52004SC0319

Γνωμοδότηση της Επιτροπής σχετικά με την αίτηση τροποποίησης των άρθρων 16 και 17 του Οργανισμού του Δικαστηρίου σχετικά με τη σύνθεση του τμήματος μείζονος σύνθεσης και την απαρτία της ολομέλειας του Δικαστηρίου, που υποβλήθηκε από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 245, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 160, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚΑΕ /* SEC/2004/0319 Τελικό */


ΓΝΩΜΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σχετικά με την αίτηση τροποποίησης των άρθρων 16 και 17 του Οργανισμού του Δικαστηρίου σχετικά με τη σύνθεση του τμήματος μείζονος σύνθεσης και την απαρτία της ολομέλειας του Δικαστηρίου, που υποβλήθηκε από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 245, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 160, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚΑΕ

ΓΝΩΜΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

σχετικά με την αίτηση τροποποίησης των άρθρων 16 και 17 του Οργανισμού του Δικαστηρίου σχετικά με τη σύνθεση του τμήματος μείζονος σύνθεσης και την απαρτία της ολομέλειας του Δικαστηρίου, που υποβλήθηκε από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 245, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 160, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚΑΕ

Το Δικαστήριο προτείνει

- την τροποποίηση του άρθρου 16 του Οργανισμού προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των δικαστών που απαρτίζουν το τμήμα μείζονος σύνθεσης από έντεκα σε δεκατρείς δικαστές.

- την τροποποίηση του άρθρου 17 του Οργανισμού προκειμένου να αυξηθεί η απαρτία της ολομέλειας του Δικαστηρίου από έντεκα σε δεκαπέντε δικαστές [1].

[1] Η απαρτία του τμήματος μείζονος σύνθεσης παραμένει αμετάβλητη (εννέα δικαστές).

I. Επί της τροποποίησης του άρθρου 16 του Οργανισμού :

1. Οι διατάξεις του άρθρου 16 του Οργανισμού απορρέουν από τη συνθήκη της Νίκαιας, η οποία είχε ακριβώς ως στόχο την προσαρμογή της σύνθεσης και της λειτουργίας των οργάνων ενόψει της διεύρυνσης [2]. Το άρθρο 16 του Οργανισμού εντάσσεται στις διατάξεις που θεσπίστηκαν για το σκοπό αυτό και για τις οποίες, ως εκ τούτου, δεν απαιτήθηκε καμία εκ νέου προσαρμογή κατά τις διαπραγματεύσεις των προσφάτων συνθηκών προσχώρησης.

[2] Όπως σημειώνεται ιδίως στη δήλωση αριθ. 20 που εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της Νίκαιας, η διακυβερνητική διάσκεψη εργάστηκε με βάση τη διεύρυνση της Ένωσης σε 27 μέλη.

2. Όπως τόνισε το Δικαστήριο στο έγγραφο προβληματισμού του ενόψει της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 2000 (σ. 31) [3], το τμήμα μείζονος σύνθεσης, που αποτελεί σήμερα την ολομέλεια εκδίκασης του Δικαστηρίου, δημιουργήθηκε προκειμένου να αποφευχθεί η περίπτωση κατά την οποία «η σημαντική αύξηση του αριθμού των δικαστών (θα είχε ως συνέπεια) να υπερβεί η ολομέλεια του Δικαστηρίου το αδιόρατο όριο που διαχωρίζει ένα πολυμελές δικαιοδοτικό όργανο από μια βουλευόμενη συνέλευση». Πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο εξέφραζε με αυτό τον τρόπο την ανησυχία του, την οποία είχε διατυπώσει σχετικά με το θέμα για πρώτη φορά το 1995 [4] στην έκθεσή του, καθώς είχε ήδη αποδειχθεί ότι η τότε διεύρυνση της ολομέλειας εκδίκασης σε 15 δικαστές δεν πληρούσε πλέον τις απαιτήσεις αποτελεσματικών διασκέψεων.

[3] Συμβολή του Δικαστηρίου σχετικά με το μέλλον του δικαιοδοτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Υπουργών Δικαιοσύνης τον Μάιο του 1999.

[4] Έκθεση του Δικαστηρίου του Μαΐου 1995, η οποία αναφέρεται στην υποσημείωση αριθ. 5 του ανωτέρω εγγράφου προβληματισμού του Δικαστηρίου του Μαΐου 1999.

3. Σε αντίθεση με τα άλλα όργανα, η ολομέλεια του κοινοτικού δικαιοδοτικού οργάνου, η οποία έχει ως πρώτιστο καθήκον να «αποφαίνεται επί του δικαίου» για όλη την Ένωση περιλαμβάνει πράγματι ένα κρίσιμο όριο, η υπέρβαση του οποίου δυσχεραίνει τη διατήρηση της πειθαρχίας και της συνοχής - στοιχείων απαραίτητων για τη νομολογία - στην αιτιολόγηση των αποφάσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και οι απόψεις της ομάδας DUE [5], σύμφωνα με τις οποίες «η διατήρηση της δέουσας ποιότητας της νομολογίας εξαρτάται στην πράξη από την ύπαρξη αυστηρού ανώτατου ορίου του αριθμού των μελών της ολομέλειας.»

