9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/8


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την Έκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού 2004

SEC(2005) 805 τελικό

(2006/C 110/02)

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2005 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 262 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να εκδώσει γνωμοδότηση με θέμα: την «Εκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού 2004»

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση» στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές εργασίες υιοθέτησε τη γνωμοδότηση του στις 21 Φεβρουαρίου 2006, με βάση την εισηγητική έκθεση του κ.MALOSSE

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στην 425η σύνοδο ολομέλειας που πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006) υιοθέτησε την παρούσα γνωμοδότηση με ψήφους 138 υπέρ, 1 κατά και με 2 αποχές.

1.   Εισαγωγή

1.1

Η πολιτική ανταγωνισμού της Ενωσης θεωρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα η κορωνίδα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ένα κεκτημένο που δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Όμως, λόγω της συζήτησης που φιεξήχθη με αντικείμενο τη συνταγματική συνθήκη, αμφιβητήθηκε το βάσιμο μιας πολιτικής που αποβλέπει στη διασφάλιση του «ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού». Μετά την πραγματοποιηθείσα μεταρρύθμιση όσον αφορά τα μέσα ελέγχου των συμπράξεων και των καταχρήσεων δεσπόζουσας θέσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε να μεταρρυθμίσει το καθεστώς των κρατικών βοηθειών μέσω ενός σχεδίου δράσης. Η παρουσίαση της έκθεσης 2004 προσφέρει συνεπώς στην ΕΟΚΕ την δυνατότητα ενός σφαιρικού προβληματισμού για τους σκοπούς και τις μεθόδους της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, ιδιαίτερα σε σχέση με το εξής πλαίσιο:

την παγκοσμιοποίηση των συναλλαγών

τη διεύρυνση της Ε.Ε. με την αύξηση των αναπτυξιακών διαφορών

την αυξανόμενη καθυστέρηση της Ε.Ε. στους τομείς ανάπτυξης και απασχόλησης έναντι των κυριότερων οικονομικών ανταγωνιστών της

τη νόμιμη φροντίδα των πολιτών για καλύτερη διακυβέρνηση, μεγαλύτερη νομιμοποίηση των πολιτικών που εφαρμόζονται και ευρύτερη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων.

1.2

Ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔ Ανταγωνισμός αφού εκθέτει πρώτα την «πολιτική πλαισίωση» αναφέρεται στο περιεχόμενο της έκθεσης όπου αναπτύσσονται οι εξής δραστηριότητες της Επιτροπής:

στον τομέα των συμπράξεων και των καταχρήσεων δεσπόζουσας θέσης (άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης) που συνοδεύεται από ορισμένες αποφάσεις των κοινοτικών και εθνικών δικαστικών αρχών της Ε.Ε.,

στον τομέα των συγκεντρώσεων, με τομεακή αξιολόγηση,

στον τομέα του ελέγχου των κρατικών βοηθειών, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών και ερμηνευτικών κανόνων, και ορισμένων αποφάσεων που εκδόθηκαν από τις ευρωπαϊκές δικαστικές αρχές,

στους τομείς της διεύρυνσης, της διμερούς και πολυμερούς συνεργασίας και της διεθνούς.

Το 2004, το έτος της διεύρυνσης με νέα δέκα κράτη μέλη χαρακτηρίστηκε από τη θέση σε ισχύ, την 1η Μαΐου, της μεταρρύθμισης του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

2.   Σκέψεις για την πολιτική ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2.1

Η έκθεση υπογραμμίζει, τη σχέση μεταξύ της πολιτικής ανταγωνισμού και της αναθεωρημένης Στρατηγικής της Λισσαβόνας: ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, απασχόληση και βιώσιμη ανάπτυξη. Η Επιτροπή επιθυμεί να επικεντρώσει την δράση της στους βασικούς τομείς της εσωτερικής αγοράς και της ατζέντας της Λισσαβόνας, τονίζοντας την άρση των εμποδίων για τον ανταγωνισμό στους τομείς που απελευθερώθηκαν πρόσφατα και σε ορισμένους άλλους τομείς που υπόκεινται σε ρυθμίσεις όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, η ενέργεια και οι μεταφορές. Η σχέση με την ατζέντα της Λισσαβόνας θα έπρεπε να αιτιολογείται καλύτερα και να εξηγείται περισσότερο.

2.2

Το προκαταρκτικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι κατά πόσον η πολιτική ανταγωνισμού πρέπει να αντανακλά τις πολιτικές προτεραιότητες της δεδομένης συγκυρίας ή να διαθέτει μάλλον τη δική της λογική και αυτονομία. Η ΕΟΚΕ δίνει προτεραιότητα στην δεύτερη προσέγγιση για τους εξής λόγους:

2.2.1

Οι επιχειρήσεις, οι καταναλωτές και οι οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι χρειάζονται ένα σταθερό και προβλέψιμο νομικό πλαίσιο. Εάν η πολιτική του ανταγωνισμού πρέπει να κυμαίνεται ανάλογα με τις προτεραιότητες της στιγμής, τότε θα αποτελέσει πηγή νομικής αστάθειας και συνεπώς δεν θα ευνοήσει τις επενδύσεις και την απασχόληση.

2.2.2

Η δημιουργία ενός ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού αποτελεί ουσιαστικό αυτοσκοπό, όχι μόνο σε σχέση με τη συγκυριακή στρατηγική, αλλά και για να διασφαλισθεί η καλή λειτουργία της ευρωπαϊκής ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Στην αντίθετη περίπτωση, η αγορά αυτή θα χάσει όλη τη σημασία της και τα πλεονεκτήματα που μπορεί να προσφέρει στην ευρωπαϊκή οικονομία, δηλαδή την τόνωση της ζήτησης, τη διεύρυνση της προσφοράς, την ισχύ μιας αγοράς 450 εκατομμυρίων καταναλωτών.

