18.8.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 195/66


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την «Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τις κατευθυντήριες γραμμές των πολιτικών απασχόλησης των κρατών μελών»

COM(2006) 32 τελικό — 2006/0010 (CNS)

(2006/C 195/18)

Στις 10 Φεβρουαρίου 2006, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω πρόταση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 3 Μαΐου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. GREIF.

Κατά την 427η σύνοδο ολομέλειας της 17ης και 18ης Μαΐου 2006 (συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 2006), η ΕΟΚΕ υιοθέτησε με 91 ψήφους υπέρ και 1 αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Η πρόταση απόφασης της Επιτροπής

1.1

Στις αρχές του 2006, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση απόφασης σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές των πολιτικών απασχόλησης των κρατών μελών για το τρέχον έτος.

Σε αυτήν προτείνεται να διατηρηθούν αμετάβλητες οι κατευθυντήριες γραμμές 2005-08 που αποφασίστηκαν το 2005 και να διατυπωθούν συστάσεις προς τα κράτη μέλη να συνεχίσουν την πολιτική για την αγορά εργασίας και την απασχόληση, σύμφωνα με τις προτεραιότητες που προβλέπονται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

1.2

Αυτή η απόφαση της Επιτροπής εντάσσεται στο νέο κύκλο διακυβέρνησης στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της στρατηγικής της Λισσαβώνας, ο οποίος προβλέπει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση, ως ολοκληρωμένη δέσμη σε συνδυασμό με τους γενικούς προσανατολισμούς της οικονομικής πολιτικής, θα επανεξετάζονται πλήρως μόνο ανά τριετία.

1.3

Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι το Συμβούλιο το 2006 δεν πρόβλεψε την αξιοποίηση της δυνατότητας εφαρμογής των απαραίτητων προσαρμογών, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στα ενδιάμεσα χρόνια.

Πριν από την παρούσα πρόταση απόφασης προηγήθηκε εξέταση των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων που υπέβαλαν τα κράτη μέλη το φθινόπωρο του 2005 και η οποία περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση προόδου της Επιτροπής και στην κοινή έκθεση για την απασχόληση.

2.   Παρατηρήσεις της ΕΟΚΕ

2.1

Στη γνωμοδότησή της σχετικά με την υιοθέτηση των κατευθυντηρίων γραμμών 2005-2008 (1), η ΕΟΚΕ εξέφρασε ήδη την ικανοποίησή της για αυτήν την νέα ολοκληρωμένη προσέγγιση καθώς και τον πολυετή νέο κύκλο διακυβέρνησης υπογραμμίζοντας, ωστόσο, μεταξύ άλλων,

ότι σε ορισμένα σημεία διαπιστώνεται έλλειψη συνοχής μεταξύ των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών και των κατευθυντηρίων γραμμών για την απασχόληση·

ότι η επιτυχία του εγχειρήματος εξαρτάται πρωτίστως από το εάν τα κράτη μέλη λαμβάνουν στα σοβαρά τις δεσμεύσεις τους και από την πρακτική εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο των προτεραιοτήτων που έχουν συμφωνηθεί·

ότι πρέπει να διασφαλιστεί η ουσιαστική συμμετοχή των κοινοβουλίων, των κοινωνικών εταίρων, και της κοινωνίας των πολιτών σε όλα τα στάδια της διαδικασίας συντονισμού της πολιτικής απασχόλησης.

2.2

Επιπλέον, στο πλαίσιο της κατάρτισης των κατευθυντηρίων γραμμών 2005-2008, η ΕΟΚΕ υπογράμμισε την ανάγκη ορισμένων προσαρμογών σε ό,τι αφορά τις ακόλουθες προτεραιότητες:

την πολιτική για την προώθηση της ένταξης των νέων στην αγορά εργασίας με τη διασφάλιση, για παράδειγμα, μιας πρώτης θέσης απασχόλησης με πραγματικές προοπτικές·

τη λήψη μέτρων για την πορεία προς μια οικονομία της γνώσης με κύριο στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας·

σε ό,τι αφορά θέματα σχετικά με την ισότητα των φύλων στην αγορά εργασίας και, στο πλαίσιο αυτό, σε πολιτικές για το συνδυασμό της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής·

την πρόκληση που αποτελεί η γήρανση του ενεργού πληθυσμού, καθώς και

την ανάγκη καταπολέμησης τω διακρίσεων στην αγορά εργασίας λόγω ηλικίας, αναπηριών, ή εθνοτικής καταγωγής.