[5] Ομάδα προβληματισμού για το μέλλον του δικαιοδοτικού συστήματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που συστάθηκε από την Επιτροπή ενόψει της ΔΔ του 2000 και η οποία προεδρευόταν από τον παλαιό Πρόεδρο του Δικαστηρίου O. DUE. Αυτή η ομάδα περιελάμβανε επίσης τον παλαιό πρόεδρο του Πρωτοδικείου και παλαιούς δικαστές και εισαγγελείς του Δικαστηρίου. Οι όροι της έκθεσης DUE επαναλήφθηκαν κατ' ουσία στη συμπληρωματική εισήγηση της Επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2000 στη ΔΔ.

4. Ο αριθμός των δικαστών του τμήματος μείζονος σύνθεσης, όπως καθορίστηκε από τη συνθήκη της Νίκαιας, θεσπίστηκε επομένως ανάλογα με ένα όριο αποτελεσματικότητας του δικαιοδοτικού οργάνου, που έγινε κοινά αποδεκτό, και όχι με το συνολικό αριθμό των δικαστών του παρόντος Δικαστηρίου ή του διευρυμένου Δικαστηρίου των 25 ή 27 μελών. Επίσης, η σύνθεση του τμήματος μείζονος σύνθεσης καθορίστηκε με τρόπο που να διασφαλίζει την τακτική συμμετοχή όλων των δικαστών του Δικαστηρίου [6], σύμφωνα με το σύστημα εναλλαγής που θεσπίστηκε από τότε δυνάμει του άρθρου 11β του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου.

[6] Δυνάμει του άρθρου 16 του Οργανισμού, το τμήμα μείζονος σύνθεσης προεδρεύεται από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου και περιλαμβάνει υποχρεωτικά τους προέδρους των πενταμελών τμημάτων. Οι άλλοι δικαστές του τμήματος μείζονος σύνθεσης ορίζονται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό διαδικασίας.

5. Όπως συνάγεται από τα προαναφερθέντα, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, είναι προτιμότερη η διατήρηση της ισορροπίας που απορρέει από το άρθρο 16 του Οργανισμού. Ωστόσο, εάν αποφασιστεί η αύξηση του αριθμού των δικαστών του τμήματος μείζονος σύνθεσης, η Επιτροπή τονίζει ότι η αύξηση αυτή δεν πρέπει να συνδεθεί με τον αριθμό των δικαστών που απαρτίζουν το Δικαστήριο.

II. Επί της τροποποίησης του άρθρου 17 του Οργανισμού, που προτείνεται από το Δικαστήριο.

1. Κατά την υπογραφή της συνθήκης της Νίκαιας, ο ακριβής αριθμός και η σειρά των προσχωρήσεων δεν είχαν ακόμα αποφασισθεί επίσημα [7], γι' αυτό η εν λόγω συνθήκη περιορίστηκε στην προσαρμογή της απαρτίας της ολομέλειας στον αριθμό των δικαστών που απαρτίζουν το τμήμα μείζονος σύνθεσης.

[7] Η προσχώρηση δέκα κρατών από τα δώδεκα προσχωρούντα κράτη αποφασίστηκε στη Σύνοδο της Κοπεγχάγης του 2002.

2. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πρόταση αύξησης της απαρτίας της ολομέλειας του Δικαστηρίου από έντεκα σε δεκαπέντε δικαστές είναι ενδεδειγμένη. Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά με αυτό το θέμα ότι κατά τη διεύρυνση της Κοινότητας σε εννέα κράτη μέλη, η απαρτία της ολομέλειας είχε καθοριστεί σε επτά δικαστές και ότι αυτή η απαρτία παρέμεινε αμετάβλητη κατά τη διάρκεια των επόμενων διευρύνσεων που αύξησαν τον αριθμό των δικαστών του Δικαστηρίου σε έντεκα και κατόπιν σε δεκατρείς δικαστές.

3. Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι αυτή η απαρτία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσει στοιχείο αναφοράς για τη μελλοντική διεύρυνση του τμήματος μείζονος σύνθεσης, διότι διαφορετικά θα τεθούν υπό αμφισβήτηση όλες οι σχετικές με το θέμα εργασίες και συζητήσεις που διενεργήθηκαν εκ μέρους του Δικαστηρίου, της Επιτροπής και των κρατών μελών, από την έκθεση του Δικαστηρίου του 1995 και εξής, και θα διακυβευτεί η επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί η σαφήνεια και η συνοχή της νομολογίας, που αποτελούν απαραίτητα στοιχεία σε μια Κοινότητα δικαίου, η οποία θα διευρυνθεί σε είκοσι πέντε ή σε είκοσι επτά κράτη μέλη.