2.2.3

Σήμερα, σε μια διευρυμένη Ένωση, οι διαφορές, σε επίπεδο οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών είναι πολύ έντονες. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική ανταγωνισμού αποκτά τελείως ιδιαίτερη βαρύτητα. Με άλλα λόγια, η καθιέρωση ενός ανταγωνισμού πραγματικά ελεύθερου και όχι νοθευμένου έχει αποφασιστική σημασία προκειμένου να παρέχεται η εγγύηση των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης στους οικονομικούς και κοινωνικούς εταίρους τόσο σ'αυτούς που προέρχονται από τις πλούσιες χώρες όσο και σε εκείνους από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και ότι με τον τρόπο αυτό πληρούνται οι συνθήκες που ενισχύουν την οικονομική και κοινωνική συνοχή της Ένωσης.

2.2.4

Η αυτονομία της πολιτικής ανταγωνισμού πρέπει να προστατεύεται και να ενισχύεται. Πρέπει να διαρθρωθεί και με τις άλλες πολιτικές της Ένωσης, όπως με τις πολιτικές υπέρ των καταναλωτών, της οικονομικής μεγέθυνσης, της καινοτομίας, της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Η πολιτική ανταγωνισμού, χάρη στις μεταρρυθμίσεις που υφίσταται και θα υποστεί, πρέπει να αντανακλά το όραμα αυτό προς τα έξω. Βάσει των προαναφερθέντων η Επιτροπή πρέπει οπωσδήποτε να επιδιώξει μια διαρκή ισορροπία που θα αποσκοπεί στην καλύτερη προστασία των καταναλωτών, των επιχειρήσεων και στο γενικό συμφέρον της Ένωσης. Στο μέλλον, η χάραξη κατευθυντήριων γραμμών για την εξέταση των αμφισβητουμένων περιπτώσεων πρέπει να καθορίζεται γύρω από ορισμένες επιταγές, δηλαδή:

να συνεχισθεί η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, κυρίως στον τομέα των κρατικών βοηθειών προκειμένου να αποφευχθεί κάθε ανοχή υπέρ των εθνικών πολιτικών ενίσχυσης των «εθνικών πρωταθλητών» ή των επιχειρήσεων μονοπωλίων που θα μπορούσαν να αφανίσουν τον ανταγωνισμό σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερα εις βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αντίθετα, πρέπει να υποστηριχθούν οι κρατικές προσπάθειες υπέρ της καινοτομίας και της έρευνας προκειμένου να προωθηθούν μεγάλα συλλογικά ευρωπαϊκά προγράμματα για να ενισχυθεί η δυναμικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον τομέα των καινοτομιών. Επίσης, οι πολιτικές υπέρ της απασχόλησης πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην παροχή υπηρεσιών προς τα άτομα (με τη δια βίου κατάρτιση, τους παιδικούς σταθμούς, την καταπολέμηση όλων των μορφών τις διακρίσεις) αντί της άμεσης βοήθειας που μπορεί να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού.

να καταπολεμηθούν οι νέοι «θύλακες κατά του ανταγωνισμού», όπως είναι τα ιδιωτικά μονοπώλια «που υποκαθιστούν» τα κρατικά, οι εκ των πραγμάτων δεσπόζουσες θέσεις που αποκτά μια οικονομική δραστηριότητα (π.χ. η διανομή έναντι των παραγωγών και αντιστρόφως). Πρέπει επίσης να κατανοηθεί καλύτερα η ιδιαιτερότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν αναπτυξιακή δύναμη για την Ευρώπη, των οποίων όμως η ίδρυση και η ανάπτυξη χειραγωγούνται συχνά από πρακτικές δυσμενών διακρίσεων (κρατικές ενισχύσεις, μονοπώλια, δεσπόζουσες θέσεις) που ασκούνται εις βάρος τους. Θα έπρεπε να ευνοούνται κυρίως η συνεργασία και οι συγκεντρώσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούν συχνά το μοναδικό μέσο που διαθέτουν για να συναγωνίζονται ισότιμα τους ανταγωνιστές τους.

να ενεργεί με τρόπο που θα επιτρέπει στους καταναλωτές να επωφελούνται πραγματικά των οικονομιών κλίμακας και της δυναμικότητας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

2.2.5

Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και κυρίως στους τομείς της υγείας, της κοινωνικής πρόνοιας, και της παιδείας, προκειμένου να γίνονται σεβαστές οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της διαφάνειας, σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές. Στην περίπτωση που ανατίθενται σε ιδιωτικούς φορείς, εξολοκλήρου ή μερικώς, καθήκοντα δημόσιων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, οι αρχές ανταγωνισμού πρέπει να έχουν εγγυήσεις για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης έναντι όλων των πιθανών φορέων, και συγχρόνως για την αποτελεσματικότητα, τη συνέχεια και την ποιότητα της υπηρεσίας. Με βάση τα ανωτέρω η ΕΟΚΕ επικροτεί το έργο της Επιτροπής, το οποίο συνέβαλε, μετά την απόφαση Altmark στο να διευκρινισθούν οι κανόνες χρηματοδότησης των υποχρεώσεων των δημοσίων υπηρεσιών, πράγμα που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τη διαχείριση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.

2.2.6

Γενικότερα, το πρόβλημα της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού είναι ότι αυτή εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι η ενιαία αγορά λειτουργεί ιδανικά: τέλεια και δωρεάν ενημέρωση των φορέων, ελεύθερη είσοδος και έξοδος των επιχειρήσεων, τόσες αγορές όσες και οι πιθανές ή επιθυμητές δυνατότητες των παραγόντων, κατάργηση των αυξανόμενων αποδόσεων κλίμακας, κατάργηση των δεσποζουσών θέσεων. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς ορισμένων κρατών μελών τα οποία συνεχίζουν να σκέπτονται «εθνικά» και επιθυμούν να δίνουν προτεραιότητα «στους εθνικούς πρωταθλητές» ή στις επιχειρήσεις της περιοχής τους.

2.2.7

Για το σκοπό αυτό, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμός πρέπει να καταρτίσει οικονομικές και κοινωνικές εκθέσεις για την παρακολούθηση των περιπτώσεων που μελετά. Θα πρέπει επίσης να πραγματοποιήσει αναλύσεις αντίκτυπου των σημαντικότερων αποφάσεων που λαμβάνει, τόσο σε οικονομικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής ανταγωνιστικότητας της Ένωσης, όσο και σε κοινωνικό και σε σχέση με την βιώσιμη ανάπτυξη.

