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών – καθώς και των στόχων της εξωτερικής δράσης της ΕΕ. Η Δήλωση του Παρισιού για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας, η οποία υιοθετήθηκε το Μάρτιο του 2005, επιβεβαιώνει τις δεσμεύσεις για την εναρμόνιση και την ευθυγράμμιση των πολιτικών παροχής βοήθειας και καθορίζει ειδικούς στόχους για το 2010.

Όσον αφορά τον Ειρηνικό, οι χώρες ΑΚΕ της περιφέρειας αυτής βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες με σειρά σοβαρών προβλημάτων, όπως αποδυνάμωση, φτώχια και κακή διακυβέρνηση. Πολύ συχνά, δυστυχώς, υπάρχει η τάση να αγνοούνται οι χώρες αυτές, επειδή ο συνολικός πληθυσμός τους είναι κάτω των 10 εκατομμυρίων κατοίκων, εκ των οποίων πάνω από το ήμισυ ζει στην Παπούα-Νέα Γουϊνέα. Το Δεκέμβριο του 2005, το Ανατολικό Τιμόρ επικύρωσε τη συμφωνία του Κοτονού και κατέστη η δεύτερη μεγαλύτερη, από πλευράς πληθυσμού, χώρα ΑΚΕ του Ειρηνικού. Οι χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού, με μοναδική εξαίρεση την Τόνγκα, είναι δημοκρατίες και χαρακτηρίζονται από μοναδική πολιτιστική ποικιλομορφία, η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί.

Από την άλλη πλευρά, οι χώρες αυτές διαθέτουν σημαντικούς φυσικούς πόρους (αλιευτικούς πόρους, ξυλεία, γεωργικά προϊόντα, πετρέλαιο, αέριο, ορυκτά) και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες άμβλυνσης των κλιματικών μεταβολών. Πρόκειται, επίσης, για μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από πλουσιότατη βιολογική ποικιλομορφία (για παράδειγμα, θεωρείται ότι μόνο η Παπούα-Νέα Γουϊνέα διαθέτει πενταπλάσια είδη ιχθύων σε σχέση με την περιφέρεια της Καραϊβικής). Πολλοί ισχυροί διεθνείς παράγοντες όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ εντείνουν συνεχώς την παρουσία τους στην περιφέρεια αυτή.

Επιπλέον, το 2005 σημειώθηκε νέα δυναμική προς τη συνεργασία στην περιφέρεια του Ειρηνικού, με τη θέσπιση του «σχεδίου για τον Ειρηνικό» από τις 16 χώρες μέλη του Φόρουμ των Νήσων του Ειρηνικού, συμπεριλαμβανομένων των 14 χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού[2], την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Το σχέδιο αυτό αποτελεί σημαντικό και φιλόδοξο βήμα προόδου για τη συνεργασία στην περιφέρεια του Ειρηνικού, περιστρέφεται κυρίως γύρω από στόχους οικονομικής μεγέθυνσης, αειφόρου ανάπτυξης, χρηστής διακυβέρνησης και ασφάλειας των χωρών του Ειρηνικού μέσω της περιφερειοποίησης και προσφέρει μια ευκαιρία εντατικοποίησης των σχέσεων ΕΕ-Ειρηνικού.

Υπό τις μεταβαλλόμενες αυτές συνθήκες, είναι αναγκαίο να βελτιωθεί και να επανακαθοριστεί η ευρωπαϊκή στρατηγική στην περιφέρεια του Ειρηνικού. Για το λόγο αυτό, προτείνεται να επικεντρωθεί η δράση σε περιορισμένη σειρά συγκεκριμένων προτεραιοτήτων, σε τομείς όπου οι χώρες του Ειρηνικού παρουσιάζουν σημαντικές ανάγκες και στους οποίους η Ευρώπη διαθέτει αναμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Επομένως, η ενισχυμένη εταιρική σχέση πρέπει να επικεντρωθεί στη χρηστή διακυβέρνηση, στην περιφερειοποίηση και στην αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων.

2. Λογοι δεσμευσης της ΕΕ στον Ειρηνικο

2.1. Φυσικοί πόροι και περιβαλλοντικά προβλήματα παγκόσμιας σημασίας

Ο Ειρηνικός Ωκεανός καλύπτει το ένα τρίτο της επιφάνειας της γης, πράγμα που σημαίνει ότι τα οικολογικά φαινόμενα που σημειώνονται στην περιοχή αυτή έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα, ιδίως όσον αφορά το μέλλον των παγκόσμιων αλιευτικών πόρων και τις κλιματικές μεταβολές.

Είναι προς το συμφέρον της ανθρωπότητας να διαφυλαχθεί η τεράστια βιολογική ποικιλομορφία του Ειρηνικού, της οποίας μεγάλο μέρος παραμένει ακόμη ανεξερεύνητο. Εκτιμάται ότι μόλις το 20% της χλωρίδας και πανίδας του Ειρηνικού Ωκεανού έχει υποβληθεί σε πραγματική επιστημονική έρευνα. Ο Ειρηνικός είναι η μοναδική περιοχή του κόσμου της οποίας οι αλιευτικοί πόροι δεν έχουν ακόμη υποστεί εξαντλητική υπεραλίευση και όπου απαντώνται, ιδίως, τα μεγαλύτερα αποθέματα τόννου παγκοσμίως.

Η μοναδική αυτή θαλάσσια βιολογική ποικιλομορφία της περιφέρειας και τα υφιστάμενα ιχθυαποθέματα (συμπεριλαμβανομένων των μεταναστευτικών) είναι αλληλεξαρτώμενα φαινόμενα. Το τεράστιο βιοτεχνολογικό δυναμικό του Ειρηνικού Ωκεανού έχει ιδιαίτερη σημασία για την ανθρώπινη υγεία· για παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε τα φάρμακα που παράγονται μέσω της βιοϊατρικής μηχανικής και τις θεραπευτικές αγωγές που αναπτύσσονται με τη χρησιμοποίηση ζώντων οργανισμών, προερχόμενων από τον Ειρηνικό Ωκεανό. Επομένως, ο Ειρηνικός Ωκεανός, όπως διάφορες άλλες σημαντικές οικολογικές ζώνες, για παράδειγμα η Αμαζονία, μπορεί να θεωρείται ως ένα παγκόσμιο δημόσιο αγαθό .

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι, όταν οι κοινότητες εκμεταλλεύονται αλόγιστα τα οικοσυστήματα, μπορεί να προκληθεί οικολογική κατάρρευση , η οποία οδηγεί με τη σειρά της σε επιδείνωση της φτώχιας, σε εντάσεις και, τέλος, σε συγκρούσεις.

Τα τροπικά δάση της Παπούα-Νέας Γουϊνέας έχουν παγκόσμια σημασία τόσο όσον αφορά τη βιολογική ποικιλομορφία όσο και τις κλιματικές μεταβολές. Η εξαντλητική υλοτομία στη χώρα αυτή, αλλά και στη Σαμόα, στις Νήσους Σολομώντος, στο Ανατολικό Τιμόρ, στην Τόνγκα και στο Βανουάτου, αποτελεί επομένως σημαντικό κίνδυνο για την παγκόσμια κοινότητα, σε συνδυασμό δε με τις αλόγιστες γεωργικές πρακτικές, οδηγεί σε ορισμένες περιπτώσεις στην υποβάθμιση του εδάφους. Ο φαύλος αυτός κύκλος καταλήγει στην καταστροφή των αγροτικών βιοτικών πόρων και του τρόπου ζωής των κατοίκων των νήσων του Ειρηνικού. Αν συνεχιστούν οι κλιματικές μεταβολές, πολλά νησιά των χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού θα εξαφανιστούν και η περιφέρεια αυτή θα βρεθεί αντιμέτωπη με κύμα «περιβαλλοντικών προσφύγων». Η βιομηχανική ρύπανση και η κακή διαχείριση του περιβάλλοντος δημιουργούν επίσης σοβαρούς λόγους ανησυχίας, δεδομένου ότι το περιβάλλον έχει άμεσο αντίκτυπο σε όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς, καθώς και στον τομέα του τουρισμού, της αλιείας και της υγείας.

Με τη σταδιακή εξάντληση των υφιστάμενων φυσικών πόρων σε άλλες περιοχές του κόσμου και τη συνεχή μεγέθυνση των οικονομιών της Κίνας, της Ινδίας και των χωρών ASEAN, η ζήτηση φυσικών πόρων θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο: οι σημαντικοί διαθέσιμοι πόροι στην περιφέρεια του Ειρηνικού θα αποκτούν συνεχώς αυξανόμενη σημασία και, επομένως, το θέμα της αειφόρου διαχείρισής τους αξίζει να εξεταστεί με μεγάλη προσοχή από την ΕΕ.

2.2. Η πρόκληση της σταθερότητας και της ασφάλειας

Δεδομένου ότι ορισμένες χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με συγκρούσεις κατά τα τελευταία χρόνια, η παγκόσμια κοινότητα πρέπει να επαγρυπνά αδιάλειπτα και να παρέχει στις χώρες αυτές στοχοθετημένη στήριξη για την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτίων των συγκρούσεων αυτών. Η αστάθεια μπορεί να έχει καθοριστικές επιπτώσεις υπό τη μορφή ανεκμετάλλευτων ευκαιριών ανάπτυξης. Για παράδειγμα, οι εντάσεις στις Νήσους Σολομώντος είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά ένα τρίτο.

Η ΕΕ έχει κάθε συμφέρον να διατηρηθούν η σταθερότητα και η ασφάλεια στην περιφέρεια του Ειρηνικού. Τα πρόσφατα γεγονότα στο Ανατολικό Τιμόρ και στις Νήσους του Σολομώντος είναι μια ακόμη ένδειξη της απειλής που αντιμετωπίζει η περιφέρεια αυτή ως προς τις πολιτικές συγκρούσεις, την εγκληματικότητα και την πολιτική αστάθεια. Η ΕΕ έστειλε αποστολή παρατηρητών για τις εκλογές, επ’ ευκαιρία των γενικών βουλευτικών εκλογών του 2006 στις Νήσους Φίτζι, και η Επιτροπή απέκτησε σχετική πείρα με την παροχή στήριξης στις προσπάθειες που καταβάλλει η περιφέρεια αυτή για τη σταθεροποίηση εντός των κρατών, για παράδειγμα με μέτρα συμπληρωματικά της αποστολής περιφερειακής βοήθειας για τις Νήσους Σολομώντος (RAMSI).

