23.12.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 318/51


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος της Λισσαβώνας: Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά και τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ»

COM (2005) 603 τελικό — 2005/0245 (COD)

(2006/C 318/09)

Στις 18 Ιανουαρίου 2006, και σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 και το άρθρο 95 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με την ανωτέρω πρόταση.

Το τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 12 Ιουλίου 2006.με εισηγητή τον κ. FRANK VON FÜRSTENWERTH.

Κατά την 429η σύνοδο ολομέλειάς της, της 13ης και 14ης Σεπτεμβρίου 2006 (συνεδρίαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2006) η ΕΟΚΕ υιοθέτησε με 191 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 3 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Σύνοψη

1.1

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) συμμερίζεται την άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς θα πρέπει να καταργηθούν όλα τα εσωτερικά σύνορα της Κοινότητας, ώστε να επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Στο πλαίσιο αυτό, έχει μεγάλη σημασία η ορθή λειτουργία της ενιαίας αγοράς στον τομέα των υπηρεσιών πληρωμών, η οποία ωστόσο δεν υφίσταται ακόμα. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι μετά την επιτυχή καθιέρωση του ευρώ, πρέπει τώρα να δημιουργηθεί και ο ενιαίος χώρος πληρωμών σε ευρώ (Single Euro Payments Area — SEPA).

1.2

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία των νομικών προϋποθέσεων ενός ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ και θεωρεί την πρόταση οδηγίας ως ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

1.3

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει τις πρωτοβουλίες που έχουν ήδη λάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ευρωπαϊκός πιστωτικός κλάδος για τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ που θα έχει τον ασφαλώς φιλόδοξο στόχο να διεξάγονται οι διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ απλά, άνετα, με χαμηλό κόστος και με ασφάλεια στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά.

1.4

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει, ωστόσο, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέλεξε με την πρόταση οδηγίας μια ρυθμιστική προσέγγιση η οποία είναι πολύ ευρεία και ξεπερνά σαφώς το νομικό πλαίσιο που απαιτείται για τις διασυνοριακές υπηρεσίες πληρωμών. Η ΕΟΚΕ ανησυχεί ως εκ τούτου, και ενόψει των απαραίτητων προθεσμιών εφαρμογής για τα κράτη μέλη, τους παρόχους και τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών, μήπως δεν επιτευχθεί ο στόχος της δημιουργίας του ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ το 2008, διότι το νομικό πλαίσιο θα είναι υπερφορτωμένο και θα υπερβαίνει τα απαραίτητα. Η ΕΟΚΕ προτείνει να συνεκτιμηθούν σε μεγαλύτερο βαθμό τα μέσα της αυτορρύθμισης και συρρύθμισης.

1.5

Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος που επιδιώκει η Επιτροπή, δηλαδή να εγκαινιαστεί το 2008 ο ενιαίος χώρος πληρωμών σε ευρώ, προφανώς αρκεί να δημιουργηθούν οι νομικές βάσεις για τη διασυνοριακή διαδικασία άμεσης χρέωσης και να γίνει επεξεργασία των απαραίτητων νομικών ρυθμίσεων του τίτλου ΙΙ (Πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών) και του τίτλου IV (Δικαιώματα και υποχρεώσεις των χρηστών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών) της πρότασης οδηγίας (μεταξύ άλλων για την έγκριση, την ανάκληση και την επιστροφή χρημάτων των εντολών άμεσης χρέωσης στον τίτλο IV). Κατ' αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να τηρηθεί η ημερομηνία έναρξης του ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ το 2008.

1.6

Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι μόνο η επικέντρωση σε όσα χρήζουν πραγματικά ρύθμισης, και ενόψει των νομικών πράξεων που έχουν ήδη θεσπισθεί, αντιστοιχεί στην προσέγγιση της «καλύτερης νομοθεσίας». Ως εκ τούτου, το βασικό σκεπτικό της πρότασης οδηγίας θα πρέπει να είναι να προωθηθούν και να διευκολυνθούν οι πληρωμές προς το συμφέρον των χρηστών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και όχι να γίνουν δυσχερέστερες εξαιτίας γραφειοκρατικών μέτρων που τελικά αυξάνουν τις δαπάνες των συστημάτων και μειώνουν ως εκ τούτου την αποδοχή εκ μέρους των χρηστών.