3.   Παρατηρήσεις για την εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού στην Ε.Ε. το 2004

3.1

Σχετικά με την παρουσίαση της έκθεσης και για την καλύτερη κατανόηση του συστήματος, που θα γινόταν ακόμη πιο σαφές εάν περιείχε, ιδίως για τον τομέα της κρατικής βοήθειας, κατάλογο με τις αποφάσεις για τις οποίες δεν προβλήθηκε αντίρρηση όσον αφορά τη χορήγηση βοήθειας, και στον οποίο θα ανεφέροντο οι λόγοι για τους οποίους σε ορισμένες περιπτώσεις, η βοήθεια δεν υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 §1. Ο κατάλογος αυτός θα αποτελούσε το πλαίσιο των ορθών πρακτικών με αποδέκτες τα κράτη μέλη που χορηγούν βοήθεια.

3.2

Εξάλλου, το 2004 σημαδεύτηκε από τη διεύρυνση. Είναι όμως λυπηρό που η έκθεση δεν παρέχει περισσότερες πληροφορίες για την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού από τα νέα κράτη μέλη. Η ΕΟΚΕ αναμένει συνεπώς από την έκθεση για το 2005 πληρέστερες και πιο επικαιροποιημένες πληροφορίες.

3. 3   Εφαρμογή της νομοθεσίας κατά των συμφωνιών

3.3.1

Από την έκθεση συνάγεται ότι η οικονομική ανάλυση κατέστη αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής ανταγωνισμού, πράγμα που ζητούσε πάντοτε με επιμονή η ΕΟΚΕ. Η εξέλιξη της νομοθεσίας όσον αφορά το δίκαιο του ανταγωνισμού (άρθρα 81 και 82), σημείωσε ιδιαίτερη πραγματικά πρόοδο, η οποία συνίσταται στον καλύτερο ορισμό της αγοράς και στη βελτίωση της προσέγγισης των οριζόντιων και κάθετων πρακτικών.

3.3.1.1

Επισημαίνεται, ότι βάσει του άρθρου 81 § 3, (εξαίρεση από την απαγόρευση των περιοριστικών συμφωνιών), η οικονομική ανάλυση εμπλουτίστηκε ιδιαίτερα με τη συμπερίληψη των κερδών της αποτελεσματικότητας. Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις μπορούν να προσφεύγουν σε νέες τεχνολογίες, σε καταλληλότερες μεθόδους παραγωγής, σε συνέργιες που είναι το αποτέλεσμα ενσωμάτωσης στοιχείων ενεργητικού, οικονομιών κλίμακας ή ακόμη μπορούν να προωθούν την τεχνική και τεχνολογική πρόοδο μέσω, π.χ. κοινών συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης.

3.3.2   Η πολιτική επιείκειας

3.3.2.1

Όπως επιβεβαιώνεται από τις υποθέσεις που αναφέρονται στην έκθεση, η πολιτική επιείκειας πέτυχε. Υπενθυμίζεται ότι ο μηχανισμός αυτός βασίζεται στην προτροπή στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε συμφωνία να προβούν στην «καταγγελία» της στις αρχές ανταγωνισμού, με ανταμοιβή την πλήρη ή μερική απαλλαγή τους από τα πρόστιμα που προβλέπονται. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή και ορισμένα κράτη μέλη κατήρτισαν προγράμματα επιείκειας που περιέχουν τους όρους του μηχανισμού. Τα προγράμματα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις επιχειρήσεις, διότι εκτός του ότι οι συμφωνίες είναι αρκετά συχνά τελείως παράνομες, τους επιτρέπουν να αντιληφθούν ότι οι εμπορικοί τους αντιπρόσωποι συνήψαν εν αγνοία της επιχείρησης ευρεία συμφωνία, μέσω φαξ, και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με τους αντιπρόσωπους άλλων επιχειρήσεων.

3.3.2.2

Όμως, η έκθεση δεν προβάλλει επαρκώς ορισμένες βασικές δυσλειτουργίες: τα υφιστάμενα προγράμματα επιείκειας στην Ε.Ε. είναι πολύ ανομοιογενή, τόσο όσον αφορά τις βασικές προϋποθέσεις για την χορήγηση επιείκειας όσο και σε διαδικαστικό επίπεδο· επιπλέον, δεν θέσπισαν προγράμματα επιείκειας όλες οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού: παρόμοιο πρόγραμμα θέσπισαν μόνο 18 αρχές, και η Επιτροπή (1).

3.3.2.3

Τέλος, το αίτημα επιείκειας που απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη αρχή δεν ισχύει για τις άλλες. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είναι υποχρεωμένη, για να της χορηγηθεί ασυλία, να απευθυνθεί σε όλες τις αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι έχει πρωταρχική σημασία να βελτιωθεί ο μηχανισμός όσον αφορά τις περιπτώσεις πολλαπλών αιτήσεων από τις επιχειρήσεις. Έτσι, κρίνεται αναγκαίο να απλουστευθούν οι ισχύουσες διαδικασίες προκειμένου να εφαρμοσθεί ένα σύστημα ομοφωνίας για την «καταγγελία» των συμφωνιών, πράγμα που θα σταματούσε αυτόματα κάθε συμμετοχή στο καρτέλ.

3.3.3   Το ευρωπαϊκό δίκτυο ανταγωνισμού (ΕΔΑ)

3.3.3.1

Σύμφωνα με την έκθεση, τα πρώτα αποτελέσματα που έδωσε το ευρωπαϊκό δίκτυο ανταγωνισμού φαίνονται ικανοποιητικά. Μέσω αυτού, συνεργάζονται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε., ανταλλάσσοντας πληροφορίες για νέες υποθέσεις και αποφάσεις. Αν υπάρχει πρόβλημα, συντονίζουν τις έρευνες, παρέχοντας συνδρομή και ανταλλάσσοντας αποδεικτικά στοιχεία,

3.3.3.2

Η συνεργασία αυτή δημιουργεί έναν αποτελεσματικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση των επιχειρήσεων που εφαρμόζουν περιοριστικές διασυνοριακές πρακτικές ανταγωνισμού και συμβάλλει στην κατάργησή εκείνων που συγκρούονται με τους κανόνες της αγοράς και προξενούν τεράστιες ζημιές στον ανταγωνισμό και στους καταναλωτές.

