Πρόταση Οδηγιας του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/91/EOK του Συμβουλίου όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της SEC(2004) 1342 /* COM/2004/0730 τελικό - COD 2004/0256 */
Βρυξέλλες, 29.10.2004 COM(2004) 730 τελικό 2004/0256 (COD) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 77/91/EOK του Συμβουλίου όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της SEC(2004) 1342 (υποβληθείσα από την Επιτροπή) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. Το πλαίσιο της πρότασης 1.1. Αιτιολογία και αντικείμενο της πρότασης Η δεύτερη οδηγία για το εταιρικό δίκαιο[1] εκδόθηκε το 1976 με σκοπό το συντονισμό, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και τρίτων, των εθνικών διατάξεων που ισχύουν για τις ανώνυμες εταιρίες στους ακόλουθους ιδίως τομείς: τη σύσταση της εταιρίας, τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, τις διανομές στους μετόχους, την αύξηση του κεφαλαίου και τη μείωση του κεφαλαίου. Ο γενικός στόχος της οδηγίας είναι να προσδιοριστούν οι όροι που πρέπει να πληρούνται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση του κεφαλαίου της εταιρίας προς το συμφέρον των πιστωτών. Επιπλέον, αποσκοπεί στην προστασία των μειοψηφούντων μετόχων και κατοχυρώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων που έχουν την ίδια θέση. Η παρούσα πρόταση τροποποίησης της οδηγίας σκοπό έχει να διευκολύνει τα μέτρα σχετικά με το κεφάλαιο που λαμβάνονται από τις ανώνυμες εταιρίες. Έτσι, τα κράτη μέλη θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να καταργήσουν σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένες απαιτήσεις πληροφόρησης, έτσι ώστε να διευκολύνονται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, συγκεκριμένες μεταβολές όσον αφορά την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Επίσης, πράγμα εξίσου σημαντικό, θα έχουν τη δυνατότητα να θεσπίσουν μια κατά βάση εναρμονισμένη νομοθετική διαδικασία για τους πιστωτές σε ορισμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο μείωσης του κεφαλαίου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι εταιρίες θα είναι σε θέση, όσον αφορά το μέγεθος, τη διάρθρωση και την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, να αντιδρούν ταχύτερα, με χαμηλότερο κόστος και με μεγαλύτερη ευελιξία στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στις αγορές που τις επηρεάζουν. Ο προτεινόμενος εκσυγχρονισμός της δεύτερης οδηγίας αναμένεται ότι θα συμβάλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων χωρίς να μειώνεται η προστασία που παρέχεται στους μετόχους και τους πιστωτές, όπως προβλέπεται στην "Ανακοίνωση[2] της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Εκσυγχρονισμός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Ένα πρόγραμμα για την επίτευξη προόδου". 1.2. ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας απλούστευσης της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά (SLIM) που θεσπίστηκε από την Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1998, η ομάδα εργασίας εταιρικού δικαίου εξέδωσε τον Σεπτέμβριο του 1999 έκθεση για την απλούστευση της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας εταιρικού δικαίου[3]. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει συστάσεις για τους τομείς στους οποίους θα μπορούσαν να γίνουν απλοποιήσεις. Οι κυριότερες συστάσεις σχετικά με τη δεύτερη οδηγία υπογραμμίζουν ιδίως την ανάγκη να καταργηθούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι υποχρεώσεις πληροφόρησης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (έκδοση μετοχών έναντι εισφορών σε είδος, αποκλεισμός των δικαιωμάτων προτίμησης), να διευκολυνθεί η απόκτηση από μια εταιρία δικών της μετοχών, να διευκολυνθεί η χρηματοδοτική συνδρομή εκ μέρους μιας εταιρίας για την αγορά μετοχών της από τρίτο και να οργανωθούν με πιο ορθολογικό τρόπο τα δικαιώματα που συνδέονται με τη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας. Στην έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο[4], η Επιτροπή δήλωσε ότι συμφωνούσε με τους γενικούς στόχους των κυριότερων συστάσεων όσον αφορά τη δεύτερη οδηγία και ότι θα μελετούσε ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για την κατάλληλη τροποποίηση της δεύτερης οδηγίας. Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε στην "Έκθεση για ένα σύγχρονο ρυθμιστικό πλαίσιο για το εταιρικό δίκαιο στην Ευρώπη" (που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2002 από την "ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για το εταιρικό δίκαιο"), οι περισσότερες από τις προτάσεις της ομάδας SLIM θα ήταν σκόπιμο να εφαρμοστούν. Επιπλέον, η ομάδα υψηλού επιπέδου διατύπωσε ορισμένες συμπληρωματικές υποδείξεις για τον εκσυγχρονισμό της δεύτερης οδηγίας. Συνεπώς, η Επιτροπή έθεσε ως προτεραιότητα για το άμεσο μέλλον την επεξεργασία πρότασης οδηγίας για την τροποποίηση της δεύτερης οδηγίας σύμφωνα με τις κατευθύνσεις αυτές, βάσει του παραρτήματος 1 της ανωτέρω ανακοίνωσης, που προβλέπει την απλοποίηση της δεύτερης οδηγίας με βάση τις συστάσεις της ομάδας SLIM όπως συμπληρώθηκαν από την προαναφερθείσα έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου ("SLIM-Plus"). 