1.7

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι σε συνάρτηση με τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς για τις υπηρεσίες πληρωμών τίθενται και περαιτέρω ερωτήματα που δεν κατέστη ακόμα δυνατόν να απαντηθούν εδώ. Πρόκειται, αφενός, για το θέμα της ασφάλειας των ηλεκτρονικών πληρωμών και τις σχετικές πτυχές. Αφετέρου όμως, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι τα θέματα πρόσβασης σε έναν τρέχοντα λογαριασμό, χωρίς τον οποίο είναι πλέον σχεδόν αδύνατη η συμμετοχή στην οικονομική ζωή, είναι ένα θέμα που αποκτά αυξανόμενη σημασία στα κράτη μέλη.

1.8

Η ΕΟΚΕ προτείνει μια σειρά προσαρμογών της πρότασης οδηγίας.

2.   Περιεχόμενο της πρότασης οδηγίας

2.1

Με τη πρόταση οδηγίας επιδιώκεται η δημιουργία ενός ενιαίου νομικού πλαισίου για τον Ενιαίο Χώρο πληρωμών σε ευρώ (SEPA), ο οποίος θα διευκολύνει ιδίως τις διασυνοριακές πληρωμές. Στόχος της πρότασης οδηγίας είναι να εναρμονίσει τις διαφορετικές νομικές διατάξεις που υπάρχουν στα κράτη μέλη προκειμένου:

να εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνικών αγορών με τη δημιουργία ισότιμων βασικών όρων,

να αυξηθεί η διαφάνεια της αγοράς για τους παρόχους και τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών,

να εναρμονιστούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των παρόχων και των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών.

Η πρόταση οδηγίας περιλαμβάνει ουσιαστικά τις ακόλουθες ρυθμίσεις:

2.2   Το δικαίωμα παροχής υπηρεσιών πληρωμών στο κοινό (Τίτλος II)

2.2.1

Σκοπός της εναρμόνισης των απαιτήσεων που ισχύουν για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών (πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων) σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά, είναι να δημιουργηθούν ισότιμοι όροι και να αναπτυχθεί περισσότερο ο ανταγωνισμός στις εθνικές αγορές. Ταυτόχρονα θα ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που σημειώθηκαν στην αγορά τα τελευταία χρόνια, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για την είσοδο στην αγορά μιας νέας γενιάς παρόχων υπηρεσιών, των ιδρυμάτων πληρωμών.

2.3   Διαφάνεια και υποχρεώσεις πληροφόρησης (Τίτλος III)

2.3.1

Ο ανταγωνισμός θα ενισχυθεί μόνον με σαφείς και συνεκτικούς κανόνες όσον αφορά τη διαφάνεια στον τομέα των υπηρεσιών πληρωμών η οποία θα αυξήσει τις επιλογές που παρέχονται στους καταναλωτές και την προστασία τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει απαιτήσεις πληροφόρησης για τις υπηρεσίες πληρωμών που θα αντικαταστήσουν τους εθνικούς κανόνες.

2.4   Δικαιώματα και υποχρεώσεις των χρηστών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών (Τίτλος IV)

2.4.1

Η πρόταση οδηγίας ορίζει τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των χρηστών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών. Οι διατάξεις θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των χρηστών στα ηλεκτρονικά συστήματα πληρωμών και θα εξασφαλίσουν κατ' αυτόν τον τρόπο την αποτελεσματικότητα και την αποδοχή των εν λόγω συστημάτων.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τον στόχο της πρότασης οδηγίας να δημιουργηθεί ένας ενιαίος χώρος πληρωμών σε ευρώ, ιδίως για τις διασυνοριακές υπηρεσίες πληρωμών. Η δημιουργία μίας εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών πληρωμών έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί προ πολλού. Πρέπει να υλοποιηθεί το 2008, όπως είχε προγραμματιστεί.

3.2

Η ρυθμιστική προσέγγιση που επέλεξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πολύ ευρεία. Οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις ξεπερνούν εν μέρει το νομικό πλαίσιο που είναι αναγκαίο για έναν ενιαίο χώρο πληρωμών σε ευρώ, εφ' όσον μάλιστα υπάρχει ήδη εναρμονισμένο δίκαιο για τις μεταφορές πιστώσεων με την ευρωπαϊκή οδηγία για τις διασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων (97/5/EΚ), με την οδηγία σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (2002/65/EΚ) και με την οδηγία για το ηλεκτρονικό χρήμα (2000/46/EΚ).

