52005PC0021

Πρόταση κανονισμου του Συμβουλιου για την τροποποίηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 348/2000 στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας /* COM/2005/0021 τελικό */


Βρυξέλλες, 28.01.2005

COM(2005)21 τελικό

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 348/2000 στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Διαδικασία

Στις 23 Νοεμβρίου 2002, άρχισε πλήρης ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας, ύστερα από αίτηση που υποβλήθηκε από την Defence Committee of the Seamless Steel Tube Industry of the European Union (Επιτροπή προάσπισης των συμφερόντων του κλάδου παραγωγής χαλύβδινων σωλήνων χωρίς συγκόλληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Τα μέτρα που εφαρμόζονται, επί του παρόντος, στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας συνίστανται στην επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 348/2000 του Συμβουλίου και σε μία ανάληψη υποχρέωσης από έναν εξαγωγέα στην Κροατία, που έγινε αποδεκτή με την απόφαση 2000/137/EΚ της Επιτροπής. Ο δασμολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στις εισαγωγές από την Κροατία είναι 23 %, ενώ ο δασμολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στις εισαγωγές από την Ουκρανία είναι 38,5 %.

Η έρευνα σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2001 έως 30ης Σεπτεμβρίου 2002 (εφεξής η «ΠΕ»). Η εξέταση των τάσεων που είχαν σχέση με την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1999 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (εφεξής η «υπό εξέταση περίοδος»).

2. Ντάμπινγκ

Όσον αφορά την Κροατία, ένας παραγωγός-εξαγωγέας, η Mechel Željezara Ltd, αντιπροσώπευε το σύνολο των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα. Κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας, έγινε αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης από την εν λόγω εταιρεία. Δεδομένου ότι η έρευνα άρχισε για την επανεξέταση του επιπέδου και της μορφής των μέτρων, η ανάληψη υποχρέωσης αποτέλεσε επίσης αντικείμενο της έρευνας επανεξέτασης.

Το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για την εταιρεία αυτή, εκφρασμένο ως ποσοστό της τιμής CIF στα κοινοτικά σύνορα πριν από την καταβολή του δασμού είναι 38,9 %, ποσοστό που είναι κατώτερο του περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας.

Όσον αφορά την Ουκρανία, δύο ομάδες εταιρειών συνεργάστηκαν στην έρευνα. Οι ομάδες αυτές αντιπροσώπευαν από κοινού πάνω από το 80% των ουκρανικών εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος προς την Κοινότητα. Και οι δύο ομάδες εταιρειών (Dnipropetrovsk Tube Works ‘DTW’ / Time και Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant ‘NTRP’ / Nikopolsky seamless tubes plant ‘Nikotube’ / Interpipe) υπέβαλαν αίτηση για την αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς (ΚΟΑ). Διαπιστώθηκε ότι καμία από αυτές τις ομάδες δεν πληρούσαν τα κριτήρια ΚΟΑ.

Ωστόσο, ατομική μεταχείριση ήταν δυνατόν να χορηγηθεί και στις δύο ομάδες. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην αρχική έρευνα, για τον καθορισμό της κανονικής αξίας για την Ουκρανία, χρησιμοποιήθηκε ως ανάλογη χώρα η Κροατία.

Τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF στα κοινοτικά σύνορα πριν από την καταβολή του δασμού, είναι 91,0 % για την DTW και 97,3 % για όλες τις άλλες εταιρείες.

3. Ζημία

Οι σωλήνες κάθε είδους χωρίς συγκόλληση κατασκευάζονταν από έξι καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, εκ των οποίων, πέντε συνεργάστηκαν πλήρως με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η παραγωγή τους ανερχόταν σε 797.456 τόνους κατά τη διάρκεια της ΠΕ, ποσοστό ανώτερο του 70 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής. Έξι άλλοι παραγωγοί στην Κοινότητα ούτε υποστήριξαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ούτε συνεργάστηκαν με την Επιτροπή.

Οι εισαγωγές από την Κροατία και την Ουκρανία εκτιμήθηκαν σωρευτικά. Διαπιστώθηκε ότι οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος μειώθηκαν το 2000, μετά την επιβολή των μέτρων, αλλά αυξήθηκαν και πάλι μέχρι την ΠΕ. Πωλήθηκαν στην Κοινότητα σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ως εξής: Ουκρανία: 34,1 % και Κροατία: 23,3 %. Ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι δασμοί αντιντάμπινγκ, το επίπεδο πραγματοποίησης πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές είναι ακόμη σημαντικό και ανέρχεται σε 10 % όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ουκρανία και σε 6,5 % όσον αφορά τις εισαγωγές από την Κροατία.

Διαπιστώθηκε ότι, ύστερα από την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ το 1999, η θέση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα μπορούσε αρχικά να ενισχυθεί. Οι μέσες τιμές των πωλήσεών του στην Κοινότητα αυξήθηκαν μεταξύ των ετών 1999 και 2001, ενώ, κατά την ίδια περίοδο, αυξήθηκαν τόσο ο όγκος των πωλήσεων στην Κοινότητα, όσο και η παραγωγή.

Ωστόσο, κατά την ΠΕ, η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται αισθητά. Οι πωλήσεις στην Κοινότητα μειώθηκαν κατά 12 % από το 2001 έως την ΠΕ, ενώ κρίθηκε αναγκαία η ουσιαστική προσαρμογή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής με τη μείωση της παραγωγής, της παραγωγικής ικανότητας και της απασχόλησης. Σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, σημειώθηκε βελτίωση σε σχέση με τη ζημιογόνο κατάσταση του 1999. Ωστόσο, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής βρισκόταν περίπου στο νεκρό σημείο του κύκλου εργασιών το 2000 και το 2001 και περιήλθε εκ νέου σε ζημιογόνο κατάσταση κατά την ΠΕ.

4. Μόνιμη φύση της αλλαγής περιστάσεων και πιθανότητα συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας.

Πέραν του γεγονότος ότι το υπό εξέταση προϊόν αποτελούσε ακόμη αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική αγορά κατά τη διάρκεια της ΠΕ και ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υφίστατο ακόμη σημαντική ζημία, διαπιστώθηκε επίσης ότι υπάρχει ακόμη τεράστια παραγωγική ικανότητα στις εν λόγω χώρες, η οποία δεν χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Αυτό δεικνύει το καθαρό ενδιαφέρον των Κροατών και Ουκρανών εξαγωγέων για την αγορά της ΕΕ. Τα περιθώρια ζημίας τα οποία διαπιστώθηκαν κατά την έρευνα αυξήθηκαν σε σύγκριση με την αρχική έρευνα, δεδομένου ότι οι τιμές των εισαγωγών με ντάμπινγκ εξακολούθησαν να είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, και αυτό παρά το γεγονός ότι το κόστος αυξήθηκε παγκοσμίως. Κατά συνέπεια, θεωρείται ότι το επίπεδο ντάμπινγκ και ζημίας που διαπιστώθηκε έχει μόνιμο χαρακτήρα και ότι είναι πολύ πιθανή η συνέχιση του ντάμπινγκ και της ζημίας σε περίπτωση λήξης ισχύος των αρχικών μέτρων.

5. Αιτιώδης συνάφεια

Παρά τα ισχύοντα μέτρα, τα οποία οδήγησαν αρχικά σε μείωση των εισαγωγών το 2000, οι παραγωγοί-εξαγωγείς από την Κροατία και την Ουκρανία αύξησαν στη συνέχεια το μερίδιό τους στην κοινοτική αγορά από 4,2 % σε 5,5 %, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Επίσης, παρά τη μείωση της κατανάλωσης από το 2001 και εφεξής, το μερίδιό τους στην αγορά αυξήθηκε. Συγχρόνως, σημειώθηκε απώλεια του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αναγκάστηκε να μειώσει σημαντικά το επίπεδο παραγωγής κατά τη διάρκεια της ΠΕ και υπέστη μείωση της αποδοτικότητάς του.

Εξετάστηκαν επίσης άλλοι γνωστοί παράγοντες, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν προκαλέσει, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Διαπιστώθηκε ότι οποιαδήποτε πιθανή επίπτωση των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, όπως η Ρωσία και η Ρουμανία, ή μια μείωση της κατανάλωσης δεν θα ήταν τέτοιου μεγέθους ώστε να ανατραπεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει γνήσια και ουσιώδης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Κροατία και την Ουκρανία και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

6. Το συμφέρον της Κοινότητας

Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η διατήρηση των μέτρων θα ευνοούσε σαφώς τα συμφέροντα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Οι τυχόν επιπτώσεις στις τιμές των σωλήνων χωρίς συγκόλληση αναμένεται να είναι οριακές τόσο για τους εισαγωγείς/ εμπορικές επιχειρήσεις όσο και για τις χρήστριες βιομηχανίες. Κανένας χρήστης ή εισαγωγέας δεν διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με την επιβολή μέτρων.

7. Θέματα ανταγωνισμού

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην απόφαση 2003/382/EΚ της Επιτροπής, η οποία δημοσιεύτηκε στις 6 Ιουνίου 2003, διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί συμμετείχαν έως το 1995 σε συμφωνία που παραβίαζε τους κανόνες ανταγωνισμού όσον αφορά μέρη του υπό εξέταση προϊόντος. Ωστόσο, ούτε η αρχική έρευνα ούτε η παρούσα έρευνα επανεξέτασης πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο των αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών και, κατά συνέπεια, δεν επηρεάστηκαν από τις εν λόγω πρακτικές.

8. Μέτρα αντιντάμπινγκ

Εκτιμάται ότι οι ισχύοντες δασμοί αντιντάμπινγκ κατά των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας πρέπει να τροποποιηθούν. Οι νέοι δασμοί αντιντάμπινγκ θα πρέπει να καθοριστούν σε ένα επίπεδο που να αντικατοπτρίζει τα διαπιστωθέντα περιθώρια ζημίας, δεδομένου ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν για όλες τις εταιρείες στην Κροατία και στην Ουκρανία ήταν υψηλότερα από τα περιθώρια ζημίας που υπολογίστηκαν. Οι προτεινόμενοι δασμοί είναι υψηλότεροι σε σχέση με την αρχική έρευνα και κυμαίνονται από 38,8 % για την Κροατία έως 51,9 % και 64,1 % για την Ουκρανία. Οι τροποποιημένοι δασμοί θα ισχύουν για μια επιπλέον πενταετή περίοδο.

9. Εξελίξεις μετά την ΠΕ όσον αφορά τον Κροάτη εξαγωγέα

Μετά την κοινοποίηση των στοιχείων, η κυβέρνηση της Κροατίας γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι ο μοναδικός παραγωγός στην Κροατία, Mechel Željezara Ltd, είχε τεθεί υπό εκκαθάριση το φθινόπωρο του 2004. Στη θέση του, συστάθηκε μια νέα εταιρεία, η Valjaonice Cijevi Sisak d.o.o (“Valjaonice”), από την Croatian Privatisation Foundation η οποία αγόρασε τα στοιχεία του ενεργητικού και ξανάρχισε την παραγωγή. Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει, υπάρχει σαφής πρόθεση συνέχισης της παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος, θεωρείται ότι δεν επηρεάζονται τα συμπεράσματα της έρευνας.

10. Ανάληψη υποχρέωσης

Με την απόφαση 2000/137/EΚ της 17ης Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή έκανε δεκτή ανάληψη υποχρέωσης ως προς τις τιμές, μεταξύ άλλων, από τον μοναδικό παραγωγό-εξαγωγέα της Κροατίας. Η έρευνα κατέδειξε ότι η ανάληψη υποχρέωσης δεν κατέστη δυνατό να αυξήσει τις τιμές σε μη ζημιογόνα επίπεδα και, κατά συνέπεια, να αποκαταστήσει τις συνθήκες θεμιτού εμπορίου στην κοινοτική αγορά. Επομένως, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η ανάληψη υποχρέωσης δεν είναι πλέον σκόπιμη. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Mechel Željezara Ltd. έχει τεθεί υπό εκκαθάριση, θεωρείται ότι η ανάληψη υποχρέωσης δεν ισχύει πλέον.

Η νέα κοινή ανάληψη υποχρέωσης την οποία προσέφεραν οι ουκρανικές εταιρείες ‘Nikotube’, ‘NTRP’ και Interpipe απορρίφθηκε εξαιτίας, αφενός, του πιθανού κινδύνου διασταυρούμενης αντιστάθμισης και, αφετέρου, του γεγονότος ότι το επίπεδο των ελάχιστων τιμών εξαγωγής δεν ήταν ικανό να εξαλείψει τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ. Η ουκρανική εταιρεία DTW εξέφρασε την πρόθεσή της να προτείνει ανάληψη υποχρέωσης, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει τη φύση της ούτε την ελάχιστη τιμή και, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη.