Τα ευάλωτα κράτη της περιφέρειας του Ειρηνικού αποτελούν σοβαρό πρόβλημα για τη διεθνή κοινότητα. Η αδυναμία των θεσμικών οργάνων και τα ελλείμματα διακυβέρνησης σε συνδυασμό με το χαμηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και τον υψηλό δείκτη ανεργίας και ένδειας συντείνουν στην αποδυνάμωση αυτή των κρατών. Στο μέλλον, τα· προβλήματα που αντιμετωπίζει η εν λόγω περιφέρεια θα επιδεινώνονται συνεχώς, δεδομένου ότι, κατά μέσο όρο, οι οικονομίες των χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού διέρχονται φάση επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε σχέση με την ταχεία αύξηση του πληθυσμού . Αν δεν αναστραφεί η τάση αυτή, μπορεί να προκληθεί εκρηκτική κοινωνική και/ή πολιτική κατάσταση, δεδομένου ότι το επίπεδο της ένδειας θα επιδεινωθεί. Είναι επίσης λυπηρό το γεγονός ότι ο ιός HIV-AIDS κερδίζει σιγά-σιγά έδαφος στις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού και ότι η χώρα που πλήττεται περισσότερο από την κρίση αυτή είναι η Παπούα-Νέα Γουϊνέα.

2.3. Σχέσεις της ΕΕ με τις τρίτες χώρες της περιφέρειας

Οι 15 χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού αποτελούν μέρος της ευρύτερης περιφέρειας Ασίας-Ειρηνικού, της οποίας η γεωπολιτική σημασία αυξάνει συνεχώς. Η ΕΕ έχει ήδη αναγνωρίσει τη διαρκώς μεγαλύτερη σημασία της ευρύτερης αυτής περιφέρειας με τη θέσπιση, το 2003, νέας εταιρικής σχέσης με τη Νοτιοανατολική Ασία.

Η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην περιφέρεια του Ειρηνικού. Οι σχέσεις της ΕΕ με τις δύο αυτές χώρες είναι πάγιες και καλύπτουν ευρύ πεδίο θεμάτων, ιδίως όσον αφορά τη συνεργασία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, εμπορίου, ασφάλειας, περιβάλλοντος και εκπαίδευσης. Επιπλέον, η συνεργασία για την ανάπτυξη αναδεικνύεται σταθερά σε πολύτιμη συνιστώσα των συνολικών σχέσεων με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία και η τάση αυτή πρέπει να ενισχυθεί. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία αποτελούν επίσης πρωταρχικούς παράγοντες στην περιφέρεια του Ειρηνικού. Καθεμία από τις δύο αυτές χώρες έχει πράγματι σημαντικά συμφέροντα όσον αφορά την ασφάλεια καθώς και πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιφέρεια του Ειρηνικού ενώ η επιρροή της Ευρώπης έχει μειωθεί. Οι διμερείς σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία θα μπορούσαν επίσης να επωφεληθούν από την ενίσχυση του ρόλου της Ευρώπης στην περιφέρεια του Ειρηνικού.

Η αυξανόμενη δέσμευση της Κίνας αποτελεί έναν νέο παράγοντα που θα επηρεάσει τις μελλοντικές εξελίξεις στην περιφέρεια του Ειρηνικού, δεδομένου ότι προσδίδει ήδη νέα δυναμική στην περιφέρεια αυτή και επηρεάζει την πολιτική θέση ορισμένων χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού.

Η Γαλλία εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο χάρη στα τρία υπερπόντια εδάφη της και στη στρατιωτική παρουσία της. Το ΗΒ , με ένα υπερπόντιο έδαφος στον Ειρηνικό, περιόρισε πρόσφατα τη διπλωματική παρουσία του στην εν λόγω περιφέρεια, ενώ η Πορτογαλία διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στην ανασυγκρότηση του Ανατολικού Τιμόρ.

Τέσσερις ΥΧΕ (Νέα Καληδονία, Γαλλική Πολυνησία, Ουάλλις και Φουτούνα, Πίτκερν) του Ειρηνικού είναι συνδεδεμένες με την ΕΕ και αντιπροσωπεύουν πολύτιμη και σημαντική ευρωπαϊκή παρουσία στην περιφέρεια αυτή. Αποτελούν επίσης ένα ισχυρό σημείο που πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη στη στρατηγική για την ενθάρρυνση της ενσωμάτωσής τους στην εν λόγω περιφέρεια.

Με την καθιέρωση ενισχυμένης εταιρικής σχέσης και εντατικότερου πολιτικού διαλόγου μεταξύ των χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού και της ΕΕ μπορούν να υποστηριχθούν καλύτερα οι κοινές δράσεις που αναλαμβάνονται στα πολυμερή φόρουμ (δεκατρείς χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού είναι μέλη του ΟΗΕ , στο πλαίσιο του οποίου ενεργούν συχνά ως ομάδα κρατών), στις περιπτώσεις που οι δύο περιφέρειες έχουν κοινό συμφέρον να βελτιώσουν την παγκόσμια διακυβέρνηση, όπως στην περίπτωση των κλιματικών μεταβολών.

3. Στρατηγικη για ενισχυμενη εταιρικη σχεση

Η συμφωνία του Κοτονού βασίζεται σε πέντε άξονες, που είναι όλοι εξίσου καθοριστικοί για τη σημερινή συνεργασία μεταξύ των χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού και της ΕΕ: i) ενίσχυση της πολιτικής διάστασης· ii) συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, του ιδιωτικού τομέα και άλλων μη κρατικών φορέων· iii) μείωση της φτώχιας· iv) καινοτόμο πλαίσιο για την οικονομική και εμπορική συνεργασία· v) ορθολογική οργάνωση των χρηματοπιστωτικών μέσων και σύστημα σταδιακού προγραμματισμού.

Η προτεινόμενη στρατηγική συνίσταται σε τρεις συνιστώσες:

1) ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και των χωρών ΑΚΕ καθώς και της περιφέρειας του Ειρηνικού ώστε να επιδιωχθεί ευρύς πολιτικός διάλογος για σειρά θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος (πολιτικών θεμάτων και θεμάτων ασφάλειας, καθώς και οικονομικών, εμπορικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών θεμάτων και θεμάτων διακυβέρνησης), και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτό η προβολή και ο πολιτικός χαρακτήρας της εταιρικής σχέσης ΕΕ-Ειρηνικού προς όφελος αμφοτέρων των πλευρών·

2) πιο στοχοθετημένη δράση στον τομέα της ανάπτυξης , με μεγαλύτερη έμφαση στην περιφερειακή συνεργασία ώστε να επιτευχθεί κρίσιμη μάζα, να βελτιωθεί η διακυβέρνηση σε περιφερειακό επίπεδο και να διευκολυνθούν οι αλληλεπιδράσεις. Η έμφαση θα δοθεί κυρίως στην αντιμετώπιση των θεμελιωδών προτεραιοτήτων της περιφέρειας αυτής, όπως καθορίζονται αυτές στο σχέδιο για τον Ειρηνικό[3]·

3) πιο αποτελεσματική παροχή της βοήθειας , με μεγαλύτερη ιδίως προσφυγή στη στήριξη του προϋπολογισμού και καλύτερο συντονισμό με τους διάφορους άλλους εταίρους, ιδίως την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.

3.1. Ενισχυμένη εταιρική σχέση

Ο στόχος της παρούσας πρότασης είναι να ενισχυθεί ο πολιτικός διάλογος με την περιφέρεια του Ειρηνικού, με την εντατικοποίηση των επαφών, ιδίως με το Φόρουμ των Νήσων του Ειρηνικού και μέσω αυτού. Το Φόρουμ αυτό, που είναι το κυριότερο περιφερειακό όργανο για τα πολιτικά θέματα, πρόκειται να λάβει διεθνές νομικό καθεστώς και διαθέτει εντολή και συνεκτικές περιφερειακές πολιτικές που καθορίζονται στο σχέδιο για τον Ειρηνικό.

Ο διάλογος μετά τη διεξαγωγή του φόρουμ[4] , που λειτουργεί σήμερα ως σημείο επικοινωνίας μεταξύ των δύο περιοχών, παρουσιάζει ορισμένα μειονεκτήματα: περιορισμένη προβολή, περιορισμένη αλληλεπίδραση και αντίκτυπο, καθώς και ιδιαίτερα περιορισμένο χρόνο για προετοιμασία και συζήτηση τη στιγμή που το θεματολόγιο των δραστηριοτήτων ΕΕ-Ειρηνικού επιμηκύνεται.

Πρέπει να προστεθεί ότι ορισμένοι εταίροι της περιφέρειας, ιδίως η Ιαπωνία, έχουν ήδη δημιουργήσει συγκεκριμένες διασυνδέσεις με την ίδια την περιφέρεια αυτή, πέρα από τη συμμετοχή τους στο διάλογο μετά τη διεξαγωγή του φόρουμ.

Η απόφαση των ηγετών του Φόρουμ των Νήσων του Ειρηνικού, τον Οκτώβριο του 2005, να υιοθετήσουν νέα συμφωνία που ανάγει το Φόρουμ σε διακυβερνητική οργάνωση σύμφωνη προς το διεθνές δίκαιο, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για την ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της περιφέρειας του Ειρηνικού με σκοπό την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων μειονεκτημάτων του διαλόγου μετά τη διεξαγωγή του φόρουμ.

Οι λεπτομέρειες για τον ενισχυμένο διάλογο ΕΕ-Ειρηνικού θα συμφωνηθούν με γνώμονα τη διεξαγωγή του διαλόγου αυτού κατά τον πλέον αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο.

Πέρα από την προαναφερόμενη πρόταση ενίσχυσης του διαλόγου σε περιφερειακό επίπεδο, προτείνεται επίσης να διεξαχθεί διάλογος σε εθνικό επίπεδο με τις σημαντικότερες χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού. Οι πολιτικοί αυτοί διάλογοι σε εθνικό επίπεδο πρέπει να διεξάγονται με βάση τη συμφωνία του Κοτονού, σε συνάρτηση πάντα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιφέρειας του Ειρηνικού, παράλληλα όμως θα πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη και με συστηματικό τρόπο οι δυνατότητες που παρέχει η συμφωνία και οι αντίστοιχες διατάξεις της.

3.2. Πιο στοχοθετημένη δράση στον τομέα της ανάπτυξης

Για να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα, χρειάζεται καλύτερη επικέντρωση. Προτείνεται, επομένως, να επικεντρωθούν οι προσπάθειες σε τρεις προτεραιότητες που εκφράζουν την αλληλεξάρτηση των θεμελιωδών αναγκών της περιφέρειας του Ειρηνικού και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ευρώπης, και συγκεκριμένα στη διακυβέρνηση, στην περιφερειοποίηση και την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων.

3.2.1. Διακυβέρνηση

Η ΕΕ μπορεί να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο με την παροχή στήριξης τόσο σε δραστηριότητες πρόληψης όσο και σταθεροποίησης σε καταστάσεις μετά τη σύγκρουση, με βάση την πείρα που έχει αποκτήσει σε ανάλογες καταστάσεις σε άλλες περιοχές του κόσμου. Σε τέτοιες καταστάσεις, η βοήθεια που παρέχει η Ευρώπη πρέπει να υποστηρίζει την ομαλή μετάβαση προς τη μακρόπνοη ανάπτυξη και να έχει ξεκάθαρα ως γνώμονα το στόχο της διακυβέρνησης και της εθνικής οικοδόμησης .