1.3. ΟΙ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ Όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με το κεφάλαιο των ανωνύμων εταιριών, που επιχειρούνται να απλοποιηθούν με την παρούσα πρόταση, οι βασικές απαιτήσεις που προβλέπονται στη δεύτερη οδηγία έχουν ως εξής: - Οι μετοχές δεν μπορούν να εκδίδονται σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής αξία τους, ή, σε περίπτωση ελλείψεως ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας τους. Η απαγόρευση αυτή ισχύει σε όλες τις εκδόσεις μετοχών χωρίς εξαίρεση, και όχι μόνο στην αρχική έκδοση μετοχών κατά τη σύσταση της εταιρίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν μεταγενέστερες εκδόσεις μετοχών σε ονομαστική ή λογιστική αξία χαμηλότερη από εκείνη προηγούμενης έκδοσης, εφόσον η τιμή στην οποία εκδίδονται οι νέες μετοχές πληροί την προαναφερθείσα προϋπόθεση. - Η έκδοση μετοχών έναντι εισφορών σε είδος υπόκειται στην υποχρέωση αποτίμησης από έναν ή περισσότερους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. - Ο εξορθολογισμός των δικαιωμάτων που συνδέονται με τη συμμετοχή στο κεφάλαιο της εταιρίας, αν υποτεθεί ότι υπάρχει μια τέτοια δυνατότητα, υπόκειται καταρχήν σε προηγούμενη έγκριση που παρέχεται από το καταστατικό, τη συστατική πράξη ή/και τη γενική συνέλευση. - Η απόκτηση εκ μέρους της εταιρίας των δικών της μετοχών υπόκειται καταρχήν σε έγκριση από τη γενική συνέλευση που παρέχεται μόνο για μια ορισμένη χρονική περίοδο και μόνο για ορισμένο τμήμα του κεφαλαίου της εταιρίας. - Η χρηματοδοτική συνδρομή που χορηγείται από την εταιρία για την απόκτηση των μετοχών της από τρίτους είναι δυνατή μόνο σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις και μέχρι ενός ορισμένου ορίου. - Ο αποκλεισμός των δικαιωμάτων προτίμησης σε αυξήσεις κεφαλαίου με εισφορές σε μετρητά υπόκειται στην έγκριση της γενικής συνέλευσης και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο γραπτής έκθεσης από το διοικητικό όργανο ή τη διεύθυνση. - Σ περιπτώσεις μείωσης του κεφαλαίου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να προσδιορίσουν τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος του πιστωτή να λάβει κατάλληλες εγγυήσεις. 1.4. Ομοιότητες ή διαφορές σε σχέση με υφιστάμενες διατάξεις ή πράξεις Λαμβάνοντας υπόψη τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ αφενός των άρθρων 39α και 39β της παρούσας πρότασης και αφετέρου των διατάξεων της οδηγίας 2004/25/ΕΚ σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς που αφορούν τα δικαιώματα υποχρεωτικής εκχώρησης και υποχρεωτικής εξαγοράς μετοχών των μετόχων πλειοψηφίας και μειοψηφίας, αντίστοιχα, η παρούσα πρόταση προβλέπει σαφώς ότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις υπερισχύουν των πρώτων στο πλαίσιο προσφορών εξαγοράς εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2004/25/ΕΚ. 1.5. Συνεκτικότητα με άλλες πολιτικές Στην ανακοίνωσή της στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τίτλο "Εκσυγχρονισμός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Ένα πρόγραμμα για την επίτευξη προόδου" που εκδόθηκε τον Μάιο του 2003[5], η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι μια απλοποίηση της δεύτερης οδηγίας με βάση τις προτάσεις και τις συστάσεις που προαναφέρθηκαν στο σημείο 1.2 θα συνέβαλλε αισθητά στην προώθηση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων χωρίς να μειώνεται η προστασία των μετόχων και των πιστωτών. Στην προαναφερθείσα ανακοίνωση επισημαίνεται ότι μια κατάλληλη πρόταση για την τροποποίηση της δεύτερης οδηγίας εταιρικού δικαίου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέτρα εκσυγχρονισμού του εταιρικού δικαίου που πρέπει να θεσπιστεί σε βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Επιπλέον, με την επιχειρούμενη απλούστευση και μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων για τις εταιρίες, η παρούσα πρόταση συμβάλλει στην εφαρμογή του πλαισίου δράσης της Επιτροπής του Φεβρουαρίου 2003 σχετικά με την "Ενημέρωση και απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου"[6]. Η πρωτοβουλία αυτή εντάσσεται στο φάσμα των ενεργειών της Επιτροπής στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας "Απλούστευση και βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος" του Ιουνίου 2002[7], που αποβλέπει μεταξύ άλλων στη βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις έτσι ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά τους, σύμφωνα με τους στόχους της στρατηγικής της Λισσαβόνας. 2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ 2.1. Συγκέντρωση και αξιοποίηση γνωμών εμπειρογνωμόνων Οι βασικές διατάξεις που προβλέπονται στην πρόταση εμπνέονται από τις συστάσεις που διατύπωσε η ομάδα εργασίας για το εταιρικό δίκαιο το Σεπτέμβριο του 1999, στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας απλούστευσης της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά (SLIM) που εγκαινιάστηκε από την Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1998. Η ομάδα αυτή, που πραγματοποίησε τρεις συσκέψεις μέσα στο 1999, απαρτιζόταν από δημοσίους υπαλλήλους, νομικούς του κλάδου του εταιρικού δικαίου και πανεπιστημιακούς από τα κράτη μέλη. Οι συστάσεις της ομάδας SLIM σχετικά με τη δεύτερη οδηγία και οι πρακτικές επιπτώσεις τους συζητήθηκαν στη συνέχεια με εμπειρογνώμονες του εταιρικού δικαίου των κρατών μελών σε συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 2000 και τον Μάρτιο του 2001. Από τις συζητήσεις αυτές προέκυψε ότι υπήρχε συμφωνία όσον αφορά τις κυριότερες συστάσεις σχετικά με τη δεύτερη οδηγία, ενώ έπρεπε να εξεταστούν αναλυτικότερα ορισμένα τεχνικά θέματα. Με την ευκαιρία της σύστασης της "ομάδας υψηλού επιπέδου εμπειρογνωμόνων εταιρικού δικαίου" από την Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2001, θεωρήθηκε σκόπιμο να ανατεθεί στην ομάδα αυτή το έργο της αναλυτικότερης εξέτασης μιας ενδεχόμενης απλούστευσης των κανόνων εταιρικού δικαίου με βάση την έκθεση SLIM για τη δεύτερη οδηγία. 