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 348/2000 στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κoινότητας,

τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (εφεξής «βασικός κανονισμός»)[1], και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 7,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Προηγούμενες έρευνες και ισχύοντα μέτρα

(1) Τα μέτρα που εφαρμόζονται επί του παρόντος στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας συνίστανται στην επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 348/2000[2] όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1515/2002[3] του Συμβουλίου και σε μία ανάληψη υποχρέωσης που έγινε αποδεκτή από έναν εξαγωγέα στην Κροατία με την απόφαση 2000/137/EΚ της Επιτροπής[4]. Ο δασμολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στις εισαγωγές από την Κροατία είναι 23 %, ενώ ο δασμολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στις εισαγωγές από την Ουκρανία είναι 38,5 %.

2. Έναρξη διαδικασίας

(2) Στις 23 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης[5] ανήγγειλε την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας και άρχισε έρευνα.

(3) Η έρευνα άρχισε ύστερα από αίτηση που υποβλήθηκε από την Επιτροπή προάσπισης των συμφερόντων του κλάδου παραγωγής χαλύβδινων σωλήνων χωρίς συγκόλληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λογαριασμό των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του 75 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής.

(4) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι την ίδια ημερομηνία, 23 Νοεμβρίου 2002, άρχισε άλλη επανεξέταση σχετικά με τα ισχύοντα μέτρα στις εισαγωγές του ίδιου προϊόντος, δηλαδή ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή από μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Πολωνίας, Ρωσίας, Τσεχικής Δημοκρατίας, Ρουμανίας και Σλοβακικής Δημοκρατίας.[6] Τα μέτρα κατά της Πολωνίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας έπαυσαν να ισχύουν ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης της ΕΕ, την 1η Μαΐου 2004. Πέραν του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.1322/2004[7]τα ισχύοντα μέτρα στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση καταγωγής Ρωσίας και Ρουμανίας δεν εφαρμόζονται προσωρινά από την 21η Ιουλίου 2004. Η επανεξέταση αυτών των μέτρων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

3. Μέρη που αφορά η διαδικασία

(5) Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Κροατία και στην Ουκρανία, τους παραγωγούς, τους εισαγωγείς, τους προμηθευτές και τους χρήστες στην Κοινότητα που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και τις αρχές της Κροατίας και της Ουκρανίας για την έναρξη της έρευνας. Έδωσε δε τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(6) Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια σε όλα τα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και σε όλες τις άλλες εταιρείες που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας. Ελήφθησαν απαντήσεις από πέντε κοινοτικούς παραγωγούς, έναν εισαγωγέα, έναν παραγωγό-εξαγωγέα στην Κροατία, τρεις παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ουκρανία και τρεις εμπόρους συνδεδεμένους με τους Ουκρανούς παραγωγούς.

(7) H Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που θεώρησε απαραίτητες για τον καθορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας που προέκυψε από αυτό και πραγματοποίησε επιτόπιες επαληθεύσεις στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

(α) Κοινοτικοί παραγωγοί

Dalmine Spa, Ιταλία

- Productos Tubulares S.A., Ισπανία

- Tubos Reunidos S.A., Ισπανία

- Vallourec & Mannesmann, Γερμανία

- Vallourec & Mannesmann, Γαλλία

(β) Μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς στην Κοινότητα

- Comercial de Tubos S.A., Ισπανία

(γ) Παραγωγός-εξαγωγέας στην Κροατία

- Mechel Željezara Ltd., Sisak

(δ) Παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ουκρανία

- CJSC Nikopolsky seamless tubes plant Nikotube, Nikopol

- Dnipropetrovsk Tube Works (DTW), Dnipropetrovsk

- OJSC Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant (NTRP), Dnipropetrovsk

(ε) Συνδεδεμένες εμπορικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία

- Time Ltd, Dnipropetrovsk

- SGIP Interpipe, Dnipropetrovsk

(στ) Συνδεδεμένη εμπορική επιχείρηση στην Ελβετία

- SEPCO, Lugano

4. Περίοδος της έρευνας

(8) Η έρευνα σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2001 ως τις 30 Σεπτεμβρίου 2002 («περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των τάσεων που είχαν σχέση με την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1999 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (εφεξής η «υπό εξέταση περίοδος»).

5. Υπό εξέταση προϊόν και ομοειδές προϊόν

5.1. Υπό εξέταση προϊόν

(9) Τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της επανεξέτασης είναι τα εξής:

(α) οι σωλήνες κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή από μη κραματοποιημένο χάλυβα, του τύπου που χρησιμοποιούνται ως αγωγοί πετρελαίου ή αερίου, με εξωτερική διάμετρο που δεν υπερβαίνει τα 406,4 mm,

(β) οι σωλήνες χωρίς συγκόλληση, κυκλικής διατομής, από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα, που έχουν διελκυνθεί ή ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση, εκτός από τους σωλήνες ακριβείας,

(γ) άλλοι σωλήνες κυκλικής διατομής, από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα, εκτός από τους σωλήνες με σπείρωμα ή στους οποίους μπορεί να σχηματισθεί σπείρωμα, με εξωτερική διάμετρο που δεν υπερβαίνει τα 406,4 mm, καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας («το υπό εξέταση προϊόν»), που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7304 10 10, ex 7304 10 30, 7304 31 99, 7304 39 91 και 7304 39 93.

(10) Από την έρευνα προέκυψε ότι όλες αυτές οι κατηγορίες ήταν αρκετά ομοειδείς μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο προϊόν, όπως και στην αρχική έρευνα. Επομένως, όλα τα είδη του υπό εξέταση προϊόντος θεωρούνται ως ένα και το αυτό προϊόν για την παρούσα έρευνα αντιντάμπινγκ.

5.2 Ομοειδές προϊόν

(11) Όπως και κατά την προηγούμενη έρευνα, δεν διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ του υπό εξέταση προϊόντος και των σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση που παράγονται και πωλούνται στην εγχώρια αγορά της Κροατίας.

(12) Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ του υπό εξέταση προϊόντος και των σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση που παράγονται από τους κοινοτικούς παραγωγούς και πωλούνται στην κοινοτική αγορά. Αμφότερα τα προϊόντα παρουσιάζουν τα ίδια φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και προορίζονται για τις ίδιες χρήσεις. Επιπλέον, είναι αμφότερα σύμφωνα με βιομηχανικά πρότυπα, όπως τα πρότυπα DIN, API και ASTM. Ως εκ τούτου, θεωρούνται ομοειδή προϊόντα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Β. ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1. Κροατία

1.1. Συνεργασία

(13) Όσον αφορά την Κροατία, ένας παραγωγός-εξαγωγέας, η Mechel Željezara Ltd, αντιπροσώπευε το σύνολο των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα. Mechel Željezara Ltd. είναι η νέα επωνυμία της εταιρείας, η οποία συνεργάστηκε κατά την αρχική έρευνα με την επωνυμία Željezara Sisak d.d., αλλά άλλαξε επισήμως επωνυμία δύο φορές μετά την επιβολή των ισχυόντων μέτρων, λόγω μεταγενέστερων αλλαγών στο καθεστώς ιδιοκτησίας[8].

(14) Κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας, έγινε δεκτή ανάληψη υποχρέωσης από την Mechel Željezara Ltd. υπό την αρχική της επωνυμία.[9] Δεδομένου ότι άρχισε η έρευνα για την επανεξέταση του επιπέδου και της μορφής των μέτρων, η ανάληψη υποχρέωσης αποτέλεσε επίσης αντικείμενο της εν λόγω έρευνας επανεξέτασης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις (135) έως (137) κατωτέρω).

1.2. Κανονική αξία

(15) Εξετάστηκε καταρχάς κατά πόσον οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος από την Mechel Željezara Ltd ήταν αντιπροσωπευτικές σε σχέση με τις συνολικές εξαγωγικές πωλήσεις της στην Κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές δεδομένου ότι ο συνολικός όγκος των εγχώριων πωλήσεων αντιπροσώπευε τουλάχιστον το 5 % του συνολικού όγκου των εξαγωγικών πωλήσεων στην Κοινότητα.

(16) Στη συνέχεια, προσδιορίζοντας τους τύπους προϊόντος σύμφωνα με τους κωδικούς ΣΟ υπό τους οποίους ταξινομείται το προϊόν, εξετάστηκε κατά πόσον ήταν αντιπροσωπευτικές οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου προϊόντος. Οι εγχώριες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου προϊόντος θεωρούνταν αρκετά αντιπροσωπευτικές όταν, κατά τη διάρκεια της ΠΕ, ο συνολικός όγκος των εγχώριων πωλήσεων του εν λόγω τύπου αντιπροσώπευε 5% ή περισσότερο του συνολικού όγκου των εξαγωγικών πωλήσεων του συγκρίσιμου τύπου προϊόντος στην Κοινότητα. Διαπιστώθηκε ότι οι εγχώριες πωλήσεις όλων των τύπων προϊόντος που πωλούσε η εταιρεία για εξαγωγή στην Κοινότητα ήταν αντιπροσωπευτικές.

(17) Επίσης, εξετάστηκε κατά πόσον μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου προϊόντος είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, με τον προσδιορισμό του ποσοστού των επικερδών πωλήσεων του εν λόγω τύπου σε ανεξάρτητους πελάτες. Στις περιπτώσεις που ο όγκος των πωλήσεων ενός τύπου προϊόντος, που πραγματοποιήθηκαν σε καθαρή τιμή πώλησης ίση ή μεγαλύτερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής, αντιπροσώπευε πάνω από το 80 % του συνολικού όγκου πωλήσεων του εν λόγω τύπου, και εφόσον η μέση σταθμισμένη τιμή αυτού του τύπου ήταν ίση ή μεγαλύτερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής, η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή, υπολογιζόμενη ως μέσος σταθμισμένος όρος των τιμών όλων των εγχώριων πωλήσεων αυτού του τύπου προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω πωλήσεις ήταν επικερδείς ή όχι. Αυτή ήταν η περίπτωση για δύο τύπους προϊόντος.

(18) Στην περίπτωση που ο όγκος των επικερδών πωλήσεων οιουδήποτε τύπου προϊόντος αντιπροσώπευε ποσοστό ίσο ή κατώτερο από 80 %, αλλά τουλάχιστον 10% του συνολικού όγκου πωλήσεων του εν λόγω τύπου, ή όταν η σταθμισμένη μέση τιμή αυτών των πωλήσεων ήταν μικρότερη από το κόστος μονάδας παραγωγής, η κανονική αξία βασίστηκε στην πραγματική εγχώρια τιμή, υπολογιζόμενη ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των επικερδών πωλήσεων μόνον αυτών των τύπων. Αυτή ήταν η περίπτωση για έναν τύπο προϊόντος.

(19) Για τον τέταρτο τύπο προϊόντος, κατά τη διάρκεια της ΠΕ, οι εγχώριες πωλήσεις ήταν επικερδείς σε ποσοστό κατώτερο του 10 %. Συνεπώς, θεωρήθηκε ότι ο συγκεκριμένος τύπος προϊόντος δεν πωλήθηκε σε επαρκείς ποσότητες, ώστε οι εγχώριες τιμές να είναι δυνατόν να αποτελέσουν κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας και, ως εκ τούτου, έπρεπε να εφαρμοστεί άλλη μέθοδος. Στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιήθηκε η κατασκευασμένη κανονική αξία, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Η κανονική αξία κατασκευάστηκε με την προσθήκη στο κόστος κατασκευής του εξαγομένου τύπου, προσαρμοσμένου όταν αυτό κρίθηκε αναγκαίο, ενός εύλογου ποσοστού για να ληφθούν υπόψη τα έξοδα πωλήσεων και τα γενικά και διοικητικά έξοδα («ΓΔΕΠ») και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, με βάση τα πραγματικά στοιχεία που αφορούν την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, από τον παραγωγό-εξαγωγέα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

1.3. Τιμή εξαγωγής

(20) Η έρευνα έδειξε ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις της Mechel Željezara Ltd. πραγματοποιήθηκαν μόνο απευθείας σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Κοινότητα.

(21) Κατά συνέπεια, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε με βάση τις πράγματι καταβληθείσες ή καταβλητέες τιμές εξαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος κατά την πώλησή του στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

1.4. Σύγκριση

(22) Η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής συγκρίθηκαν σε επίπεδο «εκ του εργοστασίου». Προκειμένου να εξασφαλισθεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού.

(23) Κατά συνέπεια, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη διαφορές στο κόστος μεταφοράς, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, στο κόστος πίστωσης και στις προμήθειες, όπου κρίθηκε απαραίτητο και αιτιολογημένο με επαληθευμένα αποδεικτικά στοιχεία.