Η ΕΕ θα συνεχίσει τις προσπάθειές της για να αντιμετωπίσει τα βαθύτερα αίτια των συγκρούσεων , όπως η φτώχια, η υποβάθμιση του εδάφους, η εκμετάλλευση και άνιση κατανομή της γης και των φυσικών πόρων, καθώς και η άνιση πρόσβαση στους πόρους αυτούς, η κακή διακυβέρνηση, οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η ανισότητα των φύλων και τα δημοκρατικά ελλείμματα. Θα προαγάγει, επίσης, το διάλογο, τη συμμετοχή και τη συμφιλίωση.

Απόλυτη προϋπόθεση της αειφόρου ανάπτυξης είναι η χρηστή διακυβέρνηση . Κεντρικό στοιχείο της χρηστής και αποτελεσματικής αυτής διακυβέρνησης είναι η ενίσχυση αξιόπιστων θεσμών – όπως των κοινοβουλίων, του δικαστικού συστήματος, του συστήματος διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, καθώς και των στατιστικών υπηρεσιών – τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Η ΕΕ, σε συνεργασία με άλλους χορηγούς, θα εξακολουθήσει να παρέχει βοήθεια στις δημοκρατίες της περιφέρειας του Ειρηνικού. Σε ορισμένες χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού σημειώνονται προβλήματα διακυβέρνησης στον αλιευτικό και δασικό τομέα: πρόκειται κυρίως για διαρροές εσόδων , για παράδειγμα υπό μορφή φοροαπαλλαγών, που συνεπάγονται σημαντική μείωση των εσόδων για τις συγκεκριμένες κυβερνήσεις.

Επιπλέον, όσον αφορά τη διακυβέρνηση, είναι σημαντικό να ενθαρρυνθεί η καλύτερη τήρηση των διεθνών προτύπων για την καταπολέμηση της διαφθοράς, της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στο παρελθόν, το φαινόμενο της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες είχε δημιουργήσει ανησυχίες στην περιφέρεια αυτή. Σήμερα, φαίνεται ότι το πρόβλημα αυτό έχει τεθεί υπό έλεγχο, παρότι εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος επανεμφάνισης τέτοιων φαινομένων. Ωστόσο, η ΕΕ θα εξακολουθήσει να προωθεί τη διαφάνεια και την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών με σκοπό την καταπολέμηση της διαφθοράς και των αθέμιτων εταιρικών και χρηματοοικονομικών πρακτικών. Η ΕΕ θα υποστηρίξει επίσης τις χώρες του Ειρηνικού στις σημαντικότερες προσπάθειες που καταβάλλουν για να εφαρμόσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει έναντι του ΟΟΣΑ στον φορολογικό τομέα και να εξαλείψουν τις επιζήμιες φορολογικές πρακτικές. Είναι προς το κοινό συμφέρον της ΕΕ και των χωρών του Ειρηνικού να φροντίσουν ώστε να συνεχιστεί εμπράκτως η τήρηση των δεσμεύσεων αυτών.

3.2.2. Περιφερειοποίηση

Επίτευξη της κρίσιμης μάζας

Το σχέδιο για τον Ειρηνικό βασίζεται στην ιδέα της περιφερειοποίησης. Η μεγαλύτερη περιφερειακή συνεργασία θα βελτιώσει την ικανότητα της περιφέρειας αυτής να αντεπεξέλθει στα αναπτυξιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Επομένως, μια αποτελεσματική στρατηγική για τη στήριξη της ανάπτυξης πρέπει να βασίζεται κυρίως στην παροχή βοήθειας για την περιφερειακή ολοκλήρωση ώστε να σχηματιστεί η κρίσιμη μάζα, να ενισχυθεί η περιφερειακή διακυβέρνηση και να διευκολυνθούν οι αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις.

Οι επιπτώσεις που ενέχουν η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση και, κατ’επέκταση, η μεγαλύτερη περιφερειακή ολοκλήρωση τόσο στην ποικιλομορφία των χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού όσο και στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη δημιουργούν ανησυχίες. Η πείρα της Ευρώπης, που βασίζεται στο συνδυασμό της ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής, καταδεικνύει ότι ακόμη και τα μικρά κράτη μπορούν και έχουν κάθε συμφέρον να συσπειρώνονται σε ομάδες σε έναν κόσμο που έχει εισέλθει πλέον στη φάση της παγκοσμιοποίησης προστατεύοντας συγχρόνως την εθνική τους ταυτότητα και πολιτισμό.

Τη στιγμή αυτή βρίσκεται υπό επεξεργασία ένα μακρόπνοο σχέδιο για την αποτελεσματική και πολιτικά στέρεη περιφερειακή ολοκλήρωση στην περιφέρεια του Ειρηνικού. Σε ορισμένες περιοχές, η περιφερειακή συνεργασία αποδίδει ήδη ικανοποιητικά αποτελέσματα, όπως Οργανισμός Αλιείας για τις Νήσους του Ειρηνικού, που συγκεντρώνει 17 κυβερνήσεις μέλη. Το σχέδιο για τον Ειρηνικό, παρότι αποτελεί σημαντικό βήμα, πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί «εξελικτικό έγγραφο» αλλά και την αρχή, και όχι το τέλος, μιας διαδικασίας. Η περιφερειακή συνεργασία στον Ειρηνικό θα πρέπει να εξελιχθεί και, επομένως, η πολιτική της ΕΕ στην περιφέρεια αυτή θα πρέπει, κατ’ανάγκη, να προσαρμοστεί με την πάροδο του χρόνου. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό είναι να συνεχιστεί η παροχή βοήθειας στη Γραμματεία του Φόρουμ και σε άλλους αρμόδιους οργανισμούς του CROP (Council of Regional Organisations in the Pacific – Συμβούλιο Περιφερειακών Οργανώσεων του Ειρηνικού)[5], ιδίως όσον αφορά τη διαχείριση των φυσικών πόρων, τα τρωτά σημεία της εν λόγω περιφέρειας και τη διακυβέρνηση. Με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθεί η περιφερειοποίηση στον Ειρηνικό στους τομείς που είναι αναγκαίο και στους οποίους η ΕΕ μπορεί να παράσχει πραγματική προστιθέμενη αξία.

Συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης

Η διαδικασία για τη σύναψη συμφωνίας οικονομικής εταιρικής σχέσης έχει καταλυτική επίδραση στην οικονομική συνεργασία και ολοκλήρωση στην περιφέρεια του Ειρηνικού, δεδομένου ότι:

- ενθαρρύνει τις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού να διαπραγματευθούν ως ομάδα κρατών·

- αποτελεί κίνητρο για το άνοιγμα μεταξύ των ιδίων των χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού

- ενθαρρύνει, ακόμη δε και θεσμοθετεί, ισχυρότερα μοντέλα περιφερειακής διακυβέρνησης, υπό μορφή αξιολογήσεων από ομοτίμους.

Το 10% του συνόλου των εξαγωγών των χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού προορίζονται για την ΕΕ. Το ποσοστό αυτό είναι μεν αξιοσημείωτο, αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος των χωρών αυτών και τη γεωγραφική απόσταση μεταξύ του Ειρηνικού και της Ευρώπης, αλλά δεν είναι τόσο σημαντικό σε απόλυτες τιμές. Τα οφέλη που απορρέουν από τις εμπορευματικές συναλλαγές οφείλονται κυρίως σε ορισμένα ειδικά προϊόντα που είναι σημαντικά για ορισμένες χώρες. Όλες οι χώρες της περιφέρειας αυτής θα επωφεληθούν περαιτέρω από την ενίσχυση της περιφερειακής ολοκλήρωσης και της οικονομικής διακυβέρνησης, ιδίως αν οι συναφείς με το εμπόριο κανόνες, οι υπηρεσίες και οι επενδύσεις ενσωματωθούν στη συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης.

Μόνο μια ομάδα μεγάλων χωρών του Ειρηνικού συμμετέχει στις εμπορευματικές συναλλαγές με την ΕΕ. Τα κυριότερα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο είναι τα ψάρια και τα αλιευτικά προϊόντα, καθώς και η ζάχαρη . Οι Νήσοι Φίτζι, ως χώρα του Πρωτοκόλλου για τη ζάχαρη, μπορεί να λάβει βοήθεια για τη στρατηγική προσαρμογής της μετά τη μεταρρύθμιση για τη ζάχαρη. Η προβλεπόμενη αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης στις Νήσους Φίτζι και η συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης θα πρέπει να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, είναι πολύ πιθανό ότι τα συνοδευτικά μέτρα υπέρ των χωρών του Πρωτοκόλλου για τη ζάχαρη, οι οποίες τυγχάνουν ειδικής χρηματοδότησης από την ΕΕ, θα ενισχύσουν τη δράση για την αειφόρο ανάπτυξη των φυσικών πόρων, η οποία επικεντρώνεται στην παραγωγή ενέργειας από τη βιομάζα και την αναδάσωση.

Η ΕΕ παραμένει, ωστόσο, ένας απομακρυσμένος και, συγκριτικά, ελάχιστα σημαντικός εταίρος για την περιφέρεια αυτή και, σε τελική ανάλυση, οι επιπτώσεις της ελευθέρωσης του εμπορίου στο πλαίσιο της συμφωνίας οικονομικής εταιρικής σχέσης για τις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού, συλλογικά, δεν θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Αντίθετα, η προτεινόμενη περιφερειακή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (PACER) είναι εντελώς άλλης τάξης μεγέθους και μπορεί να συνεπάγεται σημαντικό κόστος προσαρμογής για τις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού. Επομένως, θα είναι σημαντικό να ευνοηθεί μια σταδιακή προσέγγιση της ελευθέρωσης του εμπορίου, σε συνδυασμό με άλλα μέτρα, όπως το άνοιγμα των αγορών των ανεπτυγμένων εταίρων στο εργατικό δυναμικό των χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού, καθώς και την αύξηση της αναπτυξιακής βοήθειας.

Για να επιτευχθούν όσο το δυνατό περισσότερα από τα αποτελέσματα που αναμένονται από τη συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης, είναι σημαντικό να συντονιστούν οι διαπραγματεύσεις και τα αποτελέσματά τους με τον προγραμματισμό και, σε εύθετο χρόνο, με την εφαρμογή της αναπτυξιακής βοήθειας, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε εθνικό επίπεδο, ώστε να αντληθούν οφέλη από τις συνέργειες. Ιδιαίτερη σημασία έχουν η βοήθεια που συνδέεται με το εμπόριο και η δημιουργία υποδομής, η διακυβέρνηση στον κοινωνικοοικονομικό, χρηματοοικονομικό και φορολογικό τομέα, καθώς και τα στοχοθετημένα μέτρα στήριξης, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται, κατά περίπτωση, η τήρηση των διεθνών τελωνειακών κανόνων και η διευκόλυνση του εμπορίου, ο τομέας της ζάχαρης, η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα ή του ανθρώπινου δυναμικού και η κοινωνική προστασία.