2.2. Διαβουλεύσεις Μετά από μια εκτεταμένη δημόσια διαβούλευση μεταξύ άλλων σχετικά με τις πιθανές προσεγγίσεις για τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού συστήματος στον τομέα του κεφαλαίου (που ξεκίνησε κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2002), η ομάδα υψηλού επιπέδου επιβεβαίωσε στην έκθεση που συνέταξε με τίτλο «ένα σύγχρονο ρυθμιστικό πλαίσιο για το εταιρικό δίκαιο στην Ευρώπη» (που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2002), ότι οι περισσότερες προτάσεις της ομάδας SLIM, όπως τροποποιήθηκαν σε κάποιο βαθμό από την ομάδα υψηλού επιπέδου, θα ήταν πράγματι σκόπιμο να τεθούν σε εφαρμογή. Η προσέγγιση της Επιτροπής για την απλούστευση της δεύτερης οδηγίας, με βάση τα πορίσματα των ανωτέρω ομάδων εμπειρογνωμόνων και της διαβούλευσης που πραγματοποιήθηκε, και όπως παρουσιάστηκε στη συνέχεια στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής, εγκρίθηκε και πάλι από την συντριπτική πλειοψηφία των φορέων που απάντησαν στη δημόσια διαβούλευση που ακολούθησε την ανακοίνωση αυτή. 2.3. Αξιολόγηση επιπτώσεων (βλέπε επίσης παράρτημα 1) Η δεύτερη οδηγία ισχύει για όλες τις ανώνυμες εταιρίες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δύο από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις αφορούν μόνο τις εισηγμένες εταιρίες (άρθρο 39α και 39β, άρθρο 29 παράγραφος 5 στοιχείο α). Επί του παρόντος δεν γίνεται διάκριση όσον αφορά τους τομείς των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, τα μεγέθη των επιχειρήσεων ή τις γεωγραφικές ζώνες της Κοινότητας. Όσον αφορά ορισμένες από τις τροποποιηθείσες ή τις νέες διατάξεις, όπως τα άρθρα 39α και 39β, καθώς και το άρθρο 32 παράγραφος 1, η πρόταση προβλέπει διατάξεις που τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να ενσωματώσουν στην εθνική τους νομοθεσία. Επίσης, επέρχονται τροποποιήσεις σε ορισμένες διατάξεις που παρείχαν στα κράτη μέλη τη επιλογή της ενσωμάτωσής τους στην εθνική νομοθεσία, όπως το άρθρο 19 παράγραφος 1 και το άρθρο 29 παράγραφος 5 στοιχείο α), ή εισάγονται εξαρχής οι επιλογές αυτές, όπως στα άρθρα 10α και 10β και στο άρθρο 23 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 23α και 23β. Εκτός από τα γενικά μέτρα εφαρμογής, τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε ορισμένες περιπτώσεις, να λάβουν ειδικά μέτρα εφαρμογής, ιδίως όσον αφορά ορισμένες διαδικασίες διασφάλισης, βάση των τροποποιούμενων διατάξεων της οδηγίας. Οι ανώνυμες εταιρίες θα μπορούν έτσι να κάνουν χρήση των απλουστεύσεων που προβλέπονται στην παρούσα πρόταση, ενώ θα είναι υποχρεωμένες, στις περιπτώσεις που απαιτείται, να συμμορφωθούν με τις διασφαλίσεις που θεσπίζονται υπέρ των μετόχων και τρίτων. Χάρη στις απλουστεύσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν το κεφάλαιο, οι εταιρίες θα είναι σε θέση να αντιδρούν ταχύτερα, με χαμηλότερο κόστος και με μεγαλύτερη ευελιξία στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε αγορές που τις αφορούν. Συνεπώς, ο προτεινόμενος εκσυγχρονισμός της δεύτερης οδηγίας αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων χωρίς να μειώνεται η προστασία που παρέχεται στους μετόχους και τους πιστωτές, όπως προβλέπεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[8] "Εκσυγχρονισμός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Ένα πρόγραμμα για την επίτευξη προόδου". 3. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 3.1. Νομική βάση Η νομική βάση της προτεινόμενης οδηγίας είναι το άρθρο 44 παράγραφος 1 της συνθήκης. 3.2. Αρχή της αναλογικότητας και της επικουρικότητας Οι προτεινόμενες απλουστεύσεις για τις ανώνυμες εταιρίες απαιτούν κοινοτικές ενέργειες δεδομένου ότι αφορούν μια σειρά διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας οι οποίες μέχρι τώρα αποκλείουν ή περιορίζουν τη χρήση αυτών των προτεινόμενων απλουστεύσεων από τις ανώνυμες εταιρίες. Συνεπώς, η πρόταση είναι σύμφωνη με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Επιπλέον, και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, με την παρούσα πρόταση οι νομοθετικές ενέργειες περιορίζονται στο ελάχιστο που θεωρείται απαραίτητο για την εισαγωγή των προτεινόμενων απλουστεύσεων. 3.3. Επιλογή μέσων Για να θεσπιστούν οι προτεινόμενες απλουστεύσεις, ο κοινοτικός νομοθέτης είναι απαραίτητο να τροποποιήσει τη δεύτερη οδηγία εταιρικού δικαίου. Αυτό είναι δυνατό μόνο με πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση της δεύτερης οδηγίας εταιρικού δικαίου. 