3.3.3.3

Ένα σημαντικό ζήτημα είναι το απόρρητο των πληροφοριών. Αυτό διασφαλίζεται από μια συγκεκριμένη υπηρεσία, την ADO «Authorised disclosure officer», με την οποία ένα ή περισσότερα πρόσωπα είναι αρμόδια να παρεμβαίνουν κατά τη διαβίβαση απόρρητων πληροφοριών. Οι μηχανισμοί αυτοί εφαρμόστηκαν επανειλημμένως, από την 1η Μαΐου 2004, κυρίως με την Eπιτροπή και φαίνεται ότι στέφθηκαν με επιτυχία.

3.3.3.4

Μολονότι οι οικονομικοί παράγοντες παρουσιάζουν ένα πολύ θετικό απολογισμό της λειτουργίας του ευρωπαϊκού δικτύου ανταγωνισμού, εντούτοις, η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή της Επιτροπής, στις δυσκολίες που ενδεχομένως θα προκύψουν, μακροπρόθεσμα, λόγω την αύξησης των υποθέσεων, πράγμα που θα δυσχεράνει την παροχή εγγυήσεων για την πλήρη προστασία της ανταλλαγής απόρρητων πληροφοριών.

3.4   Άρθρο 82 — Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης

3.4.1

Το άρθρο 82 της συνθήκης απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση κάθε δεσπόζουσας θέσης από μια επιχείρηση, (καταχρηστικές τιμές, κατανομή των αγορών με συμφωνίες για αποκλειστικές πωλήσεις, πριμ πιστότητας που αποβλέπουν στην υφαρπαγή προμηθευτών από τους ανταγωνιστές τους). Άλλωστε, στη διάταξη αυτή υπάγεται ο έλεγχος των συγκεντρώσεων από τη στιγμή που μια συγχώνευση καθιστά δυνατή μια καταχρηστική εκμετάλλευση λόγω της ενίσχυσης της δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης από την οποία πηγάζει η εν λόγω ενέργεια. Το άρθρο αυτό, βασικό για τη νομοθεσία αντιτραστ, είναι ελλειπές από ορισμένες πλευρές λόγω της διφορούμενης ερμηνείας που δίνεται στην ανάλυση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων και των συνεπειών που έχει η συμμετοχή τους στις εμπορικές πρακτικές. Με άλλα λόγια, δεν δόθηκε ακόμη συγκεκριμένος ορισμός στην έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης και συνεπώς ορισμένες φορές είναι δύσκολο για τις επιχειρήσεις να γνωρίζουν τα όρια του τι επιτρέπεται και τι όχι. Π.χ. όσον αφορά τις καταχρήσεις στον τομέα των τιμών όπως τις εξοντωτικές τιμολογήσεις ή τις τιμές στις εκπτώσεις μια συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να έχει διαφορετικές συνέπειες: ένας πολύ αποτελεσματικός ανταγωνιστής μπορεί ακόμη και να ευημερήσει σε μια αγορά στην οποία η δεσπόζουσα επιχείρηση επιβάλλει τις «τιμές της», ενώ ένας «λιγότερο αποτελεσματικός» ανταγωνιστής μπορεί να αποκλεισθεί από την αγορά. Τον τελευταίο πρέπει άραγε να προστατεύσει η πολιτική ανταγωνισμού; Μήπως θα έπρεπε να αναπτυχθούν κανόνες που θα βασίζονται στην αρχή ότι καταχρηστικός θα είναι ο αποκλεισμός των «αποτελεσματικών» ανταγωνιστών;

3.4.2

Η Επιτροπή δημοσίευσε πρόσφατα σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 82, πράγμα που επιδοκιμάζει η ΕΟΚΕ. Η Επιτροπή επιθυμεί την καθιέρωση διαδικασίας που θα πρέπει να ακολουθείται για την εκτίμηση ορισμένων πρακτικών, των πλέον συνηθισμένων, όπως των υπό όρων πωλήσεων καθώς και των εκπτώσεων και μειώσεων των τιμών που είναι δυνατόν να εξασθενήσουν τον ανταγωνισμό (2). Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για τις προσπάθειες που ανέλαβε η Επιτροπή προκειμένου να κινητοποιήσει το μάξιμουμ των πόρων για τις πρακτικές που συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να βλάψουν τους καταναλωτές, ώστε να δημιουργηθεί νομική σαφήνεια και ασφάλεια χάρι σε ένα σαφή ορισμό για το τι σημαίνει ο όρος κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Ελπίζει ότι το εν λόγω σχέδιο που είναι σήμερα υπό εξέταση θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις, με δεσπόζουσα θέση, να αξιολογήσουν με σαφήνεια εάν η συμπεριφορά τους είναι νόμιμη και υπενθυμίζει ότι για την ακριβή τοποθέτηση του προβληματισμού θα πρέπει να διεξαχθεί διάλογος με τους ενδιαφερόμενους παράγοντες (επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καταναλωτές, κοινωνικούς εταίρους).

3.5   Ο έλεγχος των συγκεντρώσεων

3.5.1

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την εξέλιξη που σημειώθηκε στο όνομα του ρεαλισμού, αφενός, με την καθιέρωση ενιαίας θυρίδας για τις γνωστοποιήσεις των συγκεντρώσεων, και αφετέρου όσον αφορά την απαραίτητη διασαφήνιση που δόθηκε στη δοκιμασία για τον ανταγωνισμό, εφόσον αυτή πλησιάζει περισσότερο την οικονομική πραγματικότητα και είναι πιο συμβατή με τους κανόνες που ισχύουν στα κυριότερα συστήματα ελέγχου των συγκεντρώσεων σε όλο τον κόσμο. Τέλος, μολονότι είναι δύσκολο να αποδειχθούν στην πράξη τα κέρδη που πραγματοποιούνται χάρη στην αποδοτικότητα, των συγχωνεύσεων, εντούτοις μπορεί κανείς να ελπίζει ότι σε ένα βελτιωμένο περιβάλλον, ο έλεγχος των συγκεντρώσεων θα εξυπηρετεί σε μόνιμη βάση τα συμφέροντα του ευρωπαίου καταναλωτή.