Χάρη στην ευελιξία, στο εποικοδομητικό πνεύμα και στην καινοτομία, η ΕΕ μπορεί να καθορίσει νέους ευνοϊκούς κανόνες για την ανάπτυξη στις εμπορικές διαπραγματεύσεις με τις μικρές αναπτυσσόμενες νησιωτικές οικονομίες, τους οποίους θα μπορούσαν να λάβουν υπόψη οι διάφοροι άλλοι ανεπτυγμένοι εμπορικοί εταίροι της περιφέρειας αυτής, κατά την (επανα)διαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών τους με τις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού.

3.2.3. Αειφόρος διαχείριση των φυσικών πόρων

Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που ενέχει η καλή διαχείριση των φυσικών πόρων, η Επιτροπή προτείνει, στο πλαίσιο της ενισχυμένης στρατηγικής, ένα κεντρικό «οικολογικό» θεματολόγιο που θα εξετάζει την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων και την παροχή βοήθειας στις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού ώστε να μπορέσουν οι χώρες αυτές να αντιμετωπίσουν τις κλιματικές μεταβολές, την ανύψωση της στάθμης της θάλασσας, τη μείωση των ιχθυαποθεμάτων, τη λεύκανση των κοραλλιών, την αλόγιστη υλοτομία, την υποβάθμιση του εδάφους, καθώς και την αύξηση της ρύπανσης και των απορριμμάτων.

Πρόκειται για έναν τομέα πολιτικής, στον οποίο η προστιθέμενη αξία της ΕΕ αναγνωρίζεται σαφώς και όπου η Ευρώπη, πέρα από τη χρηματοδοτική στήριξη, θα μπορούσε να παράσχει τη συλλογική πείρα και τεχνογνωσία της για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και των θεμάτων που συνδέονται με τη διαχείριση των πόρων. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσαν να ενσωματωθούν οι εν λόγω προσπάθειες συνεργασίας ΕΕ-Ειρηνικού στις διεθνείς προσπάθειες που αποβλέπουν στην επίλυση των σημαντικότερων περιβαλλοντικών προβλημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο - όπως εκείνων του Πρωτοκόλλου του Κιότο - για τα οποία οι χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού, της Νέας Ζηλανδίας και της ΕΕ έχουν κοινούς στόχους. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να επιδιωχθεί διάλογος με άλλες τρίτες χώρες που συμμετέχουν ενεργά στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της περιφέρειας αυτής.

Με βάση τις προτεραιότητες που καθορίζει η ίδια η περιφέρεια[6], η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να βοηθήσει τις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού να διαχειριστούν τους ωκεάνιους και παράκτιους πόρους με βιώσιμο τρόπο χάρη στις πρωτοβουλίες που θα μπορούν να συνδυάζουν τη διαφύλαξη των αλιευτικών πόρων και της θαλάσσιας βιολογικής ποικιλομορφίας, ενώ παράλληλα θα ενθαρρύνουν την περιφερειακή συνεργασία και την ενίσχυση της φωνής των μικρών αναπτυσσόμενων νησιωτικών χωρών (SIDS - Small Island Developing States). Οι πρωτοβουλίες αυτές θα μπορούσαν να προβλέπουν επίσης μέτρα για τη δημιουργία υποδομής με σκοπό τη στήριξη της εφαρμογής πολυμερών συμφωνιών για το περιβάλλον, καθώς και άλλες απαραίτητες πολιτικές στον τομέα της αειφόρου διαχείρισης των φυσικών πόρων, και να διαμορφώσουν μια «πλατφόρμα» για τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη της ΕΕ που θα ήθελαν ενδεχομένως να συμμετάσχουν στις δραστηριότητες αυτές. Η ομάδα εργασίας του CROP για το θαλάσσιο τομέα στο πλαίσιο του Φόρουμ[7] είναι η πλέον κατάλληλη για την προώθηση της πρωτοβουλίας αυτής και την επίβλεψη της εφαρμογής της.

Το μεγάλο δυναμικό του τομέα της αλιείας θα μπορούσε να συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού και στην ενσωμάτωση των χωρών αυτών στην παγκόσμια οικονομία. Γι’αυτόν το λόγο, η αειφόρος χρησιμοποίηση των αλιευτικών πόρων και η καλή διαχείριση του τομέα αυτού αποτελούν πρωταρχικούς στόχους για την περιφέρεια αυτή. Η ΕΕ διαθέτει ήδη σημαντική πείρα στον τομέα της περιφερειακής συνεργασίας για την αλιεία στον Ειρηνικό, τόσο στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής όσο και των αναπτυξιακών πολιτικών, ιδίως όσον αφορά την έρευνα και την αξιολόγηση των ιχθυαποθεμάτων. Η ΕΕ και οι εταίροι της περιφέρειας που συμμετέχουν στις εργασίες του Οργανισμού Αλιείας για τις Νήσους του Ειρηνικού είχαν επί μακρόν ικανοποιητική συνεργασία στο πλαίσιο των περιφερειακών οργανισμών διαχείρισης, όπως της Σύμβασης Αλιείας για τον Δυτικό και Κεντρικό Ειρηνικό. Η ΕΕ θα μπορούσε να εντείνει τις προσπάθειές της για την προώθηση της αειφόρου διαχείρισης της αλιείας με την υποστήριξη του συστήματος παρακολούθησης, ελέγχου και εποπτείας της περιφέρειας, καθώς και με την ενίσχυση των ικανοτήτων της περιφέρειας για την καταπολέμηση της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας, ιδίως λόγω της απώλειας εσόδων που συνεπάγονται οι δραστηριότητες αυτές. Η αλιεία και η θαλάσσια έρευνα προσφέρουν πρόσθετο δυναμικό, το οποίο σκοπεύει να αξιοποιήσει η ΕΕ για να προαγάγει την αειφόρο διαχείριση των αλιευτικών πόρων στην περιφέρεια αυτή.

Η νέα γενεά συμφωνιών εταιρικής σχέσης στον τομέα της αλιείας σηματοδοτεί μια νέα προσέγγιση, δεδομένου ότι οι συμφωνίες αυτές όχι μόνο παρέχουν νόμιμη πρόσβαση των ευρωπαϊκών αλιευτικών σκαφών στις αλιευτικές δυνατότητες, αλλά προβλέπουν και στενή συνεργασία με σκοπό να ενθαρρύνουν την υπεύθυνη άσκηση αλιείας και να εξασφαλίσουν τη διαφύλαξη και την αειφόρο εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων των ενδιαφερόμενων χωρών εταίρων. Η νέα αυτή προσέγγιση θα λάβει τη μορφή πολιτικού διαλόγου και χρηματοδοτικής βοήθειας στον τομέα αυτό ώστε να συμβάλει, με καθοριστικό τρόπο, στον καθορισμό και την εφαρμογή, από τα παράκτια κράτη, πολιτικής βασιζόμενης στην αειφόρο ανάπτυξη των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα χωρικά ύδατα των κρατών αυτών. Οι πρώτες δύο νέες συμφωνίες εταιρικής σχέσης στον τομέα της αλιείας συνήφθησαν με τις χώρες εταίρους της περιφέρειας του Ειρηνικού.

Πολλές χώρες ΑΚΕ και ΥΧΕ του Ειρηνικού διαθέτουν τροπικά δάση με την ιδιαίτερη βιολογική ποικιλομορφία που τα χαρακτηρίζει. Η ΕΚ έχει ήδη σημαντική πείρα στον τομέα της συνεργασίας με την Παπούα-Νέα Γουινέα όσον αφορά τη βιώσιμη υλοτομία. Ο έλεγχος της νομιμότητας των εργασιών υλοτόμησης και των εξαγωγών ξυλείας θεωρείται, σε συνεχώς αυξανόμενο βαθμό, ως βασικό μέσο των τομεακών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων. Είναι σημαντικό να υπάρχουν αξιόπιστα συστήματα, ικανά να διακρίνουν τη νόμιμη από την παράνομη παραγωγή, ούτως ώστε να παρέχουν αξιόπιστες εγγυήσεις στην αγορά όσον αφορά το νόμιμο χαρακτήρα της υλοτομημένης ξυλείας. Σύμφωνα με το σχέδιο δράσης για την επιβολή της δασικής νομοθεσίας, τη διακυβέρνηση και το εμπόριο (Forest Law Enforcement, Governance and Trade - FLEGT) για τις χώρες ΑΚΕ, η Επιτροπή προτείνει να υποστηριχθεί περιφερειακή προσέγγιση και να δημιουργηθεί, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, ικανότητα παρακολούθησης και στήριξης για την εφαρμογή των συμφωνιών εταιρικής σχέσης FLEGT.

Δεδομένου ότι η περιφέρεια είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στις φυσικές καταστροφές, η Επιτροπή πρότεινε, το 2005, στις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού να δημιουργηθεί περιφερειακό πρόγραμμα για την ετοιμότητα αντιμετώπισης καταστροφών . Η πρωτοβουλία αυτή θα μπορούσε να έχει συνέχεια και να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει δραστηριότητες μετριασμού των καταστροφών (μείωσης και μετριασμού των κινδύνων και των ευάλωτων σημείων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης προσαρμογής στις κλιματικές μεταβολές). Τα μέτρα αυτά συμπληρώνουν τις δράσεις που διεξάγονται σε περιφερειακό επίπεδο για τον περιορισμό των ευάλωτων σημείων.

Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου, η μεγάλη απόσταση και το μικρό μέγεθος της αγοράς συγκαταλέγονται μεταξύ των κυριότερων λόγων που ωθούν τα μικρά νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού να θεωρούν ως πρωταρχικούς στόχους τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και την ενεργειακή αποδοτικότητα . Οι πρωτοβουλίες που διεξάγει σήμερα η ΕΚ στον τομέα αυτό θα μπορούσαν να έχουν συνέχεια και να επεκταθούν, ιδίως στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ενέργειας και της διευκόλυνσης ΕΕ-ΑΚΕ για την ενέργεια που συνδέεται με την πρωτοβουλία αυτή. Επιπλέον, η στήριξη της ΕΚ θα μπορούσε να στραφεί και προς τη μείωση της ρύπανσης, τους υδάτινους πόρους και τον υγειονομικό τομέα.

Τα μέτρα τα σχετικά με την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων θα πρέπει να συμβάλουν στη δημιουργία των προϋποθέσεων οικονομικής μεγέθυνσης, γεγονός που θα οδηγήσει στη δημιουργία παραγωγικών και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, στην κοινωνική συνοχή και στην κοινωνική προστασία, καθώς και στη μείωση της φτώχιας, και, με τον τρόπο αυτό, στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της Χιλιετίας . Η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί πρωταρχικό θέμα που απαιτεί διαρκεί προσοχή. Στο πλαίσιο αυτό, οι μη κρατικοί φορείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, λόγω της θεμελιώδους συνεισφοράς τους στο άνοιγμα των κοινωνιών, ιδίως με την προώθηση της καλύτερης διακυβέρνησης, της εθνικής οικοδόμησης και της αυτεξουσιότητας.