4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Δεν προβλέπονται οποιεσδήποτε δημοσιονομικές επιπτώσεις. 2004/0256 (COD) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 77/91/EOK του Συμβουλίου όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44 παράγραφος 1, την πρόταση της Επιτροπής [9], τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [10], Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης [11], Εκτιμώντας τα εξής:: (1) Η δεύτερη οδηγία 77/91/EΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1976 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της[12], ορίζει τις απαιτήσεις για διάφορα μέτρα σχετικά με το κεφάλαιο που λαμβάνονται από τις εταιρίες αυτές. (2) Στην ανακοίνωσή της στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο "Εκσυγχρονισμός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Ένα πρόγραμμα για την επίτευξη προόδου" της 21ης Μαΐου 2003[13], η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απλούστευση της οδηγίας 77/91/EΟΚ θα συνέβαλλε ουσιαστικά στην προώθηση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων χωρίς να μειώνεται η προστασία που προσφέρεται στους μετόχους και τους πιστωτές. (3) Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στις ανώνυμες εταιρίες να προσελκύουν εταιρικές εισφορές σε είδος στο κεφάλαιό τους χωρίς να χρειάζεται να προσφεύγουν σε ειδική εκτίμηση εμπειρογνώμονα στις περιπτώσεις που υπάρχει ένα σαφές σημείο αναφοράς για την εκτίμηση αυτών των εισφορών. Ωστόσο, πρέπει να εξασφαλίζεται το δικαίωμα των εταίρων μειοψηφίας να απαιτήσουν εκτίμηση των εισφορών αυτών. (4) Πρέπει να επιτρέπεται στις ανώνυμες εταιρίες να αποκτούν δικές τους μετοχές μέχρι του ορίου των αποθεματικών της εταιρίας που μπορούν να διανεμηθούν και η περίοδος για την οποία η απόκτηση αυτή μπορεί να επιτραπεί από τη γενική συνέλευση πρέπει να αυξηθεί έτσι ώστε να βελτιωθεί η ευελιξία και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος των εταιριών οι οποίες πρέπει να αντιδρούν άμεσα στις εξελίξεις της αγοράς που επηρεάζουν την τιμή της μετοχής τους. (5) Οι ανώνυμες εταιρίες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν χρηματοδοτική συνδρομή ενόψει της απόκτησης των μετοχών τους από τρίτο μέχρι του ορίου των αποθεματικών της εταιρίας που μπορούν να διανεμηθούν έτσι ώστε να αυξηθεί η ευελιξία όσον αφορά τις μεταβολές της ιδιοκτησιακής δομής του μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών. Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να υπόκειται στις εγγυήσεις που επιβάλλονται από τον στόχο της οδηγίας να προστατευθούν τα συμφέροντα τόσο των εταίρων όσο και των τρίτων. (6) Οι ανώνυμες εταιρίες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το κεφάλαιό τους χωρίς να χρειάζεται να τηρούν τις απαιτήσεις πληροφόρησης που συνδέονται με τον περιορισμό ή τον αποκλεισμό των δικαιωμάτων προτιμήσεως των μετόχων, έτσι ώστε να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τις εισηγμένες εταιρίες που επιθυμούν να προβούν σε ταχείες αυξήσεις κεφαλαίου. (7) Οι πιστωτές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες όταν τίθεται σε κίνδυνο η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους λόγω μείωσης του κεφαλαίου ανωνύμου εταιρίας έτσι ώστε να βελτιωθεί η ομοιόμορφη προστασία των πιστωτών σε όλα τα κράτη μέλη. (8) Οι μέτοχοι που κατέχουν ευρεία πλειοψηφική συμμετοχή στο κεφάλαιο ανωνύμου εταιρίας πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποκτούν τις εναπομένουσες μετοχές έναντι επαρκούς ανταλλάγματος, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή μια πιο ορθολογική και βιώσιμη ιδιοκτησιακή δομή του μετοχικού κεφαλαίου των εισηγμένων εταιριών. Αντίστοιχα, σε μια τέτοια περίπτωση, οι υπόλοιποι μέτοχοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτήσουν αυτή την απόκτηση. Ωστόσο, οι κανόνες που ισχύουν σύμφωνα με την οδηγία 2004/25/EΚ[14] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς δεν πρέπει να θίγονται από τα δικαιώματα αυτά. (9) Για να αποφευχθεί τυχόν κατάχρηση αγοράς, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τις διατάξεις της οδηγίας 2003/6/EC[15] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) και την οδηγία 2004/72/EΚ[16] της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, τον ορισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών για παράγωγα μέσα εμπορευμάτων, την κατάρτιση καταλόγων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών καθώς και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2273/2003[17] της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων. (10) Συνεπώς, η οδηγία 77/91/ΕΟΚ πρέπει να τροποποιηθεί κατάλληλα. ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Η οδηγία 77/91/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής: Άρθρο 1 1. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 10α και 10β: "Άρθρο 10α 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 όταν, μετά από απόφαση του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως, παρέχονται ως εισφορές σε είδος κινητές αξίες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ*, και οι κινητές αυτές αξίες αποτιμούνται στη μέση σταθμισμένη τιμή στην οποία αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μια ή περισσότερες ρυθμιζόμενες αγορές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της προαναφερθείσας οδηγίας κατά τη διάρκεια των τριών μηνών που προηγούνται της πραγματοποίησης της σχετικής εισφοράς σε είδος.