1.5. Περιθώριο ντάμπινγκ

(24) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού, η προσαρμοσμένη σταθμισμένη μέση κανονική αξία ανά τύπο προϊόντος, συγκρίθηκε με την προσαρμοσμένη σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής κάθε αντίστοιχου τύπου του υπό εξέταση προϊόντος.

(25) Με τη σύγκριση αυτή απεδείχθη η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ. Το περιθώριο ντάμπινγκ, εκφρασμένο ως ποσοστό της τιμής cif στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζεται ως εξής:

- Mechel Željezara Ltd., Sisak | 38,9% |

(26) Το περιθώριο αυτό ντάμπινγκ είναι κατώτερο του περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας. Δεδομένου ότι το επίπεδο συνεργασίας ήταν υψηλό (το σύνολο των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Κροατία στην Κοινότητα), το υπόλοιπο περιθωρίου ντάμπινγκ καθορίστηκε στο ίδιο επίπεδο με αυτό που καθορίστηκε για την Mechel Željezara Ltd, ήτοι 38,9%.

2. Ουκρανία

2.1. Αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς («ΚΟΑ»)

(27) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, στις έρευνες αντιντάμπινγκ που αφορούν εισαγωγές καταγωγής Ουκρανίας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6 αυτού του άρθρου για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που μπορούν να αποδείξουν ότι πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή ότι οι όροι οικονομίας της αγοράς υπερισχύουν όσον αφορά την παραγωγή και την πώληση του ομοειδούς προϊόντος.

(28) Εν συντομία και για ενδεικτικούς μόνο λόγους, τα κριτήρια ΚΟΑ καθορίζονται συνοπτικά ως εξής:

1. οι επιχειρηματικές αποφάσεις και το κόστος καθορίζονται σύμφωνα με τις παρεχόμενες από την αγορά ενδείξεις και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση·

2. οι επιχειρήσεις τηρούν ένα σαφώς καθορισμένο σύνολο λογιστικών αρχείων, τα οποία υπόκεινται σε ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα («IAS») και τα οποία ισχύουν σε κάθε περίπτωση·

3. δεν παρατηρούνται σημαντικές στρεβλώσεις οφειλόμενες στη μετάβαση από παλαιότερο καθεστώς ελεγχόμενης οικονομίας·

4. η ασφάλεια δικαίου και η σταθερότητα διασφαλίζονται μέσω της νομοθεσίας περί πτωχεύσεων και ιδιοκτησιακού καθεστώτος·

5. ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών πραγματοποιείται σε τιμές αγοράς.

(29) Αιτήσεις για τη χορήγηση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ελήφθησαν από δύο ομάδες εταιρειών:

(α) την εταιρεία παραγωγής Dnipropetrovsk Tube Works (DTW) και τη συνδεδεμένη με αυτή εμπορική επιχείρηση στην Ουκρανία, Time Ltd.

(β) τις συνδεδεμένες εταιρείες παραγωγής OJSC Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant (NTRP) και Nikopolsky seamless tubes plant ‘Nikotube’ και τη συνδεδεμένη με αυτές εμπορική επιχείρηση στην Ουκρανία, SGIP Interpipe,

(30) Οι αιτήσεις αυτές εξετάστηκαν με βάση τα πέντε κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(31) Στην περίπτωση της πρώτης ομάδας, διαπιστώθηκε ότι οι λογαριασμοί της εταιρείας παραγωγής δεν ήταν αξιόπιστοι εξαιτίας σοβαρών ανακριβειών και της μη ορθής εφαρμογής των λογιστικών αρχών που αναφέρονται στο IAS 1.Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η ίδια εταιρεία ήταν αφερέγγυα και ανήκε σε μια κατηγορία εταιρειών οι οποίες, βάσει νομοθετικής διάταξης περί πτωχεύσεων, απήλαυε ειδικού καθεστώτος που δεν παρείχε νομική ασφάλεια για τη λειτουργία των εν λόγω εταιρειών. Συνεπώς, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η ομάδα αυτή εταιρειών δεν πληρούσε το δεύτερο και τέταρτο κριτήριο του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(32) Στην περίπτωση της δεύτερης ομάδας, διαπιστώθηκε ότι αμφότερες οι εταιρείες παραγωγής δεν διέθεταν ένα σαφώς καθορισμένο σύνολο βασικών λογιστικών αρχείων, υποκείμενων σε ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (IAS) και τα οποία ίσχυαν σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι αμφότερες οι εταιρείες διατηρούσαν διαφορετικές σειρές βασικών λογιστικών αρχείων που χρησιμοποιούνταν για διαφορετικούς σκοπούς. Επιπροσθέτως, διαπιστώθηκε ότι σημαντικές στρεβλώσεις που μεταφέρθηκαν από το προηγούμενο σύστημα ελεγχόμενης οικονομίας υπό μορφή άτοκων δανείων μη απαιτητών από το κράτος, διαγραφής σημαντικού ύψους χρεών και φορολογικών απαλλαγών, είχαν επιπτώσεις στη διάρθρωση του κόστους και στην οικονομική κατάσταση της ομάδας εταιρειών. Συνεπώς, θεωρήθηκε ότι η ομάδα αυτή εταιρειών δεν πληρούσε το δεύτερο και τρίτο κριτήριο του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(33) Δεδομένου ότι μια εταιρεία ή ομάδα εταιρειών πρέπει να πληρούν και τα πέντε κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού προκειμένου να τους χορηγηθεί καθεστώς οικονομίας της αγοράς και ότι αυτό δεν ίσχυε στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αίτηση για τη χορήγηση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς απορρίφθηκε και για τις δύο ομάδες εταιρειών.

(34) Και οι δύο ομάδες εταιρειών ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή έλαβε απόφαση σχετικά με την αίτησή τους για αναγνώριση ΚΟΑ μετά το περάς της τρίμηνης περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή ήταν άκυρη. Σημειώνεται σχετικά ότι η Επιτροπή είχε επανειλημμένως χορηγήσει παράταση της προθεσμίας στους Ουκρανούς παραγωγούς-εξαγωγείς που αντιμετώπιζαν σοβαρή δυσκολία να συμπληρώσουν τα έντυπα αιτήσεων εντός της προθεσμίας που καθοριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας. Επίσης, σημειώνεται ότι οι αιτήσεις αναγνώρισης ΚΟΑ που ελήφθησαν ήταν ελλιπείς και απαιτούσαν ουσιαστικές διευκρινήσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες που είχαν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της έρευνας. Τέλος, ο πολύπλοκος χαρακτήρας ορισμένων θεμάτων, όπως των δομών των εταιρειών και των κυκλωμάτων πωλήσεων, καθώς και σοβαρά προβλήματα αναφορικά με τους λογαριασμούς των εταιρειών παρέτειναν τη διάρκεια της εξέτασης. Για αυτόν τον λόγο, δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί απόφαση όσον αφορά τα υποβληθέντα αιτήματα για την αναγνώριση ΚΟΑ, εντός της προθεσμίας των τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας.

(35) Σημειώνεται σχετικά με αυτά, ότι η μη τήρηση αυτής της προθεσμίας δεν επιφέρει προφανείς νομικές συνέπειες δεδομένου ότι είχαν παρασχεθεί στις εταιρείες οι ίδιες δυνατότητες για να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Επιπλέον, σημειώνεται ότι οι ανωτέρω ομάδες εταιρειών δεν προέβαλαν καμία αρνητική συνέπεια που να οφείλεται στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε για τη λήψη της απόφασης χορήγησης του ΚΟΑ.

(36) Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι μπορεί να ληφθεί έγκυρη απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ ακόμη και μετά το χρονικό διάστημα των τριών μηνών. Συνεπώς, τα αιτήματα των εν λόγω ομάδων εταιρειών απορρίφθηκαν.

(37) Αμφότερες οι ομάδες εταιρειών αμφισβήτησαν περαιτέρω τα συμπεράσματα της Επιτροπής. Ωστόσο, δεν προβλήθηκαν επιχειρήματα που να αλλοιώνουν την απόφαση για την αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς.

(38) Δόθηκε στον κοινοτικό κλάδο η ευκαιρία να διατυπώσει σχόλια και δεν εξέφρασε αντίρρηση όσον αφορά τις ανωτέρω διαπιστώσεις.

2.2. Ατομική μεταχείριση

(39) Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, καθορίζεται, ενδεχομένως, ενιαίος δασμός σε εθνική κλίμακα, για τις χώρες στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου οι εταιρείες είναι σε θέση να αποδείξουν ότι είναι ελεύθερες να καθορίζουν τις τιμές εξαγωγής και τις εξαγόμενες ποσότητες, καθώς και τους όρους και προϋποθέσεις πώλησης, να εκτελούν τις μετατροπές της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε τιμές της αγοράς και να μην υφίστανται κρατικές παρεμβάσεις που επιτρέπουν την καταστρατήγηση των μέτρων, όταν εφαρμόζονται στους εξαγωγείς διαφορετικοί δασμολογικοί συντελεστές.

(40) Οι ίδιοι Ουκρανοί παραγωγοί-εξαγωγείς, οι οποίοι δεν πληρούσαν τα κριτήρια για την αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς ζήτησαν εναλλακτικά την έγκριση ατομικής μεταχείρισης ("ΑΜ"), σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή στη συνέχεια αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για να διαπιστώσει αν η εν λόγω εταιρεία πληρούσε τα κριτήρια για ΑΜ. Διαπιστώθηκε ότι αμφότερες οι ομάδες εταιρειών πληρούσαν τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, θεωρήθηκε δικαιολογημένο να τους χορηγηθεί ΑΜ.

2.3. Ανάλογη χώρα

(41) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία για τους παραγωγούς-εξαγωγείς στους οποίους δεν αναγνωρίστηκε καθεστώς οικονομίας της αγοράς πρέπει να καθοριστεί με βάση τις τιμές ή την κατασκευασμένη αξία σε μια κατάλληλη ανάλογη χώρα για προϊόντα συγκρίσιμα με εκείνα που εξήχθησαν από τους Ουκρανούς παραγωγούς- εξαγωγείς στην Κοινότητα.

(42) Η Κροατία ήταν η ανάλογη χώρα που χρησιμοποιήθηκε στην αρχική έρευνα. Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η Κροατία είχε επίσης προταθεί ως η ανάλογη χώρα για τον καθορισμό της κανονικής αξίας για την Ουκρανία. Δεδομένου ότι κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν διατύπωσε αντίρρηση για την εν λόγω επιλογή, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η Κροατία ως ανάλογη χώρα στο πλαίσιο επίσης της παρούσας έρευνας.

2.4. Κανονική αξία

(43) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία για την Ουκρανία καθορίστηκε με βάση τα επαληθευμένα στοιχεία που προσκόμισε ο μοναδικός παραγωγός στην ανάλογη χώρα, δηλαδή, με βάση τις καταβληθείσες ή τις καταβλητέες τιμές στην εγχώρια αγορά της Κροατίας για συγκρίσιμους τύπους προϊόντος ή την κατασκευασμένη αξία στην Κροατία για συγκρίσιμους τύπους προϊόντος. Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας για την Ουκρανία, εφαρμόστηκε η ίδια μεθοδολογία με αυτή που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 15 έως 19.

(44) Διαπιστώθηκε ότι για τον τύπο προϊόντος που αντιστοιχεί στον κωδικό ΣΟ 7304 31 99 (σωλήνες που έχουν διελκυνθεί ή ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση), δεν υπήρχε εγχώρια παραγωγή στην Κροατία. Συνολικά, οι εξαγωγές αυτές αντιπροσώπευαν μόλις το 6,2 % των ουκρανικών εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα. Ωστόσο, στην περίπτωση μιας ομάδας εταιρειών, κατά τη διάρκεια της ΠΕ, η εξαγόμενη ποσότητα του συγκεκριμένου τύπου προϊόντος στην Κοινότητα αντιπροσώπευε το 40 % περίπου των συνολικών εξαγωγών του εν λόγω προϊόντος στην Κοινότητα.