Οι επενδύσεις στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας στις Νήσους του Ειρηνικού, καθώς και οι επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό και στη θεσμική ανάπτυξη θα ενισχύουν τις ικανότητες σε ολόκληρη σειρά τομέων, βασικών για την αειφόρο ανάπτυξη των χωρών αυτών, όπως η διαχείριση των αλιευτικών πόρων, η βιολογική ποικιλομορφία και η προετοιμασία για την αντιμετώπιση καταστροφών. Θα μπορούσε να δοθεί συνέχεια σε δραστηριότητες συνεργασίας στον τομέα της έρευνας στο πλαίσιο των ερευνητικών προγραμμάτων-πλαισίων της ΕΕ.

Οι σύγχρονες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών αντιπροσωπεύουν θεμελιώδη στοιχεία ανάπτυξης, ιδίως σε μια περιφέρεια που καλύπτει τεράστια γεωγραφική ζώνη, και μπορούν να ενσωματώνονται συστηματικά στην πραγματοποίηση της παραπάνω προτεινόμενης δράσης, για παράδειγμα υπό μορφή συστημάτων επιτήρησης και ελέγχου των αλιευτικών πόρων και των εργασιών υλοτόμησης και υπό μορφή πρωτοβουλιών που μπορούν να διευκολύνουν την επικοινωνία στον τομέα της εκπαίδευσης ή ακόμη, κατά τρόπο που να επιτρέπουν στα μέσα επικοινωνίας να παρουσιάζουν και να διαφυλάττουν την τεράστια πολιτισμική ποικιλομορφία της περιφέρειας αυτής και να συμβάλλουν στην υλοποίηση του οικονομικού δυναμικού της. Θα πρέπει επίσης να διερευνηθούν οι δυνατότητες καθιέρωσης ή ενίσχυσης της τηλεμάθησης, ιδίως της ηλεκτρονικής μάθησης (e-learning), για τις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές και νησιωτικές κοινότητες.

3.3. Αποτεσματικότερη παροχή βοήθειας

Για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της αναπτυξιακής βοήθειας της ΕΕ και να μειωθεί το σημαντικό κόστος συναλλαγής που επιβαρύνει αμφότερα τα μέρη, η Επιτροπή προτείνει να συγκεντρωθεί περισσότερο η βοήθεια σε ειδικούς στόχους - όπως αναφέρεται παραπάνω - και να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται σε περιφερειακό επίπεδο, στην πιο αποτελεσματική χρησιμοποίηση των πιστώσεων που προορίζονται για τις μικρές χώρες και, ει δυνατόν, στην πιο συχνή προσφυγή στη στήριξη του προϋπολογισμού.

3.3.1. Συντονισμός χορηγών βοήθειας

Η προτεινόμενη αυτή «συγκέντρωση» της στρατηγικής της ΕΕ θα διευκολύνει το συντονισμό των χορηγών βοήθειας , τόσο στο επίπεδο της ΕΕ όσο και των άλλων χωρών, ιδίως της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας· η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να επιδιώκει το στόχο αυτό ώστε να περιορίσει περισσότερο τις πιέσεις που ασκούνται στις ενδιαφερόμενες εθνικές διοικήσεις, των οποίων οι ικανότητες είναι περιορισμένες. Ο συντονισμός αυτός είναι απαραίτητος για να αποφευχθούν αλληλεπικαλύψεις ή ασυνέπειες μεταξύ των χορηγών βοήθειας που επιδιώκουν κοινούς στόχους. Ο συντονισμός των χορηγών βοήθειας είναι ιδιαίτερα σημαντικός στα ευάλωτα κράτη. Το Διεθνές ταμείο για την καταπολέμηση του HIV/Aids, της φυματίωσης και της ελονοσίας πραγματοποιεί σειρά προγραμμάτων στην περιφέρεια αυτή ενώ το καταπιστευματικό ταμείο διαφόρων χορηγών για τη γρίπη των πτηνών και την πανδημία γρίπης στον άνθρωπο θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα συντονισμού των διεθνών χορηγών βοήθειας στον τομέα της υγείας, σε περίπτωση εκδήλωσης της νόσου αυτής στην περιφέρεια του Ειρηνικού.

3.3.2. Βελτίωση της συνεργασίας με τις μικρές χώρες

Μια πλήρης δέσμευση στην εταιρική σχέση του Κοτονού συνεπάγεται διαρκή πολιτικό διάλογο, τη συνδιαχείριση της αναπτυξιακής συνεργασίας και την πλήρη συμμετοχή στη διαδικασία των συμφωνιών οικονομικών εταιρικών σχέσεων. Η εντατική αυτή συνεργασία αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τις διοικήσεις των μικρότερων χωρών ΑΚΕ του Ειρηνικού, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή των επιμέρους εθνικών προγραμμάτων. Για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της βοήθειας και να μειωθεί το κόστος συναλλαγής, ιδίως για τις μικρότερες χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού και, συγχρόνως, να διασφαλιστεί η ενσυνείδητη αποδοχή και συμμετοχή σε τοπικό επίπεδο, πρέπει να μελετηθούν νέες προσεγγίσεις με βάση την αποκτηθείσα πείρα. Το πολυεθνικό πρόγραμμα που διεξάγεται τη στιγμή αυτή στον τομέα των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μοντέλο.

3.3.3. Στήριξη του προϋπολογισμού

Η ΕΕ σκοπεύει να εφαρμόσει πιο συστηματικά το μέσο στήριξης του προϋπολογισμού στη συνεργασία της με τις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού.

Προς το σκοπό αυτό, λόγω της περιορισμένης δέσμευσης των οργάνων του Bretton Woods στην περιφέρεια του Ειρηνικού, προβλέπεται να αρχίσει διάλογος με το ΔΝΤ, ιδίως για τις κοινές αναλύσεις, εμπειρίες και μελέτες, με σκοπό να αναπτυχθεί στενότερη συνεργασία στον Ειρηνικό όσον αφορά τη στήριξη του προϋπολογισμού.

Επιπλέον, η ΕΕ θα βοηθήσει δραστήρια τις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού να εκπληρώσουν τα απαραίτητα κριτήρια για να τύχουν της στήριξης του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τα οποία θα πρέπει:

- να διαθέτουν έγγραφο στρατηγικής για τη μείωση της φτώχιας ή εθνική αναπτυξιακή στρατηγική υπό επεξεργασία·

- να παρουσιάζουν ικανοποιητικό σταθερό μακροοικονομικό πλαίσιο ή να έχουν αρχίσει τη μεταρρύθμισή του·

- να διαθέτουν υγιή και διαφανή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.

Επί του παρόντος, έχει αρχίσει να διεξάγεται, στο Βανουάτου, ένα σχετικά περιορισμένο πρόγραμμα στήριξης του προϋπολογισμού που χρηματοδοτεί η ΕΕ. Η Επιτροπή εξετάζει τη στιγμή αυτή κατά πόσο είναι δυνατό να επεκτείνει τη στήριξη αυτή σε διάφορες άλλες χώρες όπως τη Σαμόα και τις Νήσους Φίτζι και, ει δυνατόν, σε άλλες.

Σε περιφερειακό επίπεδο, η ΕΚ παρέχει χρηματοδοτική στήριξη στο Φόρουμ των Νήσων του Ειρηνικού υπό μορφή συμφωνιών συνδρομής που διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό την ενσυνείδητη αποδοχή και συμμετοχή. Πολύ σύντομα, θα πραγματοποιηθεί θεσμική αξιολόγηση για να καθοριστούν οι προϋποθέσεις στενότερης συνεργασίας. Στο μέλλον, θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα επιλογής διαφόρων άλλων μορφών χρηματοδότησης που συνεπάγονται μεγαλύτερη συνεισφορά της ΕΕ για τον καθορισμό και την παρακολούθηση των αντίστοιχων προγραμμάτων.

4. Συμπερασματα

Οι χώρες του Ειρηνικού και η ΕΕ έχουν στενή και μακροχρόνια εταιρική σχέση που θεμελιώνεται στην ιστορία[8]. Οι δεσμοί τους χαλάρωσαν αναπόφευκτα, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, μετά την κατάργηση του αποικιοκρατικού καθεστώτος· ωστόσο, οι δύο αυτές περιφέρειες έχουν εξελιχθεί σημαντικά από την εποχή εκείνη και αρχίζουν πάλι να προσεγγίζουν η μία την άλλη.

Το γεγονός αυτό αποτελεί πραγματική ευκαιρία για την ενίσχυση της εταιρικής σχέσης υπό μορφή ευρύτατου πολιτικού διαλόγου και συνεργασίας στον τομέα του εμπορίου και της ανάπτυξης. Η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των δύο αυτών περιφερειών, δηλαδή των χωρών του Ειρηνικού και της ΕΕ, είναι τεράστια, η σημασία όμως που έχει η μία περιφέρεια για την άλλη είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ό,τι μπορεί να διανοηθεί κανείς στην Ευρώπη. Οι δύο περιφέρειες έχουν πολλά να προσφέρουν η μία στην άλλη, αλληλοσυμπληρώνονται σε σημαντικό βαθμό και έχουν κοινές θεμελιώδεις αξίες και συμφέροντα.

Δεδομένου ότι ορισμένα μόνο κράτη μέλη, όπως και η Επιτροπή, έχουν αντιπροσωπίες στις χώρες ΑΚΕ του Ειρηνικού, η περιφέρεια αυτή προσφέρεται ιδιαίτερα για την εγκαθίδρυση κοινής ευρωπαϊκής παρουσίας και την ανάληψη κοινών επιτόπιων δράσεων της ΕΕ, όπως με την απόσπαση υπαλλήλων των υπηρεσιών των κρατών μελών στις περιφερειακές αντιπροσωπίες της Επιτροπής στον Ειρηνικό, οι οποίες θα μπορούσαν επίσης να εξασφαλίσουν επί τούτου εγκαταστάσεις (π.χ. “Η εστία της Ευρώπης”).