2.3

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με το πόρισμα της καλούμενης εξέτασης τύπου «Κέιμπριτζ» (Cambridge Review Report) που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής σχετικά με την επανεξέταση της πτυχής της απασχόλησης στα εθνικά σχέδια δράσης για το 2005. Στην έκθεση αυτή διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι μολονότι έχουν θεσπισθεί μεμονωμένα μέτρα για τα οριζόντια θέματα που αναφέρονται στο σημείο 2.2, σε πολλά κράτη δεν αντιμετωπίστηκαν με την απαραίτητη επιτακτικότητα.

Δεδομένου ότι σε πολλά κράτη μέλη η κατάσταση της αγοράς εργασίας δεν παρουσιάζει σημαντικές βελτιώσεις και ότι εξακολουθούν να εντοπίζονται ελλείψεις όσον αφορά την εφαρμογή στους τομείς αυτούς σε εθνικό επίπεδο, η ΕΟΚΕ κρίνει επιτακτική την ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτά τα θέματα στο πλαίσιο των ετήσιων συστάσεων προς τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες προσαρμογές στις πολυετείς κατευθυντήριες γραμμές.

2.4

Αυτό ισχύει ειδικά για τη σχεδόν παντελή έλλειψη σαφών και δεσμευτικών στόχων στην πολιτική για την απασχόληση και την αγορά εργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο υποβιβασμός της σημασίας σαφών και ποσοτικοποιημένων στόχων σχετικά με τις τιμές αναφοράς στο πλαίσιο της υιοθέτησης των κατευθυντήριων γραμμών 2005-2008 είχε ως αποτέλεσμα την απόκλιση από την προηγούμενη προσέγγιση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση, η οποία προέβλεπε την επιβολή σαφούς πλαισίου με διαφανείς δεσμεύσεις σε επίπεδο κρατών μελών.

Αντιθέτως, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να θεσπίζουν, μετά από διαβουλεύσεις με τα εθνικά κοινοβούλια και τους κοινωνικούς εταίρους, εθνικούς στόχους για την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών σε εθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων.

2.5

Η ΕΟΚΕ είχε επισημάνει ήδη πριν από ένα χρόνο ότι αυτό ενδέχεται να αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο τον δεσμευτικό χαρακτήρα της εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο προτεραιοτήτων που συμφωνήθηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπό την έννοια ότι οι πολιτικές των κρατών μελών για την απασχόληση δεν θα μπορούν πλέον να αξιολογούνται βάσει συγκεκριμένων και ποσοτικοποιημένων ευρωπαϊκών στόχων στον ίδιο βαθμό όπως παλαιότερα.

Αυτός ο προβληματισμός — ειδικά όσον αφορά την τάση αποδυνάμωσης των δεσμευτικών στόχων — επιβεβαιώνεται ένα χρόνο αργότερα, όπως καταδεικνύει μια πρώτη εξέταση της πτυχής της απασχόλησης των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων που υποβάλλουν τα κράτη μέλη. Όπως διαβεβαιώνεται από πλήθος πηγών, πολλά εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή δεν είναι ιδιαίτερα φιλόδοξα όσον αφορά την χάραξη πολιτικής για την απασχόληση η οποία σέβεται τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εργαζομένων:

εν πρώτοις συχνά παρουσιάζονται, όπως και κατά τα προηγούμενα χρόνια, ήδη τρέχοντα μέτρα τα οποία εντάσσονται ούτως ή άλλως στον κυβερνητικό προγραμματισμό

κατά δεύτερον, πολλά εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με το πότε, πού, με ποιους πόρους και μέσω ποιών φορέων θα υλοποιηθούν.

Λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών δομών και προβλημάτων της πολιτικής για την αγορά εργασίας στα κράτη μέλη, κρίνεται κατά βάση σκόπιμος ένας ορισμένος βαθμός ευελιξίας στην εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο σημείο 2.4, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποτραπεί η αποδυνάμωση των στόχων της ανανεωμένης στρατηγικής της Λισσαβώνας μέσω μιας εξαιρετικά περιορισμένης συγκεκριμενοποίησης.

2.6

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της λήψης αποτελεσματικών μέτρων, προκειμένου να βελτιωθεί μελλοντικά η ποιότητα των εθνικών προγραμμάτων και να ενισχυθεί κατ' αυτό το τρόπο ο δεσμευτικός τους χαρακτήρας σε ό,τι αφορά τα χρονοδιαγράμματα, τις ευθύνες και, εφόσον δυνατόν, την αντίστοιχη χρηματοδοτική βάση.

Στην πλειονότητα των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων περιέχονται μόνο δεσμεύσεις εθνικού επιπέδου σχετικά με τους γενικούς στόχους της Λισσαβώνας για την απασχόληση (συνολική απασχόληση, γυναίκες, ηλικιωμένα άτομα). Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τον ορισμό περαιτέρω συγκεκριμένων στόχων σε τομείς όπως η καταπολέμηση της ανεργίας των νέων, η προαγωγή της ισότητας και της δια βίου μάθησης, η παροχή στήριξης σε άτομα με αναπηρία (2) καθώς και η επέκταση των υποδομών παιδικής μέριμνας και η ενίσχυση των πόρων για μια ενεργό πολιτική στην αγορά εργασίας. — Σ' αυτό τον τομέα, λίγα μόνο κράτη μέλη έχουν υποβάλει φιλόδοξες προτάσεις.

Ενόψει αυτής της κατάστασης, πρέπει να καταβληθούν σοβαρές προσπάθειες για την επανεστίαση των δράσεων στους ευρωπαϊκούς στόχους και την ένταξή τους στις κατευθυντήριες γραμμές.

2.7

Η ΕΟΚΕ έχει ήδη υπογραμμίσει ότι καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων αποτελεί η όσο το δυνατόν ευρύτερη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων κοινωνικών φορέων — ειδικά των κοινωνικών εταίρων — σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι, κατά την κατάρτιση των εθνικών σχεδίων δράσης, σε πολλές περιπτώσεις δεν διενεργήθηκαν οι απαραίτητες διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά ούτε μια πραγματική συζήτηση με την κοινωνία των πολιτών. Αυτό οφείλεται, όμως, και στα εξαιρετικά περιορισμένα χρονικά περιθώρια που διατέθηκαν για την κατάρτιση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων, γεγονός που επισημαίνεται και στην έκθεση «Κέιμπριτζ» της επιτροπής απασχόλησης, στο πλαίσιο της ανάλυσης των εκθέσεων ανά χώρα.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων κοινωνικών φορέων αποτελεί προϋπόθεση ώστε να επιτευχθεί, μέσω της πολιτικής για την αγορά εργασίας η συμβατότητα της ευελιξίας της αγοράς εργασίας με τη διασφάλιση των όρων απασχόλησης.

Θεωρεί ότι η περιορισμένη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών συνιστά έναν από τους λόγους για τους οποίους τα περισσότερα κράτη μέλη καταβάλλουν ελάχιστες προσπάθειες για την ενσωμάτωση του πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης.

2.8

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί ότι στα περισσότερα μεταρρυθμιστικά προγράμματα δεν συνεκτιμάται επαρκώς η ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών που να προσανατολίζονται στη ζήτηση, με στόχο την ώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, παράλληλα με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Αναφορικά με αυτό, η ΕΟΚΕ έχει επισημάνει επανειλημμένα τον τελευταίο καιρό την ανάγκη θέσπισης υγιούς μακροοικονομικού πλαισίου σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο.