3.3

Η διατήρηση δοκιμασμένων οικονομικών και αποτελεσματικών διαδικασιών δεν αποτελεί εμπόδιο για έναν ενιαίο χώρο πληρωμών σε ευρώ. Αντίθετα, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για προσπάθειες τυποποίησης που αφενός θα διασφαλίσουν το επίπεδο ασφάλειας και αποτελεσματικότητας που έχει επιτευχθεί, και αφετέρου θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση ενός ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ με υψηλό ποιοτικό επίπεδο χάρη σε μια ευφυή διαχείριση των συστημάτων διεπαφών. Με γνώμονα την αρχή της «καλύτερης νομοθεσίας», η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ του να περιοριστούν οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις στα απαραίτητα για τη βελτίωση των πληρωμών στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά και προτείνει να συνεκτιμηθούν σε μεγαλύτερο βαθμό τα μέσα της αυτορρύθμισης και συρρύθμισης.

3.4

Η ΕΟΚΕ κρίνει ότι ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος πληρωμών αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για μια πανευρωπαϊκή και διαφανή ανάπτυξη των προϊόντων σε ένα περιβάλλον ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών προς όφελος των πελατών. Θεωρεί επίσης σημαντικό να διατηρήσουν και μελλοντικά οι καταναλωτές την ήδη ισχύουσα ελευθερία επιλογής των μέσων πληρωμής, προκειμένου η προτίμηση του πελάτη να γίνεται σεβαστή.

3.5

Προβληματική είναι η πρόσβαση των ιδρυμάτων πληρωμών χωρίς τραπεζική άδεια στα συστήματα πληρωμών. Εδώ χρειάζεται ένα ενιαίο επίπεδο εποπτείας ως προϋπόθεση για δίκαιο ανταγωνισμό. Διαφορετικά, υπάρχει φόβος εμφάνισης στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και τίθεται σε κίνδυνο η ικανότητα λειτουργίας και η ασφάλεια των πληρωμών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών (π.χ. σε περίπτωση χρεοκοπίας).

3.6

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή συνιστά τον περιορισμό σε εκείνες τις ρυθμίσεις του τίτλου IΙ (παροχή υπηρεσιών) και του τίτλου IV (Δικαιώματα και υποχρεώσεις σχετικά με την παροχή και τη χρήση υπηρεσιών πληρωμών) της πρότασης οδηγίας που είναι απαραίτητες για μια μελλοντική ευρωπαϊκή διαδικασία εντολών άμεσης χρέωσης (μεταξύ άλλων για την έγκριση, την ανάκληση και την επιστροφή χρημάτων των εντολών άμεσης χρέωσης). Κατ' αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατή τόσο η υιοθέτηση της οδηγίας, όσο και η μεταφορά της σε εθνικό δίκαιο μέσα στο προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να εγκαινιαστεί το 2008 ο ενιαίος χώρος πληρωμών σε ευρώ με ενιαίους βασικούς όρους για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής μέσω μίας ευρωπαϊκής διαδικασίας εντολών άμεσης χρέωσης (SEPA Direkt Debit).

3.7

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει θερμά το γεγονός ότι στην πρόταση οδηγίας (άρθρο 79) προβλέπεται πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υποβάλει το αργότερο δύο έτη μετά την υιοθέτηση της οδηγίας, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της ως άνω οδηγίας.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1

Αναλυτικές παρατηρήσεις για την πρόταση οδηγίας:

4.2   Άρθρο 2 παράγραφος 1 — να εξαιρεθούν οι πράξεις πληρωμής παρόχων από τρίτες χώρες

4.2.1

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 1 συμπερίληψη στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας των πληρωμών εντός των χωρών και από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου (= τρίτες χώρες) ξεπερνά σαφώς τον στόχο της δημιουργίας ενιαίων νομικών όρων πλαίσιο στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά. Επίσης, προφανώς η ρύθμιση αυτή δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του ευρωπαίου νομοθέτη και είναι προβληματική, αφού ο ευρωπαίος νομοθέτης δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι τρίτες χώρες θα θεσπίσουν αντίστοιχες διατάξεις. Ως εκ τούτου δεν θα ήταν π.χ. καθόλου εύλογο να προβλεφθεί (άρθρο 67) ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υπέχει αντικειμενική ευθύνη για την εκτέλεση πράξης πληρωμής σε τρίτη χώρα εφ' όσον δεν υφίστανται εκεί ανάλογες ρυθμίσεις.