Με μια σταδιακή διαδικασία, σε συνδυασμό με την απαιτούμενη ευελιξία, θα μπορέσουν να δημιουργηθούν οι βάσεις για μια καλύτερη εξωτερική εκπροσώπηση της ΕΕ στην περιφέρεια του Ειρηνικού, υπό μορφή ευρύτερης παρουσίας, πιο εμπεριστατωμένου πολιτικού διαλόγου και μεγαλύτερης προβολής της εικόνας της ΕΕ.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΑΚΕ

Πληθυσμός | Έκταση (σε km) | ΔΑΠ (ΠΑΗΕ 2003) | ΑΟΖ | ΑΕΠ κατά κεφαλή (μονάδες αγοραστικής δύναμης σε δολάρια ΗΠΑ) Διεθνής Τράπεζα 2004 |

2004 | (1.000 km²) |

Νήσοι Κουκ | 20300 | 240 | 1830 | 4896** |

Φίτζι | 848000 | 18272 | 0.752 | 1260 | 2690 |

Κιριμπάτι* | 98000 | 690 | 3600 | 970 |

Νήσοι Μάρσαλ | 60000 | 170 | 2131 | 2370 |

Μικρονησία | 127000 | 700 | 2978 | 1990 |

Nαούρου | 10100 | 24 | 320 | 1917** |

Nιούε | 1800 | 259 | 390 | 2970** |

Παλάου | 20000 | 487 | 601 | 6870 |

Παπούα-Νέα Γουϊνέα | 5700000 | 462840 | 0,523 | 3120 | 580 |

Σαμόα* | 179000 | 2857 | 0,776 | 120 | 1860 |

Νήσοι Σολομώντος* | 471000 | 28446 | 0,594 | 1630 | 550 |

Ανατολικό Τιμόρ* | 925000 | 14874 | 0,513 | 322 | 550 |

Τόγκα | 102000 | 699 | 0,81 | 700 | 1830 |

Tουβαλού* | 11190 | 26 | 757 | 989** |

Βανουάτου* | 215000 | 12189 | 0,659 | 680 | 1340 |

Σύνολο | 8788390 | 542773 | 20439 |

* Λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες** Ποσά του 2002. Πηγή: Πανεπιστήμιο του Νότιου Ειρηνικού.

Πηγές: NZaid: Ετήσια έκθεση για το διάστημα 2004-2005· Έκθεση για την ανάπτυξη στην περιφέρεια του Ειρηνικού (2002)· Γραμματεία της Κοινότητας του Ειρηνικού· Έκθεση σχετικά με την παγκόσμια ανάπτυξη (2006)· ΠΑΗΕ: Έκθεση για την ανθρώπινη ανάπτυξη (2004)

Στατιστικεσ σχετικα με τις ΥΧΕ της περιοχησ του Ειρηνικου

Χώρα | Πληθυσμός (εκτιμήσεις Ιουλίου 2006) | Περιοχή (σε km²) | ΑΟΖ (σε km²) | Κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΜΑΔ) (εκτιμήσεις του 2003) |

Nέα Καληδονία | 219 246 | 19 060 | 1 347 964 | 15 000 δολ. ΗΠΑ |

Πίτκερν | 45 | 47 | 837 221 | μ. δ. |

Γαλλική Πολυνησία | 274 578 | 4 167 | 4 553 115 (η δεύτερη στον κόσμο ως προς την έκταση) | 17 500 δολ. ΗΠΑ |

Ουάλλις & Φουτούνα | 16 025 | 274 | 271 050 | 3 800 δολ. ΗΠΑ (εκτιμήσεις του 2004) |

ANNEX

1. The Pacific Region

1.1. Key characteristics

Oceania is an essentially maritime continent of about 30 million people with Australia at its centre of gravity. There are 15 countries in this region that have a special development, trade and political cooperation with the EU, governed by the Cotonou Agreement between the EU and Africa, the Caribbean and the Pacific (ACP). The total population of the 15 Pacific ACP countries is only about 9 million. Papua New Guinea (PNG) with its 5.7 million inhabitants is the biggest, while Niue with 1800 is the smallest. The Pacific ACP countries are inhabited by Pacific peoples (Melanesians, Micronesians and Polynesians). Papua New Guinea, Solomon Islands and Vanuatu are all Melanesian countries. Timor-Leste and Fiji are predominantly Melanesian, while Fiji also has an important Indo-Fijian population. The Federated States of Micronesia (FSM), Kiribati, Nauru, Palau and the Republic of the Marshall Islands are all Micronesian countries. Cook Islands, Niue, Samoa, Tonga and Tuvalu are the Polynesian countries.

In addition, the Pacific region includes eight territories , of which four are European: New Caledonia, French Polynesia and Wallis and Futuna are French territories, while tiny Pitcairn is the last remaining UK territory in the Pacific. Of the remaining four territories three are with the United States (American Samoa, Guam and Northern Marianas); and one with New Zealand (Tokelau).

Apart from PNG, Solomon Islands and Fiji land resources are limited, but marine resources are very considerable. Twenty million sq km of the Exclusive Economic Zone (EEZ) of the Pacific region belongs to the Pacific ACP countries[9]. The Pacific has the richest fishing grounds in the world and is one of the world’s centres of marine biological diversity , with up to 3,000 species found on a single coral reef. It has been estimated that PNG alone has five times more species of fish than the entire Caribbean region and twice as many as the Red Sea. Forests and their biodiversity are other important components of the Pacific islands natural capital, especially for poor rural communities in Melanesia. PNG hosts one of the world’s four remaining tracts of tropical rainforest and 7% of the world’s species of plant and terrestrial life forms, while Solomon Islands has the highest concentration of endemic birds on the planet. The region is rich in minerals – gold, copper, nickel – as well as oil and gas, and much of it is still unexplored.

Australia and New Zealand play a special role in the region. Each country has its own Pacific strategy, however, Australia and New Zealand have coordinated policies in some areas.

Australia, the region’s dominant economy and political actor, is geographically close to Melanesia. The region’s stability has always been an important issue for Australian foreign policy, while the Pacific is less important for Australia in commercial terms. Key concerns for Australia relate to transnational crime, and in recent years Australia has been pursuing a robust policy aimed to prevent the emergence of failed states in the region, including important initiatives to stabilise the Solomon Islands, to improve governance in PNG and to promote regional police cooperation. Its policy has been influenced by a number of terrorist attacks outside Australia, where Australian lives were lost. Australia has a delicate balancing act so as not to be seen as over-dominant. The country’s relations with its immediate neighbour, Papua New Guinea, have sometimes been strained, while its negotiations with Timor-Leste regarding a permanent maritime boundary, including access to natural resources, have, at times, been difficult. An important ongoing debate in the region concerns the interest of the Pacific ACP countries in gaining access for their citizens to the Australian labour market, in particular for unskilled labour. Australia is the most important donor in the region and has recently announced a very substantial increase of its ODA. Australia is about to launch its first White Paper on Development as well as an analytical report highlighting major challenges facing the Pacific to the year 2020. Australia is highly supportive of EU engagement with the region and keen to coordinate its development assistance with the EU.

New Zealand has close ties to the Pacific, and notably Polynesia, partly for historical reasons, partly because of its large Polynesian population. The Pacific is a primary area for New Zealand’s foreign policy. It played an important role in the peace process for Bougainville and it is the second biggest participant in the Regional Assistance Mission to Solomon Islands (RAMSI). New Zealand is committed to promoting Pacific regionalism. The Pacific is a medium-sized trading partner for New Zealand. It concentrates most of its relatively limited ODA to the region and is an important development partner for many Pacific ACP countries. Like Australia, New Zealand is also highly supportive of an active EU engagement with the region and keen to coordinate its development assistance with the EU.

1.2. Geo-political and geo-economic importance

The US, Japan, China, Australia and New Zealand are the key Pacific powers, and they all have important security, political and trade interests in the wider Pacific region, where the US has been the leading power since the end of World War II. Japan and Australia are close US allies, and have underpinned the position of the US in the wider Pacific for decades, while the European role has decreased with decolonisation. France, however, is significantly engaged through its territories and military presence. The growing engagement of China in the region is a new factor influencing future developments in the Pacific in the form of Chinese trade, investments, migration and aid coupled with an intensifying diplomacy. As the economies of China, India and ASEAN continue to grow rapidly, demand for the region’s natural resources is increasing.

1.3. Main development challenges

Of the 15 Pacific ACP countries no less than 11 have populations around or below 250.000[10]. It is difficult for such small nations to attain a critical mass for production and trade or indeed political influence, because of important dis-economies of scale. The concern is that for many small Pacific ACP countries globalisation may not mean interdependence, but increased dependency.

With the exception of Tonga, which is an almost absolute monarchy, all Pacific ACP countries are fully fledged democracies , but modern institutions have not yet taken root everywhere and do not easily combine with traditional power structures. In recent years political developments have proven that a number of Pacific countries are potentially unstable[11].

A number of Pacific countries, notably PNG and Solomon Islands, face important problems of governance and corruption . These are often linked to the issue of nation building in countries that are very heterogeneous, as identification with a clan or similar group may be stronger than with the State[12].

While the region, apart from Tonga, is not in general marred by grave human rights problems, there are serious issues related to gender . While the situation differs from country to country, violence against women and polygamy constitute important problems and women still have far to go in terms of empowerment[13].

Poverty and progress towards the Millennium Development Goals (MDGs) remain important challenges in a number of the countries. Poverty of opportunity is a particularly acute problem, with rural communities, where most Pacific islanders live, facing problems, such as poor access to basic social services, sustainable, efficient and affordable energy services and telecommunications, and with economic activities hampered by distance, insufficient and expensive transport services and limited access to capital.

Unsustainable management of natural resources is a serious issue facing several countries in the region. In particular, the rates at which forests are being depleted and biodiversity is being lost are so high that the countries concerned risk losing critical economic assets within a very short time span. Often a result of weak governance, this combines with serious leakages of financial resources away from Government. The result is that critical resources that should be invested in the development of these countries are diverted.

The Pacific ACP countries have relatively good food-security , although there is a problem of malnutrition in some places. However, while there is a tradition for safety nets and a culture of sharing, community support systems are now under strain in many places.

[pic]

The Pacific possesses an exceptional cultural diversity[14] , which is the basis for an extraordinary richness of cultural expression. This diversity, including the linguistic heritage, should be preserved[15]. Furthermore, this diversity also represents a non-negligible source of wealth in economic terms which the media through the use of ICTs can help realise.. The question of how best to achieve the desired and inevitable economic modernisation without jeopardising fundamental strengths of the traditional culture is crucial to the future of the region. When engaging in dialogue and development cooperation with the Pacific ACP countries this cultural dimension needs to be fully taken into account.

For potential investors Pacific culture imposes a number of important constraints. Traditional collective land ownership raises barriers to obtaining land for development and using land as collateral. The strong culture of sharing constitutes a disincentive to saving for investment.

Some of these factors may partly explain the weak economic growth experienced by most Pacific ACP countries, a concern not least in view of the growing population (around 3% a year) A study of economic data (available for 11 of the 15 Pacific ACP countries - excluding Cook Islands, Nauru, Niue and Tuvalu) shows that in the period 2000-2004 average annual GDP growth was only 1.1%. However, some countries, notably Samoa, have recorded strong growth in the same period. Average inflation for the 11 countries stood at a modest 1.6% in 2004. There are considerable differences in GDP/capita requiring adapted policies and cooperation.