(45) Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι άλλοι τύποι προϊόντος που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας δεν ήταν συγκρίσιμοι με τον εν λόγω τύπο προϊόντος και ότι η κατασκευή της κανονικής αξίας για τον συγκεκριμένο τύπο προϊόντος με βάση την κανονική αξία των άλλων τύπων προϊόντος δεν θα οδηγούσε σε αξιόπιστα στοιχεία. Κατέστη επίσης σαφές, λόγω μιας περισσότερο σύνθετης διαδικασίας παραγωγής, ότι η κανονική αξία του τύπου αυτού προϊόντος θα ήταν αισθητά μεγαλύτερη από την κανονική αξία των άλλων τύπων προϊόντος. Αν και οι τιμές εξαγωγής των σωλήνων που έχουν διελκυνθεί ή ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση ήταν κατά μέσο όρο υψηλότερες από τις τιμές εξαγωγής των άλλων τύπων προϊόντος, η συνεκτίμηση του τύπου αυτού προϊόντος στους υπολογισμούς θα είχε, κατά πάσα πιθανότητα, ως αποτέλεσμα ένα υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη (127) κατωτέρω, το περιθώριο ζημίας είναι σημαντικά χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε χωρίς τη συνεκτίμηση του εν λόγω τύπου προϊόντος και, κατά συνέπεια, θα αποτελέσει τη βάση για τον καθορισμό του επιπέδου των μέτρων. Για τον λόγο αυτό, δεν κρίθηκε αναγκαίο να διερευνηθεί περαιτέρω το θέμα. Συνεπώς, ο τύπος προϊόντος που αντιστοιχεί στον κωδικό ΣΟ 7304 31 99 εξαιρέθηκε, από τους υπολογισμούς.

2.5. Τιμή εξαγωγής

(46) Αμφότερες οι ομάδες εταιρειών στην Ουκρανία πραγματοποίησαν το σύνολο των εξαγωγικών τους πωλήσεων στην Κοινότητα μέσω συνδεδεμένης εμπορικής εταιρείας εγκατεστημένης σε τρίτη χώρα. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, η τιμή εξαγωγής κατασκευάστηκε με βάση τις τιμές μεταπώλησης των συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα.

2.6. Σύγκριση

(47) Για λόγους ορθής σύγκρισης μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, ελήφθησαν δεόντως υπόψη, υπό μορφή προσαρμογών, οι διαφορές οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς, και όπως αποδείχθηκε, επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Αυτές οι προσαρμογές πραγματοποιήθηκαν, όπου κρίθηκε σκόπιμο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού, όσον αφορά τα έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, το πιστωτικό κόστος και τις προμήθειες. Οι προσαρμογές στην τιμή εξαγωγής σε σχέση με τις εσωτερικές μεταφορές στη χώρα εξαγωγής, το κόστος ασφάλισης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, πραγματοποιήθηκαν με βάση το κόστος που καθορίστηκε στην ανάλογη χώρα.

(48) Η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής πραγματοποιήθηκε σε επίπεδο «εκ του εργοστασίου».

2.7. Περιθώριο ντάμπινγκ

(49) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού, η προσαρμοσμένη σταθμισμένη μέση κανονική αξία ανά τύπο προϊόντος, η οποία ελήφθη από τον παραγωγό της ανάλογης χώρας Mechel Željezara Ltd, συγκρίθηκε με την προσαρμοσμένη σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής κάθε αντίστοιχου τύπου του υπό εξέταση προϊόντος.

(50) Με τη σύγκριση αυτή απεδείχθη η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ. Τα περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής cif στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

- Dnipropetrovsk Tube Works (DTW), Dnipropetrovsk | 91,0 % |

OJSC Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant, Dnipropetrovsk and CJSC Nikopolsky seamless tubes plant ‘Nikotube’, Nikopol | 97,3 % |

(51) Δεδομένου ότι το επίπεδο συνεργασίας ήταν υψηλό (πάνω από το 80 % των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ουκρανία στην Κοινότητα), το υπόλοιπο περιθωρίου ντάμπινγκ καθορίστηκε στο ίδιο επίπεδο με αυτό που καθορίστηκε για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς OJSC Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant (NTRP) και CJSC Nikopolsky seamless tubes plant ‘Nikotube’, ήτοι 97,3 %.

Γ. ΖΗΜΙΑ

1. Προκαταρκτική παρατήρηση

(52) Όπως και στην περίπτωση της πρακτικής ντάμπινγκ, η έρευνα επεδίωξε να καθορίσει κατά πόσον οι περιστάσεις όσον αφορά την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής είχαν μεταβληθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνάγεται συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που συνήχθη κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας.

2. Κοινοτική παραγωγή

(53) Κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποτελείτο από δέκα παραγωγούς.

(54) Κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας επανεξέτασης, διαπιστώθηκε ότι οι σωλήνες κάθε είδους χωρίς συγκόλληση κατασκευάστηκαν από:

-έξι καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, εκ των οποίων οι πέντε συνεργάστηκαν πλήρως με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας, ενώ ο έκτος, Pietra, στην Ιταλία, υποστήριξε τη διαδικασία, αλλά δεν απάντησε λεπτομερώς στο ερωτηματολόγιο.

-έξι άλλους παραγωγούς, οι οποίοι ούτε υποστήριξαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ούτε συνεργάστηκαν με την Επιτροπή.

(55) Σε αυτούς τους παραγωγούς εστάλη ερωτηματολόγιο, αλλά αυτοί αρνήθηκαν να συνεργαστούν. Κανένας άλλος παραγωγός του υπό εξέταση προϊόντος δεν αναγγέλθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3. Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(56) Κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, η παραγωγή των πέντε κοινοτικών παραγωγών που συνεργάστηκαν πλήρως στην έρευνα ανήλθε σε 797.456 τόνους. Η ποσότητα αυτή αντιπροσωπεύει πάνω από το 70 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής και, κατά συνέπεια, οι εταιρείες αυτές αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

4. Κοινοτική κατανάλωση

(57) Τα στοιχεία τα σχετικά με τις εισαγωγές αντλήθηκαν από τα στοιχεία της Eurostat, όσον αφορά τον όγκο και τις αξίες που αντιστοιχούν στους κωδικούς ΣΟ ex 7304 10 10, ex 7304 10 30, 7304 31 99, 7304 39 91 και 7304 39 93 . Τα στοιχεία σχετικά με τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής προέκυψαν από τις εξακριβωμένες απαντήσεις των πέντε συνεργασθέντων κοινοτικών παραγωγών στο ερωτηματολόγιο.

(58) Η φαινομενική κοινοτική κατανάλωση, δηλαδή οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην κοινοτική αγορά και οι πωλήσεις άλλων κοινοτικών παραγωγών στην Κοινότητα, καθώς και οι εισαγωγές από όλες τις τρίτες χώρες, δεικνύει ότι η κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα αυξήθηκε από 1.104.619 τόνους το 1999 στη μέγιστη ποσότητα των 1.233.357 τόνων το 2001. Η κατανάλωση μειώθηκε σε 1.103.805 τόνους κατά τη διάρκεια της ΠΕ, ποσότητα ελαφρώς χαμηλότερη από την κατανάλωση του 1999.

1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

Κατανάλωση στην Κοινότητα (σε τόνους) | 1.104.619 | 1.130.410 | 1.233.357 | 1.103.805 |

Δείκτης (1999 = 100) | 100 | 102 | 112 | 100 |

5. Εισαγωγές στην Κοινότητα από τις ενδιαφερόμενες χώρες

5.1. Σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των υπό εξέταση εισαγωγών

(59) Εξετάστηκε κατ' αρχάς κατά πόσον οι εισαγωγές καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας θα έπρεπε να εκτιμηθούν σωρευτικά, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(60) Ο όγκος (σε τόνους) και το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες σημείωσαν την ακόλουθη εξέλιξη:

Όγκος εισαγωγών σε τόνους | 1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

ΟΥΚΡΑΝΙΑ | 103.477 | 22.996 | 37.353 | 37.683 |

Δείκτης (1999 = 100) | 100 | 22 | 36 | 36 |

Κροατία | 30.072 | 24.646 | 23.893 | 23.001 |

Δείκτης (1999 = 100) | 100 | 82 | 79 | 76 |

Ενδιαφερόμενες χώρες: Σύνολο | 133.549 | 47.642 | 61.246 | 60.684 |

Δείκτης (1999 = 100) | 100 | 36 | 46 | 45 |

Mερίδια αγοράς των εισαγωγών | 1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

Ουκρανία | 9,4% | 2,0% | 3,0% | 3,4% |

Κροατία | 2,7% | 2,2% | 1,9% | 2,1% |

Ενδιαφερόμενες χώρες: Σύνολο | 12,1% | 4,2% | 5,0% | 5,5% |

Εισαγωγές από άλλες χώρες | 24,1% | 27,5% | 31,2% | 29,9% |

(61) Διαπιστώθηκε ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ που καθορίστηκαν για τις εισαγωγές από καθεμία από τις ενδιαφερόμενες χώρες (αιτιολογικές σκέψεις (25) και (50)) υπερέβαιναν το κατώτατο όριο που καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Επιπροσθέτως, παρά τα ισχύοντα μέτρα, οι ποσότητες των εισαγωγών από καθεμία από αυτές τις χώρες δεν ήταν αμελητέες κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, δεδομένου ότι τα μερίδια αγοράς για τις εν λόγω χώρες ήταν 2,1 % για την Κροατία και 3,4 % για την Ουκρανία. Κατά την περίοδο έρευνας, τα μερίδια του συνόλου των εισαγωγών κυμαίνονταν από 5,9 % για την Κροατία έως 9,6 % για την Ουκρανία.

(62) Η σωρευτική αξιολόγηση κρίθηκε κατάλληλη στο πλαίσιο των όρων ανταγωνισμού τόσο μεταξύ των εισαγωγών καταγωγής των εν λόγω χωρών, όσο και μεταξύ των εν λόγω εισαγωγών και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, επίσης, παρά τα ισχύοντα μέτρα, οι τιμές και από τις δύο χώρες εξακολούθησαν να είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά τη διάρκεια της ΠΕ και ότι οι σωλήνες κάθε είδους χωρίς συγκόλληση και από τις δύο χώρες πωλούνται μέσω παρόμοιων κυκλωμάτων πωλήσεων. Επιπλέον, η έρευνα κατέδειξε ότι οι εισαγωγές και από τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες παρουσιάζουν τα ίδια φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά, όπως το ομοειδές προϊόν. Τέλος, οι εισαγωγές και από τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες και το ομοειδές προϊόν παρουσιάζουν τις ίδιες τάσεις ως προς τις τιμές (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις (67) και (74) κατωτέρω).

(63) Ένας Κροάτης εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι δεν προκαλείται ζημία από τις κροατικές εισαγωγές, δεδομένου ότι το μερίδιο αγοράς της Κροατίας είναι ελάχιστο και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να διεξαχθεί σωρευτική αξιολόγηση. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, οι κροατικές εισαγωγές υπερέβαιναν σαφώς το ελάχιστο κατώτατο όριο και δεν ήταν αμελητέες κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Αν και είναι αληθές ότι σημειώθηκε σημαντική πτώση των εισαγωγών καταγωγής Ουκρανίας στις αρχές της υπό εξέταση περιόδου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στη συνέχεια, οι εισαγωγές και από τις δύο χώρες ακολούθησαν, σε γενικές γραμμές, παρόμοια τάση.

(64) Για αυτούς τους λόγους, συνάγεται το συμπέρασμα ότι πληρούνται όλα τα κριτήρια του άρθρου 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και ότι οι εισαγωγές καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας πρέπει να εκτιμηθούν σωρευτικά.

5.2. Μερίδιο αγοράς των εν λόγω εισαγωγών

(65) Όπως εμφαίνεται ανωτέρω, μετά τη θέσπιση των μέτρων, το 2000, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τις εν λόγω χώρες μειώθηκε σημαντικά, λόγω της θέσπισης των μέτρων, από 12,1 % το 1999 σε 4,2 % το 2000 και στη συνέχεια άρχισε να παρουσιάζει συνεχή αύξηση φθάνοντας μέχρι το 5,5 % κατά την ΠΕ.

5.3. Τιμές των εισαγωγών και πραγματοποίηση πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

(66) Πραγματοποιήθηκε σύγκριση των τιμών πωλήσεων στην κοινοτική αγορά κατά την περίοδο έρευνας μεταξύ των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των τιμών των παραγωγών/ εξαγωγέων στις ενδιαφερόμενες χώρες. Η εν λόγω σύγκριση πραγματοποιήθηκε μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων και επιστροφών. Οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής προσαρμόστηκαν στις τιμές εκ του εργοστασίου. Οι τιμές των εισαγωγών ήταν οι τιμές CIF στα σύνορα της Κοινότητας, μετά την καταβολή των εισαγωγικών δασμών, χωρίς το δασμό αντιντάμπινγκ, προσαρμοσμένες για να λάβουν υπόψη το στάδιο εμπορίας και τα έξοδα διεκπεραίωσης, με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την έρευνα, κυρίως από τους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που συνεργάστηκαν στην έρευνα.