4.2.2

Η ΕΟΚΕ συνιστά τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας σε υπηρεσίες πληρωμής στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά.

4.3   Άρθρο 5 κ.εξ. — Ενιαίο νομικό επίπεδο εποπτείας ως προϋπόθεση του δίκαιου ανταγωνισμού

4.3.1

Οι νομικές απαιτήσεις σχετικά με την εποπτεία για την πρόσβαση των ιδρυμάτων πληρωμών χωρίς τραπεζική άδεια στην αγορά (άρθρο 5 κ.εξ.) θα πρέπει να αποκλίνουν από τις απαιτήσεις τραπεζικής εποπτείας μόνο στα σημεία όπου ένα ίδρυμα πληρωμών δεν είναι συγκρίσιμο με ένα πιστωτικό ίδρυμα με πλήρη τραπεζική άδεια. Διαφορετικά μπορεί να προκύψουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων και σημαντικός κίνδυνος για τη λειτουργικότητα των πληρωμών. Επιπροσθέτως, η πρόσβαση των ιδρυμάτων πληρωμών χωρίς τραπεζική άδεια σε συστήματα πληρωμών θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ακεραιότητα και τη λειτουργικότητα της ευρωπαϊκής διαδικασίας εντολών άμεσης χρέωσης που βρίσκεται τώρα στο στάδιο της προετοιμασίας, εάν τα εν λόγω ιδρύματα δεν πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις με τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς τα ίδια κεφάλαια κινδύνου, την επαγγελματική επάρκεια και την αξιοπιστία της διοίκησης των ιδρυμάτων, το επιχειρηματικό σχέδιο, την οργάνωση, τον εσωτερικό έλεγχο συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων. Ωστόσο, η εμπιστοσύνη των χρηστών στον SEPA θα κλονιζόταν μόνιμα κυρίως σε περίπτωση που δεν θα υπήρχε το κατάλληλο επίπεδο εποπτείας. Αυτό αφορά και την πτυχή της προστασίας σε περίπτωση χρεοκοπίας καθώς και τον απαραίτητο μηχανισμό για την χωριστή διατήρηση των κεφαλαίων των πελατών.

4.3.2

H ΕΟΚΕ θεωρεί αναγκαίο να υπόκεινται όλα τα ιδρύματα πληρωμών στους ίδιους όρους που προβλέπει η νομοθεσία για την τραπεζική εποπτεία όσον αφορά τους κινδύνους που αφορούν τις πληρωμές και να δημιουργηθούν για το σκοπό αυτό κατάλληλες εποπτικές αρχές με τις απαραίτητες αρμοδιότητες.

4.4   Άρθρο 30 κ.εξ. — Όχι υπερβολικές διατυπώσεις ως προς τις απαιτήσεις πληροφόρησης

4.4.1

Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι οι σαφείς και συνεκτικές διατάξεις για τη διαφάνεια είναι ουσιαστικής σημασίας για τον καταναλωτή και για την αποδοχή του SEPA. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι σαφείς, κατανοητές και ευανάγνωστες. Ωστόσο, η υπερβολική ποικιλία και συσσώρευση πληροφοριών ενδέχεται να έχει και το αντίθετο αποτέλεσμα, καταλήγοντας μάλλον σε αδιαφάνεια παρά σε διαφάνεια. Επιπροσθέτως, ο ιδιώτης που χρησιμοποιεί τον SEPA χρειάζεται διαφορετικές πληροφορίες από τον έμπορο. Επίσης, εάν η Επιτροπή προβλέπει διαφορετικές απαιτήσεις ως προς τη διαφάνεια για παρόμοιες περιπτώσεις, δημιουργείται σύγχυση και αυξάνεται το κόστος. Συνεπώς, εδώ πρέπει να παραπέμψουμε ιδίως στις διατάξεις περί διαφάνειας της οδηγίας σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

4.4.2

Από τη σκοπιά των καταναλωτών, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η προσέγγιση της πλήρους εναρμόνισης και της αμοιβαίας αναγνώρισης που υιοθετήθηκε μπορεί να είναι εξαιρετικά προβληματική ως προς την προστασία του καταναλωτή. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι σε ορισμένα κράτη μέλη, το επίπεδο προστασίας του καταναλωτή θα είναι κατώτερο από το ήδη υπάρχον.