Ωστόσο, όταν η τιμή αυτή έχει επηρεαστεί από έκτακτα γεγονότα που μπορούν να μεταβάλουν αισθητά την αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά την πραγματική ημερομηνία της εισφοράς τους, εφαρμόζεται το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 όταν, μετά από απόφαση του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως, παρέχονται ως εισφορά σε είδος περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα και όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) ο αναγνωρισμένος εμπειρογνώμονας που πραγματοποίησε την αποτίμηση διαθέτει επαρκή κατάρτιση και πείρα στην αποτίμηση του είδους των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται· (β) η εύλογη αξία έχει προσδιοριστεί για ημερομηνία που δεν μπορεί να προηγείται άνω των τριών μηνών της πραγματικής ημερομηνίας εισφοράς των περιουσιακών στοιχείων· (γ) η αποτίμηση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες και τις αρχές αποτίμησης του κράτους μέλους, που ισχύουν για το είδος των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται. Όταν συντρέχουν νέες περιστάσεις, που μπορούν να μεταβάλουν αισθητά την αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά την πραγματική ημερομηνία της εισφοράς τους, πρέπει να πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή της αξίας με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού οργάνου ή της διεύθυνσης. Το όργανο αυτό ενημερώνει τους μετόχους κατά πόσο συντρέχουν αυτές οι νέες περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι μέτοχοι που κατέχουν συνολικό ποσοστό τουλάχιστον 5% του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρίας μπορούν να απαιτήσουν την αναπροσαρμογή της αξίας των σχετικών περιουσιακών στοιχείων, και να ζητήσουν αποτίμηση από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, περίπτωση στην οποία εφαρμόζεται το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3. 3. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 όταν, μετά από απόφαση του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως, η εισφορά σε είδος συνίσταται σε περιουσιακά στοιχεία η αξία των οποίων προκύπτει, για κάθε κατ’ ιδίαν περιουσιακό στοιχείο, από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους εφόσον οι υποχρεωτικοί λογαριασμοί καταρτίστηκαν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ και αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου σύμφωνα με την οδηγία 84/253/ΕΟΚ.Όταν συντρέχουν νέες περιστάσεις, που μπορούν να μεταβάλουν αισθητά την αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά την πραγματική ημερομηνία της εισφοράς τους, πρέπει να πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή της αξίας με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως. Το όργανο αυτό ενημερώνει τους μετόχους κατά πόσο συντρέχουν αυτές οι νέες περιστάσεις.Σε κάθε περίπτωση, οι μέτοχοι που κατέχουν συνολικό ποσοστό τουλάχιστον 5% του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρίας μπορούν να απαιτήσουν την αναπροσαρμογή της αξίας των σχετικών περιουσιακών στοιχείων, και να ζητήσουν αποτίμηση από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, περίπτωση στην οποία εφαρμόζεται το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3. Άρθρο 10β 1. Όταν πραγματοποιείται εισφορά σε είδος όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 10α χωρίς να έχει υποβληθεί έκθεση εμπειρογνώμονα, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οι εταιρίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο θ) ή το διοικητικό όργανο ή η διεύθυνση οφείλουν, εκτός από τις απαιτήσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο η), να υποβάλουν στο μητρώο για δημοσίευση δήλωση που περιλαμβάνει τα ακόλουθα: (α) περιγραφή της σχετικής εισφοράς σε είδος· (β) την εκτιμώμενη αξία της και την προέλευση της αποτίμησης αυτής· (γ) δήλωση για το αν οι αξίες που προκύπτουν αντιστοιχούν τουλάχιστον στον αριθμό και την ονομαστική αξία ή, σε περίπτωση ελλείψεως ονομαστικής αξίας, στη λογιστική αξία και, ενδεχομένως, στο πρόσθετο ποσό που καταβάλλεται για την έκδοση των μετοχών που πρόκειται να πραγματοποιηθεί έναντι των εισφορών· (δ) εφόσον απαιτείται, δήλωση για το αν συντρέχουν νέες περιστάσεις όσον αφορά την αρχική αποτίμηση. Η δήλωση αυτή δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 68/151/EΟΚ. 2. Κάθε κράτος μέλος προσδιορίζει ανεξάρτητη διοικητική ή δικαστική αρχή που είναι υπεύθυνη για την εξέταση της νομιμότητας των εισφορών σε είδος που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 10 και της δήλωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.” 2. Στο άρθρο 11 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής: (α) Η φράση "άρθρο 10" αντικαθίσταται από τη φράση "άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3". (β) Προστίθεται η ακόλουθη πρόταση: "Τα άρθρα 10α και 10β εφαρμόζονται κατ’αναλογία." 