(67) Από τη σύγκριση αυτή προέκυψε ότι, κατά την ΠΕ, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος πωλήθηκαν στην Κοινότητα σε τιμές οι οποίες ήταν χαμηλότερες από εκείνες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και οι οποίες αντιπροσώπευαν τα ακόλουθα ποσοστά σε σχέση με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής: Ουκρανία 34,1 % και Κροατία 23,3 %. Ακόμα κι αν ληφθούν υπόψη οι δασμοί αντιντάμπινγκ, οι πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές εξακολουθούν να είναι σημαντικές αντιπροσωπεύοντας το 10 % για τις εισαγωγές από την Ουκρανία και το 6,5 % για τις εισαγωγές από την Κροατία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μέσες τιμές των εισαγωγών αυξήθηκαν από το 2000 μέχρι την ΠΕ, όπως εμφαίνεται κατωτέρω, γεγονός που συμφωνεί με τη γενικότερη εξέλιξη των τιμών στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη (74) κατωτέρω, οι τιμές των εισαγωγών από τις συγκεκριμένες χώρες δεν αυξήθηκαν στον ίδιο βαθμό με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

Τιμές των εισαγωγών, χωρίς την καταβολή δασμών (ευρώ/τόνο) | 1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

Ουκρανία | 332 | 341 | 433 | 449 |

Δείκτης 1999 = 100 | 100 | 103 | 130 | 135 |

Κροατία | 461 | 465 | 516 | 523 |

Δείκτης 1999 = 100 | 100 | 101 | 112 | 113 |

Μέσος όρος Ουκρανίας και Κροατίας | 361 | 405 | 466 | 477 |

Δείκτης 1999 = 100 | 100 | 112 | 129 | 132 |

6. Κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(68) Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η εξέταση του αντίκτυπου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, περιέλαβε επίσης εκτίμηση όλων των οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που επηρέασαν την κατάσταση του εν λόγω κλάδου από το 1999 (έτος αναφοράς) έως την ΠΕ.

(69) Στον παρακάτω πίνακα, απεικονίζονται τα σωρευτικά στοιχεία του κοινοτικό κλάδου παραγωγής που προσκόμισαν οι πέντε συνεργασθέντες κοινοτικοί παραγωγοί.

6.1. Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

(70) Η εξέλιξη της παραγωγής, της παραγωγικής ικανότητας και της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας είναι η ακόλουθη:

1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

Παραγωγή (σε τόνους) | 710.029 | 911.669 | 928.231 | 797.456 |

Δείκτης 1999 = 100 | 100 | 128 | 131 | 112 |

Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους) | 1.117.881 | 1.183.067 | 1.140.304 | 1.094.548 |

Δείκτης 1999 = 100 | 100 | 106 | 102 | 98 |

Χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας | 63,5% | 77,1% | 81,4% | 72,9% |

Δείκτης 1999 = 100 | 100 | 121 | 128 | 115 |

(71) Όπως προκύπτει από τον ανωτέρω πίνακα, μεταξύ των ετών 1999 και 2001, η παραγωγή αυξήθηκε φθάνοντας στο ανώτατο επίπεδο κατά το 2001 και στη συνέχεια μειώθηκε σημαντικά, κατά την ΠΕ. Μολονότι οι εξαγωγικές πωλήσεις αυξήθηκαν και αντιστάθμισαν σε κάποιο βαθμό τη μείωση των πωλήσεων στην Κοινότητα, ήταν αδύνατον να αποφευχθεί η μείωση της παραγωγής και ο περιορισμός της παραγωγικής ικανότητας κατά την ΠΕ.

6.2. Αποθέματα

(72) Στον ακόλουθο πίνακα εμφαίνεται ο όγκος των αποθεμάτων στο τέλος κάθε περιόδου.

1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

Αποθέματα (τόνοι) | 38.753 | 49.620 | 49.062 | 59.287 |

Δείκτης 1999 = 100 | 100 | 128 | 127 | 153 |

(73) Κατά την υπό εξέταση περίοδο, τα αποθέματα αυξήθηκαν. Θα πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι, κατά κανόνα, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής παράγει το υπό εξέταση προϊόν κατόπιν παραγγελίας. Κατά συνέπεια, το επίπεδο των αποθεμάτων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θεωρήθηκε ότι δεν αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό δείκτη για την εκτίμηση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Εντούτοις, διαπιστώθηκε ότι η αύξηση των αποθεμάτων είναι επίσης συνέπεια της συρρίκνωσης των πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

6.3. Όγκος των πωλήσεων, μερίδια αγοράς, μεγέθυνση και μέσες τιμές μονάδας στην ΕΚ

(74) Στον κατωτέρω πίνακα εμφαίνονται οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα.

1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

Όγκος πωλήσεων (σε τόνους) | 516.529 | 573.136 | 576.850 | 504.317 |

Δείκτης (1999=100) | 100 | 111 | 112 | 98 |

Μερίδιο αγοράς | 46,8% | 50,7% | 46,8% | 45,7% |

Δείκτης (1999=100) | 100 | 108 | 100 | 98 |

Μέσες τιμές πωλήσεων (ευρώ/τόνο) | 576 | 589 | 659 | 696 |

Δείκτης (1999=100) | 100 | 102 | 114 | 121 |

(75) Ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 12 % από το 1999 έως το 2001 και στη συνέχεια σημείωσε έντονη πτώση κατά την ΠΕ, φθάνοντας σε επίπεδο χαμηλότερο και από εκείνο του 1999. Η εξέλιξη του όγκου των πωλήσεων πρέπει να εξεταστεί με βάση το επίπεδο της κατανάλωσης κατά την ίδια περίοδο, το οποίο αυξήθηκε κατά 12 % μεταξύ του 1999 και του 2001 και στη συνέχεια μειώθηκε κατά την ΠΕ. Εντούτοις, η ζήτηση δεν μειώθηκε στον ίδιο βαθμό με τον όγκο των πωλήσεων μεταξύ του 2001 και της ΠΕ.

(76) Μετά την επιβολή των μέτρων το 2000, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπόρεσε να ανακτήσει τα απολεσθέντα μερίδια αγοράς. Μεταξύ των ετών 1999 και 2000, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε από 46,8 % σε 50,7 % της κοινοτικής κατανάλωσης. Ωστόσο, μετά την εν λόγω περίοδο σχετικής ευημερίας, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σημείωσε νέα κάμψη. Μεταξύ του 2000 και της ΠΕ, το μερίδιο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην κοινοτική κατανάλωση μειώθηκε σε 45,7 % της κοινοτικής κατανάλωσης, καθώς άρχισαν και πάλι να διεισδύουν στην κοινοτική αγορά οι εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ.

(77) Αντιμετωπίζοντας αυξανόμενες εισαγωγές από το 2000 και εφεξής, καθώς και μείωση των κοινοτικών πωλήσεων από το 2001 και εφεξής, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπορούσε να αναπτυχθεί στον τομέα της παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος. Αντίθετα, ήταν αναγκασμένος να μειώσει, κατά την ΠΕ, την παραγωγική ικανότητα και το εργατικό δυναμικό, δεδομένου ότι οι αυξανόμενες εξαγωγές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις απολεσθείσες πωλήσεις στην κοινοτική αγορά.

(78) Κατά την υπό εξέταση περίοδο, οι μέσες τιμές των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκαν. Εντούτοις, όπως περιγράφεται λεπτομερώς κατωτέρω, οι υψηλότερες τιμές δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν επαρκή αποδοτικότητα.

6.4. Αποδοτικότητα

(79) Η έννοια του κέρδους που χρησιμοποιείται κατωτέρω παραπέμπει στο κέρδος πριν από την καταβολή των φόρων, δηλαδή στο κέρδος που προκύπτει από τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά.

1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

Αποδοτικότητα των πωλήσεων στην ΕΚ | -7,8% | 0,1% | 0,3% | -0,1% |

(80) Μετά την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ κατά των εισαγωγών σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν σε θέση, όπως προαναφέρθηκε, να αυξήσει τις τιμές προκειμένου να φθάσει περίπου στο όριο αποδοτικότητας κατά τα έτη 2000 και 2001. Εντούτοις, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να φθάσει στο επίπεδο της αποδοτικότητας όπως θα μπορούσε να αναμένεται εάν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (δηλ. 5 %) όπως αναφέρεται στον κανονισμό με τον οποίο επιβάλλονται τα ισχύοντα μέτρα. Επιπλέον, κατά την ΠΕ, το επίπεδο αποδοτικότητας μειώθηκε κάτω από το νεκρό σημείο. Η αιτία της εν λόγω μείωσης, παρά τις υψηλές τιμές των πωλήσεων, ήταν το αυξανόμενο μοναδιαίο κόστος εργασίας και πρώτων υλών, το οποίο σημείωσε άνοδο παρά τη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων κατά την περίοδο αυτή. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ήταν σε θέση να μετακυλύσει το εν λόγω κόστος στους πελάτες του, μολονότι τούτο θα ήταν απαραίτητο λόγω του ανταγωνισμού που προκαλούσαν οι φθηνές εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(81) Ύστερα από μια ελαφρά θετική τάση που παρατηρήθηκε κατά τα έτη 2000 και 2001, η οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής άρχισε να επιδεινώνεται εκ νέου την ΠΕ, κατά την οποία συνέπεσαν αυξήσεις των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ από την Κροατία και την Ουκρανία. Το επίπεδο κέρδους που επιτεύχθηκε το 2001 μόλις υπερέβαινε το νεκρό σημείο και απείχε σαφώς από το επίπεδο που θα επαρκούσε για τη χρηματοδότηση των επανεπενδύσεων.

6.5. Απόδοση των επενδύσεων, ταμειακές ροές, επενδύσεις και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(82) Στον πίνακα που ακολουθεί εμφαίνονται οι τάσεις όσον αφορά την απόδοση των επενδύσεων, τις ταμειακές ροές και τις επενδύσεις.

1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

Απόδοση των επενδύσεων | -13% | 0% | 1% | 0% |

Δείκτης 1999 = 100 | 100 | 202 | 204 | 198 |

Ταμειακές ροές | -13.978.142 | 5.273.981 | 5.910.373 | 4.959.440 |

Δείκτης 1999=100 | 100 | 238 | 242 | 235 |

Επενδύσεις | 19.320.730 | 32.691.925 | 33.056.929 | 21.087.534 |

Δείκτης 1999=100 | 100 | 169 | 171 | 109 |

(83) Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω στοιχεία για την απόδοση των επενδύσεων αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία τα σχετικά με την αποδοτικότητα. Η απόδοση των επενδύσεων αυξήθηκε από το 1999 έως το 2000, μειώθηκε όμως εκ νέου μέχρι την ΠΕ. Οι ταμειακές ροές παρουσιάζουν περίπου την ίδια τάση με την αποδοτικότητα και συγκεκριμένα άνοδο στο ανώτατο σημείο κατά το 2001 και στη συνέχεια εκ νέου μείωση. Τα εν λόγω στοιχεία είναι σχετικά ασήμαντα στο βαθμό που το υπό εξέταση προϊόν αντιστοιχεί σε ποσοστό κάτω του 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών των κοινοτικών παραγωγών και οι παραγωγοί της Κοινότητας χρησιμοποιούν επίσης τις γραμμές παραγωγής τους για την κατασκευή διαφόρων άλλων προϊόντων χάλυβα. Είναι ωστόσο ενδεικτικά υπό την έννοια ότι δύο από τους συνεργασθέντες κοινοτικούς παραγωγούς που παρήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες σε σχέση με άλλους κοινοτικούς παραγωγούς, εμφανίζουν, όσον αφορά την απόδοση των επενδύσεων, τις ταμειακές ροές και τις επενδύσεις, ανάλογες τάσεις με εκείνες που εμφαίνονται στον ανωτέρω πίνακα.

(84) Μετά την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ το 2000, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πραγματοποίησε ορισμένες επενδύσεις. Εντούτοις, διαπιστώθηκε ότι οι περισσότερες από τις επενδύσεις αυτές αποσκοπούσαν στην αντικατάσταση μηχανολογικού εξοπλισμού. Κατά την ΠΕ, οι επενδύσεις μειώθηκαν σημαντικά σε σύγκριση με τα προηγούμενα δύο έτη.

(85) Η ικανότητα άντλησης κεφαλαίων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, είτε από εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης είτε από τις μητρικές εταιρείες, δεν εθίγη ωστόσο σοβαρά κατά την υπό εξέταση περίοδο, δεδομένου ότι το υπό εξέταση προϊόν αντιστοιχεί σε ποσοστό κάτω του 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών των κοινοτικών παραγωγών και οι παραγωγοί της Κοινότητας χρησιμοποιούν επίσης τις γραμμές παραγωγής τους για την κατασκευή διαφόρων άλλων προϊόντων χάλυβα.