3.5.2

Όσον αφορά τις σχέσεις των μεγάλων καταστημάτων διανομής με τα συνοικιακά καταστήματα, εδώ και μερικά χρόνια παρακολουθούμε ένα φαινόμενο μαζικής συγκέντρωσης που μειώνει τα μερίδια της αγοράς των τελευταίων προς όφελος των πρώτων. Έχοντας υπόψη την ανάπτυξη εμπορικών πρακτικών, πολλές φορές πολύ καταναγκαστικών, τις πολιτικές για τους δασμούς, το μέγεθος των εκπτώσεων που χορηγούνται ανάλογα με την ποσότητα αγοράς, τα συνοικιακά καταστήματα δύσκολα μπορούν να υπερθεματίζουν σε τιμές, λόγω του σημαντικού περιθωρίου ελιγμών των μεγάλων καταστημάτων διανομής και της έλξης που διαθέτουν. Εξάλλου, στο ίδιο πλαίσιο οι παραγωγοί υποβάλλονται πολλές φορές σε υπερβολικές πιέσεις. Τέλος, η αύξηση του αριθμού των συγχωνεύσεων πρέπει να οδηγήσει στη συμφιλίωση των στόχων της πολιτικής ανταγωνισμού με τους στόχους της πολιτικής των καταναλωτών προκειμένου να υπάρξει διαρκής τροφοδοσία των αγορών, ποικιλία προσφοράς σε όρους προβολής και ποιότητας των προϊόντων. Συγχρόνως, δεν θα πρέπει να περιορισθεί η συνεργασία των μικρών επιχειρήσεων εφόσον το μερίδιο τους στο σύνολο της αγοράς δεν είναι σημαντικό στο σχετικό τομέα.

3.6   Η αναδιοργάνωση της ΓΔ Ανταγωνισμός

3.6.1

Στην έκθεση αναφέρεται ότι ο απολογισμός των αποτελεσμάτων της αναδιοργάνωσης της ΓΔ Ανταγωνισμός είναι θετικός σε απάντηση των κριτικών που διατυπώθηκαν από την κοινή γνώμη σχετικά με την Επιτροπή, όσον αφορά ορισμένες υποθέσεις (Airtours/First Choise, Tetra laval/Sidel και Schneider/Legrand).

3.6.2

Η δημιουργία μιας θέσης προϊσταμένου οικονομολόγου (Chief Competition Economist), που θα συνδράμουν πολλοί οικονομολόγοι, ο διορισμός ομάδας έμπειρων υπαλλήλων στους οποίους θα ανατεθεί η εξέταση κάτω από νέα οπτική γωνία των συμπερασμάτων των ερευνητών της ΓΔ Ανταγωνισμός για τις ευαίσθητες συγκεντρώσεις, η ενίσχυση της διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων, ο ρόλος του συμβούλου — ελεγκτή, είναι ορισμένα μέτρα που συγκλίνουν σε ένα κοινό στόχο, που αποβλέπει στο να καταστεί αυστηρότερη και πιο διαφανής η διαδικασία έρευνας για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων. Τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονται στα τρέχοντα αιτήματα της ΕΟΚΕ και πρέπει να χαιρετισθούν με ικανοποίηση.

3.6.3

Εάν η ΕΟΚΕ επικροτεί επίσης το διορισμό «υπεύθυνου για τις σχέσεις με τους καταναλωτές» προκειμένου να τους εκπροσωπεί ενώπιον της ΓΔ Ανταγωνισμός, εκφράζει εν τούτοις τη λύπη της που σχεδόν ένα χρόνο μετά το διορισμό του, στην έκθεση δεν περιέχεται ακριβής απολογισμός για το διάλογο που καθιερώθηκε με τους ευρωπαίους καταναλωτές. Η ΕΟΚΕ αναμένει συνεπώς από την έκθεση για το 2005 απτά στοιχεία που θα επιτρέψουν τη μέτρηση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας. Εξάλλου, η ΕΟΚΕ θα καταρτίσει επί του σχετικού θέματος γνωμοδότηση πρωτοβουλίας.

3.6.4

Στις πρόσφατες γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ ερευνήθηκε το θέμα των μέσων που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ιδιαίτερα στον τομέα επιτήρησης των συγκεντρώσεων, τα οποία κρίνονται πολύ ανίσχυρα σε σύγκριση με τα μέσα που μπορούν να κινητοποιήσουν οι σχετικοί παράγοντες. Το θέμα αυτό παραμένει πάντοτε ανοικτό· φαίνεται ότι η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμός υποφέρει από την έλλειψη ικανού προσωπικού για την εξέταση των υποθέσεων ορισμένων κρατών, κυρίως των νέων κρατών μελών. Η ΕΟΚΕ ανησυχεί και παραμένει αμήχανη λόγω της έλλειψης σχεδιασμού σχετικά με τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων της Επιτροπής και ζητεί επειγόντως τη λήψη μέτρων για να διορθωθεί η κατάσταση.

3.6.5

Τέλος, παρά τις προσπάθειες για διαφάνεια που πραγματοποιήθηκαν ακόμη και τελευταία, η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει δραστήρια πολιτική διαβούλευσης των σχετικών εταίρων: πράγματι, όσον αφορά τις οριζόντιες περιπτώσεις που εξετάζονται από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμός, η μόνη πληροφορία για τις συγκεντρώσεις που υπάρχει στην ιστοσελίδα της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική για να περιλάβει τις απόψεις της κοινωνίας των πολιτών, και των διάφορων ενδιαφερομένων οργανώσεων όσον αφορά τη χρηστή διακυβέρνηση.