4.4.3

Πρέπει να απλουστευτούν οι διατάξεις για τον τρόπο διαβίβασης πληροφοριών του άρθρου 30. Ιδίως για την πληροφόρηση των χρηστών για τροποποίηση συμβατικών όρων (άρθρο 33), τις πράξεις που εκτελέστηκαν (άρθρο 36) και τη λήψη των χρηματικών ποσών (άρθρο 37) πρέπει να παραμείνει δυνατή η σημερινή, φθηνή για τον καταναλωτή πρακτική να του διατίθενται, όπου αυτό συνηθίζεται και έχει συμφωνηθεί, πληροφορίες μέσω του αντίγραφου κίνησης του λογαριασμού ή ηλεκτρονικών τραπεζικών συναλλαγών (Online-Banking). Επίσης, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να γίνεται η ενημέρωση με ανάρτηση τιμών ή με δημοσίευση στο διαδίκτυο. Θα ήταν σκόπιμο να καταστεί σαφές (άρθρα 31 και 37) ότι οι τιμές των επιμέρους στοιχείων της υπηρεσίας που περιλαμβάνει η συνολική προμήθεια πρέπει να κοινοποιούνται χωριστά στους πελάτες μόνο όταν τα επιμέρους στοιχεία της υπηρεσίας αφορούν διαφορετικές ή επιμέρους σειρές προϊόντων.

4.4.4

Σε ό,τι αφορά τις εισερχόμενες και εξερχόμενες πληρωμές είναι σημαντικό, από τη σκοπιά των χρηστών, να παρατίθενται κατά την πράξη της πληρωμής, μαζί με σαφή στοιχεία για τον πληρωτή και τον δικαιούχο και πλήρη στοιχεία αναφοράς πληρωμής. Μόνο κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να γίνει πλήρως αυτοματοποιημένα η αντιστοίχιση με ανοιχτούς λογαριασμούς ή απαιτήσεις.

4.5   Άρθρο 41, δεύτερη παράγραφος — Να επιτρέπονται όλες οι μορφές έγκρισης

4.5.1

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την προσέγγιση της Επιτροπής ότι μια πληρωμή θα πρέπει να θεωρείται εγκεκριμένη μόνον εάν ο πληρωτής έχει συναινέσει στην εντολή πληρωμής που απευθύνεται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμής. Στο άρθρο 41, δεύτερη παράγραφος, η συγκατάθεση του πληρωτή απαιτεί μια «ρητή» εξουσιοδότηση εκτέλεσης «μιας πράξης ή σειράς πράξεων πληρωμής». Η διατύπωση αυτή είναι ασαφής. Αν ζητείται ρητή συγκατάθεση για κάθε επιμέρους διαδικασία άμεσης πληρωμής στο πλαίσιο μιας συμβατικής σχέσης, αυτό θα επηρεάσει αρνητικά την αποτελεσματική και φθηνή διαδικασία εντολών άμεσης χρέωσης.

4.5.2

Προκειμένου να διασφαλίζονται και μελλοντικά οι διαδικασίες που από τη σκοπιά των καταναλωτών είναι δοκιμασμένες και φθηνές, όπως για παράδειγμα η αυτόματη εντολή πληρωμής, θα ήταν σκόπιμο να προσανατολίζεται η οδηγία περισσότερο προς έναν ελάχιστο συντονισμό και όχι προς την πλήρη εναρμόνιση χωρίς εξαιρέσεις.

4.6   Άρθρο 48 παράγραφοι 2 και 3 — Η κατανομή του βάρους απόδειξης σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξεων πληρωμών δεν είναι ισορροπημένη

4.6.1

Ο SEPA δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτός από τους καταναλωτές αν αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητες δυσκολίες ως προς την απόδειξη σε περίπτωση αμφισβήτησης της έγκρισης. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την προσέγγιση της Επιτροπής να προσφέρει διευκολύνσεις στους χρήστες ως προς το βάρος της απόδειξης.