6.6. Απασχόληση, παραγωγικότητα και μισθοί

1999 | 2000 | 2001 | ΠΕ |

Αριθμός υπαλλήλων | 2.583 | 2.776 | 2.622 | 2.472 |

Δείκτης 1999=100 | 100 | 107 | 102 | 96 |

Παραγωγικότητα (τόνοι/απασχολούμενο) | 275 | 328 | 354 | 323 |

Δείκτης 1999 = 100 | 100 | 119 | 129 | 117 |

Μισθοί Δείκτης 1999=100 | 100 | 104 | 106 | 105 |

(86) Όπως εμφαίνεται ανωτέρω, κατά τα έτη 2000 και 2001, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε την παραγωγικότητά του και τον αριθμό των απασχολουμένων, δεδομένου ότι κατά την εν λόγω περίοδο αυξήθηκε η παραγωγή. Εντούτοις, κατά την ΠΕ, ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε σημαντικά, κάτω από το επίπεδο του 1999. Η παραγωγικότητα μειώθηκε επίσης συνεπεία της αισθητής μείωσης της παραγωγής.

(87) Οι μισθοί παρέμειναν σχετικά σταθεροί κατά την υπό εξέταση περίοδο και απλώς αναπροσαρμόστηκαν με βάση τον πληθωρισμό.

6.7. Ανάκαμψη από τις επιπτώσεις των προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ

(88) Μετά την επιβολή των μέτρων το 2000, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπόρεσε να ανακτήσει τα απολεσθέντα μερίδια αγοράς και να φθάσει σε ένα περισσότερο βιώσιμο επίπεδο μέσων τιμών πώλησης. Εντούτοις, από το 2001, οι οικονομικές επιδόσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής άρχισαν και πάλι να επιδεινώνονται. Επομένως, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ανέκαμψε από τις επιπτώσεις των προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ.

6.8. Μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ

(89) Τα περιθώρια ντάμπινγκ αναφέρονται στο τμήμα το σχετικό με την πρακτική ντάμπινγκ (αιτιολογικές σκέψεις (25) και (50)). Τα περιθώρια που καθορίστηκαν είναι σαφώς μεγαλύτερα από το ελάχιστο επίπεδο. Επιπλέον, λόγω του όγκου και της τιμής των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, ο αντίκτυπος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.

6.9. Συμπέρασμα για τη ζημία

(90) Υπενθυμίζεται ότι, μετά την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ κατά των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Κροατία και την Ουκρανία, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ενίσχυσε αμέσως τη θέση του. Οι μέσες τιμές των πωλήσεών του στην Κοινότητα αυξήθηκαν κατά 14 % μεταξύ των ετών 1999 και 2001 και, κατά την ίδια περίοδο, αυξήθηκαν ο όγκος των πωλήσεων στην Κοινότητα καθώς και η παραγωγή. Κατά συνέπεια, ο κλάδος παραγωγής μπόρεσε να πραγματοποιήσει ορισμένες απαραίτητες κατά την περίοδο αυτή επενδύσεις και να απασχολήσει περισσότερο εργατικό δυναμικό.

(91) Εντούτοις, η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται αισθητά κατά την ΠΕ. Οι πωλήσεις στην Κοινότητα μειώθηκαν κατά 12 % από το 2001 έως την ΠΕ και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αναγκάστηκε να προβεί σε σημαντικές αναπροσαρμογές μειώνοντας την παραγωγή, την παραγωγική ικανότητα και την απασχόληση. Το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε περαιτέρω από το 2001 έως την ΠΕ, κάτω από το επίπεδο του 1999. Η πτωτική τάση κατά την ΠΕ επιβεβαιώνεται επίσης από τη μειωμένη χρησιμοποίηση της ικανότητας παραγωγής, τη στασιμότητα των μισθών και το αυξημένο επίπεδο των αποθεμάτων, με αποτέλεσμα να καταλήξει ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής σε μια κατάσταση ανάλογη εκείνης του 1999, όταν δεν είχαν ακόμα επιβληθεί μέτρα κατά των εισαγωγών από τις συγκεκριμένες χώρες.

(92) Την ίδια τάση παρουσιάζει η εξέλιξη των επενδύσεων, της απόδοσης των επενδύσεων και των ταμειακών ροών. Μετά από την ελαφρά βελτίωση η οποία παρατηρήθηκε κατά τα έτη 2000 και 2001, η οποία ήταν ελάχιστα ικανοποιητική, δεδομένου ότι η απόδοση των επενδύσεων έφθασε μόλις το 1 % και οι έως τότε αρνητικές ταμειακές ροές έγιναν μόλις θετικές, ακολούθησε επιδείνωση της κατάστασης κατά την ΠΕ. Το γεγονός ότι δεν εθίγη σοβαρά η ικανότητα άντλησης κεφαλαίων των εταιρειών οφείλεται στο ό,τι οι εταιρείες αυτές αποτελούν τμήμα μεγαλύτερων ομίλων και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί κατάλληλος δείκτης για τον τομέα του υπό εξέταση προϊόντος.

(93) Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, μολονότι βελτιώθηκε σε σύγκριση με τη ζημιογόνο θέση του 1999, φθάνοντας απλώς στο νεκρό σημείο του κύκλου εργασιών κατά το 2000 και το 2001, περιήλθε εκ νέου σε μια ζημιογόνο κατάσταση κατά την ΠΕ.

(94) Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι οι δείκτες βελτιώθηκαν αρχικά μετά την επιβολή των μέτρων το 1999, όλοι όμως οι δείκτες εκτός των τιμών πώλησης επιδεινώθηκαν εκ νέου κατά την ΠΕ, παρέχοντας σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη ζημιογόνου κατάστασης.

(95) Η συνεχής αύξηση των τιμών πώλησης καθ΄ όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε ικανοποιητική κερδοφόρα κατάσταση, δεδομένου ότι η αύξηση των τιμών απορροφήθηκε πλήρως από το αυξανόμενο κόστος παραγωγής, ιδίως το κόστος των πρώτων υλών και το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Επιπλέον, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ήταν σε θέση να μετακυλύει τις εν λόγω αυξήσεις του κόστους στους πελάτες, στο βαθμό που θα ήταν απαραίτητο, λόγω της διείσδυσης στην αγορά φθηνών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από την άποψη το κέρδους επιδεινώθηκε υποχωρώντας κατά την ΠΕ κάτω από το όριο αποδοτικότητας.

(96) Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη κατά την ΠΕ σημαντική ζημία, κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού.

Δ. ΜΟΝΙΜΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

(97) Τα αρχικά μέτρα επρόκειτο να λήξουν στις 18 Φεβρουαρίου 2005. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε επομένως εάν η λήξη ισχύος των μέτρων θα οδηγούσε ενδεχομένως στη συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε επίσης κατά πόσον οι περιστάσεις όσον αφορά την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία έχουν αλλάξει σημαντικά, και εάν η εν λόγω αλλαγή θα μπορούσε να θεωρηθεί ευλόγως ότι έχει μόνιμο χαρακτήρα.

(98) Διαπιστώθηκε ότι το υπό εξέταση προϊόν εξακολουθούσε, κατά την ΠΕ, να αποτελεί αντικείμενο πρακτικής ντάμπινγκ στην κοινοτική αγορά (αιτιολογικές σκέψεις (25) και (50)). Σχετικά με αυτό το θέμα, τα περιθώρια ντάμπινγκ για το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής καθεμιάς από τις χώρες τις οποίες αφορά η διαδικασία, ήταν ανάλογα των περιθωρίων ντάμπινγκ που είχαν διαπιστωθεί κατά την αρχική έρευνα. Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν στις εν λόγω χώρες τεράστιες παραγωγικές ικανότητες, οι οποίες δεν χρησιμοποιήθηκαν κατά την ΠΕ. Διαπιστώθηκε επίσης ότι υπήρχαν ακόμη σημαντικές ποσότητες εισαγωγών από την Κροατία και την Ουκρανία που πωλούνταν στην κοινοτική αγορά και ότι το μερίδιό τους στην αγορά αυξάνεται διαρκώς από το 2000. Τούτο καταδεικνύει το σαφές ενδιαφέρον των εξαγωγέων της Κροατίας και της Ουκρανίας για την αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, κρίνεται ότι αναμφισβήτητα το ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε έχει μόνιμο χαρακτήρα και είναι ιδιαίτερα πιθανή η συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ σε περίπτωση που επιτραπεί η λήξη της ισχύος των αρχικών μέτρων.

(99) Παρά το γεγονός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ανέκαμψε σε κάποιο βαθμό από προηγούμενες πρακτικές ντάμπινγκ που προκάλεσαν οι εισαγωγές καταγωγής, μεταξύ άλλων, Κροατίας και Ουκρανίας, διαπιστώθηκε επίσης ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εξακολουθεί να υφίσταται σημαντική ζημία, κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Τα περιθώρια ζημίας που διαπιστώθηκαν κατά την έρευνα αυξήθηκαν σε σύγκριση με εκείνα της αρχικής έρευνας, διότι ότι οι εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ εξακολούθησαν να πραγματοποιούνται σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και τούτο παρά το γεγονός ότι το κόστος αυξήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα. Λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις που είχαν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αποδοτικότητα (αιτιολογική σκέψη (79)) και το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (αιτιολογική σκέψη (74)), το οποίο μειώθηκε εκ νέου από το 2001 έως την ΠΕ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι περιστάσεις που οδήγησαν στη ζημία έχουν μόνιμο χαρακτήρα και ότι η λήξη της ισχύος των αρχικών μέτρων θα οδηγούσε πιθανότατα στην συνέχιση της ζημίας.

E. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

(100) Εξετάστηκε, επίσης, κατά πόσον εξακολουθεί να υπάρχει στην παρούσα έρευνα η αιτιώδης συνάφεια, που διαπιστώθηκε στην προηγούμενη έρευνα, μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Κροατία και την Ουκρανία και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Ομοίως, εξετάστηκαν άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν προξενήσει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ούτως ώστε η προκαλούμενη από τους εν λόγω λοιπούς παράγοντες ζημία να μην αποδοθεί στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(101) Παρά τα ισχύοντα μέτρα, τα οποία καταρχάς οδήγησαν σε μείωση των εισαγωγών το 2000, οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Κροατίας και της Ουκρανίας αύξησαν στη συνέχεια το μερίδιό τους στην αγορά της Κοινότητας από 4,2 % σε 5,5 % κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Παρά τη μείωση της κατανάλωσης από το 2001 έως την ΠΕ, το μερίδιό τους στην αγορά αυξήθηκε. Παράλληλα, από το 2000 έως την ΠΕ, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αναγκάστηκε να μειώσει αισθητά την παραγωγή του κατά την ΠΕ και υπέστη μείωση της αποδοτικότητας. Οι αυξανόμενες εισαγωγές από τις εν λόγω χώρες, σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, και η επιδείνωση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής συμπίπτουν χρονικά. Κατά συνέπεια, οι εισαγωγές αυτές θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να συμβάλλουν στη ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(102) Οι εισαγωγές καταγωγής άλλων τρίτων χωρών, όπως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Πολωνίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, οι οποίες κατά την περίοδο της έρευνας δεν ήταν ακόμα μέλη της Κοινότητας, καθώς και οι εισαγωγές από τη Ρουμανία και τη Ρωσία θα μπορούσαν επίσης να έχουν συμβάλει στη ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(103) Θα πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι, καθ΄ όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, τέθηκαν σε ισχύ για τις εισαγωγές από τις προαναφερθείσες πέντε χώρες δασμοί αντιντάμπινγκ που κυμαίνονταν από 9,8 % έως 38,2 %, καθώς και αναλήψεις υποχρεώσεων. Επί του παρόντος επανεξετάζονται τα ισχύοντα μέτρα για τις εισαγωγές από τη Ρωσία και τη Ρουμανία (αιτιολογική σκέψη (4)).