The Pacific is particularly vulnerable to natural disasters, such as earthquakes, tsunamis and hurricanes, and generally with the poorest population segments being the most exposed. Since 1950 natural disasters have affected more than 3.8 million people in 14 Pacific ACP countries (Timor-Leste not included). In the 1990s alone natural disasters cost the region about USD 2.8 billion (in real 2004 value). From 1990 to 1999 the region had the world’s highest rates of disaster-related mortality, percentage of population affected, and damage cost per capita. While traditional coping mechanisms are strong, the number of reported disasters and the population affected per event have increased significantly, reflecting population growth, rapid urbanisation, growing environmental degradation in coastal areas, climate change and variability. With climate change and increasing sea levels many low-laying Pacific islands are at risk and the region may in future face a serious problem in terms of environmental refugees.

Last but not least, the geography of the Pacific is characterised by the enormous distances between and within most of its countries. The Cook Islands (population less than 25,000) stretch 1,400 km from North to South, and 1,000 km from East to West, while Kiribati (population 100,000) includes Christmas Island located 3,200 km from the country’s capital. In addition, it is the ACP region which is the furthest removed from the EU in geographical terms. This “tyranny of distance” is a serious constraint for development in the Pacific, because of serious diseconomies of distance resulting notably in low frequency and high-cost transport. However, electronic communication is becoming cheaper and more available.

1.4. Regional cooperation

The Pacific Islands Forum (the ‘Forum’) is the premier regional policy-making body of the self-governing states in the Pacific. Established in 1971, its membership includes 14 of the Pacific ACP countries together with Australia and New Zealand.[16] Forum Heads of State and Government meet annually, as do Forum Economics and Education Ministers. Similar meetings are planned for Forum Health Ministers. Ad hoc meetings of Transport and Fisheries Ministers are also held. The Chairmanship of the Forum rotates on an annual basis among the Member States. As regards security, the Biketawa Declaration of 2000 establishes a framework for Forum intra-state security cooperation, which calls for Forum Foreign Affairs Ministers to meet as part of an ad hoc crisis management mechanism for the region.

The Forum is served by its Secretary-General, whose work is supported by the Forum Secretariat . The Secretariat’s overall objective is to service the Member States and to promote Pacific regional cooperation, particularly on economic and trade matters. It also acts as the Forum’s administrative arm, implementing its decisions, including delivering development assistance to Member States. In the case of trade-related assistance, it can also act as implementing agency.

The Forum Secretary-General is also permanent Chair of the Council of Regional Organisations in the Pacific (CROP) , which brings together the Forum Secretariat and nine other Pacific regional organisations (see annex A)[17].

At the October 2005 meeting of Forum Heads of State and Government two important decisions aiming at strengthening regional cooperation were taken. The Leaders approved an Agreement giving the Forum legal personality under international law. They also approved the Pacific Plan and a roadmap for its implementation. This decision represents the culmination of a process started in 2003 by initiative of the New Zealand Forum Chair aimed at strengthening Pacific regionalism. The Plan, covering the years 2005-2015, has been presented as a dynamic framework for strengthened regional cooperation and integration. It remains to be seen how far effective implementation can be achieved. Full implementation will depend on continued political commitment and mobilisation of the required financial resources.

Presently, regional cooperation in the Pacific is neither broad nor deep. Among the explanatory factors can be mentioned the geography of the region, the fact that many Pacific countries are still relatively young as independent states and therefore particularly sensitive about issues pertaining to sovereignty, and the asymmetry between Australia and New Zealand on the one hand, and the Pacific ACP countries on the other[18].

In 2004 intra-regional trade between the Pacific ACP countries was as low as 3%[19], mainly due to transport costs and the limited size of their markets. These countries have concluded the Pacific Island Countries Trade Agreement (PICTA) , aiming to establish a FTA among its parties. The Pacific Agreement on Closer Economic Relations (PACER) is a trade and economic cooperation agreement among all 16 Forum Member States. It sets out the basis for the future development of trade relations among these states[20].

The Melanesian Spearhead Group (MSG) is a sub-regional trading arrangement among PNG, Solomon Islands, Vanuatu and Fiji, with New Caledonia as an observer. MSG aims at a FTA in 2008 and aspires to a Customs Union.

There is scope for increased cooperation and synergy between the Pacific ACP countries and the region’s OCTs in areas such as environment and vocational training.

1.5. Key partners of the Pacific beyond Europe, Australia and New Zealand: United States, Japan, China and Taiwan

The United States has important security interests in the Pacific, which it has dominated since its victory in World War II. US trade with the larger Asia-Pacific region has now overtaken its trade with the EU, so also for this reason the US has a strong interest in continued stability. The US National Security Strategy from March 2006 highlights the importance of in particular Japan, South Korea and Australia. In its Quadrennial Defense Review Report from February 2006 the US Department of Defense reports that of the major and emerging powers, China has the greatest potential to compete militarily with the United States, adds that the pace and scope of China’s military build-up already puts regional military balances at risk, and states: “U.S. policy remains focussed on encouraging China to play a constructive, peaceful role in the Asia-Pacific region and to serve as a partner in addressing common security challenges, including terrorism, proliferation, narcotics and piracy.” The US has renewed economic and military agreements (Compacts of Free Association) with Palau, Micronesia and the Marshall Islands. The US also has territories in the Pacific, and Hawaii is a US state. Having curtailed its development cooperation with the region in the past the US has recently reengaged, notably with Vanuatu. The US has indicated its interest in seeing the EU pursue an active role in the region.

Japan has security, foreign affairs, trade and fishery interests in the region, and is traditionally an important donor, specialising mainly in infrastructure. As memories of World War II fade Japan’s cooperation with the Pacific ACP countries becomes easier.

China ’s role[21] in the Pacific region is growing in line with its increasing economic weight in the world. There is also migration from China to the Pacific ACP countries. China is competing with Taiwan for diplomatic relations with a number of the 13 Pacific ACP countries, which are members of the UN[22]. It already pursues defence cooperation with PNG, Fiji and Tonga. China has been a “Dialogue Partner” of the Forum since 1989 and has contributed generously to its activities. Since 1992 Taiwan has held its own separate post-Forum meeting with “friendly” Pacific Islands States. This competition between China and Taiwan, through investments and development cooperation, can be destabilising for the Pacific ACP countries concerned, as was seen in PNG in 1999, and most recently in Vanuatu, where it caused a political crisis in 2004.

2. EU AND THE PACIFIC

2.1. EU – Pacific relations so far

EU relations with the region are based on the colonial past , most recently with the UK, France and Portugal as the important players, and before that Germany and Spain. These EU Member States have all influenced the region in ways which are still perceptible today. The influence of British political institutions and tradition has been profound. Many Pacific ACP countries are members of the Commonwealth and most of these retain the Queen of England as Head of State[23].

France and UK have territories in the Pacific. The EU has an Association Agreement with four OCT in the region. The OCT are subject to a different preferential regime from the ACP countries. Under their statutes of autonomy, the French OCT are showing an increased interest in Pacific regional cooperation as they are enhancing contacts with their neighbours and their region.

France is a regional power with an important military presence and a series of diplomatic representations in the region, as well as a growing cooperation with Australia. France also engages in development cooperation with Pacific ACP countries, in particular with Vanuatu.

While the United Kingdom is presently phasing out its development cooperation with the Pacific ACP countries, it remains engaged through its diplomatic representations, its investments, volunteer programmes and its close relations with Australia, New Zealand and the United States.

Several EU Member States are strengthening official contacts with Pacific ACP countries. In addition, many Member States are engaged in other ways in the region, e.g. through scientific research or through a number of European NGOs , mainly environmental or faith-based, in particular from the UK, France, Germany, Italy and The Netherlands.

A number of EU Member States, in particular Portugal , have cooperation activities with Timor-Leste.

The EU’s relations with the Pacific ACP countries are structured, and have been so for decades, first on the basis of the Lome Conventions, and now by the Cotonou Agreement . In political terms an important objective for the EU has been to underpin a successful stabilisation following decolonisation while supporting economic and social progress. Considering the political volatility experienced in a number of Pacific ACP countries, this goal has not yet been convincingly attained. Research and evaluations indicate that the development assistance has had a positive impact in the region and that without it growth would have been lower and social indicators poorer. However, analyses indicate that in the last decade overall economic growth remained sluggish on average and insufficient to reduce poverty.

The EU has furthermore agreed Joint Political Declarations with Australia and New Zealand, and entered into a series of separate Agreements with these two countries, on the basis of which regular consultations are held.

The Pacific ACP countries and the EU share core values , such as democracy, human rights, rule of law, effective multilateralism and environmental protection. These countries are generally supportive of EU environmental positions. They also play a growing role in international institutions. Some of them, notably Fiji, contribute to UN peacekeeping missions worldwide[24].

The EU’s political dialogue with individual Pacific ACP Member States is limited. At the regional level, a broad political dialogue is pursued with the Forum, through the so-called Post-Forum Dialogue, which traditionally follows immediately after the Forum Leaders annual Summit[25]. Article 96 of the Cotonou Agreement concerning essential elements was triggered in the case of the 2000 coup in Fiji. Cooperation was resumed in 2003.

Members of the European Parliament observed the 2001 parliamentary elections in Solomon Islands. A fully-fledged EU election observation mission took take place in Fiji in 2006.

EU-Pacific trade is relatively small and erratic. Unprocessed agricultural products, in particular palm oil and sugar dominate Pacific exports to the EC. Machinery, ships and boats are important items in the EC export structure. There has always been a trade surplus for the Pacific in its exchanges with the EC. Australia and New Zealand are major trading partners for the region particularly as regards Pacific ACP imports. The EC is a relatively small trading partner for the Pacific ACP absorbing around 10% of their exports and providing an estimated 5% of their imports. Based on 5-year averages PNG and Fiji together accounted for a full 90% of the Pacific ACP countries’ exports to the EU, while taking 41% of the total imports from the EU. In 2004 Pacific ACP goods exports to the EU amounted to € 588 million, while goods imports from the EU amounted to € 333 million[26]. Fiji currently exports half of its production (i.e. approximately 165,000 tonnes of a total production of 330,000 tonnes) to the EU under Sugar Protocol at guaranteed prices.

The EU has either signed or initialled fishery agreements with three Pacific ACP countries: Kiribati, Solomon Islands and the Federated States of Micronesia. A small number of Spanish and French vessels are fishing with licenses under these agreements. In December 2004, the European Community acceded to the Western Central Pacific Fisheries Convention (WCPFC), which is responsible for overseeing the sustainable management and conservation of tuna in the Pacific. The EU also supports the scientific tuna stock work of the Secretariat of the Pacific Community (SPC). The EC is also an active participant in the on-going inter-governmental consultations for the creation of a regional fisheries management organisation for non-tuna species in the Pacific.

EC development assistance to the region is substantial, and total aid granted under successive Lomé Conventions and the Cotonou Agreement exceeds € 1.8 billion.[27] Furthermore, Timor-Leste has received more than € 200 M under other instruments since 1999. In addition, the European Investment Bank and the Centre for Development of Enterprises are also active in the region. Together with ODA flows from the EU Member States, such as Portugal’s bilateral aid of more than € 300 M for Timor-Leste, the EU is one of the few major donors to the Pacific ACP countries, and this includes support financed by the EU’s budget, such as the Erasmus Mundus programme, food security and environment.