3. Στο άρθρο 19, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο : "1. Όταν η νομοθεσία κράτους μέλους επιτρέπει σε μια εταιρία να αποκτήσει δικές της μετοχές είτε αυτή η ίδια είτε με πρόσωπο το οποίο ενεργεί επ’ ονόματός του αλλά για λογαριασμό της εταιρίας αυτής, υποβάλλει την απόκτηση αυτή στις ακόλουθες τουλάχιστον προϋποθέσεις: (α) η γενική συνέλευση χορηγεί την έγκριση αποκτήσεως και ορίζει τους όρους των προβλεπομένων αποκτήσεων και κυρίως τον ανώτατο αριθμό μετοχών που είναι δυνατό να αποκτηθούν, τη διάρκεια για την οποία χορηγείται η έγκριση η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 5 έτη και, σε περίπτωση αποκτήσεως από επαχθή αιτία, τα ανώτατα και κατώτατα όρια της αξίας. Τα μέλη των διοικητικών οργάνων ή της διευθύνσεως υποχρεούνται να μεριμνούν ότι, κατά το χρόνο πραγματοποίησης κάθε απόκτησης που έχει εγκριθεί, τηρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στα σημεία β), γ) και δ)· (β) οι αποκτήσεις μετοχών, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών τις οποίες απέκτησε προηγουμένως η εταιρία και διατηρεί σε χαρτοφυλάκιο και μετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο το οποίο ενεργούσε επ’ ονόματί του αλλά για λογαριασμό της εταιρίας αυτής, δεν πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του καθαρού ενεργητικού σε ποσό κατώτερο από εκείνο που προσδιορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 σημείο α)· (γ) η συναλλαγή μπορεί να αφορά μόνο μετοχές που έχουν εξοφληθεί πλήρως· (δ) ισχύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων· ειδικότερα η απόκτηση ή η αγορά εκ μέρους εταιρίας των δικών της μετοχών σε ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/EΚ θεωρείται ότι πληροί την αρχή αυτή. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να υποβάλουν την απόκτηση μετοχών κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου στην προϋπόθεση ότι η ονομαστική αξία ή, σε περίπτωση ελλείψεως ονομαστικής αξίας, η λογιστική αξία των μετοχών που αποκτήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών τις οποίες απέκτησε προηγουμένως η εταιρία και διατηρεί σε χαρτοφυλάκιο και των μετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο το οποίο ενεργούσε επ’ ονόματί του αλλά για λογαριασμό της εταιρίας αυτής, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το 10% του καλυφθέντος κεφαλαίου." 4. Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο : "1. Η εταιρία δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε προκαταβολές, ή να χορηγεί δάνεια, ή να παρέχει εγγυήσεις στην περίπτωση αποκτήσεων μετοχών της από τρίτους, εκτός εάν οι συναλλαγές αυτές υπόκεινται βάσει της εθνικής νομοθεσίας στις προϋποθέσεις που ορίζονται στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο. Οι συναλλαγές πρέπει να πραγματοποιούνται με πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως με θεμιτούς όρους αγοράς, ιδίως όσον αφορά τους τόκους που εισπράττει η εταιρία από τον τρίτο και τις εγγυήσεις που παρέχονται στην εταιρία από τον τρίτο για τα δάνεια και τις προκαταβολές που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η πιστοληπτική θέση του τρίτου θα πρέπει να έχει διερευνηθεί δεόντως και η εταιρία πρέπει να είναι σε θέση να διατηρήσει τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά της για την επόμενη πενταετία. Αυτό θα πρέπει να αποδεικνύεται κατά τρόπο αξιόπιστο με λεπτομερή ανάλυση ταμειακών ροών βάσει των πληροφοριών που υπήρχαν κατά το χρόνο έγκρισης της συναλλαγής. Οι συναλλαγές πρέπει να υποβάλλονται από το διοικητικό όργανο ή τη διεύθυνση για εκ των προτέρων έγκριση στη γενική συνέλευση, η οποία αποφαίνεται σύμφωνα με τους κανόνες περί απαρτίας και πλειοψηφίας που ορίζονται στο άρθρο 40. Το διοικητικό όργανο ή η διεύθυνση έχει την υποχρέωση να παρουσιάσει γραπτή έκθεση στη γενική συνέλευση, η οποία αναφέρει τους λόγους της συναλλαγής, το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για την εταιρία η συναλλαγή, τους όρους με τους οποίους πραγματοποιείται η συναλλαγή, τους κινδύνους που εμπεριέχει η συναλλαγή για τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα της εταιρίας και την τιμή στην οποία ο τρίτος θα αποκτήσει τις μετοχές. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στο μητρώο για δημοσίευση σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ. Η συνολική χρηματοδοτική συνδρομή που παρέχεται σε τρίτους δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του καθαρού ενεργητικού σε ποσό κατώτερο από εκείνο που προσδιορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 σημείο α). Όταν αποκτώνται από τρίτο ίδιες μετοχές της εταιρίας κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή μετοχές που εκδίδονται στο πλαίσιο αύξησης του καλυφθέντος κεφαλαίου, η απόκτηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται σε εύλογη τιμή, έτσι ώστε να αποφεύγεται η αραίωση (dilution) των υφιστάμενων συμμετοχών. 5. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 23α και 23β: «Άρθρο 23α Ένας μέτοχος έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει την έγκριση εκ μέρους της γενικής συνέλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 και να απευθυνθεί στην κατάλληλη διοικητική ή δικαστική αρχή προκειμένου να αποφανθεί για τη νομιμότητα της συναλλαγής αυτής. Άρθρο 23β Στις περιπτώσεις που μεμονωμένα μέλη του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως της εταιρίας είναι μέρη συναλλαγής που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, ή του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως μητρικής επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/EΟΚ* του Συμβουλίου ή η ίδια η μητρική επιχείρηση, ή πρόσωπα που ενεργούν επ’ ονόματί τους, αλλά για λογαριασμό μελών των οργάνων αυτών ή για λογαριασμό της επιχείρησης αυτής, είναι αντισυμβαλλόμενοι σε αυτή τη συναλλαγή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν μέσω κατάλληλων εγγυήσεων ότι η συναλλαγή αυτή δεν συγκρούεται με τα συμφέροντα της εταιρίας.» ( ΕΕ L 193, 18.7.1983, σ. 1. 6. Στο άρθρο 27 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "Εφαρμόζονται το άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3, και τα άρθρα 10α και 10β". 7. Στο άρθρο 29 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 5α: "5α. Όταν παρέχεται στο διοικητικό όργανο ή τη διεύθυνση ανωνύμου εισηγμένης εταιρίας η εξουσία περιορισμού ή αποκλεισμού δικαιώματος προτιμήσεως σύμφωνα με την παράγραφο 5, με τη συμπληρωματική προϋπόθεση ότι οι μετοχές για μια μελλοντική αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου πρέπει να εκδοθούν στην τιμή αγοράς η οποία, κατά το χρόνο της έκδοσης, επικρατεί σε μια ή περισσότερες ρυθμιζόμενες αγορές κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/EΚ, το διοικητικό όργανο ή η διεύθυνση απαλλάσσεται από την υποχρέωση παρουσίασης γραπτής έκθεσης στη γενική συνέλευση όπως απαιτείται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Ωστόσο, οι μέτοχοι μπορούν να ζητήσουν από το διοικητικό όργανο ή τη διεύθυνση να προσδιορίσουν τους λόγους του περιορισμού ή αποκλεισμού του δικαιώματος προτιμήσεως." 8. «1. Σε περίπτωση μειώσεως του καλυφθέντος κεφαλαίου, τουλάχιστον οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως μειώσεως έχουν τουλάχιστον το δικαίωμα να λάβουν εγγύηση για τις απαιτήσεις που δεν είναι ληξιπρόθεσμες κατά το χρόνο της δημοσιεύσεώς της. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποκλείσουν το δικαίωμα αυτό μόνον όταν ο πιστωτής έχει κατάλληλες εγγυήσεις ή όταν οι τελευταίες δεν είναι απαραίτητες λαμβανομένης υπόψη της εταιρικής περιουσίας. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα να απευθυνθούν στην αρμόδια διοικητική ή δικαστική αρχή για να λάβουν κατάλληλες εγγυήσεις εφόσον μπορούν να αποδείξουν κατά τρόπο αξιόπιστο η εν λόγω μείωση του καλυφθέντος κεφαλαίου θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, και ότι δεν έχουν δοθεί επαρκείς εγγυήσεις από την εταιρία.» 9. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 39α και 39β: «Άρθρο 39α 1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ένας μέτοχος που κατέχει τουλάχιστον 90% του καλυφθέντος κεφαλαίου εισηγμένης εταιρίας, ο οποίος αναφέρεται στο εξής ως "μέτοχος πλειοψηφίας", δύναται να απαιτήσει από όλους τους κατόχους των υπολοίπων μετοχών, που αναφέρονται στο εξής ως "μέτοχοι μειοψηφίας", να του πωλήσουν τις μετοχές τους σε εύλογη τιμή. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν υψηλότερο κατώφλι, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 95% του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρίας.Μια εταιρία θεωρείται ότι είναι εισηγμένη κατά την έννοια της παρούσας διάταξης εάν οι μετοχές της αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/EΚ. 2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι είναι δυνατό να υπολογιστεί πότε επιτυγχάνεται το κατώφλι. 3. Όταν η εταιρία έχει εκδώσει περισσότερες από μία κατηγορίες μετοχών, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το δικαίωμα να απαιτηθεί από το μέτοχο μειοψηφίας να πωλήσει τις μετοχές του όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, μπορεί να ασκείται μόνο στην κατηγορία μετοχών για την οποία έχει επιτευχθεί το κατώφλι που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή. 4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο κάθε μέτοχος μειοψηφίας μπορεί να ζητήσει εκτίμηση για το αν η τιμή είναι εύλογη.Η εκτίμηση αυτή διενεργείται από ανεξάρτητη διοικητική ή δικαστική αρχή ή από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, που έχει διοριστεί ή αναγνωριστεί από την αρχή αυτή. Οι εμπειρογνώμονες αυτοί μπορεί να είναι, σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή εταιρίες. Η αίτηση για την εκτίμηση αυτή πρέπει να υποβληθεί εντός τριών μηνών αφού ζητηθεί από το μέτοχο μειοψηφίας να πωλήσει τις μετοχές του και του ανακοινωθεί η τιμή σύμφωνα με την παράγραφο 1. 5. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/25/EΚ*(ΕΕ L αριθ.142, 30.4.2004, σ. 12. Άρθρο 39β 1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι μέτοχοι μειοψηφίας εισηγμένης εταιρίας μπορούν να υποχρεώσουν, από κοινού ή κατ’ ιδίαν, το μέτοχο πλειοψηφίας να αγοράσει από αυτούς τις μετοχές τους στην εταιρία αυτή σε εύλογη τιμή. 2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με την εύλογη τιμή μεταξύ των δυνητικών αντισυμβαλλομένων της συναλλαγής που αναφέρθηκε στην παράγραφο 1, η τιμή εξετάζεται από ανεξάρτητη διοικητική ή δικαστική αρχή ή από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα που έχει διοριστεί ή αναγνωριστεί από την αρχή αυτή. Οι εμπειρογνώμονες αυτοί μπορούν να είναι, σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή εταιρίες. 