4.6.2

Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείεται η προσκόμιση ανταποδείξεων από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών σε περίπτωση σοβαρής κατάχρησης. Όμως, το άρθρο 48, παράγραφος 2 εμποδίζει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμής να αποδείξει την ύπαρξη βαριάς αμέλειας ή και δόλο εκ μέρους του χρήστη. Αν όμως δεν είναι πλέον δυνατόν να αποδειχθεί ότι ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμής επέδειξε βαριά αμέλεια ή ενήργησε με δόλο, αυτό αποτελεί κυριολεκτικά κίνητρο για να αγνοηθεί κάθε συνήθης προσοχή στις συναλλαγές ή για καταχρήσεις. Επίσης, μια τέτοια ρύθμιση θα έχει ως αποτέλεσμα τον μεγάλο περιορισμό της προσφοράς ορισμένων διαδικασιών ηλεκτρονικών πληρωμών.

4.6.3

Η ΕΟΚΕ συνηγορεί υπέρ μιας δίκαιης κατανομής του βάρους απόδειξης. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να αποδείξει ότι ο κάτοχος του μέσου επαλήθευσης πληρωμών έδωσε ο ίδιος εντολή για την πληρωμή. Εφόσον η πληρωμή έγινε με ειδικά στοιχεία ασφαλείας που αποκλείουν την απάτη, πρέπει να ισχύει η εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι ο χρήστης της υπηρεσίας πληρωμών είτε ενέκρινε ο ίδιος την πληρωμή, είτε τουλάχιστον επέδειξε βαριά αμέλεια. Κατά τα άλλα, δεν θα πρέπει να περιοριστεί δυσανάλογα η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από τα εθνικά δικαστήρια, εφόσον μάλιστα δεν είναι εναρμονισμένες οι κανόνες πολιτικής δικονομίας στα κράτη μέλη.

4.7   Άρθρο 49 — Δημιουργία νομικής ασφάλειας για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής μέσω ενιαίας προθεσμίας αποκλεισμού επιστροφής

4.7.1

Στην αιτιολόγηση της πρότασης οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι στην Κοινότητα πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των υπηρεσιών πληρωμών περίπου 231 δις συναλλαγές ετησίως. Το γεγονός αυτό και μόνον καθιστά σαφές ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει μια δεδομένη στιγμή νομική ασφάλεια για το αν μια συναλλαγή ήταν ή όχι εγκεκριμένη. Προκειμένου να δημιουργηθεί κατάλληλος βαθμός νομικής ασφάλειας, η απαίτηση επιστροφής εκ μέρους του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών σε περίπτωση μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη. Η προθεσμία αυτή πρέπει να είναι δίκαιη. Η ΕΟΚΕ θεωρεί σωστή την προθεσμία ενός έτους.

4.7.2

Βάσει του άρθρου 45, ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών ορθώς υποχρεούται να ελέγχει τακτικά τις συναλλαγές του λογαριασμού του και να καταγγέλλει άμεσα μη εγκεκριμένες συναλλαγές. Ως εκ τούτου είναι συνεπές και ισορροπημένο να περιοριστεί σε ένα έτος η αξίωση επιστροφής του χρήστη για μη εγκεκριμένες πληρωμές. Αυτό θα έδινε τόσο στους παρόχους, όσο και στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών την απαιτούμενη νομική ασφάλεια ότι μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας, η συναλλαγή θεωρείται τελεσίδικη. Επιπροσθέτως, η προθεσμία του ενός έτους αντιστοιχεί στην υποχρέωση τήρησης αρχείου που προβλέπεται στο άρθρο 44.

4.8   Άρθρα 49 και 50 — Να επανεξεταστεί ο καταμερισμός της ευθύνης

4.8.1

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρέπει να είναι εύλογος ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ παρόχου και χρήστη υπηρεσιών πληρωμών. Μόνο υπό αυτόν τον όρο ο καταναλωτής θα κάνει χρήση της υπηρεσίας πληρωμής και θα μπορούν οι πάροχοι να προσφέρουν την υπηρεσία στην ανάλογη τιμή.