In September 2004 the EU and 14 Pacific ACP countries opened negotiations on an Economic Partnership Agreement (EPA )[28]. These aim at arriving at an ambitious and development-oriented arrangement, which should promote regional integration and economic development, policy reform, sustainable management of resources, such as fisheries, thereby also contributing to the reduction of poverty. The ACP side has indicated its interest in securing arrangements relating to services and tourism, fisheries and investment as well as goods. Their commitment to these negotiations was most recently confirmed by Pacific ACP Leaders in October 2005. However, given that negotiations need to be concluded before the end of 2007, there is a need for the ACP side to accelerate preparations and negotiations[29]. EPA will replace the preferential access scheme contained in Cotonou and which is currently covered by a WTO waiver, which expires in 2008.

2.2. Present challenges facing EU – Pacific relations

Presently, EU relations with the Pacific suffer from a lack of political profile and visibility on both sides, inadequate arrangements for regional interaction and reduced efficiency in development cooperation efforts due to a lack of focus and high transaction costs. Beyond the bilateral consultation mechanisms between the EU and Australia and New Zealand respectively, the only structured interaction between the EU and the Pacific region is provided by the so-called Post-Forum Dialogue.

Immediately following the Forum Summit, the Heads of State and Government interact with main Forum partners and donors through the Post-Forum Dialogue at ministerial level. On the Forum side this involves a panel consisting of three ministers and the Forum Secretary-General with a minister representing the Forum Chair as head of Delegation.

Presently, the EU takes part in this Dialogue with a delegation consisting only of the Commission. However, twice the EU Council Presidency has been associated to the Commission in this exercise. In parallel, France and the UK, the two EU Member States with remaining significant engagements in the Pacific region, hold separate Dialogue-meetings with the Forum panel.

Although positive exchanges have taken place over the years between the EU and the Pacific region through this arrangement, the Post-Forum Dialogue does not fully reflect the importance of EU-Pacific relations and is insufficient in terms of sustaining the bilateral relationship between the regions. Particular shortcomings are as follows:

1. Limited visibility for the EU in the Pacific. The arrangement does not reflect the fact that the EU is the second largest donor in the region. No joint communiqué is issued after the dialogue. The number of Dialogue partners has been increasing over the years.

2. Limited visibility for the Pacific in Europe due to lack of formal preparation in the EU institutions and the fact that the meetings always take place in the Pacific region.

3. Limited impact on both sides due to lack of formalisation.

4. As the Post-Forum Dialogue takes place the day after the Forum summit is concluded, there is insufficient time for the EU side to properly prepare its reactions to the summit outcome.

5. The time allotted to the EU dialogue is insufficient to deal with an increasingly comprehensive EU-Pacific agenda. The distribution of responsibilities between the two parties as regards the issues in the agenda is unsatisfactory.

Full engagement in the Cotonou partnership entails sustained political dialogue, co-management of development cooperation and full participation in the EPA process. For a number of the smallest Pacific ACP countries such intensive cooperation poses a serious challenge. The costs for these countries relating to their Cotonou obligations is substantial, the cooperation may therefore not reach critical mass for them, and may even outweigh the benefits. For countries with limited administrative capacity there is the added concern that the cooperation may crowd out other and perhaps more important activities.

The European OCT face specific challenges, such as economic, social and environmental vulnerability, as well as problems of scale and progressive erosion of their trade preferences with the EU. At the same time, the OCT have a number of strengths, such as advanced education, health and research facilities and relatively developed economies, which they bring to the growing ACP-OCT interaction in the region.

Annex A

CROP Agencies

The ten organisations are:

The Pacific Islands Forum Secretariat (PIFS)

Pacific Forum Fisheries Agency (FFA)

Pacific Islands Development Programme (PIDP)

Secretariat for the Pacific Community (SPC)

South Pacific Applied Geoscience Commission (SOPAC)

South Pacific Regional Environment Programme (SPREP)

South Pacific Tourism Organisation (SPTO)

University of the South Pacific (USP)

South Pacific Board for Educational Assessment (SPBEA)

Fiji School of Medicine (FSchM)

The CROP membership varies significantly and is summarised in the table below.

Annex B

European Representations in Pacific ACP Countries |

Papua New Guinea | EC Delegation, UK High Commission, French Embassy |

Fiji | EC Regional Delegation, UK High Commission, French Embassy |

Timor Leste | EC Technical Office, Portuguese Embassy, UK Embassy, Irish Representative Office, French Co-operation Office |

Solomon Islands | EC Office, UK High Commission |

Vanuatu | EC Office, French Embassy |

Samoa | EC Technical Office, UK High Commission |

Kiribati | EC Technical Office |

[1] Νήσοι Κουκ, Νήσοι Φίτζι, Κιριμπάτι, Νήσοι Μάρσαλ, Ομόσπονδες Πολιτείες της Μικρονησίας, Ναούρου, Νιούε, Παλάου, Παπούα-Νέα Γουινέα, Σαμόα, Νήσοι Σολομώντος, Ανατολικό Τιμόρ, Τόνγκα, Τουβαλού και Βανουάτου.

[2] Το Ανατολικό Τιμόρ έχει καθεστώς παρατηρητή.

[3] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. παράρτημα

[4] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. παράρτημα

[5] Οι εννέα οργανισμοί του CROP είναι εξειδικευμένες τεχνικές οργανώσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητες δυνάμει διεθνών συμφωνιών στο περιφερειακό επίπεδο του Ειρηνικού.

[6] Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του σχεδίου για τον Ειρηνικό είναι η διευκόλυνση της διεθνούς χρηματοδότησης για την αειφόρο ανάπτυξη, τη βιολογική ποικιλομορφία και την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και οι πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των κλιματικών μεταβολών στον Ειρηνικό. Στο κεφάλαιο αυτό του σχεδίου για τον Ειρηνικό αναφέρεται επίσης ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για τη γεωργία και τη δασοκομία. Η πολιτική για τους ωκεάνιους πόρους των Νήσων του Ατλαντικού, που υιοθετήθηκε το 2002, υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η ολοκληρωμένη διαχείριση των πόρων αυτών για το συμφέρον των επερχόμενων γενεών των κατοίκων των νήσων, και λειτουργεί ως ολοκληρωμένο πλαίσιο δράσης για τις πρωτοβουλίες στον τομέα των ωκεάνιων πόρων.

[7] Η Ομάδα αποτελείται από τη Γραμματεία της Κοινότητας του Ειρηνικού (SCP), την Επιτροπή Εφαρμοσμένης Γεωεπιστήμης του Νότιου Ειρηνικού (PREP) και το Περιφερειακό Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του Νότιου Ειρηνικού (SOPAC).

[8] Βλ. παράρτημα.

[9] Of the 15 Pacific ACP countries six (Cook Islands, FSM, Nauru, Niue, Palau and the Republic of the Marshall Islands) have a total population of around or less than 250.000, but combined EEZs that exceed 8 million km2.

[10] All 15 Pacific ACP countries are SIDS (Small Island Developing States), and they participate actively in the UN-sponsored SIDS’ process, which most recently resulted in the Mauritius Declaration and Mauritius Strategy for the Further Implementation of the Programme of Action for the Sustainable Development of SIDS agreed in January 2005.

[11] Secessionist war on the island of Bougainville in PNG; tensions in Solomon Islands; repeated coups in Fiji; severe economic and financial crisis in Nauru; democratic deficit in Tonga.

[12] While PNG is ranked 130th in Transparency International’s corruption perception index, in some other Pacific countries corruption is a minor issue, such as in Kiribati, where theft is seen as dishonouring, and carries severe social sanctions.

[13] An extreme case is Solomon Islands, which as late as early 2006 did not have a single female member of parliament.

[14] It has been estimated that Papua New Guinea alone has more than 1000 cultural groups speaking some 800 different languages.

[15] The forthcoming UNESCO Convention on the Protection and Promotion of the Diversity of Cultural Expressions will offer a new international framework to promote international cooperation aimed at preserving cultural diversity, which may be important in this regard.

[16] Timor-Leste has observer status in the Forum and is not at present considering full membership.

[17] The core activities of these regional organisations are funded by contributions from Member governments, but they are governed by bodies that reflect their varying membership.

[18] Attempts at sectoral regional integration have had mixed results since the 1970s. PNG, by far the largest Pacific ACP country, established its own higher education system (UPNG, Unitech), while the rest of the region created the University of the South Pacific. Nauru, Samoa, Solomon Islands, Tonga and Vanuatu initially created Air Pacific but then quickly set up their own national airlines to promote tourist arrivals directly from major airports in Australia, New Zealand and Hawaii. The Pacific Forum (shipping) Line also proved unviable as a way of servicing the more peripheral states.

[19] Timor-Leste, which acceeded to the Cotonou Agreement in December 2005, is not included in this statistic.

[20] Timor-Leste is neither party to PICTA nor to PACER.

[21] In 2000 the Pacific Islands Forum agreed to establish of a Pacific Trade Office in Beijing and from 2000 to 2004 bilateral trade with China has doubled from USD 267 million to USD 530 million.

[22] Six Forum Member States currently recognise Taiwan: Solomon Islands, Kiribati, Marshall Islands, Tuvalu, Palau and Nauru.

[23] Pacific culture has influenced major European artists, such as the painter Paul Gauguin and the author W. Somerset Maugham. The Pacific also provides a permanent source of inspiration for the European haute couture art and industry. English is an official language in all the present Pacific ACP countries, apart from Timor-Leste, which has Portuguese as an official language, while French is spoken in Vanuatu and in the French OCT. The fact that so many Pacific islanders speak European languages facilitates exchange and understanding between the two regions.

[24] Fiji’s role in international peacekeeping is quite remarkable. This small country has participated in virtually every UN peacekeeping mission - including in Congo, Namibia, Cambodia, Timor-Leste and Lebanon – and also in Europe, where Fiji has contributed to the stabilisation of Bosnia and Herzegovina, Croatia and Kosovo.

[25] Cf section 3.1. below.

[26] As a result the EU was their second most important export market, after Australia and before Japan, while the EU was only 6th on the list of countries/regions the Pacific ACP countries source their imports from, behind Australia, Singapore, New Zealand, USA and Japan.

[27] Since independence Timor-Leste has benefited from substantial Community assistance under the ALA Regulation.

[28] Timor-Leste, which acceded to the Cotonou Agreeement in December 2005, does not at present participate in the EPA negotiations.

[29] The EU recognises that the Pacific ACP countries’ close links with Australia, New Zealand and the USA make these negotiations more complex. While trade flows between the Pacific ACP countries and the EU are limited, Australia and New Zealand are major trading partners and a FTA with them may imply major adjustment needs for the Pacific ACP countries. However, the opening of the formal negotiations on EPA, have not triggered demands by Australia and New Zealand to open discussions on parallel free trade negotiations as foreseen under Article 6 of the Pacific Agreement on Closer Economic Relations (PACER).