3. Οι διατάξεις του άρθρου 39α παράγραφος 1, δεύτερη και τρίτη πρόταση, παράγραφος 2 και παράγραφος 3 εφαρμόζονται κατ’αναλογία. 4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν κατάλληλη διαδικασία που εγγυάται τη δίκαιη αντιμετώπιση όλων των μετόχων μειοψηφίας. 5. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις του άρθρου 16 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ.» 10. Στο άρθρο 41, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 1, του άρθρου 19 παράγραφος 1 σημείο α) πρώτη πρόταση, και των άρθρων 25, 26 και 29 στο βαθμό που οι παρεκκλίσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη θέσπιση ή την εφαρμογή διατάξεων που σκοπό έχουν να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του προσωπικού ή άλλων ομάδων προσώπων που ορίζονται από την εθνική νομοθεσία, στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων.» Άρθρο 2 Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων αυτών καθώς και έναν πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των διατάξεων αυτών και της παρούσας οδηγίας. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 3 Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων . Άρθρο 4 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 : Δήλωση της προκαταρκτικής αξιολόγησης 1. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Να περιγραφεί το πρόβλημα το οποίο αναμένεται να αντιμετωπίσει η πολιτική/ πρόταση: Αδικαιολόγητα επαχθείς διαδικασίες που συνδέονται με ορισμένα μέσα τα οποία έχουν στη διάθεσή τους οι ανώνυμες εταιρίες για τους σκοπούς της διατήρησης και της μεταβολής του κεφαλαίου τους. Να αναφερθούν ενδεχομένως μη βιώσιμες τάσεις που συνδέονται με το πρόβλημα - Από οικονομική άποψη: Πολύ μικρή ευελιξία και υπερβολικό κόστος για τις εταιρίες οι οποίες, για λόγους χρηματοδότησης, πρέπει να αντιδρούν χωρίς καθυστέρηση στις εξελίξεις των κεφαλαιαγορών - Σε κοινωνικό επίπεδο : ανεφάρμοστο - Σε περιβαλλοντικό επίπεδο: ανεφάρμοστο Να αναφερθούν οι ενδεχόμενες ασυνέπειες μεταξύ των τριών αυτών διαστάσεων ή με άλλες πολιτικές: ανεφάρμοστο 2. ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Ποιος είναι ο γενικός πολιτικός στόχος ως προς τα αναμενόμενα αποτελέσματα; Εξοικονόμηση κόστους και χρόνου για τις εταιρίες που λαμβάνουν ορισμένα μέτρα που συνδέονται με το κεφάλαιο 3. ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Ποια είναι η βασική προσέγγιση που προτείνεται για την επίτευξη του στόχου; Προσέγγιση μέτριας μείωσης των ρυθμίσεων Ποια μέσα πολιτικής έχουν εξεταστεί; Τροποποίηση της ισχύουσας 2 ης οδηγίας εταιρικού δικαίου Με ποιον τρόπο τα μέσα που έχουν επιλεγεί σέβονται τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας; Με τον αυστηρό περιορισμό τους σε απλούστευση μόνο της 2 ης οδηγίας, η οποία αποτελεί το βασικό εργαλείο εναρμόνισης του εταιρικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποιες επιλογές μπορούν να αποκλειστούν σε αυτό το αρχικό στάδιο; Οι μεταβολές του συστήματος διατήρησης του κεφαλαίου της 2 ης οδηγίας που θα ήταν ασυμβίβαστες με τους στόχους της προστασίας των μετόχων μειοψηφίας και των πιστωτών της οδηγίας αυτής. 4. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ – ΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ Σε προκαταρκτική βάση, να αναφερθούν οι αναμενόμενες θετικές και αρνητικές συνέπειες των επιλογών που έγιναν, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη; Θετικές: Μείωση του κόστους και του διοικητικού φόρτου των ανωνύμων εταιριών με τη θέσπιση απλούστερων διαδικασιών για τις προαναφερθείσες κατηγορίες συναλλαγών. Αρνητικές: δεν υπάρχουν Να αναφερθούν ποιοι επηρεάζονται καθώς και οι τυχόν σοβαρές επιπτώσεις σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, οικονομικό κλάδο ή περιοχή (εντός ή εκτός της ΕΕ), βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. ανεφάρμοστο. [1] Δεύτερη οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1976 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (77/91/EΟΚ), ΕΕ αριθ. L 26, 31.1.1977, σ. 1., όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003 (ΕΕ L 236, τόμος 46, 23.9.2003). [2] Έγγραφο της Επιτροπής COM(2003) 284 τελικό. [3] Συστάσεις της ομάδας εταιρικού δικαίου SLIM για την απλούστευση της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας εταιρικού δικαίου, Σεπτέμβριος 1999. [4] Έκθεση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα της τέταρτης φάσης του SLIM, COM(2000) 56 τελικό της 4ης Φεβρουαρίου 2000. [5] Βλ. έγγραφο της Επιτροπής COM(2003) 284 τελικό. [6] COM(2003) 71 βλ. επίσης την πρώτη και τη δεύτερη έκθεση προόδου σχετικά με την ανακοίνωση αυτή: COM(2003) 623 και COM(2004) 432. [7] COM(2002) 278. [8] Έγγραφο της Επιτροπής COM(2003) 284 τελικό. [9] ΕΕ C […] της […], σ. […]. [10] ΕΕ C […] της […], σ. […]. [11] ΕΕ C […] της […], σ. […]. [12] ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003. [13] COM(2003) 284 τελικό. [14] ΕΕ L αριθ. 142, 30. 4. 2004, σ. 12. [15] ΕΕ L αριθ.96, 12. 4. 2003, σ. 16. [16] ΕΕ L αριθ.162, 30. 4. 2004, σ. 70. [17] ΕΕ L αριθ.336, 23. 12. 2003, σ. 33.