3.6.6

Σχετικά με τη δημοσίευση εθνικών αποφάσεων για τον ανταγωνισμό στην ιστοσελίδα του διαδικτύου της Επιτροπής πρέπει κανείς να διαπιστώσει ότι δεν επετεύχθηκε ο επιδιωκόμενος στόχος που είναι η ενημέρωση (άρθρο 15 §2 του κανονισμού ΕΚ 1/2003). Αφενός, παρατηρείται ότι το σύστημα που εφαρμόζεται στην ιστοσελίδα λειτουργεί μερικώς μόνο. Έτσι, κυρίως τα νέα κράτη μέλη δεν διαβιβάζουν καθόλου ή σχεδόν καθόλου αντίγραφα των αποφάσεων των εθνικών τους δικαστηρίων. Η κατάσταση αυτή χειραγωγεί κατά κάποιο τρόπο την έννοια της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού στις χώρες αυτές και βλάπτει την προσδοκώμενη εναρμόνιση του. Αφετέρου, όταν υπάρχουν εθνικές αποφάσεις αυτές δεν είναι προσιτές παρά μόνο στη γλώσσα της χώρας καταγωγής, πράγμα που περιορίζει και μάλιστα εκμηδενίζει την ανάγνωσή τους, ενώ έχουν βέβαια τεράστια πρακτική σημασία λόγω των άγνωστων προβλημάτων που εκθέτουν.

3.7   Ο έλεγχος των κρατικών βοηθειών

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2005, υπενθύμισε το στόχο ότι πρέπει να συνεχισθεί η μείωση του γενικού επιπέδου των κρατικών βοηθειών, επιτρέποντας παρόλα αυτά εξαιρέσεις για ενδεχόμενες ελλείψεις της αγοράς.

3.7.1

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις 7 Ιουνίου 2005 ένα πρόγραμμα δράσης για τις κρατικές βοήθειες, για το οποίο η ΕΟΚΕ εξέδωσε σχετική γνωμοδότηση (3), στην οποία και παραπέμπει. Η μελέτη της έκθεσης 2004 δημιουργεί παρόλα αυτά ορισμένες γενικές παρατηρήσεις που είναι οι εξής.

3.7.2

Είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η διαφάνεια σχετικά με την ενημέρωση που παρέχεται στις επιχειρήσεις που επωφελούνται ειδικής βοήθειας, (ημερομηνία γνωστοποίησης, δικαιολογητικά που παρέχονται από τα κράτη μέλη). Η διαφάνεια αυτή είναι ακόμη πιο αναγκαία εφόσον ο κίνδυνος της λήψης παράνομων βοηθειών βαρύνει τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρομεσαίες και μάλιστα τις πολύ μικρές, ενώ η διαδικασία γνωστοποίησης πραγματοποιήθηκε από το κράτος μέλος!

3.7.3

Οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες να εκτιμούν εάν οι βοήθειες πληρούν ή όχι τα κριτήρια που απαιτούνται δεν διαθέτουν πάντοτε τις απαραίτητες γνώσεις για να φέρουν εις πέρας την οικονομική ανάλυση σχετικά με τις διαδικασίες γνωστοποίησης· συχνά οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι αυτές που χορηγούν, π.χ. τις βοήθειες στον τομέα της απασχόλησης ή του περιβάλλοντος, χωρίς να προβαίνουν στην καλύτερη δυνατή ανάλυση των μεριδίων της αγοράς, πράγμα το οποίο σε περίπτωση παράνομης βοήθειας δημιουργεί μεγάλη οικονομική αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις.

3.7.4

Στα πλαίσια της εξέτασης των βοηθειών για την αναδιάρθρωση ή τη διάσωση, παρατηρείται ότι η κοινοτική πολιτική εστιάζεται περισσότερο γύρω από τις οικονομικές συνέπειες που υφίστανται οι ανταγωνιστές του παραλήπτη της κρατικής βοήθειας και ιδιαίτερα στα μέσα που τους επιτρέπουν να «αποζημιωθούν». Πράγματι, η Επιτροπή φροντίζοντας να αποφευχθούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στις ευεργετούμενες επιχειρήσεις: μπορεί π.χ. να πρόκειται για τον περιορισμό των ποσοστών των μεριδίων της αγοράς σε συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη, όπως συνέβη στην υπόθεση Thomson Multimedia, ή ακόμη να υποχρεωθεί η ευεργετούμενη επιχείρηση να συνάψει εταιρικές σχέσεις με τους ανταγωνιστές της.

3.7.5

Η ΕΟΚΕ καταγγέλλει ότι η φροντίδα αυτή αποκρύπτει μια άλλη πτυχή εξίσου σημαντική, δηλαδή τις συνέπειες παρόμοιων ενεργειών για τον τελικό καταναλωτή (πελάτη και φορολογούμενο), εφόσον η Επιτροπή δεν ερευνά επαρκώς εάν οι βοήθειες θα εμποδίσουν ή όχι την πτώση των τιμών, την ευρύτερη επιλογή προϊόντων και υπηρεσιών ή ακόμη την καλύτερη ποιότητα. Εντούτοις το συμφέρον των καταναλωτών βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ανταγωνισμού και το δικαίωμα για τις κρατικές βοήθειες πρέπει κατά ανάγκη να ωφελείται από τις ίδιες αυστηρές απαιτήσεις, σε όρους μακροπρόθεσμης ανάλυσης, για τις συγκεντρώσεις.

3.7.6

Γενικότερα, η ΕΟΚΕ εκφράζει την ανησυχία της όσον αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που θα μπορούσαν να καταλήξουν σε διαφορές όσον αφορά τις κρατικές βοήθειες μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Η ΕΟΚΕ ανησυχεί κυρίως για το γεγονός ότι πολύ συχνά οι κρατικές βοήθειες δημιουργούν διακρίσεις. Πράγματι, τα κράτη κινητοποιούνται συχνά υπέρ των επενδύσεων και της διάσωσης των μεγάλων επιχειρήσεων, παραμελώντας τις μικρομεσαίες (στην Ένωση οι τέσσερις από τις πέντε θέσεις απασχόλησης δημιουργούνται από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις), και ευνοεί ορισμένους τομείς ή ορισμένες επιχειρήσεις. Η κατάσταση αυτή δεν ευνοεί την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος και οδηγεί στην σκλήρυνση του οικονομικού ιστού, ανεπαρκώς δυναμικού και πολύ δυσμενούς για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά.