Η κατάσταση στον τομέα της πολιτικής απασχόλησης μπορεί να βελτιωθεί αισθητά σε πολλά κράτη μέλη μόνον εφόσον επιτευχθεί μια βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομικής συγκυρίας. Για να αξιοποιηθεί πλήρως το δυναμικό για την ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες γενικές συνθήκες για την τόνωση τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής ζήτησης. Κατά αυτήν την έννοια, λίγα μόνο κράτη μέλη δίνουν επαρκή βαρύτητα στην τόνωση της οικονομίας στα μεταρρυθμιστικά τους προγράμματα.

2.9

Πέραν τούτου, η ΕΟΚΕ έχει υπογραμμίσει επανειλημμένα ότι οι δράσεις στον τομέα της πολιτικής απασχόλησης δεν μπορούν να στεφθούν με επιτυχία χωρίς τους αντίστοιχους οικονομικούς πόρους σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνεπώς, οι συναφείς προτεραιότητες πρέπει να συνυπολογιστούν στο δημοσιονομικό προγραμματισμό. Και σε αυτήν την περίπτωση, η εξέταση τύπου «Κέιμπριτζ» (Cambridge Review) εντοπίζει μεγάλες αποκλίσεις στις προτάσεις των κρατών μελών όσον αφορά την ανάληψη πρωτοβουλιών στον τομέα της πολιτικής για την αγορά εργασίας, καθώς και έλλειψη δημοσιονομικής κάλυψης.

Κρίνεται απαραίτητο να αυξηθούν, παραδείγματος χάρη, τα δημοσιονομικά περιθώρια για την πραγματοποίηση επενδύσεων στον τομέα των υποδομών στα κράτη μέλη. Τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συνιστούν πανευρωπαϊκό πρόγραμμα για την ανάκαμψη της οικονομίας. Οι δημόσιες επενδύσεις αποτελούν καθοριστικό στοιχείο σε αυτό το εγχείρημα. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναιρεθούν οι μαζικές περικοπές των πιστώσεων για τα έργα ΔΕΔ που επιτυγχάνονται στον μελλοντικό κοινοτικό προϋπολογισμό μέσω της ανακατανομής των πόρων.

Η ΕΟΚΕ ζητεί οι ανωτέρω καθώς και άλλοι περιορισμοί, που αναστέλλουν την ανάπτυξη και την απασχόληση, να συνεκτιμηθούν κατά τις διαπραγματεύσεις για την έγκριση των δημοσιονομικών προοπτικών 2007-2013.

3.   Συνέχεια που πρέπει να δοθεί

3.1

Η ΕΟΚΕ ζητεί να αποδοθεί η δέουσα σημασία στην αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας στο πλαίσιο της εφαρμογής των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων στα κράτη μέλη, καθώς και κατά την επεξεργασία των κατευθυντηρίων γραμμών για την πολιτική απασχόλησης τα επόμενα έτη. Από αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η επειγόντως αναγκαία πρόοδος που πρέπει να σημειωθεί στο πλαίσιο του πυλώνα για την πολιτική απασχόλησης της διαδικασίας της Λισσαβώνας.

3.2

Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει αναφορικά με αυτό την προσφορά της να αναλάβει μελλοντικά, σε συνεργασία με τα εθνικά οικονομικά και κοινωνικά συμβούλια και παρόμοια όργανα, ενεργό ρόλο πρωτίστως σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση της αποτελεσματικής εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών εκ μέρους των κρατών μελών.

3.3

Η ΕΟΚΕ εξετάζει την προοπτική να καταρτίσει ιδιαίτερη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας σχετικά με την απαραίτητη προσαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών κατά τα επόμενα χρόνια.

Βρυξέλλες, 17 Μαΐου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ της 31ης Μαΐου 2005 με θέμα την «Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών (βάσει του άρθρου 128 της Συνθήκης ΕΚ )» (Εισηγητής: ο κ. Malosse) (EE αριθ. C 286 της 17.11.2005).

(2)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ της 20.4.2006 με θέμα την «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών: Η κατάσταση των ατόμων με αναπηρία στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση: το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης 2006 – 2007» (Εισηγητής ο κ. Greif).