(104) Κατά την περίοδο της έρευνας, οι εισαγωγές από τη Ρωσία αντιπροσώπευαν μερίδιο αγοράς 3,3 %. Οι μέσες τιμές των εισαγωγών των εν λόγω προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ, ήταν περίπου 20 % χαμηλότερες από τις τιμές των εισαγωγών από την Κροατία και την Ουκρανία. Λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο των τιμών των εισαγωγών από τη Ρωσία, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εν λόγω εισαγωγές έχουν συμβάλει στη ζημία. Εντούτοις, δεδομένου του μεγέθους του μεριδίου αγοράς, το οποίο είναι μικρότερο από εκείνο των συγκεκριμένων χωρών, οι ρώσικες εισαγωγές δεν είναι δυνατό να αποτέλεσαν τη μοναδική αιτία της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Κατά την ΠΕ, οι εισαγωγές από τη Ρουμανία αντιπροσώπευαν μερίδιο αγοράς 3,5 %. Οι τιμές των εισαγωγών από τη Ρουμανία, συμπεριλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ, είναι υψηλότερες από τις τιμές των εισαγωγών από την Κροατία και την Ουκρανία, παραμένουν όμως χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ως εκ τούτου, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι θα ήταν επίσης δυνατό να έχουν συμβάλει στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Εντούτοις, θεωρείται ότι οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των εισαγωγών από τη Ρωσία και τη Ρουμανία δεν θα ήταν ικανές να αλλοιώσουν το συμπέρασμα ότι υπάρχει πραγματική και σημαντική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση σε τιμές ντάμπινγκ, από την Κροατία και την Ουκρανία, και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(105) Οι τιμές των εισαγωγών από τις πρώην υποψήφιες για ένταξη χώρες, την Πολωνία, την Τσεχική Δημοκρατία και τη Σλοβακία, συμπεριλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ, ήταν επίσης αισθητά υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές των εισαγωγών από την Κροατία και την Ουκρανία, παρέμεναν όμως χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Το συνολικό μερίδιό τους στην αγορά ήταν 14,2 % κατά την ΠΕ. Μολονότι οι εν λόγω εισαγωγές θα μπορούσαν επίσης να έχουν συμβάλει στη ζημία, το επίπεδο των τιμών τους μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η συμβολή τους θα ήταν περιορισμένη.

(106) Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι τιμές των εισαγωγών από την Κροατία και την Ουκρανία ήταν αισθητά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι προαναφερθείσες εισαγωγές, οι περισσότερες από τις οποίες πραγματοποιούνταν σε μικρότερο βαθμό σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές, θα ήταν δυνατόν να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Κροατία και την Ουκρανία και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(107) Κατά την ΠΕ, οι συνολικές εισαγωγές από διάφορες άλλες τρίτες χώρες αντιπροσώπευαν μερίδιο αγοράς 8,9 %. Όσον αφορά το υψηλό επίπεδο των τιμών τους που είναι, ως επί το πλείστον, αρκετά υψηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εν λόγω εισαγωγές θα μπορούσαν να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Κροατία και την Ουκρανία και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(108) Άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί, οι οποίοι δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα, αντιμετώπιζαν ανάλογα προβλήματα όσον αφορά το αυξανόμενο κόστος των πρώτων υλών, το οποίο τους ανάγκαζε να αυξήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις τιμές. Δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι οι εν λόγω ανταγωνιστές θα μπορούσαν να είχαν προκαλέσει τη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(109) Από το 2001 και μετά παρατηρείται μείωση της κατανάλωσης στην Κοινότητα. Εντούτοις, οι κοινοτικές πωλήσεις παρουσίασαν εντονότερη μείωση σε σύγκριση με τη μείωση της κατανάλωσης και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απώλεσε μερίδιο στην αγορά, ενώ οι εν λόγω χώρες αύξησαν, κατά την περίοδο αυτή, το μερίδιό τους στην αγορά της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο εν λόγω παράγοντας δεν θα ήταν δυνατόν να διασπάσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ από την Κροατία και την Ουκρανία και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Κατά την έρευνα δεν διαπιστώθηκαν άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει ζημία.

(110) Με βάση την ανωτέρω ανάλυση των επιπτώσεων όλων των γνωστών παραγόντων στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν έχει διασπαστεί η συνάφεια, που διαπιστώθηκε στην προηγούμενη έρευνα, μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Κροατία και την Ουκρανία και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

ΣΤ. ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1. Γενικές παρατηρήσεις

(111) Εξετάστηκε αν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να διατηρηθούν οι δασμοί αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια σε εισαγωγείς και βιομηχανικούς χρήστες. Πλήρης απάντηση στο ερωτηματολόγιο ελήφθη από έναν εισαγωγέα, την «Comercial de Tubos, S.A.», από την Ισπανία.

(112) Δεν ελήφθησαν απαντήσεις από την χρήστρια βιομηχανία. Κατά την έρευνα δεν αναγγέλθηκε κανένας προμηθευτής. Με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τα μέρη που συνεργάστηκαν, συνήχθησαν τα ακόλουθα συμπεράσματα.

(113) Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, στην προηγούμενη έρευνα, είχε θεωρηθεί ότι η θέσπιση μέτρων δεν αντίκειτο στο συμφέρον της Κοινότητας. Επιπλέον, το γεγονός ότι η παρούσα έρευνα αποτελεί επανεξέταση, η οποία αναλύει μια κατάσταση στην οποία έχουν ήδη εφαρμοστεί μέτρα αντιντάμπινγκ, επιτρέπει την αξιολόγηση των ενδεχόμενων αθέμιτων αρνητικών επιπτώσεων που θα είχαν στα ενδιαφερόμενα μέρη, τα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ.

2. Συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(114) Υπενθυμίζεται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποτελείται από πέντε παραγωγούς που απασχολούν περίπου 2.470 άτομα για την παραγωγή και τις πωλήσεις σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση. Υπενθυμίζεται επίσης ότι οι οικονομικοί δείκτες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατέδειξαν επιδείνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων κατά την περίοδο της έρευνας. Παρά την αυξανόμενη κατανάλωση σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση στην Κοινότητα κατά τα έτη 2000 και 2001, η οποία ωστόσο παρουσίασε εκ νέου πτώση κατά την ΠΕ, δεν κατέστη δυνατή η αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(115) Πράγματι, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ανέκαμψε εν μέρει το διάστημα από το 2000 έως το 2001. Εντούτοις, λόγω της επικρατούσας οικονομικής κατάστασής του, είναι προφανές ότι θα ήταν προς το συμφέρον του η επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ.

3. Συμφέρον των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων

(116) Ο συνεργαζόμενος εισαγωγέας δεν ήταν σε γενικές γραμμές αντίθετος με τη διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ. Δεν ελήφθησαν τυχόν άλλες παρατηρήσεις από εισαγωγείς που εισήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν από την Κροατία και την Ουκρανία.

(117) Τα μέτρα αντιντάμπινγκ στοχεύουν στην αποκατάσταση θεμιτών όρων εμπορίου. Στόχος των εν λόγω μέτρων δεν είναι η απαγόρευση των εισαγωγών ούτε η παρεμπόδιση των δραστηριοτήτων των εισαγωγέων στην ΕΚ. Πράγματι, τα μέτρα που θα προταθούν πρέπει να καθοριστούν σε επίπεδο που επιτρέπει να συνεχιστούν οι εισαγωγές, όχι όμως σε τιμές ντάμπινγκ ή, αν πραγματοποιούνται οι εισαγωγές αυτές σε χαμηλότερες τιμές, να μην είναι ζημιογόνες.

(118) Δεδομένου ότι οι εισαγωγές σε θεμιτές τιμές θα γίνονται πάντα δεκτές στην κοινοτική αγορά, είναι πιθανό ότι οι παραδοσιακές δραστηριότητες των εισαγωγέων θα συνεχιστούν ακόμη και αν επιβληθούν μέτρα αντιντάμπινγκ κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

4. Συμφέρον των προμηθευτών

(119) Κατά την έρευνα δεν αναγγέλθηκε κανένας προμηθευτής. Συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για τους οποίους δεν θα έπρεπε να διατηρηθούν τα μέτρα, όσον αφορά τα συμφέροντα των προμηθευτών.

5. Συμφέρον των χρηστών

(120) Κατά την προηγούμενη έρευνα είχε συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι τυχόν επιπτώσεις των μέτρων αντιντάμπινγκ στις τιμές δεν θα ήταν σημαντικές όσον αφορά τους βιομηχανικούς χρήστες του επομένου σταδίου παραγωγής. Το συμπέρασμα αυτό βασιζόταν στο γεγονός ότι οι σωλήνες κάθε είδους χωρίς συγκόλληση αντιπροσώπευαν μικρό μόνο τμήμα του συνολικού κόστους των χρηστριών βιομηχανιών (συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανιών χημικών και πετροχημικών, των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, της αυτοκινητοβιομηχανίας και του κατασκευαστικού τομέα). Ελλείψει παρατηρήσεων που να αντικρούουν τα προηγούμενα πορίσματα και λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη συνεργασίας από την πλευρά των χρηστών στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, εκτιμάται ότι οποιαδήποτε επίπτωση στις τιμές από την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα ήταν αμελητέα όσον αφορά τους βιομηχανικούς χρήστες του επομένου σταδίου παραγωγής.

6. Θέματα ανταγωνισμού

(121) Θα πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι στην απόφαση 2003/382/ΕΚ της Επιτροπής, που δημοσιεύτηκε στις 6 Ιουνίου 2003[10], διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί αποτελούσαν, μέχρι το 1995, συμβαλλόμενα μέρη μιας ασυμβίβαστης με τον ανταγωνισμό συμφωνίας για ορισμένα μέρη του εν λόγω προϊόντος. Επίσης, ούτε η αρχική έρευνα που αφορούσε την περίοδο από 1ης Νοεμβρίου 1997 έως 31ης Οκτωβρίου 1998 (ενώ η υπό εξέταση περίοδος καλύπτει το διάστημα από τον Ιανουάριο του 1997 μέχρι το τέλος της ΠΕ), ούτε η παρούσα έρευνα επανεξέτασης επηρεάστηκαν από οποιεσδήποτε ασυμβίβαστες με τον ανταγωνισμό πρακτικές.

7. Συμπέρασμα για το συμφέρον της Κοινότητας

(122) Είναι σαφές ότι η διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ κατά των εισαγωγών σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, καταγωγής των ενδιαφερόμενων χωρών, θα ευνοήσει τα συμφέροντα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Οι τυχόν επιπτώσεις στις τιμές των σωλήνων χωρίς συγκόλληση θα είναι οριακές τόσο για τους εισαγωγείς/ εμπόρους όσο και για τις χρήστριες βιομηχανίες.

(123) Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για τη μη επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ κατά των εισαγωγών σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, καταγωγής των ενδιαφερόμενων χωρών.

Ζ. ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1. Επίπεδο εξουδετέρωσης της ζημίας

(124) Με βάση τα συμπεράσματα που έχουν συναχθεί σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ, τη ζημία και το συμφέρον της Κοινότητας, κρίνεται σκόπιμο να επιβληθούν μέτρα ώστε να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(125) Τα μέτρα πρέπει να επιβληθούν σε επίπεδο επαρκές ώστε να εξουδετερώνεται η ζημία που έχει προκληθεί από τις εισαγωγές αυτές, χωρίς να γίνεται υπέρβαση του διαπιστωθέντος περιθωρίου ντάμπινγκ. Κατά τον υπολογισμό του ποσού του δασμού που είναι απαραίτητο για την εξάλειψη των επιπτώσεων του ζημιογόνου ντάμπινγκ, θεωρήθηκε ότι τα μέτρα θα έπρεπε να επιτρέπουν στον κοινοτικό κλάδο να καλύψει το κόστος παραγωγής του και να πραγματοποιήσει συνολικό κέρδος πριν από τον φόρο, που θα μπορούσε εύλογα να επιτευχθεί από παρόμοιο κλάδο παραγωγής υπό κανονικούς όρους ανταγωνισμού, δηλαδή αν δεν είχαν πραγματοποιηθεί εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ, επί των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα. Το περιθώριο κέρδους πριν από τον φόρο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό αυτό ανέρχεται σε 5 % του κύκλου εργασιών. Το ποσοστό αυτό είναι το ίδιο με εκείνο που καθορίστηκε στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας, δεδομένου ότι δεν υπήρξαν ενδείξεις ούτε παρεμβάσεις που να συνηγορούν με την αναγκαιότητα να μεταβληθεί το ποσοστό περιθωρίου. Στη βάση αυτή, υπολογίστηκε μη ζημιογόνος τιμή του ομοειδούς προϊόντος για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Η μη ζημιογόνος τιμή καθορίστηκε με την προσθήκη του ανωτέρω περιθωρίου κέρδους 5 % στο κόστος παραγωγής.

(126) Στη συνέχεια καθορίστηκε η αναγκαία αύξηση της τιμής με βάση τη σύγκριση της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής, όπως καθορίστηκε για τον υπολογισμό της πώλησης σε τιμές χαμηλότερες των κοινοτικών, και της μέσης μη ζημιογόνου τιμής. Η διαφορά που προέκυψε από την εν λόγω σύγκριση εκφράστηκε στη συνέχεια ως ποσοστό της μέσης αξίας εισαγωγής cif.