4.8.2

Η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμής, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητά του για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμών που προτείνεται στο άρθρο 49, είναι, κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, σκόπιμη με την προϋπόθεση ότι ο χρήστης χρησιμοποιεί το μέσο επαλήθευσης των πληρωμών με συνέπεια και με βάση τους συμφωνημένους όρους.

4.8.3

Η ΕΟΚΕ θεωρεί εύλογο τον περιορισμό της ευθύνης του χρήστη σε 150€, όπως προβλέπεται στο άρθρο 50, εάν, παρά την προσοχή που επέδειξε, δεν αντιλήφθηκε άμεσα την απώλεια του μέσου επαλήθευσης πληρωμών, τη δήλωσε όμως αμέσως μόλις την αντιλήφθηκε. Εάν όμως ο χρήστης δεν δηλώσει άμεσα την απώλεια, μολονότι με βάση το άρθρο 46 υποχρεούται να το πράξει, και ως εκ τούτου ο πάροχος δεν έχει δυνατότητα να αποτρέψει ή να περιορίσει μια ζημία, ο χρήστης δεν θα πρέπει να έχει επιπλέον και πλεονεκτήματα ως προς την ευθύνη του σε σύγκριση με εκείνους τους χρήστες που είναι προσεκτικοί.

4.9   Άρθρο 53 — Να οριστεί ρητά η προθεσμία επιστροφής

4.9.1

Η αίτηση επιστροφής χρημάτων αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής διαδικασίας εντολών άμεσης χρέωσης. Από αυτή την άποψη είναι σημαντικό για όλους όσοι συμμετέχουν στη διαδικασία πληρωμής να μπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την αίτηση επιστροφής για εγκεκριμένες πληρωμές. Ακριβώς αυτό δεν εξασφαλίζεται όμως, εφόσον σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του άρθρου 53, παράγραφος 1, η προθεσμία αυτή αρχίζει από τη στιγμή που ενημερώνεται ο πληρωτής, διότι σε αυτή την περίπτωση ούτε ο δικαιούχος της πληρωμής, ούτε ο πάροχός του γνωρίζουν πότε ενημέρωσε πραγματικά ο πάροχος του πληρωτή τον πληρωτή για τη συναλλαγή που χρεώθηκε στο λογαριασμό του.

4.9.2

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η συχνότητα με την οποία αποστέλλονται τα αντίγραφα κίνησης του λογαριασμού διαφέρει έντονα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα αντίγραφα κίνησης του λογαριασμού διατίθενται ανά τρίμηνο, σε άλλες εβδομαδιαίως και σε άλλες ημερησίως. Αυτό εξαρτάται από τις προτιμήσεις του χρήστη και το κόστος. Ανάλογα με τη συχνότητα ενημέρωσης, η προθεσμία επιστροφής μπορεί να είναι στα παραπάνω παραδείγματα «3 μήνες συν 4 εβδομάδες», «1 εβδομάδα συν 4 εβδομάδες» ή και «1 ημέρα συν 4 εβδομάδες». Συνεπώς, είναι σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια το αμετάκλητο της συναλλαγής, πράγμα που θα δημιουργούσε ένα σχεδόν άλυτο πρόβλημα για τη σχεδιαζόμενη ευρωπαϊκή διαδικασία εντολών άμεσης χρέωσης και θα εξέθετε σε σοβαρό κίνδυνο την υλοποίησή της.

4.9.3

Συνεπώς η ΕΟΚΕ προτείνει να αρχίζει, όπως ορίζει και το άρθρο 53 παράγραφος 1, με την ενημέρωση του πελάτη, μία προθεσμία 4 εβδομάδων που θα λήγει σε κάθε περίπτωση 8 εβδομάδες μετά τη χρέωση του λογαριασμού του πληρωτή.

4.10   Άρθρα 60, 61 και 67 — Να διαχωριστούν σαφώς τα καθήκοντα των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που συμμετέχουν στην εκτέλεση

4.10.1

Σύμφωνα με τα άρθρα 60, 61 και 67 η πληρωμή θεωρείται τελεσμένη μόλις πιστωθεί ο λογαριασμός του δικαιούχου. Αυτό έρχεται σε αντίθεση, χωρίς φανερό λόγο, με την ισχύουσα νομοθεσία για τις μεταφορές πιστώσεων. Συγχέονται οι συμβατικές υποχρεώσεις του παρόχου του πληρωτή με αυτές του παρόχου του δικαιούχου. Κατά συνέπεια, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεώνεται σε κάτι που ανήκει αποκλειστικά στις ευθύνες του παρόχου του δικαιούχου και δεν μπορεί να ελεγχθεί από τον πάροχο του πληρωτή.