4.   Προτάσεις για μια ενισχυμένη πολιτική ανταγωνισμού

Η ανάλυση οδηγεί έτσι την ΕΟΚΕ να διατυπώσει τις ακόλουθες συστάσεις:

4.1   Από τεχνική άποψη

4.1.1

Η Επιτροπή πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις συνέπειες της διεύρυνσης στις προσεχείς εκθέσεις της, και μάλιστα να αφιερώσει ένα ειδικό κεφάλαιο στην απαρίθμηση των εξελίξεων τόσο των νομοθετικών όσο και του ελέγχου για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

4.1.2

Για περισσότερη νομική ασφάλεια, η απλούστευση του συστήματος επιείκειας φαίνεται να έχει πρωταρχική σημασία. Έχοντας υπόψη την ευαισθησία των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται και την υποχρέωση που δημιουργεί η επανάληψη της ίδιας διαδικασίας ενώπιον των διάφορων αρχών που εμπλέκονται (συμφωνία που παράγει συνέπειες σε πολλά κράτη μέλη), κρίνεται σκόπιμο να πραγματοποιηθεί μια μεταρρύθμιση μέσω αμοιβαίας αναγνώρισης, ή ένα σύστημα ενιαίας θυρίδας.

4.1.2.1

Εξάλλου, είναι άκρως επιθυμητό να υπάρξει αμοιβαία προσέγγιση στα εθνικά προγράμματα μέσω μιας ευέλικτης και έμμεσης εναρμόνισης που θα μπορούσε να λάβει τη μορφή «ορθότερων πρακτικών».

4.1.3

Ενώπιον της παρούσας μεταρρύθμισης της πολιτικής που πραγματοποιεί η Επιτροπή στον τομέα της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης, μέσω του σχεδίου των κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να διευκρινισθούν ορισμένα θέματα προκειμένου να επικεντρωθεί η εκτίμηση παρόμοιων καταχρήσεων στη ζημιά που υφίσταται ο καταναλωτής. Η Επιτροπή πρέπει να καθορίσει με ακρίβεια τι σημαίνουν, δεσπόζουσα θέση, κυρίως όμως τι είναι η καταχρηστική εκμετάλλευση και ποιες είναι οι διάφορες μορφές της. Θα πρέπει τέλος να καθορισθεί με ακρίβεια η διαφορά μεταξύ νόμιμου ανταγωνισμού που βασίζεται στις επιδόσεις και του παράνομου ανταγωνισμού που βλάπτει τη λειτουργία του ανταγωνισμού και συνεπώς τον καταναλωτή.

4.1.4

Στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, προκειμένου να υπολογισθεί η συμβολή της συνεκτίμησης των ωφελειών της αποτελεσματικότητας, η έκθεση της Επιτροπής θα μπορούσε στο μέλλον να αναφερθεί στις εξελίξεις των σχετικών επιχειρήσεων και στον αντίκτυπό που έχουν στους καταναλωτές.

4.1.5

Για να διασφαλιστεί μια δικαιότερη ισορροπία μεταξύ παραγωγής και διανομής (προκειμένου να αποφευχθεί η πλήρης εξαφάνιση των εμπορικών καταστημάτων στις αγροτικές ζώνες ή στις μειονεκτικές αστικές ζώνες, ή στις περιφέρειες που είναι αραιοκατοικημένες) θα πρέπει να ξεκινήσει, σε επίπεδο διανομής, προβληματισμός για τα μέσα ανταγωνισμού, την εμπορική νομοθεσία ή για την υποστήριξη προς τις μικρές επιχειρήσεις ώστε να είναι ελεύθερη η πρόσβαση στην αγορά των πιθανών φορέων και να επιτραπεί στις ΜΜΕ να επωφεληθούν των κρατικών βοηθειών.

4.1.6

Κρίνεται σκόπιμο να περιέχεται στις προσεχείς εκθέσεις περιγραφή των σχέσεων «του υπεύθυνου των σχέσεων με τους καταναλωτές» και με τις οργανώσεις των καταναλωτών κατά την εξέταση των υποθέσεων: θα μπορούν άραγε αυτές να εκφέρουν γνώμη ή να δίνουν πληροφορίες στην Επιτροπή στα πλαίσια υποθέσεων για συγκεντρώσεις, συμφωνίες ή καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης; Είναι σημαντικό να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα του αρμόδιου των σχέσεων με τους καταναλωτές.

4.1.7

Για να βελτιωθεί η λειτουργία του συστήματος δημοσίευσης των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων, θα ήταν σκόπιμο να συγκροτηθεί ένα δίκτυο ανταποκριτών που θα συγκεντρώνουν τις δικαστικές αποφάσεις ώστε να καταστεί το σημερινό σύστημα άμεσα αποτελεσματικότερο. Για το σύστημα αυτό πρέπει να διατεθούν περισσότεροι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι.

4.2   Από πολιτική και οικονομική άποψη

4.2.1   Διεξοδικότερη εξέταση των σοβαρότερων στρεβλώσεων

4.2.1.1

Η αξιολόγηση της λειτουργίας της πολιτικής ανταγωνισμού πρέπει να επιτρέπει τον έλεγχο του κατά πόσο αυτή ευνοεί πραγματικά τον «ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό», στα πλαίσια της Ε.Ε. και να σταθμίζει την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης των μονοπωλίων εκ των πραγμάτων και της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, του αντίκτυπου τους για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων όπως και για την επιχειρηματικότητα. Η Επιτροπή δεν πρέπει να περιορίσει τις συμφωνίες μεταξύ ΜΜΕ, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων ολοκληρωμένων ομίλων επιχειρήσεων, αλλά οφείλει να κινητοποιήσει περισσότερα μέσα προκειμένου να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τις σοβαρότερες στρεβλώσεις.

4.2.1.2

Όσον αφορά τα ελεύθερα επαγγέλματα, η Επιτροπή δημοσίευσε, ύστερα από την ανακοίνωση της 9ης Φεβρουαρίου 2004, έκθεση για τον ανταγωνισμό στον εν λόγω τομέα (4), στην οποία εκθέτονται οι πρόοδοι που σημειώθηκαν όσον αφορά την κατάργηση των μη απαραίτητων περιορισμών του ανταγωνισμού, όπως οι υποχρεωτικές τιμές, οι κανόνες στον τομέα της διαφήμισης, οι περιορισμοί πρόσβασης σε επάγγελμα και ορισμένα προστατευόμενα επαγγέλματα. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να εκπληρώσει την δέσμευσή της και επιβεβαιώνει την άποψη που διατυπώθηκε ομόφωνα στη γνωμοδότηση της με θέμα την έκθεση σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού για το 2003, σύμφωνα με την οποία η εισαγωγή μηχανισμών ευνοϊκότερων για τον ανταγωνισμό θα επιτρέψει στα ελεύθερα επαγγέλματα να βελτιώσουν την ποιότητα και την προσφορά των υπηρεσιών τους, πράγμα που θα ευνοήσει άμεσα τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

4.2.2   Καταπολέμηση της κατάτμησης της αγοράς και ανάπτυξη οικονομικών και κοινωνικών μελετών

4.2.2.1

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρέπει να εξετασθεί η πολιτική ανταγωνισμού σε όρους συνολικής συνοχής της Ένωσης, και διερωτάται μήπως οι πολύ εθνικές ακόμη συμπεριφορές (άμεσες κρατικές βοήθειες ή καλυμμένες, βοήθειες που χορηγούνται σε «εθνικούς πρωταθλητές» για την προσέλκυση επενδύσεων, συμπεριφορές που δημιουργούν διακρίσεις, συνέχιση μονοπωλίων εκ των πραγμάτων, καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, κ.λπ.) δεν στοχεύουν παρά στη διατήρηση της κατάτμησης της ενιαίας αγοράς και στο να παρεμποδίσουν την προσέγγιση των οικονομικών εταίρων της Ένωσης. Με το πνεύμα αυτό η Επιτροπή οφείλει επίσης να πραγματοποιήσει οικονομικές και κοινωνικές αναλύσεις για τον αντίκτυπο που έχουν συνολικά οι πολιτικές αποφάσεις και να καλέσει το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την αλλαγή των συμπεριφορών και των πρακτικών κατάτμησης που περιορίζουν τα συμφέροντα των οικονομικών και κοινωνικών εταίρων της.

4.2.3   Εγγύηση για την καλύτερη δυνατή ενημέρωση και διαβούλευση

4.2.3.1

Η ΕΟΚΕ είναι στη διάθεση της Επιτροπής για να εξετάσει τις κατευθύνσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί μεγαλύτερη διαφάνεια — εντός των πλαισίων που επιτρέπει ο σεβασμός της ζωής των υποθέσεων — για τους παράγοντες που αφορά η πολιτική ανταγωνισμού: οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι, καταναλωτές και άλλοι φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Κυρίως, στον τομέα των συγκεντρώσεων, πρέπει να διερωτηθεί κανείς για τα μέσα οργάνωσης μιας δραστηριότερης συμμετοχής των τελευταίων, τόσο μέσω μιας διαδικασίας διαβούλευσης όσο και μέσω ακροάσεων, πράγμα που θα ανταποκρινόταν στο μέλημα της χρηστής διακυβέρνησης και της συμμετοχικής δημοκρατίας. Γενικότερα, θα έπρεπε να καθιερωθεί ένα δίκτυο πληροφόρησης για το άμεσο περιβάλλον που θα κάνει ευρύτερα γνωστές τις προτεραιότητες της πολιτικής ανταγωνισμού και θα ενημερώνει τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές όσον αφορά τα δικαιώματά και τις υποχρεώσεις τους. Το δίκτυο αυτό θα βασιζόταν στο δίκτυο των Ευρωπαϊκών Κέντρων Πληροφοριών της Γενικής Διεύθυνσης Επιχείρηση, και στο σύνολο των δικτύων των εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων και των οργανώσεων των καταναλωτών. Η εν λόγω δράση για διαρκή και αποτελεσματική ενημέρωση είναι αναγκαία ιδίως στα νέα κράτη μέλη και στις υποψήφιες χώρες

4.2.4   Διασφάλιση σφαιρικής συνοχής μεταξύ πολιτικής ανταγωνισμού και των άλλων πολιτικών της Ένωσης

4.2.4.1

Η πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική λειτουργία της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Οι δυσλειτουργίες της τονίζουν ότι είναι επιτακτική ανάγκη να διασφαλισθεί η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και να σταματήσουν οι πρακτικές που τείνουν συστηματικά στην κατάτμηση της. Όμως η πολιτική αυτή δεν μπορεί να είναι καθεαυτού ικανοποιητική χωρίς το συνολικό συντονισμό των πολιτικών της Ένωσης με σκοπό την επιτυχία της αναθεωρημένης Στρατηγικής της Λισσαβόνας και της αποτελεσματικότητας της πολιτικής για την προστασία των καταναλωτών. Πάντως, είναι επείγον να καταρτισθεί ένα οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα συνοχής για την Ένωση το οποίο θα ανέθετε στην πολιτική ανταγωνισμού ένα συγκεκριμένο ρόλο για να αποκτήσει εκ νέου μια νέα νομιμότητα, με τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους όσον αφορά την πρόσβαση στην ενιαία αγορά, προκειμένου να ωφεληθούν πραγματικά οι καταναλωτές, οι επιχειρηματίες και οι μισθωτοί από τα πλεονεκτήματα της πρώτης αγοράς στον κόσμο.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Το Βελγίο, η Κύπρος, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Εσθονία, η Φιλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Ιρλανδία, η Λετονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Πολωνία,η Σλοβακία, η Σουηδία, και η Μεγάλη Βρετανία.

(2)  ΓΔ Ανταγωνισμός, έγγραφο συζήτησης για την εφαρμογή του άρθρου 82 της συνθήκης περί αποκλειστικών καταχρήσεων. Δημόσια ακρόαση, Δεκέμβριος 2005

(3)  EE C 65 της 17.3.2006, εισηγητής ο κ. Pezzini

(4)  Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών COM82004)83, 9 Φεβρουαρίου 2004, (SEC(2005)1064)