2. Τροποποιηθέντα μέτρα

(127) Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, εκτιμάται ότι θα πρέπει να τροποποιηθούν οι ισχύοντες δασμοί αντιντάμπινγκ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Κροατίας και Ουκρανίας. Οι νέοι δασμοί αντιντάμπινγκ πρέπει να καθοριστούν σε επίπεδα που θα αντικατοπτρίζουν τα διαπιστωθέντα περιθώρια ζημίας, δεδομένου ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν για όλες τις εταιρείες στην Κροατία και την Ουκρανία ήταν υψηλότερα από τα υπολογισθέντα περιθώρια ζημίας. Δεδομένου ότι το επίπεδο συνεργασίας ήταν υψηλό (περισσότερο από το 80 % των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ουκρανία στην Κοινότητα), το υπόλοιπο περιθωρίου για την Ουκρανία θα πρέπει να καθοριστεί στο ίδιο επίπεδο με εκείνο που καθορίστηκε για τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς OJSC Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant (NTRP) και CJSC Nikopolsky seamless tubes plant ‘Nikotube’.

(128) Ο μεμονωμένος δασμός αντιντάμπινγκ των εταιρειών που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκε με βάση τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας. Επομένως, οι δασμοί αυτοί αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης έρευνας όσον αφορά τις εν λόγω εταιρείες. Οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές (σε αντίθεση με τον δασμό σε επίπεδο χώρας, που εφαρμόζεται σε "όλες τις άλλες εταιρείες") εφαρμόζονται επομένως αποκλειστικά στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής των εν λόγω χωρών, που παράγονται από τις εταιρείες, και συνεπώς από τα αναφερόμενα συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα. Εισαγόμενα προϊόντα που παράγονται από κάθε άλλη εταιρεία, η οποία δεν αναφέρεται ρητώς στο διατακτικό μέρος του παρόντος κανονισμού με την επωνυμία και τη διεύθυνσή της, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που συνδέονται με εκείνες που αναφέρονται ρητώς, δεν μπορούν να επωφεληθούν από αυτούς τους συντελεστές και υπόκεινται στο δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για "όλες τις άλλες εταιρείες".

(129) Κάθε αίτηση για την εφαρμογή των ως άνω μεμονωμένων εταιρικών συντελεστών δασμού αντιντάμπινγκ (π.χ. λόγω αλλαγής επωνυμίας της οντότητας ή μετά τη συγκρότηση νέων οντοτήτων παραγωγής ή πωλήσεων) υποβάλλεται αμέσως στην Επιτροπή[11] μαζί με όλα τα σχετικά στοιχεία, ιδίως δε κάθε αλλαγή των δραστηριοτήτων της εταιρείας που αφορούν την παραγωγή, τις εγχώριες και τις εξαγωγικές πωλήσεις, όπως για παράδειγμα αλλαγή της επωνυμίας ή συγκρότηση νέων οντοτήτων παραγωγής και πώλησης. Ενδεχομένως, ο κανονισμός τροποποιείται με την ενημέρωση του καταλόγου των εταιρειών που τυγχάνουν ατομικών δασμών.

(130) Οι προτεινόμενοι δασμοί αντιντάμπινγκ είναι οι εξής:

Χώρα | Εταιρεία | Περιθώριο εξουδετέρωσης της ζημίας | Περιθώριo ντάμπινγκ | Προτεινόμενος δασμός αντιντάμπινγκ |

Κροατία | Όλες οι εταιρείες | 38,8 % | 38,9 % | 38,8 % |

ΟΥΚΡΑΝΙΑ | Dnipropetrovsk Tube Works (DTW), Dnipropetrovsk | 51,9 % | 91,0 % | 51,9 % |

OJSC Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant (NTRP), Dnipropetrovsk και CJSC Nikopolsky seamless tubes plant ‘Nikotube’, Nikopol | 64,1 % | 97,3 % | 64,1 % |

Όλες οι άλλες εταιρείες | 64,1 % | 97,3 % | 64,1 % |

(131) Τα προτεινόμενα μέτρα θα εφαρμοστούν για μια νέα περίοδο πέντε ετών. Επομένως, η ισχύς των μέτρων δεν θα λήξει στις 18 Φεβρουαρίου 2005 όπως αναφέρθηκε στην ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη των μέτρων, η οποία δημοσιεύτηκε στις 27 Αυγούστου 2004[12].

3. Εξέλιξη της κατάστασης μετά την περίοδο έρευνας όσον αφορά τον Κροάτη εξαγωγέα

(132) Μετά την κοινοποίηση των ουσιαστικών γεγονότων και των παρατηρήσεων βάσει των οποίων είχε εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το επίπεδο των μέτρων αντιντάμπινγκ θα έπρεπε να τροποποιηθεί, η κυβέρνηση της Κροατίας πληροφόρησε την Επιτροπή ότι ο μοναδικός παραγωγός στην Κροατία, η εταιρεία Mechel Željezara Ltd., έχει τεθεί υπό εκκαθάριση και έπαυσε τις παραγωγικές της δραστηριότητες το φθινόπωρο του 2004. Στη θέση της δημιουργήθηκε μια νέα νομική οντότητα με την ονομασία Valjaonice Cijevi Sisak d.o.o (εφεξής “Valjaonice”) από το Κροατικό Ίδρυμα Κρατικοποιήσεων (CPF), που είναι κυβερνητικό όργανο επιφορτισμένο με τη διαδικασία κρατικοποιήσεων στην Κροατία. Η νεοσυσταθείσα εταιρεία εμφανίζεται να μην έχει ξεκινήσει ακόμα να παράγει και βρίσκεται στη διαδικασία της απόκτησης των πάγιων στοιχείων ενεργητικού από την Mechel Željezara Ltd.

(133) Εντούτοις, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν συνάγεται ότι η παραγωγική ικανότητα της Valjaonice θα παραμείνει αμετάβλητη σε σύγκριση με εκείνη της Mechel Željezara Ltd., καθώς και ότι υπάρχει σαφής πρόθεση της Valjaonice να εξακολουθήσει να παράγει το υπό εξέταση προϊόν. Βάσει των προαναφερθέντων, η παύση της παραγωγής δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως μόνιμη και αναμφισβήτητη και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζει τα πορίσματα της έρευνας.

(134) Εντούτοις, εφόσον η κατάσταση της εταιρείας υποστεί κάποια μεταβολή που θα δικαιολογούσε την επανεξέταση των μέτρων, θα κινηθεί η εν λόγω διαδικασία επανεξέτασης.

4. Αναλήψεις υποχρεώσεων

(135) Με την απόφαση 2000/137/EC[13] της 17ης Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή έκανε αποδεκτή μια ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, μεταξύ άλλων και από τον μοναδικό Κροάτη παραγωγό-εξαγωγέα. Η εν λόγω ανάληψη υποχρεώσεων από την Mechel Željezara Ltd. αποτέλεσε επίσης το αντικείμενο επανεξέτασης.

(136) Με την ανάληψη υποχρεώσεων, η Mechel Željezara Ltd πρότεινε να πωλεί στους ανεξάρτητους πελάτες της, σε αναθεωρημένες τιμές, μέχρι μια ορισμένη ποσότητα του υπό εξέταση προϊόντος που προορίζεται για εξαγωγή στην Κοινότητα. Επιπλέον, η Mechel Željezara Ltd. ανέλαβε την υποχρέωση να μεριμνά ώστε οι τιμές της ανά ομάδα προϊόντων να συμφωνούν με την ισχύουσα στην Κοινότητα διάρθρωση των τιμών.

(137) Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, ο στόχος των αναλήψεων υποχρεώσεων είναι η εξουδετέρωση των ζημιογόνων επιπτώσεων των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ και ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με την αύξηση των τιμών του εξαγωγέα ή με την παύση των εξαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ. Η έρευνα κατέδειξε ότι το είδος της ανάληψης υποχρεώσεων που έγινε αρχικά δεκτή στην παρούσα υπόθεση δεν κατόρθωσε να αυξήσει τις τιμές σε μη ζημιογόνα επίπεδα και, κατά τον τρόπο αυτόν, να αποκαταστήσει το θεμιτό εμπόριο στην αγορά της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, στην παρούσα υπόθεση, η ανάληψη υποχρεώσεων που έγινε δεκτή από την Mechel Željezara Ltd δεν θεωρείται κατάλληλη και αποτελεσματική για να εξουδετερώσει τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ. Όπως προαναφέρθηκε, η Mechel Željezara Ltd τέθηκε πρόσφατα υπό εκκαθάριση. Επομένως, η ανάληψη υποχρεώσεων θεωρείται ότι δεν ισχύει πλέον.

(138) Μετά την κοινοποίηση των ουσιαστικών γεγονότων και των παρατηρήσεων βάσει των οποίων είχε συναχθεί το συμπέρασμα ότι το επίπεδο του υφιστάμενου περιθωρίου αντιντάμπινγκ θα έπρεπε να τροποποιηθεί, οι ουκρανικές εταιρείες OJSC Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant (NTRP), CJSC Nikopolsky seamless tubes plant ‘Nikotube’, καθώς και η συνδεδεμένη με αυτές εμπορική επιχείρηση / εταιρεία χαρτοφυλακίου ‘Interpipe’ πρότειναν κοινή ανάληψη υποχρέωσης σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

(139) Οι εν λόγω ουκρανικές εταιρίες παράγουν διάφορα είδη προϊόντων χάλυβα τα οποία μπορούν να πωλούνται μαζί με το υπό εξέταση προϊόν. Τούτο συνεπάγεται δυνητικό κίνδυνο αντιστάθμισης, ήτοι ότι οι τιμές ανάληψης υποχρέωσης θα τηρούνται επίσημα, αλλά ότι οι τιμές για άλλα προϊόντα, εκτός από το υπό εξέταση προϊόν θα μειώνονται όταν πωλούνται μαζί με το υπό εξέταση προϊόν. Επιπλέον, δεδομένης της αστάθειας των τιμών, οι ελάχιστες τιμές των εξαγωγών, τις οποίες η εταιρία ήταν πρόθυμη να προτείνει, ανέρχονταν σε επίπεδα που δεν εξουδετέρωναν τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή η εν λόγω προσφορά.

(140) Επιπροσθέτως, η ουκρανική εταιρεία Dnipropetrovsk Tube Works (DTW), Dnipropetrovsk δήλωσε ότι προτείνει ανάληψη υποχρέωσης δίχως να καθορίζει ούτε τον χαρακτήρα ούτε την ελάχιστη τιμή που πρέπει να τηρηθεί. Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή η εν λόγω προσφορά.

Η. ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

(141) Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθεί τροποποίηση του ισχύοντος κανονισμού. Είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους και να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση. Υποβλήθηκαν παρατηρήσεις οι οποίες ελήφθησαν υπόψη, όπου αυτό θεωρήθηκε σκόπιμο.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ :

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 348/2000 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1515/2002, τροποποιείται ως εξής:

1. Ο πίνακας στο άρθρο 1 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

Χώρα | Εταιρεία | Δασμολογικός συντελεστής (%) | Πρόσθετος κωδικός TARIC |

Κροατία | Όλες οι εταιρείες | 38,8 | - |

Ουκρανία | Dnipropetrovsk Tube Works (DTW), Dnipropetrovsk | 51,9 | A614 |

OJSC Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant (NTRP), Dnipropetrovsk και CJSC Nikopolsky seamless tubes plant ‘Nikotube’, Nikopol | 64,1 | A615 |

Όλες οι άλλες εταιρείες | 64,1 | A999 |

2. Το άρθρο 2 διαγράφεται.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

[1] ΕΕ L 56, της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ L 77, της 13.3.2004, σ.12).

[2] ΕΕ L 45, της 17.2.2000, σ. 1.

[3] ΕΕ L 228, της 24.8.2002, σ.8

[4] ΕΕ L 46, της 18.2.2000, σ. 34, όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση της Επιτροπής 2002/ 669/ ΕΚ, της 5ης Αυγούστου 2002 (ΕΕ L 228, της 24.8.2002, σ.20).

[5] ΕΕ C 288, της 23.11.2002, σ. 11.

[6] ΕΕ C 288, της 23.11.2002, σ. 2.

[7] ΕΕ L 246, της 20.7.2004, σ. 10.

[8] Ανακοίνωση 246/02 (ΕΕ C 246, της 12.10.2002, σ. 2) και Ανακοίνωση 68/06 (ΕΕ C 68, της 18.3.2004, σ. 8.)

[9] Απόφαση 2000/137/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 46 της 18.2.2000, σ. 34).

[10] ΕΕ L 140, της 6.6.2003, σ. 1.

[11] Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Γενική Διεύθυνση Εμπορίου

Διεύθυνση B

Γραφείο J-79 5/16

B-1049 Βρυξέλλες

[12] ΕΕ C 215, της 27.8.2004, σ. 2.

[13] ΕΕ L 46, της 18.2.2000, σ. 34.