4.10.2

Κατά συνέπεια, η ΕΟΚΕ προτείνει να παραμείνει σε ισχύ η αρχή για τις πληρωμές που εφαρμόζεται ενιαία σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ βάσει της ευρωπαϊκής οδηγίας για τις διασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο πάροχος του πληρωτή είναι υπεύθυνος για τη συναλλαγή έως ότου φθάσει η πληρωμή στον πάροχο του δικαιούχου, ενώ ο πάροχος του δικαιούχου είναι υπεύθυνος έως ότου πιστωθεί το μεταφερόμενο ποσό στο λογαριασμό του δικαιούχου.

4.11   Άρθρα 60, 61 και 67 — Οι προθεσμίες εκτέλεσης πρέπει να είναι εύλογες

4.11.1

Η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντικό να οριστούν οι προθεσμίες εκτέλεσης έτσι ώστε, αφενός να συνιστούν σαφή βελτίωση της σημερινής κατάστασης και αφετέρου, η τεχνική εφαρμογή τους να μην συνδέεται με δυσανάλογα μεγάλες δαπάνες που θα κατέληγαν σε αύξηση των τιμών στις συναλλαγές.

4.11.2

Οι προθεσμίες εκτέλεσης, που σύμφωνα με τα άρθρα 60 και 61 είναι μία τραπεζική εργάσιμη ημέρα (μία εργάσιμη ημέρα μετά την ημέρα αποδοχής), θα μπορούσαν να θεωρηθούν πολύ φιλόδοξες υπό τις σημερινές συνθήκες. Με βάση την ισχύουσα ευρωπαϊκή οδηγία για τις διασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων, η προθεσμία αυτή ανέρχεται κατά κανόνα σε 6 τραπεζικές εργάσιμες ημέρες συν μία ημέρα προθεσμία πίστωσης, δηλαδή προθεσμία 5 ημερών για τον πάροχο του πληρωτή για την πίστωση στον πάροχο του δικαιούχου, συν 1 ημέρα για τον πάροχο του δικαιούχου για την πίστωση στον δικαιούχο, με δυνατότητα παρέκκλισης. Ορισμένοι μικροί πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών και πάροχοι που δραστηριοποιούνται σε περιφερειακό επίπεδο ισχυρίζονται ότι δεν θα είναι σε θέση να τηρήσουν αυτήν την προθεσμία. Η προβλεπόμενη (μέγιστη) προθεσμία εκτέλεσης (1 ημέρα προθεσμία για τον πάροχο του πληρωτή για την πίστωση στον δικαιούχο) είναι το ένα έκτο της μέχρι τώρα επιτρεπόμενης προθεσμίας. Κατά την άποψη των παρόχων υπηρεσιών πληρωμής όμως, η τεχνική εφαρμογή συνεπάγεται δυσανάλογα μεγάλο κόστος και θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε αύξηση των τιμών των συναλλαγών. Ο ευρωπαϊκός πιστωτικός κλάδος ανέλαβε αυτοδέσμευση για πληρωμές σε ευρώ («Credeuro-Konvention») που προβλέπει προθεσμία εκτέλεσης το πολύ τρεις τραπεζικές εργάσιμες ημέρες και τακτική προθεσμία εκτέλεσης τριών τραπεζικών εργάσιμων ημερών για πληρωμές σε άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα.

4.11.3

Σε περίπτωση που ορισμένοι μικροί πάροχοι υπηρεσιών πληρωμής ή πάροχοι που δραστηριοποιούνται σε περιφερειακό επίπεδο βρεθούν σε μειονεκτική θέση από άποψης ανταγωνισμού, η ΕΟΚΕ συνιστά να καθιερωθεί για μια μεταβατική περίοδο μια προθεσμία εκτέλεσης 3 ημερών, χωρίς αυτό να επηρεάζει τη δυνατότητα ορισμού συντομότερων προθεσμιών εκτέλεσης για πληρωμές καθαρά εθνικού χαρακτήρα (άρθρο 64).

Βρυξέλλες, 13 